2019-05-29 12:13:57
Ξεκαθαρίζουν σε κάθε τόνο ότι μετά την ανακοίνωση από τον Αλέξη Τσίπρα για πρόωρες
εκλογές, δεν μπορεί η κυβέρνηση να προχωρήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων που θα δημιουργηθούν στον Άρειο Πάγο την 30η Ιουνίου 2019
Έγκυροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και μάλιστα του προοδευτικού λεγόμενου χώρου, όπως είναι οι Αντώνης Μανιτάκης και Νίκος Αλιβιζάτος, έγκυροι νομικοί, αλλά και δικαστές ξεκαθαρίζουν σε κάθε τόνο ότι μετά την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ότι μετά το δεύτερο γύρο των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να πάει σε βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί η Κυβέρνηση να προχωρήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων που θα δημιουργηθούν στον Άρειο Πάγο την 30η Ιουνίου 2019.
Ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Αντώνης Μανιτάκης, σε δήλωσή του στην Καθημερινή χαρακτηρίζει «προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος», την περίπτωση κατά την οποία να προχωρήσει η Κυβέρνηση στην αλλαγή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι «έχει χάσει η κυβέρνηση, τη δημοκρατική και συνταγματική της νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσεως, ούτε έχουν επείγοντα χαρακτήρα».
Ειδικότερα, ο κ. Μανιτάκης αναφέρει: «Σχετικά με το ενδεχόμενο, η Κυβέρνηση να προβεί σε επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, λίγες μόνο ημέρες πριν από την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, η απόφασή της αυτή εάν συντελεστεί, αποτελεί προφανή καταδολίευση του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος.
Τούτο διότι, μια κυβέρνηση που έχει εξαγγείλει τη διενέργεια εκλογών με τη διάλυση της Βουλής, ουσιαστικά τελεί υπό παραίτηση διότι έχει απολέσει, όπως το συνομολογεί, την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος.
Μπορεί η χώρα να μην μπήκε επίσημα στην προεκλογική περίοδο, ουσιαστικά όμως αυτή έχει αρχίσει.
Έχει χάσει δηλαδή η κυβέρνηση, τη δημοκρατική και συνταγματική της νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσεως, ούτε έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Τέτοια προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος σπάνια συναντά κανείς στα κοινοβουλευτικά μας ήθη».
Παράλληλα, ο κ. Μανιτάκης αναφέρεται και στο συνταγματικό ζήτημα που έχει ανακύψει σχετικά με το ποια κυβέρνηση –η παρούσα ή μία υπηρεσιακή– θα οδηγήσει τη χώρα στις βουλευτικές εκλογές.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μανιτάκης αναφέρει ως προς αυτό τι ζήτημα: «Για να τις διενεργήσει η παρούσα», τονίζει, «θα πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος να επικαλεστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Η κυβέρνηση όμως στις δηλώσεις που έκανε, προκηρύσσει εκλογές χωρίς να επικαλεστεί τέτοιο λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια κυβέρνηση που έχει χάσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση να κυβερνά, οφείλει να παραιτηθεί και να διοριστεί μια υπηρεσιακή, όπως έγινε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Αυτό είναι το συνταγματικά επιβεβλημένο και κοινοβουλευτικά ορθό».
Νίκος Αλιβιζάτος
Από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος και πάλι στην Καθημερινή συνταυτίζεται με τις απόψεις του συνάδελφό του αναφορικά με την αλλαγή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου και υπογραμμίζει ότι σε περίπτωση που η Κυβέρνηση προχωρήσει σε τοποθετήσεις νέων προσώπων, παραβιάζεται η συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών.
Μάλιστα, σημειώνει ότι εάν προχωρήσει η Κυβέρνηση στην κάλυψη των μελλουσών κενών θέσεων τόσο στον Άρειο Πάγο, όσο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τότε παραβιάζεται η συνταγματική η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Αναλυτικότερα, ο Νίκος Αλιβιζάτος αναφέρει:
«Μπορεί κατά το Σύνταγμα η σημερινή κυβέρνηση να επισπεύσει την επιλογή των διαδόχων του κ. Βασιλείου Πέππα και της κ. Ξένης Δημητρίου, προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αντιστοίχως; Ή μήπως την αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να την ασκήσει η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από τις εκλογές της 30ής Ιουνίου; (Το ερώτημα αυτό, σημειωτέον, ισχύει και για την πλήρωση των κενών θέσεων των αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων).
