2019-05-10 00:53:51
Η ζωή γίνεται καλύτερη μετά τα 50.
Μοιάζει σαν υπόσχεση.
Μπορεί όμως να είναι και ευσεβής πόθος. Όχι, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο-συγγραφέα Jonathan Rauch, ο οποίος στο βιβλίο του «Η καμπύλη της ευτυχίας – Γιατί η ζωή βελτιώνεται μετά τα 50», μια μελέτη που επιχειρεί να αποδείξει ότι η ζωή δεν τελειώνει αλλά ουσιαστικά ξαναρχίζει στα 50, υποστηρίζει ότι το πόσο ευτυχισμένοι αισθανόμαστε μειώνεται σταδιακά αλλά σταθερά από την ηλικία των 20+ έως ότου περάσουμε το κατώφλι των 50, οπότε αρχίζει μια ανοδική πορεία που διαρκεί μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής. «Στο μέσο της ενήλικης ζωής μας αισθανόμαστε ανήσυχοι, αγχωμένοι και δυστυχείς», γράφει.
«Η εφηβεία τείνει να είναι μια περίοδος συναρπαστική, που φέρνει, σύμφωνα με τη διάσημη φράση του Ντίκενς, “μεγάλες προσδοκίες” μαζί με αβεβαιότητα. Ο συνδυασμός αυτών των συναισθημάτων προκαλεί μια ικανοποίηση, η οποία όμως είναι ευμετάβλητη και επίφοβη
. Ακολουθεί μια περίοδος εδραίωσης και επιτυχιών, αλλά ταυτόχρονα αυξανόμενης απογοήτευσης και μειούμενης αισιοδοξίας. Η πτώση είναι σταδιακή, μαλακή, αλλά σωρευτική, και καταλήγει σε ένα τέλμα, που μπορεί να κρατήσει χρόνια, στη διάρκεια του οποίου, αντί να απολαμβάνουμε τα επιτεύγματά μας, τα αμφισβητούμε και τα απορρίπτουμε, και αισθανόμαστε λιγότερο ολοκληρωμένοι… Κάτω από την επιφάνεια, βέβαια, αυτό που μοιάζει με τέλμα είναι στην πραγματικότητα μια στροφή, μια αλλαγή συναισθηματικής κατεύθυνσης. Σχεδόν ανεπαίσθητα, οι αξίες μας αλλάζουν, οι προσδοκίες μας επαναπροσδιορίζονται, ο εγκέφαλός μας αναδιοργανώνεται, όλα με τρόπους που οδηγούν σε μια βελτίωση προς το τέλος της μέσης ηλικίας και μετά σε μια απρόσμενη ευτυχία».
Ο ίδιος ο συγγραφέας εξομολογείται στο βιβλίο του ότι η αφορμή για να προχωρήσει σε αυτή την έρευνα ήταν η προσωπική του εμπειρία. Στα 20 ήταν γεμάτος φιλοδοξίες και ορμή. Έως την ηλικία των 40 είχε καταφέρει περισσότερα απ’ όσα είχε ονειρευτεί: ήταν ένας βραβευμένος δημοσιογράφος, είχε εκδώσει βιβλία, είχε βρει τον σύντροφο της ζωής του. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Αισθανόταν απογοητευμένος από την -ομολογουμένως πολύ καλή- ζωή του, ενώ ταυτόχρονα ντρεπόταν, γιατί καταλάβαινε πόσο παράλογα ήταν αυτά τα συναισθήματα. Μπαίνοντας στη δεκαετία των 50, όμως, παρότι έχασε τους γονείς του και τη δουλειά του και η επιχείρηση που ξεκίνησε δεν πήγε καλά, «η ομίχλη άρχισε να υποχωρεί», γράφει. Συνειδητοποίησε σταδιακά ότι η φωνή μέσα του που του ψιθύριζε λόγους για να αισθάνεται ανικανοποίητος σίγασε και με τον καιρό άρχισε να αναγνωρίζει πόσο τυχερός και ευτυχής ήταν.
