2019-03-19 21:51:33
Φωτογραφία για Μυρσίνη Λοΐζου: Επάγγελμα... η κόρη του Μάνου
Με μηδενικό βιογραφικό -πλην της βαριάς κληρονομιάς του ονόματός της- η κόρη του Μάνου Λοΐζου με τις προκλητικές ατάκες βάζει πλώρη για το Ευρωκοινοβούλιο και μισθό €20.000 μηνιαίως με τις πλάτες του ΣΥΡΙΖΑ

Αυθύπαρκτη πολιτική παρουσία; Μηδενική. Δραστήρια προσφορά στη δημόσια ζωή; Ανύπαρκτη. Εργασιακή ενασχόληση, κοινωνική συμμετοχή ή επιστημονικά προσόντα; Αφαντα. Το μόνο έως τώρα σημαντικό επίτευγμα της 53χρονης Μυρσίνης Λοΐζου είναι ότι κουβαλάει ένα βαρύ επώνυμο. Και μοναδική επαγγελματική της δεξιότητα, ότι προσπορίζεται διά βίου εισοδήματα από τα πνευματικά δικαιώματα του πατέρα της. Καθώς, λοιπόν, τα λοιπά προτερήματά της αγνοούνται, φαντάζει ιδανική για να εκπροσωπήσει τους ανώνυμους Έλληνες πολίτες της δουλειάς και του μόχθου στο Ευρωκοινοβούλιο αντί μηνιαίου μισθού 20.000 ευρώ. Ο,τι πρέπει, επίσης, για το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πλασάρει προεκλογικά ένα τρανταχτό ιστορικό επίθετο ώστε να διεγείρει συνειρμούς και αναμνήσεις. Τσάμπα, όμως, ο κόπος. Σ’ αυτόν τον κάλπικο ντουνιά κανένας δεν σε ρίχνει πια. Εντέλει, μπορεί ονόματα να κληρονομούνται και περιουσίες να κληροδοτούνται, αλλά, κακά τα ψέματα, το μεγαλείο της ψυχής δεν μεταβιβάζεται.


Η αλήθεια είναι ότι η εκλογική αξιοποίηση και η πολιτική κεφαλαιοποίηση τέκνων προβεβλημένων προσώπων δεν είναι καινούριο φρούτο στο εγχώριο κομματικό σκηνικό. Ξαφνικά όμως και τα μπαρουτοκαπνισμένα ριζοσπαστικά στελέχη των υπογείων του Μαξίμου υιοθέτησαν την ίδια ψηφοθηρική συνταγή. Αυτήν που ως χθες κιόλας κατήγγειλαν με σφοδρότητα ως οικογενειοκρατική, αποκαλώντας περιφρονητικά τους υποψήφιους γόνους άλλων εκλογικών σχηματισμών «τυχάρπαστους», «γλάστρες» και «ανεπρόκοπους». Αφότου όμως και οι ίδιοι προσαρμόστηκαν ευέλικτα σε αυτή τη δοκιμασμένη «συστημική» συμπεριφορά, επιστράτευσαν εις το όνομα του πατρός γιους και κόρες με ηχηρά επίθετα για να κλείσουν νοσταλγικά το μάτι στους ψηφοφόρους των ευρωεκλογών.

Βασικός τους στόχος, να επικοινωνήσουν μαζί με τα επώνυμα τέκνα του ευρωψηφοδελτίου κάποιες παρελθούσες παραστάσεις των γονιών τους, ή ακόμη και των παππούδων τους, οι οποίοι συνδέθηκαν, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, με την Αριστερά. Εξάλλου η πατίνα της «διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ σε «προοδευτική συμμαχία» χρειαζόταν επειγόντως κάποιο λούστρο. Ωστόσο, μέσα στην πρεμούρα τους δεν έλειψαν και οι αστοχίες. Στην περίπτωση, όμως, της επιλογής ως ευρωυποψήφιας της Μυρσίνης Λοΐζου, μοναχοκόρης του αξέχαστου μουσικοσυνθέτη Μάνου Λοΐζου, δεν διαπιστώθηκε κανένα φάλτσο. Απλώς κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι. Η θυγατέρα του σπουδαίου τραγουδοποιού, άλλωστε, διαθέτει το προκλητικά επιθετικό, δήθεν ασυμβίβαστο, γνήσια κυνικά ασεβές και μάλλον ραχάτικο προφίλ το οποίο βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τη μενταλιτέ σημαντικής μερίδας του κυβερνώντος κόμματος.

