2018-11-30 07:29:17
Φωτογραφία για Τι Κάνει Κάποιον Καλό ή Κακό Συγκάτοικο στη Φυλακή;
Φαγητό, ύπνος, τουαλέτα, χαλαρή κουβέντα ή τηλεόραση: Αυτές είναι οι μόνες ανάγκες που μπορεί να καλυφθούν στη φυλακή και αυτές καλύπτονται σε έναν χώρο

περίπου 12 τετραγωνικών μέτρων, συνήθως με την αναγκαστική παρουσία άλλων δύο ή τριών τύπων με τους οποίους μοιράζεται κανείς ένα κελί για 15 ώρες την ημέρα. Ίσως μεγαλύτερη τιμωρία από τον εγκλεισμό και τη στέρηση της ελευθερίας να είναι η καταναγκαστική οργάνωση ενός νοικοκυριού με ανθρώπους που δεν επιλέγεις. Ίσως η ίδια η ουσία της τιμωρίας είναι η συμβίωση -και όχι απλώς συγκατοίκηση- σε ένα ασφυκτικά μικρό χώρο. Η συμβίωση είναι μια εξ ορισμού αντίξοη συνθήκη μεταξύ ανθρώπων που το μόνο κοινό τους είναι η παραβίαση κάποιου διαφορετικού άρθρου του ποινικού κώδικα.

Ο πλαστογράφος με τον σωματέμπορο και ο μικροδιακινητής χόρτου με τον εκτελεστή συμβολαίων θανάτου. Αυτός που έκλεψε μια τράπεζα με εκείνον που ξερίζωσε τα χρυσά δόντια από μια ηλικιωμένη, για να τα πουλήσει στην Ομόνοια. Ο τοξικοεξαρτημένος και κάποιο στέλεχος της παραβατικής οικονομίας. Όλοι οι παραπάνω, με βάση τις αξιωματικές παραδοχές του ποινικού και σωφρονιστικού μας συστήματος, ανήκουν στην ίδια κατηγορία και καλούνται να βράσουν στο ίδιο καζάνι.


Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη, κάποιος κρατούμενος μπορεί κάθε δεδομένη στιγμή να είναι τυχερός ή λιγότερο τυχερός, ανάλογα με τη θέση του στην εσωτερική ιεραρχία των κρατουμένων ή και τη συγκυρία. Πολλά δυσάρεστα μπορούν να τύχουν σε κάποιον, όσο διαρκεί η ποινή του. Μια από τις μεγαλύτερες ατυχίες είναι να πέσει σε κακό συγκάτοικο.

Ο Μ.Κ., που έχει περάσει εννιά χρόνια της ζωής του σε διάφορες φυλακές, έχει την ατυχία να είναι σε θέση να μας διηγηθεί -απαντώντας σε κάποιες ερωτήσεις- μερικές από τις χειρότερες εμπειρίες του με συγκάτοικους σε κελί ελληνικής φυλακής.

Ένας καλός συγκάτοικος είναι συνήθως κάποιος οικογενειάρχης, που έχει μερικά χρήματα για να επιβιώσει. Να είναι καθαρός, είναι επίσης πολύ σημαντικό. Μετά, υπάρχουν και άλλα πλεονεκτήματα, όπως το να ξέρει να μαγειρεύει.

VICE: Αρχικά, πες μας ποιο είναι το χαρακτηριστικό που κάνει κάποιον καλό ή κακό συγκάτοικο στη φυλακή. 

M.K.: Καταρχάς, να μην μιλάει πολύ. Όχι μόνο στο κελί, για να μην σε ζαλίζει, αλλά να μην μιλάει σε πολύ κόσμο στη φυλακή. Είναι άσχημο να κάνει γνωριμίες από το πουθενά και να σου φέρνει άσχετους επισκέπτες στο κελί, ειδικά σε μεγάλες φυλακές όπως είναι ο Κορυδαλλός. Μετά, είναι το να μην χρωστάει, να μην πίνει ναρκωτικά, να μην πίνει φάρμακα, να μην είναι γνωστό ότι είναι ρουφιάνος, αν είναι. Γενικώς, να αποφεύγει τα προβλήματα.

