2019-06-03 09:32:11
«Βόμβες» από τον επικεφαλής της έρευνας που έφυγε καταγγέλοντας πολιτικές παρεμβάσεις και κατάχρηση εξουσίας από τους δικαστές - Το παρασκήνιο που περιγράφει στις αναφορές
του δίνει και την απάντηση στο ερώτημα γιατί η απερχόμενη κυβέρνηση «πραξικοπηματικά» θέλει να ορίσει τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου
Πρωτοφανείς μεθοδεύσεις στη διερεύνηση της υπόθεσης της Novartis και κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 239 του Ποινικού Κώδικα) εκ μέρους των εισαγγελέων που τη χειρίζονται καταγγέλλει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Αγγελής, στις εμπιστευτικές αναφορές προς την προϊσταμένη του Ξένη Δημητρίου, τις οποίες αποκαλύπτει σήμερα το «Πρώτο Θέμα».
Στις αναφορές του (η πρώτη έχει ημερομηνία 7/1/2019 και η δεύτερη 21/2/2019) αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου καταγράφεται το άγνωστο παρασκήνιο που είχε στηθεί τους προηγούμενους μήνες ώστε η υπόθεση της Novartis να εργαλειοποιηθεί πολιτικά από την κυβέρνηση
. Οι καταγγελίες του κ. Αγγελή, που είναι σε γνώση της απερχόμενης ηγεσίας του Αρείου Πάγου από τον περασμένο Ιανουάριο, προκαλούν σοκ καθώς σκιαγραφούν τη λειτουργία ενός αόρατου συστήματος που στόχο είχε να πλήξει τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ με την άσκηση ποινικών διώξεων «τύπου fast track», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ανώτερος εισαγγελικός λειτουργός. Το άγνωστο και ζοφερό παρασκήνιο που περιγράφει ο κ. Αγγελής στις αναφορές του προς την κυρία Δημητρίου ίσως αποτελεί και την απάντηση στο ερώτημα γιατί η απερχόμενη κυβέρνηση «πραξικοπηματικά» αποφάσισε να ορίσει τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου, παρά την κατακραυγή του νομικού κόσμου της χώρας και τις αντίθετες απόψεις που εξέφρασαν κορυφαίοι συνταγματολόγοι.
Οι αποκαλύψεις του κ. Αγγελή δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για το ποιο ακριβώς ήταν το «σκοτεινό σενάριο» που σκόπευε να υλοποιήσει η κυβέρνηση ώστε να αποδομήσει πολιτικά τους πολιτικούς της αντιπάλους και να υποστηρίξει το αφήγημά της περί διεφθαρμένου παλαιού κατεστημένου. Στην ουσία το περιεχόμενο των δύο αναφορών του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που επί μήνες κρατούνταν ως επτασφράγιστο μυστικό, αποτελεί το απαύγασμα των όσων διαπίστωσε ο ίδιος όντας εποπτεύων εισαγγελέας της Εισαγγελίας Διαφθοράς, η οποία διενεργεί μέχρι σήμερα την έρευνα για την υπόθεση της Novartis, υπό τα προστάγματα της επικεφαλής της, Ελένης Τουλουπάκη.
Ο κ. Αγγελής, ο οποίος δεν μπόρεσε να συνταχθεί με τις μεθοδεύσεις και τα στημένα πολιτικοδικαστικά παιχνίδια, είχε υποβάλει την παραίτησή του από τη θέση του εποπτεύοντος εισαγγελέα της Εισαγγελίας Διαφθοράς στην κυρία Ξένη Δημητρίου στις 7 Ιανουαρίου του 2019. Αντεξε μόλις τρεις μήνες στη θέση αυτή. Η παραίτησή του ακολούθησε αυτή της κυρίας Ελένης Ράικου, η οποία είχε παραιτηθεί από επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς τον Μάρτιο του 2017 καταγγέλλοντας παρεμβάσεις στην έρευνά της για τη Novartis. Η κυρία Ράικου, εισαγγελέας Εφετών σήμερα, ήταν εκείνη που είχε κάνει για πρώτη φορά αναφορά στον περιβόητο «Ρασπούτιν», ο οποίος «εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ» τής ζητούσε να ασκήσει άρον άρον ποινικές διώξεις για την υπόθεση της Novartis.
Ο κ. Αγγελής είχε οριστεί τον Οκτώβριο του 2018 με απόφαση της κυρίας Δημητρίου αρμόδιος για την εποπτεία και τον συντονισμό του έργου των εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλήματος Διαφθοράς, διαδεχόμενος στη συγκεκριμένη θέση τον συνάδελφό του Δημήτριο Παπαγεωργίου. Τρεις μήνες μετά, και συγκεκριμένα την 7η Ιανουαρίου του 2019 υπέβαλε την παραίτησή του στην κυρία Δημητρίου για λόγους ευθιξίας. Η παραίτησή του έγινε αποδεκτή και ο κ. Αγγελής αντικαταστάθηκε από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσο.
Η Βιέννη, το FBI, το στικάκι και τα ταξίδια αναψυχής
Σύμφωνα με την αναφορά του κ. Αγγελή, όλα ξεκίνησαν στις 5 Ιανουαρίου του 2019, όταν δημοσιεύτηκαν σε απογευματινή εφημερίδα πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των συναντήσεων που είχε ο ίδιος, η κυρία Τουλουπάκη και οι επίκουροι εισαγγελείς Διαφθοράς Στέλιος Μανώλης και Χρήστος Ντζούρας με στελέχη του FBI σε ξενοδοχείο της Βιέννης. Αντικείμενο της συνάντησης αυτής ήταν η υπόθεση της Novartis. Το δημοσίευμα ήθελε τον κ. Αγγελή να αρνείται να παραλάβει στικάκι (ηλεκτρονικό αρχείο) που περιείχε στοιχεία με τραπεζικούς λογαριασμούς πρώην πολιτικού προσώπου. Μετά τη διαρροή αυτή και σε συνδυασμό προφανώς και με άλλα στοιχεία και γεγονότα, ο κ. Αγγελής άρχισε να αντιλαμβάνεται τους μηχανισμούς που είχαν στηθεί γύρω από την έρευνα για τη φαρμακοβιομηχανία.
Διαψεύδοντας το περιεχόμενο του δημοσιεύματος και υπογραμμίζοντας ότι δεν ήταν εκείνος που διέρρευσε τις πληροφορίες, ο κ. Αγγελής κάνει λόγο στην αναφορά του για σκευωρία που στήθηκε σε βάρος του «από άτομο που έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια τύπου Ρασπούτιν». Και αυτό διότι, όπως λέει, η δική του στρατηγική για το θέμα της έρευνας σχετικά με τη Νοvartis δεν συμφωνούσε «με την ισχύουσα γραμμή», που συνίστατο στο ότι «ασκούμε δίωξη στηριζόμενοι στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, στέλνουμε τμήμα της δικογραφίας στον ανακριτή και τα υπόλοιπα τα βρίσκει ο ανακριτής».
