2019-02-22 20:05:55
Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μου αρέσει πάντα, και τη θυμάμαι συχνά, η ετυμολογική πιρουέτα από την οποία προήλθε η έννοια του "διαβάζω" στα ελληνικά. Και μου αρέσει, τόσο γιατί συνδέει τη ζωή του ανθρώπου με τον θάνατο τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο γενικώς, όσο και γιατί είναι σαν να δείχνει με το δάχτυλο, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε Ανάγνωση· να το δείχνει και να το αναβιβάζει σε κάτι εξόχως σημαντικό.
Όπως και είναι, άλλωστε. Γιατί είναι. Και με το παραπάνω.
Εν πάση περιπτώσει, «διαβάζω» σημαίνει καταρχάς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα» κλπ. κλπ. Δεν σήμαινε δηλαδή επ’ ουδενί «διαβάζω λέξεις» ή «διαβάζω ένα βιβλίο» ή «διαβάζω το μάθημά μου» ή «διαβάζω ένα άρθρο στο σάιτ». Πώς λοιπόν κατέληξε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα; Κάπως έτσι:
Η παλιά ελληνική λέξη, που έχει μείνει και μέχρι σήμερα, είναι βέβαια το «αναγιγνώσκω», ανά + γιγνώσκω, δηλαδή ανά + «γνωρίζω» = αναγνωρίζω
. Ή, με άλλα λόγια: αποκρυπτογραφώ τα «σήματα», τα σημεία, τα σύμβολα των φθόγγων που βλέπω πάνω στο χαρτί — αποκρυπτογραφώ, σαν να λέμε, τις λέξεις. Ανάγνωση, παλιά, ήξεραν λίγοι — μεταξύ αυτών (και κυρίως θα λέγαμε), οι ιερείς, καθώς ήταν βασικό μέρος της δουλειάς τους, του κεντρικού ρόλου που έπαιζαν τότε στα πράγματα: οι ιερείς όφειλαν να μπορούν να κατανοούν τα ιερά κείμενα, και είτε να τα αποστηθίζουν, είτε να μπορούν να τα αναγιγνώσκουν.
Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο», το έθιμο της μετάβασης του τεθνεώτος στον «άλλο κόσμο», χρησιμοποιώντας, εκτός των ποικίλων άλλων συμβόλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, ένα ευαγγέλιο ας πούμε, ή ένα εγκόλπιο, μία σύνοψη, από την οποία ανεγίγνωσκαν τα κατάλληλα εδάφια. Το πλήρωμα που παρίστατο στη διαβατήριο αυτή τελετή ήξερε πολύ καλά πως ο παπάς —συμβολικά βέβαια— έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε ήσυχα-ήσυχα στο πορθμείο, στη βάρκα δηλαδή του Χάροντα που έπλεε στον Αχέροντα (στον όποιον Αχέροντα), και, πάντα αναγιγνώσκοντας, δηλαδή πάντα μέσω του λόγου, του ιερού Λόγου, τον βοηθούσε να περάσει «απέναντι», να πάει στον Άλλο Κόσμο — ή, με άλλα λόγια: τον διαβίβαζε. Αυτό δηλαδή που μας λέει, π.χ., ο Θουκυδίδης για τον στρατό: «Διεβίβαζον ες την νήσον τους οπλίτας». Τον «διαβίβαζε» λοιπόν τον μακαρίτη ο παπάς, ή, με απλοποίηση του ρηματικού τύπου (συχνό φαινόμενο στην ελληνική), τον «διάβαζε».
Έτσι προέκυψε η έννοια της λέξης διαβάζω όπως την ξέρουμε σήμερα, και εξ όλων αυτών βέβαια γεννήθηκε και η γνωστή έκφραση, «Πήγε αδιάβαστος».
