2019-05-03 15:30:47
Ἡ παλαιά, ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς ΠΕΝΤΕΒΡΥΣΙΩΤΙΣΣΑΣ (17ου αἰ.), ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ ἄγνωστο, ἀλλὰ εὐλαβέστατο ἁγιογράφο. Ἦρθε μὲ τοὺς πρόσφυγες τὸ 1922 στὴν Ἑλλάδα καὶ συγκεκριμένα στὴ Θεσσαλονίκη. Δὲν γνωρίζουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν τρόπο μεταφορᾶς της. Τὸ ἴδιο ἔτος τὴν μετέφερε μέσα σὲ τσουβάλι στὶς Πέντε Βρύσες ὁ ἀείμνηστος Παναγιώτης Νεμψίδης τοῦ Γεωργίου μὲ τὰ πόδια.
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα τῆς Παναγίας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας. Θὰ ἀναφέρω μόνο δύο πρόσφατα. Διότι τὸ ἕνα ἔγινε αἰτία νὰ δοθεῖ τὸ ὄνομα «Πεντεβρυσιώτισσα» καὶ τὸ ἄλλο (θαῦμα) γιὰ νὰ ἀναπαλαιωθεῖ καὶ ἐνθρονισθεῖ στὸ νέο μεγαλόπρεπο καὶ ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μὲ μεγαλοπρέπεια, ὡς «Ὑπέρμαχος στρατηγός» καὶ «Παντάνασσα».
Τὸ πρῶτο θαῦμα τῆς Παλαιᾶς καὶ θαυματουργοῦ βρεφοκρατούσας Παναγίας μᾶς φανερώθηκε πέρυσι. Ἦταν 12 Αὐγούστου, ἡμέρα Παρασκευὴ τοῦ 1994 καὶ ὥρα 3μ.μ. Κτύπησε τὸ κουδούνι τῆς οἰκίας.
Ἦταν μία νεαρὰ κυρία ποὺ μοῦ εἶπε: «πάτερ θέλω νὰ μοῦ διαβάσετε ἀρτοκλασία». Μνημόνευσα τὰ ὀνόματα ὑπὲρ ὑγείας καὶ σὲ λίγο ἐτελείωσα. Παρεκάλεσα τοὺς προσκυτητὲς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ ἀρχονταρίκι τῆς Ἐνορίας, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία. Ἐνῶ ἡ πρεσβυτέρα ἑτοίμαζε τὸ κέρασμα, ρώτησα, ὅπως ἐρωτῶ πάντα τοὺς προσκυνητὲς «πῶς ἔτσι καὶ περάσατε ἀπὸ τὴν ἐνορία μας;» Ἡ νεαρὰ κυρία μοῦ ἀπήντησε «εἶδα, πάτερ, τὴν Παναγία στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ εἶπε: πήγαινε, παιδί μου, στὶς Πέντε Βρύσες στὴν Παναγία τὴν Πεντεβρυσιώτισσα καὶ ὅτι μοῦ ζητᾶς θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ξύπνησα καὶ ἄρχισα νὰ ἐρωτῶ τί εἶναι Πέντε Βρύσες καὶ σὲ ποιὸ μέρος βρίσκεται. Ρωτώντας ἔφτασα, πάτερ, στὴν Ἐνορία σας, στὸ πανέμορφο χωριό σας», «Πῶς εἶδες, παιδί μου, τὴν Παναγία, πῶς ἦταν;» ρώτησα καὶ πάλι. «Ἦταν, πάτερ, πολὺ μαυρισμένη, ἀλλὰ ἀρχόντισσα κυρά. Τὰ χείλη της διέκρινα, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπαν τὰ λόγια ποὺ σᾶς ἀνέφερα». «Ἔλα παιδί μου, τῆς εἶπα, ἀκολούθησέ με». Φτάσαμε μέσα στὸ Ναὸ καὶ στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ κυρίως Ναοῦ στὸ χῶρο τῶν γυναικῶν (καὶ στὸν τοῖχο ἦταν κρεμασμένη ἡ παλαιά, ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Μόλις