2019-07-16 20:04:36
Α΄
Από το παράδειγμα του Ιησού μας, ο Οποίος τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν Του, διδασκόμεθα το μεγαλείο, που κρύβει μέσα της η υπακοή. Δεν είναι μονάχα υπακοή, όταν υπακούωμε στον Γέροντα, αλλά υπακοή είναι σε κάθε εντολή του Θεού.
Εδώ διατάζει ο Γέροντας, αλλά πρωτίστως ο Θεός διατάζει, με τις εντολές Του: «Ποίησον τούτο».
Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του.
Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό.
Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως.
Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως
μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος
εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
Β΄
Ο διάλογος αυτός μεταξύ Θεού και Πρωτοπλάστων μας χαρίζει την πολύτιμη συμβουλή και διδασκαλία, ότι ο Θεός, παραβαίνοντας ο άνθρωπος την εντολή Του, δεν τον εγκαταλείπει, δεν τον καταδικάζει αμέσως, αλλά τον πλησιάζει. Μα πως τον πλησιάζει; Δεν Τον ακούει να περπατάη, όπως Τον άκουσε ο Αδάμ! Εγώ, Τον ακούω όμως πολύ έντονα να με ελέγχη και να μου λέγη ότι κακώς έπραξες εδώ, εκεί δεν βάδισες καλά, γιατί το κάνεις αυτό; Φωνάζει δια της συνειδήσεως ο Θεός: « Μετανόησον, άνθρωπος είσαι».
Ο άνθρωπος είναι ευάλωτος, πίπτει εύκολα, είναι τρεπτός, είναι αλλοιωτός, είναι επισφαλής. Αυτό το γνωρίζει ο Θεός, διότι Αυτός σε έπλασε, Αυτός σ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά σου έδωσε και την χάρι να μετανοήσης, σου παρέχει την δύναμι να σηκωθής. Γιατί δεν το κάνεις αυτό; Όταν όμως σε ελέγξη δια της συνειδήσεως και σε προτρέψη δια των Γραφών να μετανοήσης και δεν το κάνης, τότε αρχίζει η καταδίκη και η τιμωρία. Ας μεταπηδήσουμε τώρα στη δική μας μορφή ζωής. Θα δούμε και εδώ πάλι ότι, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από την εφαρμογή της υπακοής, ζη ευτυχισμένα. Δεν τον ελέγχει η συνείδησις, δεν τον ενοχλεί, δεν τον ανησυχεί καθόλου.
Όταν δεν υπακούη καλά, τον ελέγχει η συνείδησις και του λέγει: «Κακώς έπραξες εδώ».
Ο εγωϊσμός πάλι φωνάζει: « Όχι». Η συνείδησις ξαναλέγει: « Οφείλεις να μετανοήσης». Και έτσι γίνεται μια ανησυχία, και ένας πόλεμος και δημιουργείται μια κατάστασι ελέγχου στην ψυχή του ανθρώπου.
Στον καλόν υποτακτικόν όμως μια τέτοια κατάστασι ελέγχου και ανησυχίας δεν υπάρχει, αλλά ζη με
ειρήνη και γαλήνη και με την χρηστή ελπίδα της μελλοντικής αιωνίου κατά Θεόν αποκαταστάσεως.
Τώρα είμαστε σ’ ένα κοινόβιο. Τούτο διατελεί κάτω από κάποια τάξι και νόμο και κανονισμό και πειθαρχία και νουθεσία και υπακοή. Όταν ο υποτακτικός δεν εφαρμόζει καλά την τάξι, τις νουθεσίες, τις εντολές, τόσο του Θεού, όσο και του Γέροντος έχει ελέγχους μέσα του.
