2018-12-15 11:43:12
Πάμε για λάχανα; Λαχανάδες, λαχανούδες και άγρια λάχανα Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
«Γιάνναινα, Γιαννάκαινα, κοντο-Γιαννακάκαινα,
να μην πας για λάχανα, θα μας φέρεις βάσανα,
να μην πας για λαχανίδες, θα σου κόψουν τις κοτσίδες,,
να μην πας και για πουρνάρια, θα σου κόψουν τα ποδάρια»
Δημοτικό τραγούδι
Προχτές το πρωί «έπεσα πάνω σ’ ένα λαχανά». Προχωρούσε αργά σε κεντρικό δρόμο του Αγρινίου με ένα καροτσάκι φορτωμένο λάχανα. Σταματούσε λίγο, διαλαλούσε το προϊόν του και συνέχιζε πάλι… περιμένοντας την πελατεία του..... Ήταν μια διαφορετική εικόνα στην πρωινή διαδρομή μου… Τον πλησίασα ευγενικά και του ζήτησα, αν ήθελε, να του βγάλω μια φωτογραφία. Δέχτηκε με προθυμία να τον απαθανατίσω δίπλα στο καρότσι με τα άγρια λάχανα...
Φωτο: Γεώργιος Πολίτης
Ο κύριος Γιώργος, αυτό είναι το όνομά του, αρκετά ομιλητικός μου είπε: "Είμαι 84 χρονών. Μαζεύω ο ίδιος τα λάχανα από χωράφια του Μεσολογγίου κι έρχομαι εδώ να τα πουλήσω, να βγάλω ένα μεροκαματάκι".
Και άρχισε να μου αναφέρει πόσο σημαντικά είναι τα λάχανα για την υγεία μας:
«Η καλύτερη τροφή είναι τα λάχανα. Όλα όσα τρώμε είναι άχρηστα: το κοτόπουλο, τ’ αρνί, το μοσχάρι, το γουρούνι είναι όλο φύραμα. Αυτά τρώμε. Να σ’ δώσω να καταλάβεις κοπέλα μου:
Μια μέρα μου ’πε ένας γνωστός μου: Σ’ πληρώνω τ’ αγώι να με πας στο Αγρίνιο για να πάρω φύραμα για τα γουρούνια μου. Τον πήρα με τ’ αγροτικό και ήρθαμε. Πήραμε φύραμα. Ξέρεις πώς είναι; Να έτσι σα γαριδάκια. Και γύρσαμε πίσω. Είδα τα γουρούνια του ήταν τόσο αδύνατα, έλεγες: θα γίνουν αυτά για σφάξιμο; -Μετά από λίγες μέρες πάχυναν, άνοιξαν, έγιναν για πούλημα. Απ’ το φύραμα που τα τάϊσε. Κατάλαβες; -Γι’ αυτό είμαστε όλοι άρρωστοι σήμερα. Κι ο καρκίνος θερίζει τον κόσμο. Τα άγρια λάχανα είναι το καλύτερο φαγητό. Να βράσεις να φας. Κάνουν καλό, στρώνει το αίμα …».
[Αυτό με το αίμα, θυμάμαι, μας το έλεγε κι η μάνα: «φάτε τα λαχανά σας, να καθαρίσει το αίμα σας»! Από τι θα καθάριζε ούτε εμείς τη ρωτούσαμε, ούτε εκείνη μας εξηγούσε…]
Ελάχιστοι περαστικοί εκείνη την ώρα κοιτούσαν τα λάχανα και προχωρούσαν για τις δουλειές τους. Και εγώ έπρεπε να χαιρετήσω τον ομιλητικότατο λαχανά και να πάω στη δουλειά μου. Καθώς απομακρυνόμουνα τον άκουγα πάλι να διαλαλεί το προϊόν του μ’ έναν αλλιώτικο τρόπο, έξυπνο και ποιητικό:
«Αν είστε πέντε κάθεστε, αν είστε δέκα ελάτε
Κι εμένα το λαχανάκι μου κανένα δε φοβάται!»
