2019-05-15 10:03:48
Θέμα μείωσης των αποζημιώσεων απόλυσης θέτουν εκπρόσωποι των βιομηχάνων και των επιχειρηματιών, με αφορμή την διάταξη του νομοσχεδίου που αναμένεται να ψηφιστεί σήμερα, στη Βουλή και προβλέπει την «αιτιολογημένη απόλυση». Το θέμα, επεσήμανε χθες, και η ΓΣΕΕ με αφορμή τα υπομνήματα ΣΕΒ και ΣΕΛΠE προς την ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας, με τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου της Συνομοσπονδίας Γιώργο Αργείτη να σημειώνει πως ήδη, με το ισχύον καθεστώς αποζημιώσεων, το κόστος απώλειας της θέσης εργασίας για τους μισθωτούς είναι πολύ υψηλό στη χώρα μας.
Αναλυτικά: Την συνολική και ριζική αναμόρφωση του πλαισίου που διέπει τις απολύσεις, όχι μόνο ως προς την αιτιολόγησή τους αλλά και ως προς το ύψος των αποζημιώσεων θέτουν προς την κυβέρνηση και συγκεκριμένα την ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας ο ΣΕΒ και οκτώ περιφερειακοί βιομηχανικοί σύνδεσμοι, με αφορμή τις αλλαγές που προωθούνται στο νομοσχέδιο για τις ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο σε έως 120 δόσεις. Την εκτίμηση ότι η αιτιολογημένη απόλυση δεν μπορεί να συνυπάρξει με την αποζημίωση απόλυσης, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων (ΣΕΛΠE), με αφορμή το σχετικό άρθρο.
Οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών, στο υπόμνημά τους προς το Υπουργείο Εργασίας αναφέρουν ξεκάθαρα ότι εάν η κυβέρνηση έχει σκοπό να εισάγει σύστημα αιτιολογημένης απόλυσης θα πρέπει να προβεί σε μία συνολική, και δη ριζική, αναμόρφωση του δικαίου απόλυσης, που να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της αιτίας της απόλυσης, όσο, και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της καταβολής νόμιμης αποζημίωσης, όχι κατ' ανάγκη στην κατεύθυνση της κατάργησής της, αλλά του εξορθολογισμού, τόσο του καταβαλλόμενου ποσού όσο και των περιπτώσεων που θα πρέπει να καταβάλλεται. Σημειώνεται μάλιστα, ότι με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η αποζημίωση καταβάλλεται ακόμη και αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα ή παράβαση των υποχρεώσεων του εναγόμενου.
Οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι επισημαίνουν πως στην ελληνική αγορά εργασίας κάθε μήνα υπάρχουν κατά μέσο όρο περίπου 100.000 - 120.000 καταγγελίες συλλογικών συμβάσεων, μεγάλο ποσοστό εκ των οποίων καταλήγουν στα δικαστήρια. Η νέα διάταξη που επιβάλλει την γραπτή αιτιολόγηση του λόγου απόλυσης, εκτιμούν πως θα δημιουργήσει έναν τεράστιο αριθμό δικαστικών διενέξεων είτε μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, είτε εργαζομένων μεταξύ τους, που θα αφορούν τόσο το κύρος της καταγγελίας όσο και αυτονόητα ζητήματα συκοφαντικής δυσφήμισης, προσβολής προσωπικότητας και ενδεχομένως παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Παράλληλα θα αυξήσει υπέρμετρα και αδικαιολόγητα τα κόστη στις επιχειρήσεις και θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο στους εργοδότες που επιθυμούν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Η αιτιολογημένη απόλυση δεν μπορεί να συνυπάρξει ομαλώς και νομικά παραδεκτώς με την αποζημίωση απόλυσης, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων (ΣΕΛΠE), με αφορμή το άρθρο 48 στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, με την επικρατούσα σήμερα κατάσταση στην αγορά εργασίας, της χαμηλής απασχόλησης, της αυξημένης ανεργίας και της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, μια τέτοια νομοθετική πρόβλεψη θα διαταράξει βάναυσα την εργασιακή ειρήνη, οδηγώντας την πλειονότητα εργαζόμενων και εργοδοτών να καταφεύγει στη δικαιοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα των λόγων της εκάστοτε απόλυσης. Παράλληλα, εκτιμά πως με το Νόμο 4359/2016, με τον οποίο κυρώθηκε ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και τη διάταξη 24, προβλέπονται δύο διακριτά δικαιώματα του εργαζομένου:
Εκείνο του να μη λύεται χωρίς βάσιμο λόγο η εργασιακή σχέση και, Εκείνο το δικαίωμα στην επαρκή αποζημίωση στην περίπτωση μη ύπαρξης βάσιμου λόγου λύσεως της εργασιακής σχέσης. Το νομοσχέδιο, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, σωρεύει τα δύο δικαιώματα δημιουργώντας σύγχυση και σοβαρά προβλήματα στην αγορά εργασίας επιβαρύνοντας το επενδυτικό κλίμα.