Οι Πατέρες φύλαγαν τόση ακρίβεια στην υπακοή, ώστε ρωτούσαν ακόμη. « Πίνοντας 10 γουλιές νερό καλώς ποιώ;» Τι θέλουν να πουν μ’ αυτή τη διδασκαλία και νουθεσία και προτροπή; Θέλουν να μας διδάξουν πόσο οφείλομε να έχουμε ακριβή υπακοή στις νουθεσίες και παραγγελίες του Γέροντος. Μας λέγουν πάλιν οι Πατέρες, ότι ρεζίλι γινόμαστε, όταν έχουμε εγκαταλείψει γονείς, κόσμο, ελευθερία και κατόπιν θεατριζόμαστε ενώπιον του Θεού, των Αγγέλων, των ανθρώπων και των δαιμόνων, όταν μας βλέπουν να συγκρουόμαστε για ένα βελόνι, για μια κλωστή, για ένα παραμικρό πράγμα. Εμείς υποσχεθήκαμε στον Θεό αυταπάρνησι. Τι θα πη αυταπάρνησι;
Αυταπάρνησι θα πη άρνησι των παθών και όλων των θελημάτων μας. Όταν όμως εμείς κάνουμε τα θελήματά μας και χωρίς ευλογία κάνουμε δικές μας αναπαύσεις και εξυπηρετήσεις, άραγε εφαρμόζουμε την υπακοή; Εάν για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό, άράγε για ένα ίδιο θέλημα δεν θα δώσουμε; Όταν γίναμε μοναχοί, υποσχεθήκαμε αυταπάρνησι και υπακοή μέχρι θανάτου. Πως όμως θα δικαιολογηθούμε, όταν θα σταθούμε ενώπιον του ταπεινού Ιησού, του άκρως υποτακτικού, όταν θα μας υποδείξη τα τραύματα των ήλων, τη Σταύρωσι;
Όταν μας ειπή: «Ιδού Εγώ πόσο υπάκουσα στον Ουράνιο Πατέρα και έκοψα το θέλημά μου, ουχί θέλημα μιας βελόνας, ουχί θέλημα μιας κλωστής, ουχί θέλημα μιας παραμικρής προσταγής, αλλά θέλημα μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Εμείς, εάν μας ελέγξουν φερ’ ειπείν για ένα ίδιο θέλημα που κάνομε, αμέσως γινόμαστε άνω κάτω, μέσα μας δημιουργείται πόλεμος. Όταν κάτι προσκρούση στην επιθυμία του ιδίου θελήματός μας, μέσα μας γίνεται μία τεράστια ανατροπή των πάντων. Βλέπομε τον Χριστό μας να δέχεται προσταγή και να λέγη: « Ει δυνατόν να παρέλθη από Εμέ η ώρα αύτη, να παρέλθη το ποτήριον τούτο, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία του ανθρώπου». Η απάντησι δε του Πατρός: « Όχι, δια του Σταυρού και του Γολγοθά θα βαδίσης». « Γενηθήτω το θέλημά Σου».
Γ΄
Δια τούτο να προσέχουμε τη συνείδησί μας, και να μη πράττουμε τίποτε χωρίς να είναι σε γνώσι του Γέροντος. Διότι τώρα μεν αναπαυόμαστε κάμνοντας το θέλημά μας, τώρα ευχαριστούμεθα σ’ αυτό, τώρα εκπληρώνουμε εκείνο που θέλει η καρδιά μας. Αλλά θα έλθη κάποια ώρα, θα έλθη κάποια στιγμή, που θα βρεθούμε μπροστά σε μια δύσκολη θέσι και κατάστασι, και τότε θα αναπολήσουμε μάσα μας την προτέρα μας ζωή και θα ζητήσουμε το χρόνο της μετανοίας και της διορθώσεως, αλλά θα είναι πλέον αργά! Τώρα που μπορούμε να τα διορθώσουμε, ας τα διορθώσουμε. Ας μη πράττουμε τίποτε χωρίς ευλογία. Κάποια μοναχή, γράφει το Γεροντικόν, πήγε στον κήπο και χωρίς ευλογία, πήγε και έφαγε ένα μαρούλι και μπήκε το δαιμόνιο μέσα της. Άρχισε τότε να κάνη σχέδια και σχήματα δαιμονισμένης. Φώναξαν τότε τον ηγούμενο, για να την κάνη καλά. Επιτίμησε ο Γέροντας το δαιμόνιο και του είπε: « Γιατί μπήκες στην αδελφή;» « Δεν φταίω εγώ λέγει το δαιμόνιο, ήμουν επάνω στο μαρούλι και με έφαγε!».
