2019-04-07 15:30:15
Ο Γιώργος Σκαρτάδος δεν μασά τα λόγια του.
Είναι ντόμπρος, αποκαλυπτικός όταν χρειαστεί και Ροδίτης με συμπεριφορά Μακεδόνα.
Σαν σήμερα (7 Απριλίου) το 1960, ο αμυντικός που μετέπειτα έπαιξε στη μεσαία γραμμή, είδε το πρώτο φως της ζωής και το Sport-Retro.gr, εκτός από τις καθιερωμένες ευχές, θέλησε να τον… ανακρίνει.
Οι μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές με τον ΠΑΟΚ, το αξέχαστο πρωτάθλημα του 1985, η μετακίνηση στον Ηρακλή, η πρόκληση του Ολυμπιακού, η Εθνική ομάδα, ο Σωκράτης Κόκκαλης και το «σήμερα».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιώργου Σκαρτάδου στο Sport-Retro.gr:
Η καριέρα σας αρχίζει στη Ρόδο στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πολύ γρήγορα, σε ηλικία 16 ετών, βρεθήκατε στην ανδρική ομάδα. Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας ανέδειξε και πως θυμάστε εκείνα τα χρόνια;
«Άρχισα από τη δεύτερη ομάδα της Ρόδου το 1975 και από την επόμενη χρονιά μπήκα με τους άντρες και ήμουν βασικός στην πορεία της ομάδας στη Β’ Εθνική. Μετά από δύο χρόνια ανεβήκαμε στην Α’ Εθνική, υποβιβαστήκαμε άμεσα, αλλά ανεβήκαμε ξανά.
Ο άνθρωπος που με ανέδειξε όλο αυτό το διάστημα ήταν ο πρώτος μου προπονητής, ο Μιχάλης Μπέλλης. Είχε σημαίνοντα και κομβικό ρόλο στην καριέρα μου. Πλην του αμιγώς ποδοσφαιρικού κομματιού ήταν ο άνθρωπος που μεσολάβησε για να πάρω μεταγραφή στον ΠΑΟΚ».
Ποια είναι η ιστορία εκείνης της μεταγραφής; Είχατε προτάσεις από άλλες ομάδες;
«Ο αείμνηστος Παντελάκης που ήταν τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ ήρθε να με δει να παίζω μετά από παραίνεση του Μπέλλη. Του άρεσα και έκλεισε η μεταγραφή. Περίπου 10.000.000 δραχμές πήρε η Ρόδος και 2.000.000 εγώ.
Είχα προτάσεις επίσης από Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό και, μάλιστα, με περισσότερα χρήματα, αλλά εμπιστεύθηκα τον Μπέλλη που με παρότρυνε να πάω στον ΠΑΟΚ και με έπεισε και ο Παντελάκης.
Ήταν επίσης μεγάλο δέλεαρ ότι θα συνυπήρχα με παίκτες, όπως ο Κούδας, ο Ιωσηφίδης και άλλοι της μεγάλης εκείνης ομάδας».
Από τη Ρόδο στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλη πόλη, μεγάλη ομάδα, όλα διαφορετικά. Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση;
«Ήμουν… τρακαρισμένος στην αρχή. Μετά την υπογραφή του συμβολαίου, μάλιστα, είπα να το ρίξω λίγο έξω και πήγα με τον πατέρα μου, που είχε έρθει μαζί μου, σε ένα νυχτερινό κέντρο.
Την άλλη μέρα με φώναξε στο γραφείο του ο Παντελάκης και μου είπε ‘μικρέ σε φέραμε εδώ για να παίξεις μπάλα, όχι για να ξενυχτάς’ και μου έβαλε από την αρχή το… χαλινάρι.
Όσον αφορά την ομάδα βρήκα ένα πολύ καλό κλίμα και με βοήθησαν όλα τα παιδιά πολύ γρήγορα να εγκλιματιστώ. Ο Κούδας συγκεκριμένα μου είχε πει ‘παίξε αυτό που ξέρεις και όποιος σου πει κάτι ή σε πειράξει, εγώ είμαι εδώ’. Όπως καταλαβαίνεις αυτό με βοήθησε να πάρω τα πάνω μου αν και καινούργιος στην ομάδα».
Αρχίζει έτσι μία δεκαετία, η οποία περιέχει τίτλους για τον ΠΑΟΚ και ατομικές διακρίσεις για εσάς. Ποιες ήταν οι χειρότερες και ποιες οι καλύτερες στιγμές;
«Η καλύτερη στιγμή είναι αναμφίβολα το πρωτάθλημα του 1985. Θυμάμαι την Τούμπα με 50.000 κόσμο, χωρίς υπερβολή. Ήταν απίστευτο. Όπως επίσης θυμάμαι και το συναίσθημα στον πρώτο μου τελικό Κυπέλλου απέναντι στην ΑΕΚ το 1983.
Δεν είχα παίξει ξανά μπροστά σε 70.000 κόσμο, αλλά κατάφερα και έλεγξα τα συναισθήματά μου. αφού παρά την ήττα ανταποκρίθηκα στον ρόλο μου.
