2012-06-09 20:29:03
του Κων/νου Καρακάση, νομικού συμβούλου
Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες σκηνών ομαδικής παραφροσύνης των Ελλήνων. Είναι εύλογο, διότι η κοινωνία μας βιώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, οι οποίες είναι η εξαθλίωση των πολιτών, η αύξηση των ψυχικών ασθενειών, οι αυτοκτονίες και η ποικιλόμορφη βία. Είναι ανάγκη όμως να καταβάλουμε προσπάθειες ψύχραιμης αντιμετώπισης της κατάστασης και αναζήτησης λύσης υπέρβασής της. Ο λαός μας έχει μια τεράστια ευκαιρία να επηρεάσει τιε εξελίξεις με την ψήφο του στις επικείμενες εκλογές. Λέγεται συνήθως ότι το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας μας έχει ελλείψεις. Όμως έχουμε Δημοκρατία και αποδεικνύεται ότι κάθε πολίτης έχει ευθύνη για τις επιλογές του. Πρώτη φορά τα τελευταία 40 έτη η ψήφος κάθε μεμονωμένου πολίτη διαθέτει τόσο καθοριστική σημασία όχι μόνο σε βάθος τετραετίας αλλά σε βάθος δεκαετιών. Έτσι κατατίθενται ορισμένες σκέψεις οι οποίες ασφαλώς δε διεκδικούν αυθεντία όμως πηγάζουν από έντονη ανησυχία και αγάπη για τους πολίτες αυτής της χώρας
. Αυτό είναι ο πατριωτισμός, η αγάπη για τους ανθρώπους της χώρας μας με σεβασμό στους προγόνους μας, αλλά και ευθύνη για τις μελλοντικές γενιές. Δυστυχώς η έννοια του πατριωτισμού στις μέρες μας διαστρέφεται και μετατρέπεται σε ιδεολόγημα που προκαλεί μίσος και διχασμό ανάμεσα στους Έλληνες.
Με θαυμαστή σοφία κατά τη γνώμη μου εκφράστηκε το εκλογικό σώμα το Μάιο και έστειλε σαφή μηνύματα, που όμως δυστυχώς οι πολίτικοί μας δεν υλοποίησαν. Ο λαός έθεσε ως εθνικούς στόχους την παραμονή στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, τον τερματισμό των πολιτικών που εξαθλιώνουν τους πολίτες και την εθνική συνεννόηση και συναίνεση των πολιτικών κομμάτων με σκοπό τη σταθερότητα και πρόοδο της κοινωνίας. Είχαν υποχρέωση τα πολιτικά κόμματα να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους, εφόσον κανένα δεν είχε αυτοδυναμία, και να αναζητήσουν τη συνισταμένη ή τον μέσο όρο των θέσεων τους και να διαμορφώσουν ενιαία εθνική γραμμή. Είναι απλά τα πράγματα. Αλλά για λόγους μικροκομματικών συμφερόντων τα έκαναν δύσκολα. Συγκεκριμένα ορισμένα κόμματα υποστήριζαν ότι πρέπει να συνεχίσουμε στην πολιτική με τους όρους που συμφωνήσαμε με τους δανειστές μας (Μνημόνια). Ορισμένα άλλα υποστήριζαν ότι πρέπει να τερματιστούν αυτές οι πολιτικές, διότι είναι αδιέξοδες και εξοντώνουν τους πολίτες. Η συνισταμένη είναι ότι αφενός δεν πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με τους εταίρους μας, (διότι πλέον χρωστάμε όχι σε ιδιώτες αλλά σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και αφετέρου ότι πρέπει να προτείνουμε και να συμφωνήσουμε με αυτούς σε κάποιους άλλους εναλλακτικούς όρους δανεισμού που βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών. Είναι σαφές ότι δε μας ενδιαφέρουν τα παιχνίδια με τις λέξεις που μας κούρασαν τον τελευταίο καιρό (επαναδιαπραγμάτευση, απαγκίστρωση, καταγγελία, ακύρωση κτλ.).
