2019-04-23 14:00:55
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ένας ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή του Ανθόλαου, που ξαπλωμένος κάτω από το χαμηλό ξύλινο καλύβι, διάβαζε λαίμαργα τους > του Β. Ουγκώ και τον έκανε να πεταχτεί και να ταλαντευτεί σαν εκκρεμές στον αέρα. Κι αμέσως είδε δυο χωροφύλακες να ορμούν σαν πεινασμένα τσακάλια και να του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.
Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε στην καρδιά και για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως η σύλληψή του ήταν ψέμα. Γρήγορα όμως σαν άστραψαν στα μάτια του τα δυνατά χαστούκια των μπράβων της εξουσίας κατάλαβε πως η ζωή του τελείωνε. Και χωρίς αντίσταση παραδόθηκε στο τέρας που με τη μύτη της ξιφολόγχης χάραζε τα κορμιά των ελλήνων και τα γέμιζε πληγές στα μπουντρούμια και στις φυλακές.
--- Συμφορά μου! φώναξε πίσω του η μάνα του και όρμησε σαν άγρια λέαινα να ξεσχίσει με νύχια και με δόντια τους βασανιστές του γιου της. Αυτοί την έσπρωξαν με τα γκλομπς, την ξάπλωσαν κάτω κι έφυγαν.
Μαζί τους κατέβηκαν αμέσως στην πόλη και τα ξυράφια του χωριού να τον σώσουν! Ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο ψάλτης και ο αγροφύλακας. Όλοι τους υπηρέτες πολλών αφεντάδων και πολλών δοσίλογων. Του κάκου όμως! Η αδίστακτη εξουσία του διοικητή της αστυνομίας τους δέχτηκε με νύχια που έσταζαν αίμα. Στο σώμα του Ανθόλαου οι νωπές πληγές άχνιζαν αίμα ζεστό και πόνο. Οι φωνές του έσχιζαν τις καρδιές σαν κοφτερά γυαλιά και η χλωμή ώρα που έπαιρνε της μορφή της Μέδουσας έσταζε δηλητήριο εθνικό.
--- Καλά να πάθει! τους είπε ο αστυνόμος, αφού προτιμούσε τα κόκκινα παιχνίδια από τα εθνικά στρόλια!
Έφυγαν με το κεφάλι γερμένο, ντροπιασμένοι για την ήττα τους αλλά και με την υποκρισία να βασιλεύει στα μάτια τους με το βλέμμα της έχιδνας. Στα παράθυρα όλοι οι Φαρισαίοι του χωριού, ψιθύριζαν μετά τη σύλληψή του:
--- Το μάθατε;
--- Ποιο;
--- Αυτό με τον Ανθόλαο! Τον έπιασαν! Τον πήγα στο φρέσκο!
--- Γιατί; Σφάχτηκε με κανέναν;
--- Όχι. Ήταν λένε κομμουνιστής!
--- Κομμουνιστής;
--- Ναι, κομμουνιστής!
--- Και τι έκανε;
--- Βαστούσε ένα δεφτέρι γραμμένο όλο με επικίνδυνα ρητά. Να τέτοια: >, >, >, >, > κι άλλα πολλά.
--- Και τι κακό είχαν αυτά;
--- Τίποτα. Προφάσεις για να τον χώσουν μέσα.
Όλοι κάτι είχαν να πουν για τον Ανθόλαο κι όλοι τον θαύμαζαν. Τέτοιους λεβέντες λίγους γεννά η φύση. Τον έφτυναν για να μην το ματιάσουν για την εξυπνάδα του, τον χαίρονταν για το κοφτερό μυαλό του, και τον θαύμαζαν για τη λυγεράδα και τη δύναμη του κορμιού του. Πουλιά έπιανε στον αέρα, ψύλλους πετάλωνε και κανένας κανόνας της γραμματικής δεν του ξέφευγε. Όμως του έκοψε το βήχα της προόδου ο καθηγητής των θρησκευτικών και τον έστειλε από τον παράδεισο της γνώσης σ’ εκείνον της αμαρτίας της κόλασης.
