2019-07-16 18:22:54
Σύντομη βιογραφία
O άγιος πατέρας μας Διάδοχος, που χρημάτισε επίσκοπος της Φωτικής στην Παλαιά Ήπειρο του Ιλλυρικού, ήταν παλαιός, πρν από τον 7ο αιώνα. Αυτό το συμπεραίνουμε από τα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου, στα οποία αναφέρει κεφάλαια του Διαδόχου.
Ότι ήταν σοφός άνθρωπος που έλαμπε στην πράξη και στην θεωρία, μπορεί ο καθένας να το εννοήσει από τον λόγο του αυτό. Τον έχει συνθέσει άριστα έπειτα από φιλοσοφημένη πείρα πολλών ετών κι αφού έζησε πολλές θείες αναβάσεις μέσα στην καρδιά του.
Τον διαίρεσε σε εκατό κεφάλαια και αποκάλυψε τις βαθύτατες μυστικές λειτουργίες της προσευχής με κάθε ακρίβεια· και αφού τον γέμισε πυκνά με λόγια της Αγίας Γραφής και με θεωρίες ακριβούς πνευματικής γνώσεως, ως δείγμα διδασκαλίας της ιερής νηπτικής εργασίας, αποτελούμενο από όλες τις αρετές, τον άφησε σε όλους σχεδόν τους έπειτ’ από αυτόν νηπτικούς και θεοφόρους πατέρες.
Γι’ αυτό πολλοί από αυτούς στα νηπτικά έργα τους συχνά αναφέρονται στα κεφάλαια αυτά, όπως σε ακριβείς πίνακες, και παραθέτουν αυτολεξεί μαρτυρίες από αυτά. Τα αναφέρει και ο ιερός Φώτιος (αναγν.201) λέγοντας: Αυτούς τους δέκα όρους ακολουθούν τα εκατό κεφάλαια· και είναι αυτός ο λόγος άριστα συγκροτημένος για τους ασκουμένους στην αρετή και για τους γυμνασμένους στις πράξεις της τελειότητας, χωρίς να περιέχει καμιά ασάφεια….Η Σύνοδος που έγινε με την παρουσία του Ανδρονίκου του Παλαιολόγου, ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ο Θεσσαλονίκης Συμεών, Σιναΐτης Γρηγόριος, ο αγιότατος Κάλλιστος, και άλλοι πολλοί, μαρτυρούν ότι ο λόγος αυτός είναι άμεμπτος.
Το εκατοστό κεφάλαιο, που γράφει ο Φώτιος, αν και φαίνεται επιλήψιμο, ο θείος Μάξιμος ωστόσο το απαλλάσσει από κάθε αμφιβολία, ερμηνεύοντας την έννοιά του σύμφωνα με τον ορθό σκοπό της ευσέβειας, καθώς φαίνεται εδώ στο τέλος των κεφαλαίων.
‘Οροι
Όρος* της πίστεως είναι η απαθής σκέψη και κατανόηση του Θεού.
Όρος της ελπίδας είναι η αναχώρηση του νου προς τα ελπιζόμενα αγαθά.
Όρος της υπομονής είναι το να βλέπει κανείς με τα νοητά μάτια τόν αόρατο Θεό σαν ορατό μπροστά του, έχοντας αδιάλειπτη εγκαρτέρηση.
Όρος της αφιλαργυρίας είναι το να θέλει κανείς να μην έχει, όπως άλλοι επιθυμούν να έχουν.
Όρος της πνευματικής γνώσεως είναι το να αγνοεί κανείς τον εαυτό του, με το να βρίσκεται σε έκσταση στο Θεό.
Όρος της ταπεινοφροσύνης είναι το να φροντίζει να λησμονεί κανείς όλα τα καλά έργα του.
Όρος της αοργησίας είναι το να έχει κανείς μια μεγάλη επιθυμία να μην οργίζεται.
Όρος της αγνότητας είναι η παντοτινή αίσθηση ότι είναι κανείς ενωμένος με το Θεό.
Όρος της αγάπης είναι το να αισθάνεται κανείς ότι μεγαλώνει η αγάπη του προς εκείνους που τον υβρίζουν.
Όρος της τέλειας αλλοιώσεως που αισθάνεται κανείς από την ηδονή της αγάπης του στο Θεό, είναι το να νομίζει χαρά τη φρίκη του θανάτου.
* Όρος : όριο, τέρμα, κανόνας.
Λόγος ασκητικός χωρισμένος σε 100 πρακτικά κεφάλαια πνευματικής γνώσεως και διακρίσεως
Από κάθε πνευματική θεωρία, αδελφοί, πρέπει να προηγείται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη· προπάντων όμως η αγάπη. Η πίστη και η ελπίδα διδάσκουν τον άνθρωπο να καταφρονεί τα ορατά υλικά αγαθά. Ενώ η αγάπη ενώνει την ψυχή με τις αρετές του Θεού, αναζητώντας τον Αόρατο με την νοερή αίσθηση.
Κατά φύσιν αγαθός είναι μόνον ο Θεός. Γίνεται και ο άνθρωπος αγαθός με την επιμέλεια της διαγωγής του μέσω του όντως αγαθού, δηλ. του Θεού. Και αλλάζει ο άνθρωπος και γίνεται αυτό που δεν είναι, δηλ. αγαθός, όταν η ψυχή με το να επιμελείται το καλό πλησιάζει τόσο το Θεό, όσο ενεργοποιείται η δύναμή της στο αγαθό. Γιατί λέει ο Κύριος: «Να γίνεστε αγαθοί και σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό»(Λουκ. 6, 36).
Το κακό, ούτε φυσική ύπαρξη έχει, αλλ’ ούτε και κανένας είναι εκ φύσεως κακός. Γιατί ο Θεός δεν έπλασε τίποτε κακό. Όταν κανείς επιθυμήσει το κακό, τότε το ανύπαρκτο αρχίζει και γίνεται υπαρκτό, όπως το θέλει εκείνος που το κάνει. Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού, να αμελούμε τη συνήθεια του κακού. Γιατί είναι πιο δυνατή η φύση του καλού από τη συνήθεια του κακού. Και τούτο γιατί το καλό υπάρχει, ενώ το κακό δεν υπάρχει, παρά μόνο όταν το πράττομε.
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού. Το «καθ’ ομοίωσιν» όμως το έχουν μόνον εκείνοι οι οποίοι με πολλή αγάπη υποδούλωσαν την ελευθερία τους στο Θεό· γιατί όταν δεν ανήκομε στους εαυτούς μας, τότε είμαστε όμοιοι με Εκείνον που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό Του μέσω της αγάπης. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το επιτύχει, αν δεν πείσει την ψυχή του να μην δελεάζεται από την εύκολη δόξα αυτού του κόσμου.
Αυτεξουσιότητα είναι η θέληση της λογικής ψυχής, η οποία στρέφεται αμέσως σε ό,τι θέλει. Αυτή πρέπει να την παρακινούμε να είναι έτοιμη πάντοτε να στρέφεται μόνο προς το αγαθό, ώστε πάντοτε με τις αγαθές έννοιες να αφανίζομε τη μνήμη του κακού.
Φως αληθινής γνώσεως είναι το να διακρίνομε χωρίς λάθος το καλό από το κακό. Τότε η οδός της αρετής, οδηγώντας το νου στο Θεό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον εισάγει σε άπειρο φως γνώσεως, ώστε πλέον να ζητεί φανερά και με θάρρος την αγάπη. Πρέπει λοιπόν με θυμό χωρίς οργή να αρπάζομε το δίκαιο από εκείνους που τολμούν να το υβρίζουν και να το καταπατούν. Γιατί ο ζήλος για την ευσέβεια μάχεται και νικά όχι με μίσος, αλλά με τον έλεγχο.
Ο πνευματικός λόγος πληροφορεί τη νοερή αίσθηση, γιατί προέρχεται από το Θεό με την ενέργεια της αγάπης. Γι’ αυτό και δεν ταλαιπωρείται ο νους μας κατά τις θεολογικές του θεωρίες, επειδή δεν έχει τότε εκείνη τη φτώχεια που οδηγεί στην αναζήτηση νοημάτων, καθώς απλώνεται σε πνευματικές θεωρίες τόσο, όσο θέλει η ενέργεια της αγάπης. Καλό λοιπόν είναι πάντοτε να περιμένομε, με πίστη που την κινεί η αγάπη, τον φωτισμό του λόγου. Γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε φτωχότερο από το να φιλοσοφεί κανείς περί Θεού, χωρίς να έχει το φωτισμό του Θεού.
Όταν κάποιος είναι αφώτιστος, δεν πρέπει να καταπιάνεται με τα πνευματικά θέματα· αλλά και εκείνος που φωτίζεται πλούσια από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να αρχίσει να ομιλεί γι’ αυτά. Η φτώχεια στα πνευματικά φέρνει την άγνοια, αλλά και ο πλούτος δεν επιτρέπει την ομιλία. Γιατί τότε η ψυχή, μεθυσμένη από την αγάπη του Θεού, επιθυμεί μέσα στη σιωπή της να απολαμβάνει τη δόξα του Κυρίου. Ώστε πρέπει να παρατηρούμε πότε βρισκόμαστε σε μια μέση κατάσταση και τότε να μιλάμε για το Θεό. Αυτή η κατάσταση δίνει στην ψυχή ένα είδος λόγων γεμάτων από δόξα, ενώ η λαμπρότητα του θείου φωτισμού τρέφει με πίστη την πίστη εκείνου που λέει τους λόγους αυτούς, για να γευθεί πρώτος αυτός τον καρπό της θείας γνώσεως με την αγάπη.
Γιατί ο γεωργός που κοπιάζει πρέπει πρώτος να γεύεται τους καρπούς(Β΄ Τιμ. 2, 6).
Η σοφία και η γνώση είναι χαρίσματα του ενός Αγίου Πνεύματος. Το κάθε όμως χάρισμα ενεργεί με διάφορο τρόπο. «Σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση, από το ίδιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 8), όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος. Και η γνώση ενώνει με την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή σε λόγους για τα όντα. Γι’ αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση (και αυτό είναι σπάνιο), φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της θείας γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει τον νου με την εμπειρία, ενώ η σοφία με τον πνευματικό λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία και η τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η συνεχής μελέτη των λόγων του Θεού, που γίνεται χωρίς κενοδοξία· και προπάντων η χάρη του Θεού.
Όταν το θυμικό μέρος της ψυχής κινείται κατά των παθών, πρέπει να γνωρίζομε ότι είναι καιρός σιωπής, γιατί είναι ώρα αγώνα. Όταν κάποιος δει ότι η ταραχή εκείνη, με την προσευχή ή με την ελεημοσύνη και τη συμπάθεια, μεταβλήθηκε σε γαλήνη, τότε ας κινεί την ψυχή του στον έρωτα των λόγων του Θεού, ασφαλίζοντας όμως με το δεσμό της ταπεινοφροσύνης τα φτερά του νου. Γιατί αν κανείς δεν ταπεινώσει υπερβολικά τον εαυτό του με τέλεια καταφρόνηση, δεν μπορεί να ομιλεί για την μεγαλειότητα του Θεού.
Ο πνευματικός λόγος φυλάγει πάντοτε την ψυχή από την κενοδοξία, γιατί τη φωτίζει σε όλα τα μέρη της και την κάνει να μην έχει ανάγκη από ανθρώπινη τιμή. Γι’ αυτό και φυλάγει τη διάνοια από φαντασίες, καθώς την αλλοιώνει και τη στρέφει ολόκληρη στην αγάπη του Θεού. Αντίθετα, ο λόγος της σοφίας του κόσμου παρακινεί πάντοτε τον άνθρωπο στη φιλοδοξία· επειδή δεν ικανοποιεί με νοερή αίσθηση την ψυχή, προξενεί στους οπαδούς του αγάπη για επαίνους, αφού είναι δημιούργημα κενόδοξων ανθρώπων. Θα γνωρίσομε λοιπόν την ενέργεια του θείου και πνευματικού λόγου χωρίς να πλανηθούμε, όταν δαπανούμε τις ώρες που δεν μιλάμε, σε σιωπή χωρίς μέριμνες και στη θερμή μνήμη του Θεού.
Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά το Θεό. Εκείνος που δεν αγαπά τον εαυτό του εξαιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά το Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα· εκείνος όμως που αγαπά το Θεό, αγαπά την δόξα του Δημιουργού του. Είναι ιδίωμα της ψυχής που έχει πνευματική αίσθηση και αγαπά το Θεό, το να ζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που πράττει και να ευχαριστείται στην δική της ταπείνωση. Γιατί στο Θεό πρέπει η δόξα για τη μεγαλοσύνη Του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση με την οποία γινόμαστε οικείοι του Θεού. Ό,τι και αν κάνομε, ας λέμε πάντοτε κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Θεού, εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να δοξάζεται, ενώ εμείς να μικραίνομε»(Ιω. 3, 30).
Γνωρίζω κάποιον, ο οποίος αγαπά τόσο πολύ το Θεό (και όμως πενθεί γιατί δεν τον αγαπά όσο θα ήθελε), ώστε η ψυχή του να βρίσκεται ακατάπαυστα σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ο Θεός να δοξάζεται από αυτόν, ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει. Ο ίδιος ούτε γνωρίζει ότι έχει τόση αγάπη προς το Θεό, ακόμα και όταν τον επαινούν. Και αυτό συμβαίνει, γιατί από την πολλή επιθυμία της ταπεινώσεως δεν εννοεί την αξία του, αλλά υπηρετεί το Θεό, όπως είναι νόμος για τους ιερείς· και από την πολλή αγάπη του προς τον Θεό, λησμονεί την αξία του, κρύβοντας στο βάθος της αγάπης του Θεού το καύχημά του γι’ αυτή με πνεύμα ταπεινώσεως. Έτσι φαίνεται πάντοτε στον εαυτό του αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από την επιθυμία της ταπεινώσεως. Αυτό πρέπει να το κάνομε κι εμείς και να αποφεύγομε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο μας αγαπά.
Εκείνος που αγαπά το Θεό με αίσθηση καρδιάς, εκείνος είναι γνώριμος του Θεού(Α΄ Κορ. 8, 3). Γιατί όσο περισσότερο δέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο αυξάνει την αγάπη του στο Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερο το Θεό, μέχρις ότου τον αισθανθεί και με αυτή την αίσθηση των οστών του. Δεν γνωρίζει πλέον τον εαυτό του, αλλά είναι ολόκληρος αλλοιωμένος από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και δεν βρίσκεται σ’ αυτόν. Βρίσκεται σ’ αυτόν με το σώμα του, αλλά ζει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του κινείται ακατάπαυστα προς το Θεό. Καθώς λοιπόν καίγεται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, κάποιος πόθος τον σπρώχνει να προσκολληθεί στο Θεό, μια και βγήκε έξω από την αγάπη του εαυτού του εξαιτίας της αγάπης προς το Θεό. «Είτε βγήκαμε από τον εαυτό μας, το κάναμε για το Θεό, λέει ο Απόστολος· είτε σωφρονούμε, το κάνομε για σας»(Β΄ Κορ. 5, 13).
Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές. Η κατά σάρκα φιλία πολύ εύκολα διαλύεται, όταν βρεθεί κάποια ασήμαντη αιτία, γιατί δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση. Στον άνθρωπο όμως που στην ψυχή του ενεργεί ο Θεός, και αν συμβεί κάποιος ερεθισμός, δεν λύνεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με την θερμότητα της αγάπης του Θεού η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο καλό και γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη και αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν· και με τη γλυκύτητα του Θεού εξουδετερώνει την πικρία της φιλονεικίας.
Κανένας δεν μπορεί να αγαπήσει το Θεό με αίσθηση καρδιάς, αν πρωτύτερα δεν τον φοβηθεί με όλη του την καρδιά. Γιατί η ψυχή φτάνει σ’ αυτή την αγάπη αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιο τρόπο, με την ενέργεια του φόβου. Δεν μπορεί όμως κανείς να φτάσει στο φόβο του Θεού, με τον τρόπο που είπαμε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνία, τότε τον ενοχλεί ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει από κάθε γήινο, για να τον φέρει σε μεγάλη αγάπη της αγαθότητας του Θεού. Ώστε ο φόβος ανήκει σ’ εκείνους που βρίσκονται στο στάδιο του καθαρισμού από την αμαρτία και έχουν μια μέτρια αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σ’ εκείνους που έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν φόβο· γιατί η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18). Αλλά, και τα δύο –ο φόβος και η αγάπη– ανήκουν στους δικαίους μόνο, οι οποίοι με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καλλιεργούν τις αρετές. Γι’ αυτό η Γραφή, αλλού λέει: «Φοβηθείτε τον Κύριο όλοι οι άγιοί Του»(Ψαλμ. 33, 10), κι αλλού λέει: «Αγαπήστε τον Κύριο όλοι οι όσιοί Του»(Ψαλμ. 30, 24)· για να μάθομε καλά ότι στους δικαίους που καθαρίζονται ακόμη, ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, όπως είπαμε, ενώ η τέλεια αγάπη ανήκει σε όσους έχουν καθαριστεί. Σε αυτούς δεν υπάρχει ίχνος κανενός φόβου, αλλά ακατάπαυστη φλογερή αγάπη και προσκόλληση της ψυχής στο Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε η ψυχή μου σε Σένα και σε ακολουθεί· με κράτησε το δεξί Σου χέρι»(Ψαλμ. 62, 9).
Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαριστούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο πληθαίνει η αγάπη της, μέχρις ότου φτάσει στην τέλεια αγάπη, όπου καθώς είπαμε δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια που κατορθώνεται όλη με τη δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σ’ εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων, πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.
Εκείνη η ψυχή που δεν έχει απαλλαχθεί από τις κοσμικές φροντίδες, ούτε το Θεό μπορεί να αγαπήσει πραγματικά, ούτε τον διάβολο να μισήσει όσο του αξίζει, γιατί έχει επάνω της τη μέριμνα του βίου που την κατασκεπάζει με το βάρος της. Γι’ αυτό ο νους δεν μπορεί να δικάσει με την κρίση του όσα οδηγούν στην αγάπη του Θεού ή στο μίσος του διαβόλου, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Για τον καθένα λοιπόν είναι οπωσδήποτε χρήσιμη η αναχώρηση.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καθαρής ψυχής είναι λόγος χωρίς φθόνο, ζήλος χωρίς κακία και ακατάπαυστος έρωτας της δόξας του Θεού. Τότε και ο νους παραμένει μέσα στη διάνοιά του, που έχει γίνει σαν ένα ολοκάθαρο μέσο κρίσεως, και διευθετεί με ακρίβεια τις πλάστιγγές του.
Πίστη χωρίς έργα και έργα χωρίς πίστη θ’ απορριφθούν εξίσου από το Θεό. Πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Κύριο πίστη που φανερώνεται με τα έργα. Ο πατέρας μας Αβραάμ δε θα δικαιωνόταν από την πίστη του(Ιακ. 2, 21), αν δεν πρόσφερε ως καρπό της στο Θεό το γιο του Ισαάκ(Γέν. 22, 1–19).
Εκείνος που αγαπά το Θεό, πιστεύει ειλικρινά και εκτελεί τα έργα της πίστεως μ’ ευσέβεια.
Εκείνος όμως που πιστεύει μόνο, χωρίς να έχει αγάπη, και αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει, δεν την έχει. Η πίστη του είναι ελαφρή, γιατί δεν έχει το βάρος και τη δόξα της αγάπης. Άρα η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών είναι η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη(Γαλ. 5, 6).
Ο βυθός της πίστεως, όταν τον ερευνά κανείς με περιέργεια, αναταράζεται, ενώ όταν τον παρατηρεί κανείς με απλή και απονήρευτη διάθεση, μένει γαλήνιος. Και τούτο γιατί το βάθος της πίστεως μοιάζει με το νερό της λήθης, όπου λησμονούνται όλα τα κακά, και δεν επιτρέπει να το εξετάζει κανείς με περιέργεια. Ας πλέομε λοιπόν στο πέλαγος της πίστεως με απλότητα στη διάνοιά μας, για να μπορέσομε έτσι να φτάσομε στο λιμάνι του θελήματος του Θεού.
Κανείς δεν μπορεί να αγαπά ή να πιστεύει ειλικρινά, αν δεν έχει κατήγορο τη συνείδησή του. Όταν η συνείδησή μας είναι ταραγμένη από τους ελέγχους της, τότε ο νους δεν αφήνεται να αισθανθεί την ευωδία των υπερκοσμίων αγαθών, αλλά πέφτει σε αμφιβολία και διχάζεται. Και έχει θερμή επιθυμία γι’ αυτά, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας της πίστεως, αλλά δεν μπορεί να τα φτάσει με την αγάπη και με αίσθηση της καρδιάς, εξαιτίας των ελέγχων της συνειδήσεως. Εντούτοις, αφού καθαρίσομε τους εαυτούς μας με θερμότερη προσοχή, με τη βοήθεια του Θεού, θα επιτύχομε το ποθούμενο με μεγαλύτερη πείρα.
Όπως οι αισθήσεις του σώματος μας παρακινούν με βίαιο τρόπο προς αυτά που μας φαίνονται καλά, έτσι και η αίσθηση του νου, όταν γευθεί τη θεία αγαθότητα, συνηθίζει να μας οδηγεί προς τα αόρατα αγαθά. Το καθένα από αυτά ορέγεται εκείνα με τα οποία συγγενεύει. Η ψυχή ως ασώματη επιθυμεί τα ουράνια αγαθά, ενώ το σώμα ως χώμα που είναι επιθυμεί την επίγεια απόλαυση.
Λοιπόν, τότε θα δοκιμάσομε χωρίς πλάνη την άυλη αίσθηση, όταν μπορέσομε να λεπτύνομε την ύλη (το σώμα) με τους κόπους της ασκήσεως.
Η ενέργεια της θείας γνώσεως μας διδάσκει ότι μία φυσική αίσθηση υπάρχει στην ψυχή, αλλά λόγω της παρακοής του Αδάμ διαιρείται σε δύο ενέργειες. Επίσης ότι μία και απλή είναι η αίσθηση, η οποία δίνεται στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτή την πνευματική αίσθηση κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει, παρά μόνον εκείνοι που ελευθερώνονται με χαρά από τα καλά του βίου, για την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, και με την εγκράτεια μαραίνουν κάθε όρεξη των σωματικών αισθήσεων. Μόνο σ’ αυτούς, λόγω της αμεριμνίας, ο νους κινείται μ’ ευρωστία και μπορεί να αισθάνεται, με τρόπο ανέκφραστο, την θεία αγαθότητα· και τότε, ανάλογα με την προκοπή του, ο νους μεταδίδει τη χαρά του και στο σώμα και αισθάνεται άπειρη αγαλλίαση καθώς δοξολογεί με αγάπη το Θεό. «Σ’ Αυτόν, λέει, έβαλε η καρδιά μου την ελπίδα της και βρήκα βοήθεια και ξαναβλάστησε η σάρκα μου· και με το θέλημά μου θα τον δοξολογήσω»(Ψαλμ. 27, 7). Η χαρά που έρχεται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι αλάνθαστη υπενθύμηση της αθάνατης ζωής.
Oι αγωνιζόμενοι πρέπει να διατηρούν πάντοτε ατάραχη τη διάνοιά τους, για να μπορεί ο νους να διακρίνει τους λογισμούς που περνούν απ’ αυτόν και τους καλούς που τους στέλνει ο Θεός, να τους αποθηκεύει στα ταμεία της μνήμης, ενώ τους κακούς και δαιμονικούς να τους απορρίπτει.
Όταν η θάλασσα έχει γαλήνη, οι ψαράδες διακρίνουν τι κινείται ως κάτω στο βυθό και σχεδόν τίποτε δεν τους διαφεύγει από τις κινήσεις των ψαριών. Όταν όμως ταράζεται από τους ανέμους, κρύβει εξαιτίας της ταραχής όσα αφήνει να φαίνονται τον καιρό της γαλήνης· και βλέπομε τότε ανίσχυρη την τέχνη των ψαράδων. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου που ασχολείται σε θείες θεωρίες, και μάλιστα όταν ταράζεται το βάθος της ψυχής από την άδικη οργή.
Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν με ακρίβεια και διακρίνουν τα σφάλματά τους και των οποίων ο νους ποτέ δεν απομακρύνεται από τη μνήμη του Θεού. Τα μάτια μας, όταν έχουν την υγεία τους, μπορούν και βλέπουν τα πάντα, μέχρι και τα μικρά κουνούπια στον αέρα· ενώ αν χάσουν την υγεία και τη διαύγειά τους κι αρχίσουν να βλέπουν θολά, τότε αν είναι κάτι μεγάλο μπροστά τους το βλέπουν αμυδρά, και τα μικρά δεν τα βλέπουν διόλου. Έτσι και η ψυχή, αν θεραπεύσει με τη μεγάλη προσοχή την αναπηρία που έχει υποστεί λόγω της φιλοκοσμίας της, τότε και τα πιο μικρά σφάλματά της τα θεωρεί πολύ μεγάλα, και χύνει δάκρυα ακατάπαυστα με πολλή ευχαριστία. Γιατί λέει η Γραφή: «Οι δίκαιοι θα δοξολογήσουν το όνομά Σου»(Ψαλμ. 139, 14). Αν όμως η ψυχή εξακολουθεί να έχει το κοσμικό φρόνημα, τότε και φόνο αν διαπράξει, ή κανένα άλλο αμάρτημα άξιο μεγάλης τιμωρίας, μόλις το αισθάνεται· ενώ τα μικρά αμαρτήματα ουδέ καν τα αντιλαμβάνεται, αλλά και ως κατορθώματα πολλές φορές τα νομίζει και δεν ντρέπεται η άθλια να τα διηγείται με καύχημα.
Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να καθαρίσει το νου. Γιατί αν δεν μπει μέσα στο σπίτι ο δυνατός για να αφαιρέσει τα κλεμμένα και να δέσει τον κλέφτη(Λουκ. 11, 21–22), δεν ελευθερώνεται το λάφυρο. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο, και προπάντων με την ειρήνη της ψυχής, να αναπαύομε το Άγιο Πνεύμα, για να διατηρούμε το λυχνάρι της πνευματικής γνώσεως μέσα μας πάντοτε αναμμένο. Όταν αυτό αστράφτει ακατάπαυστα μέσα στα βάθη της ψυχής, τότε όχι μόνον είναι ολοφάνερες μέσα στο νου οι πικρές εκείνες και σκοτεινές προσβολές των δαιμόνων, αλλά και εξασθενούν υπερβολικά, επειδή ελέγχονται και φανερώνονται από το άγιο εκείνο και ένδοξο φως. Γι’ αυτό ο Απόστολος λέει: «Μη σβήνετε το Πνεύμα»(Α΄ Θεσ. 5, 19), αντί να πει: «Μη λυπείτε με κακά έργα ή κακούς λογισμούς την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, για να μη στερηθείτε το ακατανίκητο φως Του». Επειδή το Αιώνιο και Ζωοποιό Πνεύμα δεν σβήνεται, αλλά η λύπη Του, δηλαδή η αποστροφή Του, αφήνει τον νου του ανθρώπου σκυθρωπό και αφώτιστο από τη θεία γνώση.
Η φυσική αίσθηση της ψυχής, όπως είπα, είναι μια, ενώ οι αισθήσεις του σώματος είναι πέντε, ανάλογα με τις σωματικές μας ανάγκες, όπως μας διδάσκει το πανάγιο και φιλάνθρωπο Πνεύμα του Θεού. Αλλά και αυτή η μιά ψυχική αίσθηση διαιρείται ανάλογα με τις κινήσεις της ψυχής, λόγω του ολισθήματος του νου από την παρακοή των πρωτοπλάστων. Γι’ αυτό, από τη μια πλευρά η ψυχή ακολουθεί το εμπαθές μέρος της αισθήσεως· και τότε αισθανόμαστε ευχαρίστηση για τα καλά του βίου. Αλλά όταν είμαστε σώφρονες, η ψυχή θέλγεται πολλές φορές από τη λογική και νοερή κίνηση της αισθήσεως· και τότε ο νους μας επιθυμεί να τρέχει προς τα ουράνια κάλλη. Αν λοιπόν συνηθίσομε να καταφρονούμε τα καλά του κόσμου, θα μπορέσομε να ενώσομε τη γήινη όρεξη της ψυχής με τη λογική και νοερή της διάθεση, με τη βοήθεια που δίνει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας. Γιατί αν η θεότητά Του δεν καταφωτίσει με τις ενέργειές Του τα βάθη της ψυχής μας, δεν θα μπορέσομε να γευθούμε με αδιαίρετη αίσθηση το αγαθό, δηλαδή με ολόκληρη την ψυχική διάθεση.
Αίσθηση του νου είναι η ικανότητά του να διακρίνει με ακρίβεια όσα εξετάζει. Όταν έχομε υγιή την σωματική αίσθηση της γεύσεως, διακρίνομε χωρίς λάθος τα καλά από τα άνοστα φαγητά και ορεγόμαστε τα καλά. Έτσι και ο νους μας, όταν αρχίσει να κινείται υγιώς και χωρίς καμιά μέριμνα, τότε μπορεί να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την θεϊκή παρηγοριά και να μην παρασύρεται ποτέ από δαιμονικές παρηγοριές. Το σώμα, όταν γεύεται γήινες νόστιμες τροφές, διατηρεί την εμπειρία της γεύσεως χωρίς να σφάλλει. Έτσι και ο νους όταν κατανικήσει το σαρκικό φρόνημα, μπορεί να γεύεται χωρίς κίνδυνο πλάνης την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει η Γραφή: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ. 33, 9)· και με την ενέργεια της αγάπης να έχει αλησμόνητη την ανάμνηση αυτής της γεύσεως, για να διακρίνει χωρίς λάθος όσα δοκιμάζει, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Προσεύχομαι η αγάπη σας να περισσεύει όλο και περισσότερο με επίγνωση και με κάθε αίσθηση, για να διακρίνετε σωστά τα ωφέλιμα»(Φιλιπ. 1, 9–10).
Όταν ο νους μας αρχίσει να αισθάνεται την παρηγοριά του Παναγίου Πνεύματος, τότε και ο σατανάς έρχεται μέσα στη νυκτερινή ησυχία, όταν κανείς έρθει σε ελαφρότατο ύπνο, και με κάποια αίσθηση που φαίνεται γλυκιά, παρηγορεί την ψυχή. Αν λοιπόν ο νους βρεθεί να κρατεί θερμά τη μνήμη του αγίου ονόματος του Κυρίου Ιησού και μεταχειρίζεται σαν όπλο το πανάγιο και ένδοξο αυτό όνομα, εγκαταλείπει ο πλάνος τη δολοπλοκία του, αλλά σηκώνει φανερό πόλεμο κατά της ψυχής. Από αυτό ο νους μαθαίνει με ακρίβεια την απάτη του πονηρού και αυξάνει περισσότερο την πείρα του στη διάκριση.
Η παρηγοριά που δίνει το Άγιο Πνεύμα, έρχεται όταν το σώμα είναι ξύπνιο ή και όταν πρόκειται να παραδοθεί σε ελαφρό ύπνο, όταν κανείς με την θερμή μνήμη του Θεού, είναι σαν κολλημένος στην αγάπη Του. Η παρηγοριά όμως από τη σατανική πλάνη έρχεται όταν –καθώς είπα– ο αγωνιστής βρίσκεται σε λεπτό ύπνο, έχοντας μέτρια μνήμη του Θεού. Η πρώτη, επειδή προέρχεται από το Θεό, θέλει να παρηγορεί φανερά τους αγωνιστές της ευσέβειας με πολλή χαρά της ψυχής, αυξάνοντας την αγάπη. Η αντίθετη συνηθίζει να σπρώχνει την ψυχή προς την πλάνη και επιχειρεί με τον ύπνο του σώματος να απομακρύνει την αίσθηση του υγιούς νου από τη μνήμη του Θεού. Αν λοιπόν –όπως είπα– βρεθεί ο νους σε κατάσταση της συνεχούς μνήμης του Κυρίου Ιησού, διασκορπίζει τη φαινομενικά γλυκιά εκείνη αύρα του εχθρού και με χαρά προχωρεί στον εναντίον του πόλεμο, έχοντας ως όπλο, μαζί με την χάρη, και την πείρα που απέκτησε.
Αν η ψυχή, χωρίς καμιά αμφιβολία ή φαντασία, ανάβει στην αγάπη του Θεού, παρασύροντας με κάποιο τρόπο και το σώμα στο βάθος της ανέκφραστης εκείνης θείας αγάπης, είτε αυτό είναι ξύπνιο, είτε όταν, με τον τρόπο που προείπα, έρχεται σε ύπνο όπου ενεργεί η θεία χάρη, και δεν σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνον το αντικείμενο της αγάπης, δηλαδή το Θεό, ας γνωρίζει ότι η τέτοια αγάπη είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Καθώς ευφραίνεται ολόκληρη η ψυχή από την ανείπωτη εκείνη γλυκύτητα, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να σκεφτεί, γιατί χαίρεται με ανυποχώρητη χαρά. Αν όμως, μέσα σ’ αυτή την θεία ενέργεια, ο νους αισθανθεί και την παραμικρή αμφιβολία ή ακάθαρτη σκέψη, αν και κάνει χρήση του θείου Ονόματος για άμυνα και όχι μάλλον από αγάπη μόνο του Θεού, τότε πρέπει να εννοήσει ότι η παρηγοριά εκείνη προέρχεται από τον απατεώνα διάβολο και είναι χαρά επιφανειακή. Αυτή η χαρά είναι άγευστη και άτακτη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προκαλεί με αγαθοφανείς παρηγοριές την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από την χαύνη και κάθυγρη εκείνη γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό διακρίνομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης. Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα, ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστεύουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού.
Άλλη είναι η φυσική αγάπη που έχει η ψυχή και άλλη εκείνη που έρχεται σ’ αυτή με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η πρώτη κινείται όταν θέλομε, ανάλογα με τη θέλησή μας, και γι’ αυτό εύκολα λεηλατείται από τα πονηρά πνεύματα, όταν δεν κρατάμε με τη βία την αγαπητική μας προαίρεση. Η άλλη όμως που γίνεται από το Άγιο Πνεύμα, διεγείρει τόσο πολύ την ψυχή προς την αγάπη του Θεού, ώστε όλα τα μέρη της ψυχής να προσκολλώνται με ανέκφραστο τρόπο στην αγαθότητα του θείου πόθου, με μια απέραντη απλότητα διαθέσεως. Γιατί τότε ο νους, γεμάτος από την πνευματική ενέργεια, σαν να κυοφορεί, αναβλύζει κάποια πηγή αγάπης και χαράς.
Όπως η ταραγμένη θάλασσα γαληνεύει αν χύσομε λάδι, και νικιέται η τρικυμία από την παχύτητα του λαδιού, έτσι και η ψυχή μας, όταν λιπαίνεται από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, αισθάνεται μια γλυκιά γαλήνη και δέχεται με χαρά την ήττα της από την απαθή εκείνη και ανέκφραστη αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος που την επισκιάζει, λέγοντας κατά τον προφήτη Δαβίδ: «Όμως, ψυχή μου, υποτάξου στο Θεό»(Ψαλμ. 61, 6). Τότε οσοιδήποτε πειρασμοί και αν σηκωθούν από τους πονηρούς δαίμονες εναντίον της ψυχής, αυτή μένει χωρίς οργή και γεμάτη από κάθε χαρά. Σ’ αυτή την κατάσταση έρχεται κανείς και παραμένει, όταν καταγλυκαίνει ακατάπαυστα την ψυχή του με τον φόβο του Θεού. Στους αγωνιζόμενους για τη σωτηρία, ο φόβος του Κυρίου Ιησού φέρνει ένα είδος αγνισμού. «Γιατί ο φόβος του Κυρίου –λέει η Γραφή– είναι αγνός και μένει σ’ όλους τους αιώνες»(Ψαλμ. 18, 10).
Όταν ακούει κανείς για αίσθηση του νου, να μη νομίζει ότι θα του φανερωθεί με ορατό τρόπο η δόξα του Θεού. Λέμε βέβαια, ότι όταν η ψυχή είναι καθαρή αισθάνεται τη θεία παρηγοριά και τη γεύεται κατά τρόπο ανέκφραστο· δεν φαίνεται όμως σ’ αυτή κανένα από τα αόρατα, επειδή, όπως λέει ο μακάριος Παύλος, στην παρούσα ζωή προχωρούμε με την πίστη, όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 6–7). Αν λοιπόν φανερωθεί σε κάποιον αγωνιστή φως ή κανένα σχήμα φωτεινό, να μην παραδεχτεί διόλου το δράμα αυτό. Αυτά είναι φανερή απάτη του πονηρού, τα οποία πολλοί τα παραδέχτηκαν από άγνοια και ξέφυγαν από το δρόμο της αλήθειας. Εμείς όμως γνωρίζομε ότι εφόσον μένομε στο φθαρτό σώμα μας, είμαστε μακριά από το Θεό, δηλαδή δεν είναι δυνατό να βλέπομε με τα μάτια μας ούτε Αυτόν, ούτε κανένα από τα επουράνια θαύματά Του.
