2018-11-19 21:56:29
«Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες». «Ήτο άνθρωπος συντηρητικός και είχε μίαν σύζυγον δια την οποίαν ενηβρύνετο.
-Η γυναίκα μου… η γυναίκα μου… έλεγε συνήθως είνε ένα κομμάτι μάλαμα!
Και πράγματι η σύζυγός του ήτο τύπος και υπογραμμός συζύγου-νοικοκυράς. Συνεδύαζε πλείστα όσα προσόντα. Εγνώριζε να παρασκευάζη εξόχως ντολμάδες, αλλά παραλλήλως εγνώριζε να επιδαψιλεύη εις τον ατυχή άνδρα της όλας τας τρυφερότητας.
-Μικρούλη μου!... του έλεγε σουρώνουσα χαρακτηριστικώς τα χείλη και χτυπώσα τρυφερώς δια της παλάμης της το πρόσωπό του.
Και ο ευτυχής σύζυγος εις τοιαύτας στιγμάς εγίνετο ευτυχέστερος Αλλά,,, εις κάθε ευτυχίαν όπως και εις κάθε δυστυχίαν υπάρχει ένα «αλλά». Ο άνθρωπος πολλάκις επεθύμει να δρέψη και ολίγα άνθη από ξένους αγρούς.
-Το έχω καϋμό, έλεγε να αποκτήσω μια ερωμένη!... αλλά πάλι δεν μπορώ. Η ιδέα να απατήσω μια τόσο αγία γυναίκα, τόσο χαριτωμένη και αφωσιωμένη σε μένα με κάνει να αισθάνομαι φοβεράς τύψεις.
Αλλά… -πάλιν «Αλλά»- όλοι οι σύζυγοι αισθάνονται τύψεις έως ότου βρούν την ευκαιρίαν. Άμα όμως το πετύχουν επιβάλλουν πλέον σχετικήν σιγήν εις την συνείδησίν των. Και η ευκαιρία δεν άργησε να χτυπήση την πόρτα του κ. Αλμυρού –ο άνθρωπος ελέγετο Περικλής Αλμυρός- εν τω προσώπω ενός εκπάγλου καλλονής θηλυκού.
Η τύχη του εμειδίασε πλέον κατά τρόπον… κατηγορηματικόν. Η σύζυγος του έλειπε. Της είχε νοικιάσει ένα δωμάτιον σε ένα μεγάλο ξενοδοχείον ενός νησιού, όπου παρεθέριζε. Συνεπώς ήτο απόλυτος κύριος του σπιτιού του.
-Καίτη, είπε, εις το θηλυκόν που επέτυχε. Καίτη τέκνον μου, στο σπίτι μου δεν είνε κανείς. Θα γλεντήσουμε όπως θέλουμε έτσι;
-Ναι. Θα μου πάρης ένα δαχτυλίδι;
-Μόνο δαχτυλίδι; Ό, τι θέλεις.
-Είσαι χρυσός άνθρωπος!
-Είσαι σπουδαίο κορίτσι.
Και ούτω καθεξής…
Επί αρκετάς ημέρας ο κ. Περικλής εγλεντούσε με το θηλυκόν, έως ότου ήρχισε να αισθάνεται βαρυτάτας τύψεις. Αι τρυφεραί επιστολαί που ελάμβανε από την παραθερίζουσαν εις την νήσον συζυγόν του, του εβάρυναν ημέρα με την ημέραν περισσότερο την συνείδησίν του.
-Την καϋμένη… εμονολόγει συχνά με παρ’ ολίγον δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Με αγαπά. Έχω ένα μήνα να την δώ. Ας πάω να την συναντήσω. Για μερικές μέρες που θα μείνω κοντά της θα της φέρω πραγματικήν ευτυχίαν.
Και με αυτάς τας σκέψεις ο κ. Αλμυρός ετακτοποίησε τας εργασίας του, επήρε την απόφασιν και το βαπόρι δια να μεταβή προς συνάντησιν της πολυθελγήτρου συμβίας του που τον είχε τόσον επιθυμήσει.
-Φαντάσου πως θα κάνη μόλις με δή, εσκέπτετο. Θα πηδήση από την χαράν της. Λίγο είνε; Μια νέα γυναίκα ένα μήνα χωρίς τον άνδρα της…
Και επανηγύριζεν σκεπτόμενος τα πολλαπλά θέλγητρα των οποίων την εστέρησε τόσον καιρόν και τα οποία επί τέλους θα της παρείχε μόλις έφθανε εις την οικίαν.
Πράγματι δε μόλις έφθασε εγένετο αντικείμενον θερμοτάτης υποδοχής.
-Αγαπημένε μου πως σου κατέβηκε νάρθης; Δεν το φανταζόμουν.
-Να, σε επεθύμησα. Είσαι ευτυχισμένη;
-Αν είμαι ευτυχισμένη; Θα τρελλαθώ.