Αδιάψευστος μάρτυρας του ύφους και των απόψεών της, οι εκάστοτε αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε αυτές κατά καιρούς έχει προβεί σε ανατριχιαστικές προσβολές κατά των θυμάτων της τρομοκρατικής οργάνωσης «17Ν», έχει εκδηλώσει θρασύτατη συμπάθεια για την ωμή βία περιθωριακών και μη μπαχαλάκηδων και επιδείξει αναιδή ειρωνική συμπεριφορά για έναν πρώην πρωθυπουργό που κόντεψε να σκοτωθεί από βόμβα τρομοκρατών. Ηταν 25 Απριλίου του 2015 όταν σχολίαζε με οίστρο δηλώσεις του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Γιάννη Πανούση, λέγοντας ότι «τα θύματα του Ξηρού θα έπρεπε να σηκωθούν και να μας ζητήσουν συγγνώμη, ηλίθιε Πανούση». Με την ίδια ακραία προσέγγιση ειρωνεύτηκε την τρομοκρατική επίθεση κατά του Λουκά Παπαδήμου, γράφοντας: «Απ’ ό,τι μαθαίνω, βελτιώθηκε ο τρόπος βράβευσης της Ακαδημίας Αθηνών γιατί παρουσιάζεται ως ο αποστολέας του παγιδευμένου φακέλου στον Παπαδήμο». Αλλωστε την «τοξικότητά» της την επιβράβευσε ήδη ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας τοποθετώντας την ως υποψήφια του ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρωβουλή. Πιθανότατα να έχει εκτιμηθεί σοβαρά από την Πολιτική Γραμματεία του κυβερνώντος κόμματος ότι λείπει από τις Βρυξέλλες μια εναλλακτικά επαναστατική φιγούρα που θα ανοίξει την πόρτα του πολιτικού φρενοκομείου υλοποιώντας το σύνθημα «Ντύσου πρόχειρα και πάρ’ το ρόπαλό σου / Δείρε τον φασίστα που ζει στον όροφό σου» - όπως ακριβώς αυτό αποτυπωνόταν σε φωτογραφία που η ίδια, μάλλον συνεπαρμένη, θεώρησε σημαντικό να ποστάρει σε λογαριασμό της στα social media.

Αμήχανη στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ

Ενάμιση περίπου χρόνο πριν, βράδυ Σαββάτου 23 Σεπτέμβρη του 2017, στο πλαίσιο του 43ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στο Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» διοργανωνόταν συναυλία-αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο. Συμπληρώνονταν 35 χρόνια από τον πρόωρο χαμό του συνθέτη που άφησε στα 45 του την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό επεισόδιο σε νοσοκομείο της Μόσχας. Η είδηση του θανάτου του στις 17 Σεπτέμβρη του 1982 είχε μάλιστα ανακοινωθεί στον χώρο εκδήλωσης του 8ου τότε Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Όλα αυτά, όμως, έμοιαζαν πλέον πολύ μακρινά, εκτός από τις αενάως παρούσες νότες του «Ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας» που είχε γράψει ο συνθέτης για την ομώνυμη ταινία του Αλέξη Δαμιανού, με το οποίο η ορχήστρα ξεκινούσε το πρόγραμμά της εκείνη τη νύχτα στο Ιλιον.

