2019-03-24 14:04:31
Το σχέδιο των Τούρκων για κάθοδο στην Πελοπόννησο - Το ευφυές σχέδιο του Δυοβουνιώτη και το απαράμιλλο θράσος του Γκούρα - Η πανωλεθρία των Τούρκων -
Οι συνέπειες της νίκης των Ελλήνων για την πολιορκία της Τριπολιτσάς
Το καλοκαίρι του 1821 οι Τούρκοι αποφάσισαν να στείλουν μεγάλες δυνάμεις από τη Βόρεια Ελλάδα στην Πελοπόννησο με αντικειμενικό σκοπό τη διάλυση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς (Τρίπολης).
Ήδη η γενναία αντίσταση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς είχε αναστείλει το σχέδιο των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ για γρήγορη κάθοδο στον Μοριά και την κατάπνιξη της Επανάστασης εκεί, παρά τις ισχυρές δυνάμεις (9.000 άνδρες) που είχαν στη διάθεσή τους.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν πρώτα να στραφούν κατά της Βοιωτίας, της Εύβοιας και της Αττικής για να εξαλείψουν κάθε επαναστατική δράση σ’ αυτές τις περιοχές. Όμως η ανακατάληψη της Λιβαδειάς από τους Έλληνες τον Ιούνιο του 1821, η πεισματική αντίσταση των επαναστατών σε διάφορες περιοχές, αλλά κυρίως η διαρκής δράση του Οδυσσέα Ανδρούτσου τους έκαναν να ζητήσουν ενισχύσεις. Πίστευαν ότι αν δεν εξολόθρευαν τις ελληνικές δυνάμεις στην Ανατολική Στερεά δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στον Ισθμό.
Οι ενισχύσεις καταφθάνουν - Πολεμική σύσκεψη των Ελλήνων
Ο Ομέρ Βρυώνης απευθύνθηκε στον Χαλίλ μπέη, διοικητή του στρατοπέδου Ζητουνίου (Λαμίας) και ο Κιοσέ Μεχμέτ στον Χουρσίτ πασά, που πολιορκούσε τον Αλή πασά στην Ήπειρο.
Πολύ σύντομα έφτασε στη Λιβαδειά ο Δεμίρ πασάς με 2.500 άνδρες, που αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου στρατεύματος από 8.000 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιππείς. Αρχιστράτηγος της δύναμης αυτής ήταν ο Μπεϊράν πασάς, τον οποίο πλαισίωναν τρεις στρατηγοί, ο Χατζί Μπεκίρ πασάς, ο Μεμίς πασάς και ο Σεχίν Αλή πασάς. Στη διάθεσή τους είχαν επίσης και πυροβολικό.
Η δύναμη αυτή αφού πρώτα κατέστειλε την Επανάσταση στη Μακεδονία κατευθύνθηκε νότια και μέσω Λαρίσης έφθασε στο Ζητούνι. Παράλληλα, ένα ακόμα στράτευμα με 4.000 άνδρες υπό τον Μαχμούτ πασά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Θαυμακό.
Τα δύο στρατεύματα σκόπευαν να εισβάλουν στον Μοριά, ο Μπεϊράν από τη Μεγαρίδα αφού πρώτα θα ενωνόταν στη Βοιωτία με τον στρατό του Κιοσέ Μεχμέτ και ο Μαχμούτ πασάς στη Ναύπακτο με τη βοήθεια του τουρκικού στόλου που έσπευδε στον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Ομέρ Βρυώνης θα παρέμενε στην Αττική για να εξασφαλίσει τα νώτα και τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων.
Τελικός σκοπός όλων αυτών των δυνάμεων ήταν να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων που πολιορκούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την Τριπολιτσά (δείτε σχετικό μας άρθρο στις 23/9/2018), κάτι που πιθανότατα αν συνέβαινε θα είχε ολέθριες συνέπειες για την τελική έκβαση της πολιορκίας.
Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αντιλήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο και αποφάσισαν με κάθε θυσία να εμποδίσουν την κάθοδο των Τούρκων στον Μοριά. Ο πρώτος που πληροφορήθηκε την άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων στο Ζητούνι ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης (15 Αυγούστου), ο οποίος ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς. Η συνάντηση όλων ορίστηκε στο Μόδι. Σ’ αυτήν ήταν παρόντες ο Νάκος Πανουργιάς από τα Σάλωνα (Άμφισσα) με αγωνιστές από την περιοχή του Παρνασσού, ο Γιάννης Γκούρας, που ήρθε από τη Λιβαδειά ειδοποιημένος από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο που είχε αποκλειστεί από την κακοκαιρία στη Μεγαρίδα, ο Κόμνος Τράκας από την Αγόριανη, ο Παπα- Ανδρέας Κοκοβιτσιανός από την Καταβόθρα κ.α. Με επιστολές τους οι οπλαρχηγοί αυτοί ζήτησαν βοήθεια από τον οπλαρχηγό της Δωρίδας Δήμο Σκαλτσά (Σκαλτσοδήμο), που έστειλε αμέσως σώμα αγωνιστών υπό τους Κώστα Μπίτη και Κώστα Καλύβα, από τους Λιβαδειώτες οπλαρχηγούς Βασίλη Μπούσγο, Γ. Λάππα και Μήτρο Τριανταφύλλου και από τον οπλαρχηγό της Αταλάντης Αντώνη Κοντοσόπουλο. Στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στο χωριό Εργίνι (Ρεγκίνιο) της Μπουδουνίτσας οι οπλαρχηγοί αντιμετώπισαν ένα σοβαρό πρόβλημα.
