2019-03-09 07:14:20
Πρόλογος
Είναι πολύ τολμηρό να ομιλεί κάποιος για την θέωση, όταν δεν την έχει γευθεί. Τολμήσαμε όμως τα υπέρ δύναμιν θαρρούντες εις τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Για να μη κρύψουμε από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς αδελφούς μας τον ύψιστο και τελικό σκοπό της ζωής μας, για τον οποίο πλασθήκαμε. Για να γίνει σαφές ότι η μόνη ορθόδοξος ποιμαντική είναι η ποιμαντική της θεώσεως και όχι της κατά τα δυτικά πρότυπα ηθικής τελειοποιήσεως του ανθρώπου χωρίς την χάρη του Θεού. Για να ποθήσουμε όλοι τα κρείττονα και έτσι να αγωνισθούμε για τα υψηλά και μόνα δυνάμενα να αναπαύσουν κατά βάθος την δίψα της ψυχής για το Απόλυτο, τον Τριαδικό Θεό. Για να πλημμυρίσουμε από ευγνωμοσύνη προς τον Πλάστη και Δημιουργό μας για το μεγάλο δώρο Του, την κατά Χάριν θέωση μας. Για να νοιώσουμε το αναντικατάστατο της Αγίας μας Εκκλησίας, ως της μόνης επί γής κοινωνίας θεώσεως. Για να φανεί το μεγαλείο και η αλή-
θεια της Ορθοδόξου Πίστεως μας, που μόνη αυτή διδάσκει και παρέχει την θέωση στα μέλη της. Για να παρηγορηθούν οι ψυχές μας που όσο και αν έχουν δηλητηριαστεί και σκοτισθεί από την αμαρτία, λαχταρούν το φως του προσώπου του Χριστού.
Ελεήμων Κύριε, ευδόκησε, εν τη άπειρο αγάπη Σου, να μας αξιώσεις να εισέλθουμε στην οδό της θεώσεως, πριν να απέλθουμε από τον παρόντα πρόσκαιρο κόσμο. Ελεήμων Κύριε, οδήγησε στην αναζήτηση της θεώσεως του Ορθόδοξους αδελφούς μας, που δεν χαίρονται γιατί αγνοούν το μεγαλείο της κλήσεως των ως “κεκελευσμένων θεών”. Ελεήμων Κύριε, οδήγησε και τα βήματα των ετεροδόξων Χριστιανών στην επίγνωση της Αλήθειας Σου, για να μην μείνουν έξω του Νυμφώνος Σου, στερημένοι της Χάριτος της θεώσεως.Ελεήμων Κύριε, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου! Αμήν.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους,
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος.
Σημείωσις: Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασία ομιλιών μου που κατά καιρούς εξεφωνήθησαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος κατόπιν προσκλήσεως υπό των οικείων Σεβασμιότατων Μητροπολιτών. Έτσι κατανοείται το ύφος του πονήματος που περιέχει απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα των ομιλιών.
Σημειωτέον ότι το θέμα αυτό ανέπτυξα, όπου για πρώτη φορά ομιλούσα, θεωρώντας αυτό πρωταρχικό για την πνευματική ζωή.
~~~~~~
Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου
Το θέμα του προορισμού της ζωής μας είναι πολύ σοβαρό, διότι αφορά το σπουδαιότερο ζήτημα για τον άνθρωπο: Για ποιο σκοπό ευρισκόμαστε πάνω στην γη. Αν ο άνθρωπος τοποθετηθεί σωστά στο θέμα αυτό, αν εύρη τον πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεί να τοποθετηθεί σωστά και στα επί μέρους και καθημερινά ζητήματα της ζωής του, όπως είναι οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, οι σπουδές του, το επάγγελμα, ο γάμος, η απόκτησις και ανατροφή των παιδιών. Αν όμως δεν τοποθετηθεί σωστά σ’ αυτό το βασικό θέμα, τότε θα αποτύχει και στους επί μέρους σκοπούς της ζωής. Διότι τι νόημα μπορούν να έχουν οι επί μέρους σκοποί, όταν στο σύνολο της η ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα; Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής δηλώνεται ο σκοπός της ζωής μας, όταν ο ιερός συγγραφεύς μας λέγει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” Του. Διαπιστώνουμε έτσι την μεγάλη αγάπη που έχει ο εν Τριάδι Θεός για τον άνθρωπο. Δεν τον θέλει απλώς ένα ον με κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ανωτερότητα από την υπόλοιπη κτίση, αλλά τον θέλει θεό κατά Χάριν. Ο άνθρωπος φαίνεται εξωτερικά ότι είναι μια βιολογική απλώς ύπαρξη όπως τα άλλα έμβια όντα, τα ζώα. Είναι βέβαια ζώον, αλλά “ζώον… τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον”, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος εις τα Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Είναι το μόνο ον που ξεχωρίζει απ’ όλη την δημιουργία, το μόνο που μπορεί να γίνει θεός. Το “κατ’ εικόνα” σημαίνει τα χαρίσματα που έδωσε ο Θεός μόνο στον άνθρωπο, ξεχωριστά απ’ όλα τα πλάσματα Του, ώστε να αποτελεί εικόνα του Θεού. Αυτά τα χαρίσματα είναι : Ο λογικός νους, η συνείδηση, το αυτεξούσιο, δηλαδή η ελευθερία, η δημιουργικότητα, ο έρως και ο πόθος του απολύτου και του Θεού, η προσωπική αυτοσυνειδησία και ότι άλλο κάνει τον άνθρωπο να είναι υπεράνω όλης της λοιπής δημιουργίας των εμβίων όντων και τον κάνει να είναι άνθρωπος και προσωπικότης. Ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο πρόσωπο αυτά είναι τα χαρίσματα του “κατ’ εικόνα”. Έχοντας το “κατ’ εικόνα” καλείται ο άνθρωπος να αποκτήσει το “καθ’ ομοίωσιν”, δηλαδή την θέωση. Ο Δημιουργός, Θεός κατα φύσιν, καλεί τον άνθρωπο να γίνει θεός κατά Χάριν. Εδόθησαν λοιπόν από τον Θεό τα χαρίσματα του “κατ’ εικόνα” στον άνθρωπο για να φθάσει πολύ υψηλά, να πετύχει με αυτά την ομοίωση του με το Θεό και Πλάστη του, να έχει μια όχι εξωτερική, ηθική σχέση μαζί Του, αλλά μια προσωπική ένωση με τον Δημιουργό του. Είναι ίσως πολύ τολμηρό ακόμη και να λέμε και να σκεπτόμαστε, ότι σκοπός της ζωής μας είναι θεοί κατα Χάριν. Όμως η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μας το απέκρυψαν. Υπάρχει δυστυχώς άγνοια στους ανθρώπους εκτός της Εκκλησίας, αλλά και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία. Διότι νομίζουν ότι σκοπός της ζωής μας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς η ηθική βελτίωση μας, το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ενώ το Ευαγγέλιο, από την Παράδοση της Εκκλησίας και από τους αγίους Πατέρες, μας παραδίδεται ότι σκοπός της ζωής μας δεν είναι αυτό. Το να γίνει δηλαδή ο άνθρωπος μόνο καλύτερος απ’ ότι είναι, ηθικώτερος, δικαιότερος, εγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ο μεγάλος σκοπός, ο τελικός σκοπός, για τον οποίο ο Πλάστης και Δημιουργός μας έπλασε τον άνθρωπο. Ποιος είναι αυτός ο σκοπός; Η θέωσις. Το να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, όχι με ένα εξωτερικό ή συναισθηματικό τρόπο, αλλά οντολογικά, πραγματικά. Τόσο υψηλά τοποθετεί η ορθόδοξος ανθρωπολογία τον άνθρωπο. Αν συγκρίνουμε τις ανθρωπολογίες όλων των φιλοσοφικών, κοινωνικών, ψυχολογικών συστημάτων με την ορθόδοξη ανθρωπολογία, θα διαπιστώσουμε πολύ εύκολα πόσο πτωχές είναι, πόσο δεν ανταποκρίνονται στον μεγάλο πόθο του ανθρώπου για κάτι πολύ μεγάλο κι αληθινό στην ζωή του. Επειδή ο άνθρωπος είναι “κεκελευσμένος θεός”, έχει δηλαδή πλασθεί για να γίνει θεός, αν δεν ευρίσκεται στην πορεία της θεώσεως, αισθάνεται ένα κενό μέσα του, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Δεν χαίρεται, ακόμη κι όταν προσπαθεί να καλύψει το κενό με άλλες δραστηριότητες. Μπορεί να ναρκώνει τον εαυτό του, να κατασκευάζει ένα κόσμο φανταχτερό αλλά ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, και να εγκλωβίζεται, να φυλακίζεται μέσα σ’ αυτόν κι ο ίδιος. Μπορεί να οργανώνει έτσι την ζωή του, ώστε να μη μένει ποτέ σχεδόν ήσυχος, μόνος με τον εαυτό του. Μπορεί με τους θορύβους, την ένταση, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, την συνεχή πληροφόρηση για οτιδήποτε, να προσπαθεί σαν με ναρκωτικά να ξεχάσει, να μην σκέφτεται, να μην ανησυχεί, να μη θυμάται ότι δεν πορεύεται σωστά, ότι έχει ξεστρατίσει από τον σκοπό του. Τελικά όμως δεν αναπαύεται ο ταλαίπωρος σύγχρονος άνθρωπος, έως ότου εύρη αυτό το κάτι άλλο, το ανώτερο που υπάρχει πράγματι στην ζωή του, το αληθινά όμορφο και δημιουργικό. Μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με τον Θεό; Μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεί να γίνει θεός κατα Χάριν.