Στο μεταξύ, όχι μόνο άλλαξε η έννοια της λέξης με τα χρόνια και έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα, αλλά συνέβη και το άλλο θαυμαστό: αντί να εξακολουθεί να σημαίνει κάτι θανατερό, κάτι πένθιμο, κάτι αντίθετο με τη ζωή, το «διαβάζω» κατέληξε να σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ τη ζωή την ίδια, όπως αυτή άλλαξε όταν «ενηλικιώθηκε» με το πέρασμα του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την εποχή της τυπογραφίας — δηλαδή την εποχή που το διάβασμα, τα βιβλία, η γνώση, η πληροφόρηση, οι επιστήμες και η αισθητική-διανοητική-ψυχική απόλαυση που αντλεί κανείς από τη λογοτεχνία, έγιναν κτήμα όλου του κόσμου, και όχι κάποιου ιερατείου ή των ολίγων.
Ας μου επιτραπεί να το επαναλάβω αυτό: αν ζούμε σε μία ορισμένη εποχή, αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο η Εποχή της Τυπογραφίας. Βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, εννοώ τη λέξη με την ευρύτερη δυνατή έννοια, προφανώς εντάσσοντας μέσα της τον «περισσότερο» όγκο γραπτού λόγου εδώ και πολλά χρόνια, που δεν είναι παρά ψηφιακός. (Γιατί είναι το ίδιο πράγμα με τον «τυπωμένο» λόγο). Μόνο τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες παρήχθησαν τόσα κείμενα όσα σε όλη την υπόλοιπη ιστορία της ανθρωπότητας επί 1010. Και μόνο φέτος θα παραχθούν όσα τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες.
Ενώ, όπως προείπαμε, εδώ μιλάμε για κάθε είδος έντυπου ή ψηφιακού λόγου, το ίδιο ισχύει, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, και για τα βιβλία. Φέτος, θα εκδοθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μερικά εκατομμύρια βιβλία σε όλο τον κόσμο. Τα πιο πολλά από αυτά, σε ψηφιακή, ηλεκτρονική μορφή: σαν e-books ή digital books: μία μεγάλη κατάκτηση, και αυτή, της ανθρωπότητας, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενώς μία άλλη φορά.
Επειδή ο υπογράφων τη στήλη σχετίζεται πολλαπλά με τα βιβλία, πρωτίστως φυσικά ως αναγνώστης, θα μονιμοποιήσουμε την Παρασκευή, εφόσον το θέλετε και εσείς, σαν Ημέρα Βιβλίου: θεωρούμε πως το διάβασμα είναι πράξη αντίστασης στην εντροπία — κάθε μορφής εντροπία: είτε της ζωής, είτε της κοινωνίας, είτε της πολιτικής. Και ότι είναι και ένα ισχυρό αντίδοτο. Αντιλαμβάνεσθε τι εννοώ… Έτσι, κάθε Παρασκευή, τακτικά και μόνιμα, σε σταθερή ελπίζουμε βάση, θα ασχολούμαστε είτε με ένα βιβλίο, είτε με έναν συγγραφέα, ή εκδότη, ή μεταφραστή.
Αυτά λοιπόν σαν εισαγωγικά. Ευχαριστούμε για τη συμπόρευση, και: Να διαβάζετε. Προσπαθήστε, όπως λέμε συχνά από τη στήλη αυτή, να κάνετε το διάβασμα μόδα.
Το διάβασμα δεν σημαίνει πια θάνατος, και τρομάζει (και νικά) εκείνους που πρέπει να τρομάξει.