Τα όνειρα που φανερώνονται στην ψυχή λόγω της αγάπης του Θεού, είναι κατά κάποιο τρόπο αλάθητα τεκμήρια της υγείας της. Γι’ αυτό ούτε από το ένα σχήμα μεταβάλλονται σε άλλο, ούτε προκαλούν φόβο στην αίσθησή της, ούτε γελούν ή σκυθρωπιάζουν ξαφνικά, αλλά γεμάτα επιείκεια προσεγγίζουν την ψυχή και την γεμίζουν από πνευματική χαρά. Γι’ αυτό και όταν ξυπνήσει το σώμα, με μεγάλο πόθο η ψυχή ζητεί τη χαρά του ονείρου. Οι φαντασίες όμως των δαιμόνων είναι σε όλα αντίθετες· ούτε στο ίδιο σχήμα παραμένουν, ούτε η μορφή τους είναι ατάραχη για πολύ. Γιατί η γαλήνη που δεν την έχουν εξαιτίας της προαιρέσεώς τους, αλλά τη μιμούνται μόνο από διάθεση να πλανήσουν την ψυχή, δεν μπορεί να μείνει σ’ αυτούς για πολύ· αλλά λένε μεγάλα λόγια και πολλές απειλές και παίρνουν συχνά τη μορφή στρατιωτών και κάποτε ψάλλουν με κραυγές στην ψυχή. Από αυτά ο νους, όταν είναι καθαρός, αναγνωρίζει την παρουσία των δαιμόνων από τις φαντασίες και ξυπνά το σώμα· κάποτε και χαίρεται, γιατί μπόρεσε να εννοήσει την πανουργία τους. Γι’ αυτό και μέσα στο όνειρο πολλές φορές τους ελέγχει, οπότε και τους προκαλεί μεγάλη οργή. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου και τα αγαθά όνειρα δεν προξενούν χαρά στην ψυχή, αλλά φέρνουν μια γλυκιά λύπη και δάκρυα χωρίς πόνο. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνους που έχουν προκόψει σε πολλή ταπεινοφροσύνη.
Εμείς είπαμε σχετικά με τη διάκριση των καλών και των κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από εκείνους που έχουν πείρα. Κι ας μας είναι αρκετό και χρήσιμο για την αρετή, το να μη δίνομε ολότελα πίστη σε καμιά φαντασία. Γιατί τα όνειρα δεν είναι παρά αντίτυπα ανεξέλεγκτων λογισμών ή –όπως προείπα– και εμπαιγμοί των δαιμόνων. Όποτε και αν μας σταλεί καμιά φορά από την αγαθότητα του Θεού κανένα όραμα και δεν το παραδεχτούμε, δεν θα οργιστεί γι’ αυτό ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς εναντίον μας· γιατί γνωρίζει ότι αυτό το κάνομε από φόβο της πανουργίας των δαιμόνων. Αυτή η διάκριση που αναφέρθηκε προηγουμένως είναι ακριβής. Συμβαίνει όμως η ψυχή να μολυνθεί από μια ανεπαίσθητη αφορμή –κάτι από το οποίο νομίζω κανείς δεν εξαιρείται– και να χάσει την ακρίβεια της διαγνώσεως και τότε πιστεύει τα κακά όνειρα ως καλά.
Ας πάρομε ως παράδειγμα του ζητήματος αυτού, ένα δούλο που τον κάλεσε από την αυλή του σπιτιού ο κύριός του μιά νύχτα ύστερα από μακρά απουσία· και ο δούλος αρνήθηκε τελείως να ανοίξει την πόρτα, από φόβο μήπως παραπλανηθεί από την ομοιότητα της φωνής και γίνει προδότης της περιουσίας του κυρίου του ανοίγοντας σε κάποιον άλλο. Όταν ξημέρωσε, όχι μόνο δεν οργίστηκε ο κύριος εναντίον του δούλου, αλλά και πολύ τον επαίνεσε, γιατί και την φωνή του ακόμη την νόμισε απατηλή, για να μη χαθεί τίποτε από τα πράγματά του.
Δεν πρέπει κανείς να αμφιβάλλει ότι, όταν ο νους αρχίσει να δέχεται συχνά την ενέργεια του θείου φωτός, γίνεται ολόκληρος διαφανής, ώστε ο ίδιος να βλέπει το φως του πλουσιοπάροχα. Αυτό συμβαίνει όταν η δύναμη της ψυχής κατανικήσει τα πάθη και κυριαρχήσει πάνω τους. Όμως κάθε σχήμα που φανερώνεται στο νου, είτε σαν φως, είτε σαν φωτιά, προέρχεται από την πανουργία του εχθρού, όπως μας διδάσκει φανερά ο θείος Παύλος, λέγοντας ότι ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14). Δεν πρέπει λοιπόν με μια τέτοια ελπίδα οραμάτων να διεξάγει κανείς τον ασκητικό βίο, μην τυχόν βρει ο σατανάς έτοιμη την ψυχή και την παρασύρει. Μόνη επιδίωξή μας ας είναι να αγαπήσομε το Θεό με κάθε αίσθηση ψυχής και με κάθε εσωτερική πληροφορία –δηλαδή με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή και με όλη τη διάνοια(Ματθ. 22, 37). Γιατί εκείνος στον οποίο η χάρη του Θεού ενεργεί σ’ αυτό το βαθμό, παρόλο που ζει σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως βρίσκεται μακριά από τον κόσμο.
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί ότι είναι η πρώτη ανάμεσα στις εισαγωγικές αρετές. Γιατί καταργεί την οίηση, δηλ. τη μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, και γεννά την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό, σ’ εκείνους που την κρατούν με ευχαρίστηση γίνεται θύρα που οδηγεί στην αγάπη του Θεού. Επειδή αθέτησε την υπακοή ο Αδάμ, γλύστρησε στον Άδη. Αυτή την αρετή αγάπησε ο Κύριος και έγινε άνθρωπος οικονομώντας την δική μας σωτηρία. Μέχρι σταυρού και θανάτου υπάκουσε στον Πατέρα Του(Φιλιπ. 2, 6–8), αν και δεν ήταν διόλου κατώτερος από τη μεγαλοσύνη Εκείνου, για να καταργήσει το έγκλημα της ανθρώπινης παρακοής με τη δική Του υπακοή και να επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους που θα ζήσουν με υπακοή. Πρώτα λοιπόν για την υπακοή πρέπει να φροντίζουν εκείνοι που θέλουν να πολεμήσουν την οίηση του διαβόλου. Και αυτή με τον καιρό θα μας δείξει χωρίς λάθος όλους τους δρόμους των αρετών.
Η εγκράτεια είναι γενικό όνομα όλων των αρετών. Πρέπει λοιπόν εκείνος που εγκρατεύεται, δηλ. καλλιεργεί τις αρετές, να εγκρατεύεται σε όλα. Όταν αφαιρεθεί από τον άνθρωπο οιοδήποτε μέλος του, έστω και το ελάχιστο, τότε παραμορφώνεται ο άνθρωπος· έτσι και μιά μόνο αρετή αν παραμελήσει κανείς, καταστρέφει όλη την ομορφιά της εγκράτειας. Πρέπει λοιπόν να καλλιεργούμε όχι μόνο τις σωματικές αρετές, αλλά και εκείνες που μπορούν να καθαρίζουν τον εσωτερικό άνθρωπο. Ποιά η ωφέλεια σ’ εκείνον που διατήρησε το σώμα του παρθένο, αν μολύνεται από τον δαίμονα της παρακοής; Ή πώς θα στεφανωθεί εκείνος που απέχει από τη γαστριμαργία και από κάθε σωματική επιθυμία, αλλά δε φροντίζει να νικήσει την οίηση και τη φιλοδοξία, ούτε ανέχεται την παραμικρή θλίψη; Γιατί στη μέλλουσα κρίση θα δοθεί ως αντιστάθμισμα στη πλάστιγγα το φως της δικαιοσύνης σε όσους έπραξαν τα έργα της δικαιοσύνης με πνεύμα ταπεινώσεως.
Όσοι αγωνίζονται για τη σωτηρία τους, πρέπει να φροντίζουν τόσο πολύ να μισούν όλες τις παράλογες επιθυμίες, ώστε να αποκτήσουν τη συνήθεια αυτού του μίσους. Την εγκράτεια όμως των τροφών πρέπει να την ασκούν προσέχοντας ώστε να μη φτάσουν να σιχαθούν καμιά απ’ αυτές, γιατί κάτι τέτοιο είναι επικατάρατο και τελείως δαιμονικό. Δεν απέχομε από τις τροφές γιατί είναι κακές –μη γένοιτο· αλλά αποφεύγομε τις πολλές και απολαυστικές τροφές για να χαλιναγωγούμε τα μέλη της σάρκας που βρίσκονται σε έξαψη. Επίσης και για να μοιράζομε το περίσσευμα στους φτωχούς, κάτι που είναι γνώρισμα ειλικρινούς αγάπης.
Το να τρώμε και να πίνομε απ’ όλα όσα μας παραθέτουν, ευχαριστώντας το Θεό, δεν είναι καθόλου αντίθετο με την πνευματική γνώση· γιατί όλα τα δημιουργήματα είναι πολύ καλά(Γέν. 1, 31). Το να απέχομε όμως ευχαρίστως από τα πολλά και ευχάριστα φαγητά, αυτό είναι δείγμα μεγαλύτερης πνευματικής διακρίσεως και γνώσεως. Αλλά δεν θα καταφρονήσομε ευχαρίστως τα ευχάριστα αυτού του κόσμου, αν με όλη μας την πνευματική αίσθηση και με πληροφορία καρδιάς δεν γευθούμε την γλυκύτητα του Θεού.
Όταν το σώμα είναι βαρύ από πολλά φαγητά, κάνει το νου δειλό και δυσκίνητο· ενώ όταν ατονεί από την μεγάλη εγκράτει paraklisi
O άγιος πατέρας μας Διάδοχος, που χρημάτισε επίσκοπος της Φωτικής στην Παλαιά Ήπειρο του Ιλλυρικού, ήταν παλαιός, πρν από τον 7ο αιώνα. Αυτό το συμπεραίνουμε από τα συγγράμματα του αγίου Μαξίμου, στα οποία αναφέρει κεφάλαια του Διαδόχου.
Ότι ήταν σοφός άνθρωπος που έλαμπε στην πράξη και στην θεωρία, μπορεί ο καθένας να το εννοήσει από τον λόγο του αυτό. Τον έχει συνθέσει άριστα έπειτα από φιλοσοφημένη πείρα πολλών ετών κι αφού έζησε πολλές θείες αναβάσεις μέσα στην καρδιά του.
Τον διαίρεσε σε εκατό κεφάλαια και αποκάλυψε τις βαθύτατες μυστικές λειτουργίες της προσευχής με κάθε ακρίβεια· και αφού τον γέμισε πυκνά με λόγια της Αγίας Γραφής και με θεωρίες ακριβούς πνευματικής γνώσεως, ως δείγμα διδασκαλίας της ιερής νηπτικής εργασίας, αποτελούμενο από όλες τις αρετές, τον άφησε σε όλους σχεδόν τους έπειτ’ από αυτόν νηπτικούς και θεοφόρους πατέρες.
Γι’ αυτό πολλοί από αυτούς στα νηπτικά έργα τους συχνά αναφέρονται στα κεφάλαια αυτά, όπως σε ακριβείς πίνακες, και παραθέτουν αυτολεξεί μαρτυρίες από αυτά. Τα αναφέρει και ο ιερός Φώτιος (αναγν.201) λέγοντας: Αυτούς τους δέκα όρους ακολουθούν τα εκατό κεφάλαια· και είναι αυτός ο λόγος άριστα συγκροτημένος για τους ασκουμένους στην αρετή και για τους γυμνασμένους στις πράξεις της τελειότητας, χωρίς να περιέχει καμιά ασάφεια….Η Σύνοδος που έγινε με την παρουσία του Ανδρονίκου του Παλαιολόγου, ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, ο Θεσσαλονίκης Συμεών, Σιναΐτης Γρηγόριος, ο αγιότατος Κάλλιστος, και άλλοι πολλοί, μαρτυρούν ότι ο λόγος αυτός είναι άμεμπτος.