Ένας καλός συγκάτοικος είναι συνήθως κάποιος οικογενειάρχης, που έχει μερικά χρήματα για να επιβιώσει. Να μην είναι ρέστος, δηλαδή, επειδή αλλιώς αναγκάζεσαι να συντηρείς έναν ακόμη άνθρωπο και δεν έχεις ακριβώς τη δυνατότητα να το κάνεις. Να είναι καθαρός, είναι επίσης πολύ σημαντικό. Μετά, υπάρχουν και άλλα πλεονεκτήματα, όπως το να ξέρει να μαγειρεύει. Να είναι βασικά ένας άνθρωπος συνεννοήσιμος, να μπορείς να μοιράζεσαι τις δουλειές που πρέπει να γίνουν σε ένα κελί. Αν μαγειρεύεις εσύ, αυτός να πλένει τα πιάτα, χωρίς να νομίζει ότι τον υποβιβάζεις. Το μεγάλο μου πρόβλημα στα «ανήλικα» (σ.σ.: Φυλακές Νέων για ηλικίες από 18-21 ετών - γενικώς σκληρή φυλακή που μεταξύ των κρατουμένων ισχύουν λίγο διαφορετικοί και πιο σκληροί κανόνες από ότι στις ανδρικές) ήταν αυτό, όταν προσπαθούσαμε να μοιράσουμε τις δουλειές. Αν έλεγα σε κάποιον να πλύνει, νόμιζε ότι ήθελα να τον κάνω «λεγκένι» μου (σ.σ.: υπηρέτη στην αργκό της φυλακής), το οποίο δεν ίσχυε. Αφού εγώ μαγείρευα, ο άλλος έπρεπε να πλένει. Αλλιώς γινόμουν εγώ το λεγκένι Εσύ θεωρείς τον εαυτό σου καλό συγκάτοικο; Από μια άποψη και εγώ είμαι κακή περίπτωση, επειδή ροχαλίζω και ακούγομαι από εδώ μέχρι το αρχιφυλακείο. Κατά τα άλλα, νομίζω ότι είμαι βολικός.

Πες μας λίγο για την πρώτη σου εμπειρία κακής συγκατοίκησης στη φυλακή. Ήταν στα «ανήλικα», το 2009, όταν μπήκα πρώτη φορά. Ήμουν 19 χρονών. Είμαι Ελληνοαλβανός. Τότε ακόμη μόνο καταλάβαινα αλβανικά, αλλά δεν τα μιλούσα. Οι παρέες μου ήταν κυρίως Έλληνες. Με βάζουν στη Β΄ Πτέρυγα με τους Μαλόκ (σ.σ.: Βόρειοι Αλβανοί). Πηγαίνω σε ένα κελί και βλέπω τρία ντερέκια και εγώ ήμουν 65 κιλά άνθρωπος τότε. Είναι και οι τρεις με κάτι μούσια, λες και είναι 40 χρονών. Μπαίνω μέσα, ξάπλα ο ένας, ο βαρυποινίτης του κελιού. Μου λέει «Τώρα ήρθες; Κάτσε, θα σε φτιάξουμε σε λίγο». «Ντάξει», λέω, «θα φάω πολύ ξύλο» - και πράγματι, έφαγα πολύ ξύλο από αυτούς και από άλλα πέντε διπλανά κελιά. Ήταν η μύηση στην Αυλώνα. Έτσι σε υποδεχόταν στην Αυλώνα. Έτρωγες ένα γερό βρωμόξυλο και μετά σε κάνανε παρέα. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μου συγκάτοικοι. Με είχαν δείρει και αναγκάστηκα και έμεινα μαζί τους ενάμιση μήνα στο ίδιο κελί. Τους έβλεπα όλη την μέρα, έτρωγα μαζί τους και τους μισούσα.