Όσο για τα χειρότερα, μου έχει μείνει ότι έπαιξα σε τρεις τελικούς Κυπέλλου, σκόραρα στους δύο, όμως δεν κατακτήσαμε καμία φορά το τρόπαιο».
Είχε όμως και Ευρώπη εκείνη η δεκαετία. Μεγάλες εμφανίσεις του ΠΑΟΚ αλλά και δικές σας, απέναντι σε Μπάγερν, Νάπολι, Σεβίλλη και αντίστοιχοι οριακοί αποκλεισμοί. Το χαμένο σας πέναλτι με τη Σεβίλλη, ας πούμε, δεν το βάζετε στις χειρότερες στιγμές;
«Σίγουρα το χαμένο πέναλτι με τη Σεβίλλη ήταν μία κακή στιγμή. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο όμως, δεν είμαι ο μόνος, τότε είχαμε αστοχήσει εγώ και ο Μαγκντί Τολμπά. Νωρίτερα ήταν ο Μαλιούφας και το δικό του χαμένο πέναλτι στο Μόναχο.
Εκείνος ο αποκλεισμός από την Μπάγερν μου έχει μείνει έντονα στη μνήμη, θα μπορούσαμε να προκριθούμε από την παράταση όταν είχε χάσει μεγάλη ευκαιρία ο Αλεξανδρής στο 120′, ενώ μετά έγιναν μυθικά πράγματα για να χάσουμε στα πέναλτι, αφού ο Φούρτουλα απέκρουσε δύο φορές το πέναλτι του Αουγκεντάλερ και διατάχθηκαν ισάριθμες επαναλήψεις».
Αντιμετωπίσατε και τη Νάπολι, όμως, και μάλιστα είχατε αναλάβει το μαρκάρισμα του Ντιέγκο Μαραντόνα, τον οποίο ‘σβήσατε’ σε εκείνα τα ματς. Πώς ήταν να έχετε αντίπαλο τον καλύτερο παίκτη στον κόσμο εκείνη την εποχή;
«Για να πω την αλήθεια είχα μεγάλη άγνοια κινδύνου ως παίκτης. Τον Μαραντόνα δεν τον φοβήθηκα, ούτε τον σεβάστηκα παrαπάνω από οποιονδήποτε άλλον αντίπαλο. Φυσικά ήταν ένας καταπληκτικός παίκτης, αλλά εγώ έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου και να βοηθήσω την ομάδα μου, όχι να κοιτάω πόσο καλός ήταν.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι οι Ιταλοί στις εφημερίδες τους με είχαν βαθμολογήσει με 9, με άριστα το 10, μετά από εκείνη την εμφάνιση. Στο δεύτερο ματς είχα σκοράρει κιόλας, όμως δυστυχώς δεν είχαμε καταφέρει να πάρουμε την πρόκριση».
Υπήρχε και μία πρόταση για μεταγραφή το 1987 από ιταλική ομάδα, σωστά;
«Ναι, είχα δεχτεί το καλοκαίρι του 1987 πρόταση από την Κόμο που μόλις είχε προβιβαστεί στη Serie A.
Μου έδιναν 2.000.000 γερμανικά μάρκα και άλλα τόσα στον ΠΑΟΚ, αλλά δυστυχώς δεν με άφησαν να πάω. Ήταν κάτι που ήθελα και, φυσικά, η πρόταση με τίμησε ιδιαίτερα, καθώς τότε κάθε ομάδα δικαιούταν να έχει μόνο δύο ξένους στο ρόστερ της, άρα η επιλογή μου δεν ήταν τυχαία».
Μείνατε, λοιπόν, στον ΠΑΟΚ και φτάσατε να είστε 3ος σκόρερ στην ιστορία του το 1992 προτού αποχωρήσετε. Γιατί φύγατε, ενώ είναι κοινή παραδοχή όλων των φίλων της ομάδας ότι θα ήθελαν να σας δουν να κλείνετε εκεί την καριέρα σας;
«Δεν έφυγα από τον ΠΑΟΚ, με έδιωξαν. Αυτή είναι η αλήθεια. Το 1992 ήμουν 32 ετών και ο τότε πρόεδρος της ομάδας, ο Θωμάς Βουλινός, μου μετέφερε μέσω του κ. Γίγη που ήταν γιατρός του ΠΑΟΚ, την επιθυμία του να αποχωρήσω. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με τον Βουλινό, ήμουν μεγάλος και πως ό,τι ήταν να προσφέρω στον ΠΑΟΚ, το είχα προσφέρει και ότι στην ηλικία που ήμουν δεν είχα κάτι άλλο να δώσω. Έτσι με άφησε ελεύθερο».
Επόμενος σταθμός λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Τούμπα και συγκεκριμένα ο Ηρακλής.
