2019-02-23 18:27:32
«Θα έφευγε ένας φίλος μου για φαντάρος και έκανε πάρτι. Μια άλλη κοπέλα από την παρέα έλεγε πως αν είναι 13 τα άτομα να μη γίνει το πάρτι γιατί είναι γρουσουζιά… Ήμασταν 13 άτομα εκείνο το
βράδυ. Πίναμε σταυρωτά με τον φίλο μου άσπρο πάτο τις μπύρες… Και όταν ακουμπούσαμε το δάκτυλο στο τραπέζι, σήμαινε πως έπρεπε να πιούμε για τον φαντάρο… Πίναμε όλο το βράδυ και γελούσαμε… Δεν περίμενε κανείς αυτό το τέλος. Έφυγα με μια κοπέλα, αυτήν που σκότωσα… Με τα πόδια γυρίσαμε σπίτι, γιατί ήταν κοντά… Δεν θυμάμαι από κει και έπειτα τίποτα, κενό, σκοτάδι… Ήμουν μεθυσμένος… Ξύπνησα στα κρατητήρια να κλαίω και να χτυπιέμαι… Δεν θυμάμαι τίποτα… Τώρα; Τελείωσε η ζωή μου… Δεν λέω, θα πληρώσω. Απλά ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία… Μια δεύτερη ευκαιρία, όταν βγω από δω… να ζήσω ήρεμα και μακριά από όλους…»
Από τις Βιοαφηγήσεις του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Νέων Αυλώνα, το έτος 2003, στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής έρευνας της Δρ Εγκληματολογίας Παντείου Παν/μίου, Καθηγήτριας της Σχολής Αστυνομίας, κυρίας Δέσποινας Σβουρδάκου, υπό την εποπτεία του Ομ
. Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά, παρουσιάζεται ακολούθως η συγκλονιστική βιοαφήγηση ενός έγκλειστου νεαρού, καταδικασμένου σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Μαχαίρωσε μια κοπέλα και στη συνέχεια την τεμάχισε.
Επισημαίνω ότι πρόκειται για ένα από τα πιο σκληρά και δύσκολα στην προσέγγισή τους θέματα από το πολύτιμο υλικό του Καθηγητή (στο πλαίσιο της συνεργασίας και δράσης μας για την παρουσίαση και ανάλυση σοβαρών και πολυσύνθετων εγκληματολογικών ζητημάτων στα ΜΜΕ) που παρουσιάζουμε στο ευρύ κοινό. Με προβληματίζει εντόνως το πώς ένας νεαρός μπορεί να φτάσει στο ακραίο σημείο να τεμαχίσει μια κοπέλα, απαξιώνοντας με αυτό τον τρόπο την ανθρώπινη ζωή. Το ερώτημα που, αναμφίβολα, προκύπτει εδώ είναι εάν μπορεί η κοινωνία να δώσει «δεύτερη ευκαιρία» σε δράστες τόσο ειδεχθών εγκλημάτων, όπου η άσκηση βίας είναι εκτεταμένη και αποκαλύπτει κρίσιμα στοιχεία για το ψυχο-εγκληματικό προφίλ του ατόμου. Ένα ερώτημα που, κατά την άποψή μου, δεν θα απαντηθεί ποτέ κατηγορηματικά. Από την άλλη το στοιχείο που κρίνω αναγκαίο να αναδείξουμε είναι ότι ακόμα και σε αυτή την ακραία περίπτωση, ενδεχομένως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά εάν υπήρχε έγκαιρη παρέμβαση και μια ολοκληρωμένη κοινωνική πρόληψη. Επομένως, στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, όπου το έγκλημα λαμβάνει πιο σκληρές διαστάσεις σε διεθνές επίπεδο και οι κοινωνίες υφίστανται ισχυρούς κλυδωνισμούς στις δομές τους, το καίριο ερώτημα αφορά τα θεμέλια που θέτει η Πολιτεία για την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας. Ακολουθεί η βιοαφήγηση και θα ολοκληρώσουμε με τα τελικά συμπεράσματά μας.
Ο (…) δουλεύει (αναφορά στη δουλειά του, στο κατάστημα κράτησης), είναι πάντα απασχολημένος και τόσο καιρό που τον βλέπω, περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι, τα μάτια στο έδαφος και δεν μιλάει. Περιφέρεται αθόρυβα και το βλέμμα του είναι ανέκφραστο, κενό…όχι όμως ψυχρό.
«Ζούμε (αναφορά στον τόπο του). Ο μπαμπάς μου είναι (αναφορά στο επάγγελμα). Η μαμά στο σπίτι για να μεγαλώσει τα (αναφορά στον αριθμό) παιδιά και να εξυπηρετεί τον παππού και τη γιαγιά. Η ζωή δύσκολη, φτώχεια και πολλή κούραση. Τα χωράφια θέλουν χέρια και να δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ και να σηκώνεσαι τα ξημερώματα για να ξαναπάς δουλειά. Έτσι από τα 7 μου πήγαινα στα χωράφια και βοηθούσα τον πατέρα μου, που δεν είχε την άνεση να πάρει εργάτες και μάλιστα όταν τα χωράφια δεν έδιναν λεφτά, δούλευε σε (…). Έκανε τα πάντα για να μας μεγαλώσει. Είναι λίγο αυστηρός αλλά ‘ντάξει, τον αφήνουμε και του περνάει. Δεν έχω παίξει σαν παιδί, δεν είχα την ανεμελιά και τα υλικά αγαθά που έχουν άλλα παιδιά σε αυτήν ηλικία. Μόνο γκρίνια, τσακωμοί και στεναχώριες. Η γιαγιά, η μητέρα του πατέρα μου, δεν θέλει τη μητέρα μου, αν και αυτή έκανε το προξενιό. Η μαμά μου η κακομοίρα δε μιλάει, προσπαθεί να μη δίνει σημασία, αλλά η γιαγιά εκεί… να χωθεί, να της τη μπει, να δημιουργήσει πρόβλημα. Τη ζηλεύει και θέλει τη διώξει, να την βγάλει από τη μέσα. Ο παππούς τής «τη λέει», αλλά αυτή δεν παίρνει από λόγια. Η μαμά μου αρρώστησε (αναφορά στην ασθένεια) από τη στεναχώρια της, […]… άστα, πίκρα. Στο δημοτικό δεν τα πήγαινα καλά. Γενικά το σχολείο δεν το πήρα με καλό μάτι, γιατί ήμασταν 10 παιδιά όλες οι τάξεις μαζί. Δεν είχε τη δική του τάξη, δεν μας ξεχώριζαν γιατί δεν υπήρχε χώρος ειδικός στο χωριό και δάσκαλοι δεν υπήρχαν. Μου την έδινε. Στο γυμνάσιο ήταν καλύτερα. Όμως και πάλι δεν τα πήγα καλά. Σε κάποια φάση έμεινα και πήγα τεχνικό λύκειο. Καλύτερα έτσι, αφού δεν τα ήθελα τα γράμματα, δεν είχα όρεξη. Έβγαινα με τους φίλους μου βόλτες και προσπαθούσα να ξεχάσω τα προβλήματα του σπιτιού. Άρχισα να καπνίζω στα 11 και να πίνω αλκοόλ. Μπύρες, ουίσκι και πολλές βόλτες στο χωριό με άλλους στην ίδια ηλικία, αλλά και μεγαλύτερους. Η πρώτη μου σχέση στα 14. Λίγο μεγαλύτερη η κοπελιά. Μεγάλος έρωτας. Όμως μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, έκανε τους γονείς της να μην με θέλουν…τι να κάνω; Να παντρευτώ από τα 16; Βλεπόμασταν κρυφά μέχρι που έγινε αυτό…πώς…πώς;;; Δεν έχω καταλάβει τι έχω κάνει (κουνάει συνέχεια νευρικά το πόδι του και καπνίζει συνέχεια…).