Μετά από έναν μήνα και κάτι, αποκτώ δικό μου κελί με έναν φίλο Αλβανό και μου σκάει ένας τύπος από την Αφρική. Ο τύπος δεν ήξερε καμιά λέξη σε καμιά από τις γλώσσες που μιλούσαν στη φυλακή. Έμεινε στο κελί μια εβδομάδα, όσο περίμενε να τον απελάσουν και νόμιζα πως ήταν μουγκός. Τον είχαν πιάσει σε επιχείρηση-σκούπα στην Ομόνοια με αυτούς που πούλαγαν μαύρο σε σπιρτόκουτα, τότε. Έπαιρνε κάθε μέρα την καραβάνα του, τη γέμιζε φαγητό από το συσσίτιο και όταν τελείωνε την άφηνε κάτω από τον νεροχύτη, χωρίς να την πλένει. Ήταν πάνω από 30 χρονών και επειδή είχε δηλώσει ανήλικος τον είχαν φέρει Αυλώνα. Ήταν συχνό φαινόμενο τότε, με μετανάστες από Αφρική κυρίως, να μην μπορούν να εξακριβώσουν την ηλικία τους και να τους καταχωρούν ανάλογα με το τι δηλώνουν.

Επίσης, είχα μείνει με ένα παιδί που ήταν πάρα πολύ καλός συγκάτοικος - με είχε βοηθήσει και πολύ τον πρώτο καιρό στη φυλακή και ήταν και πολύ σωστός με τις δουλειές του κελιού. Όμως είχε ένα τρομερό πρόβλημα, για το οποίο δεν ξέρω αν έφταιγε ότι είχε κάνει πολλούς φόνους ή αν το πρόβλημα ήταν κάπου αλλού. Ο τύπος κάθε βράδυ σηκωνόταν από το κρεβάτι, υπνοβατούσε, ξεκινούσε να βρίζει, βούταγε από το τραπέζι τα πλαστικά μαχαίρια -ευτυχώς απαγορεύονται τα μεταλλικά- και ερχόταν πάνω σου, ενώ κοιμόσουν και σε μαχαίρωνε. Αν ήταν κανονικά μαχαίρια, θα μας είχε κάνει σουρωτήρι. Ευτυχώς, ήταν πλαστικά μιας χρήσης και σπάγανε πάνω μας. Εντωμεταξύ, έκανε όλο αυτό το σκηνικό, τελείωνε τη μάχη, πήγαινε στο κρεβάτι και συνέχιζε τον ύπνο του. Το πρωί που του το λέγαμε, νόμιζε ότι τον κοροϊδεύουμε και δεν μας πίστευε. Μας έλεγε «Δεν γίνονται αυτά» και δεν μπορούσες να τον πείσεις. Το έκανε σχεδόν κάθε βράδυ. Ο τρίτος συγκάτοικός μας, που πίστευε πολύ στα πνεύματα, του έλεγε ότι αυτό που γίνεται κάθε βράδυ είναι οι ψυχές των νεκρών που είχε δολοφονήσει.

«Ήμουν σε δυο περιπτώσεις με συγκάτοικο που έπαιρνε τρεις φορές τη μέρα φάρμακα. Κάθονταν και κάνανε συζητήσεις με τις ώρες μόνοι τους, με κάποιον που τον έβλεπαν μόνο αυτοί».

Κάποια ακραία εμπειρία συγκατοίκησης που είχες, όταν έφυγες από τα «ανήλικα»; Όταν έγινα 21, πήγα στη Χίο (σ.σ.: Φυλακές Χίου), στον θάλαμο δύο. Ήμασταν γύρω στα 17 με 18 άτομα στον θάλαμο και μας έφερναν ανθρώπους τοξικοεξαρτημένους, που τους μάζευαν κυριολεκτικά ξυπόλυτους από την Ομόνοια. Έρχονταν μέσα και βγάζανε χαρμάνα (σ.σ.: στερητικό σύνδρομο) στον θάλαμο. Πέντε μέρες που έβγαζε χαρμάνα ο άλλος έκανε διάρροια πάνω του. Απίστευτη βρώμα. Να έχουν παραισθήσεις, να φωνάζουν και να τους έχεις στο κρεβάτι από πάνω σου. Καλώς ή κακώς, αναγκαζόμασταν και τους διώχναμε από τον θάλαμο.