«Υπέγραψα με τον Ηρακλή, δίνοντας ένα λευκό συμβόλαιο στον Πέτρο Θεοδωρίδη, καθώς ήξερα ότι δεν θα με αδικήσει. Τελικά το ποσό που εξέλαβα ήταν πιο μεγάλο απ’ αυτό που περίμενα. Αμέσως μετά τη συμφωνία με τον Ηρακλή, με πήρε τηλέφωνο ο Βουλινός και μου ζήτησε να γυρίσω στον ΠΑΟΚ, αλλά του είπα ότι ήταν αργά, πως θα έπρεπε να με ζητήσει με μεταγραφή από τον Θεοδωρίδη και έτσι έκλεισε η ιστορία.
Στον Ηρακλή προσπάθησα ως επαγγελματίας να δώσω το κάτι παραπάνω, μιας και το είχε ανάγκη η ομάδα, και νομίζω τα κατάφερα, αφού το 1994 ψηφίστηκα από τους συναδέλφους μου ως ο καλύτερος παίκτης στην Ελλάδα».
Παρά αυτή τη σπουδαία τιμητική διάκριση η τελευταία σας συμμετοχή με την Εθνική ομάδα έγινε δύο χρόνια νωρίτερα. Ο Αλκέτας Παναγούλιας επέλεξε αρκετούς παίκτες άνω των 30 για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Νιώθετε αδικημένος;
«Αν πω ότι δεν νιώθω αδικημένος, θα πω ψέμματα. Δεν έθεσα ποτέ τον εαυτό μου εκτός ομάδας, όμως δεν έλαβα ποτέ ξανά κλήση. Εντούτοις, σέβομαι τις επιλογές που έγιναν και δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω πάνω σε αυτό».Δεύτερος πάνω αριστερά
Αναφορικά με την Εθνική στα χρόνια που ήσασταν μέλος της ομάδας. Θεωρείτε αδικημένη εκείνη τη φουρνιά του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1980;
«Συνολικά μιλώντας νομίζω πως το σύστημα διεξαγωγής των προκριματικών τότε ήταν πιο δύσκολο. Στις τελικές φάσεις πήγαιναν λιγότερες ομάδες, κάθε προκριματικός όμιλος είχε λιγότερες ομάδες και η διαφορά δυναμικότητας μεταξύ κάποιων από αυτών ήταν εμφανής, με αποτέλεσμα να παίζεται συνήθως η πρόκριση σε ένα ματς κόντρα σε κάποιο μεγαθήριο».
Ασπάζεστε την άποψη ότι οι παίκτες που αγωνίζονταν σε ομάδες της Θεσσαλονίκης αλλά και οι ίδιες οι ομάδες, είχαν διαφορετική αντιμετώπιση από τους ιθύνοντες του ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή;
«Σαφώς και υπήρχε διαφορά αντιμετώπισης. Από προσωπικές εμπειρίες πιστεύω ότι αν αγωνιζόμουν σε ομάδα της Αθήνας, θα είχα περισσότερες ευκαιρίες στην Εθνική. Χαρακτηριστικό περιστατικό που θυμάμαι είναι σε ένα φιλικό τουρνουά στις ΗΠΑ που αντιμετωπίσαμε τον Καναδά και τη Χιλή.
Ενώ είχα λάβει εξαιρετικές κριτικές από τους δημοσιογράφους και τους φιλάθλους, στον τελικό με τη Χιλή ήμουν στον πάγκο. Προπονητής ήταν τότε ο συγχωρεμένος ο Μίλτος Παπαποστόλου. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν με άρχισε στο ματς, μου είπε ότι έπρεπε να παίξει ένας άλλος παίκτης, ο οποίος μόλις είχε πάρει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.
Υπάρχουν και άλλα τέτοια περιστατικά και γενικά τότε η επιλογή ήταν 80% παίκτες από Αθήνα και 20% από Θεσσαλονίκη. Σήμερα ευτυχώς αυτό έχει αλλάξει αρκετά.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, νομίζω ότι αν κοιτάξει κανείς πόσους τελικούς Κυπέλλου έχει παίξει στην Αθήνα ο ΠΑΟΚ, θα πάρει μόνος του την απάντηση. Φαντάσου να είχαν γίνει όλοι αυτοί οι τελικοί στη Θεσσαλονίκη πόσα παραπάνω τρόπαια θα είχε η ομάδα».
Αγωνιστήκατε, πάντως, σε ομάδα της πρωτεύουσας και, μάλιστα, στον Ολυμπιακό, του οποίου διατελέσατε και αρχηγός. Αυτή η επιλογή πως προέκυψε και πως θυμάστε εκείνα τα δύο χρόνια στον Πειραιά;
«Είχε τελειώσει το συμβόλαιό μου με τον Ηρακλή, ήρθε η πρόταση και δέχτηκα. Έπαιξε ρόλο και ο Τάις Λίμπρεχτς, με τον οποίον συνεργάστηκα σε ΠΑΟΚ, σε Ηρακλή και Ολυμπιακό. Τον θεωρώ δεύτερο πατέρα μου ποδοσφαιρικά μαζί με τον Μπέλλη.
Εισηγήθηκε τη μεταγραφή μου στον Σωκράτη Κόκκαλη και αυτός με έκανε με δική του απόφαση πρώτο αρχηγό της ομάδας, καθώς εκτίμησε ότι είχα την απαραίτητη εμπειρία και την ανάλογη προσωπικότητα να ηγηθώ της νέας προσπάθειας του Ολυμπιακού, ο οποίος τότε είχε πολύ καλούς παίκτες.
