2019-04-05 21:01:23
Η τεχνολογική εξέλιξη, η οποία έγινε πιο προσιτή σε ακόμη περισσότερους ανθρώπους, οδήγησε πολύ μεγάλη αύξηση του αριθμού και της ποικιλίας των πηγών που εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικά πεδία.
Οι πηγές αυτές περιλαμβάνουν οθόνες που σχετίζονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές, όπως τα ρούτερ στο σπίτι για το ίντερνετ.
Αν και αυτές οι συσκευές έχουν κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια, πιο ασφαλή και πιο εύκολη, συνοδεύονται και από ανησυχίες σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία που οφείλονται σε εκπομπές ηλεκτρομαγνητικών πεδίων (ΗΜΠ). Μία τέτοια ανησυχία είναι και η λεγόμενη αλλεργία στο Wi-Fi, δηλαδή η αλλεργία στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που εκπέμπει ασύρματα το ρούτερ.
Τι λέει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας;
Εδώ και αρκετό καιρό, υπάρχουν διάφορες μαρτυρίες για μια σειρά από προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την έκθεση στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Αυτά τα προβλήματα έχουν ονομαστεί αλλεργία στο W-Fi. Θυμηθείτε μερικές χαρακτηριστικές μαρτυρίες ανθρώπων για την αλλεργία στο W-Fi, στο παρακάτω βίντεο:
Ενώ ορισμένα άτομα αναφέρουν ήπια συμπτώματα και απλά φροντίζουν να αποφεύγουν τα πεδία αυτά όσο καλύτερα μπορούν, άλλοι αναφέρουν τόσο σοβαρά συμπτώματα, ώστε δεν μπορούν να εργαστούν και αναγκάζονται να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Αυτή η υποτιθέμενη ευαισθησία στα ΗΜΠ γενικά ονομάζεται «ηλεκτρομαγνητική υπερευαισθησία» ή EHS (electromagnetic hypersensitivity). Διαβάστε ΕΔΩ τη σχετική έκθεση του ΠΟΥ.
Τι είναι η ηλεκτρομαγνητική υπερευαισθησία;
Η EHS χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία από μη ειδικά συμπτώματα, τα οποία όσοι τα έχουν εκδηλώσει, τα αποδίδουν στην έκθεσή τους σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Τα πιο κοινά από αυτά τα συμπτώματα είναι:
Δερματολογικά: Ερυθρότητα, τσούξιμο και αίσθηση καύσουΝευρασθενικά: Κόπωση, δυσκολία συγκέντρωσης, ζάλη, ναυτία, αίσθημα παλμών της καρδιάς και πεπτικές διαταραχές
Τα συμπτώματα της EHS μοιάζουν με εκείνα ενός συνδρόμου, γνωστού ως πολλαπλή χημική ευαισθησία (multiple chemical sensitivity – MCS), μια άλλη διαταραχή που σχετίζεται με τη χαμηλού επιπέδου περιβαλλοντική έκθεση σε χημικές ουσίες. Τόσο η EHS, όσο και η MCS χαρακτηρίζονται από μια σειρά μη ειδικών συμπτωμάτων που δεν έχουν εμφανή τοξικολογική ή φυσιολογική βάση, αλλά ούτε έχουν επαληθευτεί από ανεξάρτητη πηγή.
Ένας πιο γενικός όρος για την ευαισθησία σε περιβαλλοντικούς παράγοντες είναι η Ιδιοπαθής Περιβαλλοντική Δυσανεκτικότητα (Idiopathic Environmental Intolerance – ΙΕΙ). Περιγράφει επί της ουσίας συμπτώματα άνευ χημικής αιτιολογίας και ανοσολογικής ευαισθησίας, ενώ ενσωματώνει μια σειρά από διαταραχές που μοιράζονται παρόμοια μη ειδικά ιατρικώς ανεξήγητα συμπτώματα, που επηρεάζουν αρνητικά τους ανθρώπους.
Το συμπέρασμα του ΠΟΥ
Η ηλεκτρομαγνητική υπερευαισθησία (EHS) χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία μη ειδικών συμπτωμάτων, που διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Τα συμπτώματα είναι σίγουρα πραγματικά και μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό ως προς τη σοβαρότητά τους. Όποια και αν είναι η αιτία, η EHS μπορεί να είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στην καθημερινότητα του ασθενούς.
