2019-07-28 22:29:15
Φωτογραφία για 12331 - Στην Ιερά Καλύβη του Αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια εορτάσθηκε η Μνήμη του Αγιορείτη Οσιομάρτυρα Νικοδήμου (†1722)
Μέ τίς πρέπουσες λειτουργικές τιμές ἑορτάστηκε καί ἐφέτος στήν ἱερά καλύβη Ἁγίου Ἀκακίου τῆς Σκήτης Καυσοκαλυβίων ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου νέου ὁσιομάρτυρος Νικοδήμου πού μαρτύρησε στό Ἐλβασάν τῆς Ἀλβανίας στίς 11 Ἰουλίου 1722.

Ἔτσι, στόν τόπο τῆς ἀσκήσεως τοῦ Γέροντα καί ἀλείπτη τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ὁσίου Ἀκακίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὅπου ὁ ἅγιος νεομάρτυς ἔλαβε τή ράβδο καί τήν εὐχή τοῦ ὁσίου Ἀκακίου γιά τό Μαρτύριο, τελέστηκε πανηγυρική Θεία Λειτουργία ἐνῶ ἐψάλη καί ὁ Παρακλητικός Κανόνας πρός τόν ἅγιο Νικόδημο, παρουσίᾳ πολλῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν.

Μετά τό πέρας τῆς Ἀκολουθίας τελέστηκε Μνημόσυνο στή μνήμη τοῦ προσφάτως ὁσιακῶς κοιμηθέντος ἀρχιμανδρίτου Νεκταρίου Μαρμαρινοῦ (+ 21 Ἰουλίου 2019), ἱδρυτοῦ τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Παταπίου Κορινθίας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἐπί σειρά ἐτῶν Πνευματικός τοῦ Γέροντος τῆς Καλύβης Ἁγίου Ἀκακίου, Παταπίου μοναχοῦ.

  Βίος τοῦ ὁ­σι­ο­μάρ­τυρος Νι­κοδήμου τοῦ ἐν Ἐλβασάν


Ὁ ἅ­γιος νέος ὁ­σι­ο­μάρ­τυς Νι­κό­δη­μος κα­τα­γό­ταν ἀπό τό Βυθ­κού­κιον τῆς Κο­ρυτ­σᾶς τῆς Βο­ρείου Ἠ­πεί­ρου. Οἱ εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς του ἦ­ταν ρά­πτες καί με­τα­κό­μι­σαν γιά τίς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐρ­γα­σίας τους στά Βε­λέ­γραδα. Τό βα­πτι­στικό του ὄ­νομα ἦ­ταν Δέ­δες (ἤ Δά­δας). Ἀρ­γό­τερα νυμ­φεύ­θηκε καί ἀ­πέ­κτησε παι­διά. Πα­γι­δευ­ό­με­νος ὅ­μως ἀπό τόν πο­νηρό, ἀρ­νή­θηκε τήν πί­στη του στό Χρι­στό καί τόσο πολύ με­τα­στρά­φηκε ἀπό τήν εὐ­σέ­βεια ὥ­στε τούρ­