O «Ρασπούτιν» κατέστρωσε το σκοτεινό σενάριο
Γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Αγγελής στην αναφορά του προς την κυρία Δημητρίου: «Η μόνη λογική εξήγηση που μπορώ να δώσω (σ.σ.: για τις διαρροές στον Τύπο) είναι η παρακάτω: α) Κάποιος ή κάποια από τους τρεις Ελληνες συμμετέχοντες (Τουλουπάκη - Ντζούρας - Μανώλης) μετέφερε τους σχετικούς διάλογους, σε άγνωστο σε μένα πρόσωπο το οποίο κατέστρωσε το “σκοτεινό σενάριο”, το οποίο διοχέτευσε αρχικώς σε συγκεκριμένη εφημερίδα «Δημοκρατία» και από εκεί μεταφέρθηκε σε άλλες εφημερίδες και ηλεκτρονικά sites, β) το άτομο το οποίο εξύφανε την σε βάρος μου σκευωρία έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια “τύπου Ρασπούτιν” (σ.σ.: όρος που έχει χρησιμοποιηθεί από την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς), έχει προσβάσεις στα ΜΜΕ, έχει νομικές γνώσεις, χωρίς να αποκλείεται να έχει γνώσεις και μυστικών υπηρεσιών, αφού η κατασκευή του σεναρίου για δήθεν στικάκι μόνο σε σενάρια μυστικών υπηρεσιών μπορεί συνειρμικά να οδηγήσει, γ) το άγνωστο αυτό άτομο, είχε και έχει ως προφανή σκοπό, γνωρίζοντας (ως άτομο που “τα πανθ’ ορά”) και την ευθιξία μου, να με εξουδετερώσει, από επόπτη των Εισαγγελέων Διαφθοράς, αφού η δική μου στρατηγική έρευνας δεν συμφωνούσε με αυτή που είχε χαραχθεί μέχρι τότε για τη συγκεκριμένη υπόθεση, δ) το άτομο αυτό γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στο χώρο της δικαιοσύνης και έχει τις γνώσεις αλλά και την δυνατότητα να επεμβαίνει κατά την απονομή αυτής».
Μάλιστα, ο κ. Αγγελής επισημαίνει ότι ρώτησε την κυρία Τουλουπάκη και τους επίκουρους εισαγγελείς Διαφθοράς για τις διαρροές από τη συνάντηση της Βιέννης. Οπως λέει, οι κύριοι Ντζούρας και Μανώλης αρνήθηκαν κάθε σχέση με τη διαρροή, ενώ η κυρία Τουλουπάκη τού απάντησε: «Δεν αποκλείεται να διέρρευσαν από το γραφείο της εισαγγελέως Α.Π. Δεν αποκλείεται να έχουν παγιδεύσει με κοριό το γραφείο της εισαγγελέως Α.Π. και κάποιοι να τα άκουσαν όταν την ενημερώσατε για τα συμβάντα στη Βιέννη...».
Yπήρχε βιασύνη για διώξεις σε πολίτικους
Στη συνέχεια της αναφοράς του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισημαίνει ότι από την αρχή που ανέλαβε καθήκοντα εποπτεύοντος της Εισαγγελίας Διαφθοράς κατάλαβε ότι υπήρχε μια «βιασύνη», όπως χαρακτηριστικά λέει, για την άσκηση διώξεων. Μάλιστα, όταν διαχώρισε τη θέση του από αυτή την προσέγγιση, η κυρία Τουλουπάκη τού απάντησε ότι δεν δικαιούται να λαμβάνει γνώση των ουσιαστικών στοιχείων της δικογραφίας. Ο κ. Αγγελής αναφέρει στο έγγραφό του προς την κυρία Δημητρίου: «Είναι αυτονόητο ότι μια τόσο σοβαρή υπόθεση όπως αυτή της Novartis, με οικονομικές, πολιτικές ενδεχομένως και κομματικές προεκτάσεις, απαιτεί τη χάραξη κάποιας συγκεκριμένης στρατηγικής χειρισμού και έρευνας. Τέτοια στρατηγική δεν χαράχθηκε με βάση τους κανόνες της ανακριτικής επιστήμης και τεχνικής, αλλά με “κριτήρια”, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρω παρακάτω. Συγκεκριμένα από την αρχή της τοποθέτησής μου ως επόπτης Διαφθοράς, αντιλήφθηκα ότι υπήρχε “σχετική βιασύνη” να ασκηθεί “κάποια ποινική δίωξη, για κάποιους πολιτικούς”, να παραπεμφθεί η υπόθεση σε ανακριτή (και μάλιστα χωρίς κλήση σε εξηγήσεις, αφού τα ονόματα θα τα προσδιόριζε ο ανακριτής) και “τα υπόλοιπα θα τα έβρισκε ο ανακριτής”.
Αντέλεξα ευθέως στη συγκεκριμένη “στρατηγική”, γεγονός που με έφερε σε “ευθεία κόντρα” με την κυρία Τουλουπάκη, η οποία μου παρέθεσε ως πρόσχημα ότι ο επόπτης δεν δικαιούται να λαμβάνει γνώση των ουσιαστικών στοιχείων της δικογραφίας και δεν δικαιούται να επεμβαίνει στον τρόπο και την πορεία της έρευνας. Κατέστησα σαφέστατη την αντίθεσή μου προς αυτό, μεταφέροντας ταυτόχρονα και τον προβληματισμό μου, πώς μπορώ να ασκήσω εποπτεία και συντονισμό “έχοντας μαύρα μεσάνυχτα σχετικά με την δικονομική πορεία της υπόθεσης”. Ταυτόχρονα δε, διαβεβαίωσα τόσο αυτή όσο και τους περί αυτήν επίκουρους εισαγγελείς ότι δεν πρόκειται να επέμβω στην κρίση τους και ότι οφείλω ως επόπτης να ελέγξω και να διαπιστώσω, εάν κατά την ποινική έρευνα τηρείται το άρθρο 239 ΠΔ».
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξέφρασε, όπως λέει, στους εισαγγελείς την αντίθεσή του στη σαλαμοποίηση της έρευνας για τη Novartis, άποψη που, όπως σημειώνει, ήταν αντίθετη «με τη μέχρι τότε ισχύουσα “γραμμή” που συνίστατο στο ότι “ασκούμε δίωξη στηριζόμενοι στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων”».
Χαρακτηριστικά ο κ. Αγγελής αναφέρει: «Από την αρχή επίσης κατέστησα σαφές στην κυρία Τουλουπάκη ότι η έρευνα πρέπει να περαιωθεί ταυτόχρονα για όλους τους (και τους δέκα) εμπλεκόμενους πολιτικούς και προπάντων δεν πρέπει να “κομματιαστεί” χρονικώς και ένα “κομμάτι” της να συνδυαστεί με την άσκηση ποινικής δίωξης, αφού έτσι θα δοθεί η εντύπωση ότι θα υπάρχει βιασύνη που στοχεύει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα (άσκηση μερικής ποινικής δίωξης), γεγονός που ήθελε δημιουργήσει αρνητικά σχόλια για τη δικαιοσύνη για ευνόητους λόγους. Σε κάθε περίπτωση επίσης κατέστησα σαφές ότι θα πρέπει να διερευνηθεί η ύπαρξη επαρκών ή μη ενδείξεων ενοχής, εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, που πρέπει να προσδιοριστούν, να κληθούν σε παροχή εξηγήσεων (άρθρο 31 ΠΔ) και σε περίπτωση που τα άτομα αυτά προστατεύονται από συνταγματικές διατάξεις, θα έπρεπε να προσδιοριστεί επακριβώς και το ποινικό αδίκημα που θα τους αποδοθεί (ύπαρξη του λεγόμενου “υπουργικού αδικήματος”), προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραγραφής του.