via
Μου αρέσει πάντα, και τη θυμάμαι συχνά, η ετυμολογική πιρουέτα από την οποία προήλθε η έννοια του «διαβάζω» στα ελληνικά. Και μου αρέσει, τόσο γιατί συνδέει τη ζωή του ανθρώπου με τον θάνατο —τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο γενικώς—, όσο και γιατί είναι σαν να δείχνει με το δάχτυλο, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε Ανάγνωση· να το δείχνει και να το αναβιβάζει σε κάτι εξόχως σημαντικό. Όπως και είναι, άλλωστε. Γιατί είναι. Και με το παραπάνω. Εν πάση περιπτώσει, «διαβάζω» σημαίνει καταρχάς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα» κλπ. κλπ. Δεν σήμαινε δηλαδή επ’ ουδενί «διαβάζω λέξεις» ή «διαβάζω ένα βιβλίο» ή «διαβάζω το μάθημά μου» ή «διαβάζω ένα άρθρο στο σάιτ». Πώς λοιπόν κατέληξε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα; Κάπως έτσι: Η παλιά ελληνική λέξη, που έχει μείνει και μέχρι σήμερα, είναι βέβαια το «αναγιγνώσκω», ανά + γιγνώσκω, δηλαδή ανά + «γνωρίζω» = αναγνωρίζω. Ή, με άλλα λόγια: αποκρυπτογραφώ τα «σήματα», τα σημεία, τα σύμβολα των φθόγγων που βλέπω πάνω στο χαρτί — αποκρυπτογραφώ, σαν να λέμε, τις λέξεις. Ανάγνωση, παλιά, ήξεραν λίγοι — μεταξύ αυτών (και κυρίως θα λέγαμε), οι ιερείς, καθώς ήταν βασικό μέρος της δουλειάς τους, του κεντρικού ρόλου που έπαιζαν τότε στα πράγματα: οι ιερείς όφειλαν να μπορούν να κατανοούν τα ιερά κείμενα, και είτε να τα αποστηθίζουν, είτε να μπορούν να τα αναγιγνώσκουν. Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο», το έθιμο της μετάβασης του τεθνεώτος στον «άλλο κόσμο», χρησιμοποιώντας, εκτός των ποικίλων άλλων συμβόλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, ένα ευαγγέλιο ας πούμε, ή ένα εγκόλπιο, μία σύνοψη, από την οποία ανεγίγνωσκαν τα κατάλληλα εδάφια. Το πλήρωμα που παρίστατο στη διαβατήριο αυτή τελετή ήξερε πολύ καλά πως ο παπάς —συμβολικά βέβαια— έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε ήσυχα-ήσυχα στο πορθμείο, στη βάρκα δηλαδή του Χάροντα που έπλεε στον Αχέροντα (στον όποιον Αχέροντα), και, πάντα αναγιγνώσκοντας, δηλαδή πάντα μέσω του λόγου, του ιερού Λόγου, τον βοηθούσε να περάσει «απέναντι», να πάει στον Άλλο Κόσμο — ή, με άλλα λόγια: τον διαβίβαζε. Αυτό δηλαδή που μας λέει, π.χ., ο Θουκυδίδης για τον στρατό: «Διεβίβαζον ες την νήσον τους οπλίτας». Τον «διαβίβαζε» λοιπόν τον μακαρίτη ο παπάς, ή, με απλοποίηση του ρηματικού τύπου (συχνό φαινόμενο στην ελληνική), τον «διάβαζε». Έτσι προέκυψε η έννοια της λέξης διαβάζω όπως την ξέρουμε σήμερα, και εξ όλων αυτών βέβαια γεννήθηκε και η γνωστή έκφραση, «Πήγε αδιάβαστος». Στο μεταξύ, όχι μόνο άλλαξε η έννοια της λέξης με τα χρόνια και έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα, αλλά συνέβη και το άλλο θαυμαστό: αντί να εξακολουθεί να σημαίνει κάτι θανατερό, κάτι πένθιμο, κάτι αντίθετο με τη ζωή, το «διαβάζω» κατέληξε να σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ τη ζωή την ίδια, όπως αυτή άλλαξε όταν «ενηλικιώθηκε» με το πέρασμα του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την εποχή της τυπογραφίας — δηλαδή την εποχή που το διάβασμα, τα βιβλία, η γνώση, η πληροφόρηση, οι επιστήμες και η αισθητική-διανοητική-ψυχική απόλαυση που αντλεί κανείς από τη λογοτεχνία, έγιναν κτήμα όλου του κόσμου, και όχι κάποιου ιερατείου ή των ολίγων.