Ακόμη λίγο και θα κέρδιζε στο στούμπο το Μήτσο της Σοφούλας ο Ανθόλαος όταν τον άρπαξε απ’ σβέρκο ο Φαρισαίος δάσκαλος κι αφού τον χαστούκισε του είπε με φωνή που έμοιαζε με ουρλιαχτό:
--- Αύριο τα λέμε!
--- Κηρύσσω την έναρξη της απαγγελίας του > ακούστηκε την άλλη μέρα στην τάξη η φωνή του θεολόγου καθηγητή και κοίταξε τον Ανθόλαο με βλέμμα ύαινας. Ύστερα είπε: Ανθόλαος Σγουρίτσας του Ελέημονος και της Λεμονιάς απάγγειλε πρώτος!
Σηκώθηκε και ο Ανθόλαος και άρχισε φοβισμένος:
--- Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου, γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν σήμερον και αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Έμεινε ο σοφός καθηγητής!
--- Λες ανοησίες, μπολσεβίκε! Έξω γρήγορα! του φώναξε και του έδειξε την πόρτα.
--- Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου! του είπε και ο Ανθόλαος και πετάχτηκε από την πόρτα σαν πυροβολημένος.
Από τότε χάθηκε ο Ανθόλαος. Πιλάλαγε μέσα στα χωράφια σβαρνίζοντας με τα πόδια του τις ξερές μάτζες, μετρώντας τα τσιμπήματα που του έκαναν στις κνήμες οι σφήκες και επουλώνοντας με σβουνιές τις πληγές που του άνοιγαν οι στουρναρόπετρες και οι άπονες αφαλαρίδες. Έδιωξε και το βιβλίο από την κωλότσεπη κι έβαλε το σουγιά. Έπιασε φίλο το τσιγάρο, στέλνοντας τα γράμματα και τη μόρφωση στο διάβολο. Ακόμη αριστέρεψε, ξέχασε τον ελληνισμό και σύμφωνα με τις κακές γλώσσες έγινε μπολσεβίκος. Κι αυτά τα έλεγαν οι εθνικόφρονες και υπαινίσσονταν πως σκοπεύει να φέρει την πατρίδα τούμπα αφού και για τη θρησκεία δεν έδινε έναν παρά αλλά και για την οικογένεια δεν ενδιαφερόταν. Επίσης ψιθύριζαν πως ζητούσε να κρεμάσει στη θέση της γαλανόλευκης την κοκκινοκουρελού του Στάλιν. Έτσι του έφτιαξαν φάκελο, κατέγραφαν τη δράση του και τον κατασκόπευαν ανελλιπώς όλη μέρα. Και όταν έκριναν με τον καιρό πως έγινε επικίνδυνος για το καθεστώς έδωσαν το πράσινο φως στους μπάτσους τους και τον συνέλαβαν! Τον πέρασαν από το στρατοδικείο και τον καταδίκασαν για > και τον έκλεισαν για πέντε χρόνια στο στρατόπεδο της Γυάρου και δυο στις φυλακές της Κασσανδρίας. Εκεί έμαθε πως οι σωτήρες του αυνανίζονταν σ’ ένα ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, ελλήνων, χριστιανών!
Πέρασε ο καιρός, βγήκε από τη φυλακή, και γύρισε στο χωριό, αφήνοντας πια για τη μνήμη του τη ματωμένη εξορία. Έπιανε μόνιμα καρέκλα στου Ψαρούλια τον καφενέ κι άδειαζε τα κρασοπότηρα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Του έφερνε και ο καφετζής μια σαρδέλα στο χαρτί και του έλεγε σαν την έβαζε μπροστά του:
--- Φάε και πιες, Ανθόλαε και γράφ’ τους εκεί που ξέρεις!
Αυτός την τεμάχιζε με το σουγιά κι έτρωγε. Έπινε ύστερα τα ποτηράκια του και αφού τα έτσουζε, αρχινούσε:
--- Που λέτε τσίφτηδες, εκεί στη φυλακή όλα τα αλάνια ήταν εξηγημένα. Μου φέρονταν όμορφα, με φίλευαν τσιγάρα, φωτιά, τράπουλα, ξυράφια, μού πάσαραν χαρτί και μολύβι να γράφω τους στίχους μου για να φέρω στο φως τα βάσανα της φυλακής.