Για πες μου πώς περνούσες … Κοπάνες πολλές από το σχολείο, γιατί δεν γουστάραμε και οι καθηγητές ήταν αλλού, δεν μας καταλάβαιναν, μας μάλωναν και το παιδί δεν γίνεται καλύτερο με τις αποβολές, έτσι τον κομπλάρεις και είναι σαν να τον σταματάς εσύ από το σχολείο. Εμένα με κόντραρε μία καθηγήτρια χωρίς λόγο. Με ανέβαζε στον πίνακα και με έκανε ρεζίλι, με μάλωνε και με έκανε να νιώθω άσχημα. Αυταρχική και μακριά από εμάς. Το πήρα στραβά. Την κοπανούσα, καβαλούσα το μηχανάκι που είχα και την έκανα για να βρω τους φίλους μου. Οι γονείς μου ήξεραν για το μηχανάκι, αυτοί μου το πήραν γιατί πήγαινα και στα χωράφια με αυτό και πηγαινοέφερνα και άλλους που δούλευαν στα χωράφια. Ένα φεγγάρι δούλευα σε κάτι μπουζούκια στο χωριό. Σκούπιζα την πίστα από τα γαρύφαλλα, πήγαινα τα ποτά, τι να κάνω; Να βγάλω λεφτά για να έχω, δεν μπορούσα να ζητάω από τους γονείς μου που δεν είχαν. Η μητέρα μου με ρωτούσε αν έχω, είναι κοντά μου, με αγαπάει, έχω νιώσει αγάπη και στοργή από αυτή… και δω μέσα με στηρίζει, μαζί με (αναφορά στα αδέλφια του). Τον χειμώνα σχολείο και δουλειά και το καλοκαίρι δουλειά από το πρωί ως την άλλη μέρα. Σε κάποια φάση δούλευα (αναφορά στη δουλειά του), ότι κάνω και δω μέσα.
Η ζωή μέσα στη φυλακή
Εδώ δεν δίνω δικαιώματα σε κανένα δεν μιλάω, σκύβω το κεφάλι και κοιτάω τη δουλειά μου κα πώς θα περάσει ο καιρός, που δεν περνάει η ισόβια ποινή… Και του έλεγα του δικηγόρου μου: Πες μου! Ξέρω ότι αυτό που έκανα θα είναι τουλάχιστον ισόβια, αυτός δεν το παραδεχόταν. (…) ευρώ του έδωσα και τι έγινε; Ισόβια και ενάμιση χρόνο. Το περίμενα δεν παραπονούμαι, έκανα έγκλημα, φόνο και θα πληρώσω… Δεν παραπονούμαι για τη φυλακή… Ήρθαν στο δικαστήριο και οι κάμερες, αυτό με πείραξε, (αναφορά σε συγκεκριμένο τηλεοπτικό σταθμό)… άστα, ήθελα να μην υπάρχω, να ανοίξει η γη να με καταπιεί…Όταν πήγαμε στην αστυνομία να καταθέσουμε, εγώ έκλαιγα συνέχεια… Οι φίλοι μου έλεγαν να σταματήσω γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να το έχω κάνει εγώ….να έχω σκοτώσει την κοπέλα… Είχα πιει… βασικά ρε παιδί μου, θα έφευγε ένας φίλος μου για φαντάρος και έκανε πάρτι. Μια άλλη κοπέλα από την παρέα έλεγε πως αν είναι 13 τα άτομα να μη γίνει το πάρτι γιατί είναι γρουσουζιά… Ήμασταν 13 άτομα εκείνο το βράδυ. Πίναμε σταυρωτά με τον φίλο μου άσπρο πάτο τις μπύρες… Και όταν ακουμπούσαμε το δάκτυλο στο τραπέζι, σήμαινε πως έπρεπε να πιούμε για τον φαντάρο… Πίναμε όλο το βράδυ και γελούσαμε… Δεν περίμενε κανείς αυτό το τέλος. Έφυγα με μια κοπέλα, αυτήν που σκότωσα… Με τα πόδια γυρίσαμε σπίτι, γιατί ήταν κοντά… Δεν θυμάμαι από κει και έπειτα τίποτα, κενό, σκοτάδι… Ήμουν μεθυσμένος… Ξύπνησα στα κρατητήρια να κλαίω και να χτυπιέμαι… Δεν θυμάμαι τίποτα… Τώρα; Τελείωσε η ζωή μου… Δεν λέω, θα πληρώσω, Απλά ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία… Μια δεύτερη ευκαιρία, όταν βγω από δω, να ζήσω ήρεμα και μακριά από όλους… Ο μπαμπάς μου από τους πολλούς τσακωμούς και την κακία της γιαγιάς, μια μέρα, εκεί που τσακωνόντουσαν… ξέφυγε. Του έσπασαν τα νεύρα. Πήγε σε ψυχιατρείο (αναφορά στον τόπο) για ένα χρονικό διάστημα και μετά γύρισε καλύτερα… Αλλά και πάλι η γιαγιά εκεί, συνέχιζε τα δικά της… Με ρωτούσαν στο χωριό: ο μπαμπάς σου πού είναι; Απαντούσα ότι είναι (αναφορά σε τόπο) για δουλειές και αυτοί μου απαντούσαν: όχι, στο ψυχιατρείο είναι γιατί τρελάθηκε και το ξέρεις – ποια δουλειά; Με ψυχοφάρμακα είναι. Φυσικά εγώ το ήξερα, γιατί πηγαίναμε και τον βλέπαμε, αλλά τι κακία έχει ο κόσμος! Να σου δώσει μια, να πας πιο κάτω… Γι’ αυτό κι ’γω, θέλω να φύγω, όταν τελειώσουν όλα κα φύγω από δω μέσα… Τώρα βέβαια συνήθισα, όμως στην αρχή είναι άσχημα. Σε στριμώχνουν, να σε συνθλίψουν, να σε βλάψουν έτσι, χωρίς λόγο. Τώρα είναι πιο ήσυχα. Εγώ μένω με ένα μαγκάκι, καλό παιδί, που είναι μέσα για ναρκωτικά, ληστείες και άλλα… Όμως με προστατεύει, όταν πάνε να με πειράξουν μπαίνει μπροστά και τον ευχαριστώ.