Από ποιον δρόμο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός και πού έπρεπε να οργανωθεί η ελληνική άμυνα; Υπήρχαν δύο πιθανές διαδρομές. Η μία από τις Θερμοπύλες οδηγούσε στη Μπουδουνίτσα και από εκεί μέσω της διάβασης της Φοντάνας μεταξύ Εργινίου και Μοδίου στο Τουρκοχώρι και από εκεί στην Ελάτεια. Η διάβαση της Φοντάνας ήταν στενή, κακοτράχαλη και εκεί οι ελληνικές δυνάμεις καταλαμβάνοντας επίκαιρες θέσεις θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικά πλήγματα στους Τούρκους, οι οποίοι θα έπρεπε να κινηθούν επί μία ώρα μέσα στη στενό πέρασμα. Η άλλη διάβαση, ήταν η λεγόμενη ‘’η λεωφόρος των Βασιλικών’’ . Επρόκειτο για δημόσιο δρόμο που ξεκινούσε από το Καινούργιο Χωριό, ήταν αμαξιτός ως τον Πλατανιά (περιοχή τρία χιλιόμετρα δυτικά από τα Καμένα Βούρλα) κι από εκεί μέσα από μια δασώδη κοιλάδα, η οποία στένευε στα Βασιλικά, οδηγούσε στην Ελάτεια. Το πέρασμα της διάβασης των Βασιλικών απαιτούσε πορεία τριών τετάρτων της ώρας. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν ότι οι Τούρκοι θα περάσουν από τη διάβαση της Φοντάνας ο Δυοβουνιώτης υποστήριξε ότι οι πασάδες θα περνούσαν από τα Βασιλικά.
Όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος στο βιβλίο του ‘’1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία’’: ‘’Σε μια από τις λίγες στιγμές σύμπνοιας των ατίθασων οπλαρχηγών όλοι συμφώνησαν ίσως από σεβασμό με τη γνώμη του Δυοβουνιώτη’’.
Δυοβουνιώτης Οι Έλληνες καταλαμβάνουν θέσεις στις δυο διαβάσεις - Η πανωλεθρία των Τούρκων ανιχνευτών
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Ελλήνων ήταν ότι οι διαθέσιμοι άνδρες ήταν μόνο 1.600. Σύμφωνα με το σχέδιο του Δυοβουνιώτη οι 1.400 τοποθετήθηκαν στα Βασιλικά και οι υπόλοιποι 200 υπό τον Παπα- Ανδρέα για κάθε ενδεχόμενο στη διάβαση της Φοντάνας.
Ο Δυοβουνιώτης στον οποίο απονεμήθηκε τιμητικά ο τίτλος του αρχηγού καλύφθηκε με τους άνδρες του στο πυκνό δάσος στην είσοδο της διάβασης. Στο εσωτερικό δεξιά τοποθετήθηκαν ο Κοντοσόπουλος και ο Καλύβας με τους άνδρες τους. Αριστερά βρίσκονταν οι Τράκας και Μπίτης και στην έξοδο της διάβασης ο Γκούρας, ο Νάκος Πανουργιάς και ο Γιώργος Δυοβουνιώτης (γιος του Ιωάννη).
Η πορεία των Τούρκων προς τα Βασιλικά
Στις 22 Αυγούστου 1821 οι Τούρκοι ξεκίνησαν από το Ζητούνι (Λαμία). Προηγήθηκε ένα δυσάρεστο γεγονός, το οποίο θεώρησαν και κακό οιωνό και αυτό ήταν ο θάνατος του στρατηγού Χατζί Μπεκίρ πασά. Αφού πέρασαν τις Θερμοπύλες μετά από πορεία έξι ωρών στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα του Πλατανιά, που βρισκόταν κοντά στο Καινούργιο Χωριό σε απόσταση μιας ώρας από τα Βασιλικά.
Ο Μπεϊράν πασάς την επόμενη μέρα έστειλε 300 πεζούς στη Φοντάνα και 200 ιππείς στα Βασιλικά για ανίχνευση. Οι Τούρκοι ιππείς δεν διέκριναν τους κρυμμένους πίσω από τα δέντρα άνδρες του Δυοβουνιώτη και προχώρησαν πέφτοντας σε ενέδρα του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα. Στο άκουσμα των πυροβολισμών έσπευσαν στην περιοχή ο Γκούρας, ο Γιώργος Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς, που χτύπησαν τους Τούρκους. Και ενώ οι Τούρκοι ιππείς υποχωρούσαν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης τους επιτέθηκε από τα μετόπισθεν. Εκείνοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 40 νεκρούς και πολλά πολεμικά άλογα. Αλλά και οι Τούρκοι που είχαν κινηθεί για ανίχνευση στη Φοντάνα δεν είχαν καλύτερη τύχη. 25 από αυτούς σκοτώθηκαν, καθώς δέχτηκαν επίθεση από τον Παπα- Ανδρέα.
Ο Μπεϊράν κατάλαβε ότι η κάθοδος στη Λιβαδειά θα ήταν πολύ δύσκολη. Σκέφτηκε ότι για να περάσει από τη διάβαση των Βασιλικών με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες έπρεπε να απωθήσει τα ελληνικά στρατεύματα με όλο τον όγκο των δυνάμεών του και να τα διασκορπίσει.
O Γιάννης Γκούρας, ο πλεον διακριθείς οπλαρχηγός της μάχης, συνεβαλε στην περικύκλωση της τουρκικης στρατιας μεσα στη διαβαση
Η μάχη των Βασιλικών (26 Αυγούστου 1821) - Η συντριβή των Τούρκων
Τα χαράματα της 26ης Αυγούστου 1821 οι Τούρκοι ξεκίνησαν από το στρατόπεδο του Πλατανιά, όπου άφησαν άμαξες και εφόδια και κατευθύνθηκαν προς τα Βασιλικά.