Σ’ αυτή τη μοναχή μπήκε το δαιμόνιο υποστατικώς, ενώ πράττοντας εμείς τέτοια ίδια έργα και θελήματα, μπαίνει το δαιμόνιο διαφορετικά, δια της ενοχής. Αυτό είναι χειρότερο, γιατί εκείνο το δαιμόνιο φανερώθηκε και τέλος πάντων υπέπεσε στην αντίληψι του Γέροντος και θεραπεύτηκε η
μοναχή. Όταν όμως κάνωμε κάτι εν παραβάσει, το δαιμόνιον μένει και αυτό είναι το χειρότερο. Λέγουν οι Πατέρες: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να βγη το δαιμόνιο από έναν άνθρωπο, σπουδαιότερο είναι, να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα δαιμόνιο πάθους. Ένας Άγιος μπορεί να βγάλη ένα δαιμόνιο, αλλά για να βγάλη ένα πάθος θέλει προσωπικόν αγώνα. Γι’ αυτό ακριβώς, να μη ματαιοπονούμε, να μη χάνουμε το χρόνο και πλανώμεθα, νομίζοντας ότι περιπατούμε το δρόμο της μοναχικής ζωής και ότι είμαστε στην υποταγή και επαναπαυόμεθα στην αυταρέσκεια αυτή, ενώ είμαστε παραβάτες. Και ίσως να μας ξεγελάη ο λογισμός, μάλλον η οίησι και να νομίζουμε ότι δεν είναι τίποτε αυτό, δεν πειράζει και το άλλο, ε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα να κάνω και τούτο. Και όμως στην πραγματικότητα είναι παράβασι του θείου νόμου. Και μη ξεχνούμε, ότι εμείς μεν τον τροποποιούμε, αλλά ο νόμος του Θεού είναι άτρεπτος και αναλλοίωτος και σταθερός και μια μέρα θα τεθή σε εφαρμογή, όταν θα κρινώμεθα!
paraklisi
Από το παράδειγμα του Ιησού μας, ο Οποίος τόσο πολύ εταπείνωσε τον εαυτόν Του, διδασκόμεθα το μεγαλείο, που κρύβει μέσα της η υπακοή. Δεν είναι μονάχα υπακοή, όταν υπακούωμε στον Γέροντα, αλλά υπακοή είναι σε κάθε εντολή του Θεού.
Εδώ διατάζει ο Γέροντας, αλλά πρωτίστως ο Θεός διατάζει, με τις εντολές Του: «Ποίησον τούτο».
Ο άνθρωπος εάν κάνη, υπακοή, κατόπιν ακολουθεί η επικαρπία αυτής της υπακοής. Ο Χριστός εταπείνωσε τον Εαυτόν Του υπακούσας στον Ουράνιο Πατέρα Του.
Υπήκουσε σαν άνθρωπος για να διδάξη την υψίστη αρετή της ταπεινώσεως σε μας, διότι άνευ ταπεινώσεως δεν μπορεί να πλησιάση κανείς τον Θεό.
Βλέπουμε ότι στον Παράδεισο, όταν ο Αδάμ και η Εύα εκτελούσαν υπακοή και φύλαγαν την εντολή του Θεού, το να μη φάγουν δηλαδή από τον καρπό, που τους απαγορεύθηκε, ήσαν ευτυχισμένοι. Ήσαν βασιλείς, των επί της γης δημιουργημάτων και πάντων εδέσποζαν και ευτυχούσαν και αισθάνονταν και έβλεπαν τον Θεό. Ήταν η πιο μακαρία ζωή που ζούσαν. Είχαν τη σκέπη του Θεού. Κανείς δεν τους ενοχλούσε, κανείς δεν τους κατεδίκαζε. Ήσαν ελεύθεροι να βαδίζουν μέσα στον Παράδεισο χωρίς φόβο, χωρίς έλεγχο συνειδήσεως.
Διατί; Διότι δεν είχαν πέσει σε κανένα πταίσμα έναντι του Θεού. Όταν κατόπιν, κάνοντας κακή χρήσι της ελευθερίας των, θέλησαν σαν ελεύθεροι να παραβούν την εντολή, την παρέβησαν και έσφαλαν στον Θεό. Αμέσως
μετά το σφάλμα των ξεπήδησε και ο έλεγχος. Αμέσως μετά την πτώσι, η συνείδησις άρχισε να δημιουργή ενοχλήσεις καταθλιπτικές μέσα στις ψυχές των. Είναι φανερό, ότι ο έλεγχος της συνειδήσεως ήταν αποτέλεσμα της παραβάσεως, της αμαρτίας.
