2019-02-19 12:50:14
Συντάκτης: Μανώλης Χαιρετάκης *
Λέξη των αρχαίων ελληνικών, με εφαρμογές στην καθημερινότητα όλων των κοινωνιών διαχρονικά. Ας δούμε τις σημασίες της, ώστε το αναγνωστικό κοινό να βοηθηθεί στην ορθή απόδοση του χαρακτηρισμού στα κατάλληλα πρόσωπα του δημόσιου βίου:
1) Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη Γ' Εκδοση:
Σπουδαρχίδης (ο), ουσιαστικό [< αρχ. σπουδαρχίδης < σπουδάρχης (αρχαία σημασία) ο γιος του σπουδάρχη, νεαρός θεσιθήρας] αυτός που με ζήλο και κάθε τρόπο επιδιώκει αξιώματα, στη σελίδα 711.
Σπουδαρχώ, είς, εί ρήμα [< μεταγενέστερο σπουδαρχώ < σπουδάρχης ] επιδιώκω να καταλάβω αξιώματα με κάθε τρόπο, θεσιθηρώ, στη σελ. 711.
2) Σύμφωνα με το λεξικό Π.Χ. Δορμπαράκη:
Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ετυμολογικόν-Ερμηνευτικόν Πέμπτη Εκδοση Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρος & Σία Α.Ε.:
Σύνθετα εκ του σπουδή: σπουδάρχης, ου, ο, ο μετά σπουδής επιδιώκων αξίωμα, θεσιθήρας (όθεν σπουδαρχέω, σπουδαρχία, η, σπουδαρχίδης, ου, ο υιός σπουδαρχούντος, μικροθεσιθήρας) εκ του σπουδαίος: σπουδαιολόγος, ου (-λέγω) ο σπουδαίος ή περί σπουδαίων ομιλών (όθεν σπουδαιολογέω, σπουδαιολογία, η) στη σελίδα 748.
3) Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη:
Σπουδαιολόγημα, το (ειρωνικά) λόγος σοβαροφανής για δήθεν σοβαρά θέματα, σπουδαιολογία, στη σελ. 1.239.
Σπουδαιολογώ, δίνω μεγαλύτερη σημασία από ό,τι θα έπρεπε σε πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα, στη σελ. 1.239.
4) Σύμφωνα με το Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Ι.Δ. Σταματάκου Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου Α.Ε., Αθήνα 1949:
Σπουδάρχης, ου, ο (σπουδή + αρχή) ο σπουδαρχών, ο μετά σπουδής και διά παντός μέσου επιδιώκων να καταλάβη δημοσίαν τινά θέσιν ή αξίωμα, ο θεσιθήρας, στη σελίδα 910.
Σπουδαρχίδης,-ου, ο (σπουδάρχης) κωμικόν πατρωνυμικόν του σπουδάρχου (παρ’ Αριστοφ.) ήτοι ο υιός του επιζητούντος θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας, στη σελίδα 910.
Το γνωστό λεξικό Greek-English Lexicon, compiled by Henry George Liddell and Robert Scott, Fifth edition, Oxford At the University Press MDCCCLXI, αναφέρεται στο σπουδαρχέω και στον σπουδαρχίδη (σελ. 1.351), αλλά κάνει και αναφορά στον μισθαρχίδη (βλέπε σελ. 912), όπου εξηγεί ότι είναι αυτός που έχει γεννηθεί για να καταλαμβάνει δημόσια θέση, και ειδικά αυτός που διορίζεται από ιδιοτέλεια παρά για τα προσόντα του. Τα σχόλια για την όποια εφαρμογή αυτών των χαρακτηρισμών είναι περιττά. Ο νοών νοείτω.
* ομότιμος καθηγητής Τμήματος ΕΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.efsyn.gr/arthro/o-spoydarhidis
Λέξη των αρχαίων ελληνικών, με εφαρμογές στην καθημερινότητα όλων των κοινωνιών διαχρονικά. Ας δούμε τις σημασίες της, ώστε το αναγνωστικό κοινό να βοηθηθεί στην ορθή απόδοση του χαρακτηρισμού στα κατάλληλα πρόσωπα του δημόσιου βίου:
1) Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη Γ' Εκδοση:
Σπουδαρχίδης (ο), ουσιαστικό [< αρχ. σπουδαρχίδης < σπουδάρχης (αρχαία σημασία) ο γιος του σπουδάρχη, νεαρός θεσιθήρας] αυτός που με ζήλο και κάθε τρόπο επιδιώκει αξιώματα, στη σελίδα 711.
Σπουδαρχώ, είς, εί ρήμα [< μεταγενέστερο σπουδαρχώ < σπουδάρχης ] επιδιώκω να καταλάβω αξιώματα με κάθε τρόπο, θεσιθηρώ, στη σελ. 711.
2) Σύμφωνα με το λεξικό Π.Χ. Δορμπαράκη:
Επίτομον Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης Ετυμολογικόν-Ερμηνευτικόν Πέμπτη Εκδοση Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρος & Σία Α.Ε.:
Σύνθετα εκ του σπουδή: σπουδάρχης, ου, ο, ο μετά σπουδής επιδιώκων αξίωμα, θεσιθήρας (όθεν σπουδαρχέω, σπουδαρχία, η, σπουδαρχίδης, ου, ο υιός σπουδαρχούντος, μικροθεσιθήρας) εκ του σπουδαίος: σπουδαιολόγος, ου (-λέγω) ο σπουδαίος ή περί σπουδαίων ομιλών (όθεν σπουδαιολογέω, σπουδαιολογία, η) στη σελίδα 748.
3) Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ΑΠΘ, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη:
Σπουδαιολόγημα, το (ειρωνικά) λόγος σοβαροφανής για δήθεν σοβαρά θέματα, σπουδαιολογία, στη σελ. 1.239.
Σπουδαιολογώ, δίνω μεγαλύτερη σημασία από ό,τι θα έπρεπε σε πράγματα ουσιαστικά ασήμαντα, στη σελ. 1.239.
4) Σύμφωνα με το Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Ι.Δ. Σταματάκου Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου Α.Ε., Αθήνα 1949:
Σπουδάρχης, ου, ο (σπουδή + αρχή) ο σπουδαρχών, ο μετά σπουδής και διά παντός μέσου επιδιώκων να καταλάβη δημοσίαν τινά θέσιν ή αξίωμα, ο θεσιθήρας, στη σελίδα 910.
Σπουδαρχίδης,-ου, ο (σπουδάρχης) κωμικόν πατρωνυμικόν του σπουδάρχου (παρ’ Αριστοφ.) ήτοι ο υιός του επιζητούντος θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας, στη σελίδα 910.
Το γνωστό λεξικό Greek-English Lexicon, compiled by Henry George Liddell and Robert Scott, Fifth edition, Oxford At the University Press MDCCCLXI, αναφέρεται στο σπουδαρχέω και στον σπουδαρχίδη (σελ. 1.351), αλλά κάνει και αναφορά στον μισθαρχίδη (βλέπε σελ. 912), όπου εξηγεί ότι είναι αυτός που έχει γεννηθεί για να καταλαμβάνει δημόσια θέση, και ειδικά αυτός που διορίζεται από ιδιοτέλεια παρά για τα προσόντα του. Τα σχόλια για την όποια εφαρμογή αυτών των χαρακτηρισμών είναι περιττά. Ο νοών νοείτω.
* ομότιμος καθηγητής Τμήματος ΕΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών
http://www.efsyn.gr/arthro/o-spoydarhidis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