Εννοείται ότι η παραπάνω άποψή μου ήταν αντίθετη με τη μέχρι τότε ισχύουσα “γραμμή”, που συνίστατο στο ότι “ασκούμε δίωξη στηριζόμενοι στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, στέλνουμε τμήμα της δικογραφίας στον ανακριτή και τα υπόλοιπα τα βρίσκει ο ανακριτής”». Ερωτήματα ανακύπτουν όμως, κατά τον κ. Αγγελή, και για το ποιος χάραξε τη συγκεκριμένη στρατηγική της έρευνας για τη Novartis. «Η κυρία Τουλουπάκη και η περί αυτής ομάδα επίκουρων εισαγγελέων; Ο επόπτης εισαγγελέας; Ή από κοινού ύστερα από συνεννόηση; Πώς μπορεί να συντονίζει ο επόπτης εισαγγελέας, εάν δεν γνωρίζει τα στοιχεία της δικογραφίας; Ποιος θέλει την παρουσία του επόπτη μόνον ως διακοσμητική, με την έννοια ότι “απλώς θα κάλυπτε” τις ενέργειες της κυρίας Τουλουπάκη, χωρίς όμως να μπορεί να κρίνει αυτές; ...Σε κάθε περίπτωση δε, εξακολουθεί στα έργα της εισαγγελέως διαφθοράς το άτομο εκείνο το οποίο έχει προσδιοριστεί ως “Ρασπούτιν” από την κυρία Ράικου;» διερωτάται ο ανώτερος εισαγγελικός λειτουργός.
Τουλουπάκη: «Θα ασκήσουμε διώξεις με ενδείξεις»
Οπως λέει ο κ. Αγγελής, η «βιασύνη για την όπως-όπως άσκηση ποινικής δίωξης αποδεικνύεται από τα όσα έλαβαν χώρα μεταξύ της κυρίας Τουλουπάκη και του κλιμακίου του FBI στη Βιέννη». Οπως αναφέρει, η κυρία Τουλουπάκη είχε πρόθεση να πληροφορήσει τους Αμερικάνους ότι «γύρω στις 20 Δεκεμβρίου θα ασκήσουμε δίωξη κατά τριών πολιτικών προσώπων και συγκεκριμένα κατά των Γεωργιάδη, Λοβέρδου και Σαλμά».
Ο κ. Αγγελής επισημαίνει ότι ο ίδιος πριν από τη συνάντηση με τους Αμερικανούς στο ξενοδοχείο της Βιέννης ζήτησε να διεξαχθεί «simulation», δηλαδή μια προσομοίωση του τι θα γίνει κατά τη συζήτηση με τους εκπροσώπους των ΗΠΑ. Τότε, όπως σημειώνει, ρώτησε την κυρία Τουλουπάκη και τους κυρίους Ντζούρα και Μανώλη, να τον ενημερώσουν για ποιο συγκεκριμένο λόγο ζήτησαν να γίνει «η παρούσα δικαστική συνεργασία», αφού μέχρι τότε ο ίδιος αγνοούσε τον ακριβή λόγο της συνάντησης:
«Με μεγάλη μου έκπληξη τους άκουσα να με πληροφορούν διά στόματος κυρίας Τουλουπάκη (κατά λέξη) ότι “θα πούμε στους Αμερικάνους ότι γύρω στις 20 Δεκεμβρίου θα ασκήσουμε δίωξη κατά τριών πολιτικών προσώπων και συγκεκριμένα κατά των Γεωργιάδη, Λοβέρδου και Σαλμά», λέει ο κ. Αγγελής και συνεχίζει: «Αντέδρασα έντονα και τους είπα (κατά λέξη): “καλά εμένα δεν με υπολογίζετε ως επόπτη σας, την κυρία Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την έχετε ενημερώσει;” μου απάντησαν αρνητικώς. Στην ερώτηση μου “πώς είναι δυνατόν να δίνουν στους Αμερικανούς αναφορά για θέματα που δεν γνώριζε ούτε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου” ουδέν μου απάντησαν. Στην ερώτησή μου “με τι αποδεικτικά στοιχεία θα ασκήσετε την δίωξη;” μου απάντησαν “με τις ενδείξεις που προκύπτουν από τις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης ο ανακριτής θα τα βρει”».
Τι έγινε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου
Στη συνέχεια της αναφοράς του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου περιγράφει ένα σκηνικό έντονης διαφωνίας του με την εισαγγελέα Διαφθοράς ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που υπήρχαν μέχρι τότε στη δικογραφία, καθώς, όπως λέει, η κυρία Τουλουπάκη υποστήριξε πως δεν είχε το δικαίωμα της εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων. «Μετά από σχετικώς έντονο διάλογο (καθήμενοι πάντα στο σαλόνι της reception), τους ζήτησα να μην αναφέρουν αυτά που σκέπτονται στους Αμερικανούς (πράγμα το οποίο και έγινε) και να ενημερώσουν πρώτα την κυρία εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διότι οι ενδείξεις που δημιουργούνται από τις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων είναι (κατά την κρίση μου) μη αποχρώσες και υπάρχει ο κίνδυνος να εκδοθεί τυπική κλήση από τον ανακριτή κατ’ άρθρο 270 ΠΔ, με όσες ποινικές (άρθρο 239 ΠΚ) και αστικές συνέπειες μπορούν να προκύψουν τόσο για αυτούς, όσο και για μένα υπό την ιδιότητά μου ως επόπτης».
Κατόπιν αυτών στην αναφορά του, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπογραμμίζει ότι αντιλήφθηκε για ποιο λόγο έπρεπε να φύγει από τη μέση. Αναφέρει επί λέξει: «Μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιο λόγο, ενώ έπρεπε να “φύγω από τη μέση” με την κατασκευή μιας ψευδούς εναντίον μου, τύπου Ρασπούτιν, κατηγορίας, περί δήθεν άρνησης να παραλάβω στικάκι με αποδεικτικά στοιχεία κατά συγκεκριμένου πολιτικού προσώπου. Είναι δε ευνόητο ότι, με την μεθόδευση αυτή επιτυγχάνεται “διπλός στόχος”, αφού έτσι αφενός μεν επιτυγχάνεται η γρήγορη άσκηση ποινικής δίωξης, επιπλέον δε, ανευρίσκεται και το εξιλαστήριο θύμα (δηλαδή εγώ), στο οποίο θα φορτωθούν οι ευθύνες όταν θα αποτύχει η έρευνα, αφού ενώ δήθεν είχα αρνηθεί να παραλάβω “σημαντικά και σίγουρα αποδεικτικά στοιχεία”».
Στη συνέχεια της αναφοράς του, όμως, ο κ. Αγγελής κάνει λόγο για «αμφιβόλου νομιμότητας επικοινωνίες» της κυρίας Τουλουπάκη με τους Αμερικανούς πράκτορες του FBI και διερωτάται για ποιο λόγο δεν υποβλήθηκαν επίσημα αιτήματα δικαστικής συνδρομής προς τις ΗΠΑ, αλλά επιλέχθηκε «επικοινωνία - δικαστική συνεργασία» υπό τον μανδύα των «απόρρητων υπηρεσιακών λόγων» και ως εκ τούτου οι εισαγγελείς Διαφθοράς μετέβησαν κατ’ επανάληψη σε Αμερική και Αυστρία. Οπως λέει χαρακτηριστικά, «είναι απορίας άξιον με ποια διαδικασία (π.χ. ανταλλαγή εγγράφων;) και με πρωτοβουλία ποίων προσώπων γινόταν οι συναντήσεις, αν υπήρχε Agenda, σε ποιο σημείο γινόταν οι συναντήσεις, αν τηρούντο πρακτικά και εάν οι εισαγγελείς Διαφθοράς υπέβαλαν αναφορά και σε ποιον μετά την επιστροφή τους από τις εν λόγω συναντήσεις;».
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί να προσκομιστούν τα επίσημα στοιχεία για τη δικαστική συνδρομή, «καθότι σε εμένα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε από τους εισαγγελείς διαφθοράς, με αποτέλεσμα να τείνω να διαμορφώσω την άποψη ότι μετέβαιναν στο εξωτερικό για λόγους προσωπικής αναψυχής».