Και απευθυνόμενος στους περίεργους του δρόμου:
«Ρε παιδιά γιατί κοιτάτε; Γιατί δεν ορμάτε;
Τι θα φάτε το μεσ’μέρι τι θα βάλτε στο τραπέζι;
-πάρτε άγρια λάχανα! ζώχοι, χειροβότανα, ραδίκια!
Κρίση είναι μη φοβάστε, μπόρα είναι θα περάσει…»
Θαύμασα το κέφι και την καλή διάθεση αυτού του ανθρώπου που παρά την ηλικία του εξακολουθεί να εργάζεται.
Με αφορμή αυτή τη συνάντηση ήρθαν στη θύμησή μου εικόνες από το χωριό μου, το Μαχαιρά Ξηρομέρου:
Οι γυναίκες του χωριού το χειμώνα όταν είχε καλή μέρα κινούσαν με χαρά για τα χωράφια. Πήγαιναν να μαζέψουν λάχανα. Ήταν παρέα δυο, τρεις γυναίκες ή και περισσότερες. Έπαιρναν σακούλες και ένα μαχαίρι στο χέρι και πήγαιναν σε χωράφια που ήταν καθαρά και καλά λάχανα. Ελάχιστες φορές, θυμάμαι, είχα ακολουθήσει και εγώ. Τις έβλεπα να περπατούν στο χώρο κουβεντιάζοντας και ψάχνοντας για άγρια ραδίκια, ζόχια, βρούβες… Τα μάζευαν και χαμογελούσαν ικανοποιημένες για τη σοδειά τους. Οι έμπειρες λαχανομαζώχτρες γνώριζαν πολλά είδη «βραστερά» και «πιτερά». Βραστερά ήταν εκείνα που τα έβραζαν και πιτερά εκείνα που τα έκαναν πίτα, λαχανόπιτα.
Εγώ μάλλον τις καθυστερούσα, γιατί δεν γνώριζα πολλά είδη αγριολάχανων κι έπρεπε να τις συμβουλεύομαι δείχνοντας τους το άγνωστο λάχανο που μάζεψα…
Μετά από αυτές τις εικόνες σκέφτομαι: πόσες από αυτές τις γυναίκες μπορούν να πάνε μακριά στα χωράφια, αναζητώντας τα καλύτερα λάχανα; Στο χωριό, στη γειτονιά μου ελάχιστες γυναίκες μείνανε… Ανήμπορες πια γυροφέρνουν στο κήπο τους να μαζέψουν ό,τι βρούνε… Η σκέψη αυτή με μελαγχολεί…
Σηκώνομαι και τηλεφωνώ σε μια φιλενάδα μου, τη Σοφία Λαϊνά από τον Πρόδρομο Ξηρομέρου. Είναι πολύ ευχάριστη συνομιλήτρια.
Φωτο: Σοφία Λαϊνά
Ανάμεσα σε άλλα τη ρωτάω: -«Έχει λάχανα φέτος»;
«Δεν παράχει φέτος Μαρία μ’, αλλά κι να ’χει είμαστε άξες ημείς να πάμε να μάσουμε;
Γριες γυναίκες είμαστε εδώ στο χωριό καμάρι μ’. Αν μπορεί καμία εδώ γύρα, στα φράματα, αυτού πάει κι μαζώνει. Εγώ έχω τα ποδάρια μ’, με πονάνε, δεν πάω. Κάποτε ήμαστανε νέες κι γερές κοπέλες πάηναμε για δ’λειά, για λάχανα, τα πάντα… Πάηναμε στα χωράφια πόχνε καλά λάχανα. Είχαμε σακούλια υφαντά τότε και τα μάζευαμε και τα’βαναμε στα σακούλια μας.