Η ενανθρώπησις του Θεού αιτία της θεώσεως του ανθρώπου
Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση αν ο θεός δεν είχε σαρκωθεί. Στους προ Χριστού χρόνους ανεφάνησαν πολλοί σοφοί και ενάρετοι άνθρωποι. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φθάσει σε αρκετά υψηλά μέτρα φιλοσοφίας περί του αγαθού και περί του Θεού. Η φιλοσοφία τους μάλιστα περιείχε σπέρματα αληθείας, τον λεγόμενο “σπερματικό λόγο”. Ήσαν άλλωστε πολύ θρησκευτικοί άνθρωποι, δεν ήσαν καθόλου άθεοι, όπως προσπαθούν να τους παρουσιάσουν μερικοί σύγχρονοι που δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα. Δεν γνώριζαν βεβαίως τον αληθινό Θεό, ήσαν ειδωλολάτρες, όμως ήσαν πολύ ευλαβείς, θεοφοβούμενοι. Γι’ αυτό όσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ή πολιτικοί και πολιτειακοί άρχοντες, ασυνεπείς προς τις μνήμες του γένους των Ελλήνων επιχειρούν να βγάλουν από την ψυχή του ευσεβούς λαού μας την πίστη του προς τον Θεό, χωρίς μάλιστα και την συγκατάθεση του, αυτοί αποτολμούν μίαν “ύβριν”, με την αρχαία σημασία της λέξεως. Αποτολμούν ουσιαστικά τον αφελληνισμό του, αφού η Παράδοση των Ελλήνων, της αρχαίας μεταγενέστερης και νεωτέρας ιστορίας μας, είναι Παράδοσις ευλάβειας και σεβασμού προς τον Θεό, πάνω στην οποία βασίσθηκε και βασίζεται όλη η παγκόσμιος πολιτιστική προσφορά του ελληνισμού. Στην φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία για τον άγνωστο Θεό, για την εμπειρία του Θεού. Ήσαν πιστοί, ευλαβείς, αλλά δεν είχαν την σωστή, ολοκληρωμένη γνώση του Θεού, έλειπε η κοινωνία του Θεού. Δεν ήταν δυνατή η θέωσις. Στην Παλαιά Διαθήκη επίσης έχουμε δίκαιους και ενάρετους ανθρώπους. Όμως η πλήρης ένωση με τον Θεό, η θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, με την σάρκωση του Θεού Λόγου. Αυτός είναι και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού. Αν σκοπός της ζωής του ανθρώπου ήταν να γίνει απλώς ηθικά καλύτερος, δεν θα ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός, να γίνει όλη αυτή η ιστορία της θείας Οικονομίας, της σαρκώσεως του Θεού, ο σταυρός, ο θάνατος, η ανάστασις του Κυρίου, όλα όσα πιστεύουμε οι Χριστιανοί ότι έγιναν δια του Χριστού. Διότι και με τους Προφήτες, με τους φιλοσόφους, με τους δίκαιους ανθρώπους και διδασκάλους θα μπορούσε να διδαχθεί το ανθρώπινο γένος να γίνεται ηθικά καλύτερο. Γνωρίζουμε ότι ο Αδάμ και η Εύα παρασύρθηκαν από τον διάβολο και θέλησαν να γίνουν θεοί, όχι όμως συνεργαζόμενοι με τον Θεό, όχι με ταπείνωση, με υπακοή, με αγάπη, αλλά βασιζόμενοι στην δική τους δύναμη, στο δικό τους θέλημα, εγωιστικά και αυτόνομα. Η ουσία δηλαδή της πτώσεως είναι ο εγωισμός. Έτσι υιοθετώντας τον εγωισμό και την αυτάρκεια χωρίστηκαν από τον Θεό, και αντί να πετύχουν των θέωση, πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο: Τον πνευματικό θάνατο. Όπως λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός είναι ζωή. Όποιος λοιπόν χωρίζεται από τον Θεό, χωρίζεται από την ζωή. Άρα ο θάνατος και η πνευματική νέκρωση, ο φυσικός δηλαδή και ο πνευματικός θάνατος, ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων. Γνωρίζουμε όλοι τις συνέπειες της πτώσεως. Ο χωρισμός από τον Θεό έρριψε τον άνθρωπο στην σαρκική, κτηνώδη και δαιμονιώδη ζωή. Το λαμπρό δημιούργημα του Θεού έπεσε βαριά άρρωστο, σχεδόν νεκρό. Το “κατ’ εικόνα” αμαυρώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν έχει τις προϋποθέσεις, που είχε πριν να αμαρτήσει, για να προχωρήσει στη θέωση. Σ’ αυτήν την κατάσταση της βαριάς ασθένειας, σχεδόν νεκρός, δεν μπορεί πλέον να επαναπροσανατολισθεί προς τον Θεό. Χρειάζεται μια νέα ρίζα στην ανθρωπότητα. Χρειάζεται ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος θα είναι υγιής και θα μπορεί να προσανατολίσει πάλι την ελευθερία του ανθρώπου προς τον Θεό. Αυτή η νέα ρίζα, ο νέος άνθρωπος, είναι ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που σαρκώνεται για να πολεμήσει την νέα ρίζα, την νέα απαρχή, το νέο φύραμα της ανθρωπότητας. Με την σάρκωση του Λόγου, όπως θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πραγματοποιείται μία δεύτερα κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Η πρώτη κοινωνία ήταν αυτή στον Παράδεισο. Αυτή όμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό. Ο πανάγαθος Θεός οικονόμησε τώρα μια άλλη, δευτέρα κοινωνία, ένωση δηλαδή Θεού και ανθρώπων, που να μην μπορεί πλέον να διασπαθή. Διότι αυτή η δευτέρα κοινωνία Θεού και ανθρώπων γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, έχει δύο τέλειες φύσεις: Την θεία και την ανθρώπινη. Οι δύο αυτές τέλειες φύσεις ενώνονται “ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως”, στο ένα πρόσωπο του Χριστού, κατά τον περίφημο όρο της Αγίας Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, που εν συνόψει αποτελεί την εν Πνεύματι Αγίω θεολογική πανοπλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά των παντός είδους Χριστολογικών αιρέσεων όλων των αιώνων. Έτσι έχουμε ένα Χριστό με δύο φύσεις: την θεία και την ανθρώπινη. Τώρα πλέον η ανθρώπινη φύση δια της υποστατικής ενώσεως των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού είναι τελεσίδικα ενωμένη με την θεία φύση. Διότι ο Χριστός είναι αιωνίως Θεάνθρωπος. Ως Θεάνθρωπος ανελήφθη στον ουρανό. ως Θεάνθρωπος κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Ως Θεάνθρωπος θα έλθει να κρίνει τον κόσμο στην δευτέρα Παρουσία Άρα λοιπόν η ανθρώπινη φύση είναι τώρα ενθρονισμένη στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Δεν μπορεί πλέον τίποτε να χωρίσει την ανθρώπινη φύση από τον Θεό. Γι’ αυτό τώρα μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου, – όσο κι αν ως άνθρωποι αμαρτάνουμε, όσο και αν αποσπασθούμε από τον Θεό -, αν θέλουμε εν μετάνοια να ενωθούμε πάλι με τον Θεό, μπορούμε να το πετύχουμε. Μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του, να γίνουμε θεοί κατά Χάριν.
Η συμβολή της Θεοτόκου στην θέωσι του ανθρώπου
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας δίδει αυτήν την δυνατότητα, να ενωθούμε με τον Θεό και να επανέλθουμε στον πρωταρχικό σκοπό που είχε τάξει ο Θεός για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό αναγγέλλεται από την Αγία Γραφή ως η οδός, η θύρα, ο ποιμήν ο καλός, η ζωή, η ανάσταση, το φως. Είναι ο νέος Αδάμ, ο οποίος διορθώνει το λάθος του πρώτου Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ μας χώρισε από τον Θεό με την ανυπακοή του και τον εγωισμό του. Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, μας επαναφέρει πάλι στον Θεό με την αγάπη Του και την υπακοή Του προς τον Πατέρα, υπακοή μέχρι θανάτου, “θανάτου δε σταυρού”. Προσανατολίζει πάλι την ελευθερία μας προς τον Θεό, έτσι ώστε προσφέροντας την σ’ Αυτόν να ενωνόμαστε μαζί Του. Το έργο όμως του νέου Αδάμ προϋποθέτει το έργο της νέας Εύας, της Παναγίας, η οποία και αυτή διόρθωσε το λάθος της παλαιά Εύας. Η Εύα ώθησε τον Αδάμ στην παρακοή. Η νέα Εύα, η Παναγία, συντελεί στο να σαρκωθεί ο νέος Αδάμ, ο οποίος θα οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στην υπακοή του Θεού. Γι’ αυτό η Κυρία Θεοτόκος, ως και το πρώτο ανθρώπινο πρόσωπο που επέτυχε την θέωση – κατ’ εξαίρετο και ανεπανάληπτο μάλιστα τρόπο -, διαδραμάτισε στο έργο της σωτηρίας μας όχι απλώς βασικό ρόλο, αλλά αναγκαίο και αναντικατάστατο. Εάν η Παναγία δεν είχε προσφέρει με την υπακοή της την Ελευθερία της στον Θεό και, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τον μεγάλο θεολόγο του ΙΔ’ αιώνος, δεν είχε πει το “ναι” στον Θεό, δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί ο Θεός. Διότι ο Θεός που έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο δεν θα μπορούσε να την παραβιάσει. Δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί, εάν δεν ευρίσκετο μια τέτοια αγνή, παναγία, ακηλίδωτη ψυχή σαν την Θεοτόκο, η οποία θα προσέφερε ολοκληρωτικά την ελευθερία της, την θέληση της, τον εαυτό της όλο στον Θεό, ώστε να Τον ελκύσει προς τον εαυτό της και προς ημάς. Οφείλουμε πολλά στην Παναγία μας. Γι’ αυτό η Εκκλησία τιμά και ευλαβείται τόσο πολύ την Θεοτόκο. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας την Πατερική θεολογία, λέγει ότι η Παναγία μας έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ότι είναι θεός μετά τον Θεόν, μεθόριο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. “Προΐσταται των σωζόμενων”, κατ’ άλλη ωραία έκφραση θεολόγου της Εκκλησίας μας. Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νεώτερος αυτός απλανής φωστήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας, αναφέρει ότι και αυτά τα αγγελικά τάγματα φωτίζονται από το φως που λαμβάνουν από την Παναγία. Γι’ αυτό και από την Εκκλησία μας εγκωμιάζεται ως “τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ”. Η σάρκωσις του Λόγου και η θέωσις του ανθρώπου είναι το μέγα μυστήριο της Πίστεως και Θεολογίας μας. Αυτό ζει κάθε ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με τα μυστήριά της, την υμνολογία της, τις εικόνες της, με όλη την ζωή της. Ακόμη και η αρχιτεκτονική ενός Ορθόδοξου Ναού αυτό μαρτυρεί. Ο τρούλος των εκκλησιών, πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ, συμβολίζει την κάθοδο του Ουρανού στην γη. Ότι ο Κύριος “έκλινεν ουρανούς και κατέβη”. Ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος “και εσκήνωσεν εν ημίν”, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. α’ 14). Επειδή δε έγινε άνθρωπος διά της Θεοτόκου, εικονίζουμε την Θεοτόκο την κόγχη του ιερού, για να δείξουμε ότι δι’ αυτής ο Θεός έρχεται στην γη και στους ανθρώπους. Αυτή είναι “η γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός” και πάλι “η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν”, η Πλατυτέρα των ουρανών, η χώρα του αχωρήτου, που εχώρησε μέσα της τον αχώρητο Θεό για την σωτηρία μας. Στην συνέχεια δείχνει η Εκκλησία μας τους θεωμένους ανθρώπους. Αυτούς που έγιναν θεοί κατα Χάριν, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Γι’ αυτό στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μας μπορούμε και εικονίζουμε όχι μόνο τον σαρκωθέντα Θεό, τον Χριστό, και την άχραντο Μητέρα Του, την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και τους Αγίους, γύρω και κάτω από τον Παντοκράτορα. Σ’ όλους τους τοίχους του Ναού ζωγραφίζουμε τα αποτελέσματα της σαρκώσεως του Θεού: Τους αγίους και θεωμένους ανθρώπους. Άρα εισερχόμενοι μέσα σε ένα ορθόδοξο Ναό και βλέποντας την ωραία αγιογράφηση, αμέσως λαμβάνουμε μία εμπειρία: Μαθαίνουμε ποιο είναι το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, ποιος είναι ο σκοπός της ζωή μας. Όλα στην Εκκλησία ομιλούν για την ενανθρώπηση του Θεού και την θέωση του ανθρώπου.
Η Εκκλησία, ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου
Όσοι θέλουν να ενωθούν με τον Χριστό και διά του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα γνωρίζουν ότι αυτή η ένωσις γίνεται στο σώμα του Χριστού, που είναι η αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία. Ένωσις όχι βέβαια με την Θεία ουσία, αλλά με την θεωμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού. Η ένωσις όμως αυτή με τον Χριστό δεν είναι εξωτερική, ούτε απλώς ηθική. Δεν είμαστε οπαδοί του Χριστού, όπως ίσως οι άνθρωποι είναι οπαδοί ενός φιλόσοφου ή ενός διδασκάλου. Είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, το πραγματικό και όχι το ηθικό, όπως λανθασμένα έγραψαν μερικοί θεολόγοι μη εμβαθύνοντας στο πνεύμα της αγία Εκκλησίας. Ο Χριστός μας παίρνει, τους Χριστιανούς, παρά την αναξιότητα και την αμαρτωλότητα μας, και μας ενσωματώνει στο σώμα Του. Μας κάνει μέλη Του. Και γινόμαστε πραγματικά μέλη του σώματος του Χριστού, όχι ηθικά. Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος: “μέλη έσμεν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού” (‘Εφεσ. ε’, 30). Βεβαίως ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που έχουν οι Χριστιανοί, άλλοτε είναι ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού και άλλοτε νεκρά. Αλλά και νεκρά δεν παύουν να είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Ένας π.χ. που είναι βαπτισμένος, έχει γίνει μέλος του σώματος του Χριστού. Αν δεν εξομολογείται, δεν κοινωνεί, δεν ζει πνευματική ζωή, είναι νεκρό μέλος του σώματος του Χριστού. Όταν όμως μετανοήσει, αμέσως δέχεται την θεία ζωή. Αυτή τον διαποτίζει και γίνεται ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού. Αυτός δεν χρειάζεται να αναβαπτιστεί. Ο αβάπτιστος όμως δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, ακόμη και αν ζει ηθική κατ’ άνθρωπον ζωή. Χρειάζεται να βαπτιστεί, για να γίνει μέλος του σώματος του Χριστού, για να ενσωματωθεί στον Χριστό. Επειδή λοιπόν είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού, προσφέρεται η ζωή του Χριστού και γίνεται δική μας ζωή. Και έτσι ζωοποιούμαστε και σωζόμαστε και θεωνόμαστε. Δεν θα μπορούσαμε να θεωθούμε, αν ο Χριστός δεν μας έκανε μέλη του αγίου σώματος Του.