Με τα παραπάνω δεδομένα λοιπόν πιστεύω ότι δύο είναι τα καθοριστικά κριτήρια που επηρεάζουν την επιλογή του ψύχραιμου ψηφοφόρου κατά τις επικείμενες εκλογές. Πρώτο κριτήριο είναι ο ρεαλισμός. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει ότι κατανοούμε ότι έχει διαμορφωθεί εκ των πραγμάτων ένας διπολισμός ανάμεσα σε δύο κόμματα τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαφές ότι, αφενός λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου που παρέχει 50 έδρες επιπλέον στο πρώτο κόμμα και αφετέρου λόγω της δυσκολίας συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων, η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά την 17η Ιουνίου θα έχει ως πυρήνα είτε τη ΝΔ είτε το ΣΥΡΙΖΑ. Την πρώτη φορά ελεύθερα ψήφισαν διάφορα κόμματα οι πολίτες και εκφράστηκαν εκλογικά ελπίζοντας μάταια ότι θα δημιουργηθούν συνθέσεις, όπως προαναφέρθηκε. Τώρα ψηφίζουμε ποιος θέλουμε να μας κυβερνήσει. Δυστυχώς και πάλι λόγω ρεαλισμού οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι και τα δύο κόμματα δεν καταφέρνουν να πείσουν θετικά τους πολίτες είτε λόγω αξιοπιστίας είτε λόγω ανικανότητας. Επομένως, το κριτήριο για να επιλέξουμε ανάμεσα στους δύο είναι το γνωστό «ο μη χείρων βέλτιστος», δηλαδή καλύτερος είναι ο λιγότερο κακός.
Σε συνέχεια των παραπάνω σκέψεων οι εθνικοί στόχοι που προκύπτουν από το εκλογικό αποτέλεσμα εξυπηρετούνται καλύτερα από τη ΝΔ. Το κόμμα αυτό διακηρύσσει ότι δε ρισκάρει τη ρήξη με τους εταίρους μας της ΕΕ και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ. Αντίθετα, οι μονομερείς ενέργειες εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ (ανεξάρτητα από τις διαβεβαιώσεις του περί του αντιθέτου που δεν πείθουν κανένα) σε περίπτωση καταγγελίας του Μνημονίου αναμφίβολα όχι απλώς μας απομονώνουν σε διεθνές επίπεδο, αλλά καθιστούν εχθρικά διακείμενους απέναντί μας όλους τους μέχρι σήμερα εταίρους και συμμάχους μας. Επιθυμούμε επαναδιαπραγμάτευση όχι «τζογάρισμα». Δε φταίνε οι ξένοι που μας έφεραν ως εδώ. Φταίνε οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το βάρος της προσπάθειας μας πρέπει να δοθεί στη βελτίωση του εαυτού μας (της ελληνικής πολιτείας) και όχι στην αντιμετώπιση των «εχθρών» μας ξένων, που φυσικά επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτείνει εναλλακτικό σχέδιο εθνικής ανασύνταξης, αλλά τα επιχειρήματα του είναι ότι «δεν πληρώνω», και «δε συμφέρει στους υπόλοιπους της ΕΕ να μας αποβάλουν, άρα μπλοφάρουν». Αυτά τα «επιχειρήματα» είναι για εσωτερική κατανάλωση και ασφαλώς δεν μπορεί με αυτά να διεκδικήσει εθνική αξιοπρέπεια και να ασκήσει διεθνή πολιτική. Χρειαζόμαστε πολιτική και φυσικά συμμάχους σε διεθνές επίπεδο. Όμως ο κύριος Τσίπρας τον μόνο ξένο ηγέτη που δείχνει να διάκειται ευνοϊκά προς την Ελλάδα τον ειρωνεύτηκε μέσα στη χώρα του.
Ενδιαφέρον έχει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε ακροθιγώς σε ορισμένα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας τα οποία μας επιτρέπουν να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη σημερινή συγκυρία. Το 1920 οι Έλληνες κουρασμένοι από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις πίστεψαν κάποιους πολιτικούς που υποστήριζαν τον άμεσο τερματισμό του πολέμου στη Μ. Ασία και ταυτόχρονα την παλινόρθωση του βασιλιά. Οι πολιτικοί αυτοί υποστήριζαν ότι μπλοφάρουν οι Ευρωπαίοι όταν λένε ότι θα μας εγκαταλείψουν. Έτσι ο κορυφαίος ίσως Έλληνας πολιτικός του αιώνα μας Ελευθέριος Βενιζέλος αποδοκιμάστηκε εκλογικά. Επικράτησαν οι λαϊκιστές και ακολούθησε η μεγαλύτερη συμφορά του Ελληνισμού του περασμένου αιώνα, η Μικρασιατική καταστροφή. Έτσι και σήμερα βρισκόμαστε σε μια ανάλογη θέση. Είμαστε κουρασμένοι από την οικονομική κρίση και κάποιοι θεωρούν ως δεδομένο ότι «μπλοφάρουν οι Ευρωπαίοι», παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις όλων ακόμη και του νέου προέδρου της Γαλλίας.