Ύψωνε το ποτήρι, έλεγε άηχα, > και συνέχιζε:
--- Ήταν κι ένας νησιώτης, άσχημος με κεφαλή ταύρου που τραγουδούσε ολημερίς καλλίφωνα. Έπαιζε και μπαγλαμά, αιωνία του η μνήμη! Αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης, ήρθε ένα βράδυ και κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι μου. > μου είπε με φωνή πνιγμένη στο φόβο, > Δεν τον πίστεψα και γέλασα. Να, όμως που το πρωί τον βρήκαμε κρεμασμένο μ’ ένα σύρμα απ’ τη σωλήνα της βρύσης.
Έμπαινε και η γουστερίτσα η Ελάη μέσα στον καφενέ μέρα παρά μέρα και τον έκανε μπαρούτη. Ερχόταν με τον μπότη να πάρει κρασί και του άναβε φωτιές που έκαιγαν μερόνυχτα. Άφηνε το κομπολόι του πάνω στο τραπέζι ο Ανθόλαος και την πλησίαζε. Γονάτιζε μπροστά της και σαν ζεσταινόταν η καρδιά του από τη θέρμη του κορμιού της, της έλεγε με ποιητικό οίστρο:
--- Γιατί μ’ αποφεύγεις αστροφεγγιά μου;
Έσκυβε εκείνη τον κοίταζε στα μάτια και του ψιθύριζε:
--- Δεν τα ‘παμε; Είσαι επικίνδυνος!
--- Εγώ; Μυρμήγκι δε ζουπώ! τραύλιζε εκείνος και άπλωνε το χέρι του ν’ αγγίξει το δικό της.
--- Το λένε, όλοι πως μπολσεβίκεψες! του έλεγε και τραβιόταν από κοντά του.
Σερνόταν ο Ανθόλαος στα γόνατα και την κυνηγούσε ενώ της μιλούσε με παράπονο, λέγοντάς της:
--- Και είμαι κακός;
Σήκωνε αυτή τους ώμους και του ψέλλιζε αδιάφορα:
--- Τι ξέρω εγώ! Έτσι λένε…
Έφευγε η Ελάη με τον μπότη στην μασχάλη, έμενε ο Ανθόλαος καθώς λέει και ο ποιητής των Ελλήνων >. Σκόρπιζαν σιγά- σιγά και οι πότες κι απόμενε ολομόναχος με τον καφετζή.
Έτσι ζούσε πια ο Ανθόλαος. Με το μπουκάλι γεμάτο αλκοόλ στο χέρι και τα γένια του πάντα κρασωμένα. Ασκητής και διακονιάρης, ξεπορτισμένος και ξεμοναχιασμένος, έρημος και πένης. Από κοντά και η Άτροπος που φαίνεται τον λυπήθηκε και αποφάσισε να του κόψει το νήμα απ’ το κουβάρι της ζωής, στέλνοντάς τον στον τόπο το χλοερό να βρει την ησυχία του.
Μεγαλοσαββατιάτικα μπήκε να πιει. Ήταν η τελευταία του Ανάσταση και η τελευταία του οινοποσία! Ήπιε, ήπιε του σκασμού και σαν έγινε σκνίπα και ζαλίστηκε απόμεινε στην καρέκλα ασάλευτος να ονειρεύεται τη χαμένη του ζωή. Η εκκλησία σχόλασε και ο κόσμος έτρεχε στα σπίτια να γευτεί τη μαγειρίτσα, να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά και να ευχηθεί ασπαζόμενος αλλήλους, το >. Είδε όλο αυτόν τον κόσμο ο Ανθόλαος και σηκώθηκε να πάει στο δικό του σπίτι. Λίγα μέτρα όμως πιο κάτω δεν είδε το ξεχασμένο βίντζι έξω από του Λυμπέρη το λιτρουβειό και σφηνώθηκε πάνω του. Χτύπησε στο κεφάλι και τα γρανάζια του τροχού του το ‘καναν σάψαλο.
