2019-02-07 17:03:20
Αν και υπάρχει μέχρι και σήμερα η πεποίθηση ότι όποιος καπνίζει θα είναι και αδύνατος, νέα μελέτη έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα.
Σύμφωνα με την πρόσφατη γενετική μελέτη, η τάση να υπάρχει υπερβολικό σωματικό λίπος, ειδικά γύρω από τη μέση, συνδέεται με την πιθανότητα να είναι ένα άτομο καπνιστής.
Τα ευρήματα της έρευνας ενδέχεται να υποδεικνύουν ότι το επιπλέον σωματικό λίπος επηρεάζει την πιθανότητα το άτομο αυτό να ξεκινήσει το κάπνισμα, καθώς και το πόσο πολύ καπνίζει ή ότι η τάση για υπερφαγία και το κάπνισμα μπορεί να μοιράζονται κάποια γενετική προέλευση, σημειώνουν οι συντάκτες της πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε στο «British Medical Journa»l (BMJ).
Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν το ρόλο της παχυσαρκίας στην έναρξη και τη διακοπή του καπνίσματος, γεγονός που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στις διάφορες παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία με στόχο τη μείωση του επιπολασμού αυτών των σημαντικών παραγόντων κινδύνου, υπογραμμίζει η ομάδα μελέτης, με επικεφαλής τον Robert Carreras-Torres από το International Agency for Research on Cancer στη Λυών της Γαλλίας.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από τη Βρετανική Biobank και την Κοινοπραξία TAG για περισσότερους από 450.000 ανθρώπους ευρωπαϊκής προέλευσης. Αυτές οι βάσεις δεδομένων περιέχουν πληροφορίες γενετικής, ιατρικής και τρόπου ζωής για τους εθελοντές τους. Παλαιότερες μελέτες έχουν ήδη συνδέσει τις γενετικές παραλλαγές που είναι γνωστές ως SNPs τόσο με την παχυσαρκία, όσο και με το κάπνισμα, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα συγκεκριμένα SNPs αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου στις δύο μορφές «εθιστικής συμπεριφοράς», την υπερκατανάλωση τροφής και το κάπνισμα. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, εάν οι άνθρωποι που καπνίζουν παραμένουν πιο αδύνατοι επειδή το κάπνισμα περιορίζει την όρεξη ή αν οι καπνιστές όντως παραμένουν αδύνατοι.
Για να αποφευχθεί η σύγχυση της επίδρασης του καπνίσματος στην όρεξη, οι ερευνητές δεν εξέτασαν μόνο την πραγματική μάζα σώματος των συμμετεχόντων και το σωματικό τους λίπος. Δημιούργησαν παράλληλα ένα γενετικό προφίλ των προβλεπόμενων σωματικών χαρακτηριστικών που βασίζονται στα SNPs ενός ατόμου. Χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα στοιχεία, η ομάδα ανέλυσε έπειτα το ιστορικό καπνίσματος κάθε ατόμου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αναφορικά με τον πραγματικό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), κάθε επιπλέον 4,6 κιλά/τ.μ. συνδέθηκαν με 5% χαμηλότερο κίνδυνο να είναι ένας εν ενεργεία καπνιστής, αλλά και με 12% υψηλότερο κίνδυνο σε όσους υπήρξαν κάποτε καπνιστές, σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Η ίδια αύξηση του πραγματικού ΔΜΣ συνδέθηκε επίσης με την αύξηση της συχνότητας του καπνίσματος κατά 1,75 τσιγάρα την ημέρα για τους νυν και πρώην καπνιστές. Ωστόσο, όταν οι ερευνητές εξέτασαν το γενετικό προφίλ του σωματικού λίπους, διαπίστωσαν ότι κάθε αύξηση του προβλεπόμενου ΔΜΣ βασισμένου σε SNPs, παρουσίαζε 24% υψηλότερες πιθανότητες να είναι κάποιος νυν καπνιστής και 18% παραπάνω πιθανότητες να είναι ένας πρώην καπνιστής.
Οι προβλεπόμενες αυξήσεις της περιφέρειας της μέσης και του σωματικού λίπους που βασίζονται στο γενετικό προφίλ, συνδέονταν παρομοίως με τις αυξήσεις στις πιθανότητες καπνίσματος και αυξημένης συχνότητας καπνίσματος. Ωστόσο, ο γενετικός τύπος σώματος δεν συνδέθηκε με τις πιθανότητες διακοπής του καπνίσματος. Αυτή η λεπτομέρεια, όπως και κάποιες άλλες, έκαναν τους συγγραφείς να συμπεράνουν ότι αντί της γενετικής προδιάθεσης για εθιστική συμπεριφορά, το υπερβολικό σωματικό λίπος μπορεί από μόνο του να επηρεάσει τον πόθο για νικοτίνη. Όποια και αν είναι η σχέση ανάμεσα στο υπερβολικό σωματικό λίπος και το κάπνισμα, στις παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να αποφύγουν αυτούς τους κινδύνους για την υγεία τους, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα δύο αυτά δεδομένα, καταλήγουν οι ερευνητές.