Υπήρχε και ένας δευτερεύων δρόμος που παρέκαμπτε τη διάβαση των Βασιλικών και οδηγούσε προς το Σέλι κι από εκεί στην Ελάτεια. Για να εμποδίσει τυχόν διέλευση των Τούρκων από εκεί, ο Γιάννης Ρούκης, πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, κατέλαβε τη θέση Ανίβιτσα πάνω από τα Βασιλικά. Ο Ρούκης έφτασε εκεί μετά από ολονύχτια πορεία από την Αγία Μαρίνα του Παρνασσού, όταν πληροφορήθηκε από τον Γκούρα τις πρώτες συγκρούσεις με τους Τούρκους.
Ύστερα από πορεία μιας ώρας ο τουρκικός στρατός σταμάτησε μπροστά στην είσοδο των στενών. Μετά από σύντομες ευχές που διαβάστηκαν οι Τούρκοι άρχισαν κανονιοβολισμούς και πυροβολισμούς προς τους Έλληνες. Στη συνέχεια ο τουρκικός στρατός με πρώτο το πυροβολικό και ακολούθως το ιππικό κινήθηκε προς τα στενά. Χωρίς να αντιληφθούν τους άνδρες του Δυοβουνιώτη επιτέθηκαν εναντίον του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, οι οποίοι απέκρουσαν την τουρκική επίθεση. Ο Μπεϊράν έστειλε τότε 4.000 άνδρες εναντίον των 400 Ελλήνων που αμύνονταν και ενισχύθηκαν από τον Γκούρα.
Οι Έλληνες υποχώρησαν προς το διάσελο των Βασιλικών. Ο Κοντοσόπουλος χτυπήθηκε στον γοφό, όμως παρέμεινε στη θέση του καλύπτοντας την υποχώρηση. Οι Τούρκοι πίστεψαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις σκόρπισαν, όμως έκαναν λάθος. Επρόκειτο απλά για έναν ελληνικό ελιγμό, μια τακτική υποχώρηση.
Από εκείνη τη στιγμή, ο Ιωάννης Γκούρας πήρε στα χέρια του την τύχη της μάχης και έγινε ο ουσιαστικός αρχηγός των Ελλήνων. Συγκεντρώνοντας γύρω του πολλούς πολεμιστές, οχυρώθηκε σ’ ένα παλιό ερημοκλήσι (πιθανότατα του Αγίου Αθανασίου), θέση που πρόσφερε μέτωπο στην τουρκική προέλαση, αντιτάσσοντας σθεναρή άμυνα στις επιδρομές των Τούρκων.
Ο Μπεϊράν τότε, διέταξε γενική επίθεση εναντίον των θέσεων του Γκούρα και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του. Σε μία πολύ κρίσιμη στιγμή για την έκβαση της μάχης ακούστηκαν πυροβολισμοί πίσω από τις ελληνικές θέσεις. Επρόκειτο για ενισχύσεις από τους Λιβαδιώτες, με επικεφαλής τους Μπούσγο, Λάππα και Μήτρο Τριανταφύλλου. Οι δύο τελευταίοι ενώθηκαν με τους Κοντοσόπουλο και Ρούκη. Ο Μπούσγος συντάχθηκε με τον Γκούρα, που μόλις τον είδε αναφώνησε:
«Μωρέ παιδιά, ο καπετάνιος έρχεται, απάνω τους».
Προσποιούμενος ότι ήρθε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γκούρας πέτυχε να προκαλέσει ενθουσιασμό στους Έλληνες, που φώναζαν «έρχεται ο Δυσσέας» και πανικό στους, Τούρκους, για τους οποίους ο Ανδρούτσος ήταν φόβητρο! Η σύγχυση που προκλήθηκε στους εχθρούς έδωσε την ευκαιρία στον Γκούρα να αφήσει ένα μικρό τμήμα να συνεχίσει την άμυνα και ο ίδιος, μαζί με τους υπόλοιπους πέρασε από την Ανιβίτσα και αφού ενώθηκε με τους Ρούκη και Δυοβουνιώτη, διέταξε γενική έφοδο από τα νώτα των Τούρκων. Έγιναν μάχες σώμα με σώμα.
Πολύ γρήγορα, οι Τούρκοι έχασαν τη συνοχή τους και κλονίστηκαν από την ορμή των επαναστατών.
Ο Μπεϊράν διέταξε γενική υποχώρηση. Ήταν όμως πολύ αργά. Οι άνδρες του πανικόβλητοι είχαν τραπεί σε φυγή. Οι σημαιοφόροι πετούσαν τις σημαίες και οι ιππείς εγκατέλειπαν τα άλογά τους για να μην γίνονται εύκολος στόχος.
Οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και επιδόθηκαν σε μια ανελέητη σφαγή των Τούρκων ως τη δύση του Ήλιου. Παντού ακούγονταν οι κραυγές και οι ικεσίες των Τούρκων που ζητούσαν έλεος. Ο Γκούρας έσφαξε δεκάδες Τούρκους, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά οιδήματα (πρηξίματα) στα χέρια. Ανάμεσα στα θύματά του, ήταν και ο Μεμίς πασάς.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι κάποια στιγμή ο Γκούρας ζήτησε από τον ψυχογιό του Μπαλαούρα να του φέρει νερό από ένα γειτονικό μικρό ρέμα. Εκείνος όμως επέστρεψε με άδειο δοχείο, καθώς το νερό είχε κοκκινίσει από το αίμα νεκρών Τούρκων που είχαν πέσει στο ρέμα!
Πολλοί σημαίνοντες Τούρκοι (και Τουρκαλβανοί) σκοτώθηκαν στα Βασιλικά. «Και μεταξύ αυτών ο διαβόητος Τουρκαλβανός Φράσαρις, τον οποίο οι Αγοριανίτες έγδαραν ζωντανό, διότι και άλλοτε τον είχαν συλλάβει εις μάχην αιχμάλωτον και τον εχάρισαν την ζωήν, ανταλλάξαντες αυτόν με τον Γιώργον Δυοβουνιώτην, κρατούμενον του Χουρσίτ Πασά εις τα Ιωάννινα, υιόν του Γιάννη Δυοβουνιώτη. Έδωσε δε τότε υπόσχεσιν, ότι δεν θα πολεμήσει ποτέ του πλέον κατά των Χριστιανών, πλην παρέβει την δήλωσίν του».