Μάζευαμε για βραστά: ζόχια, ραπανίδες, βρακανίδες, σκουλίμπρια, κοντοτσίπες, ζαρκάδες, πιρουστιές, γλυκοπατσές, και τα καλύτερα τα ραδίκια! Και πιτερά: λάπατα, παπαρούνες, μουσκοπαπαδιές, σκατζίκια (μπαίνε κι στα βραστά αυτά)…
Όταν γύρ’ζαμε, πέραγαμε από νερά τρεχούμενα και ήτανε λούμπες εκεί. Τα’ριχναμε μέσα στις λούμπες και τα ’πλυναμε πεντακάθαρα. Γιατί στο σπίτ’ δεν είχαμε νερό. Εκεί π’ τα ’πλυναμε τα ξεχώρ’ζαμε κιόλας: στον πάτο τα πιτερά και από πάνω τα βραστερά. Μετά τα σακούλια βρεμένα ήτανε βαριά. Πώς να τα σηκώσουμε; Και τι έκαναμε: Έπαιρναμε ένα ξύλο βασταερό και πέραγαμε μέσα τα σακ(ου)λόσχοινα και κράταει η μία απ’ τη μια μεριά κι η άλλη απ’ την άλλη και τα’φερναμε στο σπίτι μας.
Τα ’βραζαμε μια, δυο βρασές. Έτρωγαμε σήμερα κι αύριο. Τα ’τρωγαμε με λαδάκι, λεμονάκι κι ελούλες. Μεθαύριο έφκιαναμε την πίτα μας. Τότε δεν είχαμε ψυγεία να τα βάλουμε. Ξαναπάηναμε από βδομάδα… Ωραία ήτανε. Μας άρεγανε πολύ.
Ήμαστανε νέες και μας άρεγε να πάμε για λάχανα. Σαν εκδρομή να καταλάβεις. Είχαμε παρεούλα, τις κουβεντούλες μας, αν μας κοιτάει κάνα παιδάκι… Ήμαστανε όμορφες κοπέλες εδώ στο χωριό.
Τ’ αποζητάω εκείνα τα χρόνια που ήμασταν νέες. Αχ, μωρή Μαρία, τι μ’ θύμισες τώρα!»
Για τις γυναίκες της εποχής εκείνης το να πάνε για λάχανα ήταν μια εκδρομή στα χωράφια. Μια έξοδος από τον κλειστό χώρο του σπιτιού στον ανοιχτό χώρο του χωραφιού. Μια ευκαιρία να συζητήσουν τα δικά τους, να σχολιάσουν, να αστειευτούν… Να τις δουν οι νέοι του χωριού… Να εκπέμψουν τον ερωτισμό τους…
Απολάμβαναν τη φύση και τα αγαθά της. Δεν έκαναν όμως σπατάλη στους πόρους της φύσης. Μάζευαν όσα θα κατανάλωναν την εβδομάδα ως οικογένεια. Όχι περισσότερα. Υπήρχε ένας σεβασμός στην ευλογημένη ελληνική γη.
Ένοιωθαν επίσης και ικανοποίηση για τη συνεισφορά τους στη διατροφή της οικογένειας. Μια υγιεινή και ανέξοδη διατροφή.
