2012-06-13 15:48:03
από την Αλίκη Κατσαρού
Την έβλεπα να μικραίνει κάθε μέρα απ’ την αρρώστια. Το κεφάλι της τυλιγμένο μ’ ένα τυρμπάν κίτρινο, τα μάτια της στρογγυλά, χωρίς φρύδια και βλεφαρίδες μ’ εκείνο το απογυμνωμένο βλέμμα μεταξύ απορίας, ειλικρίνειας και πόνου. Τα δάχτυλα της μακριά όπως πάντα αλλά πλέον αποστεωμένα. Τα νύχια της βαμμένα από εκείνο τον εγωισμό που σε θέλει να παραμένεις γυναίκα μέχρι εκεί που μπορείς. Υπέφερε πολύ εκείνο το καλοκαίρι στην Κέρκυρα, αλλά δε φανταζόταν πόσο ακόμα δρόμο είχε ο πόνος και η ανημπόρια το χειμώνα που ερχόταν.
Δε μίλησα ποτέ σε κανέναν για την τελευταία φορά που την είδα, τον Ιανουάριο του ’03. Οι περιγραφές βαριά αρρώστων και νεκρών με απωθούν. Γίνονται από ανθρώπους αμόρφωτους, που ο κανίβαλος ποτέ δε σβήστηκε εντελώς από το DNA τους. Την αγαπούσα αυτή τη γυναίκα και αυτή εμένα. Με ανακούφιζε πάντα η σκέψη ότι τη λάτρευε ο άντρας της και τα παιδιά της και ότι είχε την τύχη να μπορεί αυτός ο άντρας να της προσφέρει ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε για την πάθηση της ως το τέλος. Δεν τα κατάφερε. Ο χαμός της σ’ εμένα άφησε για χρόνια μία αίσθηση τρόμου για την αρρώστια που σε πληροφορεί μήνες πριν ότι τελειώνεις, κι εσύ περιμένεις αβοήθητος το τέλος.
Όσο κι αν θαύμαζα το θάρρος της και την υπερηφάνεια της, όσο κι αν αυτή η γυναίκα μου έδωσε μαθήματα ζωής που δε διδάσκονται πουθενά και δε διαβάζονται σε βιβλία, από τότε φοβάμαι υπερβολικά τον καρκίνο. Από τότε, συμπονώ, συναισθάνομαι και σκέφτομαι πάρα πολύ όποιον γνωρίζω ότι υποφέρει από αυτήν την αρρώστια. Θαυμάζω τους καρκινοπαθείς, τους σέβομαι. Θεωρώ ότι η πάθηση τους, μεμιάς τους ανεβάζει δέκα σκαλιά πάνω απ’ τους υγιείς γιατί η κατά μέτωπο μάχη με το θάνατο, μεγαλώνει τον άνθρωπο ψυχικά και πνευματικά, όσο τίποτα άλλο.
Πάνε κοντά δέκα χρόνια από τότε που απέκτησα γνώση και στάση απέναντι στον καρκίνο και σήμερα, το 2012 με συγκλονίζει πάλι, διπλά. Είδα και άκουσα την πρόεδρο των καρκινοπαθών να μιλά για την έλλειψη φαρμάκων, για τους ανθρώπους που πεθαίνουν ή που θέλουν να αυτοκτονήσουν. Σκέφτηκα την αγαπημένη εκείνη γυναίκα, που παρόλο που έλαβε την πιο σύγχρονη θεραπεία τότε, ζούσε ένα αβάσταχτο μαρτύριο. Τι μαρτύριο πολλαπλό ζουν λοιπόν οι Έλληνες καρκινοπαθείς, οι οποίοι πληρώνουν τόσα χρόνια τα ασφαλιστικά τους ταμεία, και τώρα στη χειρότερη ώρα τους, μένουν μετέωροι; Τι αδικία; Τι θλίψη; Τι απόγνωση κυριεύει αυτούς τους ανθρώπους; Στην πιο άνιση μάχη της ζωής τους, μένουν χωρίς πολεμοφόδια.
Αποθεματικά, ΔΝΤ, αγορές, χρέος, δανειακές συμβάσεις δεν τους αφορούν. Κανέναν Έλληνα δεν πρέπει να αφορούν, υγιή ή άρρωστο. Κανέναν πολίτη που πληρώνει τη φορολογία του και τις ασφαλιστικές του εισφορές. Το ιερότερο αγαθό όλων, η ζωή, απειλείται από άγνωστους μέχρι χθες όρους.
Κι όμως δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος λαός παρά οι Έλληνες, που κάποιον που σκοντάφτει θα τον στηρίξουν, κάποιον που γλιστρά θα τον σηκώσουν, κάποιον που τραυματίζεται θα τον πάνε με τα χέρια στο νοσοκομείο, κάποιον που χρειάζεται νεφρό θα φτάσουν να του δώσουν το δικό τους. Το ότι η αξία της ζωής φθίνει στη συνείδηση του Έλληνα είναι αιτία μεγάλου προβληματισμού. Δε θέλω πάντως και δε θα πιστέψω ότι το άγνωστο, μεγάλο, αιμοβόρο παγκόσμιο κόλπο θα κατορθώσει να αλλοτριώσει την ψυχή μας. Τη μοναδική ελληνική ψυχή που νιώθει τον πόνο όσο καμιά άλλη στον κόσμο.