Το εκατοστό κεφάλαιο, που γράφει ο Φώτιος, αν και φαίνεται επιλήψιμο, ο θείος Μάξιμος ωστόσο το απαλλάσσει από κάθε αμφιβολία, ερμηνεύοντας την έννοιά του σύμφωνα με τον ορθό σκοπό της ευσέβειας, καθώς φαίνεται εδώ στο τέλος των κεφαλαίων.
‘Οροι
Όρος* της πίστεως είναι η απαθής σκέψη και κατανόηση του Θεού.
Όρος της ελπίδας είναι η αναχώρηση του νου προς τα ελπιζόμενα αγαθά.
Όρος της υπομονής είναι το να βλέπει κανείς με τα νοητά μάτια τόν αόρατο Θεό σαν ορατό μπροστά του, έχοντας αδιάλειπτη εγκαρτέρηση.
Όρος της αφιλαργυρίας είναι το να θέλει κανείς να μην έχει, όπως άλλοι επιθυμούν να έχουν.
Όρος της πνευματικής γνώσεως είναι το να αγνοεί κανείς τον εαυτό του, με το να βρίσκεται σε έκσταση στο Θεό.
Όρος της ταπεινοφροσύνης είναι το να φροντίζει να λησμονεί κανείς όλα τα καλά έργα του.
Όρος της αοργησίας είναι το να έχει κανείς μια μεγάλη επιθυμία να μην οργίζεται.
Όρος της αγνότητας είναι η παντοτινή αίσθηση ότι είναι κανείς ενωμένος με το Θεό.
Όρος της αγάπης είναι το να αισθάνεται κανείς ότι μεγαλώνει η αγάπη του προς εκείνους που τον υβρίζουν.
Όρος της τέλειας αλλοιώσεως που αισθάνεται κανείς από την ηδονή της αγάπης του στο Θεό, είναι το να νομίζει χαρά τη φρίκη του θανάτου.
* Όρος : όριο, τέρμα, κανόνας.
Λόγος ασκητικός χωρισμένος σε 100 πρακτικά κεφάλαια πνευματικής γνώσεως και διακρίσεως
Από κάθε πνευματική θεωρία, αδελφοί, πρέπει να προηγείται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη· προπάντων όμως η αγάπη. Η πίστη και η ελπίδα διδάσκουν τον άνθρωπο να καταφρονεί τα ορατά υλικά αγαθά. Ενώ η αγάπη ενώνει την ψυχή με τις αρετές του Θεού, αναζητώντας τον Αόρατο με την νοερή αίσθηση.
Κατά φύσιν αγαθός είναι μόνον ο Θεός. Γίνεται και ο άνθρωπος αγαθός με την επιμέλεια της διαγωγής του μέσω του όντως αγαθού, δηλ. του Θεού. Και αλλάζει ο άνθρωπος και γίνεται αυτό που δεν είναι, δηλ. αγαθός, όταν η ψυχή με το να επιμελείται το καλό πλησιάζει τόσο το Θεό, όσο ενεργοποιείται η δύναμή της στο αγαθό. Γιατί λέει ο Κύριος: «Να γίνεστε αγαθοί και σπλαχνικοί, όπως ο Πατέρας σας στον ουρανό»(Λουκ. 6, 36).
Το κακό, ούτε φυσική ύπαρξη έχει, αλλ’ ούτε και κανένας είναι εκ φύσεως κακός. Γιατί ο Θεός δεν έπλασε τίποτε κακό. Όταν κανείς επιθυμήσει το κακό, τότε το ανύπαρκτο αρχίζει και γίνεται υπαρκτό, όπως το θέλει εκείνος που το κάνει. Πρέπει λοιπόν με την επιμέλεια της μνήμης του Θεού, να αμελούμε τη συνήθεια του κακού. Γιατί είναι πιο δυνατή η φύση του καλού από τη συνήθεια του κακού. Και τούτο γιατί το καλό υπάρχει, ενώ το κακό δεν υπάρχει, παρά μόνο όταν το πράττομε.
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού. Το «καθ’ ομοίωσιν» όμως το έχουν μόνον εκείνοι οι οποίοι με πολλή αγάπη υποδούλωσαν την ελευθερία τους στο Θεό· γιατί όταν δεν ανήκομε στους εαυτούς μας, τότε είμαστε όμοιοι με Εκείνον που μας συμφιλίωσε με τον εαυτό Του μέσω της αγάπης. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το επιτύχει, αν δεν πείσει την ψυχή του να μην δελεάζεται από την εύκολη δόξα αυτού του κόσμου.
Αυτεξουσιότητα είναι η θέληση της λογικής ψυχής, η οποία στρέφεται αμέσως σε ό,τι θέλει. Αυτή πρέπει να την παρακινούμε να είναι έτοιμη πάντοτε να στρέφεται μόνο προς το αγαθό, ώστε πάντοτε με τις αγαθές έννοιες να αφανίζομε τη μνήμη του κακού.
Φως αληθινής γνώσεως είναι το να διακρίνομε χωρίς λάθος το καλό από το κακό. Τότε η οδός της αρετής, οδηγώντας το νου στο Θεό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον εισάγει σε άπειρο φως γνώσεως, ώστε πλέον να ζητεί φανερά και με θάρρος την αγάπη. Πρέπει λοιπόν με θυμό χωρίς οργή να αρπάζομε το δίκαιο από εκείνους που τολμούν να το υβρίζουν και να το καταπατούν. Γιατί ο ζήλος για την ευσέβεια μάχεται και νικά όχι με μίσος, αλλά με τον έλεγχο.
Ο πνευματικός λόγος πληροφορεί τη νοερή αίσθηση, γιατί προέρχεται από το Θεό με την ενέργεια της αγάπης. Γι’ αυτό και δεν ταλαιπωρείται ο νους μας κατά τις θεολογικές του θεωρίες, επειδή δεν έχει τότε εκείνη τη φτώχεια που οδηγεί στην αναζήτηση νοημάτων, καθώς απλώνεται σε πνευματικές θεωρίες τόσο, όσο θέλει η ενέργεια της αγάπης. Καλό λοιπόν είναι πάντοτε να περιμένομε, με πίστη που την κινεί η αγάπη, τον φωτισμό του λόγου. Γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο τίποτε φτωχότερο από το να φιλοσοφεί κανείς περί Θεού, χωρίς να έχει το φωτισμό του Θεού.
Όταν κάποιος είναι αφώτιστος, δεν πρέπει να καταπιάνεται με τα πνευματικά θέματα· αλλά και εκείνος που φωτίζεται πλούσια από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, δεν πρέπει να αρχίσει να ομιλεί γι’ αυτά. Η φτώχεια στα πνευματικά φέρνει την άγνοια, αλλά και ο πλούτος δεν επιτρέπει την ομιλία. Γιατί τότε η ψυχή, μεθυσμένη από την αγάπη του Θεού, επιθυμεί μέσα στη σιωπή της να απολαμβάνει τη δόξα του Κυρίου. Ώστε πρέπει να παρατηρούμε πότε βρισκόμαστε σε μια μέση κατάσταση και τότε να μιλάμε για το Θεό. Αυτή η κατάσταση δίνει στην ψυχή ένα είδος λόγων γεμάτων από δόξα, ενώ η λαμπρότητα του θείου φωτισμού τρέφει με πίστη την πίστη εκείνου που λέει τους λόγους αυτούς, για να γευθεί πρώτος αυτός τον καρπό της θείας γνώσεως με την αγάπη.
Γιατί ο γεωργός που κοπιάζει πρέπει πρώτος να γεύεται τους καρπούς(Β΄ Τιμ. 2, 6).
Η σοφία και η γνώση είναι χαρίσματα του ενός Αγίου Πνεύματος. Το κάθε όμως χάρισμα ενεργεί με διάφορο τρόπο. «Σε άλλον δίνεται σοφία, σε άλλον γνώση, από το ίδιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 8), όπως μαρτυρεί και ο Απόστολος Παύλος. Και η γνώση ενώνει με την πείρα τον άνθρωπο με το Θεό, αλλά δεν κινεί την ψυχή σε λόγους για τα όντα. Γι’ αυτό και μερικοί που ασκούν το μοναχικό βίο, φωτίζονται από τη γνώση με νοερή αίσθηση, αλλά η ψυχή τους δεν κινείται σε θείους λόγους. Η σοφία όμως, όταν δοθεί με φόβο σε κάποιον μαζί με τη γνώση (και αυτό είναι σπάνιο), φανερώνει τις ίδιες τις ενέργειες της θείας γνώσεως· γιατί η γνώση συνηθίζει να φωτίζει τον νου με την εμπειρία, ενώ η σοφία με τον πνευματικό λόγο. Τη γνώση την προξενεί η προσευχή και η πολλή ησυχία και η τέλεια αμεριμνία, ενώ τη σοφία την προξενεί η συνεχής μελέτη των λόγων του Θεού, που γίνεται χωρίς κενοδοξία· και προπάντων η χάρη του Θεού.
Όταν το θυμικό μέρος της ψυχής κινείται κατά των παθών, πρέπει να γνωρίζομε ότι είναι καιρός σιωπής, γιατί είναι ώρα αγώνα. Όταν κάποιος δει ότι η ταραχή εκείνη, με την προσευχή ή με την ελεημοσύνη και τη συμπάθεια, μεταβλήθηκε σε γαλήνη, τότε ας κινεί την ψυχή του στον έρωτα των λόγων του Θεού, ασφαλίζοντας όμως με το δεσμό της ταπεινοφροσύνης τα φτερά του νου. Γιατί αν κανείς δεν ταπεινώσει υπερβολικά τον εαυτό του με τέλεια καταφρόνηση, δεν μπορεί να ομιλεί για την μεγαλειότητα του Θεού.
Ο πνευματικός λόγος φυλάγει πάντοτε την ψυχή από την κενοδοξία, γιατί τη φωτίζει σε όλα τα μέρη της και την κάνει να μην έχει ανάγκη από ανθρώπινη τιμή. Γι’ αυτό και φυλάγει τη διάνοια από φαντασίες, καθώς την αλλοιώνει και τη στρέφει ολόκληρη στην αγάπη του Θεού. Αντίθετα, ο λόγος της σοφίας του κόσμου παρακινεί πάντοτε τον άνθρωπο στη φιλοδοξία· επειδή δεν ικανοποιεί με νοερή αίσθηση την ψυχή, προξενεί στους οπαδούς του αγάπη για επαίνους, αφού είναι δημιούργημα κενόδοξων ανθρώπων. Θα γνωρίσομε λοιπόν την ενέργεια του θείου και πνευματικού λόγου χωρίς να πλανηθούμε, όταν δαπανούμε τις ώρες που δεν μιλάμε, σε σιωπή χωρίς μέριμνες και στη θερμή μνήμη του Θεού.
Εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπά το Θεό. Εκείνος που δεν αγαπά τον εαυτό του εξαιτίας του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Θεού, αυτός αγαπά το Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζητεί ποτέ τη δική του δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού. Γιατί εκείνος που αγαπά τον εαυτό του, ζητεί τη δική του δόξα· εκείνος όμως που αγαπά το Θεό, αγαπά την δόξα του Δημιουργού του. Είναι ιδίωμα της ψυχής που έχει πνευματική αίσθηση και αγαπά το Θεό, το να ζητεί πάντοτε την δόξα του Θεού σε όλες τις εντολές που πράττει και να ευχαριστείται στην δική της ταπείνωση. Γιατί στο Θεό πρέπει η δόξα για τη μεγαλοσύνη Του, ενώ στον άνθρωπο αρμόζει η ταπείνωση με την οποία γινόμαστε οικείοι του Θεού. Ό,τι και αν κάνομε, ας λέμε πάντοτε κι εμείς με χαρά για τη δόξα του Θεού, εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής: «Εκείνος πρέπει να δοξάζεται, ενώ εμείς να μικραίνομε»(Ιω. 3, 30).
Γνωρίζω κάποιον, ο οποίος αγαπά τόσο πολύ το Θεό (και όμως πενθεί γιατί δεν τον αγαπά όσο θα ήθελε), ώστε η ψυχή του να βρίσκεται ακατάπαυστα σε μια τέτοια θερμή επιθυμία, ώστε ο Θεός να δοξάζεται από αυτόν, ενώ ο ίδιος να είναι σαν να μην υπάρχει. Ο ίδιος ούτε γνωρίζει ότι έχει τόση αγάπη προς το Θεό, ακόμα και όταν τον επαινούν. Και αυτό συμβαίνει, γιατί από την πολλή επιθυμία της ταπεινώσεως δεν εννοεί την αξία του, αλλά υπηρετεί το Θεό, όπως είναι νόμος για τους ιερείς· και από την πολλή αγάπη του προς τον Θεό, λησμονεί την αξία του, κρύβοντας στο βάθος της αγάπης του Θεού το καύχημά του γι’ αυτή με πνεύμα ταπεινώσεως. Έτσι φαίνεται πάντοτε στον εαυτό του αχρείος δούλος, κατώτερος της αξίας του, από την επιθυμία της ταπεινώσεως. Αυτό πρέπει να το κάνομε κι εμείς και να αποφεύγομε κάθε τιμή και δόξα για χάρη του υπερβολικού πλούτου της αγάπης του Κυρίου, που τόσο μας αγαπά.