Αντικλείδι, Το διάβασμα σαν αντίδοτο στον θάνατο
Μου αρέσει πάντα, και τη θυμάμαι συχνά, η ετυμολογική πιρουέτα από την οποία προήλθε η έννοια του «διαβάζω» στα ελληνικά. Και μου αρέσει, τόσο γιατί συνδέει τη ζωή του ανθρώπου με τον θάνατο —τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο γενικώς—, όσο και γιατί είναι σαν να δείχνει με το δάχτυλο, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε Ανάγνωση· να το δείχνει και να το αναβιβάζει σε κάτι εξόχως σημαντικό. Όπως και είναι, άλλωστε. Γιατί είναι. Και με το παραπάνω. Εν πάση περιπτώσει, «διαβάζω» σημαίνει καταρχάς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα» κλπ. κλπ. Δεν σήμαινε δηλαδή επ’ ουδενί «διαβάζω λέξεις» ή «διαβάζω ένα βιβλίο» ή «διαβάζω το μάθημά μου» ή «διαβάζω ένα άρθρο στο σάιτ». Πώς λοιπόν κατέληξε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα; Κάπως έτσι: Η παλιά ελληνική λέξη, που έχει μείνει και μέχρι σήμερα, είναι βέβαια το «αναγιγνώσκω», ανά + γιγνώσκω, δηλαδή ανά + «γνωρίζω» = αναγνωρίζω. Ή, με άλλα λόγια: αποκρυπτογραφώ τα «σήματα», τα σημεία, τα σύμβολα των φθόγγων που βλέπω πάνω στο χαρτί — αποκρυπτογραφώ, σαν να λέμε, τις λέξεις. Ανάγνωση, παλιά, ήξεραν λίγοι — μεταξύ αυτών (και κυρίως θα λέγαμε), οι ιερείς, καθώς ήταν βασικό μέρος της δουλειάς τους, του κεντρικού ρόλου που έπαιζαν τότε στα πράγματα: οι ιερείς όφειλαν να μπορούν να κατανοούν τα ιερά κείμενα, και είτε να τα αποστηθίζουν, είτε να μπορούν να τα αναγιγνώσκουν. Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο», το έθιμο της μετάβασης του τεθνεώτος στον «άλλο κόσμο», χρησιμοποιώντας, εκτός των ποικίλων άλλων συμβόλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, ένα ευαγγέλιο ας πούμε, ή ένα εγκόλπιο, μία σύνοψη, από την οποία ανεγίγνωσκαν τα κατάλληλα εδάφια. Το πλήρωμα που παρίστατο στη διαβατήριο αυτή τελετή ήξερε πολύ καλά πως ο παπάς —συμβολικά βέβαια— έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε ήσυχα-ήσυχα στο πορθμείο, στη βάρκα δηλαδή του Χάροντα που έπλεε στον Αχέροντα (στον όποιον Αχέροντα), και, πάντα αναγιγνώσκοντας, δηλαδή πάντα μέσω του λόγου, του ιερού Λόγου, τον βοηθούσε να περάσει «απέναντι», να πάει στον Άλλο Κόσμο — ή, με άλλα λόγια: τον διαβίβαζε. Αυτό δηλαδή που μας λέει, π.χ., ο Θουκυδίδης για τον στρατό: «Διεβίβαζον ες την νήσον τους οπλίτας». Τον «διαβίβαζε» λοιπόν τον μακαρίτη ο παπάς, ή, με απλοποίηση του ρηματικού τύπου (συχνό φαινόμενο στην ελληνική), τον «διάβαζε». Έτσι προέκυψε η έννοια της λέξης διαβάζω όπως την ξέρουμε σήμερα, και εξ όλων αυτών βέβαια γεννήθηκε και η γνωστή έκφραση, «Πήγε αδιάβαστος». Στο μεταξύ, όχι μόνο άλλαξε η έννοια της λέξης με τα χρόνια και έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα, αλλά συνέβη και το άλλο θαυμαστό: αντί να εξακολουθεί να σημαίνει κάτι θανατερό, κάτι πένθιμο, κάτι αντίθετο με τη ζωή, το «διαβάζω» κατέληξε να σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ τη ζωή την ίδια, όπως αυτή άλλαξε όταν «ενηλικιώθηκε» με το πέρασμα του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την εποχή της τυπογραφίας — δηλαδή την εποχή που το διάβασμα, τα βιβλία, η γνώση, η πληροφόρηση, οι επιστήμες και η αισθητική-διανοητική-ψυχική απόλαυση που αντλεί κανείς από τη λογοτεχνία, έγιναν κτήμα όλου του κόσμου, και όχι κάποιου ιερατείου ή των ολίγων.