Η κυρία Μαίρη Καραΐνδρου Φαν Φέρσεντααλ είναι 66 ετών και ο Jonathan Rauch θα χαιρόταν πολύ αν την άκουγε να μου επιβεβαιώνει ότι «η ζωή μετά τα 50 είναι ζωή με ουσία. Ο προβληματισμός τού τι έχω πετύχει στη ζωή μου, στον γάμο μου, στα παιδιά μου, στη δουλειά μου, τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά, τι δεν έκανα και θέλω πολύ να πραγματοποιήσω, τα λάθη μου και αν μπορώ να τα διορθώσω μπαίνουν στην άκρη και αρχίζεις και σκέφτεσαι ζητήματα περισσότερο ουσίας. Ενδιαφέρομαι πια πιο πολύ για το “είναι” και όχι για το “φαίνεσθαι”. Δεν υπάρχει το “τι θα πει ο κόσμος”, συμπεριφέρομαι έτσι γιατί έτσι είμαι, ντύνομαι έτσι γιατί έτσι μου αρέσει, γιατί νιώθω πιο άνετα μέσα σε κάποια ρούχα, έχω συμφιλιωθεί με την εξωτερική μου εμφάνιση. Επίσης γίνομαι περισσότερο επιλεκτική με τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, δηλαδή νιώθω ότι συναναστροφές χωρίς ουσία δεν έχουν και νόημα».
Ο Jonathan Rauch και η κυρία Καραΐνδρου Φαν Φέρσεντααλ δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Μελέτες των τελευταίων ετών αποδεικνύουν ότι η εξέλιξη της προσωπικής ευτυχίας έχει σχήμα U. Ξεκινά από ένα υψηλό σημείο στο τέλος της εφηβείας, αρχίζει σταδιακά αλλά σταθερά να μειώνεται στα 20 και στα 30, φτάνει στο ναδίρ μεταξύ 40 και 50 και μετά ανεβαίνει ξανά. Έρευνα των οικονομολόγων David Blanchflower και Andrew Oswald, που επεξεργάστηκε δεδομένα 500.000 Αμερικανών και Δυτικοευρωπαίων, διαπίστωσε ότι, διατηρώντας αμετάβλητους παράγοντες όπως τα δημογραφικά στοιχεία και το εισόδημα, η ατομική ευτυχία είναι στο χαμηλότερο επίπεδό της στο μέσο της ζωής. Το μοντέλο της ευτυχίας σχήματος U επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με την έρευνά τους, και στους πληθυσμούς της Ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας. Ανάλογα ήταν τα συμπεράσματα μελέτης των καθηγητών Christoph Wunder, Andrea Wiencierz, Johannes Schwarze, Helmut Kuechenhoff, Sara Kleyer και Philipp Bleninger, που χρησιμοποίησε δεδομένα από τον βρετανικό και γερμανικό πληθυσμό.
Γιατί αισθανόμαστε δυστυχείς στο μέσο της ζωής
«Στη μέση ηλικία είναι απολύτως φυσιολογικό να αισθανόμαστε ανικανοποίητοι ακόμα και αν δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε έτσι», γράφει ο Rauch. Έχοντας δε μελετήσει τη βιβλιογραφία και έρευνες σχετικά με το θέμα της καμπύλης της ευτυχίας, συμπεραίνει ότι είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι κατά κανόνα η απογοήτευση αυτών των χρόνων δεν έχει καμία αιτία, δεν οφείλεται στο ότι η ζωή μας όντως δεν είναι καλή, συμβαίνει και σε ανθρώπους που ζουν μια όμορφη ή και εξαιρετική ζωή: «Αυτή η “βουτιά” που κάνει το προσωπικό μας αίσθημα ευτυχίας στο μέσο της ζωής εμφανίζεται ακόμα και ανεξάρτητα από το στρες, τις δυσκολίες, τα πάνω και τα κάτω της ζωής… Είναι το πέρασμα του χρόνου αυτό καθαυτό που επηρεάζει πόσο ικανοποιημένοι και ευγνώμονες είμαστε – ή, για να είμαστε ακριβείς, πόσο εύκολο μας είναι να νιώσουμε ικανοποιημένοι και ευγνώμονες».