Η EHS δεν έχει σαφή διαγνωστικά κριτήρια και δεν υπάρχει επιστημονική βάση για να συνδέσει τα συμπτώματα αυτά με την έκθεση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Επίσης, η EHS δεν είναι μια ιατρική διάγνωση, ούτε είναι σαφές ότι αποτελεί ένα ενιαίο ιατρικό πρόβλημα.
Τι να κάνουν οι γιατροί, σύμφωνα με τον ΠΟΥ;
Η θεραπεία των προσβεβλημένων ατόμων θα πρέπει να επικεντρωθεί στα συμπτώματα υγείας και την κλινική τους εικόνα και όχι στο τι θεωρεί ο ίδιος ο ασθενής ως ανάγκη για τη μείωση ή την εξάλειψη των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στο χώρο εργασίας του ή στο σπίτι του. Αυτό απαιτεί:
Ιατρική αξιολόγησηγια τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση τυχόν ειδικών καταστάσεων που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα.Ψυχολογική αξιολόγησηγια τον εντοπισμό εναλλακτικών ψυχιατρικών/ψυχολογικών καταστάσεων που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα αυτά.Αξιολόγηση στο χώρο εργασίας και στο σπίτι για τους πιθανούς παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στα συμπτώματα. Αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη ρύπανση του αέρα στο χώρο, τον υπερβολικό θόρυβο, τον κακό φωτισμό (π.χ. φως που τρεμοπαίζει) ή άλλους εργονομικούς παράγοντες. Η μείωση του στρες και άλλες βελτιώσεις στις συνθήκες εργασίας μπορεί να είναι ενδεδειγμένα.
Για τα άτομα με μακράς διαρκείας συμπτώματα και σοβαρά μειονεκτήματα από την «αλλεργία στο Wi-Fi», η θεραπεία θα πρέπει να επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των συμπτωμάτων και των λειτουργικών προβλημάτων στην καθημερινότητα του ατόμου. Αυτό πρέπει να γίνει σε στενή συνεργασία με ειδικό γιατρό (για την αντιμετώπιση των ιατρικών και ψυχολογικών πτυχών των συμπτωμάτων) και ενός ειδικού σε θέματα περιβαλλοντικής υγείας (για τον εντοπισμό και, εάν είναι απαραίτητο, τη μείωση εκείνων των παραγόντων στο περιβάλλον του ασθενούς, που είναι γνωστό ότι έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του).
Πηγές: who.int, iatropedia.gr
Οι πηγές αυτές περιλαμβάνουν οθόνες που σχετίζονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές, όπως τα ρούτερ στο σπίτι για το ίντερνετ.
Αν και αυτές οι συσκευές έχουν κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια, πιο ασφαλή και πιο εύκολη, συνοδεύονται και από ανησυχίες σχετικά με τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία που οφείλονται σε εκπομπές ηλεκτρομαγνητικών πεδίων (ΗΜΠ). Μία τέτοια ανησυχία είναι και η λεγόμενη αλλεργία στο Wi-Fi, δηλαδή η αλλεργία στο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που εκπέμπει ασύρματα το ρούτερ.
Τι λέει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας;
Εδώ και αρκετό καιρό, υπάρχουν διάφορες μαρτυρίες για μια σειρά από προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την έκθεση στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Αυτά τα προβλήματα έχουν ονομαστεί αλλεργία στο W-Fi. Θυμηθείτε μερικές χαρακτηριστικές μαρτυρίες ανθρώπων για την αλλεργία στο W-Fi, στο παρακάτω βίντεο:
Ενώ ορισμένα άτομα αναφέρουν ήπια συμπτώματα και απλά φροντίζουν να αποφεύγουν τα πεδία αυτά όσο καλύτερα μπορούν, άλλοι αναφέρουν τόσο σοβαρά συμπτώματα, ώστε δεν μπορούν να εργαστούν και αναγκάζονται να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους. Αυτή η υποτιθέμενη ευαισθησία στα ΗΜΠ γενικά ονομάζεται «ηλεκτρομαγνητική υπερευαισθησία» ή EHS (electromagnetic hypersensitivity). Διαβάστε ΕΔΩ τη σχετική έκθεση του ΠΟΥ.