Στην κεντρική σκηνή του Φεστιβάλ ανέβηκαν λίγο μετά οι Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Μαρία Φαραντούρη. Στα παρασκήνια, η θυγατέρα του Μάνου, η Μυρσίνη, όπως πάντα αθέατη, παρακολουθούσε τους τραγουδιστές μαζί με τη 13χρονη κόρη της Εμμανουέλλα, καρπό του δεσμού της με τον σύντροφό της, ποιητή της συλλογής «Δεν είναι η εποχή των κερασιών» Γιώργο Δομιανό, με τον οποίο έχει χωρίσει. Από τις κουίντες, προτού ξεκινήσει το αφιέρωμα, πέρασε και ο γ.γ. του κόμματος Δημήτρης Κουτσούμπας, ο οποίος αντάλλαξε θερμό χαιρετισμό, συνομίλησε και φωτογραφήθηκε μαζί της. Όταν ολοκληρώθηκε η συναυλία, ο γραμματέας της ΚΝΕ πρόσφερε επί σκηνής στην κόρη του Λοΐζου ένα αντίγραφο χαρακτικού έργου του Γιώργου Βαρλάμου με θέμα την εξέγερση του Πολυτεχνείου, από το αρχείο του ΚΚΕ. Η ίδια, σταθερά ολιγόλογη και νωχελική, με ένα ολόμαυρο ενδυματολογικό σετ ασορτί με τα ίσια μαύρα μαλλιά της, περιορίστηκε να απευθυνθεί διστακτικά και μάλλον τυπικά άχρωμα προς το κοινό που χειροκροτούσε λέγοντας: «Σήμερα, σε αυτόν τον χώρο, ο Μάνος είναι μαζί μας...».

Ηταν μια από τις σπάνιες εμφανίσεις και πλέον δυσεύρετες ομιλίες της σε δημόσιο χώρο και ως εκ τούτου σχολιάστηκε θετικά από τους παρόντες. Παράλληλα, όμως, δημιούργησε και σχετικά εύλογες απορίες για το πώς και δεν είχε αξιοποιηθεί πολιτικά η ώριμης ηλικίας κόρη ενός στρατευμένου καλλιτέχνη του οποίου το πνευματικό, αξιακό και πολιτισμικό πρόσημο ανέκαθεν συμβάδιζε με το ΚΚΕ. Στο ερώτημα που διατυπώθηκε σε ανύποπτο χρόνο, κάποια στελέχη του Περισσού σούφρωσαν τα φρύδια πάνω από το βλοσυρό βλέμμα των ματιών τους, πράγμα που αντί απάντησης μεθερμηνεύτηκε ως κάτι σε βουβό στυλ «πάτε καλά, σύντροφοι;». Μια ματιά στις αναρτήσεις της αρκούσε για να πιστοποιηθούν οι θυελλωδώς αγανακτισμένες πολιτικές της επιλογές. Τη μια, τον Φεβρουάριο του 2012 πόσταρε φωτογραφίες με αστυνομικούς να φλέγονται από βόμβες μολότοφ. Την άλλη, πέντε χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2017, ανέβαζε φωτογραφίες πάλι με βόμβες μολότοφ, αυτή τη φορά σε μπουκάλια μπίρας και έτοιμες για χρήση, επισημαίνοντας με αλλόκοτα ιδιότυπο χιούμορ ότι είναι φορτιστές βενζίνης αυτοκινήτου!

Οι «φορτιστές βενζίνης αυτοκινήτου», που πόσταρε στο Facebook τον Φεβρουάριο του 2017, ήρθαν εύλογα στην επιφάνεια, στο άκουσμα της υποψηφιότητάς της για την Ευρωβουλή