τὴν ἀντίκρυσε, φώναξε κλαίοντας: «Αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου, πάτερ»· καὶ ἀγκάλιασε τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κλαίοντας ἀπαρηγόρητα. Μετὰ ἀπὸ πρότασή μου ἔμεινε ἡ εὐλαβέστατη κυρία νὰ παρακολουθήσει τὴν παράκληση ποὺ ψάλλεται πρὸς τὴν Θεοτόκον τὶς δύο πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Αὐγούστου. Τὴν σύστησα στὸ ἐκκλησίασμα μετὰ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἡ ἴδια, σχεδὸν κλαίοντας, διηγήθηκε τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας μας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες καὶ στὶς 17 Νοεμβρίου, ἡμέρα Παρασκευὴ καὶ ὥρα 5 μ.μ. ἔφτασε στὶς Πέντε Βρύσες ἕνας νεαρὸς 28 περίπου ἐτῶν. Συναντηθήκαμε στὸν Πρόναο τῆς Ἐκκλησίας. «Εὐλογεῖτε πάτερ» μοῦ εἶπε. «Ὁ Κύριος, παιδί μου», τοῦ ἀπάντησα. «Πῶς ἔτσι, παιδί μου, στὸ χωριό μας, στὴν ἐνορία μας, στὴν ἐκκλησία μας;». «Ἦρθα, πάτερ, νὰ προσκυνήσω τὴν Παναγία τὴν Πεντεβρυσιώτισσα. Εἶμαι ὁ ἀδελφὸς τῆς κυρίας ποῦ πρὶν ἀπὸ τρεῖς μῆνες εἶδε τὴν Παναγία στὸν ὕπνο της καὶ ἦρθε στὴν ἐκκλησία σας. Γιὰ μένα προσευχόταν ἡ ἀδελφή μου -ἄρχισε νὰ διηγεῖται δακρυσμένος- εἶχα φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι μου· ἔκανα χρήση ναρκωτικῶν· ζοῦσα ἀνήθικη ζωή· δὲν ἤξερα ποῦ βρισκόμουν. Μέρα-νύχτα ἡ ἀδελφή μου προσευχόταν. Μία νύχτα ὅμως ξεχωριστὴ γιὰ μένα στὸν ὕπνο μου, στὸ ξύπνιο μου ἦταν, δὲν μπορῶ νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἐνῶ βάδιζα, ἕνα ἀόρατο χέρι μὲ τράβηξε ἀπὸ τὴν ὠμοπλάτη μου καὶ μία γυναικεία φωνὴ μοῦ εἶπε: Σταμάτα αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ κάνεις. Ἦταν ἡ Παναγία ποὺ μίλησε. Ξύπνησα, συνῆλθα ξύπνιος; δὲν γνωρίζω. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζω εἶναι ὅτι πῆγα ἀμέσως στὸ Ἅγιον Ὄρος· ἔμεινα ἀρκετὸ καιρό· μετάνοιωσα γιὰ ὅλα· ἐξομολογήθηκα τέλεια καὶ γιὰ ὅλα. Τώρα, πάτερ, ζῶ· μέχρι τώρα ζοῦσα σ᾿ ἄλλον κόσμο, σὲ κόσμο φθορᾶς καὶ θανάτου.» Τὸν ὁδήγησα στὴν ἱερὰ παλαιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἀγκάλιασε καὶ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Παναγία μου, μοῦ ἔσωσες γιὰ πάντα τὴν ζωή μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Τὸ δεύτερο θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας συνέβη πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια σὲ μία ἀρρωστῆ γυναίκα ποὺ νοσηλευόταν