Δέσποινα: – Ο (…), ε; Όντως μπαίνει μπροστά από ότι μου έλεγε..
Ναι… Γ@μώ τα παιδιά…[…]…στήριγμα για μένα. Δεν μιλάω με κανέναν, δεν πουλάω τσαμπουκά, κοιτάω τη δουλειά μου, δεν κάνω τατουάζ, δεν ασχολούμαι με ναρκωτικά, κουρεύομαι συχνά για να δείχνω ο.κ. και να μη λένε διάφορα διάφοροι που μπαίνουν εδώ μέσα.
-Δέσποινα: Δηλαδή;
Να… Περνάμε από το διάδρομο και επειδής μπορεί έχουμε τίποτα καρφάκια στα μαλλιά, αυτοί που έρχονται για λίγο, επίσκεψη, μπορούν να πουν: να, κοίτα ο αλήτης πως είναι… Φαίνεται πως είναι αλήτης από το κούρεμα..
Δέσποινα: Έλεος… Τι είναι αυτά; Είναι δυνατόν; Και ποιοι είναι αυτοί που σας λένε έτσι; Ποιοι νομίζουν ότι είναι;
Θα έχω τη δουλίτσα μου, μια σωστή γυναίκα… Η κοπελιά μου δεν θέλει να με ακούει. Μία φορά πήρα τηλέφωνο και μου το έκλεισε… Δεν παρακαλάω… Όλοι με έχουν ξεχάσει. Ντάξει, μετά τη δουλειά μπαίνω στο κελί, τηλεόραση, ντι-βι-ντι, σι-ντι… Όταν κλείνει η φυλακή, είναι λίγο πακέτο. Καταλαβαίνεις πως δεν έχεις τίποτα… Κάγκελα παντού. Βέβαια έχουμε δική μας τουαλέτα, κάνουμε μπάνιο ότι ώρα θέλουμε… Δεν είναι όπως άλλες φυλακές που δεν έχουν μπάνιο και πρέπει να πάνε κάτω για να πλυθούν όπου εκεί στην πέφτουν… Έτσι ακούω, δεν ξέρω, δεν έχω πάει σε άλλη φυλακή. Μπήκα στα 19 φυλακή και δεν θέλω να φύγω από δω… Τώρα είναι ήρεμα… Έχω κάνει και αίτηση στο Εφετείο… Να δούμε…
[…]
Άλλος έγκλειστος του ιδρύματος, καταδικασμένος για διακίνηση ναρκωτικών, ο (…) δεν δίνει ελαφρυντικό και πιστεύει πως δεν δικαιολογείται…
« … να πας σπίτι, να πάρεις το μαχαίρι και να σφάξεις μια πιτσιρίκα επειδή κάτι είπε [..]…ό,τι και να πει, δεν τον τεμαχίζεις τον άλλον… Και να πετάγονται τα αίματα πάνω σου και συ να συνεχίσεις να τον κόβεις…σαν το αρνί… Κάτι δεν πάει καλά… Ή ο άλλος; Πατούσε με το παπούτσι το κεφάλι της κοπέλας με μίσος μισή ώρα… Στο πάτωμα! Επειδή τον έβρισε! Πες μου δικαιολογείται αυτός;».
Συνοψίζοντας, σε όλες αυτές τις υποθέσεις με εμπλοκή νέων ατόμων, προκύπτουν κατά κανόνα τα ίδια φλέγοντα ζητήματα: το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν αυτοί οι νέοι άνθρωποι, τα αρνητικά πρότυπα και η απουσία ενός θετικού προτύπου/στηρίγματος, η αδυναμία της εκπαιδευτικής κοινότητας (άλλοτε από παγερή αδιαφορία, σε πολλές όμως περιπτώσεις από πραγματική αδυναμία και έλλειψη καθοδήγησης) να χειριστεί αυτές τις περιπτώσεις, με συνέπεια να τους «διώχνει» από το σχολείο και έτσι να δημιουργούνται οι «ευκαιρίες» πρώιμης εμπλοκής με το έγκλημα και τέλος η απουσία ενδιαφέροντος και στήριξης από την τοπική κοινότητα για τους νέους που βρίσκονται σε αυτά τα οριακά σημεία.
Η δική μου θέση είναι ότι το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας πρέπει να προσεγγιστεί με έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη και στην έγκαιρη παρέμβαση με έναν πολύ πιο δυναμικό ρόλο του σχολείου, από το οποίο συνήθως ξεκινούν και στο οποίο παρατηρούνται οι πρώτες παραβατικές συμπεριφορές. Επομένως η εκπαιδευτική κοινότητα θα μπορούσε μέσα από ειδικά προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης, υπό την εποπτεία της Πολιτείας, να διαδραματίσει έναν θετικό και ουσιαστικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου.
Θα ολοκληρώσω το σημερινό μας θέμα με εξέταση του όρου «πρόληψη του εγκλήματος», στον οποίο αναφέρομαι συχνά μέσα από τα κείμενά μου, ώστε να διερευνήσουμε, μέσα από την κατάθεση της επιστημονικής γνώσης, πώς μπορεί, έμπρακτα, να λάβει χώρα η πρόληψη και να έχει θετικά αποτελέσματα.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος Νομικού Τμήματος Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, κ. Ιάκωβος Φαρσεδάκης, υπογραμμίζει στο άρθρο με τίτλο Η πρόληψη του εγκλήματος ως μέσον αντεγκληματικής πολιτικής (25 Ιανουαρίου 2016, Αντεγκληματική Πολιτική και Κοινωνικός Έλεγχος σε εποχή Κρίσης ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΑΚΩΒΟΣ ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Τιμητικός Τόμος Καθηγητή Εγκληματολογίας Νέστορα Κουράκη. βλ. σχετικά και τη διαδικτυακή πηγή που ανακτήθηκε στις 19-2-2019 http://crime-in-crisis.com/η-πρόληψη-του-εγκλήματος-ως-μέσον-αντε/):
«Με τον όρο «πρόληψη του εγκλήματος» εννοούμε το σύνολο των στρατηγικών, των προγραμμάτων και των μέτρων που μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε προκειμένου να παρεμποδίσουμε την διάπραξη εγκλημάτων. Πάντοτε, μέσα στα πλαίσια μιας φωτισμένης αντεγκληματικής πολιτικής.