Εκείνος που αγαπά το Θεό με αίσθηση καρδιάς, εκείνος είναι γνώριμος του Θεού(Α΄ Κορ. 8, 3). Γιατί όσο περισσότερο δέχεται κανείς με αίσθηση ψυχής την αγάπη του Θεού, τόσο περισσότερο αυξάνει την αγάπη του στο Θεό. Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει ποτέ με έναν σφοδρό έρωτα να επιθυμεί να γνωρίσει περισσότερο το Θεό, μέχρις ότου τον αισθανθεί και με αυτή την αίσθηση των οστών του. Δεν γνωρίζει πλέον τον εαυτό του, αλλά είναι ολόκληρος αλλοιωμένος από την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά και δεν βρίσκεται σ’ αυτόν. Βρίσκεται σ’ αυτόν με το σώμα του, αλλά ζει με την αγάπη έξω από τον κόσμο, καθώς η ψυχή του κινείται ακατάπαυστα προς το Θεό. Καθώς λοιπόν καίγεται ολοένα η καρδιά του από τη φωτιά της αγάπης, κάποιος πόθος τον σπρώχνει να προσκολληθεί στο Θεό, μια και βγήκε έξω από την αγάπη του εαυτού του εξαιτίας της αγάπης προς το Θεό. «Είτε βγήκαμε από τον εαυτό μας, το κάναμε για το Θεό, λέει ο Απόστολος· είτε σωφρονούμε, το κάνομε για σας»(Β΄ Κορ. 5, 13).
Όταν αρχίσει κανείς να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την αγάπη του Θεού, τότε αρχίζει να αγαπά με πνευματική αίσθηση και τον πλησίον. Αυτή είναι η αγάπη για την οποία μιλούν όλες οι Γραφές. Η κατά σάρκα φιλία πολύ εύκολα διαλύεται, όταν βρεθεί κάποια ασήμαντη αιτία, γιατί δεν είναι δεμένη με την πνευματική αίσθηση. Στον άνθρωπο όμως που στην ψυχή του ενεργεί ο Θεός, και αν συμβεί κάποιος ερεθισμός, δεν λύνεται ο δεσμός της αγάπης. Γιατί με την θερμότητα της αγάπης του Θεού η ψυχή ξαναθερμαίνει τον εαυτό της στο καλό και γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της την αγάπη του πλησίον με πολλή χαρά, ακόμη και αν έχει υβρισθεί ή ζημιωθεί υπερβολικά από αυτόν· και με τη γλυκύτητα του Θεού εξουδετερώνει την πικρία της φιλονεικίας.
Κανένας δεν μπορεί να αγαπήσει το Θεό με αίσθηση καρδιάς, αν πρωτύτερα δεν τον φοβηθεί με όλη του την καρδιά. Γιατί η ψυχή φτάνει σ’ αυτή την αγάπη αφού εξαγνιστεί και μαλακώσει, κατά κάποιο τρόπο, με την ενέργεια του φόβου. Δεν μπορεί όμως κανείς να φτάσει στο φόβο του Θεού, με τον τρόπο που είπαμε, αν δεν εγκαταλείψει κάθε φροντίδα του βίου. Γιατί όταν ο νους βρεθεί σε πολλή ησυχία και αμεριμνία, τότε τον ενοχλεί ο φόβος του Θεού και τον καθαρίζει από κάθε γήινο, για να τον φέρει σε μεγάλη αγάπη της αγαθότητας του Θεού. Ώστε ο φόβος ανήκει σ’ εκείνους που βρίσκονται στο στάδιο του καθαρισμού από την αμαρτία και έχουν μια μέτρια αγάπη. Η τέλεια όμως αγάπη ανήκει σ’ εκείνους που έχουν ήδη καθαριστεί, οι οποίοι δεν έχουν φόβο· γιατί η τέλεια αγάπη διώχνει τον φόβο(Α΄ Ιω. 4, 18). Αλλά, και τα δύο –ο φόβος και η αγάπη– ανήκουν στους δικαίους μόνο, οι οποίοι με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καλλιεργούν τις αρετές. Γι’ αυτό η Γραφή, αλλού λέει: «Φοβηθείτε τον Κύριο όλοι οι άγιοί Του»(Ψαλμ. 33, 10), κι αλλού λέει: «Αγαπήστε τον Κύριο όλοι οι όσιοί Του»(Ψαλμ. 30, 24)· για να μάθομε καλά ότι στους δικαίους που καθαρίζονται ακόμη, ανήκει ο φόβος του Θεού με μια μέτρια αγάπη, όπως είπαμε, ενώ η τέλεια αγάπη ανήκει σε όσους έχουν καθαριστεί. Σε αυτούς δεν υπάρχει ίχνος κανενός φόβου, αλλά ακατάπαυστη φλογερή αγάπη και προσκόλληση της ψυχής στο Θεό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει και ο προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε η ψυχή μου σε Σένα και σε ακολουθεί· με κράτησε το δεξί Σου χέρι»(Ψαλμ. 62, 9).
Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαριστούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από τη λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού, και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας. Έτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση. Και όσο λιγοστεύει ο φόβος, τόσο πληθαίνει η αγάπη της, μέχρις ότου φτάσει στην τέλεια αγάπη, όπου καθώς είπαμε δεν υπάρχει φόβος, αλλά απάθεια που κατορθώνεται όλη με τη δόξα του Θεού. Ας είναι λοιπόν σ’ εμάς παντοτινό καύχημα καυχημάτων, πρώτα ο φόβος του Θεού και έπειτα η αγάπη, η οποία είναι η ολοκλήρωση της τελειότητας που νομοθετεί ο Χριστός.
Εκείνη η ψυχή που δεν έχει απαλλαχθεί από τις κοσμικές φροντίδες, ούτε το Θεό μπορεί να αγαπήσει πραγματικά, ούτε τον διάβολο να μισήσει όσο του αξίζει, γιατί έχει επάνω της τη μέριμνα του βίου που την κατασκεπάζει με το βάρος της. Γι’ αυτό ο νους δεν μπορεί να δικάσει με την κρίση του όσα οδηγούν στην αγάπη του Θεού ή στο μίσος του διαβόλου, ώστε να αποφασίσει χωρίς να πλανηθεί. Για τον καθένα λοιπόν είναι οπωσδήποτε χρήσιμη η αναχώρηση.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καθαρής ψυχής είναι λόγος χωρίς φθόνο, ζήλος χωρίς κακία και ακατάπαυστος έρωτας της δόξας του Θεού. Τότε και ο νους παραμένει μέσα στη διάνοιά του, που έχει γίνει σαν ένα ολοκάθαρο μέσο κρίσεως, και διευθετεί με ακρίβεια τις πλάστιγγές του.
Πίστη χωρίς έργα και έργα χωρίς πίστη θ’ απορριφθούν εξίσου από το Θεό. Πρέπει ο πιστός να προσφέρει στον Κύριο πίστη που φανερώνεται με τα έργα. Ο πατέρας μας Αβραάμ δε θα δικαιωνόταν από την πίστη του(Ιακ. 2, 21), αν δεν πρόσφερε ως καρπό της στο Θεό το γιο του Ισαάκ(Γέν. 22, 1–19).
Εκείνος που αγαπά το Θεό, πιστεύει ειλικρινά και εκτελεί τα έργα της πίστεως μ’ ευσέβεια.
Εκείνος όμως που πιστεύει μόνο, χωρίς να έχει αγάπη, και αυτή την πίστη που νομίζει ότι έχει, δεν την έχει. Η πίστη του είναι ελαφρή, γιατί δεν έχει το βάρος και τη δόξα της αγάπης. Άρα η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών είναι η πίστη που γίνεται πράξη με την αγάπη(Γαλ. 5, 6).
Ο βυθός της πίστεως, όταν τον ερευνά κανείς με περιέργεια, αναταράζεται, ενώ όταν τον παρατηρεί κανείς με απλή και απονήρευτη διάθεση, μένει γαλήνιος. Και τούτο γιατί το βάθος της πίστεως μοιάζει με το νερό της λήθης, όπου λησμονούνται όλα τα κακά, και δεν επιτρέπει να το εξετάζει κανείς με περιέργεια. Ας πλέομε λοιπόν στο πέλαγος της πίστεως με απλότητα στη διάνοιά μας, για να μπορέσομε έτσι να φτάσομε στο λιμάνι του θελήματος του Θεού.
Κανείς δεν μπορεί να αγαπά ή να πιστεύει ειλικρινά, αν δεν έχει κατήγορο τη συνείδησή του. Όταν η συνείδησή μας είναι ταραγμένη από τους ελέγχους της, τότε ο νους δεν αφήνεται να αισθανθεί την ευωδία των υπερκοσμίων αγαθών, αλλά πέφτει σε αμφιβολία και διχάζεται. Και έχει θερμή επιθυμία γι’ αυτά, λόγω της προηγούμενης εμπειρίας της πίστεως, αλλά δεν μπορεί να τα φτάσει με την αγάπη και με αίσθηση της καρδιάς, εξαιτίας των ελέγχων της συνειδήσεως. Εντούτοις, αφού καθαρίσομε τους εαυτούς μας με θερμότερη προσοχή, με τη βοήθεια του Θεού, θα επιτύχομε το ποθούμενο με μεγαλύτερη πείρα.
Όπως οι αισθήσεις του σώματος μας παρακινούν με βίαιο τρόπο προς αυτά που μας φαίνονται καλά, έτσι και η αίσθηση του νου, όταν γευθεί τη θεία αγαθότητα, συνηθίζει να μας οδηγεί προς τα αόρατα αγαθά. Το καθένα από αυτά ορέγεται εκείνα με τα οποία συγγενεύει. Η ψυχή ως ασώματη επιθυμεί τα ουράνια αγαθά, ενώ το σώμα ως χώμα που είναι επιθυμεί την επίγεια απόλαυση.
Λοιπόν, τότε θα δοκιμάσομε χωρίς πλάνη την άυλη αίσθηση, όταν μπορέσομε να λεπτύνομε την ύλη (το σώμα) με τους κόπους της ασκήσεως.
Η ενέργεια της θείας γνώσεως μας διδάσκει ότι μία φυσική αίσθηση υπάρχει στην ψυχή, αλλά λόγω της παρακοής του Αδάμ διαιρείται σε δύο ενέργειες. Επίσης ότι μία και απλή είναι η αίσθηση, η οποία δίνεται στην ψυχή από το Άγιο Πνεύμα. Αυτή την πνευματική αίσθηση κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει, παρά μόνον εκείνοι που ελευθερώνονται με χαρά από τα καλά του βίου, για την ελπίδα των μελλόντων αγαθών, και με την εγκράτεια μαραίνουν κάθε όρεξη των σωματικών αισθήσεων. Μόνο σ’ αυτούς, λόγω της αμεριμνίας, ο νους κινείται μ’ ευρωστία και μπορεί να αισθάνεται, με τρόπο ανέκφραστο, την θεία αγαθότητα· και τότε, ανάλογα με την προκοπή του, ο νους μεταδίδει τη χαρά του και στο σώμα και αισθάνεται άπειρη αγαλλίαση καθώς δοξολογεί με αγάπη το Θεό. «Σ’ Αυτόν, λέει, έβαλε η καρδιά μου την ελπίδα της και βρήκα βοήθεια και ξαναβλάστησε η σάρκα μου· και με το θέλημά μου θα τον δοξολογήσω»(Ψαλμ. 27, 7). Η χαρά που έρχεται τότε στην ψυχή και στο σώμα είναι αλάνθαστη υπενθύμηση της αθάνατης ζωής.
Oι αγωνιζόμενοι πρέπει να διατηρούν πάντοτε ατάραχη τη διάνοιά τους, για να μπορεί ο νους να διακρίνει τους λογισμούς που περνούν απ’ αυτόν και τους καλούς που τους στέλνει ο Θεός, να τους αποθηκεύει στα ταμεία της μνήμης, ενώ τους κακούς και δαιμονικούς να τους απορρίπτει.