στὸ Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν, ὅτι ἡ ἀσθένεια τῆς εἶναι ἀθεράπευτη. Σκεφθεῖτε σὲ τί κατάσταση βρισκόταν. Ὁ ἄνθρωπος τὶς ὧρες αὐτὲς ἢ πλησιάζει τὸν Θεὸ ἢ ὄχι. Ἡ ἄρρωστη ἀλλὰ πολὺ πιστὴ κυρία προσευχήθηκε καὶ ζήτησε τὴ χάρη τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία μας ποὺ εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, εἰδικὰ δὲ τῶν πονεμένων ἀνθρώπων, ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο της καὶ τῆς λέει: «βοήθησέ με κι Ἐγὼ θὰ σὲ θεραπεύσω». Ἡ ἱερὰ μορφὴ τῆς Παναγίας ἦταν μαυρισμένη, ἀλλὰ ἀρχοντική. Γιὰ δεύτερη φορὰ ἐμφανίζεται ἡ Παναγία μὲ φωτεινὰ χρώματα, γλυκὸ πρόσωπο, μεγάλα σοβαρὰ μάτια, ροῦχα χρωματιστά, στέμμα στὸ κεφάλι της (Παντάνασσα) καὶ τὸν φόντο τῆς εἰκόνας θαλασσί. Ξύπνησα, εὐτυχισμένη ποὺ εἶδα τὴν Παναγία. «Ἔψαχνα, δύο χρόνια, διηγεῖται, γιὰ νὰ βρῶ τὴν Παναγία σ᾿ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, κυρίως τῆς Θεσσαλονίκης, σ᾿ ὅποια ἄλλη πόλη ἢ χωριὸ πήγαινα. Ἔφτασα καὶ μέχρι τὴν Αὐστραλία, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν τὴν βρῆκα. Μιὰ μέρα ἔφτασα στὶς Πέντε Βρύσες. Δὲν γνωρίζω πὼς βρέθηκα. Ἐκεῖνο ποῦ γνωρίζω εἶναι ὅτι, ὅταν εἶδα τὴν Παναγία, ταράχτηκα καὶ ἄθελά μου φώναξα, αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία ποὺ ψάχνω, αὐτὴ εἶναι ἡ γλυκεία μου Παναγία. Ἀποφασίσαμε μὲ τὸν ἄνδρα μου νὰ ἀναπαλαιώσουμε τὴν εἰκόνα . Πήγαμε στὸ Πανόραμα στὸν πατέρα Παῦλο Πολίτη, ἅγιο ἄνθρωπο καὶ ἐπιστήμονα ἀναπαλαιωτή, ἱερομόναχο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἔχει ἅγιο Ἡγούμενο, τὸν πατέρα Συμεών. Τὸν ρωτήσαμε ἂν μπορεῖ νὰ καθαρίσει-ἀναπαλαιώσει τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς ἐνορίας τῶν Πέντε Βρύσεων. Ὁ πατὴρ Παῦλος δέχθηκε. Ρωτήσαμε τὸν ἱερατικὸ προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Γεννήσεως Θεοτόκου πρωτοπρεσβύτερο πατέρα Παῦλο Καρατζίδη, Λυκειάρχη τοῦ Γενικοῦ Λυκείου Λαγκαδᾶ, τί πρέπει νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴν εἰκόνα γιὰ νὰ ἀναπαλαιωθεῖ μὲ δικά μας ἔξοδα. Εἰκόνα, ὡς γνωστόν, δὲν βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἂν δὲν δοθεῖ ἄδεια ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαγκαδὰ πατέρα ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ. Ἐπισκεφθήκαμε τὸν Ἅγιο Λαγκαδὰ καὶ ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε εὐλογία-ἄδεια. Αὐτὰ διηγεῖται ἡ εὐσεβὴς καὶ ἀνώνυμη κυρία.