Ο απολογισμός της νίκης των Ελλήνων στα Βασιλικά
Οι απώλειες των Τούρκων στα Βασιλικά ήταν πολύ μεγάλες. Εκτός από τον Μεμίς πασά, σκοτώθηκε ο γιος του Μπεϊράν πασά, Μουχουρδάρ αγάς, ο Σιλιχτάρ αγάς, πολλοί μπέηδες και μεγάλος αριθμός κατώτερων αξιωματικών. Επίσης, σκοτώθηκαν περίπου 700 άνδρες (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 1.200), 1.500 τραυματίστηκαν και 220 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πολλοί σκοτώθηκαν και τις επόμενες μέρες, όταν τους ανακάλυπταν κρυμμένους στα δάση και τα ρέματα της περιοχής οι ντόπιοι.
Μνημείο μάχης Βασιλικών Οι Έλληνες είχαν 17 νεκρούς (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 42) και 35 τραυματίες.
Το 1/3 του τουρκικού στρατού ήταν εκτός μάχης. Ο Μπεϊράν, έδωσε διαταγή να πυρποληθούν οι άμαξες με τα πολεμοφόδια, να εγκαταλειφθεί το στρατόπεδο στον Πλατανιά και να οπισθοχωρήσουν οι άνδρες του στο Ζητούνι. Αφού πέρασε μάλιστα τη γέφυρα του Σπερχειού την κατέστρεψε για να εμποδίσει ελληνική επίθεση.
Όμως οι ελληνικές δυνάμεις, αρκούνταν στην καταδίωξη και εξολόθρευση μεμονωμένων ομάδων και στην κατάληψη και λαφυραγώγηση του στρατοπέδου του Πλατανιά.
Περίπου 400 πολεμικά άλογα, 8 πυροβόλα, πολλά όλα και 18 σημαίες έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.
Από τις 1.000 τουρκικές άμαξες, οι 600 κάηκαν. Οι υπόλοιπες, με πλήθος τροφών και πολεμοφοδίων, αποτέλεσαν πολύτιμα λάφυρα για τους επαναστάτες.
Άλλες πηγές, κάνουν μνεία για 14 σημαίες και 1.500 άλογα. Την επόμενη μέρα, έφτασε στη Δαμάστα όπου στρατοπέδευσαν οι ελληνικές δυνάμεις, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στεναχωρημένος που δεν πήρε μέρος στη μάχη.
Στην έκθεση που έστειλε στον Υψηλάντη ως γενικός αρχηγός των όπλων της Ανατολικής Στερεάς, αφού επαινούσε τον Γκούρα και τον παρομοίαζε με γίγαντα, έγραφε μεταξύ άλλων:
«Κι αν οι Έλληνες δεν έπεφταν εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ουδείς από αυτούς και ήθελε πιάσομεν και τον ίδιον τον Μπεϊράν πασά ζωντανόν».
Όσοι από τους Τούρκους κατάφεραν να διασωθούν, κατέφυγαν στο Ζητούνι (Λαμία). Το ηθικό τους βρισκόταν στα τάρταρα, καθώς ανησυχούσαν ότι θα δεχτούν κι εκεί επίθεση.
Καπετάν Γκούρας Ο Μπεϊράν πασάς εκτός από τη συντριβή είχε να διαχειριστεί και το προσωπικό του πένθος καθώς είχε χάσει τον γιο του. Σύντομα έφτασαν στη Λαμία ενισχύσεις. Ο Μελέκ πασάς Γκέκας με 1.500 άνδρες και ο Τελεχά μπέης από το Πατρατζίκι (Υπάτη) με 500 Αλβανούς. Αλλά και ο Μαχμούτ πασάς (Δράμαλης) που όπως αναφέραμε στην αρχή κινήθηκε προς τη Ναυπακτία, βρήκε κλειστές από τους Έλληνες τις διαβάσεις του Μακρυκάμπου στις Καταβόθρες (Οίτη) και υποχώρησε. Έτσι δεν έφτασαν ποτέ τουρκικές ενισχύσεις στην Τριπολιτσά!
Η σημασία της νίκης των Ελλήνων στα Βασιλικά
Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά πέρα από την τόνωση του ηθικού των αγωνιστών και τα πλούσια και πολύτιμα λάφυρα, είχε και τεράστια στρατηγική σημασία. Οι Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί ματαίωσαν την ένωση των δυνάμεων του Μπεϊράν με τον Κιοσέ Μεχμέτ και οι Έλληνες πολιόρκησαν ανενόχλητοι την Τριπολιτσά ως τον Σεπτέμβριο του 1821 οπότε και την κατέλαβαν. Ο Νίκος Γιαννόπουλος καταλογίζει ευθύνες και στους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη που δεν έσπευσαν, ίσως λόγω αντιζηλίας και αντιπαλότητας να βοηθήσουν τον Μπεϊράν πασά για τον οποίο δεν ξανακούστηκε κάτι. Πιθανότατα αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε μετά από διαταγή του σουλτάνου καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος της μεγάλης καταστροφής.
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Τόμος ΙΒ’
Νίκος Γιαννόπουλος, «Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
Σπυρίδων Τρικούπης, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ -Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, Τόμος Β’
Σαράντος Ι. Καργάκος, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Β’ ΜΕΡΟΣ
anatakti
Οι συνέπειες της νίκης των Ελλήνων για την πολιορκία της Τριπολιτσάς
Το καλοκαίρι του 1821 οι Τούρκοι αποφάσισαν να στείλουν μεγάλες δυνάμεις από τη Βόρεια Ελλάδα στην Πελοπόννησο με αντικειμενικό σκοπό τη διάλυση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς (Τρίπολης).
