2019-06-19 11:30:13
Πόσο δύσκολο είναι να μη γκαρίζεις στο κινητό στο μετρό, στο λεωφορείο να μη σπρώχνεις για να μπεις πριν απ’ τους άλλους, να παραχωρείς τη θέση σου σε μια έγκυο, έναν ηλικιωμένο ή ένα συνάνθρωπο με δυσκολία στην κίνηση;
Πόσο δύσκολο είναι όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους να βάζεις το χέρι μπροστά στο στόμα πριν βήξεις;
Πόσο δύσκολο είναι να μην αφήνεις τις ροχάλες σου και τ’ αποτσίγαρά σου στο πεζοδρόμιο; Να μην κορνάρεις με το παραμικρό όταν οδηγείς, να μην πετάς σκουπίδια απ’ το παράθυρο, να σταματάς στις διαβάσεις για να περάσουν οι πεζοί και να μην παρκάρεις καταλαμβάνοντας πεζοδρόμια;
Πόσο δύσκολο είναι να μην καπνίζεις στις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων, στις υπηρεσίες και σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους όπου συνυπάρχεις με αυτούς που δεν καπνίζουν;
Πόσο δύσκολο είναι να λες καλημέρα το πρωί και καλησπέρα το βράδυ, να απαντάς παρακαλώ όταν σου λένε ευχαριστώ και να μη τσιγκουνεύεσαι το ευχαριστώ και το χαμόγελο;
Πόσο δύσκολο είναι να μην κάνεις τον ξερόλα, τον «μάγκα», να μην υποτιμάς τον συνομιλητή σου και ν’ ακούς τι έχει να πει πριν του απαντήσεις;
Πόσο δύσκολο είναι να παραδέχεσαι τα λάθη σου και να ζητάς συγνώμη;
Πόσο δύσκολο είναι να σέβεσαι το διαφορετικό, να μην κρίνεις τον άλλο από το φύλο του, από την εμφάνισή του, το χρώμα του δέρματός του, την προέλευσή του, τη θρησκεία του, τη σεξουαλική του επιλογή;
Πόσο δύσκολο είναι να υπερασπιστείς έναν αδύναμο που δέχεται λεκτική, σωματική ή άλλη επίθεση;
Πόσο δύσκολο είναι να αρνηθείς το σκοπό που αγιάζει τα μέσα;
Με τι μετριέται άραγε η σοβαρότητα; Ποιο είναι σοβαρότερο-μεγαλύτερο πρόβλημα: να είσαι άνεργος ή να «απασχολείσαι» απλήρωτος, να μην έχεις να περάσεις ή να σκύβεις συνέχεια το κεφάλι, να μην έχεις να φας ή… να μη χορταίνεις κουτόχορτο;
Αν τα παραπάνω είναι δύσκολο να τα καταλάβεις και να τα εντάξεις στην καθημερινότητά σου, τότε είναι πιο δύσκολο να συνειδητοποιήσεις ότι δίπλα στο δικό σου «εγώ» ζουν και περιφέρονται άλλα ανθρώπινα όντα. Και πώς να συμβεί αυτό όταν εσύ, όπως ο διπλανός σου και πολλοί, υψώνεις τείχη γύρω σου και δε δίνεις δεκάρα για τους άλλους.