Πράγματι παρέδωσα τὴν ἱερὰ παλαιὰ καὶ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στὴν ἀσθενοῦσα κυρία, ἀφοῦ προηγουμένως ἔψαλα δέηση ὑπὲρ ὑγείας ὅλου του κόσμου καὶ τῶν εὐλαβέστατων ἐνορητῶν μου. Συγκινήθηκα τόσο πολύ, διότι νόμιζα, ὅτι ἄδειαζε ἡ ἐκκλησία μου. Μὰ καὶ ἡ πιστὴ κυρία ἔκλαιε μὲ ἀναφιλητὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Σὰ νὰ κρατῶ στὴν ἀγκαλιά μου τὴν μητέρα ποὺ μὲ γέννησε, πάτερ». Τὴν πῆγαν ἀπ᾿ εὐθείας μ᾿ ἔγγραφό μου (ἀφοῦ τὴν φωτογραφίσαμε προηγουμένως) στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πῆρε τηλέφωνο ἡ ἀσθενὴς κυρία καὶ κλαίοντάς μου εἶπε: «Βλέπω πὼς ἀπὸ τὸ πρῶτο καθάρισμα ἡ μορφὴ τῆς Παναγίας εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου, πάτερ, τὴν δεύτερη φορά. «Ὅταν τὴν πρωτοαντίκρυσα μούδιασε ὅλο μου τὸ σῶμα. Ἔνιωσα ὅτι κάποιο βάρος ἔφυγε ἀπὸ πάνω μου. Ἔγινα καλά. Ἡ Παναγία μὲ θεράπευσε. Τὴν ἴδια ἑβδομάδα ἔκανε ἐξετάσεις καὶ οἱ γιατροὶ ἀπόρησαν. Κάποιον ἅγιον ἔχεις, τῆς εἶπαν, οἱ ἐξετάσεις εἶναι ὅλες καλές. Ἡ Παναγιὰ ἡ Πεντεβρυσιώτισσα ὄντως θεράπευσε τὴν πιστὴ ἀνώνυμη κυρία.
Πρωτοπρεσβύτερος Παῦλος Καρατζίδης
Λυκειάρχης τοῦ Γεν. Λυκείου Λαγκαδᾶ
πηγή
proskynitis
Ἄπειρα εἶναι τὰ θαύματα τῆς Παναγίας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας. Θὰ ἀναφέρω μόνο δύο πρόσφατα. Διότι τὸ ἕνα ἔγινε αἰτία νὰ δοθεῖ τὸ ὄνομα «Πεντεβρυσιώτισσα» καὶ τὸ ἄλλο (θαῦμα) γιὰ νὰ ἀναπαλαιωθεῖ καὶ ἐνθρονισθεῖ στὸ νέο μεγαλόπρεπο καὶ ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ μὲ μεγαλοπρέπεια, ὡς «Ὑπέρμαχος στρατηγός» καὶ «Παντάνασσα».
Τὸ πρῶτο θαῦμα τῆς Παλαιᾶς καὶ θαυματουργοῦ βρεφοκρατούσας Παναγίας μᾶς φανερώθηκε πέρυσι. Ἦταν 12 Αὐγούστου, ἡμέρα Παρασκευὴ τοῦ 1994 καὶ ὥρα 3μ.μ. Κτύπησε τὸ κουδούνι τῆς οἰκίας.