-Σώπα. Να είσαι λογική. Πάμε στο ξενοδοχείο σου.
Εις το ξενοδοχείον εσυνεχίσθησαν αι συζυγικαί τρυφερότητες. Η σύζυγος ηρώτα:
-Εκάθισες ήσυχα στην Αθήνα;
-Ναι… εξεροκατάπιεν εκείνος. Εσύ;
-Εγώ; Δεν με ξέρεις καϋμένε; Καλόγρηα σωστή έγινα εδώ πέρα.
-Μου λες αλήθεια;
-Αν σου λέω αλήθεια; Μα αμφέβαλες ποτέ για μένα;
-Ώ, ώ, όχι!... Αλλά λέω… κανένα φλερτάκι μόνο… Καμμιά ματιά… τίποτε με νεαρούς.
-Ξορκισμένοι νάναι Παναγία μου. Περικλή με προσβάλλεις. Κόρτε εγώ. Θα με κάνης να κλάψω.
-Μην κλάψης χρυσή μου, είπε ο πανευτυχής σύζυγος ασπαζόμενος την σύζυγόν του.
Και μονολογών εντός του προσέθεσε:
-Τι αγία γυναίκα. Τι αγία…
Επήλθεν η εσπέρα και το συζυγικόν ζεύγος κατεκλίθη. Όλα τα ζεύγη ως γνωστόν κοιμούνται την εσπέραν και κάμνουν γενικώς όχι ολίγον θόρυβον… Εφ’ όσον μάλιστα το συζυγικόν ζεύγος είχε ένα μήνα να ιδωθή ο θόρυβος ήτο περισσότερος.
-Αχ πόσο σε αγαπώ Αντωνία μου.
-Κι’ εγώ άλλο τόσο Περικλή μου.
-Σε θαυμάζω ξέρεις γιατί ούτε μια ματιά δεν έρριξες σε κανένα τόσο καιρό. Γι’ αυτό σε θαυμάζω.
Αλλά την ίδιαν στιγμήν από το πλαϊνό δωμάτιον ηκούσθη μία χείρ να χτυπά δυνατά τον λεπτόν τοίχον που εχώριζε τα δύο δωμάτια.
-Έ… επι τέλους αδελφέ θα πάψης καμμιά φορά; Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ αυτή η δουλειά θα γίνεται; Όλο κουβέντες και φασαρία… δεν μπορώ να κλείσω μάτι ένα μήνα τώρα!...».
(«Αθηναϊκά Νέα», 1931)
anatakti
-Η γυναίκα μου… η γυναίκα μου… έλεγε συνήθως είνε ένα κομμάτι μάλαμα!
Και πράγματι η σύζυγός του ήτο τύπος και υπογραμμός συζύγου-νοικοκυράς. Συνεδύαζε πλείστα όσα προσόντα. Εγνώριζε να παρασκευάζη εξόχως ντολμάδες, αλλά παραλλήλως εγνώριζε να επιδαψιλεύη εις τον ατυχή άνδρα της όλας τας τρυφερότητας.
-Μικρούλη μου!... του έλεγε σουρώνουσα χαρακτηριστικώς τα χείλη και χτυπώσα τρυφερώς δια της παλάμης της το πρόσωπό του.
Και ο ευτυχής σύζυγος εις τοιαύτας στιγμάς εγίνετο ευτυχέστερος Αλλά,,, εις κάθε ευτυχίαν όπως και εις κάθε δυστυχίαν υπάρχει ένα «αλλά». Ο άνθρωπος πολλάκις επεθύμει να δρέψη και ολίγα άνθη από ξένους αγρούς.
-Το έχω καϋμό, έλεγε να αποκτήσω μια ερωμένη!... αλλά πάλι δεν μπορώ. Η ιδέα να απατήσω μια τόσο αγία γυναίκα, τόσο χαριτωμένη και αφωσιωμένη σε μένα με κάνει να αισθάνομαι φοβεράς τύψεις.
Αλλά… -πάλιν «Αλλά»- όλοι οι σύζυγοι αισθάνονται τύψεις έως ότου βρούν την ευκαιρίαν. Άμα όμως το πετύχουν επιβάλλουν πλέον σχετικήν σιγήν εις την συνείδησίν των. Και η ευκαιρία δεν άργησε να χτυπήση την πόρτα του κ. Αλμυρού –ο άνθρωπος ελέγετο Περικλής Αλμυρός- εν τω προσώπω ενός εκπάγλου καλλονής θηλυκού.
Η τύχη του εμειδίασε πλέον κατά τρόπον… κατηγορηματικόν. Η σύζυγος του έλειπε. Της είχε νοικιάσει ένα δωμάτιον σε ένα μεγάλο ξενοδοχείον ενός νησιού, όπου παρεθέριζε. Συνεπώς ήτο απόλυτος κύριος του σπιτιού του.