ΓΣΕΕ: Υψηλό το «κόστος απώλειας της θέσης εργασίας» για την Ελλάδα
Στην έκθεση της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, για πρώτη φορά φέτος, υπάρχει ειδικός δείκτης για το κόστος απόλυσης, όχι για την επιχείρηση αλλά για τον ίδιο τον άνεργο. Σύμφωνα με την Συνομοσπονδία, η απώλεια μιας θέσης εργασίας συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής του ανέργου. Εστιάζοντας στην απώλεια εισοδήματος από την μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο, ο συγκεκριμένος δείκτης μετρά το κόστος απώλειας εργασίας, οριζόμενο ως η διαφορά ανάμεσα στο μέσο καθαρό εισόδημα (μετά φόρων και επιδομάτων) ενός εργαζόμενου και το μέσο καθαρό εισόδημα ενός ανέργου.
Στη σχετική βιβλιογραφία το κόστος απώλειας εργασίας είναι μια σημαντική οικονομική μεταβλητή, καθώς προσδιορίζει και τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων και των συνδικάτων. Η υπόθεση είναι ότι μια αύξηση του κόστους απώλειας εργασίας συνεπάγεται χαμηλή διαπραγματευτική ισχύ. Αντίθετα, ένα χαμηλό κόστος απώλειας εργασίας αντανακλά μια μικρότερη υποβάθμιση στο βιοτικό επίπεδο των μισθωτών, και συνεπώς συνεπάγεται υψηλότερη διαπραγματευτική ισχύ για τους εργαζομένους και τα συνδικάτα.
Για τον υπολογισμό του κόστους απώλειας εργασίας, η διάρκεια ανεργίας που λαμβάνεται υπόψη είναι ένα έτος. Αντίστοιχα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης ως ενδεικτικό σημείο αναφοράς. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων, χρησιμοποιείται το μοντέλο ενός ατόμου που ανήκει σε διμελές νοικοκυριό, είναι 40 ετών και έχει δύο ανήλικα τέκνα. Με βάση τα παραπάνω, παρατηρείται ότι το κόστος απώλειας εργασίας κατά το 2018 ανήλθε σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Το ποσοστό αυτό εμφανίζεται να έχει διαχρονική σταθερότητα στην ελληνική αγορά εργασίας με εξαίρεση τα έτη 2010 με 2012, κατά τα οποία εμφανίζεται σημαντική αύξηση του κόστους απώλειας εργασίας κυρίως εξαιτίας της εκμηδένισης των επιδομάτων ενοικίου και στέγης.
«The New Daily Mail»
με πληροφορίες από το Euro2Day
TheNewDailyMail
Αναλυτικά: Την συνολική και ριζική αναμόρφωση του πλαισίου που διέπει τις απολύσεις, όχι μόνο ως προς την αιτιολόγησή τους αλλά και ως προς το ύψος των αποζημιώσεων θέτουν προς την κυβέρνηση και συγκεκριμένα την ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας ο ΣΕΒ και οκτώ περιφερειακοί βιομηχανικοί σύνδεσμοι, με αφορμή τις αλλαγές που προωθούνται στο νομοσχέδιο για τις ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο σε έως 120 δόσεις. Την εκτίμηση ότι η αιτιολογημένη απόλυση δεν μπορεί να συνυπάρξει με την αποζημίωση απόλυσης, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων (ΣΕΛΠE), με αφορμή το σχετικό άρθρο.
Οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών, στο υπόμνημά τους προς το Υπουργείο Εργασίας αναφέρουν ξεκάθαρα ότι εάν η κυβέρνηση έχει σκοπό να εισάγει σύστημα αιτιολογημένης απόλυσης θα πρέπει να προβεί σε μία συνολική, και δη ριζική, αναμόρφωση του δικαίου απόλυσης, που να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της αιτίας της απόλυσης, όσο, και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της καταβολής νόμιμης αποζημίωσης, όχι κατ' ανάγκη στην κατεύθυνση της κατάργησής της, αλλά του εξορθολογισμού, τόσο του καταβαλλόμενου ποσού όσο και των περιπτώσεων που θα πρέπει να καταβάλλεται. Σημειώνεται μάλιστα, ότι με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η αποζημίωση καταβάλλεται ακόμη και αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα ή παράβαση των υποχρεώσεων του εναγόμενου.
Οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι επισημαίνουν πως στην ελληνική αγορά εργασίας κάθε μήνα υπάρχουν κατά μέσο όρο περίπου 100.000 - 120.000 καταγγελίες συλλογικών συμβάσεων, μεγάλο ποσοστό εκ των οποίων καταλήγουν στα δικαστήρια. Η νέα διάταξη που επιβάλλει την γραπτή αιτιολόγηση του λόγου απόλυσης, εκτιμούν πως θα δημιουργήσει έναν τεράστιο αριθμό δικαστικών διενέξεων είτε μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, είτε εργαζομένων μεταξύ τους, που θα αφορούν τόσο το κύρος της καταγγελίας όσο και αυτονόητα ζητήματα συκοφαντικής δυσφήμισης, προσβολής προσωπικότητας και ενδεχομένως παραβίαση προσωπικών δεδομένων. Παράλληλα θα αυξήσει υπέρμετρα και αδικαιολόγητα τα κόστη στις επιχειρήσεις και θα λειτουργήσει ως αντικίνητρο στους εργοδότες που επιθυμούν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.
Η αιτιολογημένη απόλυση δεν μπορεί να συνυπάρξει ομαλώς και νομικά παραδεκτώς με την αποζημίωση απόλυσης, επισημαίνει σε ανακοίνωσή του και ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων (ΣΕΛΠE), με αφορμή το άρθρο 48 στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, με την επικρατούσα σήμερα κατάσταση στην αγορά εργασίας, της χαμηλής απασχόλησης, της αυξημένης ανεργίας και της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, μια τέτοια νομοθετική πρόβλεψη θα διαταράξει βάναυσα την εργασιακή ειρήνη, οδηγώντας την πλειονότητα εργαζόμενων και εργοδοτών να καταφεύγει στη δικαιοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί η βασιμότητα των λόγων της εκάστοτε απόλυσης. Παράλληλα, εκτιμά πως με το Νόμο 4359/2016, με τον οποίο κυρώθηκε ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης και τη διάταξη 24, προβλέπονται δύο διακριτά δικαιώματα του εργαζομένου:
Εκείνο του να μη λύεται χωρίς βάσιμο λόγο η εργασιακή σχέση και, Εκείνο το δικαίωμα στην επαρκή αποζημίωση στην περίπτωση μη ύπαρξης βάσιμου λόγου λύσεως της εργασιακής σχέσης. Το νομοσχέδιο, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, σωρεύει τα δύο δικαιώματα δημιουργώντας σύγχυση και σοβαρά προβλήματα στην αγορά εργασίας επιβαρύνοντας το επενδυτικό κλίμα.
ΓΣΕΕ: Υψηλό το «κόστος απώλειας της θέσης εργασίας» για την Ελλάδα
Στην έκθεση της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία, για πρώτη φορά φέτος, υπάρχει ειδικός δείκτης για το κόστος απόλυσης, όχι για την επιχείρηση αλλά για τον ίδιο τον άνεργο. Σύμφωνα με την Συνομοσπονδία, η απώλεια μιας θέσης εργασίας συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής του ανέργου. Εστιάζοντας στην απώλεια εισοδήματος από την μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο, ο συγκεκριμένος δείκτης μετρά το κόστος απώλειας εργασίας, οριζόμενο ως η διαφορά ανάμεσα στο μέσο καθαρό εισόδημα (μετά φόρων και επιδομάτων) ενός εργαζόμενου και το μέσο καθαρό εισόδημα ενός ανέργου.
Στη σχετική βιβλιογραφία το κόστος απώλειας εργασίας είναι μια σημαντική οικονομική μεταβλητή, καθώς προσδιορίζει και τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων και των συνδικάτων. Η υπόθεση είναι ότι μια αύξηση του κόστους απώλειας εργασίας συνεπάγεται χαμηλή διαπραγματευτική ισχύ. Αντίθετα, ένα χαμηλό κόστος απώλειας εργασίας αντανακλά μια μικρότερη υποβάθμιση στο βιοτικό επίπεδο των μισθωτών, και συνεπώς συνεπάγεται υψηλότερη διαπραγματευτική ισχύ για τους εργαζομένους και τα συνδικάτα.
Για τον υπολογισμό του κόστους απώλειας εργασίας, η διάρκεια ανεργίας που λαμβάνεται υπόψη είναι ένα έτος. Αντίστοιχα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης ως ενδεικτικό σημείο αναφοράς. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων, χρησιμοποιείται το μοντέλο ενός ατόμου που ανήκει σε διμελές νοικοκυριό, είναι 40 ετών και έχει δύο ανήλικα τέκνα. Με βάση τα παραπάνω, παρατηρείται ότι το κόστος απώλειας εργασίας κατά το 2018 ανήλθε σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία. Το ποσοστό αυτό εμφανίζεται να έχει διαχρονική σταθερότητα στην ελληνική αγορά εργασίας με εξαίρεση τα έτη 2010 με 2012, κατά τα οποία εμφανίζεται σημαντική αύξηση του κόστους απώλειας εργασίας κυρίως εξαιτίας της εκμηδένισης των επιδομάτων ενοικίου και στέγης.
«The New Daily Mail»
με πληροφορίες από το Euro2Day
TheNewDailyMail
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΜΗΝ ΨΑΡΩΝΕΙΣ: Οι αποψινές εξελίξεις...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