2019-03-19 21:37:28
Ο «πρίγκιπας της νύχτας» ξέφυγε - Από τα χρόνια της αποθέωσης στον καβγά με τη Πάολα
Το φως έλουζε άπλετα τα παράθυρα του ορόφου στο κτίριο της Sony Music επί της λεωφόρου Μεσογείων εκείνο το ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό.
Ήταν Ιούνιος του 1991, μια συνήθης καθημερινή για τα στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας, που εκτός από τα meetings που έκαναν, συναντούσαν και δημοσιογράφους από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Ελάχιστοι από αυτούς που μπαίνουν εκείνη την ώρα παρατηρούν έναν ταλαιπωρημένο «Σκαραβαίο» που σταματάει λίγο πιο κάτω από την είσοδο. Από μέσα βγαίνει ένας νεαρός που φοράει τζιν παντελόνι, λευκό T-shirt και καουμπόικες μπότες, με μουστάκι, φαβορίτες και πυκνό μαύρο μαλλί, ο οποίος εισέρχεται στο κτίριο. Οι δημοσιογράφοι που τον βλέπουν λίγο αργότερα σε ένα γραφείο μαθαίνουν ότι είναι ένας νέος καλλιτέχνης της εταιρείας, του οποίου το παρθενικό άλμπουμ («Πρώτη φορά») μόλις έχει κυκλοφορήσει.
Λέγεται Νότης Σφακιανάκης, κάθεται σε μια πολυθρόνα και δείχνει να μην ενδιαφέρεται για την κινητικότητα που επικρατεί γύρω του. Ενας από την ομήγυρη των δημοσιογράφων λέει στον Θάνο Καραγρηγόρη και τον Νεκτάριο Κόκκινο -αμφότεροι στελέχη τότε της Sony Music-που ήθελαν να «σπρώξουν» τον Νότη: «Καλά, πού τον πάτε αυτόν; Τον βλέπετε πώς είναι; Δεν θα κάνει τίποτε». Μόνο ένας μπαίνει στο γραφείο του Κόκκινου και ακούει ένα κομμάτι από τον δίσκο του νεαρού τραγουδιστή με το αλλόκοτο look, που δεν συμβαδίζει καθόλου με το στυλ των άλλων συναδέλφων του. Το κομμάτι λέγεται «Ναυάγια», είναι το τελευταίο τραγούδι του δίσκου και πρόκειται για μια εξαιρετική μπαλάντα, την οποία ερμηνεύει πολύ καλά αυτός ο περίεργος για τους άλλους τύπος. Από εκείνη τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα πέρασαν σχεδόν είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια, ο Νότης ηχογράφησε πάνω από είκοσι δίσκους και πραγματοποίησε εκατοντάδες εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό μπροστά σε εκστασιασμένα ακροατήρια.
Έχτισε τον δικό του προσωπικό μύθο αρνούμενος να αλλάξει ρότα από τα πρώτα κιόλας χρόνια μιας διαδρομής που τα είχε κυριολεκτικά όλα, αφού ειδικά όταν άνοιγε το στόμα του έδινε αφορμή για σχόλια. Μόνο που την τελευταία δεκαετία κατάφερε και κάτι άλλο. Να γίνει ένας ερμηνευτής που ξέφυγε -για τους άλλους- από αυτό που ήταν: ένας πολύ καλός τραγουδιστής που μπορούσε να κρατήσει μόνος του μέχρι πρότινος ένα νυχτερινό κέντρο. Τα όσα έχει πει για την Ακρόπολη που κατασκευάστηκε από εξωγήινους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, οι ύμνοι για τους «πατριώτες» της Χρυσής Αυγής, οι απόψεις για τους συναδέλφους του και τους ομοφυλόφιλους τον έχρισαν τιμητή των πάντων. Ακουσε πολλά, κατηγόρησε ουκ ολίγες φορές τους δημοσιογράφους ότι δεν αποδίδουν σωστά τα λεγόμενά του, αλλά τελικά φαίνεται ότι παραμένει ένας άνθρωπος που δεν θα παραδεχθεί ποτέ ότι έχει κάνει λάθος. Κι αν αυτό δεν είναι επικίνδυνο, είναι τουλάχιστον δείγμα ενός απόλυτου χαρακτήρα που άρχισε να σμιλεύεται πριν από 60 χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου ο κατά κόσμον Παναγιώτης Σφακιανάκης άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του.
«Θέλω να ζήσω τώρα αλλιώς...»
Οταν η μητέρα του Μαίρη διαπιστώνει ότι είναι για τρίτη φορά έγκυος την πιάνει απελπισία. Εχει ήδη δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Πολυάννα, και με το ζόρι αυτή και ο άντρας της Κωνσταντίνος καταφέρνουν να τα φέρνουν βόλτα τη δεκαετία του ’50 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σκέφτηκαν αν θα το κρατήσουν, η μοίρα όμως έχει άποψη για το βρέφος που δεν έχει κλείσει ούτε τρεις μήνες στην κοιλιά της μάνας του: Ο παππούς την ώρα που διάβαζε την εφημερίδα του αισθάνθηκε δίπλα του μια παρουσία. Νόμιζε ότι ήταν η γιαγιά του, αλλά βλέπει δίπλα του μία άγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα: «Η κόρη σου είναι έγκυος. Το παιδί που έχει μέσα της είναι αγόρι, δεν θα επιτρέψεις να πάθει τίποτα, θα το βαφτίσεις εσύ και θα το ονομάσεις Παναγιώτη».
Η γυναίκα χάνεται και ο παππούς μετά το όραμα που είδε φωνάζει τη σύζυγό του Καλλιρρόη, η οποία παραδέχεται ότι η Μαίρη ήταν έγκυος. Τελικά η παρέμβαση του παππού θα αποδειχτεί καταλυτική για την ύπαρξη του Νότη σε αυτή τη γη. Θα γεννηθεί Σάββατο μεσημέρι στις 2 Νοεμβρίου του 1959 και όπως θυμήθηκε χρόνια αργότερα η μητέρα του από πολύ μικρός ξεσήκωνε τη γειτονιά τραγουδώντας ακόμη και όταν έκανε βόλτα με το ποδήλατο. Δεν θα προλάβει όμως να ζήσει την αποκαλούμενη οικογενειακή ευτυχία, αφού οι γονείς του χωρίζουν όταν αυτός είναι ακόμη πολύ μικρός. Βασική αιτία του διαζυγίου ήταν ότι μαζί με την οικογένεια έμεναν ο παππούς και η γιαγιά, με τον πρώτο να επεμβαίνει σε όλα όσα αφορούσαν τη φαμίλια. Χρόνια μετά ο Νότης περιέγραψε αυτή την κατάσταση σε μία από τις συνεντεύξεις του: «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 3 ετών. Θυμάμαι το περιστατικό ακριβώς όπως έγινε.
