2018-12-24 10:33:10
Φωτογραφία για Ψωνίζοντας στην οδό της «τρυφηλής ασωτίας»
Ανέκαθεν ο λαός μας φημιζόταν για το εμπορικό του δαιμόνιο. Και φυσικά οι έμποροι πρόγονοί μας της Παλιάς Αθήνας το επιβεβαίωναν καθημερινά, στην Ερμού και την Σταδίου, την Αιόλου και την Αθηνάς. Πόσο μάλλον την περίοδο των Χριστουγέννων Οι εφημερίδες έγραφαν το 1891:

«Εις τα καταστήματα της οδού Ερμού και της οδού Σταδίου, προσεφέροντο όλοι οι νεωτερισμοί του παρισινού πολιτισμού και ωμιλούντο ξέναι γλώσσαι, απαραιτήτως δε η γαλλική. Εις τα καταστήματα τροφίμων του κέντρου και των συνοικιών επωλούντο εκτός από τα εκλεκτότερα αγαθά όλων των διαμερισμάτων της χώρας και τα περιφημότερα εδώδιμα, ποτά και αποικιακά όλου του κόσμου. Τα πάντα ήσαν εκτεθειμένα, όχι μόνον μέσα εις το κατάστημα, αλλά και εις τας εξωθύρας του και εις αυτό το πεζοδρόμιον. Συνωδεύετο δε η επίδειξή των από μεγαλόστομον διαλάλησιν».

Φυσικά στο εμπόριο χρειάζονται πάντα δύο: ο έμπορας και ο πελάτης του. Στον Αθηναίο και προ πάντων στην Αθηναία άρεσε να κυκλοφορεί, να ψωνίζει, να είναι ενήμερη για την μόδα-το καινούργιο, να ψάχνει την ευκαιρία, να παζαρεύει, και μέσα από τις εμπορικές συναλλαγές να επικοινωνεί, να πληροφορείται, να επιβεβαιώνει την καπατσοσύνη της.


Ας πάρουμε εικόνα, μέρες που είναι, από την οδό της ¨τρυφηλής ασωτίας¨ όπως αποκαλούσαν με ανάμικτα αισθήματα οι άνδρες την Ερμού!

Ανάρτηση αφιερωμένη εξαιρετικά στα «έτερα μας ήμισυ» και ας γκρινιάζουμε όταν βγαίνουν για ψώνια... Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους σας είναι και το νέο μου βιβλίο

«Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες» (εκδόσεις Μίνωας)

«Βγήκαν στην Ερμού για ψώνια. Είνε η εποχή, είνε η στιγμή, είνε η καλλίτερη ώρα, που μία γυναίκα δεν έχει τίποτ’ άλλο καλλίτερο να σκεφθή από το καινούργιο φόρεμα που θα ράψη.

Είνε δέκα το πρωΐ. Ο αθηναϊκός δρόμος είνε ζεστός, οι άνδρες δουλεύουν, τα εμπορικά είνε ορθάνοιχτα, ξεσκονισμένα, τα πεζοδρόμια σαρωμένα, οι βιτρίνες στολισμένες και οι υπάλληλοι όρθιοι στις θέσεις των πίσω από τους πάγκους, εις το σκαλοπάτι, εις το ταμείον, προ παντός δε εις το ταμείον.

Είνε η ώρα της μεγάλης ιεροτελεστίας. Κατεβαίνουν εις τον μεγάλον εμπορικόν δρόμον σε πυκνές μάζες αι γυναίκες των Αθηνών, από τα πέρατα της πόλεως, από τις μακρυνές γειτονιές, από τα τέσσαρα σημεία του λεκανοπεδίου, διά να κυττάξουν, να ψάξουν, να ψαύσουν, να πάρουν δείγματα σε λωρίδες στενόμακρες, να ρωτήσουν τιμές, να παζαρέψουν, να συγκρίνουν τα χρώματα, να εκθέσουν στον ήλιο το εμπόρευμα και να προσέξουν τις αληθινές αποχρώσεις, να μελετήσουν τα νέα στολίδια.

-Πρέπει να γίνετε εμποροϋπάλληλος δια να μπορέσετε να ψυχολογήσετε καλά τις γυναίκες, μου είπε φίλος μεγαλέμπορος της οδού Ερμού.

Αλλά και ως παρατηρητής μπορεί κανείς να συλλάβη τη μεγάλη αυτή ποικιλία της νοοτροπίας των και τις καταπληκτικές μεταλλαγές του χαρακτήρος των, όταν ψωνίζουν ή δεν ψωνίζουν, όταν περνούν εμπρός από τις βιτρίνες, όταν τυραννούν τον εμποροϋπάλληλο με τις ιδιοτροπίες των, με τις ευθιξίες των, με την υπεροψία των.

Η μεγαλύτερη τυραννία για τον εμποροϋπάλληλο είνε το μεγάλο μυστήριο πού κρύβουν στην τσάντα τους. Έχουν ή δεν έχουν χρήματα να δαπανήσουν; Οι απένταρες είνε οι απαιτητικώτερες, οι θρασύτερες, οι προκλητικώτερες, αυτές που θέλουν όλον τον κόσμο σούζα, και δεν δέχονται να κάμουν καμμία υποχώρησι, ν’ αφήσουν μια στιγμή τον υπάλληλο να ειπή καλημέρα εις μίαν νέαν πελάτιδα που εισέρχεται, ούτε να απαντήση κάν εις μίαν ερώτησιν βιαστικήν ή εις μίαν διαταγήν του προϊσταμένου του.