Έτσι σ’ έμαθαν στο σπίτι, αυτό σου «δίδαξε» το σχολείο, με τέτοιες εικόνες σε θαμπώνει το «λάιφ-στάιλ», το ίδιο άλλωστε κάνουν και οι περισσότεροι «άλλοι», απ’ τους οποίους απομακρύνεσαι, αυτονομείσαι και δεν θέλεις να έχεις πολλά-πολλά μαζί τους, εκτός αν πρόκειται να κερδίσεις κάτι. Αυτό προβάλλει και υπερασπίζεται το σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε: το ατομικό συμφέρον, το «εγώ» και μοιράζει συνταγές «επιτυχίας» για ν’ αναδειχτεί, να ξεχωρίσει ο κάθε εαυτούλης και να γίνει «μεγάλος». Αυτός που θα βρει τον τρόπο και θα καταφέρει να ξεχωρίσει απ’ τους άλλους και να τους επιβληθεί, οικονομικά, κοινωνικά, συναισθηματικά ή όπως αλλιώς, θεωρείται «νικητής». Οι άλλοι να πάνε να λουφάξουν, ν’ αποδεχτούν την «ήττα» και να χωθούν πιο βαθιά στο καβούκι τους ― που είναι καταφύγιο και βραχνάς μαζί. Εκεί, με την ησυχία σου θα μπορείς ν’ ανακατέψεις τη μιζέρια, την απογοήτευσή σου, την ανασφάλεια και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, με το φόβο και την παραίτηση. Και θα τα κουτσοβολέψεις, εσύ, γιατί είσαι Έλληνας… με DNA, εσύ, ―σε ντοπάρουν―, διαφορετικός, υπομονετικός, μαθημένος στα δύσκολα, ευπροσάρμοστος και καταφερτζής. Και με ελαστικούς σπονδύλους Την ίδια ώρα, αποθρασύνονται, οργιάζουν οι μουχλιασμένοι διαολόσποροι του Αδόλφου και σηκώνει κεφάλι το τέρας του φασισμού στη γειτονιά σου, στη χώρα σου, στην ευρωπαϊκή γη της ―ουτοπικής― επαγγελίας σου και απειλεί να καταβροχθίσει τα πάντα. Και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι… Όταν γυρνάς το κλειδί στην πόρτα που σε απομονώνει νομίζεις με ασφάλεια απ’ τους «άλλους», ο ιός του φασισμού έχει ήδη αλώσει τα τείχη του εαυτούλη σου, έχει δρασκελίσει την κερκόπορτα της συνείδησής σου και μολύνει την ψυχή σου. Δεν έχει σημασία τι ψηφίζεις στις εκλογές, αν περνιέσαι γι’ αριστερός, κεντρώος ή δεξιός, προοδευτικός ή συντηρητικός. Έχεις γίνει χωρίς να το καταλάβεις μέρος μιας ομογενοποιημένης μάζας που απλώνεται σα σιχαμερή μολυσματική βλέννα και που απειλεί να σκεπάσει κάθε ίντσα υγιούς αντίδρασης· μια επιθετική πηγή μετάδοσης που σαν τσουνάμι επιταχύνει τη διαδικασία σήψης και πολλαπλασιάζει τα σκουλήκια. Πόσο ζει ένα σκουλήκι;…
Όταν πιστέψεις ότι θα τη σκαπουλάρεις τότε είσαι ήδη νεκρός, έχεις αρχίσει ν’ αποσυντίθεσαι, προσφέροντας αληθινή και ανέλπιστη ασφάλεια στο όλο σύστημα που σε εκμεταλλεύεται, που τρέφεται βιάζοντας και απομυζώντας τη συνείδησή σου και που, ενώ μέχρι πριν λίγο έτρεμε την ώρα που θα ξυπνήσεις και θα γκρεμίσεις μαζί με τα τείχη σου και το ίδιο, νιώθει ανακούφιση που ξεμπερδεύει με έναν ακόμα…
Φταις. Σκέψου, είναι ζωή αυτή; Δες γύρω σου και απομόνωσε μερικά από τα βουνά πληροφοριών που σου πετάνε στο κεφάλι οι ίδιες ντουντούκες της καθεστωτικής προπαγάνδας. Πόσα κατορθώνει καθημερινά η επιστήμη, πού έχει φτάσει η πρόοδος της τεχνολογίας, πόσος πλούτος υπάρχει γύρω στη γη, στη φύση, πόσα πλούτη παράγονται απ’ τους ανθρώπους της δουλειάς· φτάνουν για να ζήσουν ευτυχισμένα όλοι οι ένοικοι αυτού του πλανήτη και γενιές απογόνων τους. Και ταυτόχρονα πόσοι πόλεμοι, αίμα, φτώχεια, πείνα, δυστυχία, αρρώστια, βίαιος θάνατος. Πόσο λίγοι, ελάχιστοι, έχουν στα χέρια τους τα πάντα και πόσο πολλοί είναι αυτοί που δεν έχουν τίποτα.