Όταν έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο εναντίον του Μακαρίου, βούηξε ο κόσμος ότι επίκειται άμεσα Τουρκική επέμβαση στο νησί. Φυσικά, τα ελληνικά ραδιόφωνα δεν έλεγαν τίποτε. Ωστόσο, η Deutsche Welle, το BBC, οι πάντες στο εξωτερικό τέλος πάντων, το θεωρούσαν σίγουρο.
Μάταια προσπαθούσαν ορισμένοι να προειδοποιήσουν τον Ιωαννίδη Εκείνος, άλλον “αγρόν ηγόραζε”, αφού είχε υποτίθεται διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ ότι τίποτε δεν επρόκειτο να συμβεί. Τελικά, ο Τουρκικός στόλος απέπλευσε από την Αλεξανδρέττα, προκειμένου να πραγματοποιήσει τη μοιραία εισβολή. Όταν ειδοποιήθηκε ο Ιωαννίδης και πάλι δεν το πίστευε, υποστηρίζοντας ότι ο στόλος βγήκε για βόλτα (!) ή κάτι τέτοιο. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Έτσι και σήμερα, βουίζει ο κόσμος ότι η Ευρώπη, οι τράπεζες της, οι υπηρεσίες της Κομισιόν, η ΕΚΤ, ετοιμάζονται για το μοιραίο και παίρνουν τα μέτρα τους. Και στην Ελλάδα περί άλλα τυρβάζουμε.
Επίσης, το 2009 στην αρχή της οικονομικής κρίσης ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει να βιώνει την οικονομική κρίση. Τότε ο Γ. Παπανδρέου «ως από μηχανής θεός» διακήρυξε ότι «λεφτά υπάρχουν». Κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα χειρότερα. Όμως, η σημερινή πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε σενάριο φαντασίας σε σκληρότητα. Έτσι και ορισμένοι σήμερα υποστηρίζουν ότι δε γίνεται να χειροτερέψουν τα πράγματα. Όμως τα χειρότερα είναι πιθανά, αν βγούμε από τη ζώνη του ευρώ και την Ευρώπη. Αυτά είναι τουλάχιστον σε διπλάσιο βαθμό οικονομική επιδείνωση, εμφύλιες ένοπλες συγκρούσεις, αναρχία και εμπλοκή σε πόλεμο με την Τουρκία. Τα παραπάνω δεν αποτελούν φανταστικά σενάρια, αλλά πιθανολογούνται από σοβαρούς μελετητές της πραγματικότητας.
Το δεύτερο κριτήριο είναι η δυνατότητα εθνικής ομοψυχίας και η αποφυγή της διχόνοιας μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Ο κύριος Τσίπρας επανειλημμένα λέει ότι σκοπεύει να δημιουργήσει κυβέρνηση της Αριστεράς αποκλειστικά αρνούμενος τις συνεργασίες. Αυτές οι ξεπερασμένες εμμονές και οι ιδεοληψίες του είναι πολύ επικίνδυνες για την ελληνική κοινωνία, που ιστορικά έχει πληγωθεί από τους διχασμούς. Κάποια στιγμή και ο κ. Σαμαράς παρασύρθηκε κάνοντας λόγο για κεντροδεξιό συνασπισμό. Όμως, αυτό ευτυχώς το σταμάτησε εννοώντας μόνο κομματικά επανένωση των κεντροδεξιών κομμάτων. Μετεκλογικά δηλώνει ανοιχτός σε συνεργασίες με τα κόμματα που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτή η διαφορά είναι πολύ κρίσιμη για τη συνοχή της κοινωνίας μας. Επίσης, με αυτό το κριτήριο της εθνικής ομοψυχίας οι πολίτες οφείλουν να απορρίψουν τα κόμματα που συντελούν στο διχασμό. Αυτά είναι τα κόμματα των δύο άκρων Χρυσή Αυγή και ΚΚΕ. Ακόμη κι αν κάποιος ιδεολογικά εκφράζεται με αυτά οφείλει να μην τα ψηφίσει, διότι δυναμιτίζουν το σύνολο της κοινωνίας. Ακόμη να απορρίψουν και τα κόμματα που περιχαρακώνονται στον εαυτό τους, όπως αυτό του κυρίου Καμμένου με τον παραπλανητικό τίτλο, που δήλωσε ότι «ούτε νεκρός δε συνεργάζομαι με τους προδότες». Αλλά και το κόμμα του κυρίου Κουβέλη συντελεί στο διχασμό, διότι την πρώτη φορά αξίωνε τη συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να μετέχει σε κυβέρνηση. Τώρα θεωρείται πιθανό ότι θα κάνει το ίδιο σε περίπτωση πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ αξιώνοντας τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ. Αυτό αποτελεί τεράστια ένδειξη ανευθυνότητας και δημιουργίας συνθηκών διχασμού.