Μία ακόμα ενδιαφέρουσα εξήγηση για το γεγονός δίνει ο Γερμανός οικονομολόγος Hannes Schwandt, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ απογοήτευσης, το οποίο εξελίσσεται ως εξής: Όλοι μας έχουμε κάποιες προσδοκίες σχετικά με το πόσο ευτυχείς θα είμαστε στο μέλλον. Όσο περνούν τα χρόνια, διαπιστώνουμε ότι οι προσδοκίες μας αυτές διαψεύδονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε πετύχει τους στόχους μας, ότι δεν ζούμε καλά· ίσως απλώς είχαμε υπερεκτιμήσει το πόσο ικανοποιημένοι θα ήμασταν. Η διάψευση των προσδοκιών φέρνει ένα αίσθημα απογοήτευσης, για το οποίο ντρεπόμαστε -επειδή ξέρουμε ότι δεν υπάρχει λόγος να αισθανόμαστε έτσι με όλο αυτά που έχουμε κατορθώσει- και καταλήγουμε να αισθανόμαστε ακόμα χειρότερα. Το συναίσθημα αυτό κορυφώνεται μεταξύ 40 και 50 ετών.
Σύμφωνα επίσης με τον καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Jonathan Haidt, οι άνθρωποι παγιδευόμαστε σε αυτό που έχει ονομαστεί «hedonic treadmill»: παρά τα όσα επιτυγχάνουμε σε διάφορα στάδια της ζωής μας, η τάση μας είναι να συνεχίζουμε την προσπάθεια για να καταφέρουμε κάτι ακόμα σπουδαιότερο, ενόσω ταυτόχρονα συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους γύρω μας, εξ ου και το αίσθημα του ανικανοποίητου και το αδιάκοπο κυνήγι της επιτυχίας/ευτυχίας.
Τι αλλάζει στην ηλικία των 50+;
Σύμφωνα με τη Laura Carstensen, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, οι μεγαλύτεροι άνθρωποι τείνουν να καταγράφουν μεγαλύτερο ποσοστό θετικών πληροφοριών απ’ ό,τι αρνητικών, γεγονός που οδηγεί στη γέννηση θετικών συναισθημάτων. Άλλες έρευνες καταδεικνύουν επίσης ότι μετά την ηλικία των 50 μειώνεται το στρες, αλλά και ότι οι μεγαλύτεροι μπορούν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους πιο αποτελεσματικά.
Ο Hannes Schwandt επίσης διαπίστωσε στις μελέτες του ότι, μετά τα 50 η απόσταση ανάμεσα στο πόσο ευτυχής προσδοκά ότι θα είναι στο μέλλον ένας άνθρωπος και στο πόσο πραγματικά ευτυχής είναι όταν έρθει το μέλλον μειώνεται, αυτό το αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ ατονεί και η απογοήτευση εξαφανίζεται σταδιακά.
Τέλος, μια εντυπωσιακή ανακάλυψη των πανεπιστημιακών Alexander Weiss, James E. King, Miho Inoue-Marayama, Tetsuro Matzuzawa και Andrew J. Oswald (Evidence for a midlife crisis in great apes consistent with the U-shape in human well-being, 2012) παρέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα εξήγηση για τη θεωρία περί ευτυχίας σχήματος U. Μελετώντας 508 χιμπατζήδες και ουρακοτάγκους από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, διαπίστωσαν ότι η εξέλιξη της ευτυχίας/ευζωίας τους ομοιάζει με αυτή των ανθρώπων, ακολουθώντας το ημικυκλικό μοτίβο καθώς προχωρούν στη ζωή. Καταλήγουν λοιπόν ότι μπορεί αυτό το φαινόμενο της ημικυκλικής ευτυχίας να έχει τις ρίζες του σε βιολογικούς παράγοντες.