Ήδη η γενναία αντίσταση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς είχε αναστείλει το σχέδιο των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ για γρήγορη κάθοδο στον Μοριά και την κατάπνιξη της Επανάστασης εκεί, παρά τις ισχυρές δυνάμεις (9.000 άνδρες) που είχαν στη διάθεσή τους.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν πρώτα να στραφούν κατά της Βοιωτίας, της Εύβοιας και της Αττικής για να εξαλείψουν κάθε επαναστατική δράση σ’ αυτές τις περιοχές. Όμως η ανακατάληψη της Λιβαδειάς από τους Έλληνες τον Ιούνιο του 1821, η πεισματική αντίσταση των επαναστατών σε διάφορες περιοχές, αλλά κυρίως η διαρκής δράση του Οδυσσέα Ανδρούτσου τους έκαναν να ζητήσουν ενισχύσεις. Πίστευαν ότι αν δεν εξολόθρευαν τις ελληνικές δυνάμεις στην Ανατολική Στερεά δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στον Ισθμό.
Οι ενισχύσεις καταφθάνουν - Πολεμική σύσκεψη των Ελλήνων
Ο Ομέρ Βρυώνης απευθύνθηκε στον Χαλίλ μπέη, διοικητή του στρατοπέδου Ζητουνίου (Λαμίας) και ο Κιοσέ Μεχμέτ στον Χουρσίτ πασά, που πολιορκούσε τον Αλή πασά στην Ήπειρο.
Πολύ σύντομα έφτασε στη Λιβαδειά ο Δεμίρ πασάς με 2.500 άνδρες, που αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή ενός μεγάλου στρατεύματος από 8.000 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιππείς. Αρχιστράτηγος της δύναμης αυτής ήταν ο Μπεϊράν πασάς, τον οποίο πλαισίωναν τρεις στρατηγοί, ο Χατζί Μπεκίρ πασάς, ο Μεμίς πασάς και ο Σεχίν Αλή πασάς. Στη διάθεσή τους είχαν επίσης και πυροβολικό.
Η δύναμη αυτή αφού πρώτα κατέστειλε την Επανάσταση στη Μακεδονία κατευθύνθηκε νότια και μέσω Λαρίσης έφθασε στο Ζητούνι. Παράλληλα, ένα ακόμα στράτευμα με 4.000 άνδρες υπό τον Μαχμούτ πασά της Δράμας στρατοπέδευσε στον Θαυμακό.
Τα δύο στρατεύματα σκόπευαν να εισβάλουν στον Μοριά, ο Μπεϊράν από τη Μεγαρίδα αφού πρώτα θα ενωνόταν στη Βοιωτία με τον στρατό του Κιοσέ Μεχμέτ και ο Μαχμούτ πασάς στη Ναύπακτο με τη βοήθεια του τουρκικού στόλου που έσπευδε στον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Ομέρ Βρυώνης θα παρέμενε στην Αττική για να εξασφαλίσει τα νώτα και τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων.
Τελικός σκοπός όλων αυτών των δυνάμεων ήταν να επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων που πολιορκούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την Τριπολιτσά (δείτε σχετικό μας άρθρο στις 23/9/2018), κάτι που πιθανότατα αν συνέβαινε θα είχε ολέθριες συνέπειες για την τελική έκβαση της πολιορκίας.
Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αντιλήφθηκαν έγκαιρα τον κίνδυνο και αποφάσισαν με κάθε θυσία να εμποδίσουν την κάθοδο των Τούρκων στον Μοριά. Ο πρώτος που πληροφορήθηκε την άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων στο Ζητούνι ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης (15 Αυγούστου), ο οποίος ειδοποίησε τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς. Η συνάντηση όλων ορίστηκε στο Μόδι. Σ’ αυτήν ήταν παρόντες ο Νάκος Πανουργιάς από τα Σάλωνα (Άμφισσα) με αγωνιστές από την περιοχή του Παρνασσού, ο Γιάννης Γκούρας, που ήρθε από τη Λιβαδειά ειδοποιημένος από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο που είχε αποκλειστεί από την κακοκαιρία στη Μεγαρίδα, ο Κόμνος Τράκας από την Αγόριανη, ο Παπα- Ανδρέας Κοκοβιτσιανός από την Καταβόθρα κ.α. Με επιστολές τους οι οπλαρχηγοί αυτοί ζήτησαν βοήθεια από τον οπλαρχηγό της Δωρίδας Δήμο Σκαλτσά (Σκαλτσοδήμο), που έστειλε αμέσως σώμα αγωνιστών υπό τους Κώστα Μπίτη και Κώστα Καλύβα, από τους Λιβαδειώτες οπλαρχηγούς Βασίλη Μπούσγο, Γ. Λάππα και Μήτρο Τριανταφύλλου και από τον οπλαρχηγό της Αταλάντης Αντώνη Κοντοσόπουλο. Στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στο χωριό Εργίνι (Ρεγκίνιο) της Μπουδουνίτσας οι οπλαρχηγοί αντιμετώπισαν ένα σοβαρό πρόβλημα.