Υπήρχε μέσα στο σπίτι έντονη διαμάχη που ξεκίναγε με το ότι συζούσαν με τον παππού και τη γιαγιά. Ο παππούς ήταν πολύ αυστηρός άνθρωπος. Ιδιόρρυθμος πολύ. Ηταν πολύ ισχυρός χαρακτήρας. Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος και εξευγενισμένο πρόσωπο, αλλά κάποια στιγμή μπούκωσε, δεν μπορούσε να το αντέξει. Θυμάμαι καβγάδες οι οποίοι δεν ήταν αυτό που λέμε “μαλώνουμε” κι αυτό ξεκινούσε από τον παππού ο οποίος ήθελε να ελέγχει το παν. Τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι η γιαγιά μου με κράταγε στην αγκαλιά της». Μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του μετακομίζουν στην Κω μετά από λίγα χρόνια. Εκεί μετακόμισαν και οι γονείς της κυρίας Μαίρης -ο Νότης την αποκαλεί συχνά Μαιρούλα- και ο μικρός πηγαίνει στο 3ο Δημοτικό Σχολείο, όχι όμως για πολύ, αφού ερωτεύεται μια συμμαθήτριά του! Οταν «συλλαμβάνεται» να στέλνει ραβασάκια στη μικρή τον στέλνουν στο 2ο Δημοτικό, δίπλα από το Ιπποκράτειο Γυμνάσιο, απ’ όπου και αποφοιτά. Η σχέση του με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θα τελειώσει στην Α’ Γυμνασίου όταν μένει μετεξεταστέος στα Μαθηματικά, αφού δεν εμφανίζεται τον Σεπτέμβριο για να δώσει. Επιλέγει να αφήσει το σχολείο και να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, μπαίνοντας από μικρός ακόμη στο μεροκάματο και κάνοντας διάφορες δουλειές.
Καλοκαίρι του 1989. O Νότης Σφακιανάκης με τον Λευτέρη Πανταζή και τον φίλο τους επιχειρηματία Σάββα Σαρματζίδη στις καμπάνες του «Αστέρα
«Πέρνα κι εσύ, όπως πέρασαν κι οι άλλες»
Εφηβος πλέον, μεταπηδά από την ημέρα στη νύχτα, γίνεται DJ σε κλαμπ του νησιού, ενώ παράλληλα τραγουδάει για το κέφι του αποκλειστικά ξένες επιτυχίες κυρίως από τον χώρο της soul, στήνοντας γκρουπ με φίλους του. Επιτυχίες όμως έχει και με το γυναικείο φύλο, αφού η Κως κάθε καλοκαίρι πλημμυρίζει από τουρίστριες, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι σχέσεις του έχουν σχεδόν πάντα ημερομηνία λήξης και συνήθως κρατούν από λίγες ημέρες έως κάποιες εβδομάδες, άντε μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι. Αντιθέτως, η σχέση του με τη νύχτα που ξεκίνησε κάπου στα δεκάξι του χρόνια δεν θα τελειώσει ποτέ. Από τα δεκαεφτά του και μετά δουλεύει σε κλαμπ και μπαρ κάνοντας τον DJ ή τραγουδώντας μόνο ξένες επιτυχίες, ενώ στη σκέψη του «κυκλοφορούν» ήχοι rock, funky και soul μουσικής, αναζητώντας έναν ιδανικό και δίκαιο κόσμο.Στη μουσική μπορεί και τον βρίσκει, στους στίχους μπορεί και τον εκφράζει, ενώ στις μελωδίες έχει την άνεση να τον κάνει κτήμα του καθώς τα χρόνια περνούν. Το 1984 ο μυστακοφόρος 25χρονος αποφασίζει να στήσει τη δική του επιχείρηση, ένα μικρό κλαμπ όπου τραγουδάει, χωρίς όμως να γνωρίσει τη μεγάλη επιτυχία. Οι πιο πολλοί απορούν, οι ξένοι ψιλοαδιαφορούν και κάποιοι λίγοι τον χειροκροτούν, αλλά αυτός δεν πτοείται, αφού έχει πάρει την απόφαση να γίνει τραγουδιστής. Οι σποραδικοί έρωτες συνεχίζονται μέχρι την ημέρα που τα μάτια του αντικρίζουν την πανύψηλη Βρετανίδα Κίλι, η οποία έχει έρθει για διακοπές στην Κω.
Είναι ένα ταξίδι-δώρο των γονιών της αφού έχει μόλις τελειώσει τις σπουδές της ως ξεναγός, οι οποίοι δεν φαντάζονται ότι η κόρη τους θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα τον γοητευτικό νεαρό, τόσο που θα μείνει μαζί του στην Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά το ζευγάρι μετακομίζει στην Αθήνα, αφού ο Νότης δέχεται πρόταση να τραγουδήσει σε νυχτερινό κέντρο της πρωτεύουσας αγνοώντας τις δυσκολίες της συγκεκριμένης δουλειάς. Εχει κάνει άλλες δυσκολότερες, όπως το να ρίχνει μπετά σε οικοδομή τον χειμώνα για 2.000 δραχμές μεροκάματο, γι’ αυτό δεν φοβάται την άνοδο στην Αθήνα. Μαζί με τη γυναίκα της ζωής του μένουν σε ένα ημιυπόγειο στην Καλλιθέα και περνούν δύσκολα, αλλά η Κίλι δεν μετανιώνει στιγμή για την επιλογή της. Αλλωστε αυτή δεν θα περάσει από τη ζωή του όπως οι άλλες, αλλά θα του χαρίσει δύο παιδιά, τον Απόλλωνα και την Αφροδίτη, μένοντας πάντα δίπλα του και μακριά από τη δημοσιότητα.
Με τη σύζυγό του Κίλι και τα δύο παιδιά τους, Απόλλωνα και Αφροδίτη
«Πρώτη φορά γιορτάζω»
Για τέσσερα χρόνια ο Νότης ανοίγει το πρόγραμμα σε διάφορα κέντρα της Αθήνας, την ώρα που ο κόσμος είναι ελάχιστος, χωρίς όμως να απογοητεύεται. Ντύνεται όπως θέλει αυτός και όχι όπως θέλουν οι άλλοι και διατηρεί πάντα τις φαβορίτες και το μουστάκι του. Το 1990 στελέχη της Sony Music που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη διακρίνουν κάτι πάνω του όταν τον ακούν στο κέντρο όπου εμφανίζεται ανοίγοντας το πρόγραμμα για την Ελένη Δήμου. Το look του που ξεφεύγει από τις τυπικές νόρμες των λαϊκών τραγουδιστών και η ιδιαίτερη φωνή του τους πείθουν ότι αυτός ο 30άρης μπορεί να κάνει κάτι. Θα χρειαστεί ένας χρόνος για να κυκλοφορήσει το «Πρώτη φορά», με τον Νότη να δεσπόζει στη φωτό του εξωφύλλου και τους δημοσιογράφους να στέκονται επιφυλακτικά, αν όχι αρνητικά απέναντί του. O δεύτερος δίσκος του με τίτλο «Είσαι ένα πιστόλι» είναι αυτός που τον κάνει αρκετά γνωστό και βγάζει τα πρώτα σουξέ, όπως το ομώνυμο κομμάτι, το «Ωπα-Ωπα» και την μπαλάντα «Δεύτερα χέρια».
«Ο αετός πεθαίνει στον αέρα...»
Παρόλο που δεν είναι το μεγάλο όνομα, ξεκινάει εμφανίσεις στο θρυλικό πλέον «Bio-Bio» της λεωφόρου Συγγρού, όπου συρρέουν οι πρώτοι φανατικοί του θαυμαστές. Τραγουδάει κάθε βράδυ για τέσσερις ώρες, έξι μέρες την εβδομάδα και το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει μπαλάντες σαν το «Soldier of Fortune» των Deep Purple, το «Sorry seems to be the hardest word» και το «Τry me» των UFO. Κάποιοι συλλαμβάνονται εξαπίνης ακούγοντας έναν λαϊκό τραγουδιστή να ερμηνεύει ξένες συνθέσεις, όμως η αποδοχή είναι καθολική και η φήμη του μεγαλώνει συνεχώς. Στην πίστα διαθέτει ήδη το ειδικό βάρος ενός σταρ, στο καμαρίνι του δέχεται φίλους και γνωστούς για χαλαρές ή πιο σοβαρές κουβέντες, ενώ έρχεται και φεύγει με μια Harley- Davidson, ένα από τα πρώτα ακριβά αντικείμενα που αγόρασε. Μιλάει με δημοσιογράφους που τον γουστάρουν γι’ αυτό το rock attitude που αποπνέει και ένα βράδυ δύο από αυτούς πάνε να τον δουν, αλλά κάθονται στο μπαρ γιατί δεν έχουν λεφτά παρά μόνο για ένα ποτό. Οταν το μαθαίνει στέλνει τον μετρ να τους βάλει σε ένα πρώτο τραπέζι και τους κερνάει ένα μπουκάλι όχι για δημόσιες σχέσεις αλλά γιατί έτσι ένιωθε.