Προσωπικά λοιπόν επιλέγω να ψηφίσω αναγκαστικά και μετά βδελυγμίας τη ΝΔ ως το «μη χείρον» κόμμα. Όμως είναι ανάγκη αμέσως μετά τις εκλογές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να διαλυθούν και να γεννηθούν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, διότι είναι σχιζοφρενική κατάσταση να ψηφίζουμε για λόγους εθνικού συμφέροντος τα δύο κόμματα που αποδεδειγμένα κατέστρεψαν τη χώρα μας, . Η κίνηση του κ. Βενιζέλου να διαλύσει το πολιτικό συμβούλιο του κόμματος του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο κ. Σαμαράς, αν έχει τη διορατικότητα και τον πατριωτισμό που απαιτείται, αν γίνει ο αυριανός πρωθυπουργός, οφείλει να το κάνει ως αποζημίωση για τα μεγάλα δεινά που προκάλεσαν τα δύο κόμματα στην Ελλάδα.
Tromaktiko
Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες σκηνών ομαδικής παραφροσύνης των Ελλήνων. Είναι εύλογο, διότι η κοινωνία μας βιώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, οι οποίες είναι η εξαθλίωση των πολιτών, η αύξηση των ψυχικών ασθενειών, οι αυτοκτονίες και η ποικιλόμορφη βία. Είναι ανάγκη όμως να καταβάλουμε προσπάθειες ψύχραιμης αντιμετώπισης της κατάστασης και αναζήτησης λύσης υπέρβασής της. Ο λαός μας έχει μια τεράστια ευκαιρία να επηρεάσει τιε εξελίξεις με την ψήφο του στις επικείμενες εκλογές. Λέγεται συνήθως ότι το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας μας έχει ελλείψεις. Όμως έχουμε Δημοκρατία και αποδεικνύεται ότι κάθε πολίτης έχει ευθύνη για τις επιλογές του. Πρώτη φορά τα τελευταία 40 έτη η ψήφος κάθε μεμονωμένου πολίτη διαθέτει τόσο καθοριστική σημασία όχι μόνο σε βάθος τετραετίας αλλά σε βάθος δεκαετιών. Έτσι κατατίθενται ορισμένες σκέψεις οι οποίες ασφαλώς δε διεκδικούν αυθεντία όμως πηγάζουν από έντονη ανησυχία και αγάπη για τους πολίτες αυτής της χώρας
Με θαυμαστή σοφία κατά τη γνώμη μου εκφράστηκε το εκλογικό σώμα το Μάιο και έστειλε σαφή μηνύματα, που όμως δυστυχώς οι πολίτικοί μας δεν υλοποίησαν. Ο λαός έθεσε ως εθνικούς στόχους την παραμονή στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ευρωζώνη, τον τερματισμό των πολιτικών που εξαθλιώνουν τους πολίτες και την εθνική συνεννόηση και συναίνεση των πολιτικών κομμάτων με σκοπό τη σταθερότητα και πρόοδο της κοινωνίας. Είχαν υποχρέωση τα πολιτικά κόμματα να υποχωρήσουν από τις θέσεις τους, εφόσον κανένα δεν είχε αυτοδυναμία, και να αναζητήσουν τη συνισταμένη ή τον μέσο όρο των θέσεων τους και να διαμορφώσουν ενιαία εθνική γραμμή. Είναι απλά τα πράγματα. Αλλά για λόγους μικροκομματικών συμφερόντων τα έκαναν δύσκολα. Συγκεκριμένα ορισμένα κόμματα υποστήριζαν ότι πρέπει να συνεχίσουμε στην πολιτική με τους όρους που συμφωνήσαμε με τους δανειστές μας (Μνημόνια). Ορισμένα άλλα υποστήριζαν ότι πρέπει να τερματιστούν αυτές οι πολιτικές, διότι είναι αδιέξοδες και εξοντώνουν τους πολίτες. Η συνισταμένη είναι ότι αφενός δεν πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με τους εταίρους μας, (διότι πλέον χρωστάμε όχι σε ιδιώτες αλλά σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και αφετέρου ότι πρέπει να προτείνουμε και να συμφωνήσουμε με αυτούς σε κάποιους άλλους εναλλακτικούς όρους δανεισμού που βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών. Είναι σαφές ότι δε μας ενδιαφέρουν τα παιχνίδια με τις λέξεις που μας κούρασαν τον τελευταίο καιρό (επαναδιαπραγμάτευση, απαγκίστρωση, καταγγελία, ακύρωση κτλ.).