Δεν θα μπορούσαμε να σωθούμε, εάν δεν υπήρχαν τα άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας, τα οποία μας συσσωματώνουν με τον Χριστό και μας κάνουν, κατά τους αγίους Πατέρες, σύσσωμους και όμαιμους Χριστού. Να είμαστε δηλαδή ένα σώμα και ένα αίμα με τον Χριστό. Τι μεγάλη ευλογία, να κοινωνούμε τα άχραντα Μυστήρια! Ο Χριστός γίνεται δικός μας, η ζωή του Χριστού γίνεται δική μας, το αίμα Του γίνεται αίμα μας. Γι’ αυτό το λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι ο Θεός δεν έχει να δώσει τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που του δίδει στην θεία Κοινωνία. Ούτε ο άνθρωπος μπορεί να ζητήσει από τον Θεό τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που λαμβάνει από τον Χριστό στην θεία Κοινωνία. Έτσι λοιπόν βαπτισμένοι, χρισμένοι, εξομολογούμενοι, κοινωνούμε το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και γινόμαστε και εμείς θεοί κατα Χάριν, ενωνόμαστε με τον Θεό, δεν είμαστε πλέον ξένοι, αλλά οικείοι Του. Μέσα στην Εκκλησία, στην οποία ενωνόμαστε με τον Θεό, ζούμε αυτή την νέα πραγματικότητα που έφερε ο Χριστός στον κόσμο: την καινή κτήση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, του Χριστού, που γίνεται και δική μας ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Όλα μέσα στην Εκκλησία οδηγούν στην θέωση. Η θεία Λειτουργία, τα Μυστήρια, η θεία Λατρεία, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η νηστεία, όλα εκεί οδηγούν. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός χώρος της θεώσεως. Η Εκκλησία δεν είναι ένα κοινωνικό, πολιτιστικό ή ιστορικό ίδρυμα που μπορεί να ομοιάζει με άλλα ιδρύματα στον κόσμο. Δεν είναι όπως οι διάφοροι θεσμοί του κόσμου. Ο κόσμος ίσως έχει ωραίους θεσμούς, ωραίες οργανώσεις, ωραία ιδρύματα, και άλλα πράγματα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας όμως είναι ο ανεπανάληπτος, μοναδικός χώρος της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, της θεώσεως του ανθρώπου. Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός, πουθενά αλλού. Ούτε στα Πανεπιστήμια, ούτε στα ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών, ούτε σε οτιδήποτε άλλο ωραίο και καλό έχει ο κόσμος. Όλα αυτά, όσο καλά και αν είναι, όμως δεν μπορούν να προσφέρουν αυτό που προσφέρει η Εκκλησία. Γι’ αυτό όσο και αν προοδεύσουν οι κοσμικοί θεσμοί και τα συστήματα, δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν την Εκκλησία. Είναι δυνατόν, εμείς οι αδύνατοι και αμαρτωλοί άνθρωποι, να περνούμε κρίσεις και δυσκολίες κατά καιρούς, μέσα στην Εκκλησία. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν και σκάνδαλα μέσα στου κόλπους της Εκκλησίας. Και αυτά γίνονται, διότι στην Εκκλησία είμαστε σε πορεία προς την θέωση και είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Γινόμαστε, αλλά δεν είμαστε θεοί. Όσο όμως και να συμβαίνουν αυτά, εμείς ποτέ δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι στην Εκκλησία έχουμε την μοναδική δυνατότητα να ενωθούμε με τον Θεό. Όταν π.χ. πηγαίνουμε στον Ναό για να εκκλησιασθούμε, και συναντούμε εκεί ίσως μερικούς που δεν προσέχουν στη ιερά ακολουθία και συζητούν μάλιστα μεταξύ τους, έτσι ώστε και να αποσπούν προς στιγμήν την προσοχή μας απ’ αυτή, έρχεται ένας, εύλογος τάχα, λογισμός που μας λέγει: – “Τι κερδίζεις τελικά που έρχεσαι στην Εκκλησία; Δεν κάθεσαι καλύτερα στο σπίτι σου, όπου θα έχεις και περισσότερη ησυχία και άνεση για να κάνεις προσευχή;”.
Εμείς όμως πρέπει με σύνεση να αντιλέξουμε στον πονηρό αυτόν λογισμό: – “Ναι μεν, θα έχω ίσως περισσότερη εξωτερική ησυχία στο σπίτι μου, αλλά δεν θα έχω την Χάρι του Θεού, να με θεώνει και να με αγιάζει. Δεν θα έχω τον Χριστό, ο Οποίος είναι παρών στην Εκκλησία Του. Δεν θα έχω το άγιο Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του, που ευρίσκονται στον ιερό Ναό Του, επάνω στην αγία Τράπεζα. Δεν θα συμμετέχω στον μυστικό Δείπνο της θείας Λειτουργίας. Θα είμαι αποκομμένος από τους εν Χριστώ αδελφούς μου, με τους οποίους μαζί συναποτελούμαι το σώμα του Χριστού”. Έτσι λοιπόν ότι κι αν συμβεί, εμείς δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι σ’ αυτήν μόνο ευρίσκουμε τον δρόμο της θεώσεως.
Η θέωσις δυνατή διά των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το “ου γάρ μή ιδή άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται” (Εξ. λγ’, 20). Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μια λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπεί να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού. Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα γινόμασταν και εμείς κατ’ ουσίαν θεοί. Δηλαδή, όλα θα γινόντουσαν θεοί, θα υπήρχε μια σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ότι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουισμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ’ όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός). Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειες Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του. Ο Θεός, κατά την ορθόδοξο θεολογική θεώρηση είναι Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι. Όπως λέγουν χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και άλλοι άγιοι Πατέρες, ο Θεός εμφορείται από μία αγία αγάπη, ένα άγιο έρωτα για τα πλάσματα Του. Από αυτήν την άπειρη και εκστατική αγάπη Του εξέρχεται από τον Εαυτό του και ζητεί να ενωθεί μαζί τους. Τούτο εκφράζεται και πραγματοποιείται με την ενέργεια του, ή καλύτερα με τις ενέργειες Του. Με τις άκτιστες αυτές ενέργειες Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρεί. Δίδει ουσία και υπόσταση στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειες Του. Είναι παρών στην φύση και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειες Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος με τις θεοτικές ενέργειες του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειες Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύση, στον κόσμο, στην ιστορία, στη ζωή των ανθρώπων. Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι’ αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μια αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχει όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί του και να ενωνόμαστε με την Χάρι του, χωρίς να ταυτιζόμαστε με τον Θεό, όπως θα γινόταν αν ενωνόμασταν με την ουσία Του. Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό διά των άκτιστων θείων ενεργειών του κι όχι διά της φύσεως Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας. Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογιστές, δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πως θα θεωθεί κατ’ αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλαδή έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώσει τον κτιστό άνθρωπο; Για να μη πέσουν στον πανθεϊσμό δεν ομιλούν καθόλου για θέωση. Και ποίος τότε απομένει κατ’ αυτούς ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου; Απλώς μια ηθική καλυτέρευσις. Αφού δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωθεί με την θεία Χάρι, τις θείες ενέργειες, τι σκοπό έχει η ζωή του; Απλώς να γίνη ηθικά καλύτερος. Αλλά η ηθική τελειοποίηση είναι πολύ λίγο για τον άνθρωπο. Δεν μας αρκεί να γίνουμε απλώς καλύτεροι από πριν, να κάνουμε ηθικές πράξεις. Εμείς ως τελικό στόχο μας έχουμε να ενωθούμε με τον άγιο Θεό. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας του σύμπαντος. Αυτό θέλουμε. Αυτή είναι η χαρά μας, η ευτυχία μας, η ολοκλήρωση μας. Η ψυχή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού πλασθέντος ανθρώπου λαχτάρα τον Θεό, ποθεί την ένωση μαζί Του. Όσο ηθικός, όσο καλός κι αν είναι ο άνθρωπος, όσες καλές πράξεις κι αν κάνει, αν δεν εύρη τον Θεό, αν δεν ενωθεί μαζί Του, δεν αναπαύεται. Διότι ο ίδιος ο άγιος Θεός έβαλε μέσα του αυτήν την αγία δίψα, τον θείο έρωτα, τον πόθο για την ένωση μαζί Του, την θέωση. Έχει την ερωτική δύναμη μέσα του, που λαμβάνει από τον Δημιουργό του, για να αγαπά αληθινά, δυνατά ανιδιοτελώς, όπως ο άγιος Δημιουργός του ερωτεύεται τον κόσμο Του, τα πλάσματα Του. Να ερωτεύεται με την αγία αυτή ερωτική φορά και αγαπητική δύναμη τον Θεό. Αν δεν είχε ο άνθρωπος την εικόνα του Θεού μέσα του, δεν θα μπορούσε να αναζητεί το πρωτότυπο της. Ο καθένας μας είμαστε εικόνα του Θεού, και ο Θεός είναι το πρωτότυπο. Η εικόνα ζητεί το πρωτότυπο, και μόνο όταν το βρει αναπαύεται σ’ αυτό. Τον ΙΔ’ αιώνα έγινε μια μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείτες μοναχοί ομιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι γίνονται άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρση από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ. Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθεί την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορεί τους αγιορείτες ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρες. Έλεγε δηλαδή ότι είναι αδύνατο να βλέπει κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενέργειας στον Θεό. Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτιση από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και δίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανώτατη, ύψιστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, τα Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοι του. Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτος Του, του ακτίστου φωτός Του. Οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, διότι με την φώτιση που έλαβε από τον Θεό, με την εμπειρία και θεολογία του μας παρέδωσε την διδασκαλία και αιώνιο πείρα της Εκκλησίας σχετικά με την θέωση του ανθρώπου. Ο Χριστιανός δεν είναι Χριστιανός επειδή μπορεί απλώς να ομιλεί για τον Θεό. Είναι Χριστιανός διότι μπορεί να έχει εμπειρία του Θεού. Κι όπως όταν αγαπάς πραγματικά ένα πρόσωπο και συνομιλής μαζί του, το αισθάνεσαι, το χαίρεσαι, έτσι συμβαίνει και στην κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν υπάρχει μια εξωτερική απλώς σχέση, αλλά μυστική ένωσις Θεού και ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ’ όψιν στον θεολογικό διάλογο με του Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το “αλάθητο” του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήσει την θέωση, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;
Προϋποθέσεις για την θέωσι
Λέγουν βέβαια οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στην Εκκλησία μπορούμε να επιτύχουμε την θέωση. Όμως η θέωσις είναι δώρο του Θεού. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνουμε εμείς μόνοι μας. Φυσικά πρέπει να θέλουμε, να αγωνιζόμαστε και να προετοιμαζόμαστε, για να είμαστε άξιοι, ικανοί και δεκτικοί να δεχθούμε και να φυλάσσουμε το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού, εφ’ όσον ο Θεός δεν θέλει τίποτε να κάνη σ’ εμάς χωρίς την ελευθερία μας. Πλην όμως η θέωσις είναι δωρεά του Θεού. Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι εμείς μεν πάσχουμε την θέωση, ο Θεός δεν ενεργεί την θέωση. Διακρίνουμε δε ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις στην πορεία του ανθρώπου προς την θέωση.