Το ζήτημα αυτό είναι από τη φύση του πολύ λεπτό, γιατί αφορά τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο το Σύνταγμα του αφιερώνει δύο λεπτομερείς διατάξεις:
Από τη μια μεριά, η παράγαρφος 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος δεν αρκείται να καθορίσει το 67ο έτος ως όριο ηλικίας για την αποχώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών, από ένα βαθμό και πάνω, λόγω συνταξιοδοτήσεως. Διευκρινίζει το ίδιο αμέσως μετά ότι, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, «θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Ιουνίου τους έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού».
Από την άλλη, η παράγραφος 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος ορίζει ότι η προαγωγή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, καθώς και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενεργείται με προεδρικό διάταγμα «ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών» τους. Τη σχετική εισήγηση, όπως ορίζει ο νόμος, την κάνει ο υπουργός Δικαιοσύνης».
Ακόμη, ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρει:
«Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι την προαγωγή της κ. Βασιλικής Θάνου ως προέδρου του Αρείου Πάγου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, τον Ιούνιο του 2015, καμιά κυβέρνηση δεν είχε προβεί στην επιλογή των ανωτέρω, πριν από τη λήξη της θητείας των αποχωρούντων, δηλαδή πριν από τις 30 Ιουνίου. Είχε θεωρηθεί, με άλλα λόγια, ότι η εκάστοτε κυβέρνηση καθίστατο κατά χρόνο αρμόδια για την άσκηση της κρίσιμης αυτής αρμοδιότητας, μόλις κενωθούν οι προς πλήρωση θέσεις, δηλαδή από την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Εκτός, βέβαια, αν η θητεία των αποχωρούντων είχε λήξει πρόωρα λόγο παραιτήσεως, εκλείψεως κ.λπ.
Επομένως, στο ερώτημα που τέθηκε παραπάνω, το γράμμα του Συντάγματος δίνει αρνητική κατ’ αρχάς απάντηση. (Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει και για την περίπτωση της «συνεννοημένης» παραίτησης, την οποία, ούτως ή άλλως, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν ανώτατοι δικαστές στο τέλος της θητείας τους, με κίνδυνο να αμαυρώσουν αναδρομικά τη σταδιοδρομία τους).
Τα ανωτέρω, εν τούτοις, ισχύουν πολύ περισσότερο για την επιλογή των διαδόχων του σημερινού προέδρου και της σημερινής εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Και τούτο για έναν πρόσθετο λόγο κεφαλαιώδους κατά τη γνώμη μου σημασίας: Μετά την αναγγελία από τον πρωθυπουργό, το βράδυ των ευρωεκλογών, της πρόθεσής του να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την επίσπευση των προσεχών βουλευτικών εκλογών, πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει την ανωτέρω αρμοδιότητα, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι, παρά τα όσα εξέθεσα προηγουμένως, δεν θα εμποδιζόταν νομικά να το κάνει.
Και τούτο διότι, από το βράδυ της 26ης Μαΐου, η αποστολή της σημερινής κυβέρνησης έχει περιοριστεί στη «διαχείριση, όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, των τρεχουσών υποθέσεων». Δεν μπορεί με άλλα λόγια η κυβέρνηση Τσίπρα να αναλάβει πρωτοβουλίες και να ασκήσει αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στη βέλτιστη δυνατή προετοιμασία των εκλογών που η ίδια εξήγγειλε και στην ομαλή διεκπεραίωση των νομοθετικά προβλεπόμενων και των ανειλημμένων υποχρεώσεών της. Όπως δεν μπορεί, λοιπόν, να υπογράψει μια μεγάλη σύμβαση που θα δέσμευε ουσιωδώς τις επιλογές των διαδόχων της, –τέτοια θα ήταν για παράδειγμα η προμήθεια των F-35– το ίδιο δεν θα μπορούσε να κάνει, επιλέγοντας την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα χρόνια.