Οι άνθρωποι μπορεί να μπουν στον πειρασμό να ξεκινήσουν το κάπνισμα για να τους βοηθήσει να χάσουν βάρος. Το κάπνισμα μειώνει την όρεξη επειδή η νικοτίνη, η κύρια εθιστική χημική ουσία στον καπνό, ενεργοποιεί διάφορους υποδοχείς στον εγκέφαλο και ορισμένοι από αυτούς τους υποδοχείς βρίσκονται στα νευρικά κύτταρα που ρυθμίζουν την όρεξη και τη διατροφική συμπεριφορά. Όμως, το να αρχίσετε να καπνίζετε για να χάσετε κάποια κιλά είναι μια πραγματικά κακή ιδέα, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Από τη μία πλευρά, ίσως καταφέρετε να ζυγίζετε κάποια κιλά λιγότερο, αλλά αυτή η μείωση βάρους μπορεί να προέλθει από τους άπαχους μυς και όχι από το λίπος. Η έρευνα έχει επίσης δείξει ότι οι καπνιστές, έχοντας χαμηλότερο ΔΜΣ, τείνουν να έχουν περισσότερο λίπος γύρω από την κοιλιά σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, κάτι που είναι χειρότερο για την υγεία από το να έχει κάποιος απλώς έναν υψηλό ΔΜΣ.
Από την άλλη πλευρά, το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο, κακή αναπνοή, κίτρινα δόντια και διάφορες άλλες ασθένειες. Οι καπνιστές δυσκολεύονται επίσης περισσότερο να ασκούνται εξαιτίας της δυσκολίας αναπνοής, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την απώλεια βάρους.
Πηγή: Φωτεινή Πουρνάρα – itrofi.gr
_
Σύμφωνα με την πρόσφατη γενετική μελέτη, η τάση να υπάρχει υπερβολικό σωματικό λίπος, ειδικά γύρω από τη μέση, συνδέεται με την πιθανότητα να είναι ένα άτομο καπνιστής.
Τα ευρήματα της έρευνας ενδέχεται να υποδεικνύουν ότι το επιπλέον σωματικό λίπος επηρεάζει την πιθανότητα το άτομο αυτό να ξεκινήσει το κάπνισμα, καθώς και το πόσο πολύ καπνίζει ή ότι η τάση για υπερφαγία και το κάπνισμα μπορεί να μοιράζονται κάποια γενετική προέλευση, σημειώνουν οι συντάκτες της πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε στο «British Medical Journa»l (BMJ).
Τα αποτελέσματα αυτά υπογραμμίζουν το ρόλο της παχυσαρκίας στην έναρξη και τη διακοπή του καπνίσματος, γεγονός που θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στις διάφορες παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία με στόχο τη μείωση του επιπολασμού αυτών των σημαντικών παραγόντων κινδύνου, υπογραμμίζει η ομάδα μελέτης, με επικεφαλής τον Robert Carreras-Torres από το International Agency for Research on Cancer στη Λυών της Γαλλίας.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από τη Βρετανική Biobank και την Κοινοπραξία TAG για περισσότερους από 450.000 ανθρώπους ευρωπαϊκής προέλευσης. Αυτές οι βάσεις δεδομένων περιέχουν πληροφορίες γενετικής, ιατρικής και τρόπου ζωής για τους εθελοντές τους. Παλαιότερες μελέτες έχουν ήδη συνδέσει τις γενετικές παραλλαγές που είναι γνωστές ως SNPs τόσο με την παχυσαρκία, όσο και με το κάπνισμα, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα συγκεκριμένα SNPs αυξάνουν την ευαισθησία ενός ατόμου στις δύο μορφές «εθιστικής συμπεριφοράς», την υπερκατανάλωση τροφής και το κάπνισμα. Δεν είναι σαφές, ωστόσο, εάν οι άνθρωποι που καπνίζουν παραμένουν πιο αδύνατοι επειδή το κάπνισμα περιορίζει την όρεξη ή αν οι καπνιστές όντως παραμένουν αδύνατοι.