Καραπιάλης, Ίβιτς, Σαμπανάτζοβιτς, Ράντος και λοιποί. Ήταν πιστεύω θέμα χρόνου να δέσει εκείνη η ομάδα και να πρωταγωνιστήσει όπως και έκανε στη συνέχεια, με τη μεγάλη συνεισφορά και του Ντούσαν Μπάγεβιτς».
Με τον Σωκράτη Κόκκαλη και τον Σταύρο Διαμαντόπουλο
Τι σχέση είχατε με τον Σωκράτη Κόκκαλη;
«Είχα πολύ καλές και άμεσες σχέσεις. Ήμουν ο μοναδικός παίκτης που μπορούσε να πάει στην Intracom και να τον συναντήσει, χωρίς να χρειαστεί να κλείσει ραντεβού ή να γίνει κάποια διαδικασία».
Στη δεύτερη χρονιά σας στον Ολυμπιακό κατακτήσατε το πρωτάθλημα, αν και δεν είχατε μεγάλο ρόλο. Ζήσατε, όμως, για δεύτερη φορά μετά το 1985 με τον ΠΑΟΚ μία κατάκτηση πρωταθλήματος η οποία ‘έσπαγε’ μία ‘πέτρινη’ περίοδο. Πώς θυμάστε τη θέρμη των φιλάθλων των δύο ομάδων στις αντίστοιχες επιτυχίες;
«Ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός έχουν πολύ ένθερμους υποστηρικτές. Η διαφορά στις δύο φιέστες ήταν απλά το πλήθος των ανθρώπων, αφού είχε 35.000 στο Στάδιο Καραϊσκάκη και 50.000 στην Τούμπα. Το πάθος, βέβαια, ήταν ίδιο. Σε γενικότερο πλαίσιο, όμως, πιστεύω πραγματικά πως η Τούμπα είναι πιο δύσκολη και καυτή έδρα από το Στάδιο Καραϊσκάκη».
Ως αντίπαλος πως τη βιώσατε;
«Ήμουν ίσως τυχερός αφού ως αντίπαλος στην Τούμπα, μπήκα μόνο με τη φανέλα του Ηρακλή και με υποδέχθηκαν όλοι με όμορφο τρόπο. Ως παίκτης του Ολυμπιακού αντιμετώπισα τον ΠΑΟΚ στα Τρίκαλα, αφού ήταν τιμωρημένος. Δεν ξέρω τι θα γινόταν και τι θα άκουγα αν είχαν συμβεί αλλιώς τα πράγματα».
Ο ΠΑΟΚ εφέτος κατακτά ξανά το πρωτάθλημα μετά από 34 χρόνια. Παρακολουθώντας την πορεία του εντοπίζετε ομοιότητες με την τότε ομάδα του;
«Σίγουρα έχει παίκτες με προσωπικότητα, κάτι που άλλες χρονιές έλειπε, αλλά το μεγάλο κοινό είναι ότι έχει έναν άνθρωπο στον πάγκο που μπορεί να διαχειριστεί με την ανάλογη ορθότητα τις καταστάσεις και την ομάδα. Για εμάς τότε ήταν ο Σκότσικ που μας έβγαζε το λάδι, σήμερα είναι ο Λουτσέσκου που κάνει επίσης πολύ καλή δουλειά».
Σήμερα με τον ΠΑΟΚ ποια είναι η σχέση σας; Υπήρχε κάποια κόντρα για κριτική που είχατε ασκήσει σε κινήσεις της ΠΑΕ;
«Αυτό ανήκει στο παρελθόν και δεν είναι ζήτημα κριτικής, είχα πει απλά την αλήθεια. Οι άνθρωποι με τους οποίους είχε προκύψει εκείνη η μικροδιαμάχη δεν είναι πλέον στην ομάδα ούτως ή άλλως και δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Ο ΠΑΟΚ αποτέλεσε σχεδόν όλη την ποδοσφαιρική μου ζωή. Θα ήθελα να γυρίσω στον σύλλογο, έχω κάνει κρούσεις, ωστόσο δεν έχω κληθεί να βοηθήσω μέχρι στιγμής. Θα ήθελα να ασχοληθώ με τα τμήματα υποδομής, καθώς αυτή είναι και η εργασιακή μου απασχόλησή.
Σε κάθε περίπτωση είμαι κοντά στον ΠΑΟΚ και φυσικά θα βοηθήσω όποτε μου ζητηθεί, αλλά και ανεξάρτητα από το πόστο του δημοτικού συμβούλου, αφού έχω ενταχθεί στο συνδυασμό του κ. Ταχιάου για τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές.
Μάλιστα, ένα από τα ζητήματα που έχω πρόθεση να παλέψω είναι η κατασκευή της νέας Τούμπας που θα κάνει τον ΠΑΟΚ ακόμα μεγαλύτερο».
parapona-rodou
Είναι ντόμπρος, αποκαλυπτικός όταν χρειαστεί και Ροδίτης με συμπεριφορά Μακεδόνα.