Υπάρχουν διάφορα είδη πρόληψης: η ποινική πρόληψη, δηλαδή εκείνη την οποία επιχειρούμε να εφαρμόσουμε χρησιμοποιώντας ως μέσον τον ποινικό νόμο. Διακρίνεται σε γενική και σε ειδική. Οι στόχοι της μεν γενικής επιτυγχάνονται όταν οι πολίτες απέχουν από την διάπραξη εγκλημάτων εξαιτίας του ότι φοβούνται την ποινή που προβλέπεται στον νόμο, αλλά και λόγω της παιδαγωγικής λειτουργίας που αυτός ο νόμος ασκεί στους πολίτες, χρησιμεύοντας ως πυξίδα που τους δείχνει τον ορθό δρόμο, της συμμόρφωσης προς τον εγκεκριμένο κοινωνικό κανόνα. Της δε ειδικής – η οποία απευθύνεται σε όσους έχουν ήδη παραβεί τον νόμο- οι στόχοι επιτυγχάνονται ή θεωρείται ότι επιτυγχάνονται με την επιβολή και εκτέλεση μιας ποινής, προκειμένου οι δράστες να βελτιωθούν ή να εξουδετερωθούν και να μην υποτροπιάσουν.
Από την άλλη μεριά υπάρχει η εγκληματολογική πρόληψη που διακρίνεται σε περιστασιακή και σε κοινωνική πρόληψη. Ως «περιστασιακή» θεωρείται εκείνη που επιτυγχάνεται με την λήψη μιας σειράς τεχνικών μέτρων, τα οποία επιχειρούν να αποτρέψουν –με την δημιουργία κάθε λογής εμποδίων– εκείνους οι οποίοι ετοιμάζονται να διαπράξουν εγκληματικές πράξεις από του να επιτύχουν του σκοπού τους. Η πιο σημαντική, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι η «κοινωνική» πρόληψη, αυτή της οποίας τα μέτρα στοχεύουν στην καταπολέμηση των εγκληματογόνων παραγόντων που οδηγούν στο πέρασμα στο έγκλημα και το διευκολύνουν».
Ο Καθηγητής, Ι. Φαρσεδάκης αναδεικνύει, επίσης, τα ακόλουθα καίρια ζητήματα στο προαναφερθέν άρθρο:
«Πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νουν, όταν αναφερόμαστε στην πρόληψη του εγκλήματος, τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Πως, παρά τις όποιες προσπάθειές μας, υπάρχουν περιπτώσεις που η πρόληψη του εγκλήματος δεν είναι εφικτή.
Πως για να οργανώσουμε την πρόληψη της εγκληματικότητας υπάρχουν αναγκαίες προϋποθέσεις τις οποίες επιβάλλεται να λαμβάνουμε υπόψη, δηλ. ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε το corpus των πορισμάτων των εγκληματολογικών ερευνών που αφορούν τους παράγοντες και τις διαδικασίες γένεσης της εγκληματικότητας, αφού, βέβαια, πριν από όλα, γνωρίσουμε τα μεθοδολογικά προβλήματα, τα εμπόδια και τα όρια της εγκληματολογικής έρευνας – σκοτεινό αριθμό, εμπόδια και όρια που τίθενται από την φύση του αντικειμένου της Εγκληματολογίας, την φύση των ερευνητών, την Δεοντολογία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Πως, ταυτοχρόνως με την ύπαρξη εγκληματογόνων παραγόντων που ωθούν το άτομο προς το έγκλημα, υπάρχουν και παράγοντες που είναι ικανοί να το συγκρατήσουν από το πέρασμα στην πράξη. Το παιχνίδι αυτών των δύο κατηγοριών παραγόντων καθορίζει την τελική έκβαση. Μια σωστή αντεγκληματική πολιτική οφείλει να εξασθενεί τους πρώτους και να ενισχύει τους δεύτερους.
Πως αυτοί οι παράγοντες δεν είναι σταθεροί, υφίστανται συνεχείς μεταμορφώσεις, υπό την επίδραση των άλλων παραγόντων. Πρόκειται για μια αμοιβαία δυναμική αλληλεπίδραση και αυτό το γεγονός οφείλουμε, επίσης, να το λαμβάνουμε υπόψη.
Πως οι διάφοροι παράγοντες είναι διαφορετικοί, ανάλογα με τα στάδια ανάπτυξης και εξέλιξης του ατόμου (από την γέννησή του, μέχρι την λήψη της απόφασης για παραβίαση του νόμου, την τέλεση του εγκλήματος και την υποτροπή).
Πως δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε την σημασία της προσωπικότητας, ούτε των προεγκληματικών καταστάσεων.
Πως κάτω από την κοινή ονομασία «έγκλημα» στεγάζεται μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία διαφορετικών πράξεων, άρα και δραστών. Οι έρευνες δείχνουν την ύπαρξη αστερισμών παραγόντων , ανάλογα με τον τύπο του εγκληματία (κλέφτης, απατεών, ανθρωποκτόνος, κλπ.).
Πως δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε το μάθημα του Manouvrier αναφορικά με τις τέσσερις προϋποθέσεις περάσματος στην πράξη: ηθική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται κανείς από την ηθική απαξία της πράξης), ποινική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από τον φόβο της ποινής που προβλέπεται ), υλική προϋπόθεση ( να μη συγκρατείται από τις δυσχέρειες που υπάρχουν για τη διάπραξη του εγχειρήματος και συναισθηματική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από το άλγος και το κακό που προξενεί στο θύμα).
Πως η πορεία προς το έγκλημα βασίζεται σε πιθανότητες και όχι σε βεβαιότητες.
Όσον αφορά τις στρατηγικές πρόληψης, ο Καθηγητής υπογραμμίζει:
«Οι διάφορες έρευνες αποδεικνύουν ως εξαιρετικά επιτυχείς ορισμένες στρατηγικές πρόληψης, ιδιαίτερα αυτές που στοχεύουν:
Στην επαύξηση της συνέπειας των μηνυμάτων που απευθύνονται στους νέους και στον ευκρινή προσδιορισμό των αναμονών που έχει από αυτούς η κοινωνία,
Στην προσφορά στους νέους θετικών κοινωνικών προτύπων,
Στην εξασφάλιση σε αυτούς μιας θέσης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας,
Στην δημιουργία ευκαιριών εμπλοκής των νέων σε ρόλους κοινωνικά αποδεκτούς και σε δραστηριότητες που αυτοί θεωρούν ως χρήσιμες και ικανοποιητικές,
Στην παροχή σε αυτούς κατάλληλης εκπαίδευσης».
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ο καθοριστικός ρόλος της πρόληψης στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής και η έμφαση που πρέπει να δοθεί στη νεότητα, ιδίως στη σύγχρονη εποχή και κοινωνία με τις σοβαρές ποιοτικές αλλαγές που καταγράφονται στο έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο, σε διεθνές επίπεδο.