Φταις και ξαναφταίς όταν επαναλαμβάνεσαι και επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη. Παραμυθιάζεσαι με τα φαινομενικά καινούργια, αλλά στην ουσία με οσμή ναφθαλίνης ανακυκλωμένα και επαναλαμβανόμενα (σαν τα φετινά τηλεπαιχνίδια) πρόσωπα, κόμματα, λέξεις, υποσχέσεις. Παραληρείς μπροστά σε τηλεγελωτοποιούς. Πιστεύεις σε θαύματα και υποκλίνεσαι στους θαυματοποιούς και στους μαθητευόμενους μάγους. Εμπιστεύεσαι το παρόν και το μέλλον σου στους καταφερτζήδες και παραχωρείς το δικαίωμα εκμετάλλευσής σου σε όποιον πλειοδοτήσει σε τάματα και μαλαγανιά. Πιστεύεις ότι η ζωή σού χρωστάει, όλοι οι άλλοι σού χρωστάνε κι εσύ υπάρχεις μόνο για να εισπράττεις. Ψάχνεις ψήγματα ψευτοευτυχίας σε μεσίτες και αγοράζεις όσο-όσο ετοιματζίδικα όνειρα απ’ τον μαυραγορίτη καπιταλιστή ντίλερ, που σου ετοίμασε μια ζωή κανονικό θρίλερ και που δεν θα διστάσει να γίνει και κίλερ, γιατί ο θάνατός σου η ζωή μου ισχύει εδώ, στην άγ(ρ)ια ―του ευρώ― δύση Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αποκομμένος. Όχι ολοκληρωμένα. Ζωή δεν είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι με την έγνοια πώς θα βολέψεις ή θα γλιτώσεις την πάρτη σου. Να μοιράζεσαι την έγνοια, την αγωνία, τη λύπη, τον πόνο, να προσφέρεις και ν’ αποδέχεσαι τη μπουκιά, την ελπίδα, το χαμόγελο, την αγκαλιά, ―τόσο ξένα και παρεξηγημένα, σήμερα, που λίγοι έχουν το «προνόμιο» να νιώθουν και να εκφράζουν―, δίνει κουράγιο, οπλίζει με δύναμη, γεμίζει με νόημα τη ζωή.
Οι Έλληνες δεν «τα κατάφερναν πάντα», γενικά και αόριστα, δεν ήταν ποτέ «όλοι αγαπημένοι», ούτε «όλοι ενωμένοι», αφού δεν είχαν και δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα. Κάποιοι βολεύονται από καταστάσεις σαν αυτές που ζούμε σήμερα (πρωτόγνωρες και επώδυνες για τους περισσότερους), κερδίζουν και επενδύουν στην ύπαρξη και στη διαιώνισή τους. Μας θέλουν μονάδες, ατομιστές, εκατομμύρια μικρά, ασήμαντα και αδύναμα «εγώ», εαυτούληδες, για να μας αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά και να μας κρατάνε υποταγμένους, διαιωνίζοντας την κυριαρχία της εξουσίας τους πάνω στις κυρτές απ’ το πολύ σκύψιμο πλάτες μας.
Δικό τους το σύστημα της αδικίας και της εκμετάλλευσης, δική τους και η εξουσία του και δικές σου οι αλυσίδες που σε κρατάνε δεμένο, σκλάβο, δούλο τους. Αν δεν έχεις τα ίδια με αυτούς συμφέροντα και αν δεν ανήκεις στην τάξη τους ποτέ το δικό σου καλό δεν θα συμβαδίσει με το δικό τους. Η θέση σου είναι απέναντί τους, μαζί με τους πολλούς, δίπλα σ’ αυτούς που άφησαν πίσω τα μικρά «εγώ» τους και οικοδομούν το μεγάλο «εμείς». Από κοινού, μαζί, βάζοντας δίπλα δίπλα αυτά τα τόσα πολλά που μας ενώνουν και διεκδικώντας αυτά που μας ανήκουν, δηλαδή τα πάντα.
Η ζωή είναι δώρο ακριβό, πολύτιμο, μια και μοναδική, δεν έχει επιστροφή. Η αποστειρωμένη από συναίσθημα και νου καθημερινότητα είναι ένας οδοστρωτήρας που στο πέρασμά του αφαιρεί το ζωτικό οξυγόνο από την καθαρή σκέψη και κάθε δυνατότητα ορθής αξιολόγησης των πραγμάτων και αφήνει πίσω του ψίχουλα ψευτοζωής. Οι επιλογές, η στάση του καθενός αφορούν, επηρεάζουν τον ίδιο και τους πάντες.