Ένας χριστιανός περαστικός με τη λαμπάδα στο χέρι, τον είδε κάτω αιμόφυρτο κι έσκυψε πάνω του. Με φωνή ύστερα σβηστή, φώναξε στο διπλανό του:
--- Σκοτώθηκε! Οχ, πάει ο έρημος!
--- Τζάμπα πήγε! είπε ο άλλος. Να έλειπε το βίντζι! Σκουριά ήταν και τίποτ’ άλλο! Τι τ’ άφησαν εδώ!
Από το ναό της Παναγίας η φωνή του παπά ακουγόταν να ψέλνει: >
Πιο πέρα από το νεκρό Ανθόλαο οι ευχές έπαιρναν κι έδιναν:
--- Χριστός ανέστη!
--- Αληθώς Ανέστη!
Τους άκουγε ο γονατισμένος και τους φώναξε πιάνοντας το χέρι του νεκρού:
--- Τι Αληθώς Ανέστη, χριστιανοί μου; Αληθώς απέθανε να λέτε! Δεν τον βλέπετε που είναι νεκρός;
Στράφηκαν όλοι και κοίταζαν το νεκρό Ανθόλαο. > ψέλλισαν με μια φωνή κι έκαναν το σταυρό τους.
Ενώ τον έφερναν στο σπίτι για να τον ετοιμάσουν για την ταφή από ένα παράθυρο η φωνή του λαϊκού ποιητή που ακούστηκε να ψέλνει τον αυτοσχέδιο και παραφρασμένο στίχο, έλεγε:
--- Έφριξεν η γη και ο ήλιος Ανθόλαε, εκρύβη!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Ένας ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή του Ανθόλαου, που ξαπλωμένος κάτω από το χαμηλό ξύλινο καλύβι, διάβαζε λαίμαργα τους > του Β. Ουγκώ και τον έκανε να πεταχτεί και να ταλαντευτεί σαν εκκρεμές στον αέρα. Κι αμέσως είδε δυο χωροφύλακες να ορμούν σαν πεινασμένα τσακάλια και να του περνούν τις χειροπέδες στα χέρια.
Ένας οξύς πόνος τον διαπέρασε στην καρδιά και για δευτερόλεπτα σκέφτηκε πως η σύλληψή του ήταν ψέμα. Γρήγορα όμως σαν άστραψαν στα μάτια του τα δυνατά χαστούκια των μπράβων της εξουσίας κατάλαβε πως η ζωή του τελείωνε. Και χωρίς αντίσταση παραδόθηκε στο τέρας που με τη μύτη της ξιφολόγχης χάραζε τα κορμιά των ελλήνων και τα γέμιζε πληγές στα μπουντρούμια και στις φυλακές.
--- Συμφορά μου! φώναξε πίσω του η μάνα του και όρμησε σαν άγρια λέαινα να ξεσχίσει με νύχια και με δόντια τους βασανιστές του γιου της. Αυτοί την έσπρωξαν με τα γκλομπς, την ξάπλωσαν κάτω κι έφυγαν.
Μαζί τους κατέβηκαν αμέσως στην πόλη και τα ξυράφια του χωριού να τον σώσουν! Ο πρόεδρος, ο δάσκαλος, ο παπάς, ο ψάλτης και ο αγροφύλακας. Όλοι τους υπηρέτες πολλών αφεντάδων και πολλών δοσίλογων. Του κάκου όμως! Η αδίστακτη εξουσία του διοικητή της αστυνομίας τους δέχτηκε με νύχια που έσταζαν αίμα. Στο σώμα του Ανθόλαου οι νωπές πληγές άχνιζαν αίμα ζεστό και πόνο. Οι φωνές του έσχιζαν τις καρδιές σαν κοφτερά γυαλιά και η χλωμή ώρα που έπαιρνε της μορφή της Μέδουσας έσταζε δηλητήριο εθνικό.
--- Καλά να πάθει! τους είπε ο αστυνόμος, αφού προτιμούσε τα κόκκινα παιχνίδια από τα εθνικά στρόλια!