Από ποιον δρόμο θα περνούσε ο τουρκικός στρατός και πού έπρεπε να οργανωθεί η ελληνική άμυνα; Υπήρχαν δύο πιθανές διαδρομές. Η μία από τις Θερμοπύλες οδηγούσε στη Μπουδουνίτσα και από εκεί μέσω της διάβασης της Φοντάνας μεταξύ Εργινίου και Μοδίου στο Τουρκοχώρι και από εκεί στην Ελάτεια. Η διάβαση της Φοντάνας ήταν στενή, κακοτράχαλη και εκεί οι ελληνικές δυνάμεις καταλαμβάνοντας επίκαιρες θέσεις θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικά πλήγματα στους Τούρκους, οι οποίοι θα έπρεπε να κινηθούν επί μία ώρα μέσα στη στενό πέρασμα. Η άλλη διάβαση, ήταν η λεγόμενη ‘’η λεωφόρος των Βασιλικών’’ . Επρόκειτο για δημόσιο δρόμο που ξεκινούσε από το Καινούργιο Χωριό, ήταν αμαξιτός ως τον Πλατανιά (περιοχή τρία χιλιόμετρα δυτικά από τα Καμένα Βούρλα) κι από εκεί μέσα από μια δασώδη κοιλάδα, η οποία στένευε στα Βασιλικά, οδηγούσε στην Ελάτεια. Το πέρασμα της διάβασης των Βασιλικών απαιτούσε πορεία τριών τετάρτων της ώρας. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν ότι οι Τούρκοι θα περάσουν από τη διάβαση της Φοντάνας ο Δυοβουνιώτης υποστήριξε ότι οι πασάδες θα περνούσαν από τα Βασιλικά.
Όπως γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος στο βιβλίο του ‘’1821: Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία’’: ‘’Σε μια από τις λίγες στιγμές σύμπνοιας των ατίθασων οπλαρχηγών όλοι συμφώνησαν ίσως από σεβασμό με τη γνώμη του Δυοβουνιώτη’’.
Δυοβουνιώτης Οι Έλληνες καταλαμβάνουν θέσεις στις δυο διαβάσεις - Η πανωλεθρία των Τούρκων ανιχνευτών
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Ελλήνων ήταν ότι οι διαθέσιμοι άνδρες ήταν μόνο 1.600. Σύμφωνα με το σχέδιο του Δυοβουνιώτη οι 1.400 τοποθετήθηκαν στα Βασιλικά και οι υπόλοιποι 200 υπό τον Παπα- Ανδρέα για κάθε ενδεχόμενο στη διάβαση της Φοντάνας.
Ο Δυοβουνιώτης στον οποίο απονεμήθηκε τιμητικά ο τίτλος του αρχηγού καλύφθηκε με τους άνδρες του στο πυκνό δάσος στην είσοδο της διάβασης. Στο εσωτερικό δεξιά τοποθετήθηκαν ο Κοντοσόπουλος και ο Καλύβας με τους άνδρες τους. Αριστερά βρίσκονταν οι Τράκας και Μπίτης και στην έξοδο της διάβασης ο Γκούρας, ο Νάκος Πανουργιάς και ο Γιώργος Δυοβουνιώτης (γιος του Ιωάννη).
Η πορεία των Τούρκων προς τα Βασιλικά
Στις 22 Αυγούστου 1821 οι Τούρκοι ξεκίνησαν από το Ζητούνι (Λαμία). Προηγήθηκε ένα δυσάρεστο γεγονός, το οποίο θεώρησαν και κακό οιωνό και αυτό ήταν ο θάνατος του στρατηγού Χατζί Μπεκίρ πασά. Αφού πέρασαν τις Θερμοπύλες μετά από πορεία έξι ωρών στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα του Πλατανιά, που βρισκόταν κοντά στο Καινούργιο Χωριό σε απόσταση μιας ώρας από τα Βασιλικά.
Ο Μπεϊράν πασάς την επόμενη μέρα έστειλε 300 πεζούς στη Φοντάνα και 200 ιππείς στα Βασιλικά για ανίχνευση. Οι Τούρκοι ιππείς δεν διέκριναν τους κρυμμένους πίσω από τα δέντρα άνδρες του Δυοβουνιώτη και προχώρησαν πέφτοντας σε ενέδρα του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα. Στο άκουσμα των πυροβολισμών έσπευσαν στην περιοχή ο Γκούρας, ο Γιώργος Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς, που χτύπησαν τους Τούρκους. Και ενώ οι Τούρκοι ιππείς υποχωρούσαν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης τους επιτέθηκε από τα μετόπισθεν. Εκείνοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 40 νεκρούς και πολλά πολεμικά άλογα. Αλλά και οι Τούρκοι που είχαν κινηθεί για ανίχνευση στη Φοντάνα δεν είχαν καλύτερη τύχη. 25 από αυτούς σκοτώθηκαν, καθώς δέχτηκαν επίθεση από τον Παπα- Ανδρέα.
Ο Μπεϊράν κατάλαβε ότι η κάθοδος στη Λιβαδειά θα ήταν πολύ δύσκολη. Σκέφτηκε ότι για να περάσει από τη διάβαση των Βασιλικών με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες έπρεπε να απωθήσει τα ελληνικά στρατεύματα με όλο τον όγκο των δυνάμεών του και να τα διασκορπίσει.
O Γιάννης Γκούρας, ο πλεον διακριθείς οπλαρχηγός της μάχης, συνεβαλε στην περικύκλωση της τουρκικης στρατιας μεσα στη διαβαση
Η μάχη των Βασιλικών (26 Αυγούστου 1821) - Η συντριβή των Τούρκων
Τα χαράματα της 26ης Αυγούστου 1821 οι Τούρκοι ξεκίνησαν από το στρατόπεδο του Πλατανιά, όπου άφησαν άμαξες και εφόδια και κατευθύνθηκαν προς τα Βασιλικά.
Υπήρχε και ένας δευτερεύων δρόμος που παρέκαμπτε τη διάβαση των Βασιλικών και οδηγούσε προς το Σέλι κι από εκεί στην Ελάτεια. Για να εμποδίσει τυχόν διέλευση των Τούρκων από εκεί, ο Γιάννης Ρούκης, πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, κατέλαβε τη θέση Ανίβιτσα πάνω από τα Βασιλικά. Ο Ρούκης έφτασε εκεί μετά από ολονύχτια πορεία από την Αγία Μαρίνα του Παρνασσού, όταν πληροφορήθηκε από τον Γκούρα τις πρώτες συγκρούσεις με τους Τούρκους.