Οι αξίες, τα ιδανικά, ο πόθος για μια καλύτερη ζωή, χαρούμενη κι ευτυχισμένη για όλους, δεν έχουν πεθάνει. Σιγοκαίνε κάτω απ’ «τη χόβολη της ελπίδας» και προσμένουν το φύσημα που θα τα θεριέψει.
via
olalathos
Πόσο δύσκολο είναι όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους να βάζεις το χέρι μπροστά στο στόμα πριν βήξεις;
Πόσο δύσκολο είναι να μην αφήνεις τις ροχάλες σου και τ’ αποτσίγαρά σου στο πεζοδρόμιο; Να μην κορνάρεις με το παραμικρό όταν οδηγείς, να μην πετάς σκουπίδια απ’ το παράθυρο, να σταματάς στις διαβάσεις για να περάσουν οι πεζοί και να μην παρκάρεις καταλαμβάνοντας πεζοδρόμια;
Πόσο δύσκολο είναι να μην καπνίζεις στις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων, στις υπηρεσίες και σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους όπου συνυπάρχεις με αυτούς που δεν καπνίζουν;
Πόσο δύσκολο είναι να λες καλημέρα το πρωί και καλησπέρα το βράδυ, να απαντάς παρακαλώ όταν σου λένε ευχαριστώ και να μη τσιγκουνεύεσαι το ευχαριστώ και το χαμόγελο;
Πόσο δύσκολο είναι να μην κάνεις τον ξερόλα, τον «μάγκα», να μην υποτιμάς τον συνομιλητή σου και ν’ ακούς τι έχει να πει πριν του απαντήσεις;
Πόσο δύσκολο είναι να παραδέχεσαι τα λάθη σου και να ζητάς συγνώμη;
Πόσο δύσκολο είναι να σέβεσαι το διαφορετικό, να μην κρίνεις τον άλλο από το φύλο του, από την εμφάνισή του, το χρώμα του δέρματός του, την προέλευσή του, τη θρησκεία του, τη σεξουαλική του επιλογή;
Πόσο δύσκολο είναι να υπερασπιστείς έναν αδύναμο που δέχεται λεκτική, σωματική ή άλλη επίθεση;
Πόσο δύσκολο είναι να αρνηθείς το σκοπό που αγιάζει τα μέσα;
Με τι μετριέται άραγε η σοβαρότητα; Ποιο είναι σοβαρότερο-μεγαλύτερο πρόβλημα: να είσαι άνεργος ή να «απασχολείσαι» απλήρωτος, να μην έχεις να περάσεις ή να σκύβεις συνέχεια το κεφάλι, να μην έχεις να φας ή… να μη χορταίνεις κουτόχορτο;
Αν τα παραπάνω είναι δύσκολο να τα καταλάβεις και να τα εντάξεις στην καθημερινότητά σου, τότε είναι πιο δύσκολο να συνειδητοποιήσεις ότι δίπλα στο δικό σου «εγώ» ζουν και περιφέρονται άλλα ανθρώπινα όντα. Και πώς να συμβεί αυτό όταν εσύ, όπως ο διπλανός σου και πολλοί, υψώνεις τείχη γύρω σου και δε δίνεις δεκάρα για τους άλλους.
Έτσι σ’ έμαθαν στο σπίτι, αυτό σου «δίδαξε» το σχολείο, με τέτοιες εικόνες σε θαμπώνει το «λάιφ-στάιλ», το ίδιο άλλωστε κάνουν και οι περισσότεροι «άλλοι», απ’ τους οποίους απομακρύνεσαι, αυτονομείσαι και δεν θέλεις να έχεις πολλά-πολλά μαζί τους, εκτός αν πρόκειται να κερδίσεις κάτι. Αυτό προβάλλει και υπερασπίζεται το σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε και κινούμαστε: το ατομικό συμφέρον, το «εγώ» και μοιράζει συνταγές «επιτυχίας» για ν’ αναδειχτεί, να ξεχωρίσει ο κάθε εαυτούλης και να γίνει «μεγάλος». Αυτός