2018-12-21 08:45:39
Αν το καλοσκεφτείς, έχει πλάκα ο τρόπος που αντιδρούν οι άνθρωποι των πόλεων σε μια διακοπή ρεύματος. Πόσο ακόμη όταν έχει συμβεί τη νύχτα και συγχρόνως έχουν ανοίξει οι ουρανοί και
βρέχει καταρρακτωδώς, επί ώρες.
Μια τέτοια συγκυρία αποτελεί την αφετηρία του βιβλίου μου, η ιστορία του οποίου διαδραματίζεται στις γειτονιές των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης – οι κάτοικοι των οποίων ήδη βιώνουν το δικό τους παράδοξο, καθότι το τελευταίο διάστημα, με ανεξήγητο τρόπο και εντελώς αδικαιολόγητα, εξαφανίζονται από τις προσόψεις των πολυκατοικιών οι πινακίδες που αναγράφουν τα ονόματα των οδών.
«Ο άγνωστος δράστης; Μυθικό πρόσωπο. Κάποιοι που έτυχε να τον δουν λένε πως κινούνταν αστραπιαία, πως επιβράδυνε τον χρόνο, πως δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα υβρίδιο φτερωτού πλάσματος, σκοτεινός σαν την πιο μαύρη νύχτα και ψυχρός σαν τους πάγους της Ανταρκτικής. Μια σκιά που γλιστρούσε στους τοίχους των πολυκατοικιών αφαιρώντας τις ονομασίες απ’ το πετσί τους, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την υλική τους υπόσταση, αντιδρώντας στη δίχως νόημα προσωποποίησή τους. Ένας άγγελος-εκδικητής ίσως ή ένας άγιος, ίσως ο πολιούχος της πόλης μας, που πασχίζει να μας ενώσει ξανά κάτω απ’ τη σκέπη του. Ίσως ο Αϊ-Δημήτρης…»
Οι χαρακτήρες του βιβλίου συναντιούνται τυχαία, αφουγκράζονται ο ένας τον άλλο, μοιράζονται την καθημερινότητά τους, πονούν, χαίρονται, αποστασιοποιούνται, μάχονται, ασφυκτιούν. Σε δεύτερο επίπεδο, εκτυλίσσεται η απαγωγή μιας νεαρής επιστήμονα, αλλά και η προσωπική ιστορία του πληρώματος του περιπολικού που επιλαμβάνεται του συμβάντος. Παρουσιάζονται οι βαθύτεροι φόβοι και τα διλήμματα δυο ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο, στα όρια της αγάπης και της αδιαφορίας, της επιβεβαίωσης και της προδοσίας, της αβεβαιότητας και της απόλυτης σιγουριάς.
«Η ζωή είναι αφοσίωση, φίλε. Είναι φιλία και τιμιότητα και φιλότιμο και συμπόνια. Δεν είναι υψηλές θεωρίες περί ανθρωπισμού και ευσυνειδησίας, και συζητήσεις επί συζητήσεων και ασκήσεις επί χάρτου. Η ζωή είναι απώλεια και νοιάξιμο και δημιουργία και γενναιοψυχία και μόχθος. Θέλει κουράγιο να τη δεις καταπρόσωπο, να ξεκολλήσεις απ’ αυτά που σε έμαθαν, που σ’ τα έβαλαν στο μυαλό κι εσύ τα ενστερνίστηκες σαν χαζοπούλι, και σήκωσες μπαϊράκι να πείσεις και τους υπόλοιπους. Μπλοφάρουν οι παλιοί, οι κονομημένοι, κι εμείς την πατάμε ξανά και ξανά, ανυποψίαστοι, σαν ερασιτέχνες. Αλλά αυτού του είδους η εξαπάτηση δεν καταπίνεται εύκολα».