Αντικλείδι, Το διάβασμα σαν αντίδοτο στον θάνατο
olalathos
Μου αρέσει πάντα, και τη θυμάμαι συχνά, η ετυμολογική πιρουέτα από την οποία προήλθε η έννοια του "διαβάζω" στα ελληνικά. Και μου αρέσει, τόσο γιατί συνδέει τη ζωή του ανθρώπου με τον θάνατο τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο γενικώς, όσο και γιατί είναι σαν να δείχνει με το δάχτυλο, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε Ανάγνωση· να το δείχνει και να το αναβιβάζει σε κάτι εξόχως σημαντικό.
Όπως και είναι, άλλωστε. Γιατί είναι. Και με το παραπάνω.
Εν πάση περιπτώσει, «διαβάζω» σημαίνει καταρχάς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα» κλπ. κλπ. Δεν σήμαινε δηλαδή επ’ ουδενί «διαβάζω λέξεις» ή «διαβάζω ένα βιβλίο» ή «διαβάζω το μάθημά μου» ή «διαβάζω ένα άρθρο στο σάιτ». Πώς λοιπόν κατέληξε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα; Κάπως έτσι:
Η παλιά ελληνική λέξη, που έχει μείνει και μέχρι σήμερα, είναι βέβαια το «αναγιγνώσκω», ανά + γιγνώσκω, δηλαδή ανά + «γνωρίζω» = αναγνωρίζω
Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο», το έθιμο της μετάβασης του τεθνεώτος στον «άλλο κόσμο», χρησιμοποιώντας, εκτός των ποικίλων άλλων συμβόλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, ένα ευαγγέλιο ας πούμε, ή ένα εγκόλπιο, μία σύνοψη, από την οποία ανεγίγνωσκαν τα κατάλληλα εδάφια. Το πλήρωμα που παρίστατο στη διαβατήριο αυτή τελετή ήξερε πολύ καλά πως ο παπάς —συμβολικά βέβαια— έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε ήσυχα-ήσυχα στο πορθμείο, στη βάρκα δηλαδή του Χάροντα που έπλεε στον Αχέροντα (στον όποιον Αχέροντα), και, πάντα αναγιγνώσκοντας, δηλαδή πάντα μέσω του λόγου, του ιερού Λόγου, τον βοηθούσε να περάσει «απέναντι», να πάει στον Άλλο Κόσμο — ή, με άλλα λόγια: τον διαβίβαζε. Αυτό δηλαδή που μας λέει, π.χ., ο Θουκυδίδης για τον στρατό: «Διεβίβαζον ες την νήσον τους οπλίτας». Τον «διαβίβαζε» λοιπόν τον μακαρίτη ο παπάς, ή, με απλοποίηση του ρηματικού τύπου (συχνό φαινόμενο στην ελληνική), τον «διάβαζε».
Έτσι προέκυψε η έννοια της λέξης διαβάζω όπως την ξέρουμε σήμερα, και εξ όλων αυτών βέβαια γεννήθηκε και η γνωστή έκφραση, «Πήγε αδιάβαστος».
Στο μεταξύ, όχι μόνο άλλαξε η έννοια της λέξης με τα χρόνια και έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα, αλλά συνέβη και το άλλο θαυμαστό: αντί να εξακολουθεί να σημαίνει κάτι θανατερό, κάτι πένθιμο, κάτι αντίθετο με τη ζωή, το «διαβάζω» κατέληξε να σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ τη ζωή την ίδια, όπως αυτή άλλαξε όταν «ενηλικιώθηκε» με το πέρασμα του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την εποχή της τυπογραφίας — δηλαδή την εποχή που το διάβασμα, τα βιβλία, η γνώση, η πληροφόρηση, οι επιστήμες και η αισθητική-διανοητική-ψυχική απόλαυση που αντλεί κανείς από τη λογοτεχνία, έγιναν κτήμα όλου του κόσμου, και όχι κάποιου ιερατείου ή των ολίγων.