α) Η ταπείνωσις
Πρώτη κατά τους αγίους Πατέρας προϋπόθεση για την θέωση είναι η ταπείνωσις. Χωρίς την ευλογημένη ταπείνωση ο άνθρωπος δεν μπορεί να τεθή στην τροχιά της θεώσεως, να δεχθεί την θεία Χάρι, να ενωθεί με τον Θεό. Και μόνο για να αναγνωρίσει ότι σκοπός της ζωής του είναι η θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατί πως χωρίς ταπείνωση θα αναγνωρίσεις ότι ο σκοπός της ζωής σου είναι έξω από τον εαυτό σου, είναι στο Θεό; Όσο ο άνθρωπος ζει εγωκεντρικά, ανθρωποκεντρικά, αυτόνομα, τοποθετεί τον εαυτό του ως κέντρο και σκοπό της ζωής του. Πιστεύει ότι μπορεί να αυτοτελειωθή, να αυτοορισθή, να αυτοθεωθή. Αυτό είναι άλλωστε και το πνεύμα του σύγχρονου πολιτισμού, της σύγχρονης πολιτικής. Να κάνουμε ένα κόσμο έστω καλύτερο, δικαιότερο, αλλά αυτόνομα. Ένα κόσμο που θα έχει κέντρο τον άνθρωπο χωρίς αναφορά στον Θεό, χωρίς να αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε καλού. Αυτό το λάθος έκανε κι ο Αδάμ, που πίστεψε πως μόνο με τις δικές του δυνάμεις μπορούσε να γίνει Θεός, να ολοκληρωθεί. Το λάθος του Αδάμ κάνουν όλοι οι ουμανισμοί όλων των αιώνων. Δεν θεωρούν απαραίτητη την κοινωνία με τον Θεό για την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Όλα τα ορθόδοξα είναι θεανθρωποκεντρικά, έχουν κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Όλα τα μη ορθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, αθεϊσμός, ότι άλλο εκτός Ορθοδοξίας, αυτόν τον κοινό παρονομαστή έχουν: Κέντρο είναι ο άνθρωπος. Σε μας κέντρο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Γι’ αυτό είναι εύκολο να γίνει κανείς αιρετικός, χιλιαστής, μασόνος, οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι δύσκολο να γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος. Για να γίνεις Χριστιανός Ορθόδοξος, πρέπει να δεχθείς ότι κέντρο του κόσμου δεν είσαι εσύ αλλά ο Χριστός. Άρα η αρχή της οδού προς την θέωση είναι η ταπείνωσις, να αναγνωρίσουμε δηλαδή ότι ο σκοπός της ζωής μας είναι έξω από τον εαυτό μας, είναι στον Πατέρα μας, τον Πλάστη και Δημιουργό μας. Χρειάζεται ακόμη ταπείνωσις, για να δούμε ότι είμαστε άρρωστοι, ότι είμαστε εμπαθείς, γεμάτοι αδυναμίες και πάθη. Κι αυτός πάλι που αρχίζει την πορεία της θεώσεως, πρέπει να έχη διαρκή την ταπείνωση, για να διατηρείται συνεχώς στην πορεία αυτή. Διότι αν δεχθεί τον λογισμό ότι με τις δικές του δυνάμεις τα καταφέρνει καλά και προχωρεί, τότε εισέρχεται μέσα του η υπερηφάνεια. Χάνει ότι κέρδισε και χρειάζεται να αρχίσει πάλι από την αρχή, να ταπεινωθεί, να δει την αδυναμία του, την ανθρώπινη ασθένεια του και να μη βασίζεται στον εαυτό του. Χρειάζεται να βασίζεται στην Χάρι του Θεού, για να μπορεί να βρίσκεται συνεχώς στην πορεία της θεώσεως. Γι’ αυτό στους βίους των Αγίων μας κάνει εντύπωση η μεγάλη ταπείνωση τους. Ενώ ήταν κοντά στον Θεό, έλαμπαν μέσα στο φως του Θεού, ήταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, την ίδια στιγμή επίστευαν για τον εαυτό τους ότι ήταν πολύ χαμηλά, πολύ μακριά από τον Θεό, ότι ήταν οι χειρότεροι από τους ανθρώπους. Αυτή η ταπείνωση τους ήταν που τους έκανε θεούς κατα Χάριν.
β) Η άσκησις
Μας λέγουν επίσης οι Πατέρες ότι η θέωσις έχει στάδια. Αρχίζει από τα χαμηλότερα και προχωρεί προς τα υψηλότερα. Έχοντας την ταπείνωση, αρχίζουμε με μετάνοια και πολλή υπομονή τον καθημερινό μας εν Χριστώ αγώνα, την άσκηση της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού, για να καθαρισθούμε από τα πάθη. Λέγουν δε οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στις εντολές Του κρύβεται ο ίδιος ο Θεός, κι όταν ο Χριστιανός από αγάπη και πίστη στον Χριστό τις τηρεί, τότε ενώνεται μαζί Του. Αυτό κατά τους αγίους Πατέρας είναι το πρώτο στάδιο της θεώσεως, το οποίο ονομάζεται και “πράξις”. Είναι η πρακτική αγωγή, η αρχή του δρόμου προς την θέωση. Φυσικά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι ο αγώνας για να ξεριζωθούν τα πάθη από μέσα μας είναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ώστε σιγά-σιγά ο χέρσος εσωτερικός μας αγρός να καθαρίζεται από τα αγκάθια και τις πέτρες των παθών και να καλλιεργείται πνευματικά, ώστε να μπορεί να πέφτει ο σπόρος του λόγου του Θεού και να καρποφορεί. Απαιτείται μεγάλη και συνεχής βία στον εαυτό μας για όλα αυτά. Γι’ αυτό ο Κύριος είπε ότι “η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν”. (Ματθ. ια’, 12). Και πάλι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν: “Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα”, δηλαδή δεν μπορείς να λάβεις το Άγιο Πνεύμα, αν δεν δώσεις το αίμα της καρδιάς σου στον αγώνα για να καθαριστείς από τα πάθη, να μετανοήσεις πραγματικά και σε βάθος, και να αποκτήσεις τις αρετές. Όλες δε οι αρετές είναι όψεις της μίας και μεγάλης αρετής, της αρετής της αγάπης. Όταν ο Χριστιανός αποκτήσει την αγάπη, έχει όλες τις αρετές. Η αγάπη είναι εκείνη που εκδιώκει από την ψυχή του ανθρώπου την αιτία όλως των κακιών και όλων των παθών, η οποία κατά τους αγίους Πατέρας είναι η φιλαυτία. Όλα τα κακά μέσα μας πηγάζουν από την φιλαυτία, που είναι η αρρωστημένη αγάπη του εαυτού μας. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας έχει την άσκηση. Χωρίς ά agioritikesmnimes
Είναι πολύ τολμηρό να ομιλεί κάποιος για την θέωση, όταν δεν την έχει γευθεί. Τολμήσαμε όμως τα υπέρ δύναμιν θαρρούντες εις τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Για να μη κρύψουμε από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς αδελφούς μας τον ύψιστο και τελικό σκοπό της ζωής μας, για τον οποίο πλασθήκαμε. Για να γίνει σαφές ότι η μόνη ορθόδοξος ποιμαντική είναι η ποιμαντική της θεώσεως και όχι της κατά τα δυτικά πρότυπα ηθικής τελειοποιήσεως του ανθρώπου χωρίς την χάρη του Θεού. Για να ποθήσουμε όλοι τα κρείττονα και έτσι να αγωνισθούμε για τα υψηλά και μόνα δυνάμενα να αναπαύσουν κατά βάθος την δίψα της ψυχής για το Απόλυτο, τον Τριαδικό Θεό. Για να πλημμυρίσουμε από ευγνωμοσύνη προς τον Πλάστη και Δημιουργό μας για το μεγάλο δώρο Του, την κατά Χάριν θέωση μας. Για να νοιώσουμε το αναντικατάστατο της Αγίας μας Εκκλησίας, ως της μόνης επί γής κοινωνίας θεώσεως. Για να φανεί το μεγαλείο και η αλή-
θεια της Ορθοδόξου Πίστεως μας, που μόνη αυτή διδάσκει και παρέχει την θέωση στα μέλη της. Για να παρηγορηθούν οι ψυχές μας που όσο και αν έχουν δηλητηριαστεί και σκοτισθεί από την αμαρτία, λαχταρούν το φως του προσώπου του Χριστού.
Ελεήμων Κύριε, ευδόκησε, εν τη άπειρο αγάπη Σου, να μας αξιώσεις να εισέλθουμε στην οδό της θεώσεως, πριν να απέλθουμε από τον παρόντα πρόσκαιρο κόσμο. Ελεήμων Κύριε, οδήγησε στην αναζήτηση της θεώσεως του Ορθόδοξους αδελφούς μας, που δεν χαίρονται γιατί αγνοούν το μεγαλείο της κλήσεως των ως “κεκελευσμένων θεών”. Ελεήμων Κύριε, οδήγησε και τα βήματα των ετεροδόξων Χριστιανών στην επίγνωση της Αλήθειας Σου, για να μην μείνουν έξω του Νυμφώνος Σου, στερημένοι της Χάριτος της θεώσεως.Ελεήμων Κύριε, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου! Αμήν.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους,
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος.
Σημείωσις: Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασία ομιλιών μου που κατά καιρούς εξεφωνήθησαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος κατόπιν προσκλήσεως υπό των οικείων Σεβασμιότατων Μητροπολιτών. Έτσι κατανοείται το ύφος του πονήματος που περιέχει απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα των ομιλιών.
Σημειωτέον ότι το θέμα αυτό ανέπτυξα, όπου για πρώτη φορά ομιλούσα, θεωρώντας αυτό πρωταρχικό για την πνευματική ζωή.