Και συνεχίζοντας ευλόγως διερωτάται: «Ποιος είναι αυτός που ενέκρινε τα έξοδα; Σε ποίον υπέβαλαν την σχετική αναφορά μετά την επιστροφή των; Ή έστω ποιον ενημέρωναν κάθε φορά για τα αποδεικτικά στοιχεία που δήθεν προσκόμιζαν, ποιος ενέκρινε τις ενέργειές των αυτές και σε κάθε περίπτωση γιατί δεν ακολουθήθηκε ο νόμιμος δρόμος των συντονιστικών συναντήσεων δια μέσου της Eurojust».
Εν όψει της συνάντησης της Βιέννης ο κ. Αγγελής αναφέρει ότι είχε ζητήσει από την κυρία Τουλουπάκη να του προσκομίσει «όλα τα έγγραφα τα οποία έχει λάβει ή έχει αποστείλει προς τις αρμόδιες Αρχές των ΗΠΑ, στα πλαίσια της επίσημης ή ανεπίσημης συνεργασίας της, για υποθέσεις παράνομης διακίνησης φαρμάκων, στην Ελληνική ή αγγλική γλώσσα». Ωστόσο, όπως επισημαίνει, έλαβε την ίδια κιόλας ημέρα ένα μικρό αριθμό «χωρίς όμως να προσδιορίζεται στο διαβιβαστικό ούτε ο ακριβής αριθμός αυτών, ούτε η ταυτότητα των (κατά συνέπεια δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλα)».
Τα έγγραφα αυτά, σύμφωνα με την αναφορά του κ. Αγγελή, «δεν έφεραν αριθμό πρωτοκόλλου και ήταν όλα προγενέστερα των τριών συναντήσεων στη Βιέννη, με αποτέλεσμα ευλόγως να διερωτώμαι “τι και ποια στοιχεία, έστω και υπό μορφή πληροφοριών, πήραμε από τις συναντήσεις της Βιέννης;”». Κατόπιν αυτών, σημειώνει ο κ. Αγγελής, «σχημάτισα την άποψη ότι η παρουσία μου ως επόπτη και συντονιστή της Διαφθοράς βόλευε μόνο στον βαθμό που ευλογούσα το σχέδιο, της άσκησης ποινικής δίωξης το ταχύτερο δυνατόν, γεγονός όμως που αντέβαινε τόσο στην συνείδησή μου, όσο και στον όρκο που είχα δώσει να εκτελώ τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου».
«Επιλεκτική έρευνα, χάος δικογραφιών»
Μέχρι το διάστημα που ο κ. Αγγελής επόπτευε την έρευνα για τη Novartis σχημάτισε, όπως λέει, την άποψη ότι γινόταν επιλεκτική έρευνα «μόνο για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες εταιρείες» με κριτήρια που, όπως επισημαίνει, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει. Οταν δε ζήτησε από τους εισαγγελείς Διαφθοράς να δει τις «δικογραφίες Novartis» του έδειξαν «ένα όγκο εγγράφων σε μια γωνία» γνωρίζοντάς του ότι «δεν έχουν ξεχωρίσει τα έγγραφα ανά δικογραφία». Οπως αναφέρει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «είναι σχεδόν βέβαιο -κατά την κρίση μου- ότι ούτε οι ίδιοι οι εισαγγελείς Διαφθοράς γνωρίζουν πόσες σχετικές δικογραφίες έχουν σχηματιστεί».
Αναφερόμενος στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, ο κ. Αγγελής επισημαίνει τις συνεχείς αλλαγές στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει: «Ως προς τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα (π.χ. δωροδοκίες πολιτικών προσώπων) οι καταθέσεις των μαρτύρων περιέχουν πρωτίστως αξιολογικές, υποκειμενικές και αόριστες κρίσεις και όχι συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δημιουργία των επαρκών εκείνων ενδείξεων ενοχής, που απαιτούνται (σε πρώτο διαδικαστικό στάδιο) για την άσκηση ποινικής δίωξης».
«Κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των εισαγγελέων»
Κάνοντας ευθέως λόγο για διάπραξη του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 ΠΚ) εκ μέρους των εισαγγελέων Διαφθοράς που χειρίζονται την υπόθεση της Novartis, ο κ. Αγγελής υπογραμμίζει στο κείμενο της αναφοράς του: «Η ευθιξία μου οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι δεν επιθυμώ να συνδεθεί το όνομά μου με όσα τουλάχιστον περίεργα, παράτυπα και ενδεχομένως παράνομα (άρθρο 239 ΠΚ) αναφέρω παραπάνω, τόσο δηλαδή στην αρχική από 7-1-2019, όσο και στην παρούσα συμπληρωματική αναφορά μου, το περιεχόμενο των οποίων παρακαλώ να κληθώ (εάν κρίνετε αναγκαίο) να επιβεβαιώσω και ενόρκως».
Επιπλέον, ο κ. Αγγελής αναφέρει: «Σε κάθε δε περίπτωση διευκρινίζω ότι η παρούσα αναφορά μου υποβάλλεται εκ λόγων υποχρεώσεως και κατά την έννοια του άρθρου 37 ΚΠΔ, προκειμένου να κριθεί εάν υπάρχουν ενδείξεις για τέλεση ποινικών αδικημάτων, είτε τετελεσμένων είτε σε απόπειρα (άρθρο 42 συνδ. με 239 ΠΚ)». Με απλά λόγια, δηλαδή, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μιλάει για την τέλεση αξιόποινων πράξεων εκ μέρους των εισαγγελέων, είτε τετελεσμένων είτε απόπειρα.
«Ανεπαρκείς»
Κλείνοντας την αναφορά του ο κ. Αγγελής χαρακτηρίζει «ανεπαρκείς» τους εισαγγελείς Διαφθοράς στην άσκηση των καθηκόντων τους και ζητεί την αντικατάστασή τους το ταχύτερο δυνατόν, καθώς, όπως λέει, «αδυνατούν να διεξάγουν επιτυχώς την σχετική ποινική έρευνα». Αναφέρει δε χαρακτηριστικά: «Οι ασχολούμενοι με την έρευνα εισαγγελείς διαφθοράς διέπραξαν λάθη και σφάλματα ανακριτικής τακτικής, για τα οποία κατά την άποψη μου δέον να ελεγχθούν πειθαρχικώς». Να σημειωθεί ότι παρά τις αναφορές του κ. Αγγελή, τέσσερις μήνες μετά την υποβολή τους στην κυρία Δημητρίου, η θητεία της κυρίας Τουλουπάκη ανανεώθηκε για δύο έτη με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Η δε πειθαρχική δικογραφία που είχε σχηματιστεί για τους χειρισμούς της στην υπόθεση της Novartis μπήκε στο αρχείο.
Μεταξύ άλλων, κατά τον κ. Αγγελή τα λάθη και σφάλματα των εισαγγελέων Διαφθοράς στην έρευνα για τη Novartis είναι:
■ Η θέση του μετέπειτα κατηγορουμένου Νικολάου Μανιαδάκη σε καθεστώς προστασίας. Παρά την ύπαρξη δύο προκαταρκτικών εξετάσεων εναντίον του και παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως εμπλεκόμενος-ύποπτος στις έστω και παράτυπες πληροφορίες των Αμερικανικών Αρχών, είναι «λογικώς ανεξήγητη» η ενέργεια να τεθεί υπό καθεστώς προστασίας.
■ Η μη διενέργεια συντονιστικών συναντήσεων στο πλαίσιο της Eurojust, αλλά, αντ’ αυτών, οι αμφιβόλου νομιμότητας, άτυπες συναντήσεις με τις Αμερικανικές Αρχές υπό το πρόσχημα της Δικαστικής Συνδρομής, χωρίς αυτές να προβλέπονται από τον νόμο και χωρίς την τελική λήψη κάποιου συγκεκριμένου νόμιμου αποδεικτικού στοιχείου.
■ Η δημιουργία απόλυτων ακυροτήτων με τη συμμετοχή της προϊσταμένης Εισαγγελέως διαφθοράς στη λήψη ενόρκων καταθέσεων.