Ας μου επιτραπεί να το επαναλάβω αυτό: αν ζούμε σε μία ορισμένη εποχή, αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο η Εποχή της Τυπογραφίας. Βέβαια, όπως καταλαβαίνετε, εννοώ τη λέξη με την ευρύτερη δυνατή έννοια, προφανώς εντάσσοντας μέσα της τον «περισσότερο» όγκο γραπτού λόγου εδώ και πολλά χρόνια, που δεν είναι παρά ψηφιακός. (Γιατί είναι το ίδιο πράγμα με τον «τυπωμένο» λόγο). Μόνο τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες παρήχθησαν τόσα κείμενα όσα σε όλη την υπόλοιπη ιστορία της ανθρωπότητας επί 1010. Και μόνο φέτος θα παραχθούν όσα τις τελευταίες δυο-τρεις δεκαετίες.
Ενώ, όπως προείπαμε, εδώ μιλάμε για κάθε είδος έντυπου ή ψηφιακού λόγου, το ίδιο ισχύει, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, και για τα βιβλία. Φέτος, θα εκδοθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μερικά εκατομμύρια βιβλία σε όλο τον κόσμο. Τα πιο πολλά από αυτά, σε ψηφιακή, ηλεκτρονική μορφή: σαν e-books ή digital books: μία μεγάλη κατάκτηση, και αυτή, της ανθρωπότητας, για την οποία θα μιλήσουμε εκτενώς μία άλλη φορά.
Επειδή ο υπογράφων τη στήλη σχετίζεται πολλαπλά με τα βιβλία, πρωτίστως φυσικά ως αναγνώστης, θα μονιμοποιήσουμε την Παρασκευή, εφόσον το θέλετε και εσείς, σαν Ημέρα Βιβλίου: θεωρούμε πως το διάβασμα είναι πράξη αντίστασης στην εντροπία — κάθε μορφής εντροπία: είτε της ζωής, είτε της κοινωνίας, είτε της πολιτικής. Και ότι είναι και ένα ισχυρό αντίδοτο. Αντιλαμβάνεσθε τι εννοώ… Έτσι, κάθε Παρασκευή, τακτικά και μόνιμα, σε σταθερή ελπίζουμε βάση, θα ασχολούμαστε είτε με ένα βιβλίο, είτε με έναν συγγραφέα, ή εκδότη, ή μεταφραστή.
Αυτά λοιπόν σαν εισαγωγικά. Ευχαριστούμε για τη συμπόρευση, και: Να διαβάζετε. Προσπαθήστε, όπως λέμε συχνά από τη στήλη αυτή, να κάνετε το διάβασμα μόδα.
Το διάβασμα δεν σημαίνει πια θάνατος, και τρομάζει (και νικά) εκείνους που πρέπει να τρομάξει.
via
Μου αρέσει πάντα, και τη θυμάμαι συχνά, η ετυμολογική πιρουέτα από την οποία προήλθε η έννοια του «διαβάζω» στα ελληνικά. Και μου αρέσει, τόσο γιατί συνδέει τη ζωή του ανθρώπου με τον θάνατο —τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο γενικώς—, όσο και γιατί είναι σαν να δείχνει με το δάχτυλο, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε Ανάγνωση· να το δείχνει και να το αναβιβάζει σε κάτι εξόχως σημαντικό. Όπως και είναι, άλλωστε. Γιατί είναι. Και με το παραπάνω. Εν πάση περιπτώσει, «διαβάζω» σημαίνει καταρχάς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα» κλπ. κλπ. Δεν σήμαινε δηλαδή επ’ ουδενί «διαβάζω λέξεις» ή «διαβάζω ένα βιβλίο» ή «διαβάζω το