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν συνειδητή επιλογή μου να τοποθετήσω χρονικά την πλοκή του βιβλίου στην περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015. Απλώς, εκείνες τις μέρες ήταν που είχα ξεκινήσει τη συγγραφή του, πράγμα που –θέλοντας και μη– συνέβαλε στην αποτύπωση του γενικότερου κλίματος και στην –σίγουρα όχι προμελετημένη– θεώρηση της γενικότερης ατζέντας των ημερών.
«Η αλήθεια είναι πως τα έχω πάρει με το δημοψήφισμα, ίσως από αντίδραση στην Έλλη, η οποία χωρίς αμφιβολία θα είναι απ’ τους πιο σθεναρούς υπερασπιστές του.
»Είναι πραγματικά γελοίο το πόσο εύκολα υποκύπτουμε εμείς οι Έλληνες στις υποσχέσεις. Μας εμπνέουν. Όχι βέβαια οι υποσχέσεις που διεγείρουν τα καταναλωτικά μας ένστικτα –άλλωστε, αυτά αποφεύγουμε να τα αποκαλύψουμε στον εαυτό μας όπως ο διάολος το λιβάνι– αλλά εκείνες που έχουν να κάνουν με το κοινό καλό, αυτό που μας τυραννάει μερόνυχτα, που μας στερεί τον ήσυχο ύπνο, που ξυπνάει τον επαναστάτη μέσα μας. Αρκεί βέβαια να μην πιάσουμε κάνα φράγκο στα χέρια, γιατί έπειτα θα υμνούμε τους ποιητές Φανφάρες και τα άσπρα ή τα μαύρα κοράκια».
Στο τελευταίο μέρος, ένας μανιώδης σκακιστής, ο οποίος πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, αναζητά τρόπους για να «σώσει» το παιχνίδι. Υπό την καθοδήγηση ενός παλιού γνώριμού του, οργανώνει και αναλαμβάνει να εκτελέσει το παρακινδυνευμένο σχέδιό του.
«Χρειάζονταν έξι άτομα για τη δουλειά, έτσι είχε πει ο Βασίλης στον Τραϊανό. Έξι συν τον ίδιο, επτά στο σύνολο.
»Έφερε στον νου τη σκακιέρα. Πάντα έχεις ανάγκη τους πύργους σου, ευθείς, άμεσα απειλητικούς, να ελέγχουν δεκατέσσερα τετράγωνα και να μην μπορούν να σκεφτούν παραπέρα· ισχυρούς, αποφασιστικούς, με σοβαρότητα και πυγμή. Και τα αλογάκια, τους ίππους, να σε βγάζουν ασπροπρόσωπο, απρόβλεπτα, να μην τα πιάνει το μάτι σου, η τέλεια κάλυψη, μη υπολογίσιμα αλλά επικίνδυνα ακριβώς γι’ αυτό, ευέλικτα. Τους αξιωματικούς σου, ντελικάτους αλλά κοφτερούς σαν σπαθιά Χατόρι Χάνζο, εύστροφους, «τρελούς», διεισδυτικούς, να κινούνται προκαλώντας δέος και ανατριχίλα στον αντίπαλο. Και τέλος η βασίλισσα. Ο Βασίλης θα ήταν η βασίλισσα. Ένα άψογο κομμάτι, φινετσάτο, ευκίνητο, δολοφονικό, εύστροφο, ανώτερο όσον αφορά τις ικανότητες απ’ όλους τους άλλους. Έξι συν τη βασίλισσα επτά.
»Και η παρτίδα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει».
Τελειώνοντας, θα έλεγα ότι η προφορικότητα του λόγου, οι αλληλένδετες ιστορίες και ο ρεαλισμός των χαρακτήρων, και εν συνεχεία η ώσμωσή τους με τους βαθύτερους προβληματισμούς και τις έγνοιες των ανθρώπων στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ήταν τα υλικά που διαχειρίστηκα για να χτίσω –σχολαστικά και με μεράκι– το Χρωματιστό μαύρο.
