2018-12-18 06:51:36
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας καλείται να αποφανθεί αν τελικά οι περικοπές σε δώρα Χριστουγέννων Πάσχα και αδείας των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων είναι
αντισυνταγματικές, λόγω σπουδαιότητας της υπόθεσης. Το ζήτημα παραπέμφθηκε σε αυτή, μετά την απόφαση του ΣΤ Τμήματος του ανώτατου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το «κόψιμο» ήταν αντίθετο με τις συνταγματικές διατάξεις.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των συμβούλων της Επικρατείας, η κατάργηση τριων επιδομάτων, που τέθηκε σε ισχύ με το δεύτερο μνημόνιο (νόμος 4093/2012), αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Κατά την κρίση του τμήματος του ΣτΕ, «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένώς να έχει εκτιμήσει την προσφορόρητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».
Στο σκεπτικό της απόφασης εξηγούν δε πως «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περατερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών», ενώ «επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως ο νομοθέτης «όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθέμιας για τον επιδωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθως και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Πηγή: news247.gr
_
αντισυνταγματικές, λόγω σπουδαιότητας της υπόθεσης. Το ζήτημα παραπέμφθηκε σε αυτή, μετά την απόφαση του ΣΤ Τμήματος του ανώτατου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το «κόψιμο» ήταν αντίθετο με τις συνταγματικές διατάξεις.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των συμβούλων της Επικρατείας, η κατάργηση τριων επιδομάτων, που τέθηκε σε ισχύ με το δεύτερο μνημόνιο (νόμος 4093/2012), αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.
Κατά την κρίση του τμήματος του ΣτΕ, «ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένώς να έχει εκτιμήσει την προσφορόρητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».
Στο σκεπτικό της απόφασης εξηγούν δε πως «με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περατερω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών», ενώ «επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».
Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως ο νομοθέτης «όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθέμιας για τον επιδωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής καθως και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Πηγή: news247.gr
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