μάθημά μου» ή «διαβάζω ένα άρθρο στο σάιτ». Πώς λοιπόν κατέληξε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα; Κάπως έτσι: Η παλιά ελληνική λέξη, που έχει μείνει και μέχρι σήμερα, είναι βέβαια το «αναγιγνώσκω», ανά + γιγνώσκω, δηλαδή ανά + «γνωρίζω» = αναγνωρίζω. Ή, με άλλα λόγια: αποκρυπτογραφώ τα «σήματα», τα σημεία, τα σύμβολα των φθόγγων που βλέπω πάνω στο χαρτί — αποκρυπτογραφώ, σαν να λέμε, τις λέξεις. Ανάγνωση, παλιά, ήξεραν λίγοι — μεταξύ αυτών (και κυρίως θα λέγαμε), οι ιερείς, καθώς ήταν βασικό μέρος της δουλειάς τους, του κεντρικού ρόλου που έπαιζαν τότε στα πράγματα: οι ιερείς όφειλαν να μπορούν να κατανοούν τα ιερά κείμενα, και είτε να τα αποστηθίζουν, είτε να μπορούν να τα αναγιγνώσκουν. Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο», το έθιμο της μετάβασης του τεθνεώτος στον «άλλο κόσμο», χρησιμοποιώντας, εκτός των ποικίλων άλλων συμβόλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, ένα ευαγγέλιο ας πούμε, ή ένα εγκόλπιο, μία σύνοψη, από την οποία ανεγίγνωσκαν τα κατάλληλα εδάφια. Το πλήρωμα που παρίστατο στη διαβατήριο αυτή τελετή ήξερε πολύ καλά πως ο παπάς —συμβολικά βέβαια— έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε ήσυχα-ήσυχα στο πορθμείο, στη βάρκα δηλαδή του Χάροντα που έπλεε στον Αχέροντα (στον όποιον Αχέροντα), και, πάντα αναγιγνώσκοντας, δηλαδή πάντα μέσω του λόγου, του ιερού Λόγου, τον βοηθούσε να περάσει «απέναντι», να πάει στον Άλλο Κόσμο — ή, με άλλα λόγια: τον διαβίβαζε. Αυτό δηλαδή που μας λέει, π.χ., ο Θουκυδίδης για τον στρατό: «Διεβίβαζον ες την νήσον τους οπλίτας». Τον «διαβίβαζε» λοιπόν τον μακαρίτη ο παπάς, ή, με απλοποίηση του ρηματικού τύπου (συχνό φαινόμενο στην ελληνική), τον «διάβαζε». Έτσι προέκυψε η έννοια της λέξης διαβάζω όπως την ξέρουμε σήμερα, και εξ όλων αυτών βέβαια γεννήθηκε και η γνωστή έκφραση, «Πήγε αδιάβαστος». Στο μεταξύ, όχι μόνο άλλαξε η έννοια της λέξης με τα χρόνια και έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα, αλλά συνέβη και το άλλο θαυμαστό: αντί να εξακολουθεί να σημαίνει κάτι θανατερό, κάτι πένθιμο, κάτι αντίθετο με τη ζωή, το «διαβάζω» κατέληξε να σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ τη ζωή την ίδια, όπως αυτή άλλαξε όταν «ενηλικιώθηκε» με το πέρασμα του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την εποχή της τυπογραφίας — δηλαδή την εποχή που το διάβασμα, τα βιβλία, η γνώση, η πληροφόρηση, οι επιστήμες και η αισθητική-διανοητική-ψυχική απόλαυση που αντλεί κανείς από τη λογοτεχνία, έγιναν κτήμα όλου του κόσμου, και όχι κάποιου ιερατείου ή των ολίγων.