Η Κίλι, την οποία έχει παντρευτεί πλέον, τον περιμένει υπομονετικά να γυρίσει σπίτι και να κοιμηθεί, αλλά ο Νότης δεν κοιμάται όχι γιατί δεν θέλει αλλά γιατί δεν μπορεί. Πρέπει να περάσει μιάμιση μέρα ή δύο 24ωρα για να κλείσει τα μάτια του τέσσερις-πέντε ώρες το πολύ, κατάσταση που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει το «Με το Ν και με το Σ» ζωντανά και το ζεϊμπέκικο «Μα εσύ με καις» γίνεται επιτυχία σε χρόνο-ρεκόρ, όμως ένα άλλο ζεϊμπέκικο θα τον χρίσει μέγα σταρ. Είναι το «Ο αετός» που εκτοξεύει τη φήμη του Νότη, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αφήνει τη λεωφόρο Συγγρού και κατηφορίζει στην Ιερά Οδό. Η κοσμοσυρροή είναι τέτοια που ο Ηλίας Μαροσούλης αναγκάζεται να βάλει οθόνες έξω από το «Γκάζι» για να βλέπουν live το πρόγραμμα αυτοί που δεν μπορούν να μπουν μέσα. Οταν αργότερα θα του δώσει το «Rex», θα ακούσει διάφορα αρνητικά σχόλια και ο Νότης θα δώσει την πρώτη αφορμή για να τα ακούσει από τα «Μέσα Μαζικού Επηρεασμού και Εξευτελισμού», όπως αποκαλεί εδώ και χρόνια τα ΜΜΕ.
«Σώμα μου, κάνεις ό,τι θέλεις το μυαλό»
Βλέποντας την οροφή του ιστορικού θεάτρου την οποία είχε ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νότης που είχε πάει να δει τον χώρο λέει ότι δεν του αρέσει και φέρεται να ζητάει να τη βάψουν. Είναι πλέον ο «πρίγκιπας της νύχτας», απίστευτα δημοφιλής, ο έχων τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα και κανείς δεν του λέει «όχι». Μόνο που δεν υπολογίζει τις αντιδράσεις.
Οταν γίνεται γνωστό ότι θέλει να βάψει την οροφή του Τσαρούχη ξεσπά ένα κύμα αντιδράσεων για τον «σκυλά στον οποίο έδωσαν το “Rex”», ο οποίος θα το μολύνει. Τελικά η οροφή θα καλυφθεί αλλά δεν θα βαφτεί και το σωτήριο έτος 1996 αρχίζουν τα περίφημα λογύδρια του Νότη στο κοινό, με φράσεις του τύπου «αντισταθείτε και μην αφήνετε να σας κοροϊδεύουν».
Η κυκλοφορία του δίσκου «Εμπειριών συλλέκτης» με αγαπημένα του τραγούδια τα οποία έχουν ερμηνεύσει άλλοι, όπως είναι το «Η Κιβωτός» της Ελένης Βιτάλη, το «Ερωτικό» του Θάνου Μικρούτσικου και το «Δημοσθένους Λέξις» του Διονύση Σαββόπουλου, σηματοδοτεί αυτή τη στάση. Τελευταία σύνθεση στο CD είναι το «Πατρίδα μου», ένα κομμάτι που θα σημαδέψει την πορεία του, και το θεωρεί ένα από τα πιο σημαντικά που έχει πει. Οι στίχοι τον εκφράζουν απόλυτα και κάποιοι που τον ξέρουν θυμούνται ότι το κόλλημα με την πατρίδα και τους κυβερνώντες έχει ξεκινήσει τρία χρόνια πριν, σε μια συνέντευξη που δίνει στον Νίκο Μαστοράκη φορώντας ένα μαύρο δερμάτινο φέσι! «Οσα βλέπω γύρω μου με ενοχλούν», λέει, και συνεχίζει προσδιορίζοντας τον εαυτό του ως αναρχικό: «Με ενοχλεί η αναξιοκρατία. Με ενοχλεί το ότι αυτοί οι άνθρωποι που κυβερνούν αυτό τον τόπο δεν είναι αυτοί που θα ’πρεπε να είναι. Εγώ δεν ψηφίζω. Απομακρύνομαι. Οχι, δεν είμαι ψιλοαναρχικός. Είμαι Αναρχικός! Δεν μου αρέσει ο συμβιβασμός. Μ’ αρέσει η επανάσταση. Μέσα από τον συμβιβασμό δεν βγαίνει τίποτα. Μέσα από την επανάσταση βγαίνουν καινούρια πράγματα».
Στα μαγαζιά όπου εμφανίζεται δεν συμπράττει σχεδόν ποτέ με μεγάλα ονόματα, όπως η Αννα Βίσση, αλλά με ερμηνεύτριες όπως η Μαριάντα Πιερίδη, και η Εύα Μιλλή. Συνεργάζεται μόνο μία φορά με τη Δέσποινα Βανδή, το 1998, για την οποία δηλώνει αργότερα ότι «είναι καλή, αλλά θα μπορούσε να είναι καλύτερη», προκαλώντας για άλλη μια φορά ποικίλα σχόλια. Τα χειρότερα όμως έρχονται όσο περνάνε τα χρόνια και ο Νότης βυθίζεται σε μια θάλασσα άκρατου εγωισμού, άκρατου εθνικισμού και φανατικού ομοφοβισμού, από την οποία δεν θα βγει ποτέ.
Στα παρασκήνια του κέντρου όπου εμφανίζονταν πριν από τη μεγάλη σύγκρουση ο Νότης Σφακιανάκης με την Πάολα
«Μήπως είμαι τρελός, μήπως τα ’χω χαμένα...»
Στα κέντρα όπου εμφανίζεται υπάρχουν βράδια που μιλάει για την πατρίδα, το έθνος, τους πουλημένους πολιτικούς, την προδοσία και πολλά άλλα για δέκα ολόκληρα λεπτά. Αρχίζει να χάνει σταδιακά φίλους και θαυμαστές που επιλέγουν να μην πάνε ξανά, κουρασμένοι από τα πολλά λόγια ενός ερμηνευτή που ήθελε πάντα να είναι διαφορετικός. Το 2004 χάνει τον αδελφό του Γιώργο -ήταν ο προσωπικός του μετρ και στενός συνεργάτης του- μέσα σε τρεις μήνες από καρκίνο, παρότι κάνει τα πάντα για να τον σώσει. Θα «φύγει» ακούγοντας στο τηλέφωνο τον Νότη να τραγουδά σε συναυλία, ο οποίος θρηνεί συγκλονισμένος την απώλειά του, αφού τον λάτρευε και ήταν σχεδόν συνέχεια μαζί. Οταν αποθεώνει σε πολλές συνεντεύξεις τον δικτάτορα Γιώργο Παπαδόπουλο η κατάσταση τίθεται πλέον εκτός των ορίων της λογικής για έναν λαϊκό τραγουδιστή, όχι όμως για τον Νότη.
«Τελικά, ο μόνος μάγκας σ’ αυτό τον τόπο, μετά τον Ιωάννη Μεταξά που είπε το “Οχι” εξ ονόματός μας, ο αμέσως επόμενος μάγκας δυστυχώς ήταν πάλι δικτάτορας. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε το σθένος, την ανδρεία, να τον καταδικάσει η πατρίδα του, να πάει στη φυλακή και να πεθάνει εκεί χωρίς να ζητήσει χάρη, γιατί θα αποδεχόταν πως έβλαψε την πατρίδα του ενώ αυτός ήταν πραγματικά πατριώτης!».