που θα βρει τον τρόπο και θα καταφέρει να ξεχωρίσει απ’ τους άλλους και να τους επιβληθεί, οικονομικά, κοινωνικά, συναισθηματικά ή όπως αλλιώς, θεωρείται «νικητής». Οι άλλοι να πάνε να λουφάξουν, ν’ αποδεχτούν την «ήττα» και να χωθούν πιο βαθιά στο καβούκι τους ― που είναι καταφύγιο και βραχνάς μαζί. Εκεί, με την ησυχία σου θα μπορείς ν’ ανακατέψεις τη μιζέρια, την απογοήτευσή σου, την ανασφάλεια και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, με το φόβο και την παραίτηση. Και θα τα κουτσοβολέψεις, εσύ, γιατί είσαι Έλληνας… με DNA, εσύ, ―σε ντοπάρουν―, διαφορετικός, υπομονετικός, μαθημένος στα δύσκολα, ευπροσάρμοστος και καταφερτζής. Και με ελαστικούς σπονδύλους Την ίδια ώρα, αποθρασύνονται, οργιάζουν οι μουχλιασμένοι διαολόσποροι του Αδόλφου και σηκώνει κεφάλι το τέρας του φασισμού στη γειτονιά σου, στη χώρα σου, στην ευρωπαϊκή γη της ―ουτοπικής― επαγγελίας σου και απειλεί να καταβροχθίσει τα πάντα. Και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι… Όταν γυρνάς το κλειδί στην πόρτα που σε απομονώνει νομίζεις με ασφάλεια απ’ τους «άλλους», ο ιός του φασισμού έχει ήδη αλώσει τα τείχη του εαυτούλη σου, έχει δρασκελίσει την κερκόπορτα της συνείδησής σου και μολύνει την ψυχή σου. Δεν έχει σημασία τι ψηφίζεις στις εκλογές, αν περνιέσαι γι’ αριστερός, κεντρώος ή δεξιός, προοδευτικός ή συντηρητικός. Έχεις γίνει χωρίς να το καταλάβεις μέρος μιας ομογενοποιημένης μάζας που απλώνεται σα σιχαμερή μολυσματική βλέννα και που απειλεί να σκεπάσει κάθε ίντσα υγιούς αντίδρασης· μια επιθετική πηγή μετάδοσης που σαν τσουνάμι επιταχύνει τη διαδικασία σήψης και πολλαπλασιάζει τα σκουλήκια. Πόσο ζει ένα σκουλήκι;…
Όταν πιστέψεις ότι θα τη σκαπουλάρεις τότε είσαι ήδη νεκρός, έχεις αρχίσει ν’ αποσυντίθεσαι, προσφέροντας αληθινή και ανέλπιστη ασφάλεια στο όλο σύστημα που σε εκμεταλλεύεται, που τρέφεται βιάζοντας και απομυζώντας τη συνείδησή σου και που, ενώ μέχρι πριν λίγο έτρεμε την ώρα που θα ξυπνήσεις και θα γκρεμίσεις μαζί με τα τείχη σου και το ίδιο, νιώθει ανακούφιση που ξεμπερδεύει με έναν ακόμα…
Φταις. Σκέψου, είναι ζωή αυτή; Δες γύρω σου και απομόνωσε μερικά από τα βουνά πληροφοριών που σου πετάνε στο κεφάλι οι ίδιες ντουντούκες της καθεστωτικής προπαγάνδας. Πόσα κατορθώνει καθημερινά η επιστήμη, πού έχει φτάσει η πρόοδος της τεχνολογίας, πόσος πλούτος υπάρχει γύρω στη γη, στη φύση, πόσα πλούτη παράγονται απ’ τους ανθρώπους της δουλειάς· φτάνουν για να ζήσουν ευτυχισμένα όλοι οι ένοικοι αυτού του πλανήτη και γενιές απογόνων τους. Και ταυτόχρονα πόσοι πόλεμοι, αίμα, φτώχεια, πείνα, δυστυχία, αρρώστια, βίαιος θάνατος. Πόσο λίγοι, ελάχιστοι, έχουν στα χέρια τους τα πάντα και πόσο πολλοί είναι αυτοί που δεν έχουν τίποτα.