Για να αποφευχθεί η σύγχυση της επίδρασης του καπνίσματος στην όρεξη, οι ερευνητές δεν εξέτασαν μόνο την πραγματική μάζα σώματος των συμμετεχόντων και το σωματικό τους λίπος. Δημιούργησαν παράλληλα ένα γενετικό προφίλ των προβλεπόμενων σωματικών χαρακτηριστικών που βασίζονται στα SNPs ενός ατόμου. Χρησιμοποιώντας όλα αυτά τα στοιχεία, η ομάδα ανέλυσε έπειτα το ιστορικό καπνίσματος κάθε ατόμου. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αναφορικά με τον πραγματικό δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), κάθε επιπλέον 4,6 κιλά/τ.μ. συνδέθηκαν με 5% χαμηλότερο κίνδυνο να είναι ένας εν ενεργεία καπνιστής, αλλά και με 12% υψηλότερο κίνδυνο σε όσους υπήρξαν κάποτε καπνιστές, σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Η ίδια αύξηση του πραγματικού ΔΜΣ συνδέθηκε επίσης με την αύξηση της συχνότητας του καπνίσματος κατά 1,75 τσιγάρα την ημέρα για τους νυν και πρώην καπνιστές. Ωστόσο, όταν οι ερευνητές εξέτασαν το γενετικό προφίλ του σωματικού λίπους, διαπίστωσαν ότι κάθε αύξηση του προβλεπόμενου ΔΜΣ βασισμένου σε SNPs, παρουσίαζε 24% υψηλότερες πιθανότητες να είναι κάποιος νυν καπνιστής και 18% παραπάνω πιθανότητες να είναι ένας πρώην καπνιστής.
Οι προβλεπόμενες αυξήσεις της περιφέρειας της μέσης και του σωματικού λίπους που βασίζονται στο γενετικό προφίλ, συνδέονταν παρομοίως με τις αυξήσεις στις πιθανότητες καπνίσματος και αυξημένης συχνότητας καπνίσματος. Ωστόσο, ο γενετικός τύπος σώματος δεν συνδέθηκε με τις πιθανότητες διακοπής του καπνίσματος. Αυτή η λεπτομέρεια, όπως και κάποιες άλλες, έκαναν τους συγγραφείς να συμπεράνουν ότι αντί της γενετικής προδιάθεσης για εθιστική συμπεριφορά, το υπερβολικό σωματικό λίπος μπορεί από μόνο του να επηρεάσει τον πόθο για νικοτίνη. Όποια και αν είναι η σχέση ανάμεσα στο υπερβολικό σωματικό λίπος και το κάπνισμα, στις παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να αποφύγουν αυτούς τους κινδύνους για την υγεία τους, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα δύο αυτά δεδομένα, καταλήγουν οι ερευνητές.
Οι άνθρωποι μπορεί να μπουν στον πειρασμό να ξεκινήσουν το κάπνισμα για να τους βοηθήσει να χάσουν βάρος. Το κάπνισμα μειώνει την όρεξη επειδή η νικοτίνη, η κύρια εθιστική χημική ουσία στον καπνό, ενεργοποιεί διάφορους υποδοχείς στον εγκέφαλο και ορισμένοι από αυτούς τους υποδοχείς βρίσκονται στα νευρικά κύτταρα που ρυθμίζουν την όρεξη και τη διατροφική συμπεριφορά. Όμως, το να αρχίσετε να καπνίζετε για να χάσετε κάποια κιλά είναι μια πραγματικά κακή ιδέα, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Από τη μία πλευρά, ίσως καταφέρετε να ζυγίζετε κάποια κιλά λιγότερο, αλλά αυτή η μείωση βάρους μπορεί να προέλθει από τους άπαχους μυς και όχι από το λίπος. Η έρευνα έχει επίσης δείξει ότι οι καπνιστές, έχοντας χαμηλότερο ΔΜΣ, τείνουν να έχουν περισσότερο λίπος γύρω από την κοιλιά σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, κάτι που είναι χειρότερο για την υγεία από το να έχει κάποιος απλώς έναν υψηλό ΔΜΣ.
Από την άλλη πλευρά, το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο, καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο, κακή αναπνοή, κίτρινα δόντια και διάφορες άλλες ασθένειες. Οι καπνιστές δυσκολεύονται επίσης περισσότερο να ασκούνται εξαιτίας της δυσκολίας αναπνοής, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την απώλεια βάρους.
Πηγή: Φωτεινή Πουρνάρα – itrofi.gr
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Σταματήστε να με φωνάζετε αφεντικό"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