της Αγγελικής Καραδαρά.
postmodern.gr
_
βράδυ. Πίναμε σταυρωτά με τον φίλο μου άσπρο πάτο τις μπύρες… Και όταν ακουμπούσαμε το δάκτυλο στο τραπέζι, σήμαινε πως έπρεπε να πιούμε για τον φαντάρο… Πίναμε όλο το βράδυ και γελούσαμε… Δεν περίμενε κανείς αυτό το τέλος. Έφυγα με μια κοπέλα, αυτήν που σκότωσα… Με τα πόδια γυρίσαμε σπίτι, γιατί ήταν κοντά… Δεν θυμάμαι από κει και έπειτα τίποτα, κενό, σκοτάδι… Ήμουν μεθυσμένος… Ξύπνησα στα κρατητήρια να κλαίω και να χτυπιέμαι… Δεν θυμάμαι τίποτα… Τώρα; Τελείωσε η ζωή μου… Δεν λέω, θα πληρώσω. Απλά ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία… Μια δεύτερη ευκαιρία, όταν βγω από δω… να ζήσω ήρεμα και μακριά από όλους…»
Από τις Βιοαφηγήσεις του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Νέων Αυλώνα, το έτος 2003, στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής έρευνας της Δρ Εγκληματολογίας Παντείου Παν/μίου, Καθηγήτριας της Σχολής Αστυνομίας, κυρίας Δέσποινας Σβουρδάκου, υπό την εποπτεία του Ομ
Επισημαίνω ότι πρόκειται για ένα από τα πιο σκληρά και δύσκολα στην προσέγγισή τους θέματα από το πολύτιμο υλικό του Καθηγητή (στο πλαίσιο της συνεργασίας και δράσης μας για την παρουσίαση και ανάλυση σοβαρών και πολυσύνθετων εγκληματολογικών ζητημάτων στα ΜΜΕ) που παρουσιάζουμε στο ευρύ κοινό. Με προβληματίζει εντόνως το πώς ένας νεαρός μπορεί να φτάσει στο ακραίο σημείο να τεμαχίσει μια κοπέλα, απαξιώνοντας με αυτό τον τρόπο την ανθρώπινη ζωή. Το ερώτημα που, αναμφίβολα, προκύπτει εδώ είναι εάν μπορεί η κοινωνία να δώσει «δεύτερη ευκαιρία» σε δράστες τόσο ειδεχθών εγκλημάτων, όπου η άσκηση βίας είναι εκτεταμένη και αποκαλύπτει κρίσιμα στοιχεία για το ψυχο-εγκληματικό προφίλ του ατόμου. Ένα ερώτημα που, κατά την άποψή μου, δεν θα απαντηθεί ποτέ κατηγορηματικά. Από την άλλη το στοιχείο που κρίνω αναγκαίο να αναδείξουμε είναι ότι ακόμα και σε αυτή την ακραία περίπτωση, ενδεχομένως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά εάν υπήρχε έγκαιρη παρέμβαση και μια ολοκληρωμένη κοινωνική πρόληψη. Επομένως, στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας, όπου το έγκλημα λαμβάνει πιο σκληρές διαστάσεις σε διεθνές επίπεδο και οι κοινωνίες υφίστανται ισχυρούς κλυδωνισμούς στις δομές τους, το καίριο ερώτημα αφορά τα θεμέλια που θέτει η Πολιτεία για την πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας. Ακολουθεί η βιοαφήγηση και θα ολοκληρώσουμε με τα τελικά συμπεράσματά μας.
Ο (…) δουλεύει (αναφορά στη δουλειά του, στο κατάστημα κράτησης), είναι πάντα απασχολημένος και τόσο καιρό που τον βλέπω, περπατάει με σκυμμένο το κεφάλι, τα μάτια στο έδαφος και δεν μιλάει. Περιφέρεται αθόρυβα και το βλέμμα του είναι ανέκφραστο, κενό…όχι όμως ψυχρό.
«Ζούμε (αναφορά στον τόπο του). Ο μπαμπάς μου είναι (αναφορά στο επάγγελμα). Η μαμά στο σπίτι για να μεγαλώσει τα (αναφορά στον αριθμό) παιδιά και να εξυπηρετεί τον παππού και τη γιαγιά. Η ζωή δύσκολη, φτώχεια και πολλή κούραση. Τα χωράφια θέλουν χέρια και να δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ και να σηκώνεσαι τα ξημερώματα για να ξαναπάς δουλειά. Έτσι από τα 7 μου πήγαινα στα χωράφια και βοηθούσα τον πατέρα μου, που δεν είχε την άνεση να πάρει εργάτες και μάλιστα όταν τα χωράφια δεν έδιναν λεφτά, δούλευε σε (…). Έκανε τα πάντα για να μας μεγαλώσει. Είναι λίγο αυστηρός αλλά ‘ντάξει, τον αφήνουμε και του περνάει. Δεν έχω παίξει σαν παιδί, δεν είχα την ανεμελιά και τα υλικά αγαθά που έχουν άλλα παιδιά σε αυτήν ηλικία. Μόνο γκρίνια, τσακωμοί και στεναχώριες. Η γιαγιά, η μητέρα του πατέρα μου, δεν θέλει τη μητέρα μου, αν και αυτή έκανε το προξενιό. Η μαμά μου η κακομοίρα δε μιλάει, προσπαθεί να μη δίνει σημασία, αλλά η γιαγιά εκεί… να χωθεί, να της τη μπει, να δημιουργήσει πρόβλημα. Τη ζηλεύει και θέλει τη διώξει, να την βγάλει από τη μέσα. Ο παππούς τής «τη λέει», αλλά αυτή δεν παίρνει από λόγια. Η μαμά μου αρρώστησε (αναφορά στην ασθένεια) από τη στεναχώρια της, […]… άστα, πίκρα. Στο δημοτικό δεν τα πήγαινα καλά. Γενικά το σχολείο δεν το πήρα με καλό μάτι, γιατί ήμασταν 10 παιδιά όλες οι τάξεις μαζί. Δεν είχε τη δική του τάξη, δεν μας ξεχώριζαν γιατί δεν υπήρχε χώρος ειδικός στο χωριό και δάσκαλοι δεν υπήρχαν. Μου την έδινε. Στο γυμνάσιο ήταν καλύτερα. Όμως και πάλι δεν τα πήγα καλά. Σε κάποια φάση έμεινα και πήγα τεχνικό λύκειο. Καλύτερα έτσι, αφού δεν τα ήθελα τα γράμματα, δεν είχα όρεξη. Έβγαινα με τους φίλους μου βόλτες και προσπαθούσα να ξεχάσω τα προβλήματα του σπιτιού. Άρχισα να καπνίζω στα 11 και να πίνω αλκοόλ. Μπύρες, ουίσκι και πολλές βόλτες στο χωριό με άλλους στην ίδια ηλικία, αλλά και μεγαλύτερους. Η πρώτη μου σχέση στα 14. Λίγο μεγαλύτερη η κοπελιά. Μεγάλος έρωτας. Όμως μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, έκανε τους γονείς της να μην με θέλουν…τι να κάνω; Να παντρευτώ από τα 16; Βλεπόμασταν κρυφά μέχρι που έγινε αυτό…πώς…πώς;;; Δεν έχω καταλάβει τι έχω κάνει (κουνάει συνέχεια νευρικά το πόδι του και καπνίζει συνέχεια…).