Έφυγαν με το κεφάλι γερμένο, ντροπιασμένοι για την ήττα τους αλλά και με την υποκρισία να βασιλεύει στα μάτια τους με το βλέμμα της έχιδνας. Στα παράθυρα όλοι οι Φαρισαίοι του χωριού, ψιθύριζαν μετά τη σύλληψή του:
--- Το μάθατε;
--- Ποιο;
--- Αυτό με τον Ανθόλαο! Τον έπιασαν! Τον πήγα στο φρέσκο!
--- Γιατί; Σφάχτηκε με κανέναν;
--- Όχι. Ήταν λένε κομμουνιστής!
--- Κομμουνιστής;
--- Ναι, κομμουνιστής!
--- Και τι έκανε;
--- Βαστούσε ένα δεφτέρι γραμμένο όλο με επικίνδυνα ρητά. Να τέτοια: >, >, >, >, > κι άλλα πολλά.
--- Και τι κακό είχαν αυτά;
--- Τίποτα. Προφάσεις για να τον χώσουν μέσα.
Όλοι κάτι είχαν να πουν για τον Ανθόλαο κι όλοι τον θαύμαζαν. Τέτοιους λεβέντες λίγους γεννά η φύση. Τον έφτυναν για να μην το ματιάσουν για την εξυπνάδα του, τον χαίρονταν για το κοφτερό μυαλό του, και τον θαύμαζαν για τη λυγεράδα και τη δύναμη του κορμιού του. Πουλιά έπιανε στον αέρα, ψύλλους πετάλωνε και κανένας κανόνας της γραμματικής δεν του ξέφευγε. Όμως του έκοψε το βήχα της προόδου ο καθηγητής των θρησκευτικών και τον έστειλε από τον παράδεισο της γνώσης σ’ εκείνον της αμαρτίας της κόλασης.
Ακόμη λίγο και θα κέρδιζε στο στούμπο το Μήτσο της Σοφούλας ο Ανθόλαος όταν τον άρπαξε απ’ σβέρκο ο Φαρισαίος δάσκαλος κι αφού τον χαστούκισε του είπε με φωνή που έμοιαζε με ουρλιαχτό:
--- Αύριο τα λέμε!
--- Κηρύσσω την έναρξη της απαγγελίας του > ακούστηκε την άλλη μέρα στην τάξη η φωνή του θεολόγου καθηγητή και κοίταξε τον Ανθόλαο με βλέμμα ύαινας. Ύστερα είπε: Ανθόλαος Σγουρίτσας του Ελέημονος και της Λεμονιάς απάγγειλε πρώτος!
Σηκώθηκε και ο Ανθόλαος και άρχισε φοβισμένος:
--- Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, παρελθέτω η αδικία σου, γεννηθήτω το κατόρθωμά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον κουμούτσιον πάρ’ τον από τους πλούσιους και δος ημίν σήμερον και αύριο και μεθαύριο και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Έμεινε ο σοφός καθηγητής!
--- Λες ανοησίες, μπολσεβίκε! Έξω γρήγορα! του φώναξε και του έδειξε την πόρτα.
--- Χάσου εσύ και το πανεπιστήμιό σου! του είπε και ο Ανθόλαος και πετάχτηκε από την πόρτα σαν πυροβολημένος.