Θα πρέπει φυσικά να σημειώσουμε ότι, όπως παραδέχονται οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές, το ότι η εξέλιξη της ανθρώπινης ευτυχίας έχει σχήμα U δεν είναι κανόνας και δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους
Και νέα μελέτη
Η ευζωία αρχίζει στα 50, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, ευρήματα της οποίας υποστηρίζουν ότι αυτή είναι η ηλικία, που σηματοδοτεί την έναρξη των πραγματικά ευτυχισμένων ετών που θα ακολουθήσουν.
Τα αποτελέσματα προέκυψαν από τηλεφωνικό γκάλοπ σε περισσοτέρους από 340.000 αμερικανούς.
Θετικές απαντήσεις για την ευτυχία των ατόμων μετά την ηλικία των 50 δίνονταν ακόμα και όταν οι ερευνητές λάμβαναν υπόψη παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν αρνητική επίδραση, όπως η οικογενειακή κατάσταση, η απασχόληση ή η συνταξιοδότηση.
Ο Arthur Stone από το Πανεπιστημίου Stony Brook στη Νέα Υόρκη, εξηγεί ότι η ικανοποίηση μπορεί να βασιστεί σε κοινωνικούς ή βιολογικούς παράγοντες
Τα ευρήματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες οι οποίες κατάδειξαν ότι η ευεξία ποικίλει ανάλογα με την ηλικία, ενώ κάποιες άλλες κατάδειξαν ότι σχετίζεται με το άρρεν φύλο ή ακόμη και με τις πολιτικές πεποιθήσεις, όπως αναφέρεται στα Νεα.
Η νέα έρευνα, όμως, περιέλαβε μετρήσεις συνολικής ευτυχίας και καθημερινών εμπειριών.
Σύμφωνα με όσα δηλώθηκαν, η ευτυχία, η χαρά, το στρες, η ανησυχία, ο θυμός και η λύπη μεταβάλλονται με την πρόοδο της ηλικίας και παράλληλα έχουν πολύ διαφορετική εικόνα.
Ωστόσο, η ανησυχία ήταν αρκετά σταθερή μέχρι την ηλικία των 50, όπου άρχισε να υποχωρεί.
Τα επίπεδα λύπης αυξήθηκαν ελαφρά στην αρχή της δεκαετίας των 40 και μειώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας των 50, αλλά γενικά η λύπη δεν άλλαζε πολύ σε συνάρτηση με την ηλικία.
Η συνολική ικανοποίηση μειώθηκε μέχρι την ηλικία των 50 και αυξήθηκε στη συνέχεια.
Άντρες και γυναίκες έδειξαν παρόμοιες συνήθειες όσον αφορά την αλλαγή της ικανοποίησης ανάλογα με την ηλικία, αν και οι γυναίκες έτειναν να έχουν υψηλότερα επίπεδα στρες, ανησυχίας και λύπης.
Εντούτοις οι γυναίκες είχαν περίπου τα ίδια επίπεδα ευτυχίας, καθώς οι άντρες είχαν την τάση να αισθάνονται καλύτερα συνολικά με τη ζωή τους, ειδικά κατά τα πρώτα 50 χρόνια.
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες που μπορούν ενδεχομένως να εξηγήσουν την αιτία που οι άνθρωποι αισθάνονται καλύτερα με το πέρασμα των χρόνων, που δεν σχετίζονται με παράγοντες του τρόπου ζωής.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας καταφέρνουν να ελέγχουν αποτελεσματικά τα συναισθήματά τους ή στη νοσταλγία, την ιδέα ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι έχουν λιγότερο αρνητικές αναμνήσεις και επομένως είναι πιο ευτυχισμένοι.