Χρωματιστό μαύρο
Δημήτρης Αντωνίου
Κέδρος
diastixo.gr
_
βρέχει καταρρακτωδώς, επί ώρες.
Μια τέτοια συγκυρία αποτελεί την αφετηρία του βιβλίου μου, η ιστορία του οποίου διαδραματίζεται στις γειτονιές των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης – οι κάτοικοι των οποίων ήδη βιώνουν το δικό τους παράδοξο, καθότι το τελευταίο διάστημα, με ανεξήγητο τρόπο και εντελώς αδικαιολόγητα, εξαφανίζονται από τις προσόψεις των πολυκατοικιών οι πινακίδες που αναγράφουν τα ονόματα των οδών.
«Ο άγνωστος δράστης; Μυθικό πρόσωπο. Κάποιοι που έτυχε να τον δουν λένε πως κινούνταν αστραπιαία, πως επιβράδυνε τον χρόνο, πως δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα υβρίδιο φτερωτού πλάσματος, σκοτεινός σαν την πιο μαύρη νύχτα και ψυχρός σαν τους πάγους της Ανταρκτικής. Μια σκιά που γλιστρούσε στους τοίχους των πολυκατοικιών αφαιρώντας τις ονομασίες απ’ το πετσί τους, τονίζοντας με αυτό τον τρόπο την υλική τους υπόσταση, αντιδρώντας στη δίχως νόημα προσωποποίησή τους. Ένας άγγελος-εκδικητής ίσως ή ένας άγιος, ίσως ο πολιούχος της πόλης μας, που πασχίζει να μας ενώσει ξανά κάτω απ’ τη σκέπη του. Ίσως ο Αϊ-Δημήτρης…»
Οι χαρακτήρες του βιβλίου συναντιούνται τυχαία, αφουγκράζονται ο ένας τον άλλο, μοιράζονται την καθημερινότητά τους, πονούν, χαίρονται, αποστασιοποιούνται, μάχονται, ασφυκτιούν. Σε δεύτερο επίπεδο, εκτυλίσσεται η απαγωγή μιας νεαρής επιστήμονα, αλλά και η προσωπική ιστορία του πληρώματος του περιπολικού που επιλαμβάνεται του συμβάντος. Παρουσιάζονται οι βαθύτεροι φόβοι και τα διλήμματα δυο ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο, στα όρια της αγάπης και της αδιαφορίας, της επιβεβαίωσης και της προδοσίας, της αβεβαιότητας και της απόλυτης σιγουριάς.
«Η ζωή είναι αφοσίωση, φίλε. Είναι φιλία και τιμιότητα και φιλότιμο και συμπόνια. Δεν είναι υψηλές θεωρίες περί ανθρωπισμού και ευσυνειδησίας, και συζητήσεις επί συζητήσεων και ασκήσεις επί χάρτου. Η ζωή είναι απώλεια και νοιάξιμο και δημιουργία και γενναιοψυχία και μόχθος. Θέλει κουράγιο να τη δεις καταπρόσωπο, να ξεκολλήσεις απ’ αυτά που σε έμαθαν, που σ’ τα έβαλαν στο μυαλό κι εσύ τα ενστερνίστηκες σαν χαζοπούλι, και σήκωσες μπαϊράκι να πείσεις και τους υπόλοιπους. Μπλοφάρουν οι παλιοί, οι κονομημένοι, κι εμείς την πατάμε ξανά και ξανά, ανυποψίαστοι, σαν ερασιτέχνες. Αλλά αυτού του είδους η εξαπάτηση δεν καταπίνεται εύκολα».
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν συνειδητή επιλογή μου να τοποθετήσω χρονικά την πλοκή του βιβλίου στην περίοδο του δημοψηφίσματος του 2015. Απλώς, εκείνες τις μέρες ήταν που είχα ξεκινήσει τη συγγραφή του, πράγμα που –θέλοντας και μη– συνέβαλε στην αποτύπωση του γενικότερου κλίματος και στην –σίγουρα όχι προμελετημένη– θεώρηση της γενικότερης ατζέντας των ημερών.