Για πες μου πώς περνούσες … Κοπάνες πολλές από το σχολείο, γιατί δεν γουστάραμε και οι καθηγητές ήταν αλλού, δεν μας καταλάβαιναν, μας μάλωναν και το παιδί δεν γίνεται καλύτερο με τις αποβολές, έτσι τον κομπλάρεις και είναι σαν να τον σταματάς εσύ από το σχολείο. Εμένα με κόντραρε μία καθηγήτρια χωρίς λόγο. Με ανέβαζε στον πίνακα και με έκανε ρεζίλι, με μάλωνε και με έκανε να νιώθω άσχημα. Αυταρχική και μακριά από εμάς. Το πήρα στραβά. Την κοπανούσα, καβαλούσα το μηχανάκι που είχα και την έκανα για να βρω τους φίλους μου. Οι γονείς μου ήξεραν για το μηχανάκι, αυτοί μου το πήραν γιατί πήγαινα και στα χωράφια με αυτό και πηγαινοέφερνα και άλλους που δούλευαν στα χωράφια. Ένα φεγγάρι δούλευα σε κάτι μπουζούκια στο χωριό. Σκούπιζα την πίστα από τα γαρύφαλλα, πήγαινα τα ποτά, τι να κάνω; Να βγάλω λεφτά για να έχω, δεν μπορούσα να ζητάω από τους γονείς μου που δεν είχαν. Η μητέρα μου με ρωτούσε αν έχω, είναι κοντά μου, με αγαπάει, έχω νιώσει αγάπη και στοργή από αυτή… και δω μέσα με στηρίζει, μαζί με (αναφορά στα αδέλφια του). Τον χειμώνα σχολείο και δουλειά και το καλοκαίρι δουλειά από το πρωί ως την άλλη μέρα. Σε κάποια φάση δούλευα (αναφορά στη δουλειά του), ότι κάνω και δω μέσα.
Η ζωή μέσα στη φυλακή
Εδώ δεν δίνω δικαιώματα σε κανένα δεν μιλάω, σκύβω το κεφάλι και κοιτάω τη δουλειά μου κα πώς θα περάσει ο καιρός, που δεν περνάει η ισόβια ποινή… Και του έλεγα του δικηγόρου μου: Πες μου! Ξέρω ότι αυτό που έκανα θα είναι τουλάχιστον ισόβια, αυτός δεν το παραδεχόταν. (…) ευρώ του έδωσα και τι έγινε; Ισόβια και ενάμιση χρόνο. Το περίμενα δεν παραπονούμαι, έκανα έγκλημα, φόνο και θα πληρώσω… Δεν παραπονούμαι για τη φυλακή… Ήρθαν στο δικαστήριο και οι κάμερες, αυτό με πείραξε, (αναφορά σε συγκεκριμένο τηλεοπτικό σταθμό)… άστα, ήθελα να μην υπάρχω, να ανοίξει η γη να με καταπιεί…Όταν πήγαμε στην αστυνομία να καταθέσουμε, εγώ έκλαιγα συνέχεια… Οι φίλοι μου έλεγαν να σταματήσω γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να το έχω κάνει εγώ….να έχω σκοτώσει την κοπέλα… Είχα πιει… βασικά ρε παιδί μου, θα έφευγε ένας φίλος μου για φαντάρος και έκανε πάρτι. Μια άλλη κοπέλα από την παρέα έλεγε πως αν είναι 13 τα άτομα να μη γίνει το πάρτι γιατί είναι γρουσουζιά… Ήμασταν 13 άτομα εκείνο το βράδυ. Πίναμε σταυρωτά με τον φίλο μου άσπρο πάτο τις μπύρες… Και όταν ακουμπούσαμε το δάκτυλο στο τραπέζι, σήμαινε πως έπρεπε να πιούμε για τον φαντάρο… Πίναμε όλο το βράδυ και γελούσαμε… Δεν περίμενε κανείς αυτό το τέλος. Έφυγα με μια κοπέλα, αυτήν που σκότωσα… Με τα πόδια γυρίσαμε σπίτι, γιατί ήταν κοντά… Δεν θυμάμαι από κει και έπειτα τίποτα, κενό, σκοτάδι… Ήμουν μεθυσμένος… Ξύπνησα στα κρατητήρια να κλαίω και να χτυπιέμαι… Δεν θυμάμαι τίποτα… Τώρα; Τελείωσε η ζωή μου… Δεν λέω, θα πληρώσω, Απλά ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία… Μια δεύτερη ευκαιρία, όταν βγω από δω, να ζήσω ήρεμα και μακριά από όλους… Ο μπαμπάς μου από τους πολλούς τσακωμούς και την κακία της γιαγιάς, μια μέρα, εκεί που τσακωνόντουσαν… ξέφυγε. Του έσπασαν τα νεύρα. Πήγε σε ψυχιατρείο (αναφορά στον τόπο) για ένα χρονικό διάστημα και μετά γύρισε καλύτερα… Αλλά και πάλι η γιαγιά εκεί, συνέχιζε τα δικά της… Με ρωτούσαν στο χωριό: ο μπαμπάς σου πού είναι; Απαντούσα ότι είναι (αναφορά σε τόπο) για δουλειές και αυτοί μου απαντούσαν: όχι, στο ψυχιατρείο είναι γιατί τρελάθηκε και το ξέρεις – ποια δουλειά; Με ψυχοφάρμακα είναι. Φυσικά εγώ το ήξερα, γιατί πηγαίναμε και τον βλέπαμε, αλλά τι κακία έχει ο κόσμος! Να σου δώσει μια, να πας πιο κάτω… Γι’ αυτό κι ’γω, θέλω να φύγω, όταν τελειώσουν όλα κα φύγω από δω μέσα… Τώρα βέβαια συνήθισα, όμως στην αρχή είναι άσχημα. Σε στριμώχνουν, να σε συνθλίψουν, να σε βλάψουν έτσι, χωρίς λόγο. Τώρα είναι πιο ήσυχα. Εγώ μένω με ένα μαγκάκι, καλό παιδί, που είναι μέσα για ναρκωτικά, ληστείες και άλλα… Όμως με προστατεύει, όταν πάνε να με πειράξουν μπαίνει μπροστά και τον ευχαριστώ.