Τύραννοι σωστοί και ανοικονόμητοι, παρουσιάζουν τις μεγαλείτερες δυσκολίες, ζητούν να κατεβάσουν όλα τα τόπια, να ξεδιπλώσουν όλη τη συλλογή, να πάρουν δείγματα από όλες τις ποικιλίες, να προβάρουν όλα τα υφάσματα επάνω στο κορμί των, ενώ ο υπάλληλος θα κρατή εις τα χέρια το τόπι για να ξετυλίγη όσο χρειάζεται. Εις το τέλος όλης αυτής της φασαρίας, μετά πολλάς ωδίνας και εφιδρώσεις, κάποιο ύφασμα θα αρέση.

Και αρχίζει τότε η τραγωδία της τιμής. Αι τιμαί είνε ωρισμέναι, αλλά πρέπει και να γίνη κάποιο παζαράκι στο πόδι. Ο υπάλληλος αμύνεται όσον μπορεί. Η χρυσωμένη επιγραφή που παραγγέλει ότι αι τιμαί είνε πράγματι ωρισμέναι έχει τοποθετηθή εις το μέσον του καθρέπτου, και οι ετικέττες πού είνε χωμένες εις τις δίπλες του υφάσματος, έχουν μυστηριώδη σήματα που σημαίνουν το έσχατον όριον υποχωρήσεως του εμπόρου, το κόστος.

Η κυρία θέλει το παζαράκι της, θέλει να επιτύχη την έκπτωσίν της, θέλει την εντύπωσιν ότι τα εκατάφερε να κατεβάση από τα ύψη του τον κερδοσκόπον. Απειλεί λοιπόν ότι θα φύγη, κάμνει την δυσαρεστημένην, διαμαρτύρεται διά την ανυπομονησίαν του υπαλλήλου. Παραπονείται διά την προσβολήν που της έκαμε να την αφήση μια στιγμή για να περιποιηθή και καμμιά άλλη, και ζητεί την επέμβασινν του ιδιοκτήτου διά να επιτύχη την έκπτωσίν της.

Μία πρωτοφανής και καταπληκτική στρατηγική τέχνη αναπτύσσεται, ο καθένας από τους αντιπάλους έχει εξοπλισθή με όπλα φοβερά. Ο υπάλληλος ισχυρίζεται ότι ένα μόνο φόρεμα απομένει από το είδος που επέλεξε η κυρία, και ότι και αυτό είνε κρατημένο για την κυρία τάδε, «και να ιδούμε αν μπορή να το δώσουμε», ο καταστηματάρχης αρνείται να παραβή τον λόγον που έδωσε εις την προηγουμένην πελάτιδα ότι θα το κρατήση δι’ αυτήν και μόνον.

Ένα είδος πρωτοτύπου εκβιασμού επιχειρείται, με φινέτσα και με επιδεξιότητα. Τα ονόματα των άλλων καταστηματαρχών αναφέρονται δυνατά, για ν’ ακούσουν όλες οι πελάτιδες, λέγονται πράγματα φοβερά για τις καλές πραμμάτειες πού έφερε μόλις από την Ευρώπη, και για τις φθηνές τιμές που κάμνει στις πελάτιδές του. Και το περίεργο είνε ότι κανείς δεν τολμά να ειπή εις την κυρίαν εκείνην πού εκβιάζει την έκπτωσίν της κατ’ αυτόν τον τρόπον, ότι ημπορεί να ψωνίση αλλού και να τους αφήση ήσυχους. Τίποτα. Την περιποιούνται και της χαμογελούν, έως ότου υποχωρήσουν εις τας αξιώσεις της ή εις μίαν μέσην λύσιν.

Αλλά τότε αποκαλύπτεται το μυστικόν της τσάντας. Είνε άδεια. Θα ξαναπεράση η κυρία. Και δεν ξαναπερνά. Μία άλλη εισέρχεται, τα τόπια διπλώνονται εν τάχει διά να ξεδιπλωθούν και πάλιν, και δια να αρχίσωμε από την αρχή, τις πρόβες στην εξώπορτα, τις συγκρίσεις των χρωμάτων, τα παζαρεύματα και τα λοιπά.

Ανεβοκατεβαίνουν εις τον μεγάλον δρόμον μάζες γυναικών, με μικρά πακετάκια στο χέρι, τις κάλτσες με τους φευγάτους πόντους πού θα επιδιορθώνη η γρηούλα εις την γωνίαν του δρόμου –δέκα δραχμές το εκατοστόμετρον- και όταν συναντηθούν οι κοκέττες χαριεντίζονται μεταξύ των με άφθαστον ύφος υπερτάτου σνομπισμού.

-Πάλι έξοδα, Θεέ μου, τι ακρίβεια. Ένα φουστάνι θα ράψω και θέλω δέκα χιλιάδες.

Έχει και η οδός Ερμού τη σνομπαρία της».

(«Αθηναϊκά Νέα», 1937, Ν. Γιοκαρίνης)

Θωμάς Σιταράς 
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