Φταις και ξαναφταίς όταν επαναλαμβάνεσαι και επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη. Παραμυθιάζεσαι με τα φαινομενικά καινούργια, αλλά στην ουσία με οσμή ναφθαλίνης ανακυκλωμένα και επαναλαμβανόμενα (σαν τα φετινά τηλεπαιχνίδια) πρόσωπα, κόμματα, λέξεις, υποσχέσεις. Παραληρείς μπροστά σε τηλεγελωτοποιούς. Πιστεύεις σε θαύματα και υποκλίνεσαι στους θαυματοποιούς και στους μαθητευόμενους μάγους. Εμπιστεύεσαι το παρόν και το μέλλον σου στους καταφερτζήδες και παραχωρείς το δικαίωμα εκμετάλλευσής σου σε όποιον πλειοδοτήσει σε τάματα και μαλαγανιά. Πιστεύεις ότι η ζωή σού χρωστάει, όλοι οι άλλοι σού χρωστάνε κι εσύ υπάρχεις μόνο για να εισπράττεις. Ψάχνεις ψήγματα ψευτοευτυχίας σε μεσίτες και αγοράζεις όσο-όσο ετοιματζίδικα όνειρα απ’ τον μαυραγορίτη καπιταλιστή ντίλερ, που σου ετοίμασε μια ζωή κανονικό θρίλερ και που δεν θα διστάσει να γίνει και κίλερ, γιατί ο θάνατός σου η ζωή μου ισχύει εδώ, στην άγ(ρ)ια ―του ευρώ― δύση Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει αποκομμένος. Όχι ολοκληρωμένα. Ζωή δεν είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι με την έγνοια πώς θα βολέψεις ή θα γλιτώσεις την πάρτη σου. Να μοιράζεσαι την έγνοια, την αγωνία, τη λύπη, τον πόνο, να προσφέρεις και ν’ αποδέχεσαι τη μπουκιά, την ελπίδα, το χαμόγελο, την αγκαλιά, ―τόσο ξένα και παρεξηγημένα, σήμερα, που λίγοι έχουν το «προνόμιο» να νιώθουν και να εκφράζουν―, δίνει κουράγιο, οπλίζει με δύναμη, γεμίζει με νόημα τη ζωή.
Οι Έλληνες δεν «τα κατάφερναν πάντα», γενικά και αόριστα, δεν ήταν ποτέ «όλοι αγαπημένοι», ούτε «όλοι ενωμένοι», αφού δεν είχαν και δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα. Κάποιοι βολεύονται από καταστάσεις σαν αυτές που ζούμε σήμερα (πρωτόγνωρες και επώδυνες για τους περισσότερους), κερδίζουν και επενδύουν στην ύπαρξη και στη διαιώνισή τους. Μας θέλουν μονάδες, ατομιστές, εκατομμύρια μικρά, ασήμαντα και αδύναμα «εγώ», εαυτούληδες, για να μας αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά και να μας κρατάνε υποταγμένους, διαιωνίζοντας την κυριαρχία της εξουσίας τους πάνω στις κυρτές απ’ το πολύ σκύψιμο πλάτες μας.
Δικό τους το σύστημα της αδικίας και της εκμετάλλευσης, δική τους και η εξουσία του και δικές σου οι αλυσίδες που σε κρατάνε δεμένο, σκλάβο, δούλο τους. Αν δεν έχεις τα ίδια με αυτούς συμφέροντα και αν δεν ανήκεις στην τάξη τους ποτέ το δικό σου καλό δεν θα συμβαδίσει με το δικό τους. Η θέση σου είναι απέναντί τους, μαζί με τους πολλούς, δίπλα σ’ αυτούς που άφησαν πίσω τα μικρά «εγώ» τους και οικοδομούν το μεγάλο «εμείς». Από κοινού, μαζί, βάζοντας δίπλα δίπλα αυτά τα τόσα πολλά που μας ενώνουν και διεκδικώντας αυτά που μας ανήκουν, δηλαδή τα πάντα.
Η ζωή είναι δώρο ακριβό, πολύτιμο, μια και μοναδική, δεν έχει επιστροφή. Η αποστειρωμένη από συναίσθημα και νου καθημερινότητα είναι ένας οδοστρωτήρας που στο πέρασμά του αφαιρεί το ζωτικό οξυγόνο από την καθαρή σκέψη και κάθε δυνατότητα ορθής αξιολόγησης των πραγμάτων και αφήνει πίσω του ψίχουλα ψευτοζωής. Οι επιλογές, η στάση του καθενός αφορούν, επηρεάζουν τον ίδιο και τους πάντες.
Οι αξίες, τα ιδανικά, ο πόθος για μια καλύτερη ζωή, χαρούμενη κι ευτυχισμένη για όλους, δεν έχουν πεθάνει. Σιγοκαίνε κάτω απ’ «τη χόβολη της ελπίδας» και προσμένουν το φύσημα που θα τα θεριέψει.
via
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μαρινάκης: Πέτυχε...κανάλι με την τρίτη!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