«Η αλήθεια είναι πως τα έχω πάρει με το δημοψήφισμα, ίσως από αντίδραση στην Έλλη, η οποία χωρίς αμφιβολία θα είναι απ’ τους πιο σθεναρούς υπερασπιστές του.
»Είναι πραγματικά γελοίο το πόσο εύκολα υποκύπτουμε εμείς οι Έλληνες στις υποσχέσεις. Μας εμπνέουν. Όχι βέβαια οι υποσχέσεις που διεγείρουν τα καταναλωτικά μας ένστικτα –άλλωστε, αυτά αποφεύγουμε να τα αποκαλύψουμε στον εαυτό μας όπως ο διάολος το λιβάνι– αλλά εκείνες που έχουν να κάνουν με το κοινό καλό, αυτό που μας τυραννάει μερόνυχτα, που μας στερεί τον ήσυχο ύπνο, που ξυπνάει τον επαναστάτη μέσα μας. Αρκεί βέβαια να μην πιάσουμε κάνα φράγκο στα χέρια, γιατί έπειτα θα υμνούμε τους ποιητές Φανφάρες και τα άσπρα ή τα μαύρα κοράκια».
Στο τελευταίο μέρος, ένας μανιώδης σκακιστής, ο οποίος πάσχει από κάποια ανίατη ασθένεια, αναζητά τρόπους για να «σώσει» το παιχνίδι. Υπό την καθοδήγηση ενός παλιού γνώριμού του, οργανώνει και αναλαμβάνει να εκτελέσει το παρακινδυνευμένο σχέδιό του.
«Χρειάζονταν έξι άτομα για τη δουλειά, έτσι είχε πει ο Βασίλης στον Τραϊανό. Έξι συν τον ίδιο, επτά στο σύνολο.
»Έφερε στον νου τη σκακιέρα. Πάντα έχεις ανάγκη τους πύργους σου, ευθείς, άμεσα απειλητικούς, να ελέγχουν δεκατέσσερα τετράγωνα και να μην μπορούν να σκεφτούν παραπέρα· ισχυρούς, αποφασιστικούς, με σοβαρότητα και πυγμή. Και τα αλογάκια, τους ίππους, να σε βγάζουν ασπροπρόσωπο, απρόβλεπτα, να μην τα πιάνει το μάτι σου, η τέλεια κάλυψη, μη υπολογίσιμα αλλά επικίνδυνα ακριβώς γι’ αυτό, ευέλικτα. Τους αξιωματικούς σου, ντελικάτους αλλά κοφτερούς σαν σπαθιά Χατόρι Χάνζο, εύστροφους, «τρελούς», διεισδυτικούς, να κινούνται προκαλώντας δέος και ανατριχίλα στον αντίπαλο. Και τέλος η βασίλισσα. Ο Βασίλης θα ήταν η βασίλισσα. Ένα άψογο κομμάτι, φινετσάτο, ευκίνητο, δολοφονικό, εύστροφο, ανώτερο όσον αφορά τις ικανότητες απ’ όλους τους άλλους. Έξι συν τη βασίλισσα επτά.
»Και η παρτίδα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει».
Τελειώνοντας, θα έλεγα ότι η προφορικότητα του λόγου, οι αλληλένδετες ιστορίες και ο ρεαλισμός των χαρακτήρων, και εν συνεχεία η ώσμωσή τους με τους βαθύτερους προβληματισμούς και τις έγνοιες των ανθρώπων στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, ήταν τα υλικά που διαχειρίστηκα για να χτίσω –σχολαστικά και με μεράκι– το Χρωματιστό μαύρο.
Χρωματιστό μαύρο
Δημήτρης Αντωνίου
Κέδρος
diastixo.gr
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα πιο… σιχαμερά φαγητά σε μουσείο στο Λος Άντζελες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