Καθαρίζοντας τα αγριόχορτα στην Μπαμπίνη (Φωτο: Σπύρος Μπενέκος)
Αρκετές φορές σήμερα λαχταρώ «μια πιρουνιά λάχανα», φρέσκα, καθαρά και νόστιμα από τα χωράφια του τόπου μου. Καλοτυχίζω τις γυναίκες που έχουν τη δυνατότητα με ένα απλό εξοπλισμό: μια σακούλα κι ένα κοφτερό μαχαίρι να πάνε στο χωράφι για λάχανα! Θα ’θελα να μου φωνάξουν όπως παλιά: «πάμε για λάχανα;» ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η αρχική φωτο είναι του Τάσου Καραίσκου τραβηγμένη στο Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου, κοντά στη Γουριώτισσα
ximeronews
«Γιάνναινα, Γιαννάκαινα, κοντο-Γιαννακάκαινα,
να μην πας για λάχανα, θα μας φέρεις βάσανα,
να μην πας για λαχανίδες, θα σου κόψουν τις κοτσίδες,,
να μην πας και για πουρνάρια, θα σου κόψουν τα ποδάρια»
Δημοτικό τραγούδι
Προχτές το πρωί «έπεσα πάνω σ’ ένα λαχανά». Προχωρούσε αργά σε κεντρικό δρόμο του Αγρινίου με ένα καροτσάκι φορτωμένο λάχανα. Σταματούσε λίγο, διαλαλούσε το προϊόν του και συνέχιζε πάλι… περιμένοντας την πελατεία του..... Ήταν μια διαφορετική εικόνα στην πρωινή διαδρομή μου… Τον πλησίασα ευγενικά και του ζήτησα, αν ήθελε, να του βγάλω μια φωτογραφία. Δέχτηκε με προθυμία να τον απαθανατίσω δίπλα στο καρότσι με τα άγρια λάχανα...
Φωτο: Γεώργιος Πολίτης
Ο κύριος Γιώργος, αυτό είναι το όνομά του, αρκετά ομιλητικός μου είπε: "Είμαι 84 χρονών. Μαζεύω ο ίδιος τα λάχανα από χωράφια του Μεσολογγίου κι έρχομαι εδώ να τα πουλήσω, να βγάλω ένα μεροκαματάκι".
Και άρχισε να μου αναφέρει πόσο σημαντικά είναι τα λάχανα για την υγεία μας:
«Η καλύτερη τροφή είναι τα λάχανα. Όλα όσα τρώμε είναι άχρηστα: το κοτόπουλο, τ’ αρνί, το μοσχάρι, το γουρούνι είναι όλο φύραμα. Αυτά τρώμε. Να σ’ δώσω να καταλάβεις κοπέλα μου:
Μια μέρα μου ’πε ένας γνωστός μου: Σ’ πληρώνω τ’ αγώι να με πας στο Αγρίνιο για να πάρω φύραμα για τα γουρούνια μου. Τον πήρα με τ’ αγροτικό και ήρθαμε. Πήραμε φύραμα. Ξέρεις πώς είναι; Να έτσι σα γαριδάκια. Και γύρσαμε πίσω. Είδα τα γουρούνια του ήταν τόσο αδύνατα, έλεγες: θα γίνουν αυτά για σφάξιμο; -Μετά από λίγες μέρες πάχυναν, άνοιξαν, έγιναν για πούλημα. Απ’ το φύραμα που τα τάϊσε. Κατάλαβες; -Γι’ αυτό είμαστε όλοι άρρωστοι σήμερα. Κι ο καρκίνος θερίζει τον κόσμο. Τα άγρια λάχανα είναι το καλύτερο φαγητό. Να βράσεις να φας. Κάνουν καλό, στρώνει το αίμα …».
[Αυτό με το αίμα, θυμάμαι, μας το έλεγε κι η μάνα: «φάτε τα λαχανά σας, να καθαρίσει το αίμα σας»! Από τι θα καθάριζε ούτε εμείς τη ρωτούσαμε, ούτε εκείνη μας εξηγούσε…]
Ελάχιστοι περαστικοί εκείνη την ώρα κοιτούσαν τα λάχανα και προχωρούσαν για τις δουλειές τους. Και εγώ έπρεπε να χαιρετήσω τον ομιλητικότατο λαχανά και να πάω στη δουλειά μου. Καθώς απομακρυνόμουνα τον άκουγα πάλι να διαλαλεί το προϊόν του μ’ έναν αλλιώτικο τρόπο, έξυπνο και ποιητικό:
«Αν είστε πέντε κάθεστε, αν είστε δέκα ελάτε
Κι εμένα το λαχανάκι μου κανένα δε φοβάται!»