■ Η προειλημμένη απόφασή των για άσκηση ποινικής δίωξης τύπου «όπως όπως, τύπου fast track».
■ Η γνωστοποίηση απόρρητων στοιχείων που λέχθηκαν στη Βιέννη σε τρίτο άτομο και η εντεύθεν «κατασκευασμένη» διαρροή των στα ΜΜΕ, γεγονός που οδηγεί σε σκέψεις «χειραγώγησης» της υπόθεσης.
anatakti
του δίνει και την απάντηση στο ερώτημα γιατί η απερχόμενη κυβέρνηση «πραξικοπηματικά» θέλει να ορίσει τη νέα ηγεσία του Αρείου Πάγου
Πρωτοφανείς μεθοδεύσεις στη διερεύνηση της υπόθεσης της Novartis και κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 239 του Ποινικού Κώδικα) εκ μέρους των εισαγγελέων που τη χειρίζονται καταγγέλλει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης Αγγελής, στις εμπιστευτικές αναφορές προς την προϊσταμένη του Ξένη Δημητρίου, τις οποίες αποκαλύπτει σήμερα το «Πρώτο Θέμα».
Στις αναφορές του (η πρώτη έχει ημερομηνία 7/1/2019 και η δεύτερη 21/2/2019) αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου καταγράφεται το άγνωστο παρασκήνιο που είχε στηθεί τους προηγούμενους μήνες ώστε η υπόθεση της Novartis να εργαλειοποιηθεί πολιτικά από την κυβέρνηση
Οι αποκαλύψεις του κ. Αγγελή δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών για το ποιο ακριβώς ήταν το «σκοτεινό σενάριο» που σκόπευε να υλοποιήσει η κυβέρνηση ώστε να αποδομήσει πολιτικά τους πολιτικούς της αντιπάλους και να υποστηρίξει το αφήγημά της περί διεφθαρμένου παλαιού κατεστημένου. Στην ουσία το περιεχόμενο των δύο αναφορών του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που επί μήνες κρατούνταν ως επτασφράγιστο μυστικό, αποτελεί το απαύγασμα των όσων διαπίστωσε ο ίδιος όντας εποπτεύων εισαγγελέας της Εισαγγελίας Διαφθοράς, η οποία διενεργεί μέχρι σήμερα την έρευνα για την υπόθεση της Novartis, υπό τα προστάγματα της επικεφαλής της, Ελένης Τουλουπάκη.
Ο κ. Αγγελής, ο οποίος δεν μπόρεσε να συνταχθεί με τις μεθοδεύσεις και τα στημένα πολιτικοδικαστικά παιχνίδια, είχε υποβάλει την παραίτησή του από τη θέση του εποπτεύοντος εισαγγελέα της Εισαγγελίας Διαφθοράς στην κυρία Ξένη Δημητρίου στις 7 Ιανουαρίου του 2019. Αντεξε μόλις τρεις μήνες στη θέση αυτή. Η παραίτησή του ακολούθησε αυτή της κυρίας Ελένης Ράικου, η οποία είχε παραιτηθεί από επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς τον Μάρτιο του 2017 καταγγέλλοντας παρεμβάσεις στην έρευνά της για τη Novartis. Η κυρία Ράικου, εισαγγελέας Εφετών σήμερα, ήταν εκείνη που είχε κάνει για πρώτη φορά αναφορά στον περιβόητο «Ρασπούτιν», ο οποίος «εκμεταλλευόμενος την πολιτική του ισχύ» τής ζητούσε να ασκήσει άρον άρον ποινικές διώξεις για την υπόθεση της Novartis.
Ο κ. Αγγελής είχε οριστεί τον Οκτώβριο του 2018 με απόφαση της κυρίας Δημητρίου αρμόδιος για την εποπτεία και τον συντονισμό του έργου των εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος και Εγκλήματος Διαφθοράς, διαδεχόμενος στη συγκεκριμένη θέση τον συνάδελφό του Δημήτριο Παπαγεωργίου. Τρεις μήνες μετά, και συγκεκριμένα την 7η Ιανουαρίου του 2019 υπέβαλε την παραίτησή του στην κυρία Δημητρίου για λόγους ευθιξίας. Η παραίτησή του έγινε αποδεκτή και ο κ. Αγγελής αντικαταστάθηκε από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσο.
Η Βιέννη, το FBI, το στικάκι και τα ταξίδια αναψυχής
Σύμφωνα με την αναφορά του κ. Αγγελή, όλα ξεκίνησαν στις 5 Ιανουαρίου του 2019, όταν δημοσιεύτηκαν σε απογευματινή εφημερίδα πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των συναντήσεων που είχε ο ίδιος, η κυρία Τουλουπάκη και οι επίκουροι εισαγγελείς Διαφθοράς Στέλιος Μανώλης και Χρήστος Ντζούρας με στελέχη του FBI σε ξενοδοχείο της Βιέννης. Αντικείμενο της συνάντησης αυτής ήταν η υπόθεση της Novartis. Το δημοσίευμα ήθελε τον κ. Αγγελή να αρνείται να παραλάβει στικάκι (ηλεκτρονικό αρχείο) που περιείχε στοιχεία με τραπεζικούς λογαριασμούς πρώην πολιτικού προσώπου. Μετά τη διαρροή αυτή και σε συνδυασμό προφανώς και με άλλα στοιχεία και γεγονότα, ο κ. Αγγελής άρχισε να αντιλαμβάνεται τους μηχανισμούς που είχαν στηθεί γύρω από την έρευνα για τη φαρμακοβιομηχανία.
Διαψεύδοντας το περιεχόμενο του δημοσιεύματος και υπογραμμίζοντας ότι δεν ήταν εκείνος που διέρρευσε τις πληροφορίες, ο κ. Αγγελής κάνει λόγο στην αναφορά του για σκευωρία που στήθηκε σε βάρος του «από άτομο που έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια τύπου Ρασπούτιν». Και αυτό διότι, όπως λέει, η δική του στρατηγική για το θέμα της έρευνας σχετικά με τη Νοvartis δεν συμφωνούσε «με την ισχύουσα γραμμή», που συνίστατο στο ότι «ασκούμε δίωξη στηριζόμενοι στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, στέλνουμε τμήμα της δικογραφίας στον ανακριτή και τα υπόλοιπα τα βρίσκει ο ανακριτής».
O «Ρασπούτιν» κατέστρωσε το σκοτεινό σενάριο
Γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Αγγελής στην αναφορά του προς την κυρία Δημητρίου: «Η μόνη λογική εξήγηση που μπορώ να δώσω (σ.σ.: για τις διαρροές στον Τύπο) είναι η παρακάτω: α) Κάποιος ή κάποια από τους τρεις Ελληνες συμμετέχοντες (Τουλουπάκη - Ντζούρας - Μανώλης) μετέφερε τους σχετικούς διάλογους, σε άγνωστο σε μένα πρόσωπο το οποίο κατέστρωσε το “σκοτεινό σενάριο”, το οποίο διοχέτευσε αρχικώς σε συγκεκριμένη εφημερίδα «Δημοκρατία» και από εκεί μεταφέρθηκε σε άλλες εφημερίδες και ηλεκτρονικά sites, β) το άτομο το οποίο εξύφανε την σε βάρος μου σκευωρία έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια “τύπου Ρασπούτιν” (σ.σ.: όρος που έχει χρησιμοποιηθεί από την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς), έχει προσβάσεις στα ΜΜΕ, έχει νομικές γνώσεις, χωρίς να αποκλείεται να έχει γνώσεις και μυστικών υπηρεσιών, αφού η κατασκευή του σεναρίου για δήθεν στικάκι μόνο σε σενάρια μυστικών υπηρεσιών μπορεί συνειρμικά να οδηγήσει, γ) το άγνωστο αυτό άτομο, είχε και έχει ως προφανή σκοπό, γνωρίζοντας (ως άτομο που “τα πανθ’ ορά”) και την ευθιξία μου, να με εξουδετερώσει, από επόπτη των Εισαγγελέων Διαφθοράς, αφού η δική μου στρατηγική έρευνας δεν συμφωνούσε με αυτή που είχε χαραχθεί μέχρι τότε για τη συγκεκριμένη υπόθεση, δ) το άτομο αυτό γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στο χώρο της δικαιοσύνης και έχει τις γνώσεις αλλά και την δυνατότητα να επεμβαίνει κατά την απονομή αυτής».