Οι ύμνοι στον Παπαδόπουλο είναι μόνο η αρχή της καθόδου, αλλά ο Νότης δεν το αντιλαμβάνεται ούτε τότε, ούτε το 1999, όταν σε μία από τις εμφανίσεις του στο κέντρο «Cosmos» της Θεσσαλονίκης, ένα βράδυ φέρεται να είπε σε θαμώνες που δεν κατέβαιναν από την πίστα: «Το καταλάβατε ότι πρέπει να κατεβείτε ή πρέπει να το πω στα βουλγάρικα;».
Τα media παίρνουν φωτιά και ο θόρυβος που ξεσηκώνεται είναι τέτοιος που ο τραγουδιστής -παρόλο που αρνήθηκε δημόσια ότι είπε κάτι τέτοιο-θα ανέβει ξανά στη συμπρωτεύουσα μετά από χρόνια, αφού οι Θεσσαλονικείς δεν τον περίμεναν με τις καλύτερες διαθέσεις.Ηδη σε κάθε του δίσκο από το 1997 και μετά υπάρχουν τα λεγόμενα πατριωτικά τραγούδια-κοινωνικά σύμφωνα με τον ερμηνευτή, αυτά που μιλάνε για την Ελλάδα και καλούν σε αφύπνιση τα «Πρόβατα», δηλαδή εμάς. Στην έπαυλη που χτίζει στη Βάρκιζα, εκτός από τους κίονες, δεσπόζει πάνω από την είσοδο της κατοικίας η ελληνική σημαία, η οποία δεν κατεβαίνει ποτέ όπως έχει δηλώσει. «Κατεβαίνει» αυτός, όμως, όταν ερωτάται για το αν θα συνεργαζόταν με ένα μεγάλο όνομα όπως ο Αντώνης Ρέμος και απαντάει με το ιδιότυπο χιούμορ του ότι το «Ρέμος είναι δισύλλαβο, άρα μικρό όνομα».
Σε έτερη ερώτηση για τον πιο δημοφιλή Ελληνα ερμηνευτή που με αφορμή δηλώσεις του Νότη για τη Χρυσή Αυγή είπε ότι «είναι άλλο πράγμα το τραγούδι και άλλο η πολιτική», απαντάει μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα: «Χέστηκα τι είπε ο Ρέμος», και συνεχίζει ακάθεκτος: «Αντωνάκη, ασχολήσου με τα δικά σου. Ο καθένας στα κυβικά του. Μικροί, μεγάλοι στο ίδιο καφενείο μπερδευόμαστε».
Ο έρωτας του Νότη με τη Χρυσή Αυγή καλά κρατεί εδώ και πολλά χρόνια, με αποθεωτικές δηλώσεις ενός απόλυτου ανθρώπου, που συνεχίζει χωρίς να αντιλαμβάνεται τη γραφικότητα στην οποία έχει βυθιστεί. Το φθινόπωρο του 2013, λίγες ημέρες πριν από την επίσημη πρεμιέρα τους, η Δέσποινα Βανδή τινάζει στον αέρα τη συνεργασία της με τον Νότη. Αιτία; Η πλήρης αντίθεσή της στις εκθειαστικές δηλώσεις του τραγουδιστή για τη Χρυσή Αυγή, την οποία εκφράζει με μία λιτή ανακοίνωση που καταχειροκροτείται από την πλειονότητα του καλλιτεχνικού και πολιτικού στερεώματος της χώρας: «... Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι τα πράγματα που μας χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που μας ενώνουν. Αποχωρώ με λύπη. Και κάτι τελευταίο... Εμένα οι γονείς μου ήταν μετανάστες... Αυτό». Η απάντηση του Νότη έρχεται λίγες μέρες αργότερα από τη «γαριφαλοφορεμένη» πίστα στην οποία εμφανίζεται με παντελόνι παραλλαγής, χακί μπουφάν, γερμανική σημαία και... πολιτικό λόγο: «Θα σας παρακαλούσα πάρα πολύ, σύντομα που θα γίνουν εκλογές, να δώσετε το παρών βροντερά και να διώξετε τους τυράννους...».
Η Δέσποινα δεν απαντά. Τον λόγο παίρνουν πολιτικοί, καλλιτέχνες και συγγραφείς, με περισσότερο εκκωφαντικό απ’ όλους εκείνον την Ελενας Ακρίτα: «Σαν πληγωμένο φασιστόπουλο στο χώμα, ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα. Δικό σας...».
«Πάρ’ τον δρόμο που σου πρέπει, τον αγύριστο...»
Ο Νότης θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο να αποθεώνει τους Χρυσαυγίτες, οι οποίοι συρρέουν για να τον ακούσουν στα κέντρα όπου εμφανίζεται και τον χειροκροτούν μαζί με όλους τους θαμώνες για τον τραγουδιστικό φόρο τιμής του στον Σολωμό Σολωμού που δολοφονήθηκε από Τούρκους στρατιώτες στο οδόφραγμα της Δερύνειας όταν προσπάθησε να κατεβάσει την τουρκική σημαία από τον ιστό της. Ο ίδιος επιλέγει να μην κατέβει από τον δικό του ιστό, συνεχίζοντας να αποθεώνει ακραίες συμπεριφορές. Η περσινή εμφάνισή του στα Τίρανα -παρά τα όσα έλεγε για τους Αλβανούς και τους μετανάστες- μας χαρίζει άλλη μια μεγάλη στιγμή του ανθρώπου που ήθελε να γίνει βασιλιάς του τραγουδιού και το κατόρθωσε για μια μεγάλη περίοδο. Χαρακτηρίζει τους Eλληνες «τεμπέληδες που δεν θέλουν να δουλέψουν» και εξυμνεί τους Αλβανούς που τον αποθεώνουν, προκαλώντας την έκρηξη του Γιώργου Μουκίδη. Πρόκειται για τον συνθέτη που του έχει γράψει πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, ο οποίος κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα -που κέρδισε- με τα οποία του απαγορεύει να ερμηνεύει 45 τραγούδια του.
Ο Νότης δεν του απάντησε ποτέ, ίσως επειδή πιστεύει ότι οι εξωγήινοι που έχτισαν την Ακρόπολη και κυκλοφορούν ανάμεσά μας θα επέμβουν για να αλλάξουν την κατάσταση. Η φετινή συνεργασία του με την Πάολα έληξε άδοξα μετά τον καβγά που προκάλεσε επειδή δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι του να κοιμηθεί ή να ανέβει στο διαμέρισμα που του είχε φτιάξει ο Ηλίας Μαροσούλης, πάνω από το «Γκάζι», για να ξεκουράζεται όσες μέρες ήθελε. Ηθελε να κλείσει η Πάολα τη μουσική στο καμαρίνι της και να μην κάνουν φασαρία οι φίλοι της, μόνο που αυτή τη φορά δεν του πέρασε, όπως δεν του περνάει πλέον τα τελευταία χρόνια. Πλέον, οκτώ μήνες πριν κλείσει τα εξήντα του χρόνια, βιώνει μια αποκαθήλωση που φυσικά για τον ίδιο δεν ισχύει, ίσως επειδή δεν έχει ακούσει παραφρασμένη μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. «Νότη, δεν περπατάμε πια παράλληλα, κι όλα είναι ακατάλληλα για να σμίξουμε πάλι...»
Διονύσης Θανάσουλας
anatakti
Το φως έλουζε άπλετα τα παράθυρα του ορόφου στο κτίριο της Sony Music επί της λεωφόρου Μεσογείων εκείνο το ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό.