Επιπλέον, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί ενδεχομένως να εστιάζουν λιγότερο σε αυτό που έχουν πετύχει ή όχι και περισσότερο στο πώς θα επωφεληθούν περισσότερο από το υπόλοιπο της ζωής τους, δήλωσε ο Stone.
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences.
medlabgr
Μοιάζει σαν υπόσχεση.
Μπορεί όμως να είναι και ευσεβής πόθος. Όχι, σύμφωνα με τον δημοσιογράφο-συγγραφέα Jonathan Rauch, ο οποίος στο βιβλίο του «Η καμπύλη της ευτυχίας – Γιατί η ζωή βελτιώνεται μετά τα 50», μια μελέτη που επιχειρεί να αποδείξει ότι η ζωή δεν τελειώνει αλλά ουσιαστικά ξαναρχίζει στα 50, υποστηρίζει ότι το πόσο ευτυχισμένοι αισθανόμαστε μειώνεται σταδιακά αλλά σταθερά από την ηλικία των 20+ έως ότου περάσουμε το κατώφλι των 50, οπότε αρχίζει μια ανοδική πορεία που διαρκεί μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής. «Στο μέσο της ενήλικης ζωής μας αισθανόμαστε ανήσυχοι, αγχωμένοι και δυστυχείς», γράφει.
«Η εφηβεία τείνει να είναι μια περίοδος συναρπαστική, που φέρνει, σύμφωνα με τη διάσημη φράση του Ντίκενς, “μεγάλες προσδοκίες” μαζί με αβεβαιότητα. Ο συνδυασμός αυτών των συναισθημάτων προκαλεί μια ικανοποίηση, η οποία όμως είναι ευμετάβλητη και επίφοβη
Ο ίδιος ο συγγραφέας εξομολογείται στο βιβλίο του ότι η αφορμή για να προχωρήσει σε αυτή την έρευνα ήταν η προσωπική του εμπειρία. Στα 20 ήταν γεμάτος φιλοδοξίες και ορμή. Έως την ηλικία των 40 είχε καταφέρει περισσότερα απ’ όσα είχε ονειρευτεί: ήταν ένας βραβευμένος δημοσιογράφος, είχε εκδώσει βιβλία, είχε βρει τον σύντροφο της ζωής του. Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Αισθανόταν απογοητευμένος από την -ομολογουμένως πολύ καλή- ζωή του, ενώ ταυτόχρονα ντρεπόταν, γιατί καταλάβαινε πόσο παράλογα ήταν αυτά τα συναισθήματα. Μπαίνοντας στη δεκαετία των 50, όμως, παρότι έχασε τους γονείς του και τη δουλειά του και η επιχείρηση που ξεκίνησε δεν πήγε καλά, «η ομίχλη άρχισε να υποχωρεί», γράφει. Συνειδητοποίησε σταδιακά ότι η φωνή μέσα του που του ψιθύριζε λόγους για να αισθάνεται ανικανοποίητος σίγασε και με τον καιρό άρχισε να αναγνωρίζει πόσο τυχερός και ευτυχής ήταν.
Η κυρία Μαίρη Καραΐνδρου Φαν Φέρσεντααλ είναι 66 ετών και ο Jonathan Rauch θα χαιρόταν πολύ αν την άκουγε να μου επιβεβαιώνει ότι «η ζωή μετά τα 50 είναι ζωή με ουσία. Ο προβληματισμός τού τι έχω πετύχει στη ζωή μου, στον γάμο μου, στα παιδιά μου, στη δουλειά μου, τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά, τι δεν έκανα και θέλω πολύ να πραγματοποιήσω, τα λάθη μου και αν μπορώ να τα διορθώσω μπαίνουν στην άκρη και αρχίζεις και σκέφτεσαι ζητήματα περισσότερο ουσίας. Ενδιαφέρομαι πια πιο πολύ για το “είναι” και όχι για το “φαίνεσθαι”. Δεν υπάρχει το “τι θα πει ο κόσμος”, συμπεριφέρομαι έτσι γιατί έτσι είμαι, ντύνομαι έτσι γιατί έτσι μου αρέσει, γιατί νιώθω πιο άνετα μέσα σε κάποια ρούχα, έχω συμφιλιωθεί με την εξωτερική μου εμφάνιση. Επίσης γίνομαι περισσότερο επιλεκτική με τους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, δηλαδή νιώθω ότι συναναστροφές χωρίς ουσία δεν έχουν και νόημα».