Δέσποινα: – Ο (…), ε; Όντως μπαίνει μπροστά από ότι μου έλεγε..
Ναι… Γ@μώ τα παιδιά…[…]…στήριγμα για μένα. Δεν μιλάω με κανέναν, δεν πουλάω τσαμπουκά, κοιτάω τη δουλειά μου, δεν κάνω τατουάζ, δεν ασχολούμαι με ναρκωτικά, κουρεύομαι συχνά για να δείχνω ο.κ. και να μη λένε διάφορα διάφοροι που μπαίνουν εδώ μέσα.
-Δέσποινα: Δηλαδή;
Να… Περνάμε από το διάδρομο και επειδής μπορεί έχουμε τίποτα καρφάκια στα μαλλιά, αυτοί που έρχονται για λίγο, επίσκεψη, μπορούν να πουν: να, κοίτα ο αλήτης πως είναι… Φαίνεται πως είναι αλήτης από το κούρεμα..
Δέσποινα: Έλεος… Τι είναι αυτά; Είναι δυνατόν; Και ποιοι είναι αυτοί που σας λένε έτσι; Ποιοι νομίζουν ότι είναι;
Θα έχω τη δουλίτσα μου, μια σωστή γυναίκα… Η κοπελιά μου δεν θέλει να με ακούει. Μία φορά πήρα τηλέφωνο και μου το έκλεισε… Δεν παρακαλάω… Όλοι με έχουν ξεχάσει. Ντάξει, μετά τη δουλειά μπαίνω στο κελί, τηλεόραση, ντι-βι-ντι, σι-ντι… Όταν κλείνει η φυλακή, είναι λίγο πακέτο. Καταλαβαίνεις πως δεν έχεις τίποτα… Κάγκελα παντού. Βέβαια έχουμε δική μας τουαλέτα, κάνουμε μπάνιο ότι ώρα θέλουμε… Δεν είναι όπως άλλες φυλακές που δεν έχουν μπάνιο και πρέπει να πάνε κάτω για να πλυθούν όπου εκεί στην πέφτουν… Έτσι ακούω, δεν ξέρω, δεν έχω πάει σε άλλη φυλακή. Μπήκα στα 19 φυλακή και δεν θέλω να φύγω από δω… Τώρα είναι ήρεμα… Έχω κάνει και αίτηση στο Εφετείο… Να δούμε…
[…]
Άλλος έγκλειστος του ιδρύματος, καταδικασμένος για διακίνηση ναρκωτικών, ο (…) δεν δίνει ελαφρυντικό και πιστεύει πως δεν δικαιολογείται…
« … να πας σπίτι, να πάρεις το μαχαίρι και να σφάξεις μια πιτσιρίκα επειδή κάτι είπε [..]…ό,τι και να πει, δεν τον τεμαχίζεις τον άλλον… Και να πετάγονται τα αίματα πάνω σου και συ να συνεχίσεις να τον κόβεις…σαν το αρνί… Κάτι δεν πάει καλά… Ή ο άλλος; Πατούσε με το παπούτσι το κεφάλι της κοπέλας με μίσος μισή ώρα… Στο πάτωμα! Επειδή τον έβρισε! Πες μου δικαιολογείται αυτός;».
Συνοψίζοντας, σε όλες αυτές τις υποθέσεις με εμπλοκή νέων ατόμων, προκύπτουν κατά κανόνα τα ίδια φλέγοντα ζητήματα: το νοσηρό οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν αυτοί οι νέοι άνθρωποι, τα αρνητικά πρότυπα και η απουσία ενός θετικού προτύπου/στηρίγματος, η αδυναμία της εκπαιδευτικής κοινότητας (άλλοτε από παγερή αδιαφορία, σε πολλές όμως περιπτώσεις από πραγματική αδυναμία και έλλειψη καθοδήγησης) να χειριστεί αυτές τις περιπτώσεις, με συνέπεια να τους «διώχνει» από το σχολείο και έτσι να δημιουργούνται οι «ευκαιρίες» πρώιμης εμπλοκής με το έγκλημα και τέλος η απουσία ενδιαφέροντος και στήριξης από την τοπική κοινότητα για τους νέους που βρίσκονται σε αυτά τα οριακά σημεία.
Η δική μου θέση είναι ότι το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας πρέπει να προσεγγιστεί με έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη και στην έγκαιρη παρέμβαση με έναν πολύ πιο δυναμικό ρόλο του σχολείου, από το οποίο συνήθως ξεκινούν και στο οποίο παρατηρούνται οι πρώτες παραβατικές συμπεριφορές. Επομένως η εκπαιδευτική κοινότητα θα μπορούσε μέσα από ειδικά προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης, υπό την εποπτεία της Πολιτείας, να διαδραματίσει έναν θετικό και ουσιαστικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου.
Θα ολοκληρώσω το σημερινό μας θέμα με εξέταση του όρου «πρόληψη του εγκλήματος», στον οποίο αναφέρομαι συχνά μέσα από τα κείμενά μου, ώστε να διερευνήσουμε, μέσα από την κατάθεση της επιστημονικής γνώσης, πώς μπορεί, έμπρακτα, να λάβει χώρα η πρόληψη και να έχει θετικά αποτελέσματα.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Πρόεδρος Νομικού Τμήματος Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, κ. Ιάκωβος Φαρσεδάκης, υπογραμμίζει στο άρθρο με τίτλο Η πρόληψη του εγκλήματος ως μέσον αντεγκληματικής πολιτικής (25 Ιανουαρίου 2016, Αντεγκληματική Πολιτική και Κοινωνικός Έλεγχος σε εποχή Κρίσης ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΙΑΚΩΒΟΣ ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Τιμητικός Τόμος Καθηγητή Εγκληματολογίας Νέστορα Κουράκη. βλ. σχετικά και τη διαδικτυακή πηγή που ανακτήθηκε στις 19-2-2019 http://crime-in-crisis.com/η-πρόληψη-του-εγκλήματος-ως-μέσον-αντε/):
«Με τον όρο «πρόληψη του εγκλήματος» εννοούμε το σύνολο των στρατηγικών, των προγραμμάτων και των μέτρων που μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε προκειμένου να παρεμποδίσουμε την διάπραξη εγκλημάτων. Πάντοτε, μέσα στα πλαίσια μιας φωτισμένης αντεγκληματικής πολιτικής.