Το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται μόνο στην άγραφη συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών. Είναι απόρροια και μιας σπουδαίας ερμηνευτικής αρχής, σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις από τους μείζονες συνταγματικούς κανόνες και από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εν προκειμένω, πίσω από το συζητούμενο ζήτημα βρίσκεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ.), απόκλιση από την οποία είναι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη –και άρα νομιμοποιημένη– κυβέρνηση.
Πρόκειται για μία από τις λιγοστές περιπτώσεις «διασταύρωσης» των εξουσιών, τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει και που δεν είναι βέβαια της στιγμής να δούμε αν είναι ορθή ή όχι. Ποια είναι όμως αυτή η κυβέρνηση; Η απάντηση είναι αναντίλεκτη: αυτή η οποία προέρχεται από τη νωπότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Διότι διαφορετικά, παρά τη μεσολάβηση εκλογών, η ίδια κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα 5, 8 ή και 10 χρόνια.
Όταν, λοιπόν, μια τέτοια κυβέρνηση αναμένεται να αναδειχθεί στις 30 Ιουνίου –ή οποτεδήποτε άλλοτε διεξαχθούν οι αναγγελθείσες από τον πρωθυπουργό για το άμεσο μέλλον εκλογές– πιστεύω ότι θα ήταν αντίθετο όχι μόνο προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του Συντάγματος αν η σημερινή κυβέρνηση, ως «οιονεί υπηρεσιακή», επέσπευδε να επιλέξει τον επόμενο πρόεδρο και τον επόμενο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου».
Οι νομικοί και οι δικαστές
Ωστόσο έμπυροι νομικοί και εν ενεργεία δικαστές, πέρα από τα συνταγματικά ζητήματα που ανακύπτουν και τα θέματα ηθικής και δεοντολογίας, υπογραμμίζουν ότι η εσπευσμένη επιλογή δικαστών μεταφέρει το πρόβλημα στους δικαστές οι οποίοι θα επιλεγούν. Και αυτό γιατί κάτω από τις συγκεκριμένες πολιτικές, μετεκλογικές αλλά ταυτόχρονα προεκλογικές συγκυρίες, οι επιλεγέντες δικαστές εφόρου ζωής θα ταυτίσουν απόλυτα το ονοματεπώνυμο τους με το σημερινό κυβερνών κόμμα και ότι η επιλογή τους έγινε από μια Κυβέρνηση που δεν είχε τη συνταγματική εντολή να το κάνει.
Ακόμη, οι νομικοί υποστηρίζουν ότι μετά την ανακοίνωση διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, δηλαδή μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, δεν μπορεί η παρούσα κυβέρνηση να προχωρήσει σε επιλογές δικαστών προς κάλυψη κενών θέσεων του μέλλοντος.
Πάντως, ίδιο πνεύμα με τους εν λόγω πανεπιστημιακούς και νομικούς, κινήθηκε και η προ δύο ημερών ανάρτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχοντας όμως και πολιτικό στίγμα.
Η Νέα Δημοκρατία
Εξάλλου, η Νέα Δημοκρατία σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η Κυβέρνηση μετά την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού, ότι θα ζητήσει την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί να λαμβάνει καμία απόφαση που θα δεσμεύσει την χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Συγκεκριμένα η ανακοίνωση της ΝΔ αναφέρει:
«Ο κ. Τσίπρας, υπό το βάρος της ήττας του, προανήγγειλε ότι αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα προκηρύξει εθνικές εκλογές. Είναι, επομένως, αυτονόητο ότι, η υπό προθεσμία πλέον κυβέρνησή του, για λόγους στοιχειώδους πολιτικής και ηθικής τάξης δεν νοείται να λαμβάνει στο εξής καμία απόφαση που θα δεσμεύσει την χώρα για τα επόμενα χρόνια. Πολύ περισσότερο κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την ηγεσία της Δικαιοσύνης».