Σαν σήμερα (7 Απριλίου) το 1960, ο αμυντικός που μετέπειτα έπαιξε στη μεσαία γραμμή, είδε το πρώτο φως της ζωής και το Sport-Retro.gr, εκτός από τις καθιερωμένες ευχές, θέλησε να τον… ανακρίνει.
Οι μεγάλες ευρωπαϊκές βραδιές με τον ΠΑΟΚ, το αξέχαστο πρωτάθλημα του 1985, η μετακίνηση στον Ηρακλή, η πρόκληση του Ολυμπιακού, η Εθνική ομάδα, ο Σωκράτης Κόκκαλης και το «σήμερα».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιώργου Σκαρτάδου στο Sport-Retro.gr:
Η καριέρα σας αρχίζει στη Ρόδο στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και πολύ γρήγορα, σε ηλικία 16 ετών, βρεθήκατε στην ανδρική ομάδα. Ποιος ήταν ο άνθρωπος που σας ανέδειξε και πως θυμάστε εκείνα τα χρόνια;
«Άρχισα από τη δεύτερη ομάδα της Ρόδου το 1975 και από την επόμενη χρονιά μπήκα με τους άντρες και ήμουν βασικός στην πορεία της ομάδας στη Β’ Εθνική. Μετά από δύο χρόνια ανεβήκαμε στην Α’ Εθνική, υποβιβαστήκαμε άμεσα, αλλά ανεβήκαμε ξανά.
Ο άνθρωπος που με ανέδειξε όλο αυτό το διάστημα ήταν ο πρώτος μου προπονητής, ο Μιχάλης Μπέλλης. Είχε σημαίνοντα και κομβικό ρόλο στην καριέρα μου. Πλην του αμιγώς ποδοσφαιρικού κομματιού ήταν ο άνθρωπος που μεσολάβησε για να πάρω μεταγραφή στον ΠΑΟΚ».
Ποια είναι η ιστορία εκείνης της μεταγραφής; Είχατε προτάσεις από άλλες ομάδες;
«Ο αείμνηστος Παντελάκης που ήταν τότε πρόεδρος του ΠΑΟΚ ήρθε να με δει να παίζω μετά από παραίνεση του Μπέλλη. Του άρεσα και έκλεισε η μεταγραφή. Περίπου 10.000.000 δραχμές πήρε η Ρόδος και 2.000.000 εγώ.
Είχα προτάσεις επίσης από Ολυμπιακό και Παναθηναϊκό και, μάλιστα, με περισσότερα χρήματα, αλλά εμπιστεύθηκα τον Μπέλλη που με παρότρυνε να πάω στον ΠΑΟΚ και με έπεισε και ο Παντελάκης.
Ήταν επίσης μεγάλο δέλεαρ ότι θα συνυπήρχα με παίκτες, όπως ο Κούδας, ο Ιωσηφίδης και άλλοι της μεγάλης εκείνης ομάδας».
Από τη Ρόδο στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλη πόλη, μεγάλη ομάδα, όλα διαφορετικά. Ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση;
«Ήμουν… τρακαρισμένος στην αρχή. Μετά την υπογραφή του συμβολαίου, μάλιστα, είπα να το ρίξω λίγο έξω και πήγα με τον πατέρα μου, που είχε έρθει μαζί μου, σε ένα νυχτερινό κέντρο.
Την άλλη μέρα με φώναξε στο γραφείο του ο Παντελάκης και μου είπε ‘μικρέ σε φέραμε εδώ για να παίξεις μπάλα, όχι για να ξενυχτάς’ και μου έβαλε από την αρχή το… χαλινάρι.
Όσον αφορά την ομάδα βρήκα ένα πολύ καλό κλίμα και με βοήθησαν όλα τα παιδιά πολύ γρήγορα να εγκλιματιστώ. Ο Κούδας συγκεκριμένα μου είχε πει ‘παίξε αυτό που ξέρεις και όποιος σου πει κάτι ή σε πειράξει, εγώ είμαι εδώ’. Όπως καταλαβαίνεις αυτό με βοήθησε να πάρω τα πάνω μου αν και καινούργιος στην ομάδα».
Αρχίζει έτσι μία δεκαετία, η οποία περιέχει τίτλους για τον ΠΑΟΚ και ατομικές διακρίσεις για εσάς. Ποιες ήταν οι χειρότερες και ποιες οι καλύτερες στιγμές;
«Η καλύτερη στιγμή είναι αναμφίβολα το πρωτάθλημα του 1985. Θυμάμαι την Τούμπα με 50.000 κόσμο, χωρίς υπερβολή. Ήταν απίστευτο. Όπως επίσης θυμάμαι και το συναίσθημα στον πρώτο μου τελικό Κυπέλλου απέναντι στην ΑΕΚ το 1983.
Δεν είχα παίξει ξανά μπροστά σε 70.000 κόσμο, αλλά κατάφερα και έλεγξα τα συναισθήματά μου. αφού παρά την ήττα ανταποκρίθηκα στον ρόλο μου.