~~~~~~
Η θέωσις, ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου
Το θέμα του προορισμού της ζωής μας είναι πολύ σοβαρό, διότι αφορά το σπουδαιότερο ζήτημα για τον άνθρωπο: Για ποιο σκοπό ευρισκόμαστε πάνω στην γη. Αν ο άνθρωπος τοποθετηθεί σωστά στο θέμα αυτό, αν εύρη τον πραγματικό του προορισμό, τότε μπορεί να τοποθετηθεί σωστά και στα επί μέρους και καθημερινά ζητήματα της ζωής του, όπως είναι οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, οι σπουδές του, το επάγγελμα, ο γάμος, η απόκτησις και ανατροφή των παιδιών. Αν όμως δεν τοποθετηθεί σωστά σ’ αυτό το βασικό θέμα, τότε θα αποτύχει και στους επί μέρους σκοπούς της ζωής. Διότι τι νόημα μπορούν να έχουν οι επί μέρους σκοποί, όταν στο σύνολο της η ανθρώπινη ζωή δεν έχει νόημα; Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής δηλώνεται ο σκοπός της ζωής μας, όταν ο ιερός συγγραφεύς μας λέγει, ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” Του. Διαπιστώνουμε έτσι την μεγάλη αγάπη που έχει ο εν Τριάδι Θεός για τον άνθρωπο. Δεν τον θέλει απλώς ένα ον με κάποια χαρίσματα, κάποια προσόντα, κάποια ανωτερότητα από την υπόλοιπη κτίση, αλλά τον θέλει θεό κατά Χάριν. Ο άνθρωπος φαίνεται εξωτερικά ότι είναι μια βιολογική απλώς ύπαρξη όπως τα άλλα έμβια όντα, τα ζώα. Είναι βέβαια ζώον, αλλά “ζώον… τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον”, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος εις τα Θεοφάνια, MPG 36, 324, 13). Είναι το μόνο ον που ξεχωρίζει απ’ όλη την δημιουργία, το μόνο που μπορεί να γίνει θεός. Το “κατ’ εικόνα” σημαίνει τα χαρίσματα που έδωσε ο Θεός μόνο στον άνθρωπο, ξεχωριστά απ’ όλα τα πλάσματα Του, ώστε να αποτελεί εικόνα του Θεού. Αυτά τα χαρίσματα είναι : Ο λογικός νους, η συνείδηση, το αυτεξούσιο, δηλαδή η ελευθερία, η δημιουργικότητα, ο έρως και ο πόθος του απολύτου και του Θεού, η προσωπική αυτοσυνειδησία και ότι άλλο κάνει τον άνθρωπο να είναι υπεράνω όλης της λοιπής δημιουργίας των εμβίων όντων και τον κάνει να είναι άνθρωπος και προσωπικότης. Ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο πρόσωπο αυτά είναι τα χαρίσματα του “κατ’ εικόνα”. Έχοντας το “κατ’ εικόνα” καλείται ο άνθρωπος να αποκτήσει το “καθ’ ομοίωσιν”, δηλαδή την θέωση. Ο Δημιουργός, Θεός κατα φύσιν, καλεί τον άνθρωπο να γίνει θεός κατά Χάριν. Εδόθησαν λοιπόν από τον Θεό τα χαρίσματα του “κατ’ εικόνα” στον άνθρωπο για να φθάσει πολύ υψηλά, να πετύχει με αυτά την ομοίωση του με το Θεό και Πλάστη του, να έχει μια όχι εξωτερική, ηθική σχέση μαζί Του, αλλά μια προσωπική ένωση με τον Δημιουργό του. Είναι ίσως πολύ τολμηρό ακόμη και να λέμε και να σκεπτόμαστε, ότι σκοπός της ζωής μας είναι θεοί κατα Χάριν. Όμως η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν μας το απέκρυψαν. Υπάρχει δυστυχώς άγνοια στους ανθρώπους εκτός της Εκκλησίας, αλλά και σε πολλούς μέσα στην Εκκλησία. Διότι νομίζουν ότι σκοπός της ζωής μας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς η ηθική βελτίωση μας, το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ενώ το Ευαγγέλιο, από την Παράδοση της Εκκλησίας και από τους αγίους Πατέρες, μας παραδίδεται ότι σκοπός της ζωής μας δεν είναι αυτό. Το να γίνει δηλαδή ο άνθρωπος μόνο καλύτερος απ’ ότι είναι, ηθικώτερος, δικαιότερος, εγκρατέστερος, προσεκτικότερος. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν είναι ο μεγάλος σκοπός, ο τελικός σκοπός, για τον οποίο ο Πλάστης και Δημιουργός μας έπλασε τον άνθρωπο. Ποιος είναι αυτός ο σκοπός; Η θέωσις. Το να ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, όχι με ένα εξωτερικό ή συναισθηματικό τρόπο, αλλά οντολογικά, πραγματικά. Τόσο υψηλά τοποθετεί η ορθόδοξος ανθρωπολογία τον άνθρωπο. Αν συγκρίνουμε τις ανθρωπολογίες όλων των φιλοσοφικών, κοινωνικών, ψυχολογικών συστημάτων με την ορθόδοξη ανθρωπολογία, θα διαπιστώσουμε πολύ εύκολα πόσο πτωχές είναι, πόσο δεν ανταποκρίνονται στον μεγάλο πόθο του ανθρώπου για κάτι πολύ μεγάλο κι αληθινό στην ζωή του. Επειδή ο άνθρωπος είναι “κεκελευσμένος θεός”, έχει δηλαδή πλασθεί για να γίνει θεός, αν δεν ευρίσκεται στην πορεία της θεώσεως, αισθάνεται ένα κενό μέσα του, ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Δεν χαίρεται, ακόμη κι όταν προσπαθεί να καλύψει το κενό με άλλες δραστηριότητες. Μπορεί να ναρκώνει τον εαυτό του, να κατασκευάζει ένα κόσμο φανταχτερό αλλά ταυτόχρονα πτωχό, μικρό, περιορισμένο, και να εγκλωβίζεται, να φυλακίζεται μέσα σ’ αυτόν κι ο ίδιος. Μπορεί να οργανώνει έτσι την ζωή του, ώστε να μη μένει ποτέ σχεδόν ήσυχος, μόνος με τον εαυτό του. Μπορεί με τους θορύβους, την ένταση, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, την συνεχή πληροφόρηση για οτιδήποτε, να προσπαθεί σαν με ναρκωτικά να ξεχάσει, να μην σκέφτεται, να μην ανησυχεί, να μη θυμάται ότι δεν πορεύεται σωστά, ότι έχει ξεστρατίσει από τον σκοπό του. Τελικά όμως δεν αναπαύεται ο ταλαίπωρος σύγχρονος άνθρωπος, έως ότου εύρη αυτό το κάτι άλλο, το ανώτερο που υπάρχει πράγματι στην ζωή του, το αληθινά όμορφο και δημιουργικό. Μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με τον Θεό; Μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του; Μπορεί να γίνει θεός κατα Χάριν.
Η ενανθρώπησις του Θεού αιτία της θεώσεως του ανθρώπου
Λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να κάνει τον άνθρωπο θεό. Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση αν ο θεός δεν είχε σαρκωθεί. Στους προ Χριστού χρόνους ανεφάνησαν πολλοί σοφοί και ενάρετοι άνθρωποι. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φθάσει σε αρκετά υψηλά μέτρα φιλοσοφίας περί του αγαθού και περί του Θεού. Η φιλοσοφία τους μάλιστα περιείχε σπέρματα αληθείας, τον λεγόμενο “σπερματικό λόγο”. Ήσαν άλλωστε πολύ θρησκευτικοί άνθρωποι, δεν ήσαν καθόλου άθεοι, όπως προσπαθούν να τους παρουσιάσουν μερικοί σύγχρονοι που δεν γνωρίζουν καλά τα πράγματα. Δεν γνώριζαν βεβαίως τον αληθινό Θεό, ήσαν ειδωλολάτρες, όμως ήσαν πολύ ευλαβείς, θεοφοβούμενοι. Γι’ αυτό όσοι παιδαγωγοί, δάσκαλοι ή πολιτικοί και πολιτειακοί άρχοντες, ασυνεπείς προς τις μνήμες του γένους των Ελλήνων επιχειρούν να βγάλουν από την ψυχή του ευσεβούς λαού μας την πίστη του προς τον Θεό, χωρίς μάλιστα και την συγκατάθεση του, αυτοί αποτολμούν μίαν “ύβριν”, με την αρχαία σημασία της λέξεως. Αποτολμούν ουσιαστικά τον αφελληνισμό του, αφού η Παράδοση των Ελλήνων, της αρχαίας μεταγενέστερης και νεωτέρας ιστορίας μας, είναι Παράδοσις ευλάβειας και σεβασμού προς τον Θεό, πάνω στην οποία βασίσθηκε και βασίζεται όλη η παγκόσμιος πολιτιστική προσφορά του ελληνισμού. Στην φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων διακρίνεται μία νοσταλγία για τον άγνωστο Θεό, για την εμπειρία του Θεού. Ήσαν πιστοί, ευλαβείς, αλλά δεν είχαν την σωστή, ολοκληρωμένη γνώση του Θεού, έλειπε η κοινωνία του Θεού. Δεν ήταν δυνατή η θέωσις. Στην Παλαιά Διαθήκη επίσης έχουμε δίκαιους και ενάρετους ανθρώπους. Όμως η πλήρης ένωση με τον Θεό, η θέωσις, γίνεται δυνατή, κατορθωτή, με την σάρκωση του Θεού Λόγου. Αυτός είναι και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού. Αν σκοπός της ζωής του ανθρώπου ήταν να γίνει απλώς ηθικά καλύτερος, δεν θα ήταν ανάγκη να έλθει στον κόσμο ο Χριστός, να γίνει όλη αυτή η ιστορία της θείας Οικονομίας, της σαρκώσεως του Θεού, ο σταυρός, ο θάνατος, η ανάστασις του Κυρίου, όλα όσα πιστεύουμε οι Χριστιανοί ότι έγιναν δια του Χριστού. Διότι και με τους Προφήτες, με τους φιλοσόφους, με τους δίκαιους ανθρώπους και διδασκάλους θα μπορούσε να διδαχθεί το ανθρώπινο γένος να γίνεται ηθικά καλύτερο. Γνωρίζουμε ότι ο Αδάμ και η Εύα παρασύρθηκαν από τον διάβολο και θέλησαν να γίνουν θεοί, όχι όμως συνεργαζόμενοι με τον Θεό, όχι με ταπείνωση, με υπακοή, με αγάπη, αλλά βασιζόμενοι στην δική τους δύναμη, στο δικό τους θέλημα, εγωιστικά και αυτόνομα. Η ουσία δηλαδή της πτώσεως είναι ο εγωισμός. Έτσι υιοθετώντας τον εγωισμό και την αυτάρκεια χωρίστηκαν από τον Θεό, και αντί να πετύχουν των θέωση, πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο: Τον πνευματικό θάνατο. Όπως λέγουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός είναι ζωή. Όποιος λοιπόν χωρίζεται από τον Θεό, χωρίζεται από την ζωή. Άρα ο θάνατος και η πνευματική νέκρωση, ο φυσικός δηλαδή και ο πνευματικός θάνατος, ήταν το αποτέλεσμα της παρακοής των πρωτοπλάστων. Γνωρίζουμε όλοι τις συνέπειες της πτώσεως. Ο χωρισμός από τον Θεό έρριψε τον άνθρωπο στην σαρκική, κτηνώδη και δαιμονιώδη ζωή. Το λαμπρό δημιούργημα του Θεού έπεσε βαριά άρρωστο, σχεδόν νεκρό. Το “κατ’ εικόνα” αμαυρώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν έχει τις προϋποθέσεις, που είχε πριν να αμαρτήσει, για να προχωρήσει στη θέωση. Σ’ αυτήν την κατάσταση της βαριάς ασθένειας, σχεδόν νεκρός, δεν μπορεί πλέον να επαναπροσανατολισθεί προς τον Θεό. Χρειάζεται μια νέα ρίζα στην ανθρωπότητα. Χρειάζεται ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος θα είναι υγιής και θα μπορεί να προσανατολίσει πάλι την ελευθερία του ανθρώπου προς τον Θεό. Αυτή η νέα ρίζα, ο νέος άνθρωπος, είναι ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, που σαρκώνεται για να πολεμήσει την νέα ρίζα, την νέα απαρχή, το νέο φύραμα της ανθρωπότητας. Με την σάρκωση του Λόγου, όπως θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, πραγματοποιείται μία δεύτερα κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Η πρώτη κοινωνία ήταν αυτή στον Παράδεισο. Αυτή όμως διασπάσθηκε. Χωρίστηκε ο άνθρωπος από τον Θεό. Ο πανάγαθος Θεός οικονόμησε τώρα μια άλλη, δευτέρα κοινωνία, ένωση δηλαδή Θεού και ανθρώπων, που να μην μπορεί πλέον να διασπαθή. Διότι αυτή η δευτέρα κοινωνία Θεού και ανθρώπων γίνεται στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, έχει δύο τέλειες φύσεις: Την θεία και την ανθρώπινη. Οι δύο αυτές τέλειες φύσεις ενώνονται “ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως και αδιαιρέτως”, στο ένα πρόσωπο του Χριστού, κατά τον περίφημο όρο της Αγίας Δ’ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος, που εν συνόψει αποτελεί την εν Πνεύματι Αγίω θεολογική πανοπλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά των παντός είδους Χριστολογικών αιρέσεων όλων των αιώνων. Έτσι έχουμε ένα Χριστό με δύο φύσεις: την θεία και την ανθρώπινη. Τώρα πλέον η ανθρώπινη φύση δια της υποστατικής ενώσεως των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού είναι τελεσίδικα ενωμένη με την θεία φύση. Διότι ο Χριστός είναι αιωνίως Θεάνθρωπος. Ως Θεάνθρωπος ανελήφθη στον ουρανό. ως Θεάνθρωπος κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Ως Θεάνθρωπος θα έλθει να κρίνει τον κόσμο στην δευτέρα Παρουσία Άρα λοιπόν η ανθρώπινη φύση είναι τώρα ενθρονισμένη στους κόλπους της Αγίας Τριάδος. Δεν μπορεί πλέον τίποτε να χωρίσει την ανθρώπινη φύση από τον Θεό. Γι’ αυτό τώρα μετά την ενανθρώπηση του Κυρίου, – όσο κι αν ως άνθρωποι αμαρτάνουμε, όσο και αν αποσπασθούμε από τον Θεό -, αν θέλουμε εν μετάνοια να ενωθούμε πάλι με τον Θεό, μπορούμε να το πετύχουμε. Μπορούμε να ενωθούμε μαζί Του, να γίνουμε θεοί κατά Χάριν.