Και απευθυνόμενος στους περίεργους του δρόμου:
«Ρε παιδιά γιατί κοιτάτε; Γιατί δεν ορμάτε;
Τι θα φάτε το μεσ’μέρι τι θα βάλτε στο τραπέζι;
-πάρτε άγρια λάχανα! ζώχοι, χειροβότανα, ραδίκια!
Κρίση είναι μη φοβάστε, μπόρα είναι θα περάσει…»
Θαύμασα το κέφι και την καλή διάθεση αυτού του ανθρώπου που παρά την ηλικία του εξακολουθεί να εργάζεται.
Με αφορμή αυτή τη συνάντηση ήρθαν στη θύμησή μου εικόνες από το χωριό μου, το Μαχαιρά Ξηρομέρου:
Οι γυναίκες του χωριού το χειμώνα όταν είχε καλή μέρα κινούσαν με χαρά για τα χωράφια. Πήγαιναν να μαζέψουν λάχανα. Ήταν παρέα δυο, τρεις γυναίκες ή και περισσότερες. Έπαιρναν σακούλες και ένα μαχαίρι στο χέρι και πήγαιναν σε χωράφια που ήταν καθαρά και καλά λάχανα. Ελάχιστες φορές, θυμάμαι, είχα ακολουθήσει και εγώ. Τις έβλεπα να περπατούν στο χώρο κουβεντιάζοντας και ψάχνοντας για άγρια ραδίκια, ζόχια, βρούβες… Τα μάζευαν και χαμογελούσαν ικανοποιημένες για τη σοδειά τους. Οι έμπειρες λαχανομαζώχτρες γνώριζαν πολλά είδη «βραστερά» και «πιτερά». Βραστερά ήταν εκείνα που τα έβραζαν και πιτερά εκείνα που τα έκαναν πίτα, λαχανόπιτα.
Εγώ μάλλον τις καθυστερούσα, γιατί δεν γνώριζα πολλά είδη αγριολάχανων κι έπρεπε να τις συμβουλεύομαι δείχνοντας τους το άγνωστο λάχανο που μάζεψα…
Μετά από αυτές τις εικόνες σκέφτομαι: πόσες από αυτές τις γυναίκες μπορούν να πάνε μακριά στα χωράφια, αναζητώντας τα καλύτερα λάχανα; Στο χωριό, στη γειτονιά μου ελάχιστες γυναίκες μείνανε… Ανήμπορες πια γυροφέρνουν στο κήπο τους να μαζέψουν ό,τι βρούνε… Η σκέψη αυτή με μελαγχολεί…
Σηκώνομαι και τηλεφωνώ σε μια φιλενάδα μου, τη Σοφία Λαϊνά από τον Πρόδρομο Ξηρομέρου. Είναι πολύ ευχάριστη συνομιλήτρια.
Φωτο: Σοφία Λαϊνά
Ανάμεσα σε άλλα τη ρωτάω: -«Έχει λάχανα φέτος»;
«Δεν παράχει φέτος Μαρία μ’, αλλά κι να ’χει είμαστε άξες ημείς να πάμε να μάσουμε;
Γριες γυναίκες είμαστε εδώ στο χωριό καμάρι μ’. Αν μπορεί καμία εδώ γύρα, στα φράματα, αυτού πάει κι μαζώνει. Εγώ έχω τα ποδάρια μ’, με πονάνε, δεν πάω. Κάποτε ήμαστανε νέες κι γερές κοπέλες πάηναμε για δ’λειά, για λάχανα, τα πάντα… Πάηναμε στα χωράφια πόχνε καλά λάχανα. Είχαμε σακούλια υφαντά τότε και τα μάζευαμε και τα’βαναμε στα σακούλια μας.