Αντιμνημονιακή μόνο μέχρι το 2015

Για όσους τη γνωρίζουν, η Μυρσίνη δεν ανήκει στους ανθρώπους που τείνουν να εγκωμιάσουν την ανεξέλεγκτη βία. Παρ’ όλα αυτά, τονίζουν οι ίδιοι, ρέπει προς τη σαγήνη της ανυποταξίας. Αρκετοί, άλλωστε, τη συναντούσαν το 2011 από τις πρώτες ημέρες στις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων, φουριόζα, θερμόαιμη και πιο αντιμνημονιακά παθιασμένη από τους εργαζόμενους καλλιτέχνες, όπως οι Τάνια Τσανακλίδου, Νίκος Σούλης, Στάθης Δρογώσης και άλλοι, οι οποίοι βρίσκονταν εκείνα τα φεγγάρια στην ίδια θυμωμένη παρέα της πλατείας Συντάγματος. Την ίδια εποχή απασχόλησε για πρώτη φορά την επικαιρότητα, όταν με μια οργίλη επιστολή της προς τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου ζητούσε από το ΠΑΣΟΚ να σταματήσει να χρησιμοποιεί το τραγούδι «Καλημέρα ήλιε» επειδή είχε ψηφίσει μνημόνια. Το ότι σήμερα κατεβαίνει υποψήφια με το κόμμα που έφερε το σκληρότερο μνημόνιο, το δικαιολογεί χωρίς ίχνος απογοήτευσης ως αναγκαστική επιλογή, θεωρώντας μάλλον ότι για τους άλλους ήταν καπρίτσιο. Η Χαριλάου Τρικούπη, ή, καλύτερα, η Ιπποκράτους στην οποία είχε μετακομίσει τότε το ΠΑΣΟΚ, δεν φάνηκε να το πήρε κατάκαρδα. Ηχητικά δεν «ξαναμέθυσε τον ήλιο, σίγουρα ναι» και διέκοψε οριστικά το να «γελά ο ήλιος και αμολιέται στα στενά». Σεβάστηκε την επιθυμία της κληρονόμου των πνευματικών δικαιωμάτων, οπότε και σιώπησαν αμετάκλητα από τα μπαλκόνια και τις εξέδρες του οι φωνές της Αλέκας Αλιμπέρτη και του Κώστα Σμοκοβίτη στο πασίγνωστο κουπλέ «για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά». Αργότερα, η Μυρσίνη Λοΐζου, με την ίδια φόρα του εμπάργκο στο ΠΑΣΟΚ, απαγόρευσε στη Χαρούλα Αλεξίου να βάλει στίχους στο «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», έφτασε ως τα δικαστήρια για τον ίδιο λόγο με την Αφροδίτη Μάνου και προσέφυγε στη Δικαιοσύνη κατά του Κώστα Γιαννίκου και της εφημερίδας «Κόσμος του Επενδυτή» όταν αυτή διένειμε δύο CD με δεύτερες εκτελέσεις των τραγουδιών του Λοΐζου από ζωντανές εμφανίσεις διάφορων ερμηνευτών.

To χαϊδεμένο Μυρσινάκι και η μαμά Μάρω

Τι απέγινε, όμως, εκείνο το γλυκύτατο Μυρσινάκι που επί χρόνια μπαινόβγαινε στις αφηγήσεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου και στριφογυρίζει στις αναμνήσεις της Δήμητρας Γαλάνη και της Χαρούλας Αλεξίου; Εκείνο το χαρούμενο κοριτσάκι, αγαπημένο πλάσμα του Μάνου, που του έμοιαζε τόσο πολύ φυσιογνωμικά και το οποίο είχε αγκαλιάσει με τρυφερότητα όλη η παρέα του. Η πιο διαδεδομένη εικόνα της είναι εκείνη που στα 5 της χρόνια παρακολουθούσε τον πατέρα της να παίζει μεσημέρι πεισματάρικα τάβλι με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο έχοντας στο πλευρό του ως τεχνικό σύμβουλο τον ποιητή Νίκο Καρούζο. Ηταν η δύσκολη εποχή της χούντας όταν στο σπίτι του συνθέτη στην οδό 25ης Μαρτίου, στον Χολαργό, μαζεύονταν ο Ακος Δασκαλόπουλος, ο Αχιλλέας Θεοφίλου, τότε σύζυγος της Χαρούλας Αλεξίου, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Φώντας Λάδης, ο Γιάννης Γλέζος, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, για να ακούσουν τις αντιδικτατορικές ραδιοφωνικές εκπομπές της Ντόιτσε Βέλε. Του Μάνου Λοΐζου του άρεσαν το ποτό, οι μεζέδες, οι πλάκες, το τσιγάρο, το ξενύχτι και κυρίως η καλή παρέα, με την οποία έβριζε, γελούσε και αγαπούσε όλο τον κόσμο.