Όταν η θάλασσα έχει γαλήνη, οι ψαράδες διακρίνουν τι κινείται ως κάτω στο βυθό και σχεδόν τίποτε δεν τους διαφεύγει από τις κινήσεις των ψαριών. Όταν όμως ταράζεται από τους ανέμους, κρύβει εξαιτίας της ταραχής όσα αφήνει να φαίνονται τον καιρό της γαλήνης· και βλέπομε τότε ανίσχυρη την τέχνη των ψαράδων. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου που ασχολείται σε θείες θεωρίες, και μάλιστα όταν ταράζεται το βάθος της ψυχής από την άδικη οργή.
Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν με ακρίβεια και διακρίνουν τα σφάλματά τους και των οποίων ο νους ποτέ δεν απομακρύνεται από τη μνήμη του Θεού. Τα μάτια μας, όταν έχουν την υγεία τους, μπορούν και βλέπουν τα πάντα, μέχρι και τα μικρά κουνούπια στον αέρα· ενώ αν χάσουν την υγεία και τη διαύγειά τους κι αρχίσουν να βλέπουν θολά, τότε αν είναι κάτι μεγάλο μπροστά τους το βλέπουν αμυδρά, και τα μικρά δεν τα βλέπουν διόλου. Έτσι και η ψυχή, αν θεραπεύσει με τη μεγάλη προσοχή την αναπηρία που έχει υποστεί λόγω της φιλοκοσμίας της, τότε και τα πιο μικρά σφάλματά της τα θεωρεί πολύ μεγάλα, και χύνει δάκρυα ακατάπαυστα με πολλή ευχαριστία. Γιατί λέει η Γραφή: «Οι δίκαιοι θα δοξολογήσουν το όνομά Σου»(Ψαλμ. 139, 14). Αν όμως η ψυχή εξακολουθεί να έχει το κοσμικό φρόνημα, τότε και φόνο αν διαπράξει, ή κανένα άλλο αμάρτημα άξιο μεγάλης τιμωρίας, μόλις το αισθάνεται· ενώ τα μικρά αμαρτήματα ουδέ καν τα αντιλαμβάνεται, αλλά και ως κατορθώματα πολλές φορές τα νομίζει και δεν ντρέπεται η άθλια να τα διηγείται με καύχημα.
Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να καθαρίσει το νου. Γιατί αν δεν μπει μέσα στο σπίτι ο δυνατός για να αφαιρέσει τα κλεμμένα και να δέσει τον κλέφτη(Λουκ. 11, 21–22), δεν ελευθερώνεται το λάφυρο. Πρέπει λοιπόν με κάθε τρόπο, και προπάντων με την ειρήνη της ψυχής, να αναπαύομε το Άγιο Πνεύμα, για να διατηρούμε το λυχνάρι της πνευματικής γνώσεως μέσα μας πάντοτε αναμμένο. Όταν αυτό αστράφτει ακατάπαυστα μέσα στα βάθη της ψυχής, τότε όχι μόνον είναι ολοφάνερες μέσα στο νου οι πικρές εκείνες και σκοτεινές προσβολές των δαιμόνων, αλλά και εξασθενούν υπερβολικά, επειδή ελέγχονται και φανερώνονται από το άγιο εκείνο και ένδοξο φως. Γι’ αυτό ο Απόστολος λέει: «Μη σβήνετε το Πνεύμα»(Α΄ Θεσ. 5, 19), αντί να πει: «Μη λυπείτε με κακά έργα ή κακούς λογισμούς την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, για να μη στερηθείτε το ακατανίκητο φως Του». Επειδή το Αιώνιο και Ζωοποιό Πνεύμα δεν σβήνεται, αλλά η λύπη Του, δηλαδή η αποστροφή Του, αφήνει τον νου του ανθρώπου σκυθρωπό και αφώτιστο από τη θεία γνώση.
Η φυσική αίσθηση της ψυχής, όπως είπα, είναι μια, ενώ οι αισθήσεις του σώματος είναι πέντε, ανάλογα με τις σωματικές μας ανάγκες, όπως μας διδάσκει το πανάγιο και φιλάνθρωπο Πνεύμα του Θεού. Αλλά και αυτή η μιά ψυχική αίσθηση διαιρείται ανάλογα με τις κινήσεις της ψυχής, λόγω του ολισθήματος του νου από την παρακοή των πρωτοπλάστων. Γι’ αυτό, από τη μια πλευρά η ψυχή ακολουθεί το εμπαθές μέρος της αισθήσεως· και τότε αισθανόμαστε ευχαρίστηση για τα καλά του βίου. Αλλά όταν είμαστε σώφρονες, η ψυχή θέλγεται πολλές φορές από τη λογική και νοερή κίνηση της αισθήσεως· και τότε ο νους μας επιθυμεί να τρέχει προς τα ουράνια κάλλη. Αν λοιπόν συνηθίσομε να καταφρονούμε τα καλά του κόσμου, θα μπορέσομε να ενώσομε τη γήινη όρεξη της ψυχής με τη λογική και νοερή της διάθεση, με τη βοήθεια που δίνει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα μας. Γιατί αν η θεότητά Του δεν καταφωτίσει με τις ενέργειές Του τα βάθη της ψυχής μας, δεν θα μπορέσομε να γευθούμε με αδιαίρετη αίσθηση το αγαθό, δηλαδή με ολόκληρη την ψυχική διάθεση.
Αίσθηση του νου είναι η ικανότητά του να διακρίνει με ακρίβεια όσα εξετάζει. Όταν έχομε υγιή την σωματική αίσθηση της γεύσεως, διακρίνομε χωρίς λάθος τα καλά από τα άνοστα φαγητά και ορεγόμαστε τα καλά. Έτσι και ο νους μας, όταν αρχίσει να κινείται υγιώς και χωρίς καμιά μέριμνα, τότε μπορεί να αισθάνεται πλουσιοπάροχα την θεϊκή παρηγοριά και να μην παρασύρεται ποτέ από δαιμονικές παρηγοριές. Το σώμα, όταν γεύεται γήινες νόστιμες τροφές, διατηρεί την εμπειρία της γεύσεως χωρίς να σφάλλει. Έτσι και ο νους όταν κατανικήσει το σαρκικό φρόνημα, μπορεί να γεύεται χωρίς κίνδυνο πλάνης την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος, όπως λέει η Γραφή: «Γευθείτε και δείτε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ. 33, 9)· και με την ενέργεια της αγάπης να έχει αλησμόνητη την ανάμνηση αυτής της γεύσεως, για να διακρίνει χωρίς λάθος όσα δοκιμάζει, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Προσεύχομαι η αγάπη σας να περισσεύει όλο και περισσότερο με επίγνωση και με κάθε αίσθηση, για να διακρίνετε σωστά τα ωφέλιμα»(Φιλιπ. 1, 9–10).
Όταν ο νους μας αρχίσει να αισθάνεται την παρηγοριά του Παναγίου Πνεύματος, τότε και ο σατανάς έρχεται μέσα στη νυκτερινή ησυχία, όταν κανείς έρθει σε ελαφρότατο ύπνο, και με κάποια αίσθηση που φαίνεται γλυκιά, παρηγορεί την ψυχή. Αν λοιπόν ο νους βρεθεί να κρατεί θερμά τη μνήμη του αγίου ονόματος του Κυρίου Ιησού και μεταχειρίζεται σαν όπλο το πανάγιο και ένδοξο αυτό όνομα, εγκαταλείπει ο πλάνος τη δολοπλοκία του, αλλά σηκώνει φανερό πόλεμο κατά της ψυχής. Από αυτό ο νους μαθαίνει με ακρίβεια την απάτη του πονηρού και αυξάνει περισσότερο την πείρα του στη διάκριση.
Η παρηγοριά που δίνει το Άγιο Πνεύμα, έρχεται όταν το σώμα είναι ξύπνιο ή και όταν πρόκειται να παραδοθεί σε ελαφρό ύπνο, όταν κανείς με την θερμή μνήμη του Θεού, είναι σαν κολλημένος στην αγάπη Του. Η παρηγοριά όμως από τη σατανική πλάνη έρχεται όταν –καθώς είπα– ο αγωνιστής βρίσκεται σε λεπτό ύπνο, έχοντας μέτρια μνήμη του Θεού. Η πρώτη, επειδή προέρχεται από το Θεό, θέλει να παρηγορεί φανερά τους αγωνιστές της ευσέβειας με πολλή χαρά της ψυχής, αυξάνοντας την αγάπη. Η αντίθετη συνηθίζει να σπρώχνει την ψυχή προς την πλάνη και επιχειρεί με τον ύπνο του σώματος να απομακρύνει την αίσθηση του υγιούς νου από τη μνήμη του Θεού. Αν λοιπόν –όπως είπα– βρεθεί ο νους σε κατάσταση της συνεχούς μνήμης του Κυρίου Ιησού, διασκορπίζει τη φαινομενικά γλυκιά εκείνη αύρα του εχθρού και με χαρά προχωρεί στον εναντίον του πόλεμο, έχοντας ως όπλο, μαζί με την χάρη, και την πείρα που απέκτησε.
Αν η ψυχή, χωρίς καμιά αμφιβολία ή φαντασία, ανάβει στην αγάπη του Θεού, παρασύροντας με κάποιο τρόπο και το σώμα στο βάθος της ανέκφραστης εκείνης θείας αγάπης, είτε αυτό είναι ξύπνιο, είτε όταν, με τον τρόπο που προείπα, έρχεται σε ύπνο όπου ενεργεί η θεία χάρη, και δεν σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνον το αντικείμενο της αγάπης, δηλαδή το Θεό, ας γνωρίζει ότι η τέτοια αγάπη είναι ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Καθώς ευφραίνεται ολόκληρη η ψυχή από την ανείπωτη εκείνη γλυκύτητα, τίποτε άλλο δεν μπορεί τότε να σκεφτεί, γιατί χαίρεται με ανυποχώρητη χαρά. Αν όμως, μέσα σ’ αυτή την θεία ενέργεια, ο νους αισθανθεί και την παραμικρή αμφιβολία ή ακάθαρτη σκέψη, αν και κάνει χρήση του θείου Ονόματος για άμυνα και όχι μάλλον από αγάπη μόνο του Θεού, τότε πρέπει να εννοήσει ότι η παρηγοριά εκείνη προέρχεται από τον απατεώνα διάβολο και είναι χαρά επιφανειακή. Αυτή η χαρά είναι άγευστη και άτακτη και προξενείται από τον εχθρό που θέλει να νοθεύσει την ψυχή. Γιατί όταν δει το νου να καυχιέται για την πείρα της αισθήσεώς του, τότε, όπως προείπα, προκαλεί με αγαθοφανείς παρηγοριές την ψυχή. Έτσι αυτή παρασύρεται από την χαύνη και κάθυγρη εκείνη γλυκύτητα και δεν καταλαβαίνει την ένωση του πονηρού πνεύματος μαζί της. Από αυτό διακρίνομε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης. Είναι όμως αδύνατο να γευθεί κανείς με αίσθηση ψυχής τη θεία αγαθότητα ή να λάβει αισθητή πείρα της κακίας των δαιμόνων, αν δεν γνωρίσει με βεβαιότητα, ότι η χάρη έχει κατοικήσει στο βάθος του νου του, ενώ τα πονηρά πνεύματα βρίσκονται γύρω από τα μέλη της καρδιάς. Αυτό δε θέλουν ποτέ οι δαίμονες να το πιστεύουν οι άνθρωποι, για να μην οπλίζεται ο νους τους εναντίον τους με τη μνήμη του Θεού.
Άλλη είναι η φυσική αγάπη που έχει η ψυχή και άλλη εκείνη που έρχεται σ’ αυτή με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η πρώτη κινείται όταν θέλομε, ανάλογα με τη θέλησή μας, και γι’ αυτό εύκολα λεηλατείται από τα πονηρά πνεύματα, όταν δεν κρατάμε με τη βία την αγαπητική μας προαίρεση. Η άλλη όμως που γίνεται από το Άγιο Πνεύμα, διεγείρει τόσο πολύ την ψυχή προς την αγάπη του Θεού, ώστε όλα τα μέρη της ψυχής να προσκολλώνται με ανέκφραστο τρόπο στην αγαθότητα του θείου πόθου, με μια απέραντη απλότητα διαθέσεως. Γιατί τότε ο νους, γεμάτος από την πνευματική ενέργεια, σαν να κυοφορεί, αναβλύζει κάποια πηγή αγάπης και χαράς.