Ο Jonathan Rauch και η κυρία Καραΐνδρου Φαν Φέρσεντααλ δεν είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Μελέτες των τελευταίων ετών αποδεικνύουν ότι η εξέλιξη της προσωπικής ευτυχίας έχει σχήμα U. Ξεκινά από ένα υψηλό σημείο στο τέλος της εφηβείας, αρχίζει σταδιακά αλλά σταθερά να μειώνεται στα 20 και στα 30, φτάνει στο ναδίρ μεταξύ 40 και 50 και μετά ανεβαίνει ξανά. Έρευνα των οικονομολόγων David Blanchflower και Andrew Oswald, που επεξεργάστηκε δεδομένα 500.000 Αμερικανών και Δυτικοευρωπαίων, διαπίστωσε ότι, διατηρώντας αμετάβλητους παράγοντες όπως τα δημογραφικά στοιχεία και το εισόδημα, η ατομική ευτυχία είναι στο χαμηλότερο επίπεδό της στο μέσο της ζωής. Το μοντέλο της ευτυχίας σχήματος U επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με την έρευνά τους, και στους πληθυσμούς της Ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας. Ανάλογα ήταν τα συμπεράσματα μελέτης των καθηγητών Christoph Wunder, Andrea Wiencierz, Johannes Schwarze, Helmut Kuechenhoff, Sara Kleyer και Philipp Bleninger, που χρησιμοποίησε δεδομένα από τον βρετανικό και γερμανικό πληθυσμό.
Γιατί αισθανόμαστε δυστυχείς στο μέσο της ζωής
«Στη μέση ηλικία είναι απολύτως φυσιολογικό να αισθανόμαστε ανικανοποίητοι ακόμα και αν δεν υπάρχει λόγος να νιώθουμε έτσι», γράφει ο Rauch. Έχοντας δε μελετήσει τη βιβλιογραφία και έρευνες σχετικά με το θέμα της καμπύλης της ευτυχίας, συμπεραίνει ότι είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι κατά κανόνα η απογοήτευση αυτών των χρόνων δεν έχει καμία αιτία, δεν οφείλεται στο ότι η ζωή μας όντως δεν είναι καλή, συμβαίνει και σε ανθρώπους που ζουν μια όμορφη ή και εξαιρετική ζωή: «Αυτή η “βουτιά” που κάνει το προσωπικό μας αίσθημα ευτυχίας στο μέσο της ζωής εμφανίζεται ακόμα και ανεξάρτητα από το στρες, τις δυσκολίες, τα πάνω και τα κάτω της ζωής… Είναι το πέρασμα του χρόνου αυτό καθαυτό που επηρεάζει πόσο ικανοποιημένοι και ευγνώμονες είμαστε – ή, για να είμαστε ακριβείς, πόσο εύκολο μας είναι να νιώσουμε ικανοποιημένοι και ευγνώμονες».