Όσο για τα χειρότερα, μου έχει μείνει ότι έπαιξα σε τρεις τελικούς Κυπέλλου, σκόραρα στους δύο, όμως δεν κατακτήσαμε καμία φορά το τρόπαιο».
Είχε όμως και Ευρώπη εκείνη η δεκαετία. Μεγάλες εμφανίσεις του ΠΑΟΚ αλλά και δικές σας, απέναντι σε Μπάγερν, Νάπολι, Σεβίλλη και αντίστοιχοι οριακοί αποκλεισμοί. Το χαμένο σας πέναλτι με τη Σεβίλλη, ας πούμε, δεν το βάζετε στις χειρότερες στιγμές;
«Σίγουρα το χαμένο πέναλτι με τη Σεβίλλη ήταν μία κακή στιγμή. Έτσι είναι το ποδόσφαιρο όμως, δεν είμαι ο μόνος, τότε είχαμε αστοχήσει εγώ και ο Μαγκντί Τολμπά. Νωρίτερα ήταν ο Μαλιούφας και το δικό του χαμένο πέναλτι στο Μόναχο.
Εκείνος ο αποκλεισμός από την Μπάγερν μου έχει μείνει έντονα στη μνήμη, θα μπορούσαμε να προκριθούμε από την παράταση όταν είχε χάσει μεγάλη ευκαιρία ο Αλεξανδρής στο 120′, ενώ μετά έγιναν μυθικά πράγματα για να χάσουμε στα πέναλτι, αφού ο Φούρτουλα απέκρουσε δύο φορές το πέναλτι του Αουγκεντάλερ και διατάχθηκαν ισάριθμες επαναλήψεις».
Αντιμετωπίσατε και τη Νάπολι, όμως, και μάλιστα είχατε αναλάβει το μαρκάρισμα του Ντιέγκο Μαραντόνα, τον οποίο ‘σβήσατε’ σε εκείνα τα ματς. Πώς ήταν να έχετε αντίπαλο τον καλύτερο παίκτη στον κόσμο εκείνη την εποχή;
«Για να πω την αλήθεια είχα μεγάλη άγνοια κινδύνου ως παίκτης. Τον Μαραντόνα δεν τον φοβήθηκα, ούτε τον σεβάστηκα παrαπάνω από οποιονδήποτε άλλον αντίπαλο. Φυσικά ήταν ένας καταπληκτικός παίκτης, αλλά εγώ έπρεπε να κάνω τη δουλειά μου και να βοηθήσω την ομάδα μου, όχι να κοιτάω πόσο καλός ήταν.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι οι Ιταλοί στις εφημερίδες τους με είχαν βαθμολογήσει με 9, με άριστα το 10, μετά από εκείνη την εμφάνιση. Στο δεύτερο ματς είχα σκοράρει κιόλας, όμως δυστυχώς δεν είχαμε καταφέρει να πάρουμε την πρόκριση».
Υπήρχε και μία πρόταση για μεταγραφή το 1987 από ιταλική ομάδα, σωστά;
«Ναι, είχα δεχτεί το καλοκαίρι του 1987 πρόταση από την Κόμο που μόλις είχε προβιβαστεί στη Serie A.
Μου έδιναν 2.000.000 γερμανικά μάρκα και άλλα τόσα στον ΠΑΟΚ, αλλά δυστυχώς δεν με άφησαν να πάω. Ήταν κάτι που ήθελα και, φυσικά, η πρόταση με τίμησε ιδιαίτερα, καθώς τότε κάθε ομάδα δικαιούταν να έχει μόνο δύο ξένους στο ρόστερ της, άρα η επιλογή μου δεν ήταν τυχαία».
Μείνατε, λοιπόν, στον ΠΑΟΚ και φτάσατε να είστε 3ος σκόρερ στην ιστορία του το 1992 προτού αποχωρήσετε. Γιατί φύγατε, ενώ είναι κοινή παραδοχή όλων των φίλων της ομάδας ότι θα ήθελαν να σας δουν να κλείνετε εκεί την καριέρα σας;
«Δεν έφυγα από τον ΠΑΟΚ, με έδιωξαν. Αυτή είναι η αλήθεια. Το 1992 ήμουν 32 ετών και ο τότε πρόεδρος της ομάδας, ο Θωμάς Βουλινός, μου μετέφερε μέσω του κ. Γίγη που ήταν γιατρός του ΠΑΟΚ, την επιθυμία του να αποχωρήσω. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με τον Βουλινό, ήμουν μεγάλος και πως ό,τι ήταν να προσφέρω στον ΠΑΟΚ, το είχα προσφέρει και ότι στην ηλικία που ήμουν δεν είχα κάτι άλλο να δώσω. Έτσι με άφησε ελεύθερο».
Επόμενος σταθμός λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Τούμπα και συγκεκριμένα ο Ηρακλής.
