2019-03-29 23:00:16
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί συμπεριφέρεται έτσι η Τουρκία;» είναι μάλλον απλή: γιατί μπορεί.
Διαθέτει την ισχύ και αυτό το γεγονός της παρέχει τη δυνατότητα να αδιαφορεί για… άλλα τινά.
Το «δίκιο του ισχυρού», εξ ορισμού, δεν υπακούει σε νόμους. Είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και αφορά στην επιβολή δια της ισχύος. Για ακριβώς αυτόν τον λόγο, δε, συνιστά και την πλέον αποκρουστική έκφανση του αυταρχισμού.
Εν προκειμένω, η κυνική ομολογία Ερντογάν, περί της αλλαγής του «στάτους» της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τέμενος, δίκην απάντησης στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους του αυταρχισμού.
Δίχως να ανταποκρίνεται σε οποιοδήποτε πλαίσιο δικαίου, παρά μόνον στην αναγωγή της Τουρκίας σε αυτόκλητο προασπιστή των ισλαμικών συμφερόντων στη Μ. Ανατολή, η Άγκυρα «απαντά» στις ΗΠΑ και στις «παραχωρήσεις» που αυτές εμφανίζονται να κάνουν έναντι του Ισραήλ, μέσω μίας εντελώς αυθαίρετης και -σε πρώτη ανάγνωση- ασύνδετης ενέργειας.
Η UNESCO μπορεί να θύμισε χθες ότι για να αλλάξει το καθεστώς ενός μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, όπως της Αγίας Σοφίας, πρέπει να παράσχει την έγκρισή της, όμως, οι υπομνήσεις της ελάχιστη σχέση έχουν με το σκεπτικό Ερντογάν για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Βάσει του σκεπτικού αυτού, η Αγία Σοφία συνιστά ένα μνημείο σε κατάσταση δυνητικής «ομηρίας», το οποίο έχει καταξιωθεί στην κρατούσα δυτική σκέψη ως χριστιανικής προέλευσης, παρέχοντας έτσι στον ίδιο το «δικαίωμα» να το χρησιμοποιεί ως στοιχείο οποιουδήποτε αντιπραγματευτισμού κρίνει σκόπιμο να προτείνει ή ακόμη και στο πλαίσιο μίας ενέργειας «τιμωρητικού» χαρακτήρα.
Υπό αυτό το πρίσμα, άρα, εκτιμά ότι έχει κάθε «δικαίωμα» να αναγορεύσει την Αγία Σοφία σε τέμενος, τροφοδοτώντας έτσι και το ισλαμιστικό και εθνικιστικό αίσθημα στην Τουρκία με καύσιμα μουσουλμανικού μεγαλοϊδεατισμού, αλλά επιβεβαιώνοντας συνάμα και το αυταρχικό πρόσωπο του καθεστώτος του.
Πρόκειται για ακριβώς το ίδιο είδος ακραίου αυταρχισμού, βάσει του οποίου η Τουρκία διατηρεί ακόμη στρατεύματα στα κατεχόμενα της Κύπρου καθ’ υπέρβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, σειράς αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και βεβαίως του κοινοτικού κεκτημένου.
Πολύ περισσότερο στυγερό, δε, είναι το πρόσωπο αυτού του αυταρχικού καθεστώτος στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς εκδηλώνεται με χιλιάδες συλλήψεις, φυλακίσεις και διώξεις κατά πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν ή μειονοτικών εθνικών ομάδων, όπως η Κουρδική.
Αυτός, όμως, είναι ο γείτονάς μας και ας μην έχουμε αμφιβολίες ως προς το γεγονός αυτό.
Η πολιτική που θέλει το κτίσιμο μίας γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μπορεί να εξυπηρετεί τις ανάγκες ταχύτερης εκτόνωσης μίας ενδεχόμενης κρίσης μεταξύ των δύο πλευρών, όμως, -ας μη γελιόμαστε- δεν συνιστά πανάκεια για το μέλλον των σχέσεών τους.
Η Τουρκία θα αποτελέσει «καλό συνομιλητή» μόνον εφόσον οι συσχετισμοί είναι υπέρ της ελληνικής πλευράς. Αυτή είναι η «γλώσσα» που έχει μάθει να μιλά η γείτονα χώρα και μόνον αυτήν μπορεί να «ακούσει».
Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένων των οικονομικών περιορισμών που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε ό,τι αφορά στις αμυντικές προμήθειες, η τακτική σύσφιξης σχέσεων που ακολουθεί με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ αποτελεί κατά πάσα βεβαιότητα την πλέον δόκιμη δίοδο «αντιμετώπισης» της γείτονος.
Πέραν του προφανούς ενεργειακού ενδιαφέροντός της, αυτή η σχέση υπακούει απόλυτα στην ανάγκη μεταβολής των συσχετισμών, εν προκειμένω, μέσω της σύναψης στρατηγικών συμμαχιών με δυνάμεις που -επί του παρόντος τουλάχιστον- βρίσκονται σε αντιπαλότητα με την Τουρκία.
Ευκαιριακή ή μη του κ.Ν.Γ.Δρόσου
greece-salonikia
Διαθέτει την ισχύ και αυτό το γεγονός της παρέχει τη δυνατότητα να αδιαφορεί για… άλλα τινά.