Ήταν Ιούνιος του 1991, μια συνήθης καθημερινή για τα στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας, που εκτός από τα meetings που έκαναν, συναντούσαν και δημοσιογράφους από εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Ελάχιστοι από αυτούς που μπαίνουν εκείνη την ώρα παρατηρούν έναν ταλαιπωρημένο «Σκαραβαίο» που σταματάει λίγο πιο κάτω από την είσοδο. Από μέσα βγαίνει ένας νεαρός που φοράει τζιν παντελόνι, λευκό T-shirt και καουμπόικες μπότες, με μουστάκι, φαβορίτες και πυκνό μαύρο μαλλί, ο οποίος εισέρχεται στο κτίριο. Οι δημοσιογράφοι που τον βλέπουν λίγο αργότερα σε ένα γραφείο μαθαίνουν ότι είναι ένας νέος καλλιτέχνης της εταιρείας, του οποίου το παρθενικό άλμπουμ («Πρώτη φορά») μόλις έχει κυκλοφορήσει.
Λέγεται Νότης Σφακιανάκης, κάθεται σε μια πολυθρόνα και δείχνει να μην ενδιαφέρεται για την κινητικότητα που επικρατεί γύρω του. Ενας από την ομήγυρη των δημοσιογράφων λέει στον Θάνο Καραγρηγόρη και τον Νεκτάριο Κόκκινο -αμφότεροι στελέχη τότε της Sony Music-που ήθελαν να «σπρώξουν» τον Νότη: «Καλά, πού τον πάτε αυτόν; Τον βλέπετε πώς είναι; Δεν θα κάνει τίποτε». Μόνο ένας μπαίνει στο γραφείο του Κόκκινου και ακούει ένα κομμάτι από τον δίσκο του νεαρού τραγουδιστή με το αλλόκοτο look, που δεν συμβαδίζει καθόλου με το στυλ των άλλων συναδέλφων του. Το κομμάτι λέγεται «Ναυάγια», είναι το τελευταίο τραγούδι του δίσκου και πρόκειται για μια εξαιρετική μπαλάντα, την οποία ερμηνεύει πολύ καλά αυτός ο περίεργος για τους άλλους τύπος. Από εκείνη τη ζεστή καλοκαιρινή μέρα πέρασαν σχεδόν είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια, ο Νότης ηχογράφησε πάνω από είκοσι δίσκους και πραγματοποίησε εκατοντάδες εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό μπροστά σε εκστασιασμένα ακροατήρια.
Έχτισε τον δικό του προσωπικό μύθο αρνούμενος να αλλάξει ρότα από τα πρώτα κιόλας χρόνια μιας διαδρομής που τα είχε κυριολεκτικά όλα, αφού ειδικά όταν άνοιγε το στόμα του έδινε αφορμή για σχόλια. Μόνο που την τελευταία δεκαετία κατάφερε και κάτι άλλο. Να γίνει ένας ερμηνευτής που ξέφυγε -για τους άλλους- από αυτό που ήταν: ένας πολύ καλός τραγουδιστής που μπορούσε να κρατήσει μόνος του μέχρι πρότινος ένα νυχτερινό κέντρο. Τα όσα έχει πει για την Ακρόπολη που κατασκευάστηκε από εξωγήινους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, οι ύμνοι για τους «πατριώτες» της Χρυσής Αυγής, οι απόψεις για τους συναδέλφους του και τους ομοφυλόφιλους τον έχρισαν τιμητή των πάντων. Ακουσε πολλά, κατηγόρησε ουκ ολίγες φορές τους δημοσιογράφους ότι δεν αποδίδουν σωστά τα λεγόμενά του, αλλά τελικά φαίνεται ότι παραμένει ένας άνθρωπος που δεν θα παραδεχθεί ποτέ ότι έχει κάνει λάθος. Κι αν αυτό δεν είναι επικίνδυνο, είναι τουλάχιστον δείγμα ενός απόλυτου χαρακτήρα που άρχισε να σμιλεύεται πριν από 60 χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου ο κατά κόσμον Παναγιώτης Σφακιανάκης άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του.
«Θέλω να ζήσω τώρα αλλιώς...»
Οταν η μητέρα του Μαίρη διαπιστώνει ότι είναι για τρίτη φορά έγκυος την πιάνει απελπισία. Εχει ήδη δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Πολυάννα, και με το ζόρι αυτή και ο άντρας της Κωνσταντίνος καταφέρνουν να τα φέρνουν βόλτα τη δεκαετία του ’50 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σκέφτηκαν αν θα το κρατήσουν, η μοίρα όμως έχει άποψη για το βρέφος που δεν έχει κλείσει ούτε τρεις μήνες στην κοιλιά της μάνας του: Ο παππούς την ώρα που διάβαζε την εφημερίδα του αισθάνθηκε δίπλα του μια παρουσία. Νόμιζε ότι ήταν η γιαγιά του, αλλά βλέπει δίπλα του μία άγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα: «Η κόρη σου είναι έγκυος. Το παιδί που έχει μέσα της είναι αγόρι, δεν θα επιτρέψεις να πάθει τίποτα, θα το βαφτίσεις εσύ και θα το ονομάσεις Παναγιώτη».
Η γυναίκα χάνεται και ο παππούς μετά το όραμα που είδε φωνάζει τη σύζυγό του Καλλιρρόη, η οποία παραδέχεται ότι η Μαίρη ήταν έγκυος. Τελικά η παρέμβαση του παππού θα αποδειχτεί καταλυτική για την ύπαρξη του Νότη σε αυτή τη γη. Θα γεννηθεί Σάββατο μεσημέρι στις 2 Νοεμβρίου του 1959 και όπως θυμήθηκε χρόνια αργότερα η μητέρα του από πολύ μικρός ξεσήκωνε τη γειτονιά τραγουδώντας ακόμη και όταν έκανε βόλτα με το ποδήλατο. Δεν θα προλάβει όμως να ζήσει την αποκαλούμενη οικογενειακή ευτυχία, αφού οι γονείς του χωρίζουν όταν αυτός είναι ακόμη πολύ μικρός. Βασική αιτία του διαζυγίου ήταν ότι μαζί με την οικογένεια έμεναν ο παππούς και η γιαγιά, με τον πρώτο να επεμβαίνει σε όλα όσα αφορούσαν τη φαμίλια. Χρόνια μετά ο Νότης περιέγραψε αυτή την κατάσταση σε μία από τις συνεντεύξεις του: «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 3 ετών. Θυμάμαι το περιστατικό ακριβώς όπως έγινε.
Υπήρχε μέσα στο σπίτι έντονη διαμάχη που ξεκίναγε με το ότι συζούσαν με τον παππού και τη γιαγιά. Ο παππούς ήταν πολύ αυστηρός άνθρωπος. Ιδιόρρυθμος πολύ. Ηταν πολύ ισχυρός χαρακτήρας. Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος και εξευγενισμένο πρόσωπο, αλλά κάποια στιγμή μπούκωσε, δεν μπορούσε να το αντέξει. Θυμάμαι καβγάδες οι οποίοι δεν ήταν αυτό που λέμε “μαλώνουμε” κι αυτό ξεκινούσε από τον παππού ο οποίος ήθελε να ελέγχει το παν. Τη μέρα που έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι η γιαγιά μου με κράταγε στην αγκαλιά της». Μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του μετακομίζουν στην Κω μετά από λίγα χρόνια. Εκεί μετακόμισαν και οι γονείς της κυρίας Μαίρης -ο Νότης την αποκαλεί συχνά Μαιρούλα- και ο μικρός πηγαίνει στο 3ο Δημοτικό Σχολείο, όχι όμως για πολύ, αφού ερωτεύεται μια συμμαθήτριά του! Οταν «συλλαμβάνεται» να στέλνει ραβασάκια στη μικρή τον στέλνουν στο 2ο Δημοτικό, δίπλα από το Ιπποκράτειο Γυμνάσιο, απ’ όπου και αποφοιτά. Η σχέση του με τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θα τελειώσει στην Α’ Γυμνασίου όταν μένει μετεξεταστέος στα Μαθηματικά, αφού δεν εμφανίζεται τον Σεπτέμβριο για να δώσει. Επιλέγει να αφήσει το σχολείο και να ασχοληθεί με άλλα πράγματα, μπαίνοντας από μικρός ακόμη στο μεροκάματο και κάνοντας διάφορες δουλειές.