«Υπέγραψα με τον Ηρακλή, δίνοντας ένα λευκό συμβόλαιο στον Πέτρο Θεοδωρίδη, καθώς ήξερα ότι δεν θα με αδικήσει. Τελικά το ποσό που εξέλαβα ήταν πιο μεγάλο απ’ αυτό που περίμενα. Αμέσως μετά τη συμφωνία με τον Ηρακλή, με πήρε τηλέφωνο ο Βουλινός και μου ζήτησε να γυρίσω στον ΠΑΟΚ, αλλά του είπα ότι ήταν αργά, πως θα έπρεπε να με ζητήσει με μεταγραφή από τον Θεοδωρίδη και έτσι έκλεισε η ιστορία.
Στον Ηρακλή προσπάθησα ως επαγγελματίας να δώσω το κάτι παραπάνω, μιας και το είχε ανάγκη η ομάδα, και νομίζω τα κατάφερα, αφού το 1994 ψηφίστηκα από τους συναδέλφους μου ως ο καλύτερος παίκτης στην Ελλάδα».
Παρά αυτή τη σπουδαία τιμητική διάκριση η τελευταία σας συμμετοχή με την Εθνική ομάδα έγινε δύο χρόνια νωρίτερα. Ο Αλκέτας Παναγούλιας επέλεξε αρκετούς παίκτες άνω των 30 για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Νιώθετε αδικημένος;
«Αν πω ότι δεν νιώθω αδικημένος, θα πω ψέμματα. Δεν έθεσα ποτέ τον εαυτό μου εκτός ομάδας, όμως δεν έλαβα ποτέ ξανά κλήση. Εντούτοις, σέβομαι τις επιλογές που έγιναν και δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω πάνω σε αυτό».Δεύτερος πάνω αριστερά
Αναφορικά με την Εθνική στα χρόνια που ήσασταν μέλος της ομάδας. Θεωρείτε αδικημένη εκείνη τη φουρνιά του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1980;
«Συνολικά μιλώντας νομίζω πως το σύστημα διεξαγωγής των προκριματικών τότε ήταν πιο δύσκολο. Στις τελικές φάσεις πήγαιναν λιγότερες ομάδες, κάθε προκριματικός όμιλος είχε λιγότερες ομάδες και η διαφορά δυναμικότητας μεταξύ κάποιων από αυτών ήταν εμφανής, με αποτέλεσμα να παίζεται συνήθως η πρόκριση σε ένα ματς κόντρα σε κάποιο μεγαθήριο».
Ασπάζεστε την άποψη ότι οι παίκτες που αγωνίζονταν σε ομάδες της Θεσσαλονίκης αλλά και οι ίδιες οι ομάδες, είχαν διαφορετική αντιμετώπιση από τους ιθύνοντες του ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή;
«Σαφώς και υπήρχε διαφορά αντιμετώπισης. Από προσωπικές εμπειρίες πιστεύω ότι αν αγωνιζόμουν σε ομάδα της Αθήνας, θα είχα περισσότερες ευκαιρίες στην Εθνική. Χαρακτηριστικό περιστατικό που θυμάμαι είναι σε ένα φιλικό τουρνουά στις ΗΠΑ που αντιμετωπίσαμε τον Καναδά και τη Χιλή.
Ενώ είχα λάβει εξαιρετικές κριτικές από τους δημοσιογράφους και τους φιλάθλους, στον τελικό με τη Χιλή ήμουν στον πάγκο. Προπονητής ήταν τότε ο συγχωρεμένος ο Μίλτος Παπαποστόλου. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν με άρχισε στο ματς, μου είπε ότι έπρεπε να παίξει ένας άλλος παίκτης, ο οποίος μόλις είχε πάρει μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.
Υπάρχουν και άλλα τέτοια περιστατικά και γενικά τότε η επιλογή ήταν 80% παίκτες από Αθήνα και 20% από Θεσσαλονίκη. Σήμερα ευτυχώς αυτό έχει αλλάξει αρκετά.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, νομίζω ότι αν κοιτάξει κανείς πόσους τελικούς Κυπέλλου έχει παίξει στην Αθήνα ο ΠΑΟΚ, θα πάρει μόνος του την απάντηση. Φαντάσου να είχαν γίνει όλοι αυτοί οι τελικοί στη Θεσσαλονίκη πόσα παραπάνω τρόπαια θα είχε η ομάδα».
Αγωνιστήκατε, πάντως, σε ομάδα της πρωτεύουσας και, μάλιστα, στον Ολυμπιακό, του οποίου διατελέσατε και αρχηγός. Αυτή η επιλογή πως προέκυψε και πως θυμάστε εκείνα τα δύο χρόνια στον Πειραιά;
«Είχε τελειώσει το συμβόλαιό μου με τον Ηρακλή, ήρθε η πρόταση και δέχτηκα. Έπαιξε ρόλο και ο Τάις Λίμπρεχτς, με τον οποίον συνεργάστηκα σε ΠΑΟΚ, σε Ηρακλή και Ολυμπιακό. Τον θεωρώ δεύτερο πατέρα μου ποδοσφαιρικά μαζί με τον Μπέλλη.
Εισηγήθηκε τη μεταγραφή μου στον Σωκράτη Κόκκαλη και αυτός με έκανε με δική του απόφαση πρώτο αρχηγό της ομάδας, καθώς εκτίμησε ότι είχα την απαραίτητη εμπειρία και την ανάλογη προσωπικότητα να ηγηθώ της νέας προσπάθειας του Ολυμπιακού, ο οποίος τότε είχε πολύ καλούς παίκτες.