Ύστερα από πορεία μιας ώρας ο τουρκικός στρατός σταμάτησε μπροστά στην είσοδο των στενών. Μετά από σύντομες ευχές που διαβάστηκαν οι Τούρκοι άρχισαν κανονιοβολισμούς και πυροβολισμούς προς τους Έλληνες. Στη συνέχεια ο τουρκικός στρατός με πρώτο το πυροβολικό και ακολούθως το ιππικό κινήθηκε προς τα στενά. Χωρίς να αντιληφθούν τους άνδρες του Δυοβουνιώτη επιτέθηκαν εναντίον του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, οι οποίοι απέκρουσαν την τουρκική επίθεση. Ο Μπεϊράν έστειλε τότε 4.000 άνδρες εναντίον των 400 Ελλήνων που αμύνονταν και ενισχύθηκαν από τον Γκούρα.
Οι Έλληνες υποχώρησαν προς το διάσελο των Βασιλικών. Ο Κοντοσόπουλος χτυπήθηκε στον γοφό, όμως παρέμεινε στη θέση του καλύπτοντας την υποχώρηση. Οι Τούρκοι πίστεψαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις σκόρπισαν, όμως έκαναν λάθος. Επρόκειτο απλά για έναν ελληνικό ελιγμό, μια τακτική υποχώρηση.
Από εκείνη τη στιγμή, ο Ιωάννης Γκούρας πήρε στα χέρια του την τύχη της μάχης και έγινε ο ουσιαστικός αρχηγός των Ελλήνων. Συγκεντρώνοντας γύρω του πολλούς πολεμιστές, οχυρώθηκε σ’ ένα παλιό ερημοκλήσι (πιθανότατα του Αγίου Αθανασίου), θέση που πρόσφερε μέτωπο στην τουρκική προέλαση, αντιτάσσοντας σθεναρή άμυνα στις επιδρομές των Τούρκων.
Ο Μπεϊράν τότε, διέταξε γενική επίθεση εναντίον των θέσεων του Γκούρα και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του στρατού του. Σε μία πολύ κρίσιμη στιγμή για την έκβαση της μάχης ακούστηκαν πυροβολισμοί πίσω από τις ελληνικές θέσεις. Επρόκειτο για ενισχύσεις από τους Λιβαδιώτες, με επικεφαλής τους Μπούσγο, Λάππα και Μήτρο Τριανταφύλλου. Οι δύο τελευταίοι ενώθηκαν με τους Κοντοσόπουλο και Ρούκη. Ο Μπούσγος συντάχθηκε με τον Γκούρα, που μόλις τον είδε αναφώνησε:
«Μωρέ παιδιά, ο καπετάνιος έρχεται, απάνω τους».
Προσποιούμενος ότι ήρθε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Γκούρας πέτυχε να προκαλέσει ενθουσιασμό στους Έλληνες, που φώναζαν «έρχεται ο Δυσσέας» και πανικό στους, Τούρκους, για τους οποίους ο Ανδρούτσος ήταν φόβητρο! Η σύγχυση που προκλήθηκε στους εχθρούς έδωσε την ευκαιρία στον Γκούρα να αφήσει ένα μικρό τμήμα να συνεχίσει την άμυνα και ο ίδιος, μαζί με τους υπόλοιπους πέρασε από την Ανιβίτσα και αφού ενώθηκε με τους Ρούκη και Δυοβουνιώτη, διέταξε γενική έφοδο από τα νώτα των Τούρκων. Έγιναν μάχες σώμα με σώμα.
Πολύ γρήγορα, οι Τούρκοι έχασαν τη συνοχή τους και κλονίστηκαν από την ορμή των επαναστατών.
Ο Μπεϊράν διέταξε γενική υποχώρηση. Ήταν όμως πολύ αργά. Οι άνδρες του πανικόβλητοι είχαν τραπεί σε φυγή. Οι σημαιοφόροι πετούσαν τις σημαίες και οι ιππείς εγκατέλειπαν τα άλογά τους για να μην γίνονται εύκολος στόχος.
Οι Έλληνες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και επιδόθηκαν σε μια ανελέητη σφαγή των Τούρκων ως τη δύση του Ήλιου. Παντού ακούγονταν οι κραυγές και οι ικεσίες των Τούρκων που ζητούσαν έλεος. Ο Γκούρας έσφαξε δεκάδες Τούρκους, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρά οιδήματα (πρηξίματα) στα χέρια. Ανάμεσα στα θύματά του, ήταν και ο Μεμίς πασάς.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι κάποια στιγμή ο Γκούρας ζήτησε από τον ψυχογιό του Μπαλαούρα να του φέρει νερό από ένα γειτονικό μικρό ρέμα. Εκείνος όμως επέστρεψε με άδειο δοχείο, καθώς το νερό είχε κοκκινίσει από το αίμα νεκρών Τούρκων που είχαν πέσει στο ρέμα!
Πολλοί σημαίνοντες Τούρκοι (και Τουρκαλβανοί) σκοτώθηκαν στα Βασιλικά. «Και μεταξύ αυτών ο διαβόητος Τουρκαλβανός Φράσαρις, τον οποίο οι Αγοριανίτες έγδαραν ζωντανό, διότι και άλλοτε τον είχαν συλλάβει εις μάχην αιχμάλωτον και τον εχάρισαν την ζωήν, ανταλλάξαντες αυτόν με τον Γιώργον Δυοβουνιώτην, κρατούμενον του Χουρσίτ Πασά εις τα Ιωάννινα, υιόν του Γιάννη Δυοβουνιώτη. Έδωσε δε τότε υπόσχεσιν, ότι δεν θα πολεμήσει ποτέ του πλέον κατά των Χριστιανών, πλην παρέβει την δήλωσίν του».