Η συμβολή της Θεοτόκου στην θέωσι του ανθρώπου
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας δίδει αυτήν την δυνατότητα, να ενωθούμε με τον Θεό και να επανέλθουμε στον πρωταρχικό σκοπό που είχε τάξει ο Θεός για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό αναγγέλλεται από την Αγία Γραφή ως η οδός, η θύρα, ο ποιμήν ο καλός, η ζωή, η ανάσταση, το φως. Είναι ο νέος Αδάμ, ο οποίος διορθώνει το λάθος του πρώτου Αδάμ. Ο πρώτος Αδάμ μας χώρισε από τον Θεό με την ανυπακοή του και τον εγωισμό του. Ο δεύτερος Αδάμ, ο Χριστός, μας επαναφέρει πάλι στον Θεό με την αγάπη Του και την υπακοή Του προς τον Πατέρα, υπακοή μέχρι θανάτου, “θανάτου δε σταυρού”. Προσανατολίζει πάλι την ελευθερία μας προς τον Θεό, έτσι ώστε προσφέροντας την σ’ Αυτόν να ενωνόμαστε μαζί Του. Το έργο όμως του νέου Αδάμ προϋποθέτει το έργο της νέας Εύας, της Παναγίας, η οποία και αυτή διόρθωσε το λάθος της παλαιά Εύας. Η Εύα ώθησε τον Αδάμ στην παρακοή. Η νέα Εύα, η Παναγία, συντελεί στο να σαρκωθεί ο νέος Αδάμ, ο οποίος θα οδηγήσει το ανθρώπινο γένος στην υπακοή του Θεού. Γι’ αυτό η Κυρία Θεοτόκος, ως και το πρώτο ανθρώπινο πρόσωπο που επέτυχε την θέωση – κατ’ εξαίρετο και ανεπανάληπτο μάλιστα τρόπο -, διαδραμάτισε στο έργο της σωτηρίας μας όχι απλώς βασικό ρόλο, αλλά αναγκαίο και αναντικατάστατο. Εάν η Παναγία δεν είχε προσφέρει με την υπακοή της την Ελευθερία της στον Θεό και, κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τον μεγάλο θεολόγο του ΙΔ’ αιώνος, δεν είχε πει το “ναι” στον Θεό, δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί ο Θεός. Διότι ο Θεός που έδωσε την ελευθερία στον άνθρωπο δεν θα μπορούσε να την παραβιάσει. Δεν θα μπορούσε να σαρκωθεί, εάν δεν ευρίσκετο μια τέτοια αγνή, παναγία, ακηλίδωτη ψυχή σαν την Θεοτόκο, η οποία θα προσέφερε ολοκληρωτικά την ελευθερία της, την θέληση της, τον εαυτό της όλο στον Θεό, ώστε να Τον ελκύσει προς τον εαυτό της και προς ημάς. Οφείλουμε πολλά στην Παναγία μας. Γι’ αυτό η Εκκλησία τιμά και ευλαβείται τόσο πολύ την Θεοτόκο. Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας την Πατερική θεολογία, λέγει ότι η Παναγία μας έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ότι είναι θεός μετά τον Θεόν, μεθόριο μεταξύ κτιστού και άκτιστου. “Προΐσταται των σωζόμενων”, κατ’ άλλη ωραία έκφραση θεολόγου της Εκκλησίας μας. Ο δε άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νεώτερος αυτός απλανής φωστήρ και διδάσκαλος της Εκκλησίας, αναφέρει ότι και αυτά τα αγγελικά τάγματα φωτίζονται από το φως που λαμβάνουν από την Παναγία. Γι’ αυτό και από την Εκκλησία μας εγκωμιάζεται ως “τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ”. Η σάρκωσις του Λόγου και η θέωσις του ανθρώπου είναι το μέγα μυστήριο της Πίστεως και Θεολογίας μας. Αυτό ζει κάθε ημέρα η Ορθόδοξος Εκκλησία μας με τα μυστήριά της, την υμνολογία της, τις εικόνες της, με όλη την ζωή της. Ακόμη και η αρχιτεκτονική ενός Ορθόδοξου Ναού αυτό μαρτυρεί. Ο τρούλος των εκκλησιών, πάνω στο οποίο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτωρ, συμβολίζει την κάθοδο του Ουρανού στην γη. Ότι ο Κύριος “έκλινεν ουρανούς και κατέβη”. Ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος “και εσκήνωσεν εν ημίν”, όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (Ιω. α’ 14). Επειδή δε έγινε άνθρωπος διά της Θεοτόκου, εικονίζουμε την Θεοτόκο την κόγχη του ιερού, για να δείξουμε ότι δι’ αυτής ο Θεός έρχεται στην γη και στους ανθρώπους. Αυτή είναι “η γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός” και πάλι “η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν”, η Πλατυτέρα των ουρανών, η χώρα του αχωρήτου, που εχώρησε μέσα της τον αχώρητο Θεό για την σωτηρία μας. Στην συνέχεια δείχνει η Εκκλησία μας τους θεωμένους ανθρώπους. Αυτούς που έγιναν θεοί κατα Χάριν, επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος. Γι’ αυτό στις Ορθόδοξες Εκκλησίες μας μπορούμε και εικονίζουμε όχι μόνο τον σαρκωθέντα Θεό, τον Χριστό, και την άχραντο Μητέρα Του, την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και τους Αγίους, γύρω και κάτω από τον Παντοκράτορα. Σ’ όλους τους τοίχους του Ναού ζωγραφίζουμε τα αποτελέσματα της σαρκώσεως του Θεού: Τους αγίους και θεωμένους ανθρώπους. Άρα εισερχόμενοι μέσα σε ένα ορθόδοξο Ναό και βλέποντας την ωραία αγιογράφηση, αμέσως λαμβάνουμε μία εμπειρία: Μαθαίνουμε ποιο είναι το έργο του Θεού για τον άνθρωπο, ποιος είναι ο σκοπός της ζωή μας. Όλα στην Εκκλησία ομιλούν για την ενανθρώπηση του Θεού και την θέωση του ανθρώπου.
Η Εκκλησία, ο χώρος της θεώσεως του ανθρώπου
Όσοι θέλουν να ενωθούν με τον Χριστό και διά του Ιησού Χριστού με τον Θεό Πατέρα γνωρίζουν ότι αυτή η ένωσις γίνεται στο σώμα του Χριστού, που είναι η αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία. Ένωσις όχι βέβαια με την Θεία ουσία, αλλά με την θεωμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού. Η ένωσις όμως αυτή με τον Χριστό δεν είναι εξωτερική, ούτε απλώς ηθική. Δεν είμαστε οπαδοί του Χριστού, όπως ίσως οι άνθρωποι είναι οπαδοί ενός φιλόσοφου ή ενός διδασκάλου. Είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού, το πραγματικό και όχι το ηθικό, όπως λανθασμένα έγραψαν μερικοί θεολόγοι μη εμβαθύνοντας στο πνεύμα της αγία Εκκλησίας. Ο Χριστός μας παίρνει, τους Χριστιανούς, παρά την αναξιότητα και την αμαρτωλότητα μας, και μας ενσωματώνει στο σώμα Του. Μας κάνει μέλη Του. Και γινόμαστε πραγματικά μέλη του σώματος του Χριστού, όχι ηθικά. Όπως λέγει ο απόστολος Παύλος: “μέλη έσμεν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού” (‘Εφεσ. ε’, 30). Βεβαίως ανάλογα με την πνευματική κατάσταση που έχουν οι Χριστιανοί, άλλοτε είναι ζωντανά μέλη του σώματος του Χριστού και άλλοτε νεκρά. Αλλά και νεκρά δεν παύουν να είναι μέλη του σώματος του Χριστού. Ένας π.χ. που είναι βαπτισμένος, έχει γίνει μέλος του σώματος του Χριστού. Αν δεν εξομολογείται, δεν κοινωνεί, δεν ζει πνευματική ζωή, είναι νεκρό μέλος του σώματος του Χριστού. Όταν όμως μετανοήσει, αμέσως δέχεται την θεία ζωή. Αυτή τον διαποτίζει και γίνεται ζωντανό μέλος του σώματος του Χριστού. Αυτός δεν χρειάζεται να αναβαπτιστεί. Ο αβάπτιστος όμως δεν είναι μέλος του σώματος του Χριστού, ακόμη και αν ζει ηθική κατ’ άνθρωπον ζωή. Χρειάζεται να βαπτιστεί, για να γίνει μέλος του σώματος του Χριστού, για να ενσωματωθεί στον Χριστό. Επειδή λοιπόν είμεθα μέλη του σώματος του Χριστού, προσφέρεται η ζωή του Χριστού και γίνεται δική μας ζωή. Και έτσι ζωοποιούμαστε και σωζόμαστε και θεωνόμαστε. Δεν θα μπορούσαμε να θεωθούμε, αν ο Χριστός δεν μας έκανε μέλη του αγίου σώματος Του.