Με τα παραπάνω δεδομένα λοιπόν πιστεύω ότι δύο είναι τα καθοριστικά κριτήρια που επηρεάζουν την επιλογή του ψύχραιμου ψηφοφόρου κατά τις επικείμενες εκλογές. Πρώτο κριτήριο είναι ο ρεαλισμός. Συγκεκριμένα αυτό σημαίνει ότι κατανοούμε ότι έχει διαμορφωθεί εκ των πραγμάτων ένας διπολισμός ανάμεσα σε δύο κόμματα τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαφές ότι, αφενός λόγω του ισχύοντος εκλογικού νόμου που παρέχει 50 έδρες επιπλέον στο πρώτο κόμμα και αφετέρου λόγω της δυσκολίας συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων, η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά την 17η Ιουνίου θα έχει ως πυρήνα είτε τη ΝΔ είτε το ΣΥΡΙΖΑ. Την πρώτη φορά ελεύθερα ψήφισαν διάφορα κόμματα οι πολίτες και εκφράστηκαν εκλογικά ελπίζοντας μάταια ότι θα δημιουργηθούν συνθέσεις, όπως προαναφέρθηκε. Τώρα ψηφίζουμε ποιος θέλουμε να μας κυβερνήσει. Δυστυχώς και πάλι λόγω ρεαλισμού οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι και τα δύο κόμματα δεν καταφέρνουν να πείσουν θετικά τους πολίτες είτε λόγω αξιοπιστίας είτε λόγω ανικανότητας. Επομένως, το κριτήριο για να επιλέξουμε ανάμεσα στους δύο είναι το γνωστό «ο μη χείρων βέλτιστος», δηλαδή καλύτερος είναι ο λιγότερο κακός.
Σε συνέχεια των παραπάνω σκέψεων οι εθνικοί στόχοι που προκύπτουν από το εκλογικό αποτέλεσμα εξυπηρετούνται καλύτερα από τη ΝΔ. Το κόμμα αυτό διακηρύσσει ότι δε ρισκάρει τη ρήξη με τους εταίρους μας της ΕΕ και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ. Αντίθετα, οι μονομερείς ενέργειες εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ (ανεξάρτητα από τις διαβεβαιώσεις του περί του αντιθέτου που δεν πείθουν κανένα) σε περίπτωση καταγγελίας του Μνημονίου αναμφίβολα όχι απλώς μας απομονώνουν σε διεθνές επίπεδο, αλλά καθιστούν εχθρικά διακείμενους απέναντί μας όλους τους μέχρι σήμερα εταίρους και συμμάχους μας. Επιθυμούμε επαναδιαπραγμάτευση όχι «τζογάρισμα». Δε φταίνε οι ξένοι που μας έφεραν ως εδώ. Φταίνε οι παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το βάρος της προσπάθειας μας πρέπει να δοθεί στη βελτίωση του εαυτού μας (της ελληνικής πολιτείας) και όχι στην αντιμετώπιση των «εχθρών» μας ξένων, που φυσικά επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προτείνει εναλλακτικό σχέδιο εθνικής ανασύνταξης, αλλά τα επιχειρήματα του είναι ότι «δεν πληρώνω», και «δε συμφέρει στους υπόλοιπους της ΕΕ να μας αποβάλουν, άρα μπλοφάρουν». Αυτά τα «επιχειρήματα» είναι για εσωτερική κατανάλωση και ασφαλώς δεν μπορεί με αυτά να διεκδικήσει εθνική αξιοπρέπεια και να ασκήσει διεθνή πολιτική. Χρειαζόμαστε πολιτική και φυσικά συμμάχους σε διεθνές επίπεδο. Όμως ο κύριος Τσίπρας τον μόνο ξένο ηγέτη που δείχνει να διάκειται ευνοϊκά προς την Ελλάδα τον ειρωνεύτηκε μέσα στη χώρα του.