Μία ακόμα ενδιαφέρουσα εξήγηση για το γεγονός δίνει ο Γερμανός οικονομολόγος Hannes Schwandt, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ απογοήτευσης, το οποίο εξελίσσεται ως εξής: Όλοι μας έχουμε κάποιες προσδοκίες σχετικά με το πόσο ευτυχείς θα είμαστε στο μέλλον. Όσο περνούν τα χρόνια, διαπιστώνουμε ότι οι προσδοκίες μας αυτές διαψεύδονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε πετύχει τους στόχους μας, ότι δεν ζούμε καλά· ίσως απλώς είχαμε υπερεκτιμήσει το πόσο ικανοποιημένοι θα ήμασταν. Η διάψευση των προσδοκιών φέρνει ένα αίσθημα απογοήτευσης, για το οποίο ντρεπόμαστε -επειδή ξέρουμε ότι δεν υπάρχει λόγος να αισθανόμαστε έτσι με όλο αυτά που έχουμε κατορθώσει- και καταλήγουμε να αισθανόμαστε ακόμα χειρότερα. Το συναίσθημα αυτό κορυφώνεται μεταξύ 40 και 50 ετών.
Σύμφωνα επίσης με τον καθηγητή ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, Jonathan Haidt, οι άνθρωποι παγιδευόμαστε σε αυτό που έχει ονομαστεί «hedonic treadmill»: παρά τα όσα επιτυγχάνουμε σε διάφορα στάδια της ζωής μας, η τάση μας είναι να συνεχίζουμε την προσπάθεια για να καταφέρουμε κάτι ακόμα σπουδαιότερο, ενόσω ταυτόχρονα συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους γύρω μας, εξ ου και το αίσθημα του ανικανοποίητου και το αδιάκοπο κυνήγι της επιτυχίας/ευτυχίας.
Τι αλλάζει στην ηλικία των 50+;
Σύμφωνα με τη Laura Carstensen, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, οι μεγαλύτεροι άνθρωποι τείνουν να καταγράφουν μεγαλύτερο ποσοστό θετικών πληροφοριών απ’ ό,τι αρνητικών, γεγονός που οδηγεί στη γέννηση θετικών συναισθημάτων. Άλλες έρευνες καταδεικνύουν επίσης ότι μετά την ηλικία των 50 μειώνεται το στρες, αλλά και ότι οι μεγαλύτεροι μπορούν να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους πιο αποτελεσματικά.
Ο Hannes Schwandt επίσης διαπίστωσε στις μελέτες του ότι, μετά τα 50 η απόσταση ανάμεσα στο πόσο ευτυχής προσδοκά ότι θα είναι στο μέλλον ένας άνθρωπος και στο πόσο πραγματικά ευτυχής είναι όταν έρθει το μέλλον μειώνεται, αυτό το αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ ατονεί και η απογοήτευση εξαφανίζεται σταδιακά.
Τέλος, μια εντυπωσιακή ανακάλυψη των πανεπιστημιακών Alexander Weiss, James E. King, Miho Inoue-Marayama, Tetsuro Matzuzawa και Andrew J. Oswald (Evidence for a midlife crisis in great apes consistent with the U-shape in human well-being, 2012) παρέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα εξήγηση για τη θεωρία περί ευτυχίας σχήματος U. Μελετώντας 508 χιμπατζήδες και ουρακοτάγκους από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Σιγκαπούρη, διαπίστωσαν ότι η εξέλιξη της ευτυχίας/ευζωίας τους ομοιάζει με αυτή των ανθρώπων, ακολουθώντας το ημικυκλικό μοτίβο καθώς προχωρούν στη ζωή. Καταλήγουν λοιπόν ότι μπορεί αυτό το φαινόμενο της ημικυκλικής ευτυχίας να έχει τις ρίζες του σε βιολογικούς παράγοντες.
Θα πρέπει φυσικά να σημειώσουμε ότι, όπως παραδέχονται οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές, το ότι η εξέλιξη της ανθρώπινης ευτυχίας έχει σχήμα U δεν είναι κανόνας και δεν ισχύει για όλους τους ανθρώπους
Και νέα μελέτη
Η ευζωία αρχίζει στα 50, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, ευρήματα της οποίας υποστηρίζουν ότι αυτή είναι η ηλικία, που σηματοδοτεί την έναρξη των πραγματικά ευτυχισμένων ετών που θα ακολουθήσουν.