Από τότε χάθηκε ο Ανθόλαος. Πιλάλαγε μέσα στα χωράφια σβαρνίζοντας με τα πόδια του τις ξερές μάτζες, μετρώντας τα τσιμπήματα που του έκαναν στις κνήμες οι σφήκες και επουλώνοντας με σβουνιές τις πληγές που του άνοιγαν οι στουρναρόπετρες και οι άπονες αφαλαρίδες. Έδιωξε και το βιβλίο από την κωλότσεπη κι έβαλε το σουγιά. Έπιασε φίλο το τσιγάρο, στέλνοντας τα γράμματα και τη μόρφωση στο διάβολο. Ακόμη αριστέρεψε, ξέχασε τον ελληνισμό και σύμφωνα με τις κακές γλώσσες έγινε μπολσεβίκος. Κι αυτά τα έλεγαν οι εθνικόφρονες και υπαινίσσονταν πως σκοπεύει να φέρει την πατρίδα τούμπα αφού και για τη θρησκεία δεν έδινε έναν παρά αλλά και για την οικογένεια δεν ενδιαφερόταν. Επίσης ψιθύριζαν πως ζητούσε να κρεμάσει στη θέση της γαλανόλευκης την κοκκινοκουρελού του Στάλιν. Έτσι του έφτιαξαν φάκελο, κατέγραφαν τη δράση του και τον κατασκόπευαν ανελλιπώς όλη μέρα. Και όταν έκριναν με τον καιρό πως έγινε επικίνδυνος για το καθεστώς έδωσαν το πράσινο φως στους μπάτσους τους και τον συνέλαβαν! Τον πέρασαν από το στρατοδικείο και τον καταδίκασαν για > και τον έκλεισαν για πέντε χρόνια στο στρατόπεδο της Γυάρου και δυο στις φυλακές της Κασσανδρίας. Εκεί έμαθε πως οι σωτήρες του αυνανίζονταν σ’ ένα ζωγραφισμένο πουλί με γραμμένο στα πόδια του το τρίπτυχο, Ελλάς, ελλήνων, χριστιανών!
Πέρασε ο καιρός, βγήκε από τη φυλακή, και γύρισε στο χωριό, αφήνοντας πια για τη μνήμη του τη ματωμένη εξορία. Έπιανε μόνιμα καρέκλα στου Ψαρούλια τον καφενέ κι άδειαζε τα κρασοπότηρα το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Του έφερνε και ο καφετζής μια σαρδέλα στο χαρτί και του έλεγε σαν την έβαζε μπροστά του:
--- Φάε και πιες, Ανθόλαε και γράφ’ τους εκεί που ξέρεις!
Αυτός την τεμάχιζε με το σουγιά κι έτρωγε. Έπινε ύστερα τα ποτηράκια του και αφού τα έτσουζε, αρχινούσε:
--- Που λέτε τσίφτηδες, εκεί στη φυλακή όλα τα αλάνια ήταν εξηγημένα. Μου φέρονταν όμορφα, με φίλευαν τσιγάρα, φωτιά, τράπουλα, ξυράφια, μού πάσαραν χαρτί και μολύβι να γράφω τους στίχους μου για να φέρω στο φως τα βάσανα της φυλακής.
Ύψωνε το ποτήρι, έλεγε άηχα, > και συνέχιζε:
--- Ήταν κι ένας νησιώτης, άσχημος με κεφαλή ταύρου που τραγουδούσε ολημερίς καλλίφωνα. Έπαιζε και μπαγλαμά, αιωνία του η μνήμη! Αυτός λοιπόν ο καλλιτέχνης, ήρθε ένα βράδυ και κάθισε δίπλα στο προσκεφάλι μου. > μου είπε με φωνή πνιγμένη στο φόβο, > Δεν τον πίστεψα και γέλασα. Να, όμως που το πρωί τον βρήκαμε κρεμασμένο μ’ ένα σύρμα απ’ τη σωλήνα της βρύσης.
Έμπαινε και η γουστερίτσα η Ελάη μέσα στον καφενέ μέρα παρά μέρα και τον έκανε μπαρούτη. Ερχόταν με τον μπότη να πάρει κρασί και του άναβε φωτιές που έκαιγαν μερόνυχτα. Άφηνε το κομπολόι του πάνω στο τραπέζι ο Ανθόλαος και την πλησίαζε. Γονάτιζε μπροστά της και σαν ζεσταινόταν η καρδιά του από τη θέρμη του κορμιού της, της έλεγε με ποιητικό οίστρο:
--- Γιατί μ’ αποφεύγεις αστροφεγγιά μου;
Έσκυβε εκείνη τον κοίταζε στα μάτια και του ψιθύριζε:
--- Δεν τα ‘παμε; Είσαι επικίνδυνος!
--- Εγώ; Μυρμήγκι δε ζουπώ! τραύλιζε εκείνος και άπλωνε το χέρι του ν’ αγγίξει το δικό της.