Μάλιστα, ο κ. Αγγελής επισημαίνει ότι ρώτησε την κυρία Τουλουπάκη και τους επίκουρους εισαγγελείς Διαφθοράς για τις διαρροές από τη συνάντηση της Βιέννης. Οπως λέει, οι κύριοι Ντζούρας και Μανώλης αρνήθηκαν κάθε σχέση με τη διαρροή, ενώ η κυρία Τουλουπάκη τού απάντησε: «Δεν αποκλείεται να διέρρευσαν από το γραφείο της εισαγγελέως Α.Π. Δεν αποκλείεται να έχουν παγιδεύσει με κοριό το γραφείο της εισαγγελέως Α.Π. και κάποιοι να τα άκουσαν όταν την ενημερώσατε για τα συμβάντα στη Βιέννη...».
Yπήρχε βιασύνη για διώξεις σε πολίτικους
Στη συνέχεια της αναφοράς του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου επισημαίνει ότι από την αρχή που ανέλαβε καθήκοντα εποπτεύοντος της Εισαγγελίας Διαφθοράς κατάλαβε ότι υπήρχε μια «βιασύνη», όπως χαρακτηριστικά λέει, για την άσκηση διώξεων. Μάλιστα, όταν διαχώρισε τη θέση του από αυτή την προσέγγιση, η κυρία Τουλουπάκη τού απάντησε ότι δεν δικαιούται να λαμβάνει γνώση των ουσιαστικών στοιχείων της δικογραφίας. Ο κ. Αγγελής αναφέρει στο έγγραφό του προς την κυρία Δημητρίου: «Είναι αυτονόητο ότι μια τόσο σοβαρή υπόθεση όπως αυτή της Novartis, με οικονομικές, πολιτικές ενδεχομένως και κομματικές προεκτάσεις, απαιτεί τη χάραξη κάποιας συγκεκριμένης στρατηγικής χειρισμού και έρευνας. Τέτοια στρατηγική δεν χαράχθηκε με βάση τους κανόνες της ανακριτικής επιστήμης και τεχνικής, αλλά με “κριτήρια”, όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρω παρακάτω. Συγκεκριμένα από την αρχή της τοποθέτησής μου ως επόπτης Διαφθοράς, αντιλήφθηκα ότι υπήρχε “σχετική βιασύνη” να ασκηθεί “κάποια ποινική δίωξη, για κάποιους πολιτικούς”, να παραπεμφθεί η υπόθεση σε ανακριτή (και μάλιστα χωρίς κλήση σε εξηγήσεις, αφού τα ονόματα θα τα προσδιόριζε ο ανακριτής) και “τα υπόλοιπα θα τα έβρισκε ο ανακριτής”.
Αντέλεξα ευθέως στη συγκεκριμένη “στρατηγική”, γεγονός που με έφερε σε “ευθεία κόντρα” με την κυρία Τουλουπάκη, η οποία μου παρέθεσε ως πρόσχημα ότι ο επόπτης δεν δικαιούται να λαμβάνει γνώση των ουσιαστικών στοιχείων της δικογραφίας και δεν δικαιούται να επεμβαίνει στον τρόπο και την πορεία της έρευνας. Κατέστησα σαφέστατη την αντίθεσή μου προς αυτό, μεταφέροντας ταυτόχρονα και τον προβληματισμό μου, πώς μπορώ να ασκήσω εποπτεία και συντονισμό “έχοντας μαύρα μεσάνυχτα σχετικά με την δικονομική πορεία της υπόθεσης”. Ταυτόχρονα δε, διαβεβαίωσα τόσο αυτή όσο και τους περί αυτήν επίκουρους εισαγγελείς ότι δεν πρόκειται να επέμβω στην κρίση τους και ότι οφείλω ως επόπτης να ελέγξω και να διαπιστώσω, εάν κατά την ποινική έρευνα τηρείται το άρθρο 239 ΠΔ».
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξέφρασε, όπως λέει, στους εισαγγελείς την αντίθεσή του στη σαλαμοποίηση της έρευνας για τη Novartis, άποψη που, όπως σημειώνει, ήταν αντίθετη «με τη μέχρι τότε ισχύουσα “γραμμή” που συνίστατο στο ότι “ασκούμε δίωξη στηριζόμενοι στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων”».
Χαρακτηριστικά ο κ. Αγγελής αναφέρει: «Από την αρχή επίσης κατέστησα σαφές στην κυρία Τουλουπάκη ότι η έρευνα πρέπει να περαιωθεί ταυτόχρονα για όλους τους (και τους δέκα) εμπλεκόμενους πολιτικούς και προπάντων δεν πρέπει να “κομματιαστεί” χρονικώς και ένα “κομμάτι” της να συνδυαστεί με την άσκηση ποινικής δίωξης, αφού έτσι θα δοθεί η εντύπωση ότι θα υπάρχει βιασύνη που στοχεύει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα (άσκηση μερικής ποινικής δίωξης), γεγονός που ήθελε δημιουργήσει αρνητικά σχόλια για τη δικαιοσύνη για ευνόητους λόγους. Σε κάθε περίπτωση επίσης κατέστησα σαφές ότι θα πρέπει να διερευνηθεί η ύπαρξη επαρκών ή μη ενδείξεων ενοχής, εναντίον συγκεκριμένων προσώπων, που πρέπει να προσδιοριστούν, να κληθούν σε παροχή εξηγήσεων (άρθρο 31 ΠΔ) και σε περίπτωση που τα άτομα αυτά προστατεύονται από συνταγματικές διατάξεις, θα έπρεπε να προσδιοριστεί επακριβώς και το ποινικό αδίκημα που θα τους αποδοθεί (ύπαρξη του λεγόμενου “υπουργικού αδικήματος”), προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραγραφής του.
Εννοείται ότι η παραπάνω άποψή μου ήταν αντίθετη με τη μέχρι τότε ισχύουσα “γραμμή”, που συνίστατο στο ότι “ασκούμε δίωξη στηριζόμενοι στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, στέλνουμε τμήμα της δικογραφίας στον ανακριτή και τα υπόλοιπα τα βρίσκει ο ανακριτής”». Ερωτήματα ανακύπτουν όμως, κατά τον κ. Αγγελή, και για το ποιος χάραξε τη συγκεκριμένη στρατηγική της έρευνας για τη Novartis. «Η κυρία Τουλουπάκη και η περί αυτής ομάδα επίκουρων εισαγγελέων; Ο επόπτης εισαγγελέας; Ή από κοινού ύστερα από συνεννόηση; Πώς μπορεί να συντονίζει ο επόπτης εισαγγελέας, εάν δεν γνωρίζει τα στοιχεία της δικογραφίας; Ποιος θέλει την παρουσία του επόπτη μόνον ως διακοσμητική, με την έννοια ότι “απλώς θα κάλυπτε” τις ενέργειες της κυρίας Τουλουπάκη, χωρίς όμως να μπορεί να κρίνει αυτές; ...Σε κάθε περίπτωση δε, εξακολουθεί στα έργα της εισαγγελέως διαφθοράς το άτομο εκείνο το οποίο έχει προσδιοριστεί ως “Ρασπούτιν” από την κυρία Ράικου;» διερωτάται ο ανώτερος εισαγγελικός λειτουργός.