Ενδιαφέρον έχει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε ακροθιγώς σε ορισμένα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας τα οποία μας επιτρέπουν να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη σημερινή συγκυρία. Το 1920 οι Έλληνες κουρασμένοι από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις πίστεψαν κάποιους πολιτικούς που υποστήριζαν τον άμεσο τερματισμό του πολέμου στη Μ. Ασία και ταυτόχρονα την παλινόρθωση του βασιλιά. Οι πολιτικοί αυτοί υποστήριζαν ότι μπλοφάρουν οι Ευρωπαίοι όταν λένε ότι θα μας εγκαταλείψουν. Έτσι ο κορυφαίος ίσως Έλληνας πολιτικός του αιώνα μας Ελευθέριος Βενιζέλος αποδοκιμάστηκε εκλογικά. Επικράτησαν οι λαϊκιστές και ακολούθησε η μεγαλύτερη συμφορά του Ελληνισμού του περασμένου αιώνα, η Μικρασιατική καταστροφή. Έτσι και σήμερα βρισκόμαστε σε μια ανάλογη θέση. Είμαστε κουρασμένοι από την οικονομική κρίση και κάποιοι θεωρούν ως δεδομένο ότι «μπλοφάρουν οι Ευρωπαίοι», παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις όλων ακόμη και του νέου προέδρου της Γαλλίας.
Όταν έγινε το πραξικόπημα στην Κύπρο εναντίον του Μακαρίου, βούηξε ο κόσμος ότι επίκειται άμεσα Τουρκική επέμβαση στο νησί. Φυσικά, τα ελληνικά ραδιόφωνα δεν έλεγαν τίποτε. Ωστόσο, η Deutsche Welle, το BBC, οι πάντες στο εξωτερικό τέλος πάντων, το θεωρούσαν σίγουρο.
Μάταια προσπαθούσαν ορισμένοι να προειδοποιήσουν τον Ιωαννίδη Εκείνος, άλλον “αγρόν ηγόραζε”, αφού είχε υποτίθεται διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ ότι τίποτε δεν επρόκειτο να συμβεί. Τελικά, ο Τουρκικός στόλος απέπλευσε από την Αλεξανδρέττα, προκειμένου να πραγματοποιήσει τη μοιραία εισβολή. Όταν ειδοποιήθηκε ο Ιωαννίδης και πάλι δεν το πίστευε, υποστηρίζοντας ότι ο στόλος βγήκε για βόλτα (!) ή κάτι τέτοιο. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Έτσι και σήμερα, βουίζει ο κόσμος ότι η Ευρώπη, οι τράπεζες της, οι υπηρεσίες της Κομισιόν, η ΕΚΤ, ετοιμάζονται για το μοιραίο και παίρνουν τα μέτρα τους. Και στην Ελλάδα περί άλλα τυρβάζουμε.