Η δεύτερη πιο εκτεταμένη εικονογράφηση της ζωής της περιγράφεται στα 16 της, λίγο μετά την ταφή του πατέρα της στο Α’ Νεκροταφείο. Το ίδιο πένθιμο βράδυ ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του Ασπα παρέθεσαν ένα δείπνο στο σπίτι τους - μια «μακαριά» για λίγους φίλους στη μνήμη του Μάνου. Παρόντες εκτός από τη Μυρσίνη και τη μητέρα της Μάρω, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιώργος και η Αννα Νταλάρα, η Χαρούλα Αλεξίου με τον Αχιλλέα Θεοφίλου, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Λευτέρη Παπαδόπουλος, ο Νίκος Καρούζος, ο Χρήστος Λεοντής, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Φώντας Λάδης που είχε συνοδέψει με αεροπλάνο της Aeroflot τη σορό του μουσικοσυνθέτη από τη Μόσχα, και κάμποσοι άλλοι. Η παρούσα μοναχοκόρη του συνθέτη, μαθήτρια τότε στο Λύκειο Χολαργού, μπορεί να αισθανόταν εκείνο το χαλεπό βράδυ ασφαλής εντός της ελίτ της μουσικής παραγωγής και της εγχώριας δισκογραφίας, αλλά το πέπλο της απώλειας την είχε σκιάσει χρόνια πριν. Πόσο μάλλον όταν μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια θα πέθαιναν κατά σειρά όλοι οι συγγενείς πρώτου βαθμού του γεννημένου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου πατέρα της. Η θεία του Μάνου, Κωνσταντίτσα, ο πατέρας του, Ανδρέας Λοΐζου από τη Λάρνακα και η μητέρα του Δέσποινα, το γένος Μανάκη που καταγόταν από τη Ρόδο. Ωστόσο η μοναξιά από το πατρικό φίλτρο είχε φωλιάσει πολύ νωρίτερα στην ψυχή της κόρης του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη

Γεννημένη τον Δεκαπενταύγουστο του 1966, η Μυρσίνη Λοΐζου σφραγίστηκε από τα παιδικά της χρόνια από το βάρος δύο ισχυρών γονικών προσωπικοτήτων. Οι γονείς της είχαν γνωριστεί τρία χρόνια πριν στα παρασκήνια της παράστασης της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Ομορφη Πόλη» στο θέατρο Παρκ και είχαν συνυπάρξει στον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής που είχε δημιουργηθεί για να στηρίξει το έργο του Μίκη αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Το 1964, όταν ο Μάνος δούλευε ως πιανίστας στην μπουάτ «Στοά» του Γιώργου Κούνδουρου στην πλατεία Κολωνακίου, με τη Φαραντούρη στο τραγούδι και τον Σαββόπουλο στην κιθάρα της έκανε πρόταση γάμου. Το ζευγάρι έγραψε μαζί κάποια τραγούδια πριν η Μάρω προσανατολιστεί με επιτυχία στη συγγραφή παιδικών βιβλίων. Η οικογένεια έμενε μαζί με τους γονείς του Μάνου σε ένα μικρό σπιτάκι με αυλή στην οδό Φιλιππουπόλεως κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μελέτη στα Σεπόλια. Την κόρη τους τη βάφτισε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, που τότε είχε ξεκινήσει συνεργασία με τον συνθέτη. Της έδωσαν το όνομα της μητέρας της Μάρως από τη Μυτιλήνη. Εκτοτε η βαφτιστήρα έγινε η μεγάλη αδυναμία του στιχουργού και γι’ αυτήν έγραψε το ποίημα «Η Μυρσίνη τ’ άσπρα βάζει» που μελοποίησε ο Μίμης Πλέσσας στον δίσκο «Ο δρόμος», το πιο εμπορικό άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας. Στο μεταξύ ο Μάνος και η Μάρω άφησαν το πατρικό σπίτι του συνθέτη για την περιοχή των Ελληνορώσων προτού εγκατασταθούν οριστικά στον Χολαργό.