Μετά την παράβασι, οι πρωτόπλαστοι βρέθηκαν προ αδιεξόδου. « Ήκουσαν του Θεού περιπατούντος
εν τω Παραδείσω, λέγει η Γραφή, και αυτοί εφοβήθησαν και εκρύβησαν»! Προηγουμένως όμως, όταν δεν είχαν πταίσει στο Θεό, γιατί δεν Τον εφοβούντο; Μήπως τότε μόνον περιεπάτησεν ο Θεός στον Παράδεισο; Τότε μόνο τους πλησίασε σαν παραβάτες; Σαν τέκνα που ήσαν γνήσια, δεν τους επισκεπτόταν ο Θεός και δεν περιπατούσε στον Παράδεισο; Δεν Τον εφοβούντο όμως τότε, διότι η συνείδησίς τους δεν είχε κανένα έλεγχο, ήταν πλήρης αναπαύσεως και ειρήνης, οπότε διατελούσαν και αυτοί εν ειρήνη. Λοιπόν « περιπατούντος του Θεού εν τω Παραδείσω εκρύβησαν αμφότεροι, διότι εφοβήθησαν τον Θεόν». Ο Θεός τους λέγει:
-- Αδάμ και Εύα, που είσθε; Που κρυφθήκατες;
Τι θα Του ειπούν του Θεού τώρα;
-- Αδάμ, γιατί κρύφθηκες;
-- Φοβήθηκα, λέγει ο Αδάμ. Άκουσα να περιπατής στον Παράδεισο και φοβήθηκα.
-- Μα γιατί να φοβηθής, τον Πατέρα σου φοβάσαι, τον Δημιουργός σου, τον Ευεργέτη σου; Εμένα που σου έδωσα ολόκληρο Παράδεισο, από απέραντη θεϊκή αγάθη, με φοβάσαι που σε πλησιάζω; Σε πλησιάζει η ευτυχία, η πηγή της ζωή, της χαράς και της ειρήνης και συ φοβάσαι;
-- Ναι, λέγει ο Αδάμ, φοβάμαι, διότι έσφαλα. Αλλά δεν φταίω εγώ, η Εύα, η γυναίκα, την οποία μου έδωκες, αυτή με έσπρωξε, με ώθησε και παρέβηκα την εντολή Σου και έφαγα από τον απαγορευμένο καρπό.
-- Εύα, λέγει ο Θεός, εσύ γιατί τον πλάνεσες τον άνδρα σου, γιατί έφαγες;
-- Δεν φταίω εγώ, λέγει η Εύα. Ο όφις, τον οποίον βέβαια Εσύ δημιούργησες και τον είχαμε εδώ στον παράδεισο, αυτός μου είπε να φάγω, και ότι, αν φάγω από τον καρπό αυτό, θα γίνω ισόθεος και θα γνωρίσω το καλό και το κακό. Βλέπει κανείς αμέσως τον εγωϊσμό και την αντιλογία. Ο εγωϊσμός φέρνει ως αποτέλεσμα στο νου και στην καρδιά την αντιλογία, ξεσηκώνεται εναντίον του Θεού και ρίχνει την ευθύνη εμμέσως στο Θεό. Εφ’ όσον λοιπόν ο Θεός δεν είδε μετάνοια, δεν είδε συγγνώμη, αμέσως διατάζει την εξορία των.
Β΄
Ο διάλογος αυτός μεταξύ Θεού και Πρωτοπλάστων μας χαρίζει την πολύτιμη συμβουλή και διδασκαλία, ότι ο Θεός, παραβαίνοντας ο άνθρωπος την εντολή Του, δεν τον εγκαταλείπει, δεν τον καταδικάζει αμέσως, αλλά τον πλησιάζει. Μα πως τον πλησιάζει; Δεν Τον ακούει να περπατάη, όπως Τον άκουσε ο Αδάμ! Εγώ, Τον ακούω όμως πολύ έντονα να με ελέγχη και να μου λέγη ότι κακώς έπραξες εδώ, εκεί δεν βάδισες καλά, γιατί το κάνεις αυτό; Φωνάζει δια της συνειδήσεως ο Θεός: « Μετανόησον, άνθρωπος είσαι».