--- Το λένε, όλοι πως μπολσεβίκεψες! του έλεγε και τραβιόταν από κοντά του.
Σερνόταν ο Ανθόλαος στα γόνατα και την κυνηγούσε ενώ της μιλούσε με παράπονο, λέγοντάς της:
--- Και είμαι κακός;
Σήκωνε αυτή τους ώμους και του ψέλλιζε αδιάφορα:
--- Τι ξέρω εγώ! Έτσι λένε…
Έφευγε η Ελάη με τον μπότη στην μασχάλη, έμενε ο Ανθόλαος καθώς λέει και ο ποιητής των Ελλήνων >. Σκόρπιζαν σιγά- σιγά και οι πότες κι απόμενε ολομόναχος με τον καφετζή.
Έτσι ζούσε πια ο Ανθόλαος. Με το μπουκάλι γεμάτο αλκοόλ στο χέρι και τα γένια του πάντα κρασωμένα. Ασκητής και διακονιάρης, ξεπορτισμένος και ξεμοναχιασμένος, έρημος και πένης. Από κοντά και η Άτροπος που φαίνεται τον λυπήθηκε και αποφάσισε να του κόψει το νήμα απ’ το κουβάρι της ζωής, στέλνοντάς τον στον τόπο το χλοερό να βρει την ησυχία του.
Μεγαλοσαββατιάτικα μπήκε να πιει. Ήταν η τελευταία του Ανάσταση και η τελευταία του οινοποσία! Ήπιε, ήπιε του σκασμού και σαν έγινε σκνίπα και ζαλίστηκε απόμεινε στην καρέκλα ασάλευτος να ονειρεύεται τη χαμένη του ζωή. Η εκκλησία σχόλασε και ο κόσμος έτρεχε στα σπίτια να γευτεί τη μαγειρίτσα, να τσουγκρίζει τα κόκκινα αυγά και να ευχηθεί ασπαζόμενος αλλήλους, το >. Είδε όλο αυτόν τον κόσμο ο Ανθόλαος και σηκώθηκε να πάει στο δικό του σπίτι. Λίγα μέτρα όμως πιο κάτω δεν είδε το ξεχασμένο βίντζι έξω από του Λυμπέρη το λιτρουβειό και σφηνώθηκε πάνω του. Χτύπησε στο κεφάλι και τα γρανάζια του τροχού του το ‘καναν σάψαλο.
Ένας χριστιανός περαστικός με τη λαμπάδα στο χέρι, τον είδε κάτω αιμόφυρτο κι έσκυψε πάνω του. Με φωνή ύστερα σβηστή, φώναξε στο διπλανό του:
--- Σκοτώθηκε! Οχ, πάει ο έρημος!
--- Τζάμπα πήγε! είπε ο άλλος. Να έλειπε το βίντζι! Σκουριά ήταν και τίποτ’ άλλο! Τι τ’ άφησαν εδώ!
Από το ναό της Παναγίας η φωνή του παπά ακουγόταν να ψέλνει: >
Πιο πέρα από το νεκρό Ανθόλαο οι ευχές έπαιρναν κι έδιναν:
--- Χριστός ανέστη!
--- Αληθώς Ανέστη!
Τους άκουγε ο γονατισμένος και τους φώναξε πιάνοντας το χέρι του νεκρού:
--- Τι Αληθώς Ανέστη, χριστιανοί μου; Αληθώς απέθανε να λέτε! Δεν τον βλέπετε που είναι νεκρός;
Στράφηκαν όλοι και κοίταζαν το νεκρό Ανθόλαο. > ψέλλισαν με μια φωνή κι έκαναν το σταυρό τους.
Ενώ τον έφερναν στο σπίτι για να τον ετοιμάσουν για την ταφή από ένα παράθυρο η φωνή του λαϊκού ποιητή που ακούστηκε να ψέλνει τον αυτοσχέδιο και παραφρασμένο στίχο, έλεγε:
--- Έφριξεν η γη και ο ήλιος Ανθόλαε, εκρύβη!
ellinikoxronografima.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
15χρονος έκλεψε χρήματα από οδηγό φορτηγού στο Μεσολόγγι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