Όπως η ταραγμένη θάλασσα γαληνεύει αν χύσομε λάδι, και νικιέται η τρικυμία από την παχύτητα του λαδιού, έτσι και η ψυχή μας, όταν λιπαίνεται από την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος, αισθάνεται μια γλυκιά γαλήνη και δέχεται με χαρά την ήττα της από την απαθή εκείνη και ανέκφραστη αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος που την επισκιάζει, λέγοντας κατά τον προφήτη Δαβίδ: «Όμως, ψυχή μου, υποτάξου στο Θεό»(Ψαλμ. 61, 6). Τότε οσοιδήποτε πειρασμοί και αν σηκωθούν από τους πονηρούς δαίμονες εναντίον της ψυχής, αυτή μένει χωρίς οργή και γεμάτη από κάθε χαρά. Σ’ αυτή την κατάσταση έρχεται κανείς και παραμένει, όταν καταγλυκαίνει ακατάπαυστα την ψυχή του με τον φόβο του Θεού. Στους αγωνιζόμενους για τη σωτηρία, ο φόβος του Κυρίου Ιησού φέρνει ένα είδος αγνισμού. «Γιατί ο φόβος του Κυρίου –λέει η Γραφή– είναι αγνός και μένει σ’ όλους τους αιώνες»(Ψαλμ. 18, 10).
Όταν ακούει κανείς για αίσθηση του νου, να μη νομίζει ότι θα του φανερωθεί με ορατό τρόπο η δόξα του Θεού. Λέμε βέβαια, ότι όταν η ψυχή είναι καθαρή αισθάνεται τη θεία παρηγοριά και τη γεύεται κατά τρόπο ανέκφραστο· δεν φαίνεται όμως σ’ αυτή κανένα από τα αόρατα, επειδή, όπως λέει ο μακάριος Παύλος, στην παρούσα ζωή προχωρούμε με την πίστη, όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 6–7). Αν λοιπόν φανερωθεί σε κάποιον αγωνιστή φως ή κανένα σχήμα φωτεινό, να μην παραδεχτεί διόλου το δράμα αυτό. Αυτά είναι φανερή απάτη του πονηρού, τα οποία πολλοί τα παραδέχτηκαν από άγνοια και ξέφυγαν από το δρόμο της αλήθειας. Εμείς όμως γνωρίζομε ότι εφόσον μένομε στο φθαρτό σώμα μας, είμαστε μακριά από το Θεό, δηλαδή δεν είναι δυνατό να βλέπομε με τα μάτια μας ούτε Αυτόν, ούτε κανένα από τα επουράνια θαύματά Του.
Τα όνειρα που φανερώνονται στην ψυχή λόγω της αγάπης του Θεού, είναι κατά κάποιο τρόπο αλάθητα τεκμήρια της υγείας της. Γι’ αυτό ούτε από το ένα σχήμα μεταβάλλονται σε άλλο, ούτε προκαλούν φόβο στην αίσθησή της, ούτε γελούν ή σκυθρωπιάζουν ξαφνικά, αλλά γεμάτα επιείκεια προσεγγίζουν την ψυχή και την γεμίζουν από πνευματική χαρά. Γι’ αυτό και όταν ξυπνήσει το σώμα, με μεγάλο πόθο η ψυχή ζητεί τη χαρά του ονείρου. Οι φαντασίες όμως των δαιμόνων είναι σε όλα αντίθετες· ούτε στο ίδιο σχήμα παραμένουν, ούτε η μορφή τους είναι ατάραχη για πολύ. Γιατί η γαλήνη που δεν την έχουν εξαιτίας της προαιρέσεώς τους, αλλά τη μιμούνται μόνο από διάθεση να πλανήσουν την ψυχή, δεν μπορεί να μείνει σ’ αυτούς για πολύ· αλλά λένε μεγάλα λόγια και πολλές απειλές και παίρνουν συχνά τη μορφή στρατιωτών και κάποτε ψάλλουν με κραυγές στην ψυχή. Από αυτά ο νους, όταν είναι καθαρός, αναγνωρίζει την παρουσία των δαιμόνων από τις φαντασίες και ξυπνά το σώμα· κάποτε και χαίρεται, γιατί μπόρεσε να εννοήσει την πανουργία τους. Γι’ αυτό και μέσα στο όνειρο πολλές φορές τους ελέγχει, οπότε και τους προκαλεί μεγάλη οργή. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου και τα αγαθά όνειρα δεν προξενούν χαρά στην ψυχή, αλλά φέρνουν μια γλυκιά λύπη και δάκρυα χωρίς πόνο. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνους που έχουν προκόψει σε πολλή ταπεινοφροσύνη.
Εμείς είπαμε σχετικά με τη διάκριση των καλών και των κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από εκείνους που έχουν πείρα. Κι ας μας είναι αρκετό και χρήσιμο για την αρετή, το να μη δίνομε ολότελα πίστη σε καμιά φαντασία. Γιατί τα όνειρα δεν είναι παρά αντίτυπα ανεξέλεγκτων λογισμών ή –όπως προείπα– και εμπαιγμοί των δαιμόνων. Όποτε και αν μας σταλεί καμιά φορά από την αγαθότητα του Θεού κανένα όραμα και δεν το παραδεχτούμε, δεν θα οργιστεί γι’ αυτό ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς εναντίον μας· γιατί γνωρίζει ότι αυτό το κάνομε από φόβο της πανουργίας των δαιμόνων. Αυτή η διάκριση που αναφέρθηκε προηγουμένως είναι ακριβής. Συμβαίνει όμως η ψυχή να μολυνθεί από μια ανεπαίσθητη αφορμή –κάτι από το οποίο νομίζω κανείς δεν εξαιρείται– και να χάσει την ακρίβεια της διαγνώσεως και τότε πιστεύει τα κακά όνειρα ως καλά.
Ας πάρομε ως παράδειγμα του ζητήματος αυτού, ένα δούλο που τον κάλεσε από την αυλή του σπιτιού ο κύριός του μιά νύχτα ύστερα από μακρά απουσία· και ο δούλος αρνήθηκε τελείως να ανοίξει την πόρτα, από φόβο μήπως παραπλανηθεί από την ομοιότητα της φωνής και γίνει προδότης της περιουσίας του κυρίου του ανοίγοντας σε κάποιον άλλο. Όταν ξημέρωσε, όχι μόνο δεν οργίστηκε ο κύριος εναντίον του δούλου, αλλά και πολύ τον επαίνεσε, γιατί και την φωνή του ακόμη την νόμισε απατηλή, για να μη χαθεί τίποτε από τα πράγματά του.
Δεν πρέπει κανείς να αμφιβάλλει ότι, όταν ο νους αρχίσει να δέχεται συχνά την ενέργεια του θείου φωτός, γίνεται ολόκληρος διαφανής, ώστε ο ίδιος να βλέπει το φως του πλουσιοπάροχα. Αυτό συμβαίνει όταν η δύναμη της ψυχής κατανικήσει τα πάθη και κυριαρχήσει πάνω τους. Όμως κάθε σχήμα που φανερώνεται στο νου, είτε σαν φως, είτε σαν φωτιά, προέρχεται από την πανουργία του εχθρού, όπως μας διδάσκει φανερά ο θείος Παύλος, λέγοντας ότι ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός(Β΄ Κορ. 11, 14). Δεν πρέπει λοιπόν με μια τέτοια ελπίδα οραμάτων να διεξάγει κανείς τον ασκητικό βίο, μην τυχόν βρει ο σατανάς έτοιμη την ψυχή και την παρασύρει. Μόνη επιδίωξή μας ας είναι να αγαπήσομε το Θεό με κάθε αίσθηση ψυχής και με κάθε εσωτερική πληροφορία –δηλαδή με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή και με όλη τη διάνοια(Ματθ. 22, 37). Γιατί εκείνος στον οποίο η χάρη του Θεού ενεργεί σ’ αυτό το βαθμό, παρόλο που ζει σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως βρίσκεται μακριά από τον κόσμο.
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί ότι είναι η πρώτη ανάμεσα στις εισαγωγικές αρετές. Γιατί καταργεί την οίηση, δηλ. τη μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, και γεννά την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό, σ’ εκείνους που την κρατούν με ευχαρίστηση γίνεται θύρα που οδηγεί στην αγάπη του Θεού. Επειδή αθέτησε την υπακοή ο Αδάμ, γλύστρησε στον Άδη. Αυτή την αρετή αγάπησε ο Κύριος και έγινε άνθρωπος οικονομώντας την δική μας σωτηρία. Μέχρι σταυρού και θανάτου υπάκουσε στον Πατέρα Του(Φιλιπ. 2, 6–8), αν και δεν ήταν διόλου κατώτερος από τη μεγαλοσύνη Εκείνου, για να καταργήσει το έγκλημα της ανθρώπινης παρακοής με τη δική Του υπακοή και να επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους που θα ζήσουν με υπακοή. Πρώτα λοιπόν για την υπακοή πρέπει να φροντίζουν εκείνοι που θέλουν να πολεμήσουν την οίηση του διαβόλου. Και αυτή με τον καιρό θα μας δείξει χωρίς λάθος όλους τους δρόμους των αρετών.
Η εγκράτεια είναι γενικό όνομα όλων των αρετών. Πρέπει λοιπόν εκείνος που εγκρατεύεται, δηλ. καλλιεργεί τις αρετές, να εγκρατεύεται σε όλα. Όταν αφαιρεθεί από τον άνθρωπο οιοδήποτε μέλος του, έστω και το ελάχιστο, τότε παραμορφώνεται ο άνθρωπος· έτσι και μιά μόνο αρετή αν παραμελήσει κανείς, καταστρέφει όλη την ομορφιά της εγκράτειας. Πρέπει λοιπόν να καλλιεργούμε όχι μόνο τις σωματικές αρετές, αλλά και εκείνες που μπορούν να καθαρίζουν τον εσωτερικό άνθρωπο. Ποιά η ωφέλεια σ’ εκείνον που διατήρησε το σώμα του παρθένο, αν μολύνεται από τον δαίμονα της παρακοής; Ή πώς θα στεφανωθεί εκείνος που απέχει από τη γαστριμαργία και από κάθε σωματική επιθυμία, αλλά δε φροντίζει να νικήσει την οίηση και τη φιλοδοξία, ούτε ανέχεται την παραμικρή θλίψη; Γιατί στη μέλλουσα κρίση θα δοθεί ως αντιστάθμισμα στη πλάστιγγα το φως της δικαιοσύνης σε όσους έπραξαν τα έργα της δικαιοσύνης με πνεύμα ταπεινώσεως.
Όσοι αγωνίζονται για τη σωτηρία τους, πρέπει να φροντίζουν τόσο πολύ να μισούν όλες τις παράλογες επιθυμίες, ώστε να αποκτήσουν τη συνήθεια αυτού του μίσους. Την εγκράτεια όμως των τροφών πρέπει να την ασκούν προσέχοντας ώστε να μη φτάσουν να σιχαθούν καμιά απ’ αυτές, γιατί κάτι τέτοιο είναι επικατάρατο και τελείως δαιμονικό. Δεν απέχομε από τις τροφές γιατί είναι κακές –μη γένοιτο· αλλά αποφεύγομε τις πολλές και απολαυστικές τροφές για να χαλιναγωγούμε τα μέλη της σάρκας που βρίσκονται σε έξαψη. Επίσης και για να μοιράζομε το περίσσευμα στους φτωχούς, κάτι που είναι γνώρισμα ειλικρινούς αγάπης.
Το να τρώμε και να πίνομε απ’ όλα όσα μας παραθέτουν, ευχαριστώντας το Θεό, δεν είναι καθόλου αντίθετο με την πνευματική γνώση· γιατί όλα τα δημιουργήματα είναι πολύ καλά(Γέν. 1, 31). Το να απέχομε όμως ευχαρίστως από τα πολλά και ευχάριστα φαγητά, αυτό είναι δείγμα μεγαλύτερης πνευματικής διακρίσεως και γνώσεως. Αλλά δεν θα καταφρονήσομε ευχαρίστως τα ευχάριστα αυτού του κόσμου, αν με όλη μας την πνευματική αίσθηση και με πληροφορία καρδιάς δεν γευθούμε την γλυκύτητα του Θεού.
Όταν το σώμα είναι βαρύ από πολλά φαγητά, κάνει το νου δειλό και δυσκίνητο· ενώ όταν ατονεί από την μεγάλη εγκράτει paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πώς μπορεί ο Άρης να γίνει κατοικήσιμος
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