Ο άνθρωπος είναι ευάλωτος, πίπτει εύκολα, είναι τρεπτός, είναι αλλοιωτός, είναι επισφαλής. Αυτό το γνωρίζει ο Θεός, διότι Αυτός σε έπλασε, Αυτός σ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά σου έδωσε και την χάρι να μετανοήσης, σου παρέχει την δύναμι να σηκωθής. Γιατί δεν το κάνεις αυτό; Όταν όμως σε ελέγξη δια της συνειδήσεως και σε προτρέψη δια των Γραφών να μετανοήσης και δεν το κάνης, τότε αρχίζει η καταδίκη και η τιμωρία. Ας μεταπηδήσουμε τώρα στη δική μας μορφή ζωής. Θα δούμε και εδώ πάλι ότι, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται κάτω από την εφαρμογή της υπακοής, ζη ευτυχισμένα. Δεν τον ελέγχει η συνείδησις, δεν τον ενοχλεί, δεν τον ανησυχεί καθόλου.
Όταν δεν υπακούη καλά, τον ελέγχει η συνείδησις και του λέγει: «Κακώς έπραξες εδώ».
Ο εγωϊσμός πάλι φωνάζει: « Όχι». Η συνείδησις ξαναλέγει: « Οφείλεις να μετανοήσης». Και έτσι γίνεται μια ανησυχία, και ένας πόλεμος και δημιουργείται μια κατάστασι ελέγχου στην ψυχή του ανθρώπου.
Στον καλόν υποτακτικόν όμως μια τέτοια κατάστασι ελέγχου και ανησυχίας δεν υπάρχει, αλλά ζη με
ειρήνη και γαλήνη και με την χρηστή ελπίδα της μελλοντικής αιωνίου κατά Θεόν αποκαταστάσεως.
Τώρα είμαστε σ’ ένα κοινόβιο. Τούτο διατελεί κάτω από κάποια τάξι και νόμο και κανονισμό και πειθαρχία και νουθεσία και υπακοή. Όταν ο υποτακτικός δεν εφαρμόζει καλά την τάξι, τις νουθεσίες, τις εντολές, τόσο του Θεού, όσο και του Γέροντος έχει ελέγχους μέσα του.
Οι Πατέρες φύλαγαν τόση ακρίβεια στην υπακοή, ώστε ρωτούσαν ακόμη. « Πίνοντας 10 γουλιές νερό καλώς ποιώ;» Τι θέλουν να πουν μ’ αυτή τη διδασκαλία και νουθεσία και προτροπή; Θέλουν να μας διδάξουν πόσο οφείλομε να έχουμε ακριβή υπακοή στις νουθεσίες και παραγγελίες του Γέροντος. Μας λέγουν πάλιν οι Πατέρες, ότι ρεζίλι γινόμαστε, όταν έχουμε εγκαταλείψει γονείς, κόσμο, ελευθερία και κατόπιν θεατριζόμαστε ενώπιον του Θεού, των Αγγέλων, των ανθρώπων και των δαιμόνων, όταν μας βλέπουν να συγκρουόμαστε για ένα βελόνι, για μια κλωστή, για ένα παραμικρό πράγμα. Εμείς υποσχεθήκαμε στον Θεό αυταπάρνησι. Τι θα πη αυταπάρνησι;
Αυταπάρνησι θα πη άρνησι των παθών και όλων των θελημάτων μας. Όταν όμως εμείς κάνουμε τα θελήματά μας και χωρίς ευλογία κάνουμε δικές μας αναπαύσεις και εξυπηρετήσεις, άραγε εφαρμόζουμε την υπακοή; Εάν για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό, άράγε για ένα ίδιο θέλημα δεν θα δώσουμε; Όταν γίναμε μοναχοί, υποσχεθήκαμε αυταπάρνησι και υπακοή μέχρι θανάτου. Πως όμως θα δικαιολογηθούμε, όταν θα σταθούμε ενώπιον του ταπεινού Ιησού, του άκρως υποτακτικού, όταν θα μας υποδείξη τα τραύματα των ήλων, τη Σταύρωσι;
Όταν μας ειπή: «Ιδού Εγώ πόσο υπάκουσα στον Ουράνιο Πατέρα και έκοψα το θέλημά μου, ουχί θέλημα μιας βελόνας, ουχί θέλημα μιας κλωστής, ουχί θέλημα μιας παραμικρής προσταγής, αλλά θέλημα μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού». Εμείς, εάν μας ελέγξουν φερ’ ειπείν για ένα ίδιο θέλημα που κάνομε, αμέσως γινόμαστε άνω κάτω, μέσα μας δημιουργείται πόλεμος. Όταν κάτι προσκρούση στην επιθυμία του ιδίου θελήματός μας, μέσα μας γίνεται μία τεράστια ανατροπή των πάντων. Βλέπομε τον Χριστό μας να δέχεται προσταγή και να λέγη: « Ει δυνατόν να παρέλθη από Εμέ η ώρα αύτη, να παρέλθη το ποτήριον τούτο, να γίνη διαφορετικά η σωτηρία του ανθρώπου». Η απάντησι δε του Πατρός: « Όχι, δια του Σταυρού και του Γολγοθά θα βαδίσης». « Γενηθήτω το θέλημά Σου».