anatakti
εκλογές, δεν μπορεί η κυβέρνηση να προχωρήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων που θα δημιουργηθούν στον Άρειο Πάγο την 30η Ιουνίου 2019
Έγκυροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και μάλιστα του προοδευτικού λεγόμενου χώρου, όπως είναι οι Αντώνης Μανιτάκης και Νίκος Αλιβιζάτος, έγκυροι νομικοί, αλλά και δικαστές ξεκαθαρίζουν σε κάθε τόνο ότι μετά την ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ότι μετά το δεύτερο γύρο των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να πάει σε βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί η Κυβέρνηση να προχωρήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων που θα δημιουργηθούν στον Άρειο Πάγο την 30η Ιουνίου 2019.
Ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Αντώνης Μανιτάκης, σε δήλωσή του στην Καθημερινή χαρακτηρίζει «προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος», την περίπτωση κατά την οποία να προχωρήσει η Κυβέρνηση στην αλλαγή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι «έχει χάσει η κυβέρνηση, τη δημοκρατική και συνταγματική της νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσεως, ούτε έχουν επείγοντα χαρακτήρα».
Ειδικότερα, ο κ. Μανιτάκης αναφέρει: «Σχετικά με το ενδεχόμενο, η Κυβέρνηση να προβεί σε επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, λίγες μόνο ημέρες πριν από την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, η απόφασή της αυτή εάν συντελεστεί, αποτελεί προφανή καταδολίευση του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος.
Τούτο διότι, μια κυβέρνηση που έχει εξαγγείλει τη διενέργεια εκλογών με τη διάλυση της Βουλής, ουσιαστικά τελεί υπό παραίτηση διότι έχει απολέσει, όπως το συνομολογεί, την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος.
Μπορεί η χώρα να μην μπήκε επίσημα στην προεκλογική περίοδο, ουσιαστικά όμως αυτή έχει αρχίσει.
Έχει χάσει δηλαδή η κυβέρνηση, τη δημοκρατική και συνταγματική της νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσεως, ούτε έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Τέτοια προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος σπάνια συναντά κανείς στα κοινοβουλευτικά μας ήθη».
Παράλληλα, ο κ. Μανιτάκης αναφέρεται και στο συνταγματικό ζήτημα που έχει ανακύψει σχετικά με το ποια κυβέρνηση –η παρούσα ή μία υπηρεσιακή– θα οδηγήσει τη χώρα στις βουλευτικές εκλογές.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μανιτάκης αναφέρει ως προς αυτό τι ζήτημα: «Για να τις διενεργήσει η παρούσα», τονίζει, «θα πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος να επικαλεστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Η κυβέρνηση όμως στις δηλώσεις που έκανε, προκηρύσσει εκλογές χωρίς να επικαλεστεί τέτοιο λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια κυβέρνηση που έχει χάσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση να κυβερνά, οφείλει να παραιτηθεί και να διοριστεί μια υπηρεσιακή, όπως έγινε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Αυτό είναι το συνταγματικά επιβεβλημένο και κοινοβουλευτικά ορθό».
Νίκος Αλιβιζάτος
Από την πλευρά του ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος και πάλι στην Καθημερινή συνταυτίζεται με τις απόψεις του συνάδελφό του αναφορικά με την αλλαγή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου και υπογραμμίζει ότι σε περίπτωση που η Κυβέρνηση προχωρήσει σε τοποθετήσεις νέων προσώπων, παραβιάζεται η συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών.
Μάλιστα, σημειώνει ότι εάν προχωρήσει η Κυβέρνηση στην κάλυψη των μελλουσών κενών θέσεων τόσο στον Άρειο Πάγο, όσο και στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τότε παραβιάζεται η συνταγματική η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Αναλυτικότερα, ο Νίκος Αλιβιζάτος αναφέρει:
«Μπορεί κατά το Σύνταγμα η σημερινή κυβέρνηση να επισπεύσει την επιλογή των διαδόχων του κ. Βασιλείου Πέππα και της κ. Ξένης Δημητρίου, προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αντιστοίχως; Ή μήπως την αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να την ασκήσει η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από τις εκλογές της 30ής Ιουνίου; (Το ερώτημα αυτό, σημειωτέον, ισχύει και για την πλήρωση των κενών θέσεων των αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων).