Τουλουπάκη: «Θα ασκήσουμε διώξεις με ενδείξεις»
Οπως λέει ο κ. Αγγελής, η «βιασύνη για την όπως-όπως άσκηση ποινικής δίωξης αποδεικνύεται από τα όσα έλαβαν χώρα μεταξύ της κυρίας Τουλουπάκη και του κλιμακίου του FBI στη Βιέννη». Οπως αναφέρει, η κυρία Τουλουπάκη είχε πρόθεση να πληροφορήσει τους Αμερικάνους ότι «γύρω στις 20 Δεκεμβρίου θα ασκήσουμε δίωξη κατά τριών πολιτικών προσώπων και συγκεκριμένα κατά των Γεωργιάδη, Λοβέρδου και Σαλμά».
Ο κ. Αγγελής επισημαίνει ότι ο ίδιος πριν από τη συνάντηση με τους Αμερικανούς στο ξενοδοχείο της Βιέννης ζήτησε να διεξαχθεί «simulation», δηλαδή μια προσομοίωση του τι θα γίνει κατά τη συζήτηση με τους εκπροσώπους των ΗΠΑ. Τότε, όπως σημειώνει, ρώτησε την κυρία Τουλουπάκη και τους κυρίους Ντζούρα και Μανώλη, να τον ενημερώσουν για ποιο συγκεκριμένο λόγο ζήτησαν να γίνει «η παρούσα δικαστική συνεργασία», αφού μέχρι τότε ο ίδιος αγνοούσε τον ακριβή λόγο της συνάντησης:
«Με μεγάλη μου έκπληξη τους άκουσα να με πληροφορούν διά στόματος κυρίας Τουλουπάκη (κατά λέξη) ότι “θα πούμε στους Αμερικάνους ότι γύρω στις 20 Δεκεμβρίου θα ασκήσουμε δίωξη κατά τριών πολιτικών προσώπων και συγκεκριμένα κατά των Γεωργιάδη, Λοβέρδου και Σαλμά», λέει ο κ. Αγγελής και συνεχίζει: «Αντέδρασα έντονα και τους είπα (κατά λέξη): “καλά εμένα δεν με υπολογίζετε ως επόπτη σας, την κυρία Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την έχετε ενημερώσει;” μου απάντησαν αρνητικώς. Στην ερώτηση μου “πώς είναι δυνατόν να δίνουν στους Αμερικανούς αναφορά για θέματα που δεν γνώριζε ούτε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου” ουδέν μου απάντησαν. Στην ερώτησή μου “με τι αποδεικτικά στοιχεία θα ασκήσετε την δίωξη;” μου απάντησαν “με τις ενδείξεις που προκύπτουν από τις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης ο ανακριτής θα τα βρει”».
Τι έγινε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου
Στη συνέχεια της αναφοράς του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου περιγράφει ένα σκηνικό έντονης διαφωνίας του με την εισαγγελέα Διαφθοράς ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που υπήρχαν μέχρι τότε στη δικογραφία, καθώς, όπως λέει, η κυρία Τουλουπάκη υποστήριξε πως δεν είχε το δικαίωμα της εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων. «Μετά από σχετικώς έντονο διάλογο (καθήμενοι πάντα στο σαλόνι της reception), τους ζήτησα να μην αναφέρουν αυτά που σκέπτονται στους Αμερικανούς (πράγμα το οποίο και έγινε) και να ενημερώσουν πρώτα την κυρία εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, διότι οι ενδείξεις που δημιουργούνται από τις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων είναι (κατά την κρίση μου) μη αποχρώσες και υπάρχει ο κίνδυνος να εκδοθεί τυπική κλήση από τον ανακριτή κατ’ άρθρο 270 ΠΔ, με όσες ποινικές (άρθρο 239 ΠΚ) και αστικές συνέπειες μπορούν να προκύψουν τόσο για αυτούς, όσο και για μένα υπό την ιδιότητά μου ως επόπτης».
Κατόπιν αυτών στην αναφορά του, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπογραμμίζει ότι αντιλήφθηκε για ποιο λόγο έπρεπε να φύγει από τη μέση. Αναφέρει επί λέξει: «Μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιο λόγο, ενώ έπρεπε να “φύγω από τη μέση” με την κατασκευή μιας ψευδούς εναντίον μου, τύπου Ρασπούτιν, κατηγορίας, περί δήθεν άρνησης να παραλάβω στικάκι με αποδεικτικά στοιχεία κατά συγκεκριμένου πολιτικού προσώπου. Είναι δε ευνόητο ότι, με την μεθόδευση αυτή επιτυγχάνεται “διπλός στόχος”, αφού έτσι αφενός μεν επιτυγχάνεται η γρήγορη άσκηση ποινικής δίωξης, επιπλέον δε, ανευρίσκεται και το εξιλαστήριο θύμα (δηλαδή εγώ), στο οποίο θα φορτωθούν οι ευθύνες όταν θα αποτύχει η έρευνα, αφού ενώ δήθεν είχα αρνηθεί να παραλάβω “σημαντικά και σίγουρα αποδεικτικά στοιχεία”».
Στη συνέχεια της αναφοράς του, όμως, ο κ. Αγγελής κάνει λόγο για «αμφιβόλου νομιμότητας επικοινωνίες» της κυρίας Τουλουπάκη με τους Αμερικανούς πράκτορες του FBI και διερωτάται για ποιο λόγο δεν υποβλήθηκαν επίσημα αιτήματα δικαστικής συνδρομής προς τις ΗΠΑ, αλλά επιλέχθηκε «επικοινωνία - δικαστική συνεργασία» υπό τον μανδύα των «απόρρητων υπηρεσιακών λόγων» και ως εκ τούτου οι εισαγγελείς Διαφθοράς μετέβησαν κατ’ επανάληψη σε Αμερική και Αυστρία. Οπως λέει χαρακτηριστικά, «είναι απορίας άξιον με ποια διαδικασία (π.χ. ανταλλαγή εγγράφων;) και με πρωτοβουλία ποίων προσώπων γινόταν οι συναντήσεις, αν υπήρχε Agenda, σε ποιο σημείο γινόταν οι συναντήσεις, αν τηρούντο πρακτικά και εάν οι εισαγγελείς Διαφθοράς υπέβαλαν αναφορά και σε ποιον μετά την επιστροφή τους από τις εν λόγω συναντήσεις;».
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί να προσκομιστούν τα επίσημα στοιχεία για τη δικαστική συνδρομή, «καθότι σε εμένα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε από τους εισαγγελείς διαφθοράς, με αποτέλεσμα να τείνω να διαμορφώσω την άποψη ότι μετέβαιναν στο εξωτερικό για λόγους προσωπικής αναψυχής».
Και συνεχίζοντας ευλόγως διερωτάται: «Ποιος είναι αυτός που ενέκρινε τα έξοδα; Σε ποίον υπέβαλαν την σχετική αναφορά μετά την επιστροφή των; Ή έστω ποιον ενημέρωναν κάθε φορά για τα αποδεικτικά στοιχεία που δήθεν προσκόμιζαν, ποιος ενέκρινε τις ενέργειές των αυτές και σε κάθε περίπτωση γιατί δεν ακολουθήθηκε ο νόμιμος δρόμος των συντονιστικών συναντήσεων δια μέσου της Eurojust».