Καλοκαίρι του 1989. O Νότης Σφακιανάκης με τον Λευτέρη Πανταζή και τον φίλο τους επιχειρηματία Σάββα Σαρματζίδη στις καμπάνες του «Αστέρα
«Πέρνα κι εσύ, όπως πέρασαν κι οι άλλες»
Εφηβος πλέον, μεταπηδά από την ημέρα στη νύχτα, γίνεται DJ σε κλαμπ του νησιού, ενώ παράλληλα τραγουδάει για το κέφι του αποκλειστικά ξένες επιτυχίες κυρίως από τον χώρο της soul, στήνοντας γκρουπ με φίλους του. Επιτυχίες όμως έχει και με το γυναικείο φύλο, αφού η Κως κάθε καλοκαίρι πλημμυρίζει από τουρίστριες, κυρίως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι σχέσεις του έχουν σχεδόν πάντα ημερομηνία λήξης και συνήθως κρατούν από λίγες ημέρες έως κάποιες εβδομάδες, άντε μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι. Αντιθέτως, η σχέση του με τη νύχτα που ξεκίνησε κάπου στα δεκάξι του χρόνια δεν θα τελειώσει ποτέ. Από τα δεκαεφτά του και μετά δουλεύει σε κλαμπ και μπαρ κάνοντας τον DJ ή τραγουδώντας μόνο ξένες επιτυχίες, ενώ στη σκέψη του «κυκλοφορούν» ήχοι rock, funky και soul μουσικής, αναζητώντας έναν ιδανικό και δίκαιο κόσμο.Στη μουσική μπορεί και τον βρίσκει, στους στίχους μπορεί και τον εκφράζει, ενώ στις μελωδίες έχει την άνεση να τον κάνει κτήμα του καθώς τα χρόνια περνούν. Το 1984 ο μυστακοφόρος 25χρονος αποφασίζει να στήσει τη δική του επιχείρηση, ένα μικρό κλαμπ όπου τραγουδάει, χωρίς όμως να γνωρίσει τη μεγάλη επιτυχία. Οι πιο πολλοί απορούν, οι ξένοι ψιλοαδιαφορούν και κάποιοι λίγοι τον χειροκροτούν, αλλά αυτός δεν πτοείται, αφού έχει πάρει την απόφαση να γίνει τραγουδιστής. Οι σποραδικοί έρωτες συνεχίζονται μέχρι την ημέρα που τα μάτια του αντικρίζουν την πανύψηλη Βρετανίδα Κίλι, η οποία έχει έρθει για διακοπές στην Κω.
Είναι ένα ταξίδι-δώρο των γονιών της αφού έχει μόλις τελειώσει τις σπουδές της ως ξεναγός, οι οποίοι δεν φαντάζονται ότι η κόρη τους θα ερωτευτεί κεραυνοβόλα τον γοητευτικό νεαρό, τόσο που θα μείνει μαζί του στην Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά το ζευγάρι μετακομίζει στην Αθήνα, αφού ο Νότης δέχεται πρόταση να τραγουδήσει σε νυχτερινό κέντρο της πρωτεύουσας αγνοώντας τις δυσκολίες της συγκεκριμένης δουλειάς. Εχει κάνει άλλες δυσκολότερες, όπως το να ρίχνει μπετά σε οικοδομή τον χειμώνα για 2.000 δραχμές μεροκάματο, γι’ αυτό δεν φοβάται την άνοδο στην Αθήνα. Μαζί με τη γυναίκα της ζωής του μένουν σε ένα ημιυπόγειο στην Καλλιθέα και περνούν δύσκολα, αλλά η Κίλι δεν μετανιώνει στιγμή για την επιλογή της. Αλλωστε αυτή δεν θα περάσει από τη ζωή του όπως οι άλλες, αλλά θα του χαρίσει δύο παιδιά, τον Απόλλωνα και την Αφροδίτη, μένοντας πάντα δίπλα του και μακριά από τη δημοσιότητα.
Με τη σύζυγό του Κίλι και τα δύο παιδιά τους, Απόλλωνα και Αφροδίτη
«Πρώτη φορά γιορτάζω»
Για τέσσερα χρόνια ο Νότης ανοίγει το πρόγραμμα σε διάφορα κέντρα της Αθήνας, την ώρα που ο κόσμος είναι ελάχιστος, χωρίς όμως να απογοητεύεται. Ντύνεται όπως θέλει αυτός και όχι όπως θέλουν οι άλλοι και διατηρεί πάντα τις φαβορίτες και το μουστάκι του. Το 1990 στελέχη της Sony Music που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη διακρίνουν κάτι πάνω του όταν τον ακούν στο κέντρο όπου εμφανίζεται ανοίγοντας το πρόγραμμα για την Ελένη Δήμου. Το look του που ξεφεύγει από τις τυπικές νόρμες των λαϊκών τραγουδιστών και η ιδιαίτερη φωνή του τους πείθουν ότι αυτός ο 30άρης μπορεί να κάνει κάτι. Θα χρειαστεί ένας χρόνος για να κυκλοφορήσει το «Πρώτη φορά», με τον Νότη να δεσπόζει στη φωτό του εξωφύλλου και τους δημοσιογράφους να στέκονται επιφυλακτικά, αν όχι αρνητικά απέναντί του. O δεύτερος δίσκος του με τίτλο «Είσαι ένα πιστόλι» είναι αυτός που τον κάνει αρκετά γνωστό και βγάζει τα πρώτα σουξέ, όπως το ομώνυμο κομμάτι, το «Ωπα-Ωπα» και την μπαλάντα «Δεύτερα χέρια».
«Ο αετός πεθαίνει στον αέρα...»
Παρόλο που δεν είναι το μεγάλο όνομα, ξεκινάει εμφανίσεις στο θρυλικό πλέον «Bio-Bio» της λεωφόρου Συγγρού, όπου συρρέουν οι πρώτοι φανατικοί του θαυμαστές. Τραγουδάει κάθε βράδυ για τέσσερις ώρες, έξι μέρες την εβδομάδα και το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει μπαλάντες σαν το «Soldier of Fortune» των Deep Purple, το «Sorry seems to be the hardest word» και το «Τry me» των UFO. Κάποιοι συλλαμβάνονται εξαπίνης ακούγοντας έναν λαϊκό τραγουδιστή να ερμηνεύει ξένες συνθέσεις, όμως η αποδοχή είναι καθολική και η φήμη του μεγαλώνει συνεχώς. Στην πίστα διαθέτει ήδη το ειδικό βάρος ενός σταρ, στο καμαρίνι του δέχεται φίλους και γνωστούς για χαλαρές ή πιο σοβαρές κουβέντες, ενώ έρχεται και φεύγει με μια Harley- Davidson, ένα από τα πρώτα ακριβά αντικείμενα που αγόρασε. Μιλάει με δημοσιογράφους που τον γουστάρουν γι’ αυτό το rock attitude που αποπνέει και ένα βράδυ δύο από αυτούς πάνε να τον δουν, αλλά κάθονται στο μπαρ γιατί δεν έχουν λεφτά παρά μόνο για ένα ποτό. Οταν το μαθαίνει στέλνει τον μετρ να τους βάλει σε ένα πρώτο τραπέζι και τους κερνάει ένα μπουκάλι όχι για δημόσιες σχέσεις αλλά γιατί έτσι ένιωθε.