Βαθμιαία ο συνθέτης, με τις αλλεπάλληλες επιτυχίες του, εξελισσόταν σε μουσικό θρύλο. Ωστόσο η κόρη του βίωνε υποσυνείδητα τον ανταγωνισμό του κόσμου που διεκδικούσε την αποκλειστικότητα του πατέρα της από την ίδια. Δεν χαιρόταν και τόσο για το σουξέ του πατέρα της που κέρδιζε την αναγνώριση και την αγάπη του κοινού, όπως επίσης δεν απολάμβανε τη συγγραφική επιτυχία της μητέρας της επειδή ένιωθε πως οι άλλοι τούς χαίρονταν περισσότερο από την ίδια. Αυτό δεν το αποδεχόταν. Το χτύπημα, όμως, στον ευαίσθητο παιδικό ψυχισμό της ήρθε, όπως λένε όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια εκ του σύνεγγυς την οικογένεια, στα επτά της χρόνια όταν ο Μάνος είπε ένα απόγευμα στη σύζυγό του: «Μάρω, πετάγομαι για τσιγάρα» και εξαφανίστηκε από το σπίτι διά παντός. Ρομαντικός, ονειροπόλος και αενάως ερωτευμένος, ο συνθέτης είχε γοητευθεί από την ηθοποιό και τραγουδίστρια Δώρα Σιτζάνη. Αφού έζησαν μαζί μερικά χρόνια, κάνοντάς τη μούσα του, της οποίας μάλιστα έδωσε να ηχογραφήσει μερικά από τα πιο ωραία τραγούδια του, τελικά παντρεύτηκαν το 1978. Στο σπίτι του Χολαργού, όμως, έπεφτε ισοπεδωτικά ασήκωτο το «μας εγκατέλειψε ο πατέρας σου», που επαναλάμβανε στη Μυρσίνη κάθε τόσο η μητέρα της με όλες τις κακόκεφες έως καταθλιπτικές συνέπειες που υποδήλωνε η εν λόγω φράση.

Οδυνηρή απώλεια

Λίγο πριν τα τελευταία του, ο Μάνος Λοΐζος επέστρεψε σπίτι, καθώς βρισκόταν σε διάσταση με τη δεύτερη σύζυγό του και δεν είχε πού να μείνει. Νοσηλεύτηκε, αδιάφορος πάντα για την υγεία του, για λίγο στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο και έφυγε για το μοιραίο ταξίδι προς την τότε Σοβιετική Ενωση, από όπου δεν επέστρεψε όρθιος. Εφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο ανήμερα των 42ων γενεθλίων της Μάρως. Το βάρος της οριστικής του απώλειας κουβαλούσε οδυνηρά επί χρόνια η Μυρσίνη λες και ήταν δικό της λάθος. Σπούδασε Γραφιστική, σιωπηλή σαν τάφος, όπως μαρτυρούν οι τότε συμφοιτητές της στη Σχολή Βακαλό. Κατόπιν αφοσιώθηκε επαγγελματικά στην ευεργετική διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων του πατέρα της εκμυστηρευόμενη αφοπλιστικά ότι ζούσε και με τα χρήματα που έβγαζε από τον μπαμπά της. Τίποτε άλλο. Κόλλησε με τη φωνή του πατέρα της από παλιές κασέτες, δέθηκε με τραγούδια του, ενώ ταυτόχρονα φρόντιζε την άρρωστη μητέρα της. Επί 18 χρόνια η Μάρω Λοΐζου μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία υποφέροντας από καρκίνο. Από το 1998, πάντως, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, της είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.

Πέθανε το 2007, την ίδια χρονιά που έφυγε από τη ζωή και η Δώρα Σιτζάνη. Σε άλλους ίσως αυτές οι απώλειες λειτουργούν απελευθερωτικά, απαλλάσσοντας λυτρωτικά τον εκάστοτε θλιβερά ζημιωμένο από ενοχές, κακίες και ταπεινούς μικροεγωισμούς. Για τη Μυρσίνη Λοΐζου ήταν η εκκίνηση, όπως έχει η ίδια δηλώσει, μιας μεγάλης προσπάθειας να μη θυμάται. Μάλιστα διατείνεται πως τελικά τα κατάφερε μετά από πολλά χρόνια ψυχοθεραπείας. Ωστόσο είναι θέμα των ειδικών το κατά πόσο καρποφόρησε αποτελεσματικά το χτίσιμο της ψυχικής της άμυνας. Το ζητούμενο για τους ψηφοφόρους, πάντως, είναι διαφορετικό. Και δεν μετριέται σαν το «Τίποτα δεν πάει χαμένο» που έγραψε ο πατέρας της. Εχει τη δύναμη να κουβαλήσει το βάρος του ονόματος ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ελληνες συνθέτες; Διαθέτει το ανάστημα για να το ατενίσει και το σθένος να το διαφυλάξει; Γιατί, εκτός από τη μνήμη, υπάρχει πάντα και η καρδιά, η οποία δεν αρκείται σε κληρονομημένα ονόματα και εκποιήσεις στη χονδρική ή στη λιανική πνευματικών δικαιωμάτων.

Δημήτρης Παγαδάκης 
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