Το «δίκιο του ισχυρού», εξ ορισμού, δεν υπακούει σε νόμους. Είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών και αφορά στην επιβολή δια της ισχύος. Για ακριβώς αυτόν τον λόγο, δε, συνιστά και την πλέον αποκρουστική έκφανση του αυταρχισμού.
Εν προκειμένω, η κυνική ομολογία Ερντογάν, περί της αλλαγής του «στάτους» της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τέμενος, δίκην απάντησης στην αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του είδους του αυταρχισμού.
Δίχως να ανταποκρίνεται σε οποιοδήποτε πλαίσιο δικαίου, παρά μόνον στην αναγωγή της Τουρκίας σε αυτόκλητο προασπιστή των ισλαμικών συμφερόντων στη Μ. Ανατολή, η Άγκυρα «απαντά» στις ΗΠΑ και στις «παραχωρήσεις» που αυτές εμφανίζονται να κάνουν έναντι του Ισραήλ, μέσω μίας εντελώς αυθαίρετης και -σε πρώτη ανάγνωση- ασύνδετης ενέργειας.
Η UNESCO μπορεί να θύμισε χθες ότι για να αλλάξει το καθεστώς ενός μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς, όπως της Αγίας Σοφίας, πρέπει να παράσχει την έγκρισή της, όμως, οι υπομνήσεις της ελάχιστη σχέση έχουν με το σκεπτικό Ερντογάν για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Βάσει του σκεπτικού αυτού, η Αγία Σοφία συνιστά ένα μνημείο σε κατάσταση δυνητικής «ομηρίας», το οποίο έχει καταξιωθεί στην κρατούσα δυτική σκέψη ως χριστιανικής προέλευσης, παρέχοντας έτσι στον ίδιο το «δικαίωμα» να το χρησιμοποιεί ως στοιχείο οποιουδήποτε αντιπραγματευτισμού κρίνει σκόπιμο να προτείνει ή ακόμη και στο πλαίσιο μίας ενέργειας «τιμωρητικού» χαρακτήρα.
Υπό αυτό το πρίσμα, άρα, εκτιμά ότι έχει κάθε «δικαίωμα» να αναγορεύσει την Αγία Σοφία σε τέμενος, τροφοδοτώντας έτσι και το ισλαμιστικό και εθνικιστικό αίσθημα στην Τουρκία με καύσιμα μουσουλμανικού μεγαλοϊδεατισμού, αλλά επιβεβαιώνοντας συνάμα και το αυταρχικό πρόσωπο του καθεστώτος του.
Πρόκειται για ακριβώς το ίδιο είδος ακραίου αυταρχισμού, βάσει του οποίου η Τουρκία διατηρεί ακόμη στρατεύματα στα κατεχόμενα της Κύπρου καθ’ υπέρβαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου, σειράς αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και βεβαίως του κοινοτικού κεκτημένου.
Πολύ περισσότερο στυγερό, δε, είναι το πρόσωπο αυτού του αυταρχικού καθεστώτος στο εσωτερικό της Τουρκίας, καθώς εκδηλώνεται με χιλιάδες συλλήψεις, φυλακίσεις και διώξεις κατά πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν ή μειονοτικών εθνικών ομάδων, όπως η Κουρδική.
Αυτός, όμως, είναι ο γείτονάς μας και ας μην έχουμε αμφιβολίες ως προς το γεγονός αυτό.
Η πολιτική που θέλει το κτίσιμο μίας γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μπορεί να εξυπηρετεί τις ανάγκες ταχύτερης εκτόνωσης μίας ενδεχόμενης κρίσης μεταξύ των δύο πλευρών, όμως, -ας μη γελιόμαστε- δεν συνιστά πανάκεια για το μέλλον των σχέσεών τους.
Η Τουρκία θα αποτελέσει «καλό συνομιλητή» μόνον εφόσον οι συσχετισμοί είναι υπέρ της ελληνικής πλευράς. Αυτή είναι η «γλώσσα» που έχει μάθει να μιλά η γείτονα χώρα και μόνον αυτήν μπορεί να «ακούσει».
Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένων των οικονομικών περιορισμών που αντιμετωπίζει η χώρα μας σε ό,τι αφορά στις αμυντικές προμήθειες, η τακτική σύσφιξης σχέσεων που ακολουθεί με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ αποτελεί κατά πάσα βεβαιότητα την πλέον δόκιμη δίοδο «αντιμετώπισης» της γείτονος.
Πέραν του προφανούς ενεργειακού ενδιαφέροντός της, αυτή η σχέση υπακούει απόλυτα στην ανάγκη μεταβολής των συσχετισμών, εν προκειμένω, μέσω της σύναψης στρατηγικών συμμαχιών με δυνάμεις που -επί του παρόντος τουλάχιστον- βρίσκονται σε αντιπαλότητα με την Τουρκία.
Ευκαιριακή ή μη του κ.Ν.Γ.Δρόσου
greece-salonikia
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποια ώρα της ημέρας έχει το σεξ τα μεγαλύτερα οφέλη για την υγεία μας;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