Δεν θα μπορούσαμε να σωθούμε, εάν δεν υπήρχαν τα άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας, τα οποία μας συσσωματώνουν με τον Χριστό και μας κάνουν, κατά τους αγίους Πατέρες, σύσσωμους και όμαιμους Χριστού. Να είμαστε δηλαδή ένα σώμα και ένα αίμα με τον Χριστό. Τι μεγάλη ευλογία, να κοινωνούμε τα άχραντα Μυστήρια! Ο Χριστός γίνεται δικός μας, η ζωή του Χριστού γίνεται δική μας, το αίμα Του γίνεται αίμα μας. Γι’ αυτό το λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι ο Θεός δεν έχει να δώσει τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που του δίδει στην θεία Κοινωνία. Ούτε ο άνθρωπος μπορεί να ζητήσει από τον Θεό τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που λαμβάνει από τον Χριστό στην θεία Κοινωνία. Έτσι λοιπόν βαπτισμένοι, χρισμένοι, εξομολογούμενοι, κοινωνούμε το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και γινόμαστε και εμείς θεοί κατα Χάριν, ενωνόμαστε με τον Θεό, δεν είμαστε πλέον ξένοι, αλλά οικείοι Του. Μέσα στην Εκκλησία, στην οποία ενωνόμαστε με τον Θεό, ζούμε αυτή την νέα πραγματικότητα που έφερε ο Χριστός στον κόσμο: την καινή κτήση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, του Χριστού, που γίνεται και δική μας ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Όλα μέσα στην Εκκλησία οδηγούν στην θέωση. Η θεία Λειτουργία, τα Μυστήρια, η θεία Λατρεία, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η νηστεία, όλα εκεί οδηγούν. Η Εκκλησία είναι ο μοναδικός χώρος της θεώσεως. Η Εκκλησία δεν είναι ένα κοινωνικό, πολιτιστικό ή ιστορικό ίδρυμα που μπορεί να ομοιάζει με άλλα ιδρύματα στον κόσμο. Δεν είναι όπως οι διάφοροι θεσμοί του κόσμου. Ο κόσμος ίσως έχει ωραίους θεσμούς, ωραίες οργανώσεις, ωραία ιδρύματα, και άλλα πράγματα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας όμως είναι ο ανεπανάληπτος, μοναδικός χώρος της κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο, της θεώσεως του ανθρώπου. Μόνο μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει θεός, πουθενά αλλού. Ούτε στα Πανεπιστήμια, ούτε στα ιδρύματα κοινωνικών υπηρεσιών, ούτε σε οτιδήποτε άλλο ωραίο και καλό έχει ο κόσμος. Όλα αυτά, όσο καλά και αν είναι, όμως δεν μπορούν να προσφέρουν αυτό που προσφέρει η Εκκλησία. Γι’ αυτό όσο και αν προοδεύσουν οι κοσμικοί θεσμοί και τα συστήματα, δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν την Εκκλησία. Είναι δυνατόν, εμείς οι αδύνατοι και αμαρτωλοί άνθρωποι, να περνούμε κρίσεις και δυσκολίες κατά καιρούς, μέσα στην Εκκλησία. Είναι δυνατόν να συμβαίνουν και σκάνδαλα μέσα στου κόλπους της Εκκλησίας. Και αυτά γίνονται, διότι στην Εκκλησία είμαστε σε πορεία προς την θέωση και είναι πολύ φυσικό να υπάρχουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Γινόμαστε, αλλά δεν είμαστε θεοί. Όσο όμως και να συμβαίνουν αυτά, εμείς ποτέ δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι στην Εκκλησία έχουμε την μοναδική δυνατότητα να ενωθούμε με τον Θεό. Όταν π.χ. πηγαίνουμε στον Ναό για να εκκλησιασθούμε, και συναντούμε εκεί ίσως μερικούς που δεν προσέχουν στη ιερά ακολουθία και συζητούν μάλιστα μεταξύ τους, έτσι ώστε και να αποσπούν προς στιγμήν την προσοχή μας απ’ αυτή, έρχεται ένας, εύλογος τάχα, λογισμός που μας λέγει: – “Τι κερδίζεις τελικά που έρχεσαι στην Εκκλησία; Δεν κάθεσαι καλύτερα στο σπίτι σου, όπου θα έχεις και περισσότερη ησυχία και άνεση για να κάνεις προσευχή;”.
Εμείς όμως πρέπει με σύνεση να αντιλέξουμε στον πονηρό αυτόν λογισμό: – “Ναι μεν, θα έχω ίσως περισσότερη εξωτερική ησυχία στο σπίτι μου, αλλά δεν θα έχω την Χάρι του Θεού, να με θεώνει και να με αγιάζει. Δεν θα έχω τον Χριστό, ο Οποίος είναι παρών στην Εκκλησία Του. Δεν θα έχω το άγιο Σώμα Του και το τίμιο Αίμα Του, που ευρίσκονται στον ιερό Ναό Του, επάνω στην αγία Τράπεζα. Δεν θα συμμετέχω στον μυστικό Δείπνο της θείας Λειτουργίας. Θα είμαι αποκομμένος από τους εν Χριστώ αδελφούς μου, με τους οποίους μαζί συναποτελούμαι το σώμα του Χριστού”. Έτσι λοιπόν ότι κι αν συμβεί, εμείς δεν θα φύγουμε από την Εκκλησία, διότι σ’ αυτήν μόνο ευρίσκουμε τον δρόμο της θεώσεως.
Η θέωσις δυνατή διά των ακτίστων ενεργειών του Θεού
Στην Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει την θέωση, επειδή η Χάρις του Θεού, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, είναι άκτιστος. Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία, όπως νομίζουν οι Δυτικοί, αλλά είναι και ενέργεια. Εάν ο Θεός ήταν μόνο ουσία, δεν θα μπορούσαμε να ενωθούμε, να κοινωνήσουμε μαζί Του, διότι η ουσία του Θεού είναι φοβερή και απρόσιτη στον άνθρωπο, κατά το “ου γάρ μή ιδή άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται” (Εξ. λγ’, 20). Ας αναφέρουμε ένα κάπως σχετικό παράδειγμα από τα ανθρώπινα. Αν πιάσουμε ένα ηλεκτρικό καλώδιο γυμνό, θα πεθάνουμε. Όταν όμως ενώσουμε μια λάμπα στο καλώδιο, φωτιζόμαστε. Την ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος την βλέπουμε, την χαιρόμαστε, μας βοηθεί. Την ουσία του δεν μπορούμε να την πιάσουμε. Κάτι παρόμοιο, ας μας επιτραπεί να πούμε, συμβαίνει και με την άκτιστο ενέργεια του Θεού. Εάν θα μπορούσαμε να ενωθούμε με την ουσία του Θεού, θα γινόμασταν και εμείς κατ’ ουσίαν θεοί. Δηλαδή, όλα θα γινόντουσαν θεοί, θα υπήρχε μια σύγχυσις, και τίποτε δεν θα ήταν ουσιαστικά θεός. Ότι πιστεύουν με λίγα λόγια στις ανατολικές θρησκείες, π.χ. στον Ινδουισμό, όπου ο θεός δεν είναι προσωπική ύπαρξις, αλλά συγκεχυμένη δύναμις σκορπισμένη σ’ όλον τον κόσμο, και στους ανθρώπους και στα ζώα και στα πράγματα (Πανθεϊσμός). Εάν πάλι ο Θεός είχε μόνο την αμέθεκτη θεία ουσία χωρίς τις ενέργειες Του, θα παρέμενε ένας θεός αυτάρκης, κλεισμένος στον εαυτό του, ακοινώνητος στα πλάσματα του. Ο Θεός, κατά την ορθόδοξο θεολογική θεώρηση είναι Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι. Όπως λέγουν χαρακτηριστικά ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και άλλοι άγιοι Πατέρες, ο Θεός εμφορείται από μία αγία αγάπη, ένα άγιο έρωτα για τα πλάσματα Του. Από αυτήν την άπειρη και εκστατική αγάπη Του εξέρχεται από τον Εαυτό του και ζητεί να ενωθεί μαζί τους. Τούτο εκφράζεται και πραγματοποιείται με την ενέργεια του, ή καλύτερα με τις ενέργειες Του. Με τις άκτιστες αυτές ενέργειες Του ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και συνεχίζει να τον συντηρεί. Δίδει ουσία και υπόσταση στον κόσμο μας με τις ουσιοποιητικές ενέργειες Του. Είναι παρών στην φύση και συντηρεί το σύμπαν με τις συντηρητικές ενέργειες Του. Φωτίζει τον άνθρωπο με τις φωτιστικές του ενέργειες. Τον αγιάζει με τις αγιαστικές ενέργειες. Τον θεώνει, τέλος με τις θεοτικές ενέργειες του. Άρα με τις άκτιστες ενέργειες Του ο άγιος Θεός μπαίνει στην φύση, στον κόσμο, στην ιστορία, στη ζωή των ανθρώπων. Οι ενέργειες του Θεού είναι θείες ενέργειες. Είναι κι αυτές Θεός χωρίς να είναι η ουσία Του. Είναι Θεός και γι’ αυτό θεώνουν τον άνθρωπο. Εάν οι ενέργειες του Θεού δεν ήσαν θείες, άκτιστες ενέργειες, τότε δεν θα ήσαν Θεός, δεν θα μπορούσαν να μας θεώσουν, να μας ενώσουν με τον Θεό. Θα υπήρχε μια αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Με το να έχει όμως ο Θεός θείες ενέργειες και με τις ενέργειες αυτές να ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να κοινωνούμε μαζί του και να ενωνόμαστε με την Χάρι του, χωρίς να ταυτιζόμαστε με τον Θεό, όπως θα γινόταν αν ενωνόμασταν με την ουσία Του. Ενωνόμαστε λοιπόν με τον Θεό διά των άκτιστων θείων ενεργειών του κι όχι διά της φύσεως Του. Αυτό είναι το μυστήριο της Ορθοδόξου Πίστεως και ζωής μας. Αυτό δεν μπορούν να το δεχθούν οι Δυτικοί αιρετικοί. Επειδή είναι ορθολογιστές, δεν κάνουν διάκριση μεταξύ ουσίας και ενέργειας του Θεού, και λέγουν ότι ο Θεός είναι μόνο ουσία. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να ομιλούν περί θεώσεως του ανθρώπου. Διότι πως θα θεωθεί κατ’ αυτούς ο άνθρωπος, αφού δεν δέχονται άκτιστες αλλά κτιστές τις θείες ενέργειες; Και πώς μπορεί κάτι κτιστό, δηλαδή έξω από τον ίδιο τον Θεό, να θεώσει τον κτιστό άνθρωπο; Για να μη πέσουν στον πανθεϊσμό δεν ομιλούν καθόλου για θέωση. Και ποίος τότε απομένει κατ’ αυτούς ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου; Απλώς μια ηθική καλυτέρευσις. Αφού δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωθεί με την θεία Χάρι, τις θείες ενέργειες, τι σκοπό έχει η ζωή του; Απλώς να γίνη ηθικά καλύτερος. Αλλά η ηθική τελειοποίηση είναι πολύ λίγο για τον άνθρωπο. Δεν μας αρκεί να γίνουμε απλώς καλύτεροι από πριν, να κάνουμε ηθικές πράξεις. Εμείς ως τελικό στόχο μας έχουμε να ενωθούμε με τον άγιο Θεό. