Γράφει ο Ν. Κ. Χουρσαλάς
Η προεκλογική εκστρατεία των πολιτικών δυνάμεων της Χώρας, ιστορικά διεξάγεται με πυρήνα της ένα ισχυρό –ψυχολογικά- Πολιτικό Δίλημμα. Το Πολιτικό Δίλημμα έχει συνήθως υπαρκτό έρισμα, βασίζεται δηλαδή στην ενσυνείδητη πραγματικότητα που βιώνει το εκλογικό σώμα, η διατύπωσή του όμως είναι τεχνηέντως τέτοια, ώστε να εμπεριέχει την απάντησή του αποτινόμενο στο υποσυνείδητο των ψηφοφόρων, τη μνήμη ή το συναίσθημά τους.
«Καραμανλής ή Τανκς», «Σημίτης ή Χάος», «Μάαστριχτ ή Ουτοπία», «Αλλάζουμε ή Βουλιάζουμε» είναι ενδεικτικά, ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά Πολιτικά Διλήμματα της Μεταπολίτευσης.
Οι πολιτικοί αναλυτές διατείνονται πως όποιος θέσει εύστοχα το «Δίλημμα των Εκλογών», έχει πετύχει το 50% του τελικού στόχου, που δεν είναι άλλος από την εκλογική του επικράτηση, μιας και συνόψισε τον προεκλογικό διάλογο σε ένα σύντομο, προνομιακό για τον ίδιο, ερώτημα με προφανή απάντηση και μέγιστη υποσυνείδητη εμβολιμότητά στο εκλογικό σώμα, ικανή να διασφαλίσει την ιδεολογική του κυριαρχία.
Οι Εθνικές Εκλογές της 17ης Ιουνίου, στην ίδια παλαιομοδίτικη επικοινωνιακή πολιτική, θέτουν τους Έλληνες ψηφοφόρους απέναντι σε ένα νέο Πολιτικό Δίλημμα: «Ευρώ ή Δραχμή» σύμφωνα με τους κλασσικούς Ευρωπαϊστές των μεταπολιτευτικά δυο μεγάλων κομμάτων της Χώρας, «Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ» για τον επικεφαλής των Αντιμνημονιακών δυνάμεων αυτής.
Δυο χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου και σε σταθερή τροχιά ύφεσης για 5η συνεχόμενη χρονιά, έχει καταστεί σαφές το γεγονός ότι η αποπομπή της Χώρας από την Ευρωζώνη προϋποθέτει εθελούσια έξοδο, η οποία δύναται πολιτικά να «αυτοπροκληθεί» εξαιτίας της αδυναμίας κάλυψης των υποχρεώσεών της. Στην πραγματικότητα, μακριά από τα «εύστοχα» Πολιτικά Διλήμματα, το αντικειμενικό πρόβλημα της Ελληνικής Οικονομίας είναι το έλλειμμα του ισοζυγίου Εισαγωγών-Εξαγωγών ή πιο απλά η αδυναμία των εσόδων μας να καλύψουν τις τρέχουσες δαπάνες μας, σε ένα περιβάλλον μάλιστα παγκόσμιας ύφεσης το οποίο οξύνει την απουσία εγχώριων επενδύσεων από εσωτερικούς και εξωτερικούς παραγωγικούς φορείς. Μακριά επίσης από τυχόν θυμικά Πολιτικά Διλήμματα, η συντριπτική πλειοψηφία των οικονομικών αναλυτών επισημαίνει ότι το υπάρχον, εγχώριο περιβάλλον, απαιτεί κυρίως θεσμική παρέμβαση παρά διάθεση πόρων.