Η Κίλι, την οποία έχει παντρευτεί πλέον, τον περιμένει υπομονετικά να γυρίσει σπίτι και να κοιμηθεί, αλλά ο Νότης δεν κοιμάται όχι γιατί δεν θέλει αλλά γιατί δεν μπορεί. Πρέπει να περάσει μιάμιση μέρα ή δύο 24ωρα για να κλείσει τα μάτια του τέσσερις-πέντε ώρες το πολύ, κατάσταση που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει το «Με το Ν και με το Σ» ζωντανά και το ζεϊμπέκικο «Μα εσύ με καις» γίνεται επιτυχία σε χρόνο-ρεκόρ, όμως ένα άλλο ζεϊμπέκικο θα τον χρίσει μέγα σταρ. Είναι το «Ο αετός» που εκτοξεύει τη φήμη του Νότη, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αφήνει τη λεωφόρο Συγγρού και κατηφορίζει στην Ιερά Οδό. Η κοσμοσυρροή είναι τέτοια που ο Ηλίας Μαροσούλης αναγκάζεται να βάλει οθόνες έξω από το «Γκάζι» για να βλέπουν live το πρόγραμμα αυτοί που δεν μπορούν να μπουν μέσα. Οταν αργότερα θα του δώσει το «Rex», θα ακούσει διάφορα αρνητικά σχόλια και ο Νότης θα δώσει την πρώτη αφορμή για να τα ακούσει από τα «Μέσα Μαζικού Επηρεασμού και Εξευτελισμού», όπως αποκαλεί εδώ και χρόνια τα ΜΜΕ.
«Σώμα μου, κάνεις ό,τι θέλεις το μυαλό»
Βλέποντας την οροφή του ιστορικού θεάτρου την οποία είχε ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νότης που είχε πάει να δει τον χώρο λέει ότι δεν του αρέσει και φέρεται να ζητάει να τη βάψουν. Είναι πλέον ο «πρίγκιπας της νύχτας», απίστευτα δημοφιλής, ο έχων τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε όλα και κανείς δεν του λέει «όχι». Μόνο που δεν υπολογίζει τις αντιδράσεις.
Οταν γίνεται γνωστό ότι θέλει να βάψει την οροφή του Τσαρούχη ξεσπά ένα κύμα αντιδράσεων για τον «σκυλά στον οποίο έδωσαν το “Rex”», ο οποίος θα το μολύνει. Τελικά η οροφή θα καλυφθεί αλλά δεν θα βαφτεί και το σωτήριο έτος 1996 αρχίζουν τα περίφημα λογύδρια του Νότη στο κοινό, με φράσεις του τύπου «αντισταθείτε και μην αφήνετε να σας κοροϊδεύουν».
Η κυκλοφορία του δίσκου «Εμπειριών συλλέκτης» με αγαπημένα του τραγούδια τα οποία έχουν ερμηνεύσει άλλοι, όπως είναι το «Η Κιβωτός» της Ελένης Βιτάλη, το «Ερωτικό» του Θάνου Μικρούτσικου και το «Δημοσθένους Λέξις» του Διονύση Σαββόπουλου, σηματοδοτεί αυτή τη στάση. Τελευταία σύνθεση στο CD είναι το «Πατρίδα μου», ένα κομμάτι που θα σημαδέψει την πορεία του, και το θεωρεί ένα από τα πιο σημαντικά που έχει πει. Οι στίχοι τον εκφράζουν απόλυτα και κάποιοι που τον ξέρουν θυμούνται ότι το κόλλημα με την πατρίδα και τους κυβερνώντες έχει ξεκινήσει τρία χρόνια πριν, σε μια συνέντευξη που δίνει στον Νίκο Μαστοράκη φορώντας ένα μαύρο δερμάτινο φέσι! «Οσα βλέπω γύρω μου με ενοχλούν», λέει, και συνεχίζει προσδιορίζοντας τον εαυτό του ως αναρχικό: «Με ενοχλεί η αναξιοκρατία. Με ενοχλεί το ότι αυτοί οι άνθρωποι που κυβερνούν αυτό τον τόπο δεν είναι αυτοί που θα ’πρεπε να είναι. Εγώ δεν ψηφίζω. Απομακρύνομαι. Οχι, δεν είμαι ψιλοαναρχικός. Είμαι Αναρχικός! Δεν μου αρέσει ο συμβιβασμός. Μ’ αρέσει η επανάσταση. Μέσα από τον συμβιβασμό δεν βγαίνει τίποτα. Μέσα από την επανάσταση βγαίνουν καινούρια πράγματα».
Στα μαγαζιά όπου εμφανίζεται δεν συμπράττει σχεδόν ποτέ με μεγάλα ονόματα, όπως η Αννα Βίσση, αλλά με ερμηνεύτριες όπως η Μαριάντα Πιερίδη, και η Εύα Μιλλή. Συνεργάζεται μόνο μία φορά με τη Δέσποινα Βανδή, το 1998, για την οποία δηλώνει αργότερα ότι «είναι καλή, αλλά θα μπορούσε να είναι καλύτερη», προκαλώντας για άλλη μια φορά ποικίλα σχόλια. Τα χειρότερα όμως έρχονται όσο περνάνε τα χρόνια και ο Νότης βυθίζεται σε μια θάλασσα άκρατου εγωισμού, άκρατου εθνικισμού και φανατικού ομοφοβισμού, από την οποία δεν θα βγει ποτέ.
Στα παρασκήνια του κέντρου όπου εμφανίζονταν πριν από τη μεγάλη σύγκρουση ο Νότης Σφακιανάκης με την Πάολα
«Μήπως είμαι τρελός, μήπως τα ’χω χαμένα...»
Στα κέντρα όπου εμφανίζεται υπάρχουν βράδια που μιλάει για την πατρίδα, το έθνος, τους πουλημένους πολιτικούς, την προδοσία και πολλά άλλα για δέκα ολόκληρα λεπτά. Αρχίζει να χάνει σταδιακά φίλους και θαυμαστές που επιλέγουν να μην πάνε ξανά, κουρασμένοι από τα πολλά λόγια ενός ερμηνευτή που ήθελε πάντα να είναι διαφορετικός. Το 2004 χάνει τον αδελφό του Γιώργο -ήταν ο προσωπικός του μετρ και στενός συνεργάτης του- μέσα σε τρεις μήνες από καρκίνο, παρότι κάνει τα πάντα για να τον σώσει. Θα «φύγει» ακούγοντας στο τηλέφωνο τον Νότη να τραγουδά σε συναυλία, ο οποίος θρηνεί συγκλονισμένος την απώλειά του, αφού τον λάτρευε και ήταν σχεδόν συνέχεια μαζί. Οταν αποθεώνει σε πολλές συνεντεύξεις τον δικτάτορα Γιώργο Παπαδόπουλο η κατάσταση τίθεται πλέον εκτός των ορίων της λογικής για έναν λαϊκό τραγουδιστή, όχι όμως για τον Νότη.
«Τελικά, ο μόνος μάγκας σ’ αυτό τον τόπο, μετά τον Ιωάννη Μεταξά που είπε το “Οχι” εξ ονόματός μας, ο αμέσως επόμενος μάγκας δυστυχώς ήταν πάλι δικτάτορας. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε το σθένος, την ανδρεία, να τον καταδικάσει η πατρίδα του, να πάει στη φυλακή και να πεθάνει εκεί χωρίς να ζητήσει χάρη, γιατί θα αποδεχόταν πως έβλαψε την πατρίδα του ενώ αυτός ήταν πραγματικά πατριώτης!».