Τα αποτελέσματα προέκυψαν από τηλεφωνικό γκάλοπ σε περισσοτέρους από 340.000 αμερικανούς.
Θετικές απαντήσεις για την ευτυχία των ατόμων μετά την ηλικία των 50 δίνονταν ακόμα και όταν οι ερευνητές λάμβαναν υπόψη παράγοντες που θα μπορούσαν να έχουν αρνητική επίδραση, όπως η οικογενειακή κατάσταση, η απασχόληση ή η συνταξιοδότηση.
Ο Arthur Stone από το Πανεπιστημίου Stony Brook στη Νέα Υόρκη, εξηγεί ότι η ικανοποίηση μπορεί να βασιστεί σε κοινωνικούς ή βιολογικούς παράγοντες
Τα ευρήματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες οι οποίες κατάδειξαν ότι η ευεξία ποικίλει ανάλογα με την ηλικία, ενώ κάποιες άλλες κατάδειξαν ότι σχετίζεται με το άρρεν φύλο ή ακόμη και με τις πολιτικές πεποιθήσεις, όπως αναφέρεται στα Νεα.
Η νέα έρευνα, όμως, περιέλαβε μετρήσεις συνολικής ευτυχίας και καθημερινών εμπειριών.
Σύμφωνα με όσα δηλώθηκαν, η ευτυχία, η χαρά, το στρες, η ανησυχία, ο θυμός και η λύπη μεταβάλλονται με την πρόοδο της ηλικίας και παράλληλα έχουν πολύ διαφορετική εικόνα.
Ωστόσο, η ανησυχία ήταν αρκετά σταθερή μέχρι την ηλικία των 50, όπου άρχισε να υποχωρεί.
Τα επίπεδα λύπης αυξήθηκαν ελαφρά στην αρχή της δεκαετίας των 40 και μειώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας των 50, αλλά γενικά η λύπη δεν άλλαζε πολύ σε συνάρτηση με την ηλικία.
Η συνολική ικανοποίηση μειώθηκε μέχρι την ηλικία των 50 και αυξήθηκε στη συνέχεια.
Άντρες και γυναίκες έδειξαν παρόμοιες συνήθειες όσον αφορά την αλλαγή της ικανοποίησης ανάλογα με την ηλικία, αν και οι γυναίκες έτειναν να έχουν υψηλότερα επίπεδα στρες, ανησυχίας και λύπης.
Εντούτοις οι γυναίκες είχαν περίπου τα ίδια επίπεδα ευτυχίας, καθώς οι άντρες είχαν την τάση να αισθάνονται καλύτερα συνολικά με τη ζωή τους, ειδικά κατά τα πρώτα 50 χρόνια.
Υπάρχουν αρκετές θεωρίες που μπορούν ενδεχομένως να εξηγήσουν την αιτία που οι άνθρωποι αισθάνονται καλύτερα με το πέρασμα των χρόνων, που δεν σχετίζονται με παράγοντες του τρόπου ζωής.
Για παράδειγμα, θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας καταφέρνουν να ελέγχουν αποτελεσματικά τα συναισθήματά τους ή στη νοσταλγία, την ιδέα ότι οι μεγαλύτεροι άνθρωποι έχουν λιγότερο αρνητικές αναμνήσεις και επομένως είναι πιο ευτυχισμένοι.
Επιπλέον, οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί ενδεχομένως να εστιάζουν λιγότερο σε αυτό που έχουν πετύχει ή όχι και περισσότερο στο πώς θα επωφεληθούν περισσότερο από το υπόλοιπο της ζωής τους, δήλωσε ο Stone.
Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences.
medlabgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η πανήγυρη του Αγίου Χριστοφόρου στο Αγρίνιο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πήραν το πρωτάθλημα και φωτογραφήθηκαν...γυμνές!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