corfupress.com
Την έβλεπα να μικραίνει κάθε μέρα απ’ την αρρώστια. Το κεφάλι της τυλιγμένο μ’ ένα τυρμπάν κίτρινο, τα μάτια της στρογγυλά, χωρίς φρύδια και βλεφαρίδες μ’ εκείνο το απογυμνωμένο βλέμμα μεταξύ απορίας, ειλικρίνειας και πόνου. Τα δάχτυλα της μακριά όπως πάντα αλλά πλέον αποστεωμένα. Τα νύχια της βαμμένα από εκείνο τον εγωισμό που σε θέλει να παραμένεις γυναίκα μέχρι εκεί που μπορείς. Υπέφερε πολύ εκείνο το καλοκαίρι στην Κέρκυρα, αλλά δε φανταζόταν πόσο ακόμα δρόμο είχε ο πόνος και η ανημπόρια το χειμώνα που ερχόταν.
Δε μίλησα ποτέ σε κανέναν για την τελευταία φορά που την είδα, τον Ιανουάριο του ’03. Οι περιγραφές βαριά αρρώστων και νεκρών με απωθούν. Γίνονται από ανθρώπους αμόρφωτους, που ο κανίβαλος ποτέ δε σβήστηκε εντελώς από το DNA τους. Την αγαπούσα αυτή τη γυναίκα και αυτή εμένα. Με ανακούφιζε πάντα η σκέψη ότι τη λάτρευε ο άντρας της και τα παιδιά της και ότι είχε την τύχη να μπορεί αυτός ο άντρας να της προσφέρει ό,τι πιο σύγχρονο υπήρχε για την πάθηση της ως το τέλος. Δεν τα κατάφερε. Ο χαμός της σ’ εμένα άφησε για χρόνια μία αίσθηση τρόμου για την αρρώστια που σε πληροφορεί μήνες πριν ότι τελειώνεις, κι εσύ περιμένεις αβοήθητος το τέλος.
Όσο κι αν θαύμαζα το θάρρος της και την υπερηφάνεια της, όσο κι αν αυτή η γυναίκα μου έδωσε μαθήματα ζωής που δε διδάσκονται πουθενά και δε διαβάζονται σε βιβλία, από τότε φοβάμαι υπερβολικά τον καρκίνο. Από τότε, συμπονώ, συναισθάνομαι και σκέφτομαι πάρα πολύ όποιον γνωρίζω ότι υποφέρει από αυτήν την αρρώστια. Θαυμάζω τους καρκινοπαθείς, τους σέβομαι. Θεωρώ ότι η πάθηση τους, μεμιάς τους ανεβάζει δέκα σκαλιά πάνω απ’ τους υγιείς γιατί η κατά μέτωπο μάχη με το θάνατο, μεγαλώνει τον άνθρωπο ψυχικά και πνευματικά, όσο τίποτα άλλο.
Πάνε κοντά δέκα χρόνια από τότε που απέκτησα γνώση και στάση απέναντι στον καρκίνο και σήμερα, το 2012 με συγκλονίζει πάλι, διπλά. Είδα και άκουσα την πρόεδρο των καρκινοπαθών να μιλά για την έλλειψη φαρμάκων, για τους ανθρώπους που πεθαίνουν ή που θέλουν να αυτοκτονήσουν. Σκέφτηκα την αγαπημένη εκείνη γυναίκα, που παρόλο που έλαβε την πιο σύγχρονη θεραπεία τότε, ζούσε ένα αβάσταχτο μαρτύριο. Τι μαρτύριο πολλαπλό ζουν λοιπόν οι Έλληνες καρκινοπαθείς, οι οποίοι πληρώνουν τόσα χρόνια τα ασφαλιστικά τους ταμεία, και τώρα στη χειρότερη ώρα τους, μένουν μετέωροι; Τι αδικία; Τι θλίψη; Τι απόγνωση κυριεύει αυτούς τους ανθρώπους; Στην πιο άνιση μάχη της ζωής τους, μένουν χωρίς πολεμοφόδια.
Αποθεματικά, ΔΝΤ, αγορές, χρέος, δανειακές συμβάσεις δεν τους αφορούν. Κανέναν Έλληνα δεν πρέπει να αφορούν, υγιή ή άρρωστο. Κανέναν πολίτη που πληρώνει τη φορολογία του και τις ασφαλιστικές του εισφορές. Το ιερότερο αγαθό όλων, η ζωή, απειλείται από άγνωστους μέχρι χθες όρους.
Κι όμως δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος λαός παρά οι Έλληνες, που κάποιον που σκοντάφτει θα τον στηρίξουν, κάποιον που γλιστρά θα τον σηκώσουν, κάποιον που τραυματίζεται θα τον πάνε με τα χέρια στο νοσοκομείο, κάποιον που χρειάζεται νεφρό θα φτάσουν να του δώσουν το δικό τους. Το ότι η αξία της ζωής φθίνει στη συνείδηση του Έλληνα είναι αιτία μεγάλου προβληματισμού. Δε θέλω πάντως και δε θα πιστέψω ότι το άγνωστο, μεγάλο, αιμοβόρο παγκόσμιο κόλπο θα κατορθώσει να αλλοτριώσει την ψυχή μας. Τη μοναδική ελληνική ψυχή που νιώθει τον πόνο όσο καμιά άλλη στον κόσμο.
corfupress.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΩΡΑ...Πυροβολισμοί με νεκρό στου Ρέντη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