Υπάρχουν διάφορα είδη πρόληψης: η ποινική πρόληψη, δηλαδή εκείνη την οποία επιχειρούμε να εφαρμόσουμε χρησιμοποιώντας ως μέσον τον ποινικό νόμο. Διακρίνεται σε γενική και σε ειδική. Οι στόχοι της μεν γενικής επιτυγχάνονται όταν οι πολίτες απέχουν από την διάπραξη εγκλημάτων εξαιτίας του ότι φοβούνται την ποινή που προβλέπεται στον νόμο, αλλά και λόγω της παιδαγωγικής λειτουργίας που αυτός ο νόμος ασκεί στους πολίτες, χρησιμεύοντας ως πυξίδα που τους δείχνει τον ορθό δρόμο, της συμμόρφωσης προς τον εγκεκριμένο κοινωνικό κανόνα. Της δε ειδικής – η οποία απευθύνεται σε όσους έχουν ήδη παραβεί τον νόμο- οι στόχοι επιτυγχάνονται ή θεωρείται ότι επιτυγχάνονται με την επιβολή και εκτέλεση μιας ποινής, προκειμένου οι δράστες να βελτιωθούν ή να εξουδετερωθούν και να μην υποτροπιάσουν.
Από την άλλη μεριά υπάρχει η εγκληματολογική πρόληψη που διακρίνεται σε περιστασιακή και σε κοινωνική πρόληψη. Ως «περιστασιακή» θεωρείται εκείνη που επιτυγχάνεται με την λήψη μιας σειράς τεχνικών μέτρων, τα οποία επιχειρούν να αποτρέψουν –με την δημιουργία κάθε λογής εμποδίων– εκείνους οι οποίοι ετοιμάζονται να διαπράξουν εγκληματικές πράξεις από του να επιτύχουν του σκοπού τους. Η πιο σημαντική, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι η «κοινωνική» πρόληψη, αυτή της οποίας τα μέτρα στοχεύουν στην καταπολέμηση των εγκληματογόνων παραγόντων που οδηγούν στο πέρασμα στο έγκλημα και το διευκολύνουν».
Ο Καθηγητής, Ι. Φαρσεδάκης αναδεικνύει, επίσης, τα ακόλουθα καίρια ζητήματα στο προαναφερθέν άρθρο:
«Πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νουν, όταν αναφερόμαστε στην πρόληψη του εγκλήματος, τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Πως, παρά τις όποιες προσπάθειές μας, υπάρχουν περιπτώσεις που η πρόληψη του εγκλήματος δεν είναι εφικτή.
Πως για να οργανώσουμε την πρόληψη της εγκληματικότητας υπάρχουν αναγκαίες προϋποθέσεις τις οποίες επιβάλλεται να λαμβάνουμε υπόψη, δηλ. ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε το corpus των πορισμάτων των εγκληματολογικών ερευνών που αφορούν τους παράγοντες και τις διαδικασίες γένεσης της εγκληματικότητας, αφού, βέβαια, πριν από όλα, γνωρίσουμε τα μεθοδολογικά προβλήματα, τα εμπόδια και τα όρια της εγκληματολογικής έρευνας – σκοτεινό αριθμό, εμπόδια και όρια που τίθενται από την φύση του αντικειμένου της Εγκληματολογίας, την φύση των ερευνητών, την Δεοντολογία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Πως, ταυτοχρόνως με την ύπαρξη εγκληματογόνων παραγόντων που ωθούν το άτομο προς το έγκλημα, υπάρχουν και παράγοντες που είναι ικανοί να το συγκρατήσουν από το πέρασμα στην πράξη. Το παιχνίδι αυτών των δύο κατηγοριών παραγόντων καθορίζει την τελική έκβαση. Μια σωστή αντεγκληματική πολιτική οφείλει να εξασθενεί τους πρώτους και να ενισχύει τους δεύτερους.
Πως αυτοί οι παράγοντες δεν είναι σταθεροί, υφίστανται συνεχείς μεταμορφώσεις, υπό την επίδραση των άλλων παραγόντων. Πρόκειται για μια αμοιβαία δυναμική αλληλεπίδραση και αυτό το γεγονός οφείλουμε, επίσης, να το λαμβάνουμε υπόψη.
Πως οι διάφοροι παράγοντες είναι διαφορετικοί, ανάλογα με τα στάδια ανάπτυξης και εξέλιξης του ατόμου (από την γέννησή του, μέχρι την λήψη της απόφασης για παραβίαση του νόμου, την τέλεση του εγκλήματος και την υποτροπή).
Πως δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε την σημασία της προσωπικότητας, ούτε των προεγκληματικών καταστάσεων.
Πως κάτω από την κοινή ονομασία «έγκλημα» στεγάζεται μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία διαφορετικών πράξεων, άρα και δραστών. Οι έρευνες δείχνουν την ύπαρξη αστερισμών παραγόντων , ανάλογα με τον τύπο του εγκληματία (κλέφτης, απατεών, ανθρωποκτόνος, κλπ.).
Πως δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε το μάθημα του Manouvrier αναφορικά με τις τέσσερις προϋποθέσεις περάσματος στην πράξη: ηθική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται κανείς από την ηθική απαξία της πράξης), ποινική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από τον φόβο της ποινής που προβλέπεται ), υλική προϋπόθεση ( να μη συγκρατείται από τις δυσχέρειες που υπάρχουν για τη διάπραξη του εγχειρήματος και συναισθηματική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από το άλγος και το κακό που προξενεί στο θύμα).
Πως η πορεία προς το έγκλημα βασίζεται σε πιθανότητες και όχι σε βεβαιότητες.
Όσον αφορά τις στρατηγικές πρόληψης, ο Καθηγητής υπογραμμίζει:
«Οι διάφορες έρευνες αποδεικνύουν ως εξαιρετικά επιτυχείς ορισμένες στρατηγικές πρόληψης, ιδιαίτερα αυτές που στοχεύουν:
Στην επαύξηση της συνέπειας των μηνυμάτων που απευθύνονται στους νέους και στον ευκρινή προσδιορισμό των αναμονών που έχει από αυτούς η κοινωνία,
Στην προσφορά στους νέους θετικών κοινωνικών προτύπων,
Στην εξασφάλιση σε αυτούς μιας θέσης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας,
Στην δημιουργία ευκαιριών εμπλοκής των νέων σε ρόλους κοινωνικά αποδεκτούς και σε δραστηριότητες που αυτοί θεωρούν ως χρήσιμες και ικανοποιητικές,
Στην παροχή σε αυτούς κατάλληλης εκπαίδευσης».
Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ο καθοριστικός ρόλος της πρόληψης στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής και η έμφαση που πρέπει να δοθεί στη νεότητα, ιδίως στη σύγχρονη εποχή και κοινωνία με τις σοβαρές ποιοτικές αλλαγές που καταγράφονται στο έγκλημα και το εγκληματικό φαινόμενο, σε διεθνές επίπεδο.
της Αγγελικής Καραδαρά.
postmodern.gr
_
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μύθοι και πραγματικότητες για το «2night show»...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