Μάζευαμε για βραστά: ζόχια, ραπανίδες, βρακανίδες, σκουλίμπρια, κοντοτσίπες, ζαρκάδες, πιρουστιές, γλυκοπατσές, και τα καλύτερα τα ραδίκια! Και πιτερά: λάπατα, παπαρούνες, μουσκοπαπαδιές, σκατζίκια (μπαίνε κι στα βραστά αυτά)…
Όταν γύρ’ζαμε, πέραγαμε από νερά τρεχούμενα και ήτανε λούμπες εκεί. Τα’ριχναμε μέσα στις λούμπες και τα ’πλυναμε πεντακάθαρα. Γιατί στο σπίτ’ δεν είχαμε νερό. Εκεί π’ τα ’πλυναμε τα ξεχώρ’ζαμε κιόλας: στον πάτο τα πιτερά και από πάνω τα βραστερά. Μετά τα σακούλια βρεμένα ήτανε βαριά. Πώς να τα σηκώσουμε; Και τι έκαναμε: Έπαιρναμε ένα ξύλο βασταερό και πέραγαμε μέσα τα σακ(ου)λόσχοινα και κράταει η μία απ’ τη μια μεριά κι η άλλη απ’ την άλλη και τα’φερναμε στο σπίτι μας.
Τα ’βραζαμε μια, δυο βρασές. Έτρωγαμε σήμερα κι αύριο. Τα ’τρωγαμε με λαδάκι, λεμονάκι κι ελούλες. Μεθαύριο έφκιαναμε την πίτα μας. Τότε δεν είχαμε ψυγεία να τα βάλουμε. Ξαναπάηναμε από βδομάδα… Ωραία ήτανε. Μας άρεγανε πολύ.
Ήμαστανε νέες και μας άρεγε να πάμε για λάχανα. Σαν εκδρομή να καταλάβεις. Είχαμε παρεούλα, τις κουβεντούλες μας, αν μας κοιτάει κάνα παιδάκι… Ήμαστανε όμορφες κοπέλες εδώ στο χωριό.
Τ’ αποζητάω εκείνα τα χρόνια που ήμασταν νέες. Αχ, μωρή Μαρία, τι μ’ θύμισες τώρα!»
Για τις γυναίκες της εποχής εκείνης το να πάνε για λάχανα ήταν μια εκδρομή στα χωράφια. Μια έξοδος από τον κλειστό χώρο του σπιτιού στον ανοιχτό χώρο του χωραφιού. Μια ευκαιρία να συζητήσουν τα δικά τους, να σχολιάσουν, να αστειευτούν… Να τις δουν οι νέοι του χωριού… Να εκπέμψουν τον ερωτισμό τους…
Απολάμβαναν τη φύση και τα αγαθά της. Δεν έκαναν όμως σπατάλη στους πόρους της φύσης. Μάζευαν όσα θα κατανάλωναν την εβδομάδα ως οικογένεια. Όχι περισσότερα. Υπήρχε ένας σεβασμός στην ευλογημένη ελληνική γη.
Ένοιωθαν επίσης και ικανοποίηση για τη συνεισφορά τους στη διατροφή της οικογένειας. Μια υγιεινή και ανέξοδη διατροφή.
Καθαρίζοντας τα αγριόχορτα στην Μπαμπίνη (Φωτο: Σπύρος Μπενέκος)
Αρκετές φορές σήμερα λαχταρώ «μια πιρουνιά λάχανα», φρέσκα, καθαρά και νόστιμα από τα χωράφια του τόπου μου. Καλοτυχίζω τις γυναίκες που έχουν τη δυνατότητα με ένα απλό εξοπλισμό: μια σακούλα κι ένα κοφτερό μαχαίρι να πάνε στο χωράφι για λάχανα! Θα ’θελα να μου φωνάξουν όπως παλιά: «πάμε για λάχανα;» ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η αρχική φωτο είναι του Τάσου Καραίσκου τραβηγμένη στο Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου, κοντά στη Γουριώτισσα
ximeronews
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