-Καίτη, είπε, εις το θηλυκόν που επέτυχε. Καίτη τέκνον μου, στο σπίτι μου δεν είνε κανείς. Θα γλεντήσουμε όπως θέλουμε έτσι;
-Ναι. Θα μου πάρης ένα δαχτυλίδι;
-Μόνο δαχτυλίδι; Ό, τι θέλεις.
-Είσαι χρυσός άνθρωπος!
-Είσαι σπουδαίο κορίτσι.
Και ούτω καθεξής…
Επί αρκετάς ημέρας ο κ. Περικλής εγλεντούσε με το θηλυκόν, έως ότου ήρχισε να αισθάνεται βαρυτάτας τύψεις. Αι τρυφεραί επιστολαί που ελάμβανε από την παραθερίζουσαν εις την νήσον συζυγόν του, του εβάρυναν ημέρα με την ημέραν περισσότερο την συνείδησίν του.
-Την καϋμένη… εμονολόγει συχνά με παρ’ ολίγον δάκρυα εις τους οφθαλμούς. Με αγαπά. Έχω ένα μήνα να την δώ. Ας πάω να την συναντήσω. Για μερικές μέρες που θα μείνω κοντά της θα της φέρω πραγματικήν ευτυχίαν.
Και με αυτάς τας σκέψεις ο κ. Αλμυρός ετακτοποίησε τας εργασίας του, επήρε την απόφασιν και το βαπόρι δια να μεταβή προς συνάντησιν της πολυθελγήτρου συμβίας του που τον είχε τόσον επιθυμήσει.
-Φαντάσου πως θα κάνη μόλις με δή, εσκέπτετο. Θα πηδήση από την χαράν της. Λίγο είνε; Μια νέα γυναίκα ένα μήνα χωρίς τον άνδρα της…
Και επανηγύριζεν σκεπτόμενος τα πολλαπλά θέλγητρα των οποίων την εστέρησε τόσον καιρόν και τα οποία επί τέλους θα της παρείχε μόλις έφθανε εις την οικίαν.
Πράγματι δε μόλις έφθασε εγένετο αντικείμενον θερμοτάτης υποδοχής.
-Αγαπημένε μου πως σου κατέβηκε νάρθης; Δεν το φανταζόμουν.
-Να, σε επεθύμησα. Είσαι ευτυχισμένη;
-Αν είμαι ευτυχισμένη; Θα τρελλαθώ.
-Σώπα. Να είσαι λογική. Πάμε στο ξενοδοχείο σου.
Εις το ξενοδοχείον εσυνεχίσθησαν αι συζυγικαί τρυφερότητες. Η σύζυγος ηρώτα:
-Εκάθισες ήσυχα στην Αθήνα;
-Ναι… εξεροκατάπιεν εκείνος. Εσύ;
-Εγώ; Δεν με ξέρεις καϋμένε; Καλόγρηα σωστή έγινα εδώ πέρα.
-Μου λες αλήθεια;
-Αν σου λέω αλήθεια; Μα αμφέβαλες ποτέ για μένα;
-Ώ, ώ, όχι!... Αλλά λέω… κανένα φλερτάκι μόνο… Καμμιά ματιά… τίποτε με νεαρούς.
-Ξορκισμένοι νάναι Παναγία μου. Περικλή με προσβάλλεις. Κόρτε εγώ. Θα με κάνης να κλάψω.
-Μην κλάψης χρυσή μου, είπε ο πανευτυχής σύζυγος ασπαζόμενος την σύζυγόν του.
Και μονολογών εντός του προσέθεσε:
-Τι αγία γυναίκα. Τι αγία…
Επήλθεν η εσπέρα και το συζυγικόν ζεύγος κατεκλίθη. Όλα τα ζεύγη ως γνωστόν κοιμούνται την εσπέραν και κάμνουν γενικώς όχι ολίγον θόρυβον… Εφ’ όσον μάλιστα το συζυγικόν ζεύγος είχε ένα μήνα να ιδωθή ο θόρυβος ήτο περισσότερος.
-Αχ πόσο σε αγαπώ Αντωνία μου.
-Κι’ εγώ άλλο τόσο Περικλή μου.
-Σε θαυμάζω ξέρεις γιατί ούτε μια ματιά δεν έρριξες σε κανένα τόσο καιρό. Γι’ αυτό σε θαυμάζω.
Αλλά την ίδιαν στιγμήν από το πλαϊνό δωμάτιον ηκούσθη μία χείρ να χτυπά δυνατά τον λεπτόν τοίχον που εχώριζε τα δύο δωμάτια.
-Έ… επι τέλους αδελφέ θα πάψης καμμιά φορά; Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ αυτή η δουλειά θα γίνεται; Όλο κουβέντες και φασαρία… δεν μπορώ να κλείσω μάτι ένα μήνα τώρα!...».
(«Αθηναϊκά Νέα», 1931)
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Μια άμεμπτος κυρία», μια ιστορία από την παλαιά Αθήνα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