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας του σύμπαντος. Αυτό θέλουμε. Αυτή είναι η χαρά μας, η ευτυχία μας, η ολοκλήρωση μας. Η ψυχή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού πλασθέντος ανθρώπου λαχτάρα τον Θεό, ποθεί την ένωση μαζί Του. Όσο ηθικός, όσο καλός κι αν είναι ο άνθρωπος, όσες καλές πράξεις κι αν κάνει, αν δεν εύρη τον Θεό, αν δεν ενωθεί μαζί Του, δεν αναπαύεται. Διότι ο ίδιος ο άγιος Θεός έβαλε μέσα του αυτήν την αγία δίψα, τον θείο έρωτα, τον πόθο για την ένωση μαζί Του, την θέωση. Έχει την ερωτική δύναμη μέσα του, που λαμβάνει από τον Δημιουργό του, για να αγαπά αληθινά, δυνατά ανιδιοτελώς, όπως ο άγιος Δημιουργός του ερωτεύεται τον κόσμο Του, τα πλάσματα Του. Να ερωτεύεται με την αγία αυτή ερωτική φορά και αγαπητική δύναμη τον Θεό. Αν δεν είχε ο άνθρωπος την εικόνα του Θεού μέσα του, δεν θα μπορούσε να αναζητεί το πρωτότυπο της. Ο καθένας μας είμαστε εικόνα του Θεού, και ο Θεός είναι το πρωτότυπο. Η εικόνα ζητεί το πρωτότυπο, και μόνο όταν το βρει αναπαύεται σ’ αυτό. Τον ΙΔ’ αιώνα έγινε μια μεγάλη αναταραχή στην Εκκλησία, την οποία προκάλεσε ένας Δυτικός μοναχός, ο Βαρλαάμ. Άκουσε αυτός ότι οι αγιορείτες μοναχοί ομιλούσαν περί θεώσεως. Πληροφορήθηκε ότι γίνονται άξιοι μετά από πολύ αγώνα, κάθαρση από τα πάθη και πολλή προσευχή, να ενωθούν με τον Θεό, να λάβουν εμπειρία του Θεού, να δουν τον Θεό. Άκουσε ότι έβλεπαν το άκτιστο φως, το οποίο είδαν οι άγιοι Απόστολοι κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού στο όρος Θαβώρ. Έχοντας όμως ο Βαρλαάμ το δυτικό, αιρετικό, ορθολογιστικό πνεύμα αδυνατούσε να αντιληφθεί την γνησιότητα αυτών των θείων εμπειριών των ταπεινών μοναχών, κι έτσι άρχισε να κατηγορεί τους αγιορείτες ως τάχα πλανεμένους, αιρετικούς και ειδωλολάτρες. Έλεγε δηλαδή ότι είναι αδύνατο να βλέπει κανείς την Χάρι του Θεού, επειδή δεν γνώριζε τίποτε περί διακρίσεως ουσίας και ακτίστου ενέργειας στον Θεό. Τότε η Χάρις του Θεού ανέδειξε ένα μεγάλο και φωτισμένο διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, τον αγιορείτη Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Αυτός με πολλή σοφία και φώτιση από το Θεό, αλλά και από προσωπική του εμπειρία, είπε και έγραψε πολλά και δίδαξε, σύμφωνα και με τις άγιες Γραφές και την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, ότι είναι άκτιστο το φως της Χάριτος του Θεού, είναι θεία ενέργεια. Ότι όντως βλέπουν το φως αυτό οι θεωμένοι άνθρωποι ως ανώτατη, ύψιστη εμπειρία της θεώσεως, και βλέπονται μέσα στο φως αυτό του Θεού. Αυτό είναι η δόξα του Θεού, η λαμπρότης Του, τα Θαβώρειο φως, το φως της Αναστάσεως του Χριστού και της Πεντηκοστής, και η φωτεινή νεφέλη της Παλαιάς Διαθήκης. Πραγματικό άκτιστο φως Θεού κι όχι συμβολικό, όπως πλανεμένα νόμιζε ο Βαρλαάμ και οι όμοιοι του. Στη συνέχεια όλη η Εκκλησία, με τρεις μεγάλες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη, δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και κήρυξε πως η εν Χριστώ ζωή δεν είναι απλώς ηθικοποίησις του ανθρώπου αλλά θέωσις, που σημαίνει συμμετοχή στην δόξα του Θεού, θέα του Θεού, της Χάριτος Του, του ακτίστου φωτός Του. Οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, διότι με την φώτιση που έλαβε από τον Θεό, με την εμπειρία και θεολογία του μας παρέδωσε την διδασκαλία και αιώνιο πείρα της Εκκλησίας σχετικά με την θέωση του ανθρώπου. Ο Χριστιανός δεν είναι Χριστιανός επειδή μπορεί απλώς να ομιλεί για τον Θεό. Είναι Χριστιανός διότι μπορεί να έχει εμπειρία του Θεού. Κι όπως όταν αγαπάς πραγματικά ένα πρόσωπο και συνομιλής μαζί του, το αισθάνεσαι, το χαίρεσαι, έτσι συμβαίνει και στην κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Δεν υπάρχει μια εξωτερική απλώς σχέση, αλλά μυστική ένωσις Θεού και ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί θεωρούν κτιστή την θεία Χάρι, την ενέργεια του Θεού. Είναι δυστυχώς και τούτο μία από τις πολλές διαφορές μας, που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρώς υπ’ όψιν στον θεολογικό διάλογο με του Ρωμαιοκαθολικούς. Δεν είναι μόνο το filioque, το πρωτείο εξουσίας και το “αλάθητο” του πάπα, από τις βασικές διαφορές μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Παπικών. Είναι και τα ανωτέρω. Αν δεν δεχθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί ότι η Χάρις του Θεού είναι άκτιστος, δεν μπορούμε να ενωθούμε μαζί τους, έστω κι αν δεχθούν όλα τα άλλα. Διότι ποιος θα ενεργήσει την θέωση, αν η θεία Χάρις είναι κτίσμα κι όχι άκτιστος ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος;
Προϋποθέσεις για την θέωσι
Λέγουν βέβαια οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στην Εκκλησία μπορούμε να επιτύχουμε την θέωση. Όμως η θέωσις είναι δώρο του Θεού. Δεν είναι κάτι που επιτυγχάνουμε εμείς μόνοι μας. Φυσικά πρέπει να θέλουμε, να αγωνιζόμαστε και να προετοιμαζόμαστε, για να είμαστε άξιοι, ικανοί και δεκτικοί να δεχθούμε και να φυλάσσουμε το μεγάλο αυτό δώρο του Θεού, εφ’ όσον ο Θεός δεν θέλει τίποτε να κάνη σ’ εμάς χωρίς την ελευθερία μας. Πλην όμως η θέωσις είναι δωρεά του Θεού. Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες λέγουν ότι εμείς μεν πάσχουμε την θέωση, ο Θεός δεν ενεργεί την θέωση. Διακρίνουμε δε ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις στην πορεία του ανθρώπου προς την θέωση.
α) Η ταπείνωσις
Πρώτη κατά τους αγίους Πατέρας προϋπόθεση για την θέωση είναι η ταπείνωσις. Χωρίς την ευλογημένη ταπείνωση ο άνθρωπος δεν μπορεί να τεθή στην τροχιά της θεώσεως, να δεχθεί την θεία Χάρι, να ενωθεί με τον Θεό. Και μόνο για να αναγνωρίσει ότι σκοπός της ζωής του είναι η θέωσις, χρειάζεται ταπείνωσις. Γιατί πως χωρίς ταπείνωση θα αναγνωρίσεις ότι ο σκοπός της ζωής σου είναι έξω από τον εαυτό σου, είναι στο Θεό; Όσο ο άνθρωπος ζει εγωκεντρικά, ανθρωποκεντρικά, αυτόνομα, τοποθετεί τον εαυτό του ως κέντρο και σκοπό της ζωής του. Πιστεύει ότι μπορεί να αυτοτελειωθή, να αυτοορισθή, να αυτοθεωθή. Αυτό είναι άλλωστε και το πνεύμα του σύγχρονου πολιτισμού, της σύγχρονης πολιτικής. Να κάνουμε ένα κόσμο έστω καλύτερο, δικαιότερο, αλλά αυτόνομα. Ένα κόσμο που θα έχει κέντρο τον άνθρωπο χωρίς αναφορά στον Θεό, χωρίς να αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι η πηγή κάθε καλού. Αυτό το λάθος έκανε κι ο Αδάμ, που πίστεψε πως μόνο με τις δικές του δυνάμεις μπορούσε να γίνει Θεός, να ολοκληρωθεί. Το λάθος του Αδάμ κάνουν όλοι οι ουμανισμοί όλων των αιώνων. Δεν θεωρούν απαραίτητη την κοινωνία με τον Θεό για την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Όλα τα ορθόδοξα είναι θεανθρωποκεντρικά, έχουν κέντρο τον Θεάνθρωπο Χριστό. Όλα τα μη ορθόδοξα, Προτεσταντισμός, Παπισμός, Μασονισμός, Χιλιασμός, αθεϊσμός, ότι άλλο εκτός Ορθοδοξίας, αυτόν τον κοινό παρονομαστή έχουν: Κέντρο είναι ο άνθρωπος. Σε μας κέντρο είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Γι’ αυτό είναι εύκολο να γίνει κανείς αιρετικός, χιλιαστής, μασόνος, οτιδήποτε άλλο, αλλά είναι δύσκολο να γίνει Χριστιανός Ορθόδοξος. Για να γίνεις Χριστιανός Ορθόδοξος, πρέπει να δεχθείς ότι κέντρο του κόσμου δεν είσαι εσύ αλλά ο Χριστός. Άρα η αρχή της οδού προς την θέωση είναι η ταπείνωσις, να αναγνωρίσουμε δηλαδή ότι ο σκοπός της ζωής μας είναι έξω από τον εαυτό μας, είναι στον Πατέρα μας, τον Πλάστη και Δημιουργό μας. Χρειάζεται ακόμη ταπείνωσις, για να δούμε ότι είμαστε άρρωστοι, ότι είμαστε εμπαθείς, γεμάτοι αδυναμίες και πάθη. Κι αυτός πάλι που αρχίζει την πορεία της θεώσεως, πρέπει να έχη διαρκή την ταπείνωση, για να διατηρείται συνεχώς στην πορεία αυτή. Διότι αν δεχθεί τον λογισμό ότι με τις δικές του δυνάμεις τα καταφέρνει καλά και προχωρεί, τότε εισέρχεται μέσα του η υπερηφάνεια. Χάνει ότι κέρδισε και χρειάζεται να αρχίσει πάλι από την αρχή, να ταπεινωθεί, να δει την αδυναμία του, την ανθρώπινη ασθένεια του και να μη βασίζεται στον εαυτό του. Χρειάζεται να βασίζεται στην Χάρι του Θεού, για να μπορεί να βρίσκεται συνεχώς στην πορεία της θεώσεως. Γι’ αυτό στους βίους των Αγίων μας κάνει εντύπωση η μεγάλη ταπείνωση τους. Ενώ ήταν κοντά στον Θεό, έλαμπαν μέσα στο φως του Θεού, ήταν θαυματουργοί, μυροβλύτες, την ίδια στιγμή επίστευαν για τον εαυτό τους ότι ήταν πολύ χαμηλά, πολύ μακριά από τον Θεό, ότι ήταν οι χειρότεροι από τους ανθρώπους. Αυτή η ταπείνωση τους ήταν που τους έκανε θεούς κατα Χάριν.
β) Η άσκησις
Μας λέγουν επίσης οι Πατέρες ότι η θέωσις έχει στάδια. Αρχίζει από τα χαμηλότερα και προχωρεί προς τα υψηλότερα. Έχοντας την ταπείνωση, αρχίζουμε με μετάνοια και πολλή υπομονή τον καθημερινό μας εν Χριστώ αγώνα, την άσκηση της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού, για να καθαρισθούμε από τα πάθη. Λέγουν δε οι άγιοι Πατέρες ότι μέσα στις εντολές Του κρύβεται ο ίδιος ο Θεός, κι όταν ο Χριστιανός από αγάπη και πίστη στον Χριστό τις τηρεί, τότε ενώνεται μαζί Του. Αυτό κατά τους αγίους Πατέρας είναι το πρώτο στάδιο της θεώσεως, το οποίο ονομάζεται και “πράξις”. Είναι η πρακτική αγωγή, η αρχή του δρόμου προς την θέωση. Φυσικά αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, διότι ο αγώνας για να ξεριζωθούν τα πάθη από μέσα μας είναι μεγάλος. Χρειάζεται κόπος πολύς, ώστε σιγά-σιγά ο χέρσος εσωτερικός μας αγρός να καθαρίζεται από τα αγκάθια και τις πέτρες των παθών και να καλλιεργείται πνευματικά, ώστε να μπορεί να πέφτει ο σπόρος του λόγου του Θεού και να καρποφορεί. Απαιτείται μεγάλη και συνεχής βία στον εαυτό μας για όλα αυτά. Γι’ αυτό ο Κύριος είπε ότι “η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν”. (Ματθ. ια’, 12). Και πάλι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν: “Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα”, δηλαδή δεν μπορείς να λάβεις το Άγιο Πνεύμα, αν δεν δώσεις το αίμα της καρδιάς σου στον αγώνα για να καθαριστείς από τα πάθη, να μετανοήσεις πραγματικά και σε βάθος, και να αποκτήσεις τις αρετές. Όλες δε οι αρετές είναι όψεις της μίας και μεγάλης αρετής, της αρετής της αγάπης. Όταν ο Χριστιανός αποκτήσει την αγάπη, έχει όλες τις αρετές. Η αγάπη είναι εκείνη που εκδιώκει από την ψυχή του ανθρώπου την αιτία όλως των κακιών και όλων των παθών, η οποία κατά τους αγίους Πατέρας είναι η φιλαυτία. Όλα τα κακά μέσα μας πηγάζουν από την φιλαυτία, που είναι η αρρωστημένη αγάπη του εαυτού μας. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας έχει την άσκηση. Χωρίς ά agioritikesmnimes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