Τι είναι η ηλεκτρομαγνητική υπερευαισθησία;
Η EHS χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία από μη ειδικά συμπτώματα, τα οποία όσοι τα έχουν εκδηλώσει, τα αποδίδουν στην έκθεσή τους σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Τα πιο κοινά από αυτά τα συμπτώματα είναι:
Δερματολογικά: Ερυθρότητα, τσούξιμο και αίσθηση καύσουΝευρασθενικά: Κόπωση, δυσκολία συγκέντρωσης, ζάλη, ναυτία, αίσθημα παλμών της καρδιάς και πεπτικές διαταραχές
Τα συμπτώματα της EHS μοιάζουν με εκείνα ενός συνδρόμου, γνωστού ως πολλαπλή χημική ευαισθησία (multiple chemical sensitivity – MCS), μια άλλη διαταραχή που σχετίζεται με τη χαμηλού επιπέδου περιβαλλοντική έκθεση σε χημικές ουσίες. Τόσο η EHS, όσο και η MCS χαρακτηρίζονται από μια σειρά μη ειδικών συμπτωμάτων που δεν έχουν εμφανή τοξικολογική ή φυσιολογική βάση, αλλά ούτε έχουν επαληθευτεί από ανεξάρτητη πηγή.
Ένας πιο γενικός όρος για την ευαισθησία σε περιβαλλοντικούς παράγοντες είναι η Ιδιοπαθής Περιβαλλοντική Δυσανεκτικότητα (Idiopathic Environmental Intolerance – ΙΕΙ). Περιγράφει επί της ουσίας συμπτώματα άνευ χημικής αιτιολογίας και ανοσολογικής ευαισθησίας, ενώ ενσωματώνει μια σειρά από διαταραχές που μοιράζονται παρόμοια μη ειδικά ιατρικώς ανεξήγητα συμπτώματα, που επηρεάζουν αρνητικά τους ανθρώπους.
Το συμπέρασμα του ΠΟΥ
Η ηλεκτρομαγνητική υπερευαισθησία (EHS) χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία μη ειδικών συμπτωμάτων, που διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Τα συμπτώματα είναι σίγουρα πραγματικά και μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό ως προς τη σοβαρότητά τους. Όποια και αν είναι η αιτία, η EHS μπορεί να είναι ένα σοβαρό πρόβλημα στην καθημερινότητα του ασθενούς.
Η EHS δεν έχει σαφή διαγνωστικά κριτήρια και δεν υπάρχει επιστημονική βάση για να συνδέσει τα συμπτώματα αυτά με την έκθεση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Επίσης, η EHS δεν είναι μια ιατρική διάγνωση, ούτε είναι σαφές ότι αποτελεί ένα ενιαίο ιατρικό πρόβλημα.
Τι να κάνουν οι γιατροί, σύμφωνα με τον ΠΟΥ;
Η θεραπεία των προσβεβλημένων ατόμων θα πρέπει να επικεντρωθεί στα συμπτώματα υγείας και την κλινική τους εικόνα και όχι στο τι θεωρεί ο ίδιος ο ασθενής ως ανάγκη για τη μείωση ή την εξάλειψη των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στο χώρο εργασίας του ή στο σπίτι του. Αυτό απαιτεί:
Ιατρική αξιολόγησηγια τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση τυχόν ειδικών καταστάσεων που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα.Ψυχολογική αξιολόγησηγια τον εντοπισμό εναλλακτικών ψυχιατρικών/ψυχολογικών καταστάσεων που μπορεί να ευθύνονται για τα συμπτώματα αυτά.Αξιολόγηση στο χώρο εργασίας και στο σπίτι για τους πιθανούς παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στα συμπτώματα. Αυτοί οι παράγοντες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη ρύπανση του αέρα στο χώρο, τον υπερβολικό θόρυβο, τον κακό φωτισμό (π.χ. φως που τρεμοπαίζει) ή άλλους εργονομικούς παράγοντες. Η μείωση του στρες και άλλες βελτιώσεις στις συνθήκες εργασίας μπορεί να είναι ενδεδειγμένα.
Για τα άτομα με μακράς διαρκείας συμπτώματα και σοβαρά μειονεκτήματα από την «αλλεργία στο Wi-Fi», η θεραπεία θα πρέπει να επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των συμπτωμάτων και των λειτουργικών προβλημάτων στην καθημερινότητα του ατόμου. Αυτό πρέπει να γίνει σε στενή συνεργασία με ειδικό γιατρό (για την αντιμετώπιση των ιατρικών και ψυχολογικών πτυχών των συμπτωμάτων) και ενός ειδικού σε θέματα περιβαλλοντικής υγείας (για τον εντοπισμό και, εάν είναι απαραίτητο, τη μείωση εκείνων των παραγόντων στο περιβάλλον του ασθενούς, που είναι γνωστό ότι έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του).
Πηγές: who.int, iatropedia.gr
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Γιατί αυτό το βιβλίο δεν κατάφερε κανείς να το διαβάσει μέχρι τέλους
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