Ἦταν μία νεαρὰ κυρία ποὺ μοῦ εἶπε: «πάτερ θέλω νὰ μοῦ διαβάσετε ἀρτοκλασία». Μνημόνευσα τὰ ὀνόματα ὑπὲρ ὑγείας καὶ σὲ λίγο ἐτελείωσα. Παρεκάλεσα τοὺς προσκυτητὲς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ ἀρχονταρίκι τῆς Ἐνορίας, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία. Ἐνῶ ἡ πρεσβυτέρα ἑτοίμαζε τὸ κέρασμα, ρώτησα, ὅπως ἐρωτῶ πάντα τοὺς προσκυνητὲς «πῶς ἔτσι καὶ περάσατε ἀπὸ τὴν ἐνορία μας;» Ἡ νεαρὰ κυρία μοῦ ἀπήντησε «εἶδα, πάτερ, τὴν Παναγία στὸν ὕπνο μου καὶ μοῦ εἶπε: πήγαινε, παιδί μου, στὶς Πέντε Βρύσες στὴν Παναγία τὴν Πεντεβρυσιώτισσα καὶ ὅτι μοῦ ζητᾶς θὰ σοῦ τὸ δώσω. Ξύπνησα καὶ ἄρχισα νὰ ἐρωτῶ τί εἶναι Πέντε Βρύσες καὶ σὲ ποιὸ μέρος βρίσκεται. Ρωτώντας ἔφτασα, πάτερ, στὴν Ἐνορία σας, στὸ πανέμορφο χωριό σας», «Πῶς εἶδες, παιδί μου, τὴν Παναγία, πῶς ἦταν;» ρώτησα καὶ πάλι. «Ἦταν, πάτερ, πολὺ μαυρισμένη, ἀλλὰ ἀρχόντισσα κυρά. Τὰ χείλη της διέκρινα, τὰ ὁποῖα μοῦ εἶπαν τὰ λόγια ποὺ σᾶς ἀνέφερα». «Ἔλα παιδί μου, τῆς εἶπα, ἀκολούθησέ με». Φτάσαμε μέσα στὸ Ναὸ καὶ στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ κυρίως Ναοῦ στὸ χῶρο τῶν γυναικῶν (καὶ στὸν τοῖχο ἦταν κρεμασμένη ἡ παλαιά, ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Μόλις τὴν ἀντίκρυσε, φώναξε κλαίοντας: «Αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου, πάτερ»· καὶ ἀγκάλιασε τὴν ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κλαίοντας ἀπαρηγόρητα. Μετὰ ἀπὸ πρότασή μου ἔμεινε ἡ εὐλαβέστατη κυρία νὰ παρακολουθήσει τὴν παράκληση ποὺ ψάλλεται πρὸς τὴν Θεοτόκον τὶς δύο πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Αὐγούστου. Τὴν σύστησα στὸ ἐκκλησίασμα μετὰ τὸ «Δι᾿ εὐχῶν» καὶ ἡ ἴδια, σχεδὸν κλαίοντας, διηγήθηκε τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας μας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας.
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μῆνες καὶ στὶς 17 Νοεμβρίου, ἡμέρα Παρασκευὴ καὶ ὥρα 5 μ.μ. ἔφτασε στὶς Πέντε Βρύσες ἕνας νεαρὸς 28 περίπου ἐτῶν. Συναντηθήκαμε στὸν Πρόναο τῆς Ἐκκλησίας. «Εὐλογεῖτε πάτερ» μοῦ εἶπε. «Ὁ Κύριος, παιδί μου», τοῦ ἀπάντησα. «Πῶς ἔτσι, παιδί μου, στὸ χωριό μας, στὴν ἐνορία μας, στὴν ἐκκλησία μας;». «Ἦρθα, πάτερ, νὰ προσκυνήσω τὴν Παναγία τὴν Πεντεβρυσιώτισσα. Εἶμαι ὁ ἀδελφὸς τῆς κυρίας ποῦ πρὶν ἀπὸ τρεῖς μῆνες εἶδε τὴν Παναγία στὸν ὕπνο της καὶ ἦρθε στὴν ἐκκλησία σας. Γιὰ μένα προσευχόταν ἡ ἀδελφή μου -ἄρχισε νὰ διηγεῖται δακρυσμένος- εἶχα φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι μου· ἔκανα χρήση ναρκωτικῶν· ζοῦσα ἀνήθικη ζωή· δὲν ἤξερα ποῦ βρισκόμουν. Μέρα-νύχτα ἡ ἀδελφή μου προσευχόταν. Μία νύχτα ὅμως ξεχωριστὴ γιὰ μένα στὸν ὕπνο μου, στὸ ξύπνιο μου ἦταν, δὲν μπορῶ νὰ τὸ συνειδητοποιήσω. Ἐνῶ βάδιζα, ἕνα ἀόρατο χέρι μὲ τράβηξε ἀπὸ τὴν ὠμοπλάτη μου καὶ μία γυναικεία φωνὴ μοῦ εἶπε: Σταμάτα αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ κάνεις. Ἦταν ἡ Παναγία ποὺ μίλησε. Ξύπνησα, συνῆλθα ξύπνιος; δὲν γνωρίζω. Ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζω εἶναι ὅτι πῆγα ἀμέσως στὸ Ἅγιον Ὄρος· ἔμεινα ἀρκετὸ καιρό· μετάνοιωσα γιὰ ὅλα· ἐξομολογήθηκα τέλεια καὶ γιὰ ὅλα. Τώρα, πάτερ, ζῶ· μέχρι τώρα ζοῦσα σ᾿ ἄλλον κόσμο, σὲ κόσμο φθορᾶς καὶ θανάτου.» Τὸν ὁδήγησα στὴν ἱερὰ παλαιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἀγκάλιασε καὶ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Παναγία μου, μοῦ ἔσωσες γιὰ πάντα τὴν ζωή μου, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Τὸ δεύτερο θαῦμα τῆς Παναγίας τῆς Πεντεβρυσιώτισσας συνέβη πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια σὲ μία ἀρρωστῆ γυναίκα ποὺ νοσηλευόταν στὸ Νοσοκομεῖο. Οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν, ὅτι ἡ ἀσθένεια τῆς εἶναι ἀθεράπευτη. Σκεφθεῖτε σὲ τί κατάσταση βρισκόταν. Ὁ ἄνθρωπος τὶς ὧρες αὐτὲς ἢ πλησιάζει τὸν Θεὸ ἢ ὄχι. Ἡ ἄρρωστη ἀλλὰ πολὺ πιστὴ κυρία προσευχήθηκε καὶ ζήτησε τὴ χάρη τῆς Παναγίας. Ἡ Παναγία μας ποὺ εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, εἰδικὰ δὲ τῶν πονεμένων ἀνθρώπων, ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο της καὶ τῆς λέει: «βοήθησέ με κι Ἐγὼ θὰ σὲ θεραπεύσω». Ἡ ἱερὰ μορφὴ τῆς Παναγίας ἦταν μαυρισμένη, ἀλλὰ ἀρχοντική. Γιὰ δεύτερη φορὰ ἐμφανίζεται ἡ Παναγία μὲ φωτεινὰ χρώματα, γλυκὸ πρόσωπο, μεγάλα σοβαρὰ μάτια, ροῦχα χρωματιστά, στέμμα στὸ κεφάλι της (Παντάνασσα) καὶ τὸν φόντο τῆς εἰκόνας θαλασσί. Ξύπνησα, εὐτυχισμένη ποὺ εἶδα τὴν Παναγία. «Ἔψαχνα, δύο χρόνια, διηγεῖται, γιὰ νὰ βρῶ τὴν Παναγία σ᾿ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες, κυρίως τῆς Θεσσαλονίκης, σ᾿ ὅποια ἄλλη πόλη ἢ χωριὸ πήγαινα. Ἔφτασα καὶ μέχρι τὴν Αὐστραλία, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν τὴν βρῆκα. Μιὰ μέρα ἔφτασα στὶς Πέντε Βρύσες. Δὲν γνωρίζω πὼς βρέθηκα. Ἐκεῖνο ποῦ γνωρίζω εἶναι ὅτι, ὅταν εἶδα τὴν Παναγία, ταράχτηκα καὶ ἄθελά μου φώναξα, αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία ποὺ ψάχνω, αὐτὴ εἶναι ἡ γλυκεία μου Παναγία. Ἀποφασίσαμε μὲ τὸν ἄνδρα μου νὰ ἀναπαλαιώσουμε τὴν εἰκόνα . Πήγαμε στὸ Πανόραμα στὸν πατέρα Παῦλο Πολίτη, ἅγιο ἄνθρωπο καὶ ἐπιστήμονα ἀναπαλαιωτή, ἱερομόναχο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἔχει ἅγιο Ἡγούμενο, τὸν πατέρα Συμεών. Τὸν ρωτήσαμε ἂν μπορεῖ νὰ καθαρίσει-ἀναπαλαιώσει τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς ἐνορίας τῶν Πέντε Βρύσεων. Ὁ πατὴρ Παῦλος δέχθηκε. Ρωτήσαμε τὸν ἱερατικὸ προϊστάμενο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Γεννήσεως Θεοτόκου πρωτοπρεσβύτερο πατέρα Παῦλο Καρατζίδη, Λυκειάρχη τοῦ Γενικοῦ Λυκείου Λαγκαδᾶ, τί πρέπει νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ μᾶς δώσει τὴν εἰκόνα γιὰ νὰ ἀναπαλαιωθεῖ μὲ δικά μας ἔξοδα. Εἰκόνα, ὡς γνωστόν, δὲν βγαίνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἂν δὲν δοθεῖ ἄδεια ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Λαγκαδὰ πατέρα ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ. Ἐπισκεφθήκαμε τὸν Ἅγιο Λαγκαδὰ καὶ ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε εὐλογία-ἄδεια. Αὐτὰ διηγεῖται ἡ εὐσεβὴς καὶ ἀνώνυμη κυρία.
Πράγματι παρέδωσα τὴν ἱερὰ παλαιὰ καὶ θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στὴν ἀσθενοῦσα κυρία, ἀφοῦ προηγουμένως ἔψαλα δέηση ὑπὲρ ὑγείας ὅλου του κόσμου καὶ τῶν εὐλαβέστατων ἐνορητῶν μου. Συγκινήθηκα τόσο πολύ, διότι νόμιζα, ὅτι ἄδειαζε ἡ ἐκκλησία μου. Μὰ καὶ ἡ πιστὴ κυρία ἔκλαιε μὲ ἀναφιλητὰ καὶ μοῦ εἶπε: «Σὰ νὰ κρατῶ στὴν ἀγκαλιά μου τὴν μητέρα ποὺ μὲ γέννησε, πάτερ». Τὴν πῆγαν ἀπ᾿ εὐθείας μ᾿ ἔγγραφό μου (ἀφοῦ τὴν φωτογραφίσαμε προηγουμένως) στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Τριάδος. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πῆρε τηλέφωνο ἡ ἀσθενὴς κυρία καὶ κλαίοντάς μου εἶπε: «Βλέπω πὼς ἀπὸ τὸ πρῶτο καθάρισμα ἡ μορφὴ τῆς Παναγίας εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶδα στὸν ὕπνο μου, πάτερ, τὴν δεύτερη φορά. «Ὅταν τὴν πρωτοαντίκρυσα μούδιασε ὅλο μου τὸ σῶμα. Ἔνιωσα ὅτι κάποιο βάρος ἔφυγε ἀπὸ πάνω μου. Ἔγινα καλά. Ἡ Παναγία μὲ θεράπευσε. Τὴν ἴδια ἑβδομάδα ἔκανε ἐξετάσεις καὶ οἱ γιατροὶ ἀπόρησαν. Κάποιον ἅγιον ἔχεις, τῆς εἶπαν, οἱ ἐξετάσεις εἶναι ὅλες καλές. Ἡ Παναγιὰ ἡ Πεντεβρυσιώτισσα ὄντως θεράπευσε τὴν πιστὴ ἀνώνυμη κυρία.
Πρωτοπρεσβύτερος Παῦλος Καρατζίδης
Λυκειάρχης τοῦ Γεν. Λυκείου Λαγκαδᾶ
πηγή
proskynitis
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πήγαν να… σουβλίσουν τους αστυνομικούς σαν τ' αρνιά!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έχασε τη μάχη για τη ζωή ΕΠΟΠ Επιλοχίας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