Επίσης, το 2009 στην αρχή της οικονομικής κρίσης ο ελληνικός λαός είχε αρχίσει να βιώνει την οικονομική κρίση. Τότε ο Γ. Παπανδρέου «ως από μηχανής θεός» διακήρυξε ότι «λεφτά υπάρχουν». Κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσαν να γίνουν τα πράγματα χειρότερα. Όμως, η σημερινή πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε σενάριο φαντασίας σε σκληρότητα. Έτσι και ορισμένοι σήμερα υποστηρίζουν ότι δε γίνεται να χειροτερέψουν τα πράγματα. Όμως τα χειρότερα είναι πιθανά, αν βγούμε από τη ζώνη του ευρώ και την Ευρώπη. Αυτά είναι τουλάχιστον σε διπλάσιο βαθμό οικονομική επιδείνωση, εμφύλιες ένοπλες συγκρούσεις, αναρχία και εμπλοκή σε πόλεμο με την Τουρκία. Τα παραπάνω δεν αποτελούν φανταστικά σενάρια, αλλά πιθανολογούνται από σοβαρούς μελετητές της πραγματικότητας.
Το δεύτερο κριτήριο είναι η δυνατότητα εθνικής ομοψυχίας και η αποφυγή της διχόνοιας μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Ο κύριος Τσίπρας επανειλημμένα λέει ότι σκοπεύει να δημιουργήσει κυβέρνηση της Αριστεράς αποκλειστικά αρνούμενος τις συνεργασίες. Αυτές οι ξεπερασμένες εμμονές και οι ιδεοληψίες του είναι πολύ επικίνδυνες για την ελληνική κοινωνία, που ιστορικά έχει πληγωθεί από τους διχασμούς. Κάποια στιγμή και ο κ. Σαμαράς παρασύρθηκε κάνοντας λόγο για κεντροδεξιό συνασπισμό. Όμως, αυτό ευτυχώς το σταμάτησε εννοώντας μόνο κομματικά επανένωση των κεντροδεξιών κομμάτων. Μετεκλογικά δηλώνει ανοιχτός σε συνεργασίες με τα κόμματα που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτή η διαφορά είναι πολύ κρίσιμη για τη συνοχή της κοινωνίας μας. Επίσης, με αυτό το κριτήριο της εθνικής ομοψυχίας οι πολίτες οφείλουν να απορρίψουν τα κόμματα που συντελούν στο διχασμό. Αυτά είναι τα κόμματα των δύο άκρων Χρυσή Αυγή και ΚΚΕ. Ακόμη κι αν κάποιος ιδεολογικά εκφράζεται με αυτά οφείλει να μην τα ψηφίσει, διότι δυναμιτίζουν το σύνολο της κοινωνίας. Ακόμη να απορρίψουν και τα κόμματα που περιχαρακώνονται στον εαυτό τους, όπως αυτό του κυρίου Καμμένου με τον παραπλανητικό τίτλο, που δήλωσε ότι «ούτε νεκρός δε συνεργάζομαι με τους προδότες». Αλλά και το κόμμα του κυρίου Κουβέλη συντελεί στο διχασμό, διότι την πρώτη φορά αξίωνε τη συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να μετέχει σε κυβέρνηση. Τώρα θεωρείται πιθανό ότι θα κάνει το ίδιο σε περίπτωση πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ αξιώνοντας τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ. Αυτό αποτελεί τεράστια ένδειξη ανευθυνότητας και δημιουργίας συνθηκών διχασμού.
Προσωπικά λοιπόν επιλέγω να ψηφίσω αναγκαστικά και μετά βδελυγμίας τη ΝΔ ως το «μη χείρον» κόμμα. Όμως είναι ανάγκη αμέσως μετά τις εκλογές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ να διαλυθούν και να γεννηθούν νέοι πολιτικοί σχηματισμοί, διότι είναι σχιζοφρενική κατάσταση να ψηφίζουμε για λόγους εθνικού συμφέροντος τα δύο κόμματα που αποδεδειγμένα κατέστρεψαν τη χώρα μας, . Η κίνηση του κ. Βενιζέλου να διαλύσει το πολιτικό συμβούλιο του κόμματος του είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο κ. Σαμαράς, αν έχει τη διορατικότητα και τον πατριωτισμό που απαιτείται, αν γίνει ο αυριανός πρωθυπουργός, οφείλει να το κάνει ως αποζημίωση για τα μεγάλα δεινά που προκάλεσαν τα δύο κόμματα στην Ελλάδα.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στο κρεβάτι της Τρόικα ο «Ισπανός ασθενής»
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σκληρή «δήλωση» Zuckerberg για τον Ηλία Κασιδιάρη!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