Το ζήτημα αυτό είναι από τη φύση του πολύ λεπτό, γιατί αφορά τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο το Σύνταγμα του αφιερώνει δύο λεπτομερείς διατάξεις:
Από τη μια μεριά, η παράγαρφος 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος δεν αρκείται να καθορίσει το 67ο έτος ως όριο ηλικίας για την αποχώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών, από ένα βαθμό και πάνω, λόγω συνταξιοδοτήσεως. Διευκρινίζει το ίδιο αμέσως μετά ότι, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, «θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Ιουνίου τους έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού».
Από την άλλη, η παράγραφος 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος ορίζει ότι η προαγωγή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, καθώς και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενεργείται με προεδρικό διάταγμα «ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών» τους. Τη σχετική εισήγηση, όπως ορίζει ο νόμος, την κάνει ο υπουργός Δικαιοσύνης».
Ακόμη, ο κ. Αλιβιζάτος αναφέρει:
«Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι την προαγωγή της κ. Βασιλικής Θάνου ως προέδρου του Αρείου Πάγου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, τον Ιούνιο του 2015, καμιά κυβέρνηση δεν είχε προβεί στην επιλογή των ανωτέρω, πριν από τη λήξη της θητείας των αποχωρούντων, δηλαδή πριν από τις 30 Ιουνίου. Είχε θεωρηθεί, με άλλα λόγια, ότι η εκάστοτε κυβέρνηση καθίστατο κατά χρόνο αρμόδια για την άσκηση της κρίσιμης αυτής αρμοδιότητας, μόλις κενωθούν οι προς πλήρωση θέσεις, δηλαδή από την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Εκτός, βέβαια, αν η θητεία των αποχωρούντων είχε λήξει πρόωρα λόγο παραιτήσεως, εκλείψεως κ.λπ.
Επομένως, στο ερώτημα που τέθηκε παραπάνω, το γράμμα του Συντάγματος δίνει αρνητική κατ’ αρχάς απάντηση. (Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει και για την περίπτωση της «συνεννοημένης» παραίτησης, την οποία, ούτως ή άλλως, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν ανώτατοι δικαστές στο τέλος της θητείας τους, με κίνδυνο να αμαυρώσουν αναδρομικά τη σταδιοδρομία τους).
Τα ανωτέρω, εν τούτοις, ισχύουν πολύ περισσότερο για την επιλογή των διαδόχων του σημερινού προέδρου και της σημερινής εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Και τούτο για έναν πρόσθετο λόγο κεφαλαιώδους κατά τη γνώμη μου σημασίας: Μετά την αναγγελία από τον πρωθυπουργό, το βράδυ των ευρωεκλογών, της πρόθεσής του να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την επίσπευση των προσεχών βουλευτικών εκλογών, πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει την ανωτέρω αρμοδιότητα, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι, παρά τα όσα εξέθεσα προηγουμένως, δεν θα εμποδιζόταν νομικά να το κάνει.
Και τούτο διότι, από το βράδυ της 26ης Μαΐου, η αποστολή της σημερινής κυβέρνησης έχει περιοριστεί στη «διαχείριση, όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, των τρεχουσών υποθέσεων». Δεν μπορεί με άλλα λόγια η κυβέρνηση Τσίπρα να αναλάβει πρωτοβουλίες και να ασκήσει αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στη βέλτιστη δυνατή προετοιμασία των εκλογών που η ίδια εξήγγειλε και στην ομαλή διεκπεραίωση των νομοθετικά προβλεπόμενων και των ανειλημμένων υποχρεώσεών της. Όπως δεν μπορεί, λοιπόν, να υπογράψει μια μεγάλη σύμβαση που θα δέσμευε ουσιωδώς τις επιλογές των διαδόχων της, –τέτοια θα ήταν για παράδειγμα η προμήθεια των F-35– το ίδιο δεν θα μπορούσε να κάνει, επιλέγοντας την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα χρόνια.