Καραπιάλης, Ίβιτς, Σαμπανάτζοβιτς, Ράντος και λοιποί. Ήταν πιστεύω θέμα χρόνου να δέσει εκείνη η ομάδα και να πρωταγωνιστήσει όπως και έκανε στη συνέχεια, με τη μεγάλη συνεισφορά και του Ντούσαν Μπάγεβιτς».
Με τον Σωκράτη Κόκκαλη και τον Σταύρο Διαμαντόπουλο
Τι σχέση είχατε με τον Σωκράτη Κόκκαλη;
«Είχα πολύ καλές και άμεσες σχέσεις. Ήμουν ο μοναδικός παίκτης που μπορούσε να πάει στην Intracom και να τον συναντήσει, χωρίς να χρειαστεί να κλείσει ραντεβού ή να γίνει κάποια διαδικασία».
Στη δεύτερη χρονιά σας στον Ολυμπιακό κατακτήσατε το πρωτάθλημα, αν και δεν είχατε μεγάλο ρόλο. Ζήσατε, όμως, για δεύτερη φορά μετά το 1985 με τον ΠΑΟΚ μία κατάκτηση πρωταθλήματος η οποία ‘έσπαγε’ μία ‘πέτρινη’ περίοδο. Πώς θυμάστε τη θέρμη των φιλάθλων των δύο ομάδων στις αντίστοιχες επιτυχίες;
«Ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός έχουν πολύ ένθερμους υποστηρικτές. Η διαφορά στις δύο φιέστες ήταν απλά το πλήθος των ανθρώπων, αφού είχε 35.000 στο Στάδιο Καραϊσκάκη και 50.000 στην Τούμπα. Το πάθος, βέβαια, ήταν ίδιο. Σε γενικότερο πλαίσιο, όμως, πιστεύω πραγματικά πως η Τούμπα είναι πιο δύσκολη και καυτή έδρα από το Στάδιο Καραϊσκάκη».
Ως αντίπαλος πως τη βιώσατε;
«Ήμουν ίσως τυχερός αφού ως αντίπαλος στην Τούμπα, μπήκα μόνο με τη φανέλα του Ηρακλή και με υποδέχθηκαν όλοι με όμορφο τρόπο. Ως παίκτης του Ολυμπιακού αντιμετώπισα τον ΠΑΟΚ στα Τρίκαλα, αφού ήταν τιμωρημένος. Δεν ξέρω τι θα γινόταν και τι θα άκουγα αν είχαν συμβεί αλλιώς τα πράγματα».
Ο ΠΑΟΚ εφέτος κατακτά ξανά το πρωτάθλημα μετά από 34 χρόνια. Παρακολουθώντας την πορεία του εντοπίζετε ομοιότητες με την τότε ομάδα του;
«Σίγουρα έχει παίκτες με προσωπικότητα, κάτι που άλλες χρονιές έλειπε, αλλά το μεγάλο κοινό είναι ότι έχει έναν άνθρωπο στον πάγκο που μπορεί να διαχειριστεί με την ανάλογη ορθότητα τις καταστάσεις και την ομάδα. Για εμάς τότε ήταν ο Σκότσικ που μας έβγαζε το λάδι, σήμερα είναι ο Λουτσέσκου που κάνει επίσης πολύ καλή δουλειά».
Σήμερα με τον ΠΑΟΚ ποια είναι η σχέση σας; Υπήρχε κάποια κόντρα για κριτική που είχατε ασκήσει σε κινήσεις της ΠΑΕ;
«Αυτό ανήκει στο παρελθόν και δεν είναι ζήτημα κριτικής, είχα πει απλά την αλήθεια. Οι άνθρωποι με τους οποίους είχε προκύψει εκείνη η μικροδιαμάχη δεν είναι πλέον στην ομάδα ούτως ή άλλως και δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Ο ΠΑΟΚ αποτέλεσε σχεδόν όλη την ποδοσφαιρική μου ζωή. Θα ήθελα να γυρίσω στον σύλλογο, έχω κάνει κρούσεις, ωστόσο δεν έχω κληθεί να βοηθήσω μέχρι στιγμής. Θα ήθελα να ασχοληθώ με τα τμήματα υποδομής, καθώς αυτή είναι και η εργασιακή μου απασχόλησή.
Σε κάθε περίπτωση είμαι κοντά στον ΠΑΟΚ και φυσικά θα βοηθήσω όποτε μου ζητηθεί, αλλά και ανεξάρτητα από το πόστο του δημοτικού συμβούλου, αφού έχω ενταχθεί στο συνδυασμό του κ. Ταχιάου για τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές.
Μάλιστα, ένα από τα ζητήματα που έχω πρόθεση να παλέψω είναι η κατασκευή της νέας Τούμπας που θα κάνει τον ΠΑΟΚ ακόμα μεγαλύτερο».
parapona-rodou
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
61 ετών μητέρα γέννησε το παιδί του ομοφυλόφιλου γιου της
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
63 θέσεις στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