Γ΄
Δια τούτο να προσέχουμε τη συνείδησί μας, και να μη πράττουμε τίποτε χωρίς να είναι σε γνώσι του Γέροντος. Διότι τώρα μεν αναπαυόμαστε κάμνοντας το θέλημά μας, τώρα ευχαριστούμεθα σ’ αυτό, τώρα εκπληρώνουμε εκείνο που θέλει η καρδιά μας. Αλλά θα έλθη κάποια ώρα, θα έλθη κάποια στιγμή, που θα βρεθούμε μπροστά σε μια δύσκολη θέσι και κατάστασι, και τότε θα αναπολήσουμε μάσα μας την προτέρα μας ζωή και θα ζητήσουμε το χρόνο της μετανοίας και της διορθώσεως, αλλά θα είναι πλέον αργά! Τώρα που μπορούμε να τα διορθώσουμε, ας τα διορθώσουμε. Ας μη πράττουμε τίποτε χωρίς ευλογία. Κάποια μοναχή, γράφει το Γεροντικόν, πήγε στον κήπο και χωρίς ευλογία, πήγε και έφαγε ένα μαρούλι και μπήκε το δαιμόνιο μέσα της. Άρχισε τότε να κάνη σχέδια και σχήματα δαιμονισμένης. Φώναξαν τότε τον ηγούμενο, για να την κάνη καλά. Επιτίμησε ο Γέροντας το δαιμόνιο και του είπε: « Γιατί μπήκες στην αδελφή;» « Δεν φταίω εγώ λέγει το δαιμόνιο, ήμουν επάνω στο μαρούλι και με έφαγε!».
Σ’ αυτή τη μοναχή μπήκε το δαιμόνιο υποστατικώς, ενώ πράττοντας εμείς τέτοια ίδια έργα και θελήματα, μπαίνει το δαιμόνιο διαφορετικά, δια της ενοχής. Αυτό είναι χειρότερο, γιατί εκείνο το δαιμόνιο φανερώθηκε και τέλος πάντων υπέπεσε στην αντίληψι του Γέροντος και θεραπεύτηκε η
μοναχή. Όταν όμως κάνωμε κάτι εν παραβάσει, το δαιμόνιον μένει και αυτό είναι το χειρότερο. Λέγουν οι Πατέρες: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα να βγη το δαιμόνιο από έναν άνθρωπο, σπουδαιότερο είναι, να μπορέσουμε να βγάλουμε ένα δαιμόνιο πάθους. Ένας Άγιος μπορεί να βγάλη ένα δαιμόνιο, αλλά για να βγάλη ένα πάθος θέλει προσωπικόν αγώνα. Γι’ αυτό ακριβώς, να μη ματαιοπονούμε, να μη χάνουμε το χρόνο και πλανώμεθα, νομίζοντας ότι περιπατούμε το δρόμο της μοναχικής ζωής και ότι είμαστε στην υποταγή και επαναπαυόμεθα στην αυταρέσκεια αυτή, ενώ είμαστε παραβάτες. Και ίσως να μας ξεγελάη ο λογισμός, μάλλον η οίησι και να νομίζουμε ότι δεν είναι τίποτε αυτό, δεν πειράζει και το άλλο, ε, δεν είναι σπουδαίο πράγμα να κάνω και τούτο. Και όμως στην πραγματικότητα είναι παράβασι του θείου νόμου. Και μη ξεχνούμε, ότι εμείς μεν τον τροποποιούμε, αλλά ο νόμος του Θεού είναι άτρεπτος και αναλλοίωτος και σταθερός και μια μέρα θα τεθή σε εφαρμογή, όταν θα κρινώμεθα!
paraklisi
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Διδαχές Αγίου Νεκταρίου: ΑΓΑΠΗ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