Το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται μόνο στην άγραφη συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών. Είναι απόρροια και μιας σπουδαίας ερμηνευτικής αρχής, σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις από τους μείζονες συνταγματικούς κανόνες και από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εν προκειμένω, πίσω από το συζητούμενο ζήτημα βρίσκεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ.), απόκλιση από την οποία είναι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη –και άρα νομιμοποιημένη– κυβέρνηση.
Πρόκειται για μία από τις λιγοστές περιπτώσεις «διασταύρωσης» των εξουσιών, τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει και που δεν είναι βέβαια της στιγμής να δούμε αν είναι ορθή ή όχι. Ποια είναι όμως αυτή η κυβέρνηση; Η απάντηση είναι αναντίλεκτη: αυτή η οποία προέρχεται από τη νωπότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Διότι διαφορετικά, παρά τη μεσολάβηση εκλογών, η ίδια κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα 5, 8 ή και 10 χρόνια.
Όταν, λοιπόν, μια τέτοια κυβέρνηση αναμένεται να αναδειχθεί στις 30 Ιουνίου –ή οποτεδήποτε άλλοτε διεξαχθούν οι αναγγελθείσες από τον πρωθυπουργό για το άμεσο μέλλον εκλογές– πιστεύω ότι θα ήταν αντίθετο όχι μόνο προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του Συντάγματος αν η σημερινή κυβέρνηση, ως «οιονεί υπηρεσιακή», επέσπευδε να επιλέξει τον επόμενο πρόεδρο και τον επόμενο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου».
Οι νομικοί και οι δικαστές
Ωστόσο έμπυροι νομικοί και εν ενεργεία δικαστές, πέρα από τα συνταγματικά ζητήματα που ανακύπτουν και τα θέματα ηθικής και δεοντολογίας, υπογραμμίζουν ότι η εσπευσμένη επιλογή δικαστών μεταφέρει το πρόβλημα στους δικαστές οι οποίοι θα επιλεγούν. Και αυτό γιατί κάτω από τις συγκεκριμένες πολιτικές, μετεκλογικές αλλά ταυτόχρονα προεκλογικές συγκυρίες, οι επιλεγέντες δικαστές εφόρου ζωής θα ταυτίσουν απόλυτα το ονοματεπώνυμο τους με το σημερινό κυβερνών κόμμα και ότι η επιλογή τους έγινε από μια Κυβέρνηση που δεν είχε τη συνταγματική εντολή να το κάνει.
Ακόμη, οι νομικοί υποστηρίζουν ότι μετά την ανακοίνωση διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, δηλαδή μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, δεν μπορεί η παρούσα κυβέρνηση να προχωρήσει σε επιλογές δικαστών προς κάλυψη κενών θέσεων του μέλλοντος.
Πάντως, ίδιο πνεύμα με τους εν λόγω πανεπιστημιακούς και νομικούς, κινήθηκε και η προ δύο ημερών ανάρτηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχοντας όμως και πολιτικό στίγμα.
Η Νέα Δημοκρατία
Εξάλλου, η Νέα Δημοκρατία σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι η Κυβέρνηση μετά την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού, ότι θα ζητήσει την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί να λαμβάνει καμία απόφαση που θα δεσμεύσει την χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Συγκεκριμένα η ανακοίνωση της ΝΔ αναφέρει:
«Ο κ. Τσίπρας, υπό το βάρος της ήττας του, προανήγγειλε ότι αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα προκηρύξει εθνικές εκλογές. Είναι, επομένως, αυτονόητο ότι, η υπό προθεσμία πλέον κυβέρνησή του, για λόγους στοιχειώδους πολιτικής και ηθικής τάξης δεν νοείται να λαμβάνει στο εξής καμία απόφαση που θα δεσμεύσει την χώρα για τα επόμενα χρόνια. Πολύ περισσότερο κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την ηγεσία της Δικαιοσύνης».
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άμα έχεις ''χακί μάνατζερ...σαρώνεις!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βατερλώ μεν, πρωινή πρωτιά δε...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