2019-05-12 22:53:56
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐκφοβοῦντο γάρ» (Μάρκ. ιϛ´ 8).
Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.
Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του!
Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή
. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).
Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.
«Καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ».Δὲν εἶπαν τίποτα στὸν δρόμο, σὲ κανέναν. Δὲν μίλησαν σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα Του, οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν ὅμως στοὺς ἀποστόλους, οὔτε τόλμησαν μὰ οὔτε καὶ μποροῦσαν νὰ μὴν τοὺς ποῦν τὰ νέα, ἀφοῦ ἔτσι τὶς πρόσταξε ὁ ἀθάνατος ἄγγελος. Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σαφὲς λοιπόν, πὼς οἱ γυναῖκες μίλησαν σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε (βλ. Λουκ. κδ´ 10)· καὶ πὼς δὲν εἶπαν τίποτα σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔπρεπε, τοὺς ὁποίους φοβοῦνταν.
Ἔτσι τελείωσε ἡ ἐπίσκεψη ποὺ ἔκαναν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στὸ μνημεῖο τοῦ Χριστοῦ τὸ πρωὶ τῆς Ἀνάστασης. Τὰ φτωχά τους μύρα, ποὺ σκόπευαν νὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ νὰ συντηρήσουν ἀπὸ τὴ φθορὰ Ἐκεῖνον ποὺ τηρεῖ τοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, νὰ μυρώσουν Αὐτὸν ποὺ χαρίζει στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄρωμά Του, ἔμειναν στὰ χέρια τους.
Κύριε, εἶσαι τὸ μόνο ἄρωμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὴν ἱστορία του. Πόσο πλούσια καὶ θαυμαστὰ ἀποζημιώνεις τὶς ἀφοσιωμένες ψυχὲς ποὺ δὲν σὲ ξέχασαν νεκρὸ μέσα στὸ μνῆμα Σου!
Ἔκανες τὶς Μυροφόρες γυναῖκες φορεῖς τοῦ ἀγγέλματος τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς δόξας Σου. Δὲν ἔχρισαν τὸ νεκρό Σου σῶμα· Ἐσὺ ἔχρισες τὶς ζωντανὲς ψυχές τους μὲ τὸ μύρο τῆς χαρᾶς. Ἐκεῖνες ποὺ θρηνοῦσαν τὸν νεκρὸ Κύριο, ἔγιναν χελιδόνια τῆς καινούργιας ἄνοιξης, ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Σου.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀναστάσεως ἡμέρα», Ἀθῆναι 2011, μετάφρ. Π. Μπότση,
πηγή
proskynitis
«Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐκφοβοῦντο γάρ» (Μάρκ. ιϛ´ 8).
Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.
Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του!
Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή
Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.
«Καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφοβοῦντο γάρ».Δὲν εἶπαν τίποτα στὸν δρόμο, σὲ κανέναν. Δὲν μίλησαν σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα Του, οὔτε σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἱερουσαλὴμ ποὺ συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν ὅμως στοὺς ἀποστόλους, οὔτε τόλμησαν μὰ οὔτε καὶ μποροῦσαν νὰ μὴν τοὺς ποῦν τὰ νέα, ἀφοῦ ἔτσι τὶς πρόσταξε ὁ ἀθάνατος ἄγγελος. Πῶς μποροῦσαν νὰ μὴν ἐκτελέσουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ; Εἶναι σαφὲς λοιπόν, πὼς οἱ γυναῖκες μίλησαν σ’ ἐκείνους ποὺ ἔπρεπε (βλ. Λουκ. κδ´ 10)· καὶ πὼς δὲν εἶπαν τίποτα σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔπρεπε, τοὺς ὁποίους φοβοῦνταν.
Ἔτσι τελείωσε ἡ ἐπίσκεψη ποὺ ἔκαναν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες στὸ μνημεῖο τοῦ Χριστοῦ τὸ πρωὶ τῆς Ἀνάστασης. Τὰ φτωχά τους μύρα, ποὺ σκόπευαν νὰ χρησιμοποιήσουν γιὰ νὰ συντηρήσουν ἀπὸ τὴ φθορὰ Ἐκεῖνον ποὺ τηρεῖ τοὺς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸν ἀφανισμό, νὰ μυρώσουν Αὐτὸν ποὺ χαρίζει στοὺς οὐρανοὺς τὸ ἄρωμά Του, ἔμειναν στὰ χέρια τους.
Κύριε, εἶσαι τὸ μόνο ἄρωμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὴν ἱστορία του. Πόσο πλούσια καὶ θαυμαστὰ ἀποζημιώνεις τὶς ἀφοσιωμένες ψυχὲς ποὺ δὲν σὲ ξέχασαν νεκρὸ μέσα στὸ μνῆμα Σου!
Ἔκανες τὶς Μυροφόρες γυναῖκες φορεῖς τοῦ ἀγγέλματος τῆς Ἀνάστασης καὶ τῆς δόξας Σου. Δὲν ἔχρισαν τὸ νεκρό Σου σῶμα· Ἐσὺ ἔχρισες τὶς ζωντανὲς ψυχές τους μὲ τὸ μύρο τῆς χαρᾶς. Ἐκεῖνες ποὺ θρηνοῦσαν τὸν νεκρὸ Κύριο, ἔγιναν χελιδόνια τῆς καινούργιας ἄνοιξης, ἅγιοι στὴν οὐράνια βασιλεία Σου.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀναστάσεως ἡμέρα», Ἀθῆναι 2011, μετάφρ. Π. Μπότση,
πηγή
proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα δύο χρώματα που μας ηρεμούν και καταπολεμούν το στρες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