Απίστευτοι ήταν και κάτι τύποι που έπαιρναν Buscopan. Αυτό κανονικά είναι φάρμακο για το στομάχι, νομίζω, αλλά όταν το σπάσεις, το κάψεις και το ρουφήξεις, γίνεται παραισθησιογόνο. Έπιναν οι τύποι μέσα στον θάλαμο και κατουριόταν πάνω τους. Ο άλλος νόμιζε πως είχε ανοίξει τη Merenda, ενώ κρατούσε το ποτήρι με τον φραπέ και άλειφε στη φέτα του ψωμιού τον αφρό από τον φραπέ.

Κάτι παρόμοιο είχα πάθει δυο φορές και στην Κέρκυρα, είχα δυο απίστευτες περιπτώσεις συγκατοίκησης εκεί. Τα κελιά εκεί είναι πάρα πολύ μικρά. Χωράει την κουκέτα, ένα μικρό τραπέζι και μια καρέκλα. Στις ελληνικές πτέρυγες, είχε και κόσμο που έπαιρνε φάρμακα. Δυνατά φάρμακα. Γινόταν «κομοδίνα». Ήμουν σε δυο περιπτώσεις με συγκάτοικο που έπαιρνε τρεις φορές τη μέρα φάρμακα. Κάθονταν και κάνανε συζητήσεις με τις ώρες μόνοι τους, με κάποιον που τον έβλεπαν μόνο αυτοί. Στην αρχή, νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. Εννοείται ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από τις δουλειές του κελιού. Στην Κέρκυρα που οι πτέρυγες είναι μικρές, 25-30 ατόμων, δεν είναι εύκολο να ψάξεις και να βρεις άλλον συγκάτοικο, όπως είναι σε μια μεγάλη φυλακή σαν τον Κορυδαλλό.

Μέχρι στιγμής έχουμε Αυλώνα, Χίο και Κέρκυρα. Μας έμεινε ο Κορυδαλλός. Είχα μια περίπτωση σχετικά πρόσφατα. Τον ήξερα απ έξω αυτόν και όταν με πιάσανε ξανά μετά την απόδραση, με περίμενε στο κελί του και είχα χαρεί και εγώ ότι έχω έτοιμο κελί. Ο τύπος κάθε βράδυ -αλλά κάθε βράδυ- έκανε τηλεφωνικό σεξ με μια τύπισσα στο κινητό. Τις πρώτες μέρες νόμιζε ότι κοιμόμουν, ενώ εγώ ήμουν στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας και τον ένιωθα να τρίβεται και να κουνιέται όλο το κρεβάτι. Μου κακοφαινόταν, αλλά στην αρχή ντρεπόμουν να του πω και κάτι. Μετά, ξεκίνησα να ρίχνω κλοτσιές στο κρεβάτι και τον τρόμαζα. «Πιο σιγά», του έλεγα, μου ζητούσε συγγνώμη και μετά περίμενε να ακούσει ροχαλητό για να συνεχίσει Ένα τελευταίο σχόλιο ως γενικό συμπέρασμα;Γενικά, για τα χρόνια που έχω βγάλει, είχα λίγους κακούς συγκάτοικους. Οι περισσότεροι ήταν συνεννοήσιμοι. Αλλά όπως και να ’χει, όσο καλός και να είναι ένας συγκάτοικος, το καλύτερο είναι να μένεις μόνος. Να έχεις τη μοναξιά σου και την ησυχία σου.

πηγή: vice.gr
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