Οι ύμνοι στον Παπαδόπουλο είναι μόνο η αρχή της καθόδου, αλλά ο Νότης δεν το αντιλαμβάνεται ούτε τότε, ούτε το 1999, όταν σε μία από τις εμφανίσεις του στο κέντρο «Cosmos» της Θεσσαλονίκης, ένα βράδυ φέρεται να είπε σε θαμώνες που δεν κατέβαιναν από την πίστα: «Το καταλάβατε ότι πρέπει να κατεβείτε ή πρέπει να το πω στα βουλγάρικα;».
Τα media παίρνουν φωτιά και ο θόρυβος που ξεσηκώνεται είναι τέτοιος που ο τραγουδιστής -παρόλο που αρνήθηκε δημόσια ότι είπε κάτι τέτοιο-θα ανέβει ξανά στη συμπρωτεύουσα μετά από χρόνια, αφού οι Θεσσαλονικείς δεν τον περίμεναν με τις καλύτερες διαθέσεις.Ηδη σε κάθε του δίσκο από το 1997 και μετά υπάρχουν τα λεγόμενα πατριωτικά τραγούδια-κοινωνικά σύμφωνα με τον ερμηνευτή, αυτά που μιλάνε για την Ελλάδα και καλούν σε αφύπνιση τα «Πρόβατα», δηλαδή εμάς. Στην έπαυλη που χτίζει στη Βάρκιζα, εκτός από τους κίονες, δεσπόζει πάνω από την είσοδο της κατοικίας η ελληνική σημαία, η οποία δεν κατεβαίνει ποτέ όπως έχει δηλώσει. «Κατεβαίνει» αυτός, όμως, όταν ερωτάται για το αν θα συνεργαζόταν με ένα μεγάλο όνομα όπως ο Αντώνης Ρέμος και απαντάει με το ιδιότυπο χιούμορ του ότι το «Ρέμος είναι δισύλλαβο, άρα μικρό όνομα».
Σε έτερη ερώτηση για τον πιο δημοφιλή Ελληνα ερμηνευτή που με αφορμή δηλώσεις του Νότη για τη Χρυσή Αυγή είπε ότι «είναι άλλο πράγμα το τραγούδι και άλλο η πολιτική», απαντάει μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα: «Χέστηκα τι είπε ο Ρέμος», και συνεχίζει ακάθεκτος: «Αντωνάκη, ασχολήσου με τα δικά σου. Ο καθένας στα κυβικά του. Μικροί, μεγάλοι στο ίδιο καφενείο μπερδευόμαστε».
Ο έρωτας του Νότη με τη Χρυσή Αυγή καλά κρατεί εδώ και πολλά χρόνια, με αποθεωτικές δηλώσεις ενός απόλυτου ανθρώπου, που συνεχίζει χωρίς να αντιλαμβάνεται τη γραφικότητα στην οποία έχει βυθιστεί. Το φθινόπωρο του 2013, λίγες ημέρες πριν από την επίσημη πρεμιέρα τους, η Δέσποινα Βανδή τινάζει στον αέρα τη συνεργασία της με τον Νότη. Αιτία; Η πλήρης αντίθεσή της στις εκθειαστικές δηλώσεις του τραγουδιστή για τη Χρυσή Αυγή, την οποία εκφράζει με μία λιτή ανακοίνωση που καταχειροκροτείται από την πλειονότητα του καλλιτεχνικού και πολιτικού στερεώματος της χώρας: «... Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι τα πράγματα που μας χωρίζουν είναι περισσότερα από αυτά που μας ενώνουν. Αποχωρώ με λύπη. Και κάτι τελευταίο... Εμένα οι γονείς μου ήταν μετανάστες... Αυτό». Η απάντηση του Νότη έρχεται λίγες μέρες αργότερα από τη «γαριφαλοφορεμένη» πίστα στην οποία εμφανίζεται με παντελόνι παραλλαγής, χακί μπουφάν, γερμανική σημαία και... πολιτικό λόγο: «Θα σας παρακαλούσα πάρα πολύ, σύντομα που θα γίνουν εκλογές, να δώσετε το παρών βροντερά και να διώξετε τους τυράννους...».
Η Δέσποινα δεν απαντά. Τον λόγο παίρνουν πολιτικοί, καλλιτέχνες και συγγραφείς, με περισσότερο εκκωφαντικό απ’ όλους εκείνον την Ελενας Ακρίτα: «Σαν πληγωμένο φασιστόπουλο στο χώμα, ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα. Δικό σας...».
«Πάρ’ τον δρόμο που σου πρέπει, τον αγύριστο...»
Ο Νότης θα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο να αποθεώνει τους Χρυσαυγίτες, οι οποίοι συρρέουν για να τον ακούσουν στα κέντρα όπου εμφανίζεται και τον χειροκροτούν μαζί με όλους τους θαμώνες για τον τραγουδιστικό φόρο τιμής του στον Σολωμό Σολωμού που δολοφονήθηκε από Τούρκους στρατιώτες στο οδόφραγμα της Δερύνειας όταν προσπάθησε να κατεβάσει την τουρκική σημαία από τον ιστό της. Ο ίδιος επιλέγει να μην κατέβει από τον δικό του ιστό, συνεχίζοντας να αποθεώνει ακραίες συμπεριφορές. Η περσινή εμφάνισή του στα Τίρανα -παρά τα όσα έλεγε για τους Αλβανούς και τους μετανάστες- μας χαρίζει άλλη μια μεγάλη στιγμή του ανθρώπου που ήθελε να γίνει βασιλιάς του τραγουδιού και το κατόρθωσε για μια μεγάλη περίοδο. Χαρακτηρίζει τους Eλληνες «τεμπέληδες που δεν θέλουν να δουλέψουν» και εξυμνεί τους Αλβανούς που τον αποθεώνουν, προκαλώντας την έκρηξη του Γιώργου Μουκίδη. Πρόκειται για τον συνθέτη που του έχει γράψει πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, ο οποίος κατέθεσε ασφαλιστικά μέτρα -που κέρδισε- με τα οποία του απαγορεύει να ερμηνεύει 45 τραγούδια του.
Ο Νότης δεν του απάντησε ποτέ, ίσως επειδή πιστεύει ότι οι εξωγήινοι που έχτισαν την Ακρόπολη και κυκλοφορούν ανάμεσά μας θα επέμβουν για να αλλάξουν την κατάσταση. Η φετινή συνεργασία του με την Πάολα έληξε άδοξα μετά τον καβγά που προκάλεσε επειδή δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι του να κοιμηθεί ή να ανέβει στο διαμέρισμα που του είχε φτιάξει ο Ηλίας Μαροσούλης, πάνω από το «Γκάζι», για να ξεκουράζεται όσες μέρες ήθελε. Ηθελε να κλείσει η Πάολα τη μουσική στο καμαρίνι της και να μην κάνουν φασαρία οι φίλοι της, μόνο που αυτή τη φορά δεν του πέρασε, όπως δεν του περνάει πλέον τα τελευταία χρόνια. Πλέον, οκτώ μήνες πριν κλείσει τα εξήντα του χρόνια, βιώνει μια αποκαθήλωση που φυσικά για τον ίδιο δεν ισχύει, ίσως επειδή δεν έχει ακούσει παραφρασμένη μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. «Νότη, δεν περπατάμε πια παράλληλα, κι όλα είναι ακατάλληλα για να σμίξουμε πάλι...»
Διονύσης Θανάσουλας
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αλέξης Κούγιας: Θα πήγαινα με 500.000€ να αναστήσω την εκπομπή του Λάκη
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σοβαρό πρόβλημα υγείας για τον Σπύρο Σπυράκο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