Εν όψει της συνάντησης της Βιέννης ο κ. Αγγελής αναφέρει ότι είχε ζητήσει από την κυρία Τουλουπάκη να του προσκομίσει «όλα τα έγγραφα τα οποία έχει λάβει ή έχει αποστείλει προς τις αρμόδιες Αρχές των ΗΠΑ, στα πλαίσια της επίσημης ή ανεπίσημης συνεργασίας της, για υποθέσεις παράνομης διακίνησης φαρμάκων, στην Ελληνική ή αγγλική γλώσσα». Ωστόσο, όπως επισημαίνει, έλαβε την ίδια κιόλας ημέρα ένα μικρό αριθμό «χωρίς όμως να προσδιορίζεται στο διαβιβαστικό ούτε ο ακριβής αριθμός αυτών, ούτε η ταυτότητα των (κατά συνέπεια δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλα)».
Τα έγγραφα αυτά, σύμφωνα με την αναφορά του κ. Αγγελή, «δεν έφεραν αριθμό πρωτοκόλλου και ήταν όλα προγενέστερα των τριών συναντήσεων στη Βιέννη, με αποτέλεσμα ευλόγως να διερωτώμαι “τι και ποια στοιχεία, έστω και υπό μορφή πληροφοριών, πήραμε από τις συναντήσεις της Βιέννης;”». Κατόπιν αυτών, σημειώνει ο κ. Αγγελής, «σχημάτισα την άποψη ότι η παρουσία μου ως επόπτη και συντονιστή της Διαφθοράς βόλευε μόνο στον βαθμό που ευλογούσα το σχέδιο, της άσκησης ποινικής δίωξης το ταχύτερο δυνατόν, γεγονός όμως που αντέβαινε τόσο στην συνείδησή μου, όσο και στον όρκο που είχα δώσει να εκτελώ τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου».
«Επιλεκτική έρευνα, χάος δικογραφιών»
Μέχρι το διάστημα που ο κ. Αγγελής επόπτευε την έρευνα για τη Novartis σχημάτισε, όπως λέει, την άποψη ότι γινόταν επιλεκτική έρευνα «μόνο για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες εταιρείες» με κριτήρια που, όπως επισημαίνει, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει. Οταν δε ζήτησε από τους εισαγγελείς Διαφθοράς να δει τις «δικογραφίες Novartis» του έδειξαν «ένα όγκο εγγράφων σε μια γωνία» γνωρίζοντάς του ότι «δεν έχουν ξεχωρίσει τα έγγραφα ανά δικογραφία». Οπως αναφέρει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «είναι σχεδόν βέβαιο -κατά την κρίση μου- ότι ούτε οι ίδιοι οι εισαγγελείς Διαφθοράς γνωρίζουν πόσες σχετικές δικογραφίες έχουν σχηματιστεί».
Αναφερόμενος στις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, ο κ. Αγγελής επισημαίνει τις συνεχείς αλλαγές στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει: «Ως προς τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα (π.χ. δωροδοκίες πολιτικών προσώπων) οι καταθέσεις των μαρτύρων περιέχουν πρωτίστως αξιολογικές, υποκειμενικές και αόριστες κρίσεις και όχι συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δημιουργία των επαρκών εκείνων ενδείξεων ενοχής, που απαιτούνται (σε πρώτο διαδικαστικό στάδιο) για την άσκηση ποινικής δίωξης».
«Κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των εισαγγελέων»
Κάνοντας ευθέως λόγο για διάπραξη του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας (άρθρο 239 ΠΚ) εκ μέρους των εισαγγελέων Διαφθοράς που χειρίζονται την υπόθεση της Novartis, ο κ. Αγγελής υπογραμμίζει στο κείμενο της αναφοράς του: «Η ευθιξία μου οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι δεν επιθυμώ να συνδεθεί το όνομά μου με όσα τουλάχιστον περίεργα, παράτυπα και ενδεχομένως παράνομα (άρθρο 239 ΠΚ) αναφέρω παραπάνω, τόσο δηλαδή στην αρχική από 7-1-2019, όσο και στην παρούσα συμπληρωματική αναφορά μου, το περιεχόμενο των οποίων παρακαλώ να κληθώ (εάν κρίνετε αναγκαίο) να επιβεβαιώσω και ενόρκως».
Επιπλέον, ο κ. Αγγελής αναφέρει: «Σε κάθε δε περίπτωση διευκρινίζω ότι η παρούσα αναφορά μου υποβάλλεται εκ λόγων υποχρεώσεως και κατά την έννοια του άρθρου 37 ΚΠΔ, προκειμένου να κριθεί εάν υπάρχουν ενδείξεις για τέλεση ποινικών αδικημάτων, είτε τετελεσμένων είτε σε απόπειρα (άρθρο 42 συνδ. με 239 ΠΚ)». Με απλά λόγια, δηλαδή, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου μιλάει για την τέλεση αξιόποινων πράξεων εκ μέρους των εισαγγελέων, είτε τετελεσμένων είτε απόπειρα.
«Ανεπαρκείς»
Κλείνοντας την αναφορά του ο κ. Αγγελής χαρακτηρίζει «ανεπαρκείς» τους εισαγγελείς Διαφθοράς στην άσκηση των καθηκόντων τους και ζητεί την αντικατάστασή τους το ταχύτερο δυνατόν, καθώς, όπως λέει, «αδυνατούν να διεξάγουν επιτυχώς την σχετική ποινική έρευνα». Αναφέρει δε χαρακτηριστικά: «Οι ασχολούμενοι με την έρευνα εισαγγελείς διαφθοράς διέπραξαν λάθη και σφάλματα ανακριτικής τακτικής, για τα οποία κατά την άποψη μου δέον να ελεγχθούν πειθαρχικώς». Να σημειωθεί ότι παρά τις αναφορές του κ. Αγγελή, τέσσερις μήνες μετά την υποβολή τους στην κυρία Δημητρίου, η θητεία της κυρίας Τουλουπάκη ανανεώθηκε για δύο έτη με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Η δε πειθαρχική δικογραφία που είχε σχηματιστεί για τους χειρισμούς της στην υπόθεση της Novartis μπήκε στο αρχείο.
Μεταξύ άλλων, κατά τον κ. Αγγελή τα λάθη και σφάλματα των εισαγγελέων Διαφθοράς στην έρευνα για τη Novartis είναι:
■ Η θέση του μετέπειτα κατηγορουμένου Νικολάου Μανιαδάκη σε καθεστώς προστασίας. Παρά την ύπαρξη δύο προκαταρκτικών εξετάσεων εναντίον του και παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως εμπλεκόμενος-ύποπτος στις έστω και παράτυπες πληροφορίες των Αμερικανικών Αρχών, είναι «λογικώς ανεξήγητη» η ενέργεια να τεθεί υπό καθεστώς προστασίας.
■ Η μη διενέργεια συντονιστικών συναντήσεων στο πλαίσιο της Eurojust, αλλά, αντ’ αυτών, οι αμφιβόλου νομιμότητας, άτυπες συναντήσεις με τις Αμερικανικές Αρχές υπό το πρόσχημα της Δικαστικής Συνδρομής, χωρίς αυτές να προβλέπονται από τον νόμο και χωρίς την τελική λήψη κάποιου συγκεκριμένου νόμιμου αποδεικτικού στοιχείου.
■ Η δημιουργία απόλυτων ακυροτήτων με τη συμμετοχή της προϊσταμένης Εισαγγελέως διαφθοράς στη λήψη ενόρκων καταθέσεων.
■ Η προειλημμένη απόφασή των για άσκηση ποινικής δίωξης τύπου «όπως όπως, τύπου fast track».
■ Η γνωστοποίηση απόρρητων στοιχείων που λέχθηκαν στη Βιέννη σε τρίτο άτομο και η εντεύθεν «κατασκευασμένη» διαρροή των στα ΜΜΕ, γεγονός που οδηγεί σε σκέψεις «χειραγώγησης» της υπόθεσης.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εκλογή πρόκλησις
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