Και επειδή αναλωθήκαμε εν πολλοίς σε οικονομικά μεγέθη για να αποδώσουμε την έλλειψη δομών του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους ας πρωτοτυπήσουμε, αποδεικνύοντας το δίκαιο του ισχυρισμού μας περί άμεσης ανάγκης θεσμικών παρεμβάσεων, αντλώντας ένα παράδειγμα από τον τομέα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Χώρας: Η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί taboo καθιστώντας τη Χώρα ιστορικά ανακόλουθη με τις Ευρωπαϊκές δεσμεύσεις – ιδιαιτέρως μετά την ατελέσφορη προσπάθεια αναθεώρησης του άρθρου 16 στις αρχές του 2008, με υπαιτιότητα του σημερινού Προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Βενιζέλου- με συνέπεια την καταδίκη τής από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) στις 23-10-2008. Η εγχώρια ζήτηση για Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, είναι μεγαλύτερη από αυτή που καλύπτει ή δύναται να καλύψει το Ελληνικό Κράτος, με συνέπεια το σύνολο του αριθμού των σπουδαστών που στρέφονται προς ιδρύματα του εξωτερικού, ΙΕΚ, ΚΕΣ να υπερβαίνει τις 70.000 (όταν το σύνολο των ενεργών φοιτητών στην Ελλάδα αγγίζει τις 200 χιλιάδες), με απώλεια κεφαλαίων ύψους 250εκ ευρώ σε ετήσια βάση. Στην απώλεια χρηματικών κεφαλαίων δε, ας συναθροίσουμε την απώλεια τεχνογνωσίας και ανθρώπινου κεφαλαίου δεδομένου ότι το σημαντικότερο ποσοστό αυτού του πληθυσμού, αποκαθίσταται επαγγελματικά στο εξωτερικό.
Η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων δύναται να καλύψει την αυξημένη ζήτηση για Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και να περιορίσει σημαντικά την εκροή συναλλάγματος. Παράλληλα, η ευελιξία που παρουσιάζει ο ιδιωτικός φορέας , επιτρέπει την ανάπτυξη μοντέρνων παραγωγικών τομέων, προάγει τον συναγωνισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και ευνοεί την εισροή συναλλάγματος, κατ’ υπολογισμό ύψους 1 δις ευρώ ετήσια, αν η Ελλάδα αποτελέσει εκπαιδευτικό πόλος έλξης για τις Βαλκανικές και Ανατολικές χώρες.
Αλήθεια, στο σημερινό καταιγισμό πολιτικής πληροφορίας εν όψει των επερχόμενων Εθνικών Εκλογών, ποιό Πολιτικό Δίλλημα θέτει τον Έλληνα ψηφοφόρο ενώπιων του Ιστορικού και όχι του Οικονομικού του Χρέους; Επειδή λοιπόν στην εποχή του διαδικτύου και της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, οι ιδεολογικές αγκυλώσεις, η συνθηματολογία, τα διχαστικά και ενίοτε εκβιαστικά Πολιτικά Διλήμματα ταυτίζονται με το παρελθόν, στις λίγες μέρες που απομένουν μέχρι την 17η Ιουνίου, απαιτούμε έναν υπεύθυνο πολιτικό λόγο για τα αίτια της κρίσης, αλλά προπάντων για την πολιτική συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων αυτής της Χώρας σε ένα πλαίσιο κοινής κοινωνικής ευθύνης.
Ας παραιτηθούμε των στρουθοκαμηλισμών και ας παραδεχτούμε ότι η «κομματοκρατία» που αντιμετώπιζε την Κυβερνητική εξουσία ως λάφυρο και ο εύκολος, ελκυστικός, αντιπολιτευτικός λόγος, που δικαίωνε κάθε λογής συντεχνιακή διεκδίκηση, ευθύνονται για την αναποτελεσματικότητα και τη διαφθορά του Κράτους. Η στάση των εταίρων-συμμάχων ιστορικά δεν ήταν ανιδιοτελής, έχοντας άλλοτε θετικές, άλλοτε καταστροφικές -ανάλογα και με τους εθνικούς χειρισμούς-συνέπειες. Στη λογική αυτή, δεν υπάρχουν Πολιτικά Διλήμματα…Υπάρχουν μόνο ιστορικά Πολιτικά Αιτήματα. Οι εκλογές της 6ης Μάη το απέδειξαν περίτρανα…Θέλουμε μια Ελλάδα με μικρότερο κράτος, περισσότερη διαφάνεια, ισονομία και δικαιοσύνη, ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κος Ν. Κ. Χουρσαλάς είναι Οικονομολόγος, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Πειραιά με μετεκπαίδευση στην Τουριστική Ανάπτυξη. Από το 2006 διατελεί Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Κορυδαλλού, ενώ έχει εργαστεί στην πολιτική επικοινωνία και στατιστική σε εταιρείες της εγχώριας αγοράς.
kostasxan.blogspot.com