Αντικλείδι, Το διάβασμα σαν αντίδοτο στον θάνατο
Μου αρέσει πάντα, και τη θυμάμαι συχνά, η ετυμολογική πιρουέτα από την οποία προήλθε η έννοια του «διαβάζω» στα ελληνικά. Και μου αρέσει, τόσο γιατί συνδέει τη ζωή του ανθρώπου με τον θάνατο —τον θάνατό του, αλλά και τον θάνατο γενικώς—, όσο και γιατί είναι σαν να δείχνει με το δάχτυλο, κατά κάποιον τρόπο, αυτό που λέμε Ανάγνωση· να το δείχνει και να το αναβιβάζει σε κάτι εξόχως σημαντικό. Όπως και είναι, άλλωστε. Γιατί είναι. Και με το παραπάνω. Εν πάση περιπτώσει, «διαβάζω» σημαίνει καταρχάς «περνώ»: «Χρόνους πολλούς εδιάβασα μακρι’ απ’ την πατρίδα» κλπ. κλπ. Δεν σήμαινε δηλαδή επ’ ουδενί «διαβάζω λέξεις» ή «διαβάζω ένα βιβλίο» ή «διαβάζω το μάθημά μου» ή «διαβάζω ένα άρθρο στο σάιτ». Πώς λοιπόν κατέληξε να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα; Κάπως έτσι: Η παλιά ελληνική λέξη, που έχει μείνει και μέχρι σήμερα, είναι βέβαια το «αναγιγνώσκω», ανά + γιγνώσκω, δηλαδή ανά + «γνωρίζω» = αναγνωρίζω. Ή, με άλλα λόγια: αποκρυπτογραφώ τα «σήματα», τα σημεία, τα σύμβολα των φθόγγων που βλέπω πάνω στο χαρτί — αποκρυπτογραφώ, σαν να λέμε, τις λέξεις. Ανάγνωση, παλιά, ήξεραν λίγοι — μεταξύ αυτών (και κυρίως θα λέγαμε), οι ιερείς, καθώς ήταν βασικό μέρος της δουλειάς τους, του κεντρικού ρόλου που έπαιζαν τότε στα πράγματα: οι ιερείς όφειλαν να μπορούν να κατανοούν τα ιερά κείμενα, και είτε να τα αποστηθίζουν, είτε να μπορούν να τα αναγιγνώσκουν. Στις κηδείες, λοιπόν, οι ιερείς τελούσαν το «διαβατήριο έθιμο», το έθιμο της μετάβασης του τεθνεώτος στον «άλλο κόσμο», χρησιμοποιώντας, εκτός των ποικίλων άλλων συμβόλων, και ένα Ιερό Βιβλίο, ένα ευαγγέλιο ας πούμε, ή ένα εγκόλπιο, μία σύνοψη, από την οποία ανεγίγνωσκαν τα κατάλληλα εδάφια. Το πλήρωμα που παρίστατο στη διαβατήριο αυτή τελετή ήξερε πολύ καλά πως ο παπάς —συμβολικά βέβαια— έπαιζε, τρόπον τινά, ρόλο περαματάρη: έπαιρνε τον νεκρό από το χέρι, τον επιβίβαζε ήσυχα-ήσυχα στο πορθμείο, στη βάρκα δηλαδή του Χάροντα που έπλεε στον Αχέροντα (στον όποιον Αχέροντα), και, πάντα αναγιγνώσκοντας, δηλαδή πάντα μέσω του λόγου, του ιερού Λόγου, τον βοηθούσε να περάσει «απέναντι», να πάει στον Άλλο Κόσμο — ή, με άλλα λόγια: τον διαβίβαζε. Αυτό δηλαδή που μας λέει, π.χ., ο Θουκυδίδης για τον στρατό: «Διεβίβαζον ες την νήσον τους οπλίτας». Τον «διαβίβαζε» λοιπόν τον μακαρίτη ο παπάς, ή, με απλοποίηση του ρηματικού τύπου (συχνό φαινόμενο στην ελληνική), τον «διάβαζε». Έτσι προέκυψε η έννοια της λέξης διαβάζω όπως την ξέρουμε σήμερα, και εξ όλων αυτών βέβαια γεννήθηκε και η γνωστή έκφραση, «Πήγε αδιάβαστος». Στο μεταξύ, όχι μόνο άλλαξε η έννοια της λέξης με τα χρόνια και έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε σήμερα, αλλά συνέβη και το άλλο θαυμαστό: αντί να εξακολουθεί να σημαίνει κάτι θανατερό, κάτι πένθιμο, κάτι αντίθετο με τη ζωή, το «διαβάζω» κατέληξε να σημαίνει ΑΚΡΙΒΩΣ τη ζωή την ίδια, όπως αυτή άλλαξε όταν «ενηλικιώθηκε» με το πέρασμα του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή την εποχή της τυπογραφίας — δηλαδή την εποχή που το διάβασμα, τα βιβλία, η γνώση, η πληροφόρηση, οι επιστήμες και η αισθητική-διανοητική-ψυχική απόλαυση που αντλεί κανείς από τη λογοτεχνία, έγιναν κτήμα όλου του κόσμου, και όχι κάποιου ιερατείου ή των ολίγων.
Αντικλείδι, Το διάβασμα σαν αντίδοτο στον θάνατο
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