Ο απολογισμός της νίκης των Ελλήνων στα Βασιλικά
Οι απώλειες των Τούρκων στα Βασιλικά ήταν πολύ μεγάλες. Εκτός από τον Μεμίς πασά, σκοτώθηκε ο γιος του Μπεϊράν πασά, Μουχουρδάρ αγάς, ο Σιλιχτάρ αγάς, πολλοί μπέηδες και μεγάλος αριθμός κατώτερων αξιωματικών. Επίσης, σκοτώθηκαν περίπου 700 άνδρες (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 1.200), 1.500 τραυματίστηκαν και 220 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Πολλοί σκοτώθηκαν και τις επόμενες μέρες, όταν τους ανακάλυπταν κρυμμένους στα δάση και τα ρέματα της περιοχής οι ντόπιοι.
Μνημείο μάχης Βασιλικών Οι Έλληνες είχαν 17 νεκρούς (άλλες πηγές κάνουν λόγο για 42) και 35 τραυματίες.
Το 1/3 του τουρκικού στρατού ήταν εκτός μάχης. Ο Μπεϊράν, έδωσε διαταγή να πυρποληθούν οι άμαξες με τα πολεμοφόδια, να εγκαταλειφθεί το στρατόπεδο στον Πλατανιά και να οπισθοχωρήσουν οι άνδρες του στο Ζητούνι. Αφού πέρασε μάλιστα τη γέφυρα του Σπερχειού την κατέστρεψε για να εμποδίσει ελληνική επίθεση.
Όμως οι ελληνικές δυνάμεις, αρκούνταν στην καταδίωξη και εξολόθρευση μεμονωμένων ομάδων και στην κατάληψη και λαφυραγώγηση του στρατοπέδου του Πλατανιά.
Περίπου 400 πολεμικά άλογα, 8 πυροβόλα, πολλά όλα και 18 σημαίες έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.
Από τις 1.000 τουρκικές άμαξες, οι 600 κάηκαν. Οι υπόλοιπες, με πλήθος τροφών και πολεμοφοδίων, αποτέλεσαν πολύτιμα λάφυρα για τους επαναστάτες.
Άλλες πηγές, κάνουν μνεία για 14 σημαίες και 1.500 άλογα. Την επόμενη μέρα, έφτασε στη Δαμάστα όπου στρατοπέδευσαν οι ελληνικές δυνάμεις, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στεναχωρημένος που δεν πήρε μέρος στη μάχη.
Στην έκθεση που έστειλε στον Υψηλάντη ως γενικός αρχηγός των όπλων της Ανατολικής Στερεάς, αφού επαινούσε τον Γκούρα και τον παρομοίαζε με γίγαντα, έγραφε μεταξύ άλλων:
«Κι αν οι Έλληνες δεν έπεφταν εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ουδείς από αυτούς και ήθελε πιάσομεν και τον ίδιον τον Μπεϊράν πασά ζωντανόν».
Όσοι από τους Τούρκους κατάφεραν να διασωθούν, κατέφυγαν στο Ζητούνι (Λαμία). Το ηθικό τους βρισκόταν στα τάρταρα, καθώς ανησυχούσαν ότι θα δεχτούν κι εκεί επίθεση.
Καπετάν Γκούρας Ο Μπεϊράν πασάς εκτός από τη συντριβή είχε να διαχειριστεί και το προσωπικό του πένθος καθώς είχε χάσει τον γιο του. Σύντομα έφτασαν στη Λαμία ενισχύσεις. Ο Μελέκ πασάς Γκέκας με 1.500 άνδρες και ο Τελεχά μπέης από το Πατρατζίκι (Υπάτη) με 500 Αλβανούς. Αλλά και ο Μαχμούτ πασάς (Δράμαλης) που όπως αναφέραμε στην αρχή κινήθηκε προς τη Ναυπακτία, βρήκε κλειστές από τους Έλληνες τις διαβάσεις του Μακρυκάμπου στις Καταβόθρες (Οίτη) και υποχώρησε. Έτσι δεν έφτασαν ποτέ τουρκικές ενισχύσεις στην Τριπολιτσά!
Η σημασία της νίκης των Ελλήνων στα Βασιλικά
Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικά πέρα από την τόνωση του ηθικού των αγωνιστών και τα πλούσια και πολύτιμα λάφυρα, είχε και τεράστια στρατηγική σημασία. Οι Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί ματαίωσαν την ένωση των δυνάμεων του Μπεϊράν με τον Κιοσέ Μεχμέτ και οι Έλληνες πολιόρκησαν ανενόχλητοι την Τριπολιτσά ως τον Σεπτέμβριο του 1821 οπότε και την κατέλαβαν. Ο Νίκος Γιαννόπουλος καταλογίζει ευθύνες και στους Κιοσέ Μεχμέτ και Ομέρ Βρυώνη που δεν έσπευσαν, ίσως λόγω αντιζηλίας και αντιπαλότητας να βοηθήσουν τον Μπεϊράν πασά για τον οποίο δεν ξανακούστηκε κάτι. Πιθανότατα αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε μετά από διαταγή του σουλτάνου καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος της μεγάλης καταστροφής.
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, Τόμος ΙΒ’
Νίκος Γιαννόπουλος, «Οι Μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία», εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
Σπυρίδων Τρικούπης, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ -Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, Τόμος Β’
Σαράντος Ι. Καργάκος, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Β’ ΜΕΡΟΣ
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Νέα καταδίωξη λαθροδιακινητών στη Θεσσαλονίκη: ΙΧ έπεσε σε τοίχο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έρχονται σήμερα οι TOURIΣΤΕΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