2019-05-08 12:33:24
Γράφει η Αγγελική Καρδαρά
Οι απώλειες αποτελούν τις πιο τραυματικές και επώδυνες καταστάσεις με τις οποίες καλούμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι στην πορεία της ζωής μας.
Οι απώλειες δύναται να λάβουν διαφορετικές μορφές και εκφάνσεις. Μπορεί να είναι απρόσμενες ή εξελικτικές. Οι κύριες μορφές τους είναι τρεις: φυσικές/σωματικές, κοινωνικές και επαγγελματικές. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μία σοβαρή ασθένεια που απειλεί τη ζωή, ο ακρωτηριασμός μετά από ένα ατύχημα, η ανεργία, η συνταξιοδότηση, το διαζύγιο γονέων, η αποξένωση από οικογένεια και φίλους, αλλά και απώλειες που καταργούν το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο του ατόμου, όπως μετανάστευση, προσφυγιά, φυσικές καταστροφές, είναι μερικά μόνο παραδείγματα σοβαρών φυσικών, κοινωνικών και επαγγελματικών απωλειών, που δύναται να βιώσει το άτομο, επιβεβαιώνοντάς μας ότι η ζωή και ο θάνατος (φυσικός και ψυχικός) κινούνται παράλληλα, όπως το γέλιο και το δάκρυ, η χαρά και η λύπη. Καταστάσεις και συναισθήματα, εκ διαμέτρου αντίθετα, που όμως αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συνυφασμένα με όλα τα εξελικτικά στάδια της ζωής.
H απώλεια προκαλεί το πένθος, το οποίο μπορεί να είναι παρατεταμένο και δύσκολα διαχειρίσιμο. Σύμφωνα με την Kubler- Ross, τα στάδια του πένθους είναι τα εξής πέντε: η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και η αποδοχή[1]. Ασφαλώς κάθε άνθρωπος βιώνει με το δικό του τρόπο και στο δικό του χρόνο το πένθος του και αυτό πρέπει να γίνει από όλους μας κατανοητό αλλά και σεβαστό.
Μία πολύ ιδιαίτερης μορφής απώλεια, γιατί δεν αφορά το παρελθόν, αλλά ένα μέλλον που δεν θα υπάρξει, είναι ο θάνατος του εμβρύου στη διάρκεια της κύησης ή κατά τον τοκετό ή του νεογέννητου λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του. Παρόλο που η μητέρα δεν έχει προλάβει να δει το μωρό να μεγαλώνει ως αυθύπαρκτη ύπαρξη, έχει σε πολλές περιπτώσεις -και ειδικά σε προχωρημένα στάδια της κύησης- δεθεί ψυχικά μαζί του και έχει αρχίσει να κάνει όνειρα για τη ζωή με το μωρό. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα αλλά και ο άντρας που χάνουν το έμβρυο ή το νεογέννητο μωρό τους, αισθάνονται, συχνά, την ανάγκη να πενθήσουν. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό ο συγγενικός, φιλικός, αλλά και ευρύτερος κοινωνικός και επαγγελματικός τους περίγυρος, να σεβαστεί το πένθος και να αφήσει χώρο και χρόνο στο ζευγάρι να πενθήσει την απώλεια. Οι απώλειες των βρεφών δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «αόρατοι θάνατοι», ούτε ως ένα πένθος το οποίο δεν είναι «κοινωνικά αποδεκτό».
Η σύμβουλος ψυχικής υγείας και γνωσιακή αναλυτική ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων, κ. Καλλιόπη Κρεμαστιώτη, έγραψε ένα κείμενο που άγγιξε την καρδιά μου, όπως και πολλών άλλων γυναικών. Επίσης, στη συνέντευξη που μου παραχώρησε για το pm αναδεικνύει το πολύ σοβαρό ζήτημα της περιγεννητικής απώλειας και του τρόπου με τον οποία βιώνεται από τη γυναίκα και από το σύντροφο/σύζυγo, καθώς και τα συναισθήματα που δημιουργεί στο ζευγάρι η απώλεια του εμβρύου ή του νεογέννητου μωρού και πώς αυτή η απώλεια μπορεί να επιδράσει στη μεταξύ τους σχέση και στην πορεία ζωής τους.
Αναμφίβολα, όπως επισημαίνει στο κείμενό της η κ. Κρεμαστιώτη, «οι γυναίκες με προγεννητικό πένθος δεν θα κάνουν άλλο μωρό στη θέση του μωρού τους, γιατί κάθε φορά που φέρουμε τη ζωή μέσα μας, φέρνουμε στη ζωή ένα ακόμα παιδί και μια ακόμα νέα μητέρα». Είναι επομένως σημαντικό να τους δοθεί το δικαίωμα να πενθήσουν για το μωρό τους, όπως έχουμε ανάγκη να πενθήσουμε όλες τις σοβαρές απώλειες στη ζωή μας, για να μπορέσουν να προχωρήσουν με δύναμη ψυχής.
Διαβάστε παρακάτω το άρθρο της κ. Καλλιόπης Κρεμαστιώτη:
«Δεν πειράζει, θα κάνεις άλλο...»
Βλέπω ψυχοθεραπευτικά γυναίκες με περιγεννητικό πένθος και πραγματικά με συγκλονίζει κάθε φορά το ψυχικό ένστικτο αυτών των μητέρων να μπουν μέσα στο πένθος και εμείς όλοι οι υπόλοιποι να μην τις αφήνουμε, να μην το επιτρέπουμε.
Τι είναι αυτό που δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει και επομένως δεν το αποδεχόμαστε και στον άλλο;
Γιατί το περιγεννητικό πένθος μάς απειλεί τόσο πολύ ακόμα και στην έκφρασή του, τι είναι αυτό που δυσκολευόμαστε να συναισθανθούμε;
Ωθούμε ασυνειδήτως τις περισσότερες φορές τους γονείς και ειδικά τις μητέρες να διαγράψουν την απώλεια του παιδιού τους, ένα παιδί που δεν υπήρξε, δεν χρειάζεται να απωλέσθη και άρα να πενθήσει κανείς για την απώλεια του.
Αν δεν «μετρήσουμε» κάτι, σημειώνει ο Μανωλόπουλος (2019), δεν αντιλαμβανόμαστε ότι το χάσαμε.
Για να μη φοβόμαστε την απώλειά του δεν το μετράμε, γιατί αν δεν το έχουμε ολόκληρο, δεν υπάρχει κίνδυνος να το χάσουμε. Δεν αναπαριστούμε, δεν τελούμε, τίποτα δεν τελείται. Αρνούμαστε να τελειώσει, να πενθηθεί, να συμβολοποιηθεί η απώλειά μας και επομένως αρνούμαστε να το επιτρέψουμε και στους γύρω μας.
Αυτό, όμως, που μας διαφεύγει στο σύγχρονο τρόπο ζωής που όλα μοιάζουν λογικά και μαθηματοκρατούμενα, είναι το ψυχικό όργανο. Το ψυχικό όργανο βιώνει ψυχικό δεσμό ακόμα και όταν τα υπερηχογραφήματα σταμάτησαν να εντοπίζουν καρδιακό παλμό.
Γιατί ένα παιδί, ακόμα και πριν τη βιολογική του σύλληψη, υπήρξε στο ασυνείδητο της μητέρας του, υπήρξε στα όνειρά της, υπήρξε στις φαντασιώσεις της, υπήρξε στις συζητήσεις με το σύντροφό της. Υπήρξαμε πρώτα μέσα από την επιθυμία κάποιου, μέσα από ένα «ναι», σημειώνει ο Λακάν.
Το περιγεννητικό πένθος είναι ποιοτικά διαφορετικό στον ψυχισμό μας, καθώς το περιεχόμενό του δεν είναι αναμνησιακό, αλλά αφορά ένα μέλλον που δεν θα υπάρξει, αφορά όλα όσα μια μητέρα ονειροπόλησε για το παιδί της. Ο Bennett αναφέρεται στη θλίψη μετά από μια τέτοια απώλεια ως τραυματική θλίψη, με μια διαφορετική έννοια από εκείνη της κατάθλιψης, καθώς αυτό που χάθηκε πρωτίστως είναι ο ψυχικός μας δεσμός.
Ο Doka (1989) το ορίζει ως το πένθος χωρίς δικαιώματα, καθώς οι άνθρωποι που το βιώνουν δεν ενθαρρύνονται να πενθήσουν δημόσια σα να πρόκειται για ένα θάνατο μη κοινωνικά αποδεκτό σαν το γεγονός ότι ίσως επειδή μόνο οι γονείς είχαν προλάβει να δημιουργήσουν δεσμό με το έμβρυο ή το βρέφος, να μην τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να εκφραστούν και να υποστηριχθούν κοινωνικά (Human,2015).
Οι έρευνες σε γυναίκες με περιγεννητικό πένθος δείχνουν ακριβώς αυτό το ψυχικό και κοινωνικό αίτημα, να αναγνωριστεί η ύπαρξη του αγέννητου παιδιού τους, η απώλειά του και επομένως το δικαίωμά τους να πενθήσουν γι’ αυτό και να πάρουν την αντίστοιχη φροντίδα (Cacciatore, Froen&Killian, 2013; Mobita&Nolte, 2007).
Το θεωρητικό υπόβαθρο για το περιγεννητικό πένθος είναι πρωτίστως αυτό της θεωρίας δεσμού (attachment theory), καθώς εστιάζει στη μοναδική φύση της σύνδεσης του εμβρύου με τη μητέρα πολύ πριν τη γέννα, ακόμα και πολύ πριν τη σύλληψη και επομένως μας παρέχει μια ψυχική θέαση στη φύση αυτού του πένθους.
Ο Bowlby (1969) υποστηρίζει ότι είναι πυρηνικό για τον ψυχισμό μας να περάσουμε μέσα από το πένθος αυτού του δεσμού από το να το αποφύγουμε, πως το πέρασμα στην επούλωση έρχεται μέσα από προσπάθεια, χρόνο και βοήθεια από τους γύρω μας.
Στο περιγεννητικό πένθος δεν υπάρχουν «χειρολαβές» για να πιαστείς ψυχικά και φαινομενικά και γι’ αυτό δεν χωράνε κοινωνικά debate για τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο που επιλέγεται από τους πενθούντες να το βιώσουν. Οι γονείς θα έπρεπε να ενθαρρύνονται και να πλαισιώνονται να πενθήσουν την απώλεια του παιδιού τους με τον τρόπο που εκείνους τους ανακουφίζει.
Αν αφαιρέσουμε το κοινωνικό στίγμα του περιγεννητικού πένθους, οι γονείς δεν θα χρειάζεται να φέρουν αυτήν τη δυσβάσταχτη απώλεια στη σιωπή και στην απομόνωση, καθώς το πένθος που μένει περιπλεγμένο, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολότερα ψυχικά μονοπάτια ζητώντας με διαφορετικούς τρόπους επίλυση και σκιάζοντας ολοκληρωτικά τον τρόπο που συνδεόμαστε με τον εαυτό μας και τους άλλους (Campbell-Jackso, Bezances, & Horsch, 2014).
Οι γυναίκες με προγεννητικό πένθος δεν θα κάνουν άλλο μωρό στη θέση του μωρού τους, γιατί κάθε φορά που φέρουμε τη ζωή μέσα μας, φέρνουμε στη ζωή ένα ακόμα παιδί και μια ακόμα νέα μητέρα.
Γιατί η ανάμνηση του παιδιού τους είναι το ψυχικό όχημα που θα τους επιτρέψει να δημιουργήσουν μια νέα ψυχική γεωγραφία και μια νέα ιστορία. Τη δική τους.
Γιατί δεν σταματάμε ποτέ να γεννιόμαστε, δεν τελειώνουμε ποτέ να ξαναρχίζουμε γιατί γεννιόμαστε αμέτρητες φορές.»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κυρία Κρεμαστιώτη, πώς ορίζεται το περιγεννητικό πένθος;
Το περιγεννητικό πένθος αφορά το πένθος για το θάνατο είτε ενός εμβρύου στην περίοδο της εγκυμοσύνης, είτε κατά τον τοκετό, είτε αμέσως μετά τη γέννηση. Παρότι οι στατιστικές μετρήσεις δείχνουν ότι παγκοσμίως κάθε μέρα οι περιγεννητικοί θάνατοι φτάνουν στις 7.300 βρεφών, η έλλειψη αναγνώρισης αυτού του ζητήματος ως εξαιρετικά σημαντικό συντελεί στην αντίληψη ότι οι θάνατοι αυτών των βρεφών δεν θεωρούνται σημαντικοί, γι’ αυτό και ονομάζονται συχνά «αόρατοι θάνατοι».
Ο Doka (1989) το ορίζει ως το πένθος χωρίς δικαιώματα, καθώς οι άνθρωποι που το βιώνουν, δεν ενθαρρύνονται να πενθήσουν δημόσια σα να πρόκειται για ένα θάνατο μη κοινωνικά αποδεκτό, σαν το γεγονός ότι ίσως επειδή μόνο οι γονείς είχαν προλάβει να δημιουργήσουν δεσμό με το έμβρυο ή το βρέφος, να μην τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να εκφραστούν και να υποστηριχθούν κοινωνικά (Human, 2015).
Το περιγεννητικό πένθος είναι ποιοτικά διαφορετικό στον ψυχισμό μας και η ψυχική του φύση είναι μοναδικά περίπλοκη, καθώς το περιεχόμενό του δεν είναι αναμνησιακό, αλλά αφορά ένα μέλλον που δεν θα υπάρξει, αφορά όλα όσα μια μητέρα ονειροπόλησε για το παιδί της.
Ο Bennett αναφέρεται στη θλίψη μετά από μια τέτοια απώλεια ως τραυματική θλίψη, με μια διαφορετική έννοια από εκείνη της κατάθλιψης, καθώς αυτό που χάθηκε πρωτίστως είναι ο ψυχικός μας δεσμός.
Ο τρόπος με τον οποίο κάθε γυναίκα βιώνει την περιγεννητική απώλεια από ποιους βασικούς παράγοντες εξαρτάται και ποια είναι τα συναισθήματα που δημιουργεί στη γυναίκα αλλά και στο ζευγάρι;
Αρχικά, ο τρόπος που κάθε γονιός βιώνει την περιγεννητική απώλεια, δεν σχετίζεται από τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της ζωής του εμβρύου, αλλά από την ψυχική και σχεσιακή σημαντικότητα του δεσμού για τους γονείς. Αυτό εγείρει και πολλά κοινωνικά και διαπροσωπικά ζητήματα σχετικά με την αποδοχή της βίωσης και της έκφρασης του πένθους.
Επίσης, φαίνεται κλινικά και ερευνητικά πως η περιγεννητική απώλεια βιώνεται ακόμα πιο δύσκολα από γονείς με προηγούμενη περιγεννητική απώλεια, καθώς και από γονείς με καταθλιπτικό ιστορικό ή προηγούμενη μετατραυματική διαταραχή.
Το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με έντονα συναισθήματα θλίψης, θυμού, ενοχών, γενικευμένου άγχους και προσωπικής ματαίωσης, ψυχικές προκλήσεις που γίνονται ακόμα δυσκολότερες όταν θα πρέπει να μείνουν ανέκφραστες ή βιωμένες στη διαπροσωπική ή κοινωνική απομόνωση.
Υπάρχει το ενδεχόμενο να οδηγηθεί μία γυναίκα στα άκρα και να προσπαθήσει να βλάψει τον εαυτό της ή κοντινά της πρόσωπα, μετά από ένα τόσο σοβαρό γεγονός; Τι πρέπει να προσέξει η οικογένεια σε αυτές τις περιπτώσεις, ώστε έγκαιρα να βοηθήσει τη γυναίκα να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά της;
Η δυσβάσταχτη φύση της περιγεννητικής ή νεογνικής απώλειας φαίνεται ερευνητικά να σχετίζεται με καταθλιπτική συμπτωματολογία στις γυναίκες (είτε αυτοπαρατηρούμενη είτε κλινικά αποδεδειγμένη), με αγχώδεις διαταραχές, καθώς και με τα συμπτώματα της διαταραχής του μετά-τραυματικού στρες (Turton et al.2001) και σε κάποιες περιπτώσεις με αυτοκτονικό ιδεασμό (Burden et al.,2016). Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γυναίκες βιώνουν θυμό, ντροπή, ενοχή και ένα αίσθημα ισχυρής προσωπικής ματαίωσης για την απώλεια που βίωσαν (Barr, 2012).
Ένα εξίσου πυρηνικό ζήτημα στον ψυχισμό της γυναίκας κατά το περιγεννητικό πένθος είναι η συναισθηματική σχέση της με το σώμα της και την εικόνα της. Συχνά αυτοκατηγορούνται για την απώλεια του βρέφους, τοποθετώντας την απώλεια στη σωματική τους αποτυχία. Βλέπουμε συχνά μέσα στη θεραπεία την αίσθηση δυσφορίας, ντροπής και ενοχής για τη μετά γεννητική εικόνα του σώματός τους.
Το πιο δυσφορικό ψυχικό θέμα είναι όμως η κοινωνική και πολλές φορές οικογενειακή προτροπή να αποσιωπηθεί το πένθος και οι γονείς να υπόκεινται σε αυτές τις ψυχικές δυσκολίες αποσυρμένοι στη σιωπή, κοινωνικά απομονωμένοι και σε βαθιά ψυχική σχάση σχετικά με την ανάγκη τους για ψυχική εκφόρτιση και έκφραση (Campbell-Jackson, Bezances, & Horsch, 2014).
Η δυσκολία στην αποδοχή και στην έκφραση του πένθους καθηλώνει, μέσω της άμυνας της άρνησης και της απώθησης, τους γονείς σε περιπλεγμένο πένθος που εντείνει την ήδη βεβαρυμμένη ψυχική τους κατάσταση και τους οδηγεί σε δυσκολότερα ψυχικά μονοπάτια καθώς το βίωμά τους δεν εσωτερικεύεται και δεν νοηματοδοτείται (Cacciatore,2013).
Χρειάζεται σήμερα πιο πολύ από ποτέ, να αναπτύξουμε κοινωνικά και προσωπικά ο καθένας μας μια ενημερωμένη θέση ενσυναίσθησης και αποδοχής της σημαντικότητας της ψυχικής έκφρασης στο περιγεννητικό πένθος.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα της κοινωνικής μας δυσκολίας σε αυτό το ζήτημα είναι η εργασιακή απαίτηση να επιστρέψει μια γυναίκα με περιγεννητικό πένθος στην εργασία της 40 μέρες μετά. Εδώ αναδύεται και ένα ρεαλιστικό ζήτημα, καθώς πολλοί γονείς αναφέρουν τις οικονομικές δυσκολίες τους μετά από μια τέτοια απώλεια όχι μόνο λόγω του νοσοκομειακού κόστους, αλλά και λόγω της ψυχικής και φυσικής αδυναμίας τους να συνεχίσουν για αρκετό διάστημα την επαγγελματική τους ζωή. Πολλές γυναίκες βιώνουν εξαιρετικά υψηλό στρες για το πώς θα διαχειριστούν τις ερωτήσεις των συναδέλφων τους και για την επακόλουθη πιθανότητα να ξαναζήσουν μέσα από τις διηγήσεις τους το τραυματικό αυτό γεγονός, καθώς και την προσωπική τους στιγματοποίηση στο εργασιακό περιβάλλον στη συνέχεια (Burden et al.,2016.)
Οι έρευνες σε γυναίκες με περιγεννητικό πένθος δείχνουν ακριβώς αυτό το ψυχικό και κοινωνικό αίτημα, να αναγνωριστεί η ύπαρξη του αγέννητου παιδιού τους, η απώλειά του και επομένως το δικαίωμά τους να πενθήσουν γι’ αυτό και να πάρουν την αντίστοιχη φροντίδα (Cacciatore, Froen&Killian, 2013; Mobita&Nolte, 2007).
Επομένως, η αφαίρεση του κοινωνικού στίγματος θα βοηθήσει εξαιρετικά στην αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης που χρειάζονται οι γονείς είτε από το περιβάλλον τους, είτε ψυχοθεραπευτικά.
Ποια είναι η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των γυναικών που βιώνουν περιγεννητικό πένθος;
Το θεωρητικό υπόβαθρο της θεραπευτικής παρέμβασης για το περιγεννητικό πένθος ανεξαρτήτου ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης είναι η εστίαση στη θεωρία δεσμού (Cacciatore & Bushfield, 2007), καθώς αναφέρεται στη σπουδαιότητα της ψυχικής σύνδεσης της μητέρας με το έμβρυο πολύ πριν τη βιολογική του γέννηση (The Perinatal Society of Australia and New Zealand, 2014).
Η θεωρία αυτή φαίνεται να επαληθεύεται και ερευνητικά, όπου αποδείχθηκε υψηλή συσχέτιση ψυχικού δεσμού προσκόλλησης με βάση την ψυχομετρική κλίμακα μέτρησης δεσμού προσκόλλησης μεταξύ εμβρύου και μητέρας, Cranley Scale, όπου συσχετίστηκε στο ερευνητικό αποτέλεσμα η σωματική βίωση της μητέρας των εμβρυικών κινήσεων στο ενδομήτριο περιβάλλον ως μορφή επικοινωνίας και ανάπτυξης ψυχικού συναισθηματικού δεσμού (Brandon, Pitts, Denton, Stringer,& Evans, 2009). Ο Bowlby (1969) υποστηρίζει ότι είναι πυρηνικό για τον ψυχισμό μας να περάσουμε μέσα από το πένθος αυτού του δεσμού αντί να το αποφύγουμε.
Επομένως θα πρέπει να αναφερόμαστε πλέον στην αποδεδειγμένη ψυχική έκταση της συγκεκριμένης απώλειας και να προχωρήσουμε στη συνέχεια σε ολοκληρωμένη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση πένθους και τραύματος.
Κυρία Κρεμαστιώτη, πολύ σημαντικό και το θέμα της πλαισίωσης από το ιατρικό προσωπικό και η αποφυγή του δευτερογενούς τραύματος.
Αξίζει να τονίσουμε τη σημαντικότητα της πλαισίωσης των γονιών από το ιατρικό προσωπικό και της ανάγκης ψυχοεκπαίδευσής τους, καθώς είναι οι πρώτοι άνθρωποι που καλούνται να διαχειριστούν το πρωταρχικό σοκ της περιγεννητικής ή νεογνικής απώλειας και όλα τα διαδικαστικά ζητήματά της στη συνέχεια εφόσον το νοσοκομειακό περιβάλλον είναι συνήθως το μέρος που οι γονείς έχουν τη δυνατότητα αν το θελήσουν να δουν, να αγκαλιάσουν και να αποχαιρετήσουν το βρέφος τους.
Ένα σημαντικό ζήτημα που αναδύεται στο περιγεννητικό πένθος και το βλέπουμε και αρκετά συχνά στην κλινική πράξη, είναι το ζήτημα των ενοχών των γονιών σχετικά με τις αποφάσεις που πήραν για τη φροντίδα του παιδιού τους μετά το θάνατό του. Αυτό το ζήτημα μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις το να δουν το βρέφος και να τους δοθεί χρόνος μαζί του. Το να προβούν σε τελετουργίες πένθους ή ακόμα και για την απόφαση για το αν θα κάνουν ιατροδικαστική εξέταση.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν μια ξεκάθαρη συναισθηματική αίσθηση απογοήτευσης και αδικίας των γονέων για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήραν αυτές τις αποφάσεις αναφερόμενοι κυρίως σε μη επαρκής ή μη ικανοποιητική πλαισίωση από το ιατρικό προσωπικό (Burden et al.2016).
Ταυτόχρονα, όμως, οι έρευνες δείχνουν πως η νεογνική απώλεια είναι μια από τις δυσκολότερες εμπειρίες για τους φροντιστές υγείας, καθώς νιώθουν ψυχικά επιβαρυμένοι από το θρήνο που εξελίσσεται παρουσία τους, αλλά και από το βάρος της ευθύνης σε επαγγελματικό και ιατρικό επίπεδο (Nuzum et al.2014). Σε έρευνα του 2016 (Jeffrey, 2016) το ιατρικό προσωπικό που ήταν παρόν σε νεογνική απώλεια ανέφερε βαθύ ψυχικό πόνο και συναισθηματική εμπλοκή, καθώς και ντροπή και αμηχανία για τον τρόπο που θα το ανακοίνωναν στους γονείς. Δυστυχώς, η συμπόνια και η ενσυναίσθηση, ενώ φανερώνουν μια αυθεντική διάθεση των ανθρώπων να βοηθήσουν τον άλλον, δεν συνεπάγεται ότι αυτό τελικά συμβαίνει με έναν τρόπο που πραγματικά βοηθάει στη συγκεκριμένη συνθήκη.
Σε ψυχοθεραπευτικό επίπεδο θα ήθελα να τονίσω τη σπουδαιότητα της στήριξης των γονιών από εξειδικευμένο ψυχοεκπαιδευμένο ιατρικό προσωπικό, για τους εξής ψυχικούς λόγους: Οι περισσότεροι γονείς τη στιγμή της βίωσης του περιγεννητικού ή νεογνικού θανάτου βιώνουν τα πρώτα στάδια του ψυχικού τραύματος, βιώνοντας ισχυρό σοκ, οδύνη, άρνηση του γεγονότος και συναισθηματική επιπέδωση και σε πολλές περιπτώσεις συμπτώματα αποπροσωποποίησης (Kersting and Wagner, 2012; Ryninks et al., 2014 ).
Κατά τη διάρκεια του σοκ, η μνημονική λειτουργία είναι σε αυξημένη διέγερση, ακόμα και αν η μητέρα φαίνεται συγχυσμένη, σχεδόν το καθετί που συμβαίνει καταγράφεται και επανέρχεται με εξαιρετική λεπτομέρεια στα επόμενα στάδια μετά το αρχικό σοκ, ως εκ τούτου προκύπτει το γεγονός της ανάκλησης επιπλέον τραυματικών στιγμών πολύ μεταγενέστερα του γεγονότος (Pullen et al., 2012).
Αυτή είναι και η στιγμή που είναι πολύ πιθανό να συμβεί αυτό που κλινικά ονομάζουμε «δευτερογενές τραύμα», δηλαδή τον ψυχικό τραυματισμό που προκύπτει από την ακατάλληλη κλινική και ψυχολογική διαχείριση από το ιατρικό προσωπικό κατά τη διάρκεια, αλλά και τις στιγμές που ακολουθούν αμέσως μετά από αυτό το τραυματικό γεγονός.
Οι σύζυγοι/σύντροφοι δύναται να κατακλυστούν και αυτοί από αρνητικά και έντονα συναισθήματα στις περιπτώσεις περιγεννητικής απώλειας. Πώς μπορούν να τα διαχειριστούν, προκειμένου να στηρίξουν τη σύζυγο/σύντροφο και παράλληλα να βιώσουν και οι ίδιοι το πένθος τους;
Η βίωση και η έκφραση του περιγεννητικού πένθους είναι ένα άκρως προσωπικό ζήτημα και ο καθένας μας έχει διαφορετικές ψυχικές ανάγκες για να φροντίσει. Κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να γίνει κάποια ιδιαίτερη διαχείριση στο σύζυγο, καθώς και εκείνος βιώνει την απώλεια του παιδιού του πολλές φορές, όμως, με διαφορετικές ψυχικές απαντήσεις στο πένθος. Για παράδειγμα, συχνά παρατηρούμε αυξημένη ψυχική άρνηση και δυσκολία στην έκφραση του πένθους ακριβώς λόγω των απαιτήσεων ενός κοινωνικά δοσμένου ρόλου στη λειτουργία του ψυχισμού ενός άνδρα, ως προστάτη και διαχειριστή των οικογενειακών κρίσεων. Ρόλοι εξαιρετικά καταπιεστικοί που οδηγούν επίσης σε μη εκφρασμένο συναίσθημα και περιπλεγμένο πένθος. Φαίνεται, λοιπόν, πως η από κοινού σχεσιακή απενοχοποίηση και ελευθερία στην έκφραση του ψυχικού πόνου είναι ένα εξαιρετικό βήμα για τη σχεσιακή σημασία αυτής της απώλειας.
Σε αρκετές περιπτώσεις η βίαιη διακοπή της κύησης οδηγεί στη συναισθηματική απομάκρυνση του ζευγαριού. Πώς επομένως πρέπει να αντιμετωπιστεί από κοινού, από το ζευγάρι, η απώλεια, ώστε να έρθει πιο κοντά και να μην απομακρυνθεί;
Η διεργασία του πένθους είναι μια πολύπλοκη και εξελισσόμενη ψυχική κατάσταση και παρουσιάζει διαφορετικές εκφράσεις σε κάθε άτομο. Φαίνεται ότι κάθε σχέση, κάθε ζευγάρι, κάθε οικογένεια αποκτά τη δική της συναισθηματική γλωσσική έκφραση σε αυτήν την τόσο δύσκολη απώλεια. Παρόλα αυτά, όπως και αν διαχειριστεί κανείς αυτό το ζήτημα, ένα είναι σίγουρο, πως αυτή η εμπειρία αφορά και τους δύο, πως αυτή η απώλεια είναι κοινή και αυτό είναι πάντα κατά τη γνώμη μου η καλύτερη αφετηρία για να ειδωθούν οι σχεσιακές δυσκολίες που προκύπτουν. Πιο αναλυτικά, οι γονείς με περιγεννητικό πένθος αμέσως μετά την απώλεια επιδιώκουν τη συναισθηματική στήριξη του ενός με τον άλλο, όμως συχνά παρατηρούμε ότι οι ψυχικές απαντήσεις στο πένθος διαφέρουν. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω πολλών ενδοψυχικών και διαπροσωπικών ψυχικών δυσκολιών, τρόπων συναισθηματικής έκφρασης, καθώς και κοινωνικών ρόλων και συνήθως οδηγεί τους γονείς σε σύγκρουση σχετικά με τη διαφορετική διαχείριση του πένθους. Βλέπουμε θεραπευτικά ότι αυτή η διαφορετικότητα απειλεί τη συναισθηματική σύνδεση και εγγύτητα, αφήνοντας στον καθένα μια αίσθηση απομόνωσης σε μια τόσο κρίσιμη συναισθηματικά φάση. Συχνά οι συγκρούσεις έχουν ως περιεχόμενο το πώς ο καθένας θα ήθελε να εκφράζει ο άλλος το πένθος του.
Για ορισμένες μητέρες το κλάμα και η συζήτηση για την απώλειά τους είναι εξαιρετικά σημαντικό, ενώ πολύ συχνά παρατηρούμε τον πατέρα να εστιάζει περισσότερο σε εξωτερικές δραστηριότητες ή να επιστρέφει πολύ γρήγορα στην εργασία του θέλοντας να επιστρέψει σε προηγούμενους φυσιολογικούς ρυθμούς. Αυτό το ζήτημα συχνά εξελίσσεται προβληματικό στη σχέση, καθώς μεταφέρει συχνά το μήνυμα ότι ο ένας από τους δύο θα πρέπει να το περάσει μόνος του.
Το να πενθήσουν μαζί φαίνεται ότι για πολλά ζευγάρια είναι αρκετά δύσκολη σχεσιακά διεργασία, ειδικά όταν ο ένας γονιός κρατάει μια πιο ανοιχτή θέση στη συζήτηση και ο άλλος όχι. Σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο εάν το ζευγάρι εστίαζε σε αυτήν τη δυσκολία της επικοινωνίας, καθώς και το πώς νιώθει ο καθένας γι’ αυτό. Πολλά ζευγάρια που βιώσαν περιγεννητική απώλεια και επικοινώνησαν αυτήν τη δυσκολία στο σύντροφό τους, περιγράφουν ότι η σχέση τους απέκτησε μια πρωτόγνωρη εγγύτητα, καθώς βίωσαν το πένθος τους ως ένα κοινό τόπο συνάντησης, ως ένα μοναδικό δεσμό. Βίωσαν πολλές σημαντικές στιγμές επικοινωνίας και σεβασμού προς τη μοναδικότητα του άλλου και τις συναισθηματικές του ανάγκες. Τέλος, το να μιλήσουν για το βίωμά τους στον άλλο και τον τρόπο που θέλουν να βιώσουν ο καθένας το πένθος τους φαίνεται ότι τους έφερε ακόμα πιο κοντά με έναν πρωτόγνωρα φροντιστικό τρόπο.
Πώς το ευρύτερο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της γυναίκας μπορεί να της προσφέρει ουσιαστική στήριξη, σεβόμενο το πένθος της;
Το περιγεννητικό πένθος επηρεάζει και την ευρύτερη οικογένεια συμπεριλαμβανομένων των παππούδων και των γιαγιάδων, καθώς και των άλλων παιδιών της οικογένειας, αλλά και το φιλικό περιβάλλον των γονιών.
Πολλοί γονείς ανέφεραν τη δυσκολία τους στη συναισθηματική διαχείριση του πένθους τους και στη συναισθηματική παρουσία του στα άλλα παιδιά τους ή παρουσία των γονιών τους και φίλων τους.
Ένα ακόμα σημαντικό σχεσιακό ζήτημα που ενισχύεται συνήθως στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, είναι οι συναισθηματικές πιέσεις για να επιταχύνουν ή να καθυστερήσουν μια επόμενη εγκυμοσύνη. Πολλές γυναίκες αναφέρουν ότι αισθάνονταν την ανάγκη να αποδείξουν άμεσα την αναπαραγωγική τους ικανότητα, παρότι η φροντίδα ενός νεογέννητου βρέφους θα τους φάνταζε εξαιρετικά δύσκολη την περίοδο του πένθους τους. Άλλα ζευγάρια περιέγραψαν την πίεση του περιβάλλοντός τους για επόμενη εγκυμοσύνη ως αντικατάσταση της προηγούμενης απώλειας.
Εδώ, λοιπόν, θα ήθελα να τονίσω πως τα τελευταία χρόνια οι έρευνες (Blackmore et al., 2011; Babb et al., 2016) έχουν στραφεί ακριβώς σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή οικογενειών που χωρίς να φροντιστούν και ανακουφίσουν ψυχικά για το πένθος τους, προχώρησαν αμέσως σε μια επόμενη εγκυμοσύνη. Οι έρευνες αυτές λοιπόν δείχνουν ψυχολογική αρνητική επιρροή στα νεογέννητα μωρά που έρχονται στη σκιά ενός μη εκφρασμένου και συχνά περιπλεγμένου πένθους.
Επομένως, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των γονιών θα μπορούσε να βοηθήσει δίνοντας μια αγκαλιά αποδοχής του πόνου και της θλίψης τους, αναγνώριση της γονεϊκής τους ταυτότητας, αναγνώριση του δεσμού τους και της σημαντικότητάς του για εκείνους.
Ενθαρρύνοντας τους γονείς να μιλήσουν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για την απώλεια του παιδιού τους θα βοηθήσει στο να διατηρηθεί ένας ψυχικός χώρος μέσα στην οικογένεια όπου το παιδί τους θα υπήρχε. Διατηρώντας αυτήν τη σύνδεση δημιουργείται μια ομαλή προσαρμογή και αίσθηση ψυχικής συνοχής που θα επαναφέρει την ψυχική ενέργεια για τη δημιουργία νέων σχέσεων. Αυτό θα επιτρέψει στη νέα ζωή που θα έρθει, στην περίπτωση που η οικογένεια το αποφασίσει και το θέλει, να αναγνωριστεί ως τέτοια, καθώς οι γονείς δεν θα νιώθουν ότι το νέο μωρό αντικαθιστά την αγάπη και τον ψυχικό χώρο του μωρού που έχασαν.
Οι γυναίκες που έχουν έρθει αντιμέτωπες με την περιγεννητική απώλεια αρκετές φορές, εικάζω, ότι νιώθουν συναισθηματικά πιο ευάλωτες. Πώς μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, ώστε να συνεχίσουν με αισιοδοξία τη ζωή τους;
Η περιγεννητική απώλεια είναι ένας ιδιαίτερος ψυχικός τραυματισμός και χρειάζεται χρόνο και χώρο να βιωθούν τα συναισθήματα και οι ψυχικές ανάγκες των γυναικών που έχουν έρθει αντιμέτωπες με αυτήν την απώλεια.
Οι γυναίκες και μητέρες που βίωσαν περιγεννητική απώλεια, έχουν ένα ισχυρό ψυχικό ένστικτο να περάσουν μέσα από τις διεργασίες του πένθους, να εσωτερικεύσουν την ύπαρξη του παιδιού τους και να νοηματοδοτήσουν την εμπειρία της απώλειάς του που με συγκινεί κάθε φορά που το συναντώ, αρκεί να βρουν την ψυχική πλαισίωση και τη σχεσιακή εμπιστοσύνη και ασφάλεια στο να το βιώσουν και να προχωρήσουν, όπως πολύ σωστά λέτε με αισιοδοξία τη ζωή τους.
Ολοκληρώνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή μας, ποιο είναι το δικό σας μήνυμα στις γυναίκες και στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν την περιγεννητική απώλεια;
Θα ήθελα να κλείσω με ένα αγαπημένο μου απόσπασμα από το βιβλίο του ψυχαναλυτή Massimo Recalcati, «Τα χέρια της μητέρας» (2017), που πολλές φορές ηχεί μέσα μου σαν φάρος για τα σκοτεινά σημεία αυτού του πένθους.
«Δεν σταματάμε ποτέ να γεννιόμαστε, δεν τελειώνουμε ποτέ να ξαναρχίζουμε γιατί γεννιόμαστε αμέτρητες φορές, γιατί αμέτρητες φορές μπορούμε να βιώσουμε την εμπειρία της απελευθέρωσης από το τυφλό σκοτάδι της νύχτας του Ενός».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
[1] https://grief.com/the-five-stages-of-grief/
Φωτογραφία: D.O’Brien@flickr (λεπτομέρεια).
Η κ. Καλλιόπη Κρεμαστιώτη εργάζεται ως σύμβουλος ψυχικής υγείας και γνωσιακή αναλυτική ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων από το 2014, όπου και ολοκλήρωσε τη μεταπτυχιακή της ειδίκευση στην ψυχοθεραπεία και εργάστηκε ερευνητικά στον τομέα της αναπτυξιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Stirling της Σκωτίας. Το 2015 έως 2016 ακολούθησαν οι επιμορφώσεις της από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στον τομέα της Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχοσωματικής και στην Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση. Από το 2017 φοιτά στο Canterbury Christ Church University στο τμήμα Ψυχολογίας με ερευνητικό ενδιαφέρον και ειδίκευση στην Περιγεννητική Ψυχολογία, ενώ από το 2018 είναι εκπαιδευόμενο μέλος στον οργανισμό Association of Pre and Perinatal Psychology and Health(APPPA).
Πηγή: postmodern.gr
Οι απώλειες αποτελούν τις πιο τραυματικές και επώδυνες καταστάσεις με τις οποίες καλούμαστε να έρθουμε αντιμέτωποι στην πορεία της ζωής μας.
Οι απώλειες δύναται να λάβουν διαφορετικές μορφές και εκφάνσεις. Μπορεί να είναι απρόσμενες ή εξελικτικές. Οι κύριες μορφές τους είναι τρεις: φυσικές/σωματικές, κοινωνικές και επαγγελματικές. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, μία σοβαρή ασθένεια που απειλεί τη ζωή, ο ακρωτηριασμός μετά από ένα ατύχημα, η ανεργία, η συνταξιοδότηση, το διαζύγιο γονέων, η αποξένωση από οικογένεια και φίλους, αλλά και απώλειες που καταργούν το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο του ατόμου, όπως μετανάστευση, προσφυγιά, φυσικές καταστροφές, είναι μερικά μόνο παραδείγματα σοβαρών φυσικών, κοινωνικών και επαγγελματικών απωλειών, που δύναται να βιώσει το άτομο, επιβεβαιώνοντάς μας ότι η ζωή και ο θάνατος (φυσικός και ψυχικός) κινούνται παράλληλα, όπως το γέλιο και το δάκρυ, η χαρά και η λύπη. Καταστάσεις και συναισθήματα, εκ διαμέτρου αντίθετα, που όμως αποτελούν τις όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συνυφασμένα με όλα τα εξελικτικά στάδια της ζωής.
H απώλεια προκαλεί το πένθος, το οποίο μπορεί να είναι παρατεταμένο και δύσκολα διαχειρίσιμο. Σύμφωνα με την Kubler- Ross, τα στάδια του πένθους είναι τα εξής πέντε: η άρνηση, ο θυμός, η διαπραγμάτευση, η κατάθλιψη και η αποδοχή[1]. Ασφαλώς κάθε άνθρωπος βιώνει με το δικό του τρόπο και στο δικό του χρόνο το πένθος του και αυτό πρέπει να γίνει από όλους μας κατανοητό αλλά και σεβαστό.
Μία πολύ ιδιαίτερης μορφής απώλεια, γιατί δεν αφορά το παρελθόν, αλλά ένα μέλλον που δεν θα υπάρξει, είναι ο θάνατος του εμβρύου στη διάρκεια της κύησης ή κατά τον τοκετό ή του νεογέννητου λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του. Παρόλο που η μητέρα δεν έχει προλάβει να δει το μωρό να μεγαλώνει ως αυθύπαρκτη ύπαρξη, έχει σε πολλές περιπτώσεις -και ειδικά σε προχωρημένα στάδια της κύησης- δεθεί ψυχικά μαζί του και έχει αρχίσει να κάνει όνειρα για τη ζωή με το μωρό. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα αλλά και ο άντρας που χάνουν το έμβρυο ή το νεογέννητο μωρό τους, αισθάνονται, συχνά, την ανάγκη να πενθήσουν. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό ο συγγενικός, φιλικός, αλλά και ευρύτερος κοινωνικός και επαγγελματικός τους περίγυρος, να σεβαστεί το πένθος και να αφήσει χώρο και χρόνο στο ζευγάρι να πενθήσει την απώλεια. Οι απώλειες των βρεφών δεν είναι και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «αόρατοι θάνατοι», ούτε ως ένα πένθος το οποίο δεν είναι «κοινωνικά αποδεκτό».
Η σύμβουλος ψυχικής υγείας και γνωσιακή αναλυτική ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων, κ. Καλλιόπη Κρεμαστιώτη, έγραψε ένα κείμενο που άγγιξε την καρδιά μου, όπως και πολλών άλλων γυναικών. Επίσης, στη συνέντευξη που μου παραχώρησε για το pm αναδεικνύει το πολύ σοβαρό ζήτημα της περιγεννητικής απώλειας και του τρόπου με τον οποία βιώνεται από τη γυναίκα και από το σύντροφο/σύζυγo, καθώς και τα συναισθήματα που δημιουργεί στο ζευγάρι η απώλεια του εμβρύου ή του νεογέννητου μωρού και πώς αυτή η απώλεια μπορεί να επιδράσει στη μεταξύ τους σχέση και στην πορεία ζωής τους.
Αναμφίβολα, όπως επισημαίνει στο κείμενό της η κ. Κρεμαστιώτη, «οι γυναίκες με προγεννητικό πένθος δεν θα κάνουν άλλο μωρό στη θέση του μωρού τους, γιατί κάθε φορά που φέρουμε τη ζωή μέσα μας, φέρνουμε στη ζωή ένα ακόμα παιδί και μια ακόμα νέα μητέρα». Είναι επομένως σημαντικό να τους δοθεί το δικαίωμα να πενθήσουν για το μωρό τους, όπως έχουμε ανάγκη να πενθήσουμε όλες τις σοβαρές απώλειες στη ζωή μας, για να μπορέσουν να προχωρήσουν με δύναμη ψυχής.
Διαβάστε παρακάτω το άρθρο της κ. Καλλιόπης Κρεμαστιώτη:
«Δεν πειράζει, θα κάνεις άλλο...»
Βλέπω ψυχοθεραπευτικά γυναίκες με περιγεννητικό πένθος και πραγματικά με συγκλονίζει κάθε φορά το ψυχικό ένστικτο αυτών των μητέρων να μπουν μέσα στο πένθος και εμείς όλοι οι υπόλοιποι να μην τις αφήνουμε, να μην το επιτρέπουμε.
Τι είναι αυτό που δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νιώσει και επομένως δεν το αποδεχόμαστε και στον άλλο;
Γιατί το περιγεννητικό πένθος μάς απειλεί τόσο πολύ ακόμα και στην έκφρασή του, τι είναι αυτό που δυσκολευόμαστε να συναισθανθούμε;
Ωθούμε ασυνειδήτως τις περισσότερες φορές τους γονείς και ειδικά τις μητέρες να διαγράψουν την απώλεια του παιδιού τους, ένα παιδί που δεν υπήρξε, δεν χρειάζεται να απωλέσθη και άρα να πενθήσει κανείς για την απώλεια του.
Αν δεν «μετρήσουμε» κάτι, σημειώνει ο Μανωλόπουλος (2019), δεν αντιλαμβανόμαστε ότι το χάσαμε.
Για να μη φοβόμαστε την απώλειά του δεν το μετράμε, γιατί αν δεν το έχουμε ολόκληρο, δεν υπάρχει κίνδυνος να το χάσουμε. Δεν αναπαριστούμε, δεν τελούμε, τίποτα δεν τελείται. Αρνούμαστε να τελειώσει, να πενθηθεί, να συμβολοποιηθεί η απώλειά μας και επομένως αρνούμαστε να το επιτρέψουμε και στους γύρω μας.
Αυτό, όμως, που μας διαφεύγει στο σύγχρονο τρόπο ζωής που όλα μοιάζουν λογικά και μαθηματοκρατούμενα, είναι το ψυχικό όργανο. Το ψυχικό όργανο βιώνει ψυχικό δεσμό ακόμα και όταν τα υπερηχογραφήματα σταμάτησαν να εντοπίζουν καρδιακό παλμό.
Γιατί ένα παιδί, ακόμα και πριν τη βιολογική του σύλληψη, υπήρξε στο ασυνείδητο της μητέρας του, υπήρξε στα όνειρά της, υπήρξε στις φαντασιώσεις της, υπήρξε στις συζητήσεις με το σύντροφό της. Υπήρξαμε πρώτα μέσα από την επιθυμία κάποιου, μέσα από ένα «ναι», σημειώνει ο Λακάν.
Το περιγεννητικό πένθος είναι ποιοτικά διαφορετικό στον ψυχισμό μας, καθώς το περιεχόμενό του δεν είναι αναμνησιακό, αλλά αφορά ένα μέλλον που δεν θα υπάρξει, αφορά όλα όσα μια μητέρα ονειροπόλησε για το παιδί της. Ο Bennett αναφέρεται στη θλίψη μετά από μια τέτοια απώλεια ως τραυματική θλίψη, με μια διαφορετική έννοια από εκείνη της κατάθλιψης, καθώς αυτό που χάθηκε πρωτίστως είναι ο ψυχικός μας δεσμός.
Ο Doka (1989) το ορίζει ως το πένθος χωρίς δικαιώματα, καθώς οι άνθρωποι που το βιώνουν δεν ενθαρρύνονται να πενθήσουν δημόσια σα να πρόκειται για ένα θάνατο μη κοινωνικά αποδεκτό σαν το γεγονός ότι ίσως επειδή μόνο οι γονείς είχαν προλάβει να δημιουργήσουν δεσμό με το έμβρυο ή το βρέφος, να μην τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να εκφραστούν και να υποστηριχθούν κοινωνικά (Human,2015).
Οι έρευνες σε γυναίκες με περιγεννητικό πένθος δείχνουν ακριβώς αυτό το ψυχικό και κοινωνικό αίτημα, να αναγνωριστεί η ύπαρξη του αγέννητου παιδιού τους, η απώλειά του και επομένως το δικαίωμά τους να πενθήσουν γι’ αυτό και να πάρουν την αντίστοιχη φροντίδα (Cacciatore, Froen&Killian, 2013; Mobita&Nolte, 2007).
Το θεωρητικό υπόβαθρο για το περιγεννητικό πένθος είναι πρωτίστως αυτό της θεωρίας δεσμού (attachment theory), καθώς εστιάζει στη μοναδική φύση της σύνδεσης του εμβρύου με τη μητέρα πολύ πριν τη γέννα, ακόμα και πολύ πριν τη σύλληψη και επομένως μας παρέχει μια ψυχική θέαση στη φύση αυτού του πένθους.
Ο Bowlby (1969) υποστηρίζει ότι είναι πυρηνικό για τον ψυχισμό μας να περάσουμε μέσα από το πένθος αυτού του δεσμού από το να το αποφύγουμε, πως το πέρασμα στην επούλωση έρχεται μέσα από προσπάθεια, χρόνο και βοήθεια από τους γύρω μας.
Στο περιγεννητικό πένθος δεν υπάρχουν «χειρολαβές» για να πιαστείς ψυχικά και φαινομενικά και γι’ αυτό δεν χωράνε κοινωνικά debate για τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο που επιλέγεται από τους πενθούντες να το βιώσουν. Οι γονείς θα έπρεπε να ενθαρρύνονται και να πλαισιώνονται να πενθήσουν την απώλεια του παιδιού τους με τον τρόπο που εκείνους τους ανακουφίζει.
Αν αφαιρέσουμε το κοινωνικό στίγμα του περιγεννητικού πένθους, οι γονείς δεν θα χρειάζεται να φέρουν αυτήν τη δυσβάσταχτη απώλεια στη σιωπή και στην απομόνωση, καθώς το πένθος που μένει περιπλεγμένο, μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολότερα ψυχικά μονοπάτια ζητώντας με διαφορετικούς τρόπους επίλυση και σκιάζοντας ολοκληρωτικά τον τρόπο που συνδεόμαστε με τον εαυτό μας και τους άλλους (Campbell-Jackso, Bezances, & Horsch, 2014).
Οι γυναίκες με προγεννητικό πένθος δεν θα κάνουν άλλο μωρό στη θέση του μωρού τους, γιατί κάθε φορά που φέρουμε τη ζωή μέσα μας, φέρνουμε στη ζωή ένα ακόμα παιδί και μια ακόμα νέα μητέρα.
Γιατί η ανάμνηση του παιδιού τους είναι το ψυχικό όχημα που θα τους επιτρέψει να δημιουργήσουν μια νέα ψυχική γεωγραφία και μια νέα ιστορία. Τη δική τους.
Γιατί δεν σταματάμε ποτέ να γεννιόμαστε, δεν τελειώνουμε ποτέ να ξαναρχίζουμε γιατί γεννιόμαστε αμέτρητες φορές.»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Κυρία Κρεμαστιώτη, πώς ορίζεται το περιγεννητικό πένθος;
Το περιγεννητικό πένθος αφορά το πένθος για το θάνατο είτε ενός εμβρύου στην περίοδο της εγκυμοσύνης, είτε κατά τον τοκετό, είτε αμέσως μετά τη γέννηση. Παρότι οι στατιστικές μετρήσεις δείχνουν ότι παγκοσμίως κάθε μέρα οι περιγεννητικοί θάνατοι φτάνουν στις 7.300 βρεφών, η έλλειψη αναγνώρισης αυτού του ζητήματος ως εξαιρετικά σημαντικό συντελεί στην αντίληψη ότι οι θάνατοι αυτών των βρεφών δεν θεωρούνται σημαντικοί, γι’ αυτό και ονομάζονται συχνά «αόρατοι θάνατοι».
Ο Doka (1989) το ορίζει ως το πένθος χωρίς δικαιώματα, καθώς οι άνθρωποι που το βιώνουν, δεν ενθαρρύνονται να πενθήσουν δημόσια σα να πρόκειται για ένα θάνατο μη κοινωνικά αποδεκτό, σαν το γεγονός ότι ίσως επειδή μόνο οι γονείς είχαν προλάβει να δημιουργήσουν δεσμό με το έμβρυο ή το βρέφος, να μην τους αναγνωρίζει το δικαίωμα να εκφραστούν και να υποστηριχθούν κοινωνικά (Human, 2015).
Το περιγεννητικό πένθος είναι ποιοτικά διαφορετικό στον ψυχισμό μας και η ψυχική του φύση είναι μοναδικά περίπλοκη, καθώς το περιεχόμενό του δεν είναι αναμνησιακό, αλλά αφορά ένα μέλλον που δεν θα υπάρξει, αφορά όλα όσα μια μητέρα ονειροπόλησε για το παιδί της.
Ο Bennett αναφέρεται στη θλίψη μετά από μια τέτοια απώλεια ως τραυματική θλίψη, με μια διαφορετική έννοια από εκείνη της κατάθλιψης, καθώς αυτό που χάθηκε πρωτίστως είναι ο ψυχικός μας δεσμός.
Ο τρόπος με τον οποίο κάθε γυναίκα βιώνει την περιγεννητική απώλεια από ποιους βασικούς παράγοντες εξαρτάται και ποια είναι τα συναισθήματα που δημιουργεί στη γυναίκα αλλά και στο ζευγάρι;
Αρχικά, ο τρόπος που κάθε γονιός βιώνει την περιγεννητική απώλεια, δεν σχετίζεται από τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της ζωής του εμβρύου, αλλά από την ψυχική και σχεσιακή σημαντικότητα του δεσμού για τους γονείς. Αυτό εγείρει και πολλά κοινωνικά και διαπροσωπικά ζητήματα σχετικά με την αποδοχή της βίωσης και της έκφρασης του πένθους.
Επίσης, φαίνεται κλινικά και ερευνητικά πως η περιγεννητική απώλεια βιώνεται ακόμα πιο δύσκολα από γονείς με προηγούμενη περιγεννητική απώλεια, καθώς και από γονείς με καταθλιπτικό ιστορικό ή προηγούμενη μετατραυματική διαταραχή.
Το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με έντονα συναισθήματα θλίψης, θυμού, ενοχών, γενικευμένου άγχους και προσωπικής ματαίωσης, ψυχικές προκλήσεις που γίνονται ακόμα δυσκολότερες όταν θα πρέπει να μείνουν ανέκφραστες ή βιωμένες στη διαπροσωπική ή κοινωνική απομόνωση.
Υπάρχει το ενδεχόμενο να οδηγηθεί μία γυναίκα στα άκρα και να προσπαθήσει να βλάψει τον εαυτό της ή κοντινά της πρόσωπα, μετά από ένα τόσο σοβαρό γεγονός; Τι πρέπει να προσέξει η οικογένεια σε αυτές τις περιπτώσεις, ώστε έγκαιρα να βοηθήσει τη γυναίκα να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά της;
Η δυσβάσταχτη φύση της περιγεννητικής ή νεογνικής απώλειας φαίνεται ερευνητικά να σχετίζεται με καταθλιπτική συμπτωματολογία στις γυναίκες (είτε αυτοπαρατηρούμενη είτε κλινικά αποδεδειγμένη), με αγχώδεις διαταραχές, καθώς και με τα συμπτώματα της διαταραχής του μετά-τραυματικού στρες (Turton et al.2001) και σε κάποιες περιπτώσεις με αυτοκτονικό ιδεασμό (Burden et al.,2016). Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γυναίκες βιώνουν θυμό, ντροπή, ενοχή και ένα αίσθημα ισχυρής προσωπικής ματαίωσης για την απώλεια που βίωσαν (Barr, 2012).
Ένα εξίσου πυρηνικό ζήτημα στον ψυχισμό της γυναίκας κατά το περιγεννητικό πένθος είναι η συναισθηματική σχέση της με το σώμα της και την εικόνα της. Συχνά αυτοκατηγορούνται για την απώλεια του βρέφους, τοποθετώντας την απώλεια στη σωματική τους αποτυχία. Βλέπουμε συχνά μέσα στη θεραπεία την αίσθηση δυσφορίας, ντροπής και ενοχής για τη μετά γεννητική εικόνα του σώματός τους.
Το πιο δυσφορικό ψυχικό θέμα είναι όμως η κοινωνική και πολλές φορές οικογενειακή προτροπή να αποσιωπηθεί το πένθος και οι γονείς να υπόκεινται σε αυτές τις ψυχικές δυσκολίες αποσυρμένοι στη σιωπή, κοινωνικά απομονωμένοι και σε βαθιά ψυχική σχάση σχετικά με την ανάγκη τους για ψυχική εκφόρτιση και έκφραση (Campbell-Jackson, Bezances, & Horsch, 2014).
Η δυσκολία στην αποδοχή και στην έκφραση του πένθους καθηλώνει, μέσω της άμυνας της άρνησης και της απώθησης, τους γονείς σε περιπλεγμένο πένθος που εντείνει την ήδη βεβαρυμμένη ψυχική τους κατάσταση και τους οδηγεί σε δυσκολότερα ψυχικά μονοπάτια καθώς το βίωμά τους δεν εσωτερικεύεται και δεν νοηματοδοτείται (Cacciatore,2013).
Χρειάζεται σήμερα πιο πολύ από ποτέ, να αναπτύξουμε κοινωνικά και προσωπικά ο καθένας μας μια ενημερωμένη θέση ενσυναίσθησης και αποδοχής της σημαντικότητας της ψυχικής έκφρασης στο περιγεννητικό πένθος.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα της κοινωνικής μας δυσκολίας σε αυτό το ζήτημα είναι η εργασιακή απαίτηση να επιστρέψει μια γυναίκα με περιγεννητικό πένθος στην εργασία της 40 μέρες μετά. Εδώ αναδύεται και ένα ρεαλιστικό ζήτημα, καθώς πολλοί γονείς αναφέρουν τις οικονομικές δυσκολίες τους μετά από μια τέτοια απώλεια όχι μόνο λόγω του νοσοκομειακού κόστους, αλλά και λόγω της ψυχικής και φυσικής αδυναμίας τους να συνεχίσουν για αρκετό διάστημα την επαγγελματική τους ζωή. Πολλές γυναίκες βιώνουν εξαιρετικά υψηλό στρες για το πώς θα διαχειριστούν τις ερωτήσεις των συναδέλφων τους και για την επακόλουθη πιθανότητα να ξαναζήσουν μέσα από τις διηγήσεις τους το τραυματικό αυτό γεγονός, καθώς και την προσωπική τους στιγματοποίηση στο εργασιακό περιβάλλον στη συνέχεια (Burden et al.,2016.)
Οι έρευνες σε γυναίκες με περιγεννητικό πένθος δείχνουν ακριβώς αυτό το ψυχικό και κοινωνικό αίτημα, να αναγνωριστεί η ύπαρξη του αγέννητου παιδιού τους, η απώλειά του και επομένως το δικαίωμά τους να πενθήσουν γι’ αυτό και να πάρουν την αντίστοιχη φροντίδα (Cacciatore, Froen&Killian, 2013; Mobita&Nolte, 2007).
Επομένως, η αφαίρεση του κοινωνικού στίγματος θα βοηθήσει εξαιρετικά στην αναζήτηση ψυχολογικής υποστήριξης που χρειάζονται οι γονείς είτε από το περιβάλλον τους, είτε ψυχοθεραπευτικά.
Ποια είναι η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση των γυναικών που βιώνουν περιγεννητικό πένθος;
Το θεωρητικό υπόβαθρο της θεραπευτικής παρέμβασης για το περιγεννητικό πένθος ανεξαρτήτου ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης είναι η εστίαση στη θεωρία δεσμού (Cacciatore & Bushfield, 2007), καθώς αναφέρεται στη σπουδαιότητα της ψυχικής σύνδεσης της μητέρας με το έμβρυο πολύ πριν τη βιολογική του γέννηση (The Perinatal Society of Australia and New Zealand, 2014).
Η θεωρία αυτή φαίνεται να επαληθεύεται και ερευνητικά, όπου αποδείχθηκε υψηλή συσχέτιση ψυχικού δεσμού προσκόλλησης με βάση την ψυχομετρική κλίμακα μέτρησης δεσμού προσκόλλησης μεταξύ εμβρύου και μητέρας, Cranley Scale, όπου συσχετίστηκε στο ερευνητικό αποτέλεσμα η σωματική βίωση της μητέρας των εμβρυικών κινήσεων στο ενδομήτριο περιβάλλον ως μορφή επικοινωνίας και ανάπτυξης ψυχικού συναισθηματικού δεσμού (Brandon, Pitts, Denton, Stringer,& Evans, 2009). Ο Bowlby (1969) υποστηρίζει ότι είναι πυρηνικό για τον ψυχισμό μας να περάσουμε μέσα από το πένθος αυτού του δεσμού αντί να το αποφύγουμε.
Επομένως θα πρέπει να αναφερόμαστε πλέον στην αποδεδειγμένη ψυχική έκταση της συγκεκριμένης απώλειας και να προχωρήσουμε στη συνέχεια σε ολοκληρωμένη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση πένθους και τραύματος.
Κυρία Κρεμαστιώτη, πολύ σημαντικό και το θέμα της πλαισίωσης από το ιατρικό προσωπικό και η αποφυγή του δευτερογενούς τραύματος.
Αξίζει να τονίσουμε τη σημαντικότητα της πλαισίωσης των γονιών από το ιατρικό προσωπικό και της ανάγκης ψυχοεκπαίδευσής τους, καθώς είναι οι πρώτοι άνθρωποι που καλούνται να διαχειριστούν το πρωταρχικό σοκ της περιγεννητικής ή νεογνικής απώλειας και όλα τα διαδικαστικά ζητήματά της στη συνέχεια εφόσον το νοσοκομειακό περιβάλλον είναι συνήθως το μέρος που οι γονείς έχουν τη δυνατότητα αν το θελήσουν να δουν, να αγκαλιάσουν και να αποχαιρετήσουν το βρέφος τους.
Ένα σημαντικό ζήτημα που αναδύεται στο περιγεννητικό πένθος και το βλέπουμε και αρκετά συχνά στην κλινική πράξη, είναι το ζήτημα των ενοχών των γονιών σχετικά με τις αποφάσεις που πήραν για τη φροντίδα του παιδιού τους μετά το θάνατό του. Αυτό το ζήτημα μπορεί να περιλαμβάνει αποφάσεις το να δουν το βρέφος και να τους δοθεί χρόνος μαζί του. Το να προβούν σε τελετουργίες πένθους ή ακόμα και για την απόφαση για το αν θα κάνουν ιατροδικαστική εξέταση.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι μέχρι τώρα έρευνες δείχνουν μια ξεκάθαρη συναισθηματική αίσθηση απογοήτευσης και αδικίας των γονέων για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πήραν αυτές τις αποφάσεις αναφερόμενοι κυρίως σε μη επαρκής ή μη ικανοποιητική πλαισίωση από το ιατρικό προσωπικό (Burden et al.2016).
Ταυτόχρονα, όμως, οι έρευνες δείχνουν πως η νεογνική απώλεια είναι μια από τις δυσκολότερες εμπειρίες για τους φροντιστές υγείας, καθώς νιώθουν ψυχικά επιβαρυμένοι από το θρήνο που εξελίσσεται παρουσία τους, αλλά και από το βάρος της ευθύνης σε επαγγελματικό και ιατρικό επίπεδο (Nuzum et al.2014). Σε έρευνα του 2016 (Jeffrey, 2016) το ιατρικό προσωπικό που ήταν παρόν σε νεογνική απώλεια ανέφερε βαθύ ψυχικό πόνο και συναισθηματική εμπλοκή, καθώς και ντροπή και αμηχανία για τον τρόπο που θα το ανακοίνωναν στους γονείς. Δυστυχώς, η συμπόνια και η ενσυναίσθηση, ενώ φανερώνουν μια αυθεντική διάθεση των ανθρώπων να βοηθήσουν τον άλλον, δεν συνεπάγεται ότι αυτό τελικά συμβαίνει με έναν τρόπο που πραγματικά βοηθάει στη συγκεκριμένη συνθήκη.
Σε ψυχοθεραπευτικό επίπεδο θα ήθελα να τονίσω τη σπουδαιότητα της στήριξης των γονιών από εξειδικευμένο ψυχοεκπαιδευμένο ιατρικό προσωπικό, για τους εξής ψυχικούς λόγους: Οι περισσότεροι γονείς τη στιγμή της βίωσης του περιγεννητικού ή νεογνικού θανάτου βιώνουν τα πρώτα στάδια του ψυχικού τραύματος, βιώνοντας ισχυρό σοκ, οδύνη, άρνηση του γεγονότος και συναισθηματική επιπέδωση και σε πολλές περιπτώσεις συμπτώματα αποπροσωποποίησης (Kersting and Wagner, 2012; Ryninks et al., 2014 ).
Κατά τη διάρκεια του σοκ, η μνημονική λειτουργία είναι σε αυξημένη διέγερση, ακόμα και αν η μητέρα φαίνεται συγχυσμένη, σχεδόν το καθετί που συμβαίνει καταγράφεται και επανέρχεται με εξαιρετική λεπτομέρεια στα επόμενα στάδια μετά το αρχικό σοκ, ως εκ τούτου προκύπτει το γεγονός της ανάκλησης επιπλέον τραυματικών στιγμών πολύ μεταγενέστερα του γεγονότος (Pullen et al., 2012).
Αυτή είναι και η στιγμή που είναι πολύ πιθανό να συμβεί αυτό που κλινικά ονομάζουμε «δευτερογενές τραύμα», δηλαδή τον ψυχικό τραυματισμό που προκύπτει από την ακατάλληλη κλινική και ψυχολογική διαχείριση από το ιατρικό προσωπικό κατά τη διάρκεια, αλλά και τις στιγμές που ακολουθούν αμέσως μετά από αυτό το τραυματικό γεγονός.
Οι σύζυγοι/σύντροφοι δύναται να κατακλυστούν και αυτοί από αρνητικά και έντονα συναισθήματα στις περιπτώσεις περιγεννητικής απώλειας. Πώς μπορούν να τα διαχειριστούν, προκειμένου να στηρίξουν τη σύζυγο/σύντροφο και παράλληλα να βιώσουν και οι ίδιοι το πένθος τους;
Η βίωση και η έκφραση του περιγεννητικού πένθους είναι ένα άκρως προσωπικό ζήτημα και ο καθένας μας έχει διαφορετικές ψυχικές ανάγκες για να φροντίσει. Κατά τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να γίνει κάποια ιδιαίτερη διαχείριση στο σύζυγο, καθώς και εκείνος βιώνει την απώλεια του παιδιού του πολλές φορές, όμως, με διαφορετικές ψυχικές απαντήσεις στο πένθος. Για παράδειγμα, συχνά παρατηρούμε αυξημένη ψυχική άρνηση και δυσκολία στην έκφραση του πένθους ακριβώς λόγω των απαιτήσεων ενός κοινωνικά δοσμένου ρόλου στη λειτουργία του ψυχισμού ενός άνδρα, ως προστάτη και διαχειριστή των οικογενειακών κρίσεων. Ρόλοι εξαιρετικά καταπιεστικοί που οδηγούν επίσης σε μη εκφρασμένο συναίσθημα και περιπλεγμένο πένθος. Φαίνεται, λοιπόν, πως η από κοινού σχεσιακή απενοχοποίηση και ελευθερία στην έκφραση του ψυχικού πόνου είναι ένα εξαιρετικό βήμα για τη σχεσιακή σημασία αυτής της απώλειας.
Σε αρκετές περιπτώσεις η βίαιη διακοπή της κύησης οδηγεί στη συναισθηματική απομάκρυνση του ζευγαριού. Πώς επομένως πρέπει να αντιμετωπιστεί από κοινού, από το ζευγάρι, η απώλεια, ώστε να έρθει πιο κοντά και να μην απομακρυνθεί;
Η διεργασία του πένθους είναι μια πολύπλοκη και εξελισσόμενη ψυχική κατάσταση και παρουσιάζει διαφορετικές εκφράσεις σε κάθε άτομο. Φαίνεται ότι κάθε σχέση, κάθε ζευγάρι, κάθε οικογένεια αποκτά τη δική της συναισθηματική γλωσσική έκφραση σε αυτήν την τόσο δύσκολη απώλεια. Παρόλα αυτά, όπως και αν διαχειριστεί κανείς αυτό το ζήτημα, ένα είναι σίγουρο, πως αυτή η εμπειρία αφορά και τους δύο, πως αυτή η απώλεια είναι κοινή και αυτό είναι πάντα κατά τη γνώμη μου η καλύτερη αφετηρία για να ειδωθούν οι σχεσιακές δυσκολίες που προκύπτουν. Πιο αναλυτικά, οι γονείς με περιγεννητικό πένθος αμέσως μετά την απώλεια επιδιώκουν τη συναισθηματική στήριξη του ενός με τον άλλο, όμως συχνά παρατηρούμε ότι οι ψυχικές απαντήσεις στο πένθος διαφέρουν. Αυτό μπορεί να συμβαίνει λόγω πολλών ενδοψυχικών και διαπροσωπικών ψυχικών δυσκολιών, τρόπων συναισθηματικής έκφρασης, καθώς και κοινωνικών ρόλων και συνήθως οδηγεί τους γονείς σε σύγκρουση σχετικά με τη διαφορετική διαχείριση του πένθους. Βλέπουμε θεραπευτικά ότι αυτή η διαφορετικότητα απειλεί τη συναισθηματική σύνδεση και εγγύτητα, αφήνοντας στον καθένα μια αίσθηση απομόνωσης σε μια τόσο κρίσιμη συναισθηματικά φάση. Συχνά οι συγκρούσεις έχουν ως περιεχόμενο το πώς ο καθένας θα ήθελε να εκφράζει ο άλλος το πένθος του.
Για ορισμένες μητέρες το κλάμα και η συζήτηση για την απώλειά τους είναι εξαιρετικά σημαντικό, ενώ πολύ συχνά παρατηρούμε τον πατέρα να εστιάζει περισσότερο σε εξωτερικές δραστηριότητες ή να επιστρέφει πολύ γρήγορα στην εργασία του θέλοντας να επιστρέψει σε προηγούμενους φυσιολογικούς ρυθμούς. Αυτό το ζήτημα συχνά εξελίσσεται προβληματικό στη σχέση, καθώς μεταφέρει συχνά το μήνυμα ότι ο ένας από τους δύο θα πρέπει να το περάσει μόνος του.
Το να πενθήσουν μαζί φαίνεται ότι για πολλά ζευγάρια είναι αρκετά δύσκολη σχεσιακά διεργασία, ειδικά όταν ο ένας γονιός κρατάει μια πιο ανοιχτή θέση στη συζήτηση και ο άλλος όχι. Σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο εάν το ζευγάρι εστίαζε σε αυτήν τη δυσκολία της επικοινωνίας, καθώς και το πώς νιώθει ο καθένας γι’ αυτό. Πολλά ζευγάρια που βιώσαν περιγεννητική απώλεια και επικοινώνησαν αυτήν τη δυσκολία στο σύντροφό τους, περιγράφουν ότι η σχέση τους απέκτησε μια πρωτόγνωρη εγγύτητα, καθώς βίωσαν το πένθος τους ως ένα κοινό τόπο συνάντησης, ως ένα μοναδικό δεσμό. Βίωσαν πολλές σημαντικές στιγμές επικοινωνίας και σεβασμού προς τη μοναδικότητα του άλλου και τις συναισθηματικές του ανάγκες. Τέλος, το να μιλήσουν για το βίωμά τους στον άλλο και τον τρόπο που θέλουν να βιώσουν ο καθένας το πένθος τους φαίνεται ότι τους έφερε ακόμα πιο κοντά με έναν πρωτόγνωρα φροντιστικό τρόπο.
Πώς το ευρύτερο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της γυναίκας μπορεί να της προσφέρει ουσιαστική στήριξη, σεβόμενο το πένθος της;
Το περιγεννητικό πένθος επηρεάζει και την ευρύτερη οικογένεια συμπεριλαμβανομένων των παππούδων και των γιαγιάδων, καθώς και των άλλων παιδιών της οικογένειας, αλλά και το φιλικό περιβάλλον των γονιών.
Πολλοί γονείς ανέφεραν τη δυσκολία τους στη συναισθηματική διαχείριση του πένθους τους και στη συναισθηματική παρουσία του στα άλλα παιδιά τους ή παρουσία των γονιών τους και φίλων τους.
Ένα ακόμα σημαντικό σχεσιακό ζήτημα που ενισχύεται συνήθως στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, είναι οι συναισθηματικές πιέσεις για να επιταχύνουν ή να καθυστερήσουν μια επόμενη εγκυμοσύνη. Πολλές γυναίκες αναφέρουν ότι αισθάνονταν την ανάγκη να αποδείξουν άμεσα την αναπαραγωγική τους ικανότητα, παρότι η φροντίδα ενός νεογέννητου βρέφους θα τους φάνταζε εξαιρετικά δύσκολη την περίοδο του πένθους τους. Άλλα ζευγάρια περιέγραψαν την πίεση του περιβάλλοντός τους για επόμενη εγκυμοσύνη ως αντικατάσταση της προηγούμενης απώλειας.
Εδώ, λοιπόν, θα ήθελα να τονίσω πως τα τελευταία χρόνια οι έρευνες (Blackmore et al., 2011; Babb et al., 2016) έχουν στραφεί ακριβώς σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή οικογενειών που χωρίς να φροντιστούν και ανακουφίσουν ψυχικά για το πένθος τους, προχώρησαν αμέσως σε μια επόμενη εγκυμοσύνη. Οι έρευνες αυτές λοιπόν δείχνουν ψυχολογική αρνητική επιρροή στα νεογέννητα μωρά που έρχονται στη σκιά ενός μη εκφρασμένου και συχνά περιπλεγμένου πένθους.
Επομένως, το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον των γονιών θα μπορούσε να βοηθήσει δίνοντας μια αγκαλιά αποδοχής του πόνου και της θλίψης τους, αναγνώριση της γονεϊκής τους ταυτότητας, αναγνώριση του δεσμού τους και της σημαντικότητάς του για εκείνους.
Ενθαρρύνοντας τους γονείς να μιλήσουν και να εκφράσουν τη θλίψη τους για την απώλεια του παιδιού τους θα βοηθήσει στο να διατηρηθεί ένας ψυχικός χώρος μέσα στην οικογένεια όπου το παιδί τους θα υπήρχε. Διατηρώντας αυτήν τη σύνδεση δημιουργείται μια ομαλή προσαρμογή και αίσθηση ψυχικής συνοχής που θα επαναφέρει την ψυχική ενέργεια για τη δημιουργία νέων σχέσεων. Αυτό θα επιτρέψει στη νέα ζωή που θα έρθει, στην περίπτωση που η οικογένεια το αποφασίσει και το θέλει, να αναγνωριστεί ως τέτοια, καθώς οι γονείς δεν θα νιώθουν ότι το νέο μωρό αντικαθιστά την αγάπη και τον ψυχικό χώρο του μωρού που έχασαν.
Οι γυναίκες που έχουν έρθει αντιμέτωπες με την περιγεννητική απώλεια αρκετές φορές, εικάζω, ότι νιώθουν συναισθηματικά πιο ευάλωτες. Πώς μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματά τους, ώστε να συνεχίσουν με αισιοδοξία τη ζωή τους;
Η περιγεννητική απώλεια είναι ένας ιδιαίτερος ψυχικός τραυματισμός και χρειάζεται χρόνο και χώρο να βιωθούν τα συναισθήματα και οι ψυχικές ανάγκες των γυναικών που έχουν έρθει αντιμέτωπες με αυτήν την απώλεια.
Οι γυναίκες και μητέρες που βίωσαν περιγεννητική απώλεια, έχουν ένα ισχυρό ψυχικό ένστικτο να περάσουν μέσα από τις διεργασίες του πένθους, να εσωτερικεύσουν την ύπαρξη του παιδιού τους και να νοηματοδοτήσουν την εμπειρία της απώλειάς του που με συγκινεί κάθε φορά που το συναντώ, αρκεί να βρουν την ψυχική πλαισίωση και τη σχεσιακή εμπιστοσύνη και ασφάλεια στο να το βιώσουν και να προχωρήσουν, όπως πολύ σωστά λέτε με αισιοδοξία τη ζωή τους.
Ολοκληρώνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή μας, ποιο είναι το δικό σας μήνυμα στις γυναίκες και στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν την περιγεννητική απώλεια;
Θα ήθελα να κλείσω με ένα αγαπημένο μου απόσπασμα από το βιβλίο του ψυχαναλυτή Massimo Recalcati, «Τα χέρια της μητέρας» (2017), που πολλές φορές ηχεί μέσα μου σαν φάρος για τα σκοτεινά σημεία αυτού του πένθους.
«Δεν σταματάμε ποτέ να γεννιόμαστε, δεν τελειώνουμε ποτέ να ξαναρχίζουμε γιατί γεννιόμαστε αμέτρητες φορές, γιατί αμέτρητες φορές μπορούμε να βιώσουμε την εμπειρία της απελευθέρωσης από το τυφλό σκοτάδι της νύχτας του Ενός».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
[1] https://grief.com/the-five-stages-of-grief/
Φωτογραφία: D.O’Brien@flickr (λεπτομέρεια).
Η κ. Καλλιόπη Κρεμαστιώτη εργάζεται ως σύμβουλος ψυχικής υγείας και γνωσιακή αναλυτική ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων από το 2014, όπου και ολοκλήρωσε τη μεταπτυχιακή της ειδίκευση στην ψυχοθεραπεία και εργάστηκε ερευνητικά στον τομέα της αναπτυξιακής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Stirling της Σκωτίας. Το 2015 έως 2016 ακολούθησαν οι επιμορφώσεις της από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών στον τομέα της Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχοσωματικής και στην Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση. Από το 2017 φοιτά στο Canterbury Christ Church University στο τμήμα Ψυχολογίας με ερευνητικό ενδιαφέρον και ειδίκευση στην Περιγεννητική Ψυχολογία, ενώ από το 2018 είναι εκπαιδευόμενο μέλος στον οργανισμό Association of Pre and Perinatal Psychology and Health(APPPA).
Πηγή: postmodern.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ρεκόρ Γκίνες ανακύκλωσης στα Γιάννενα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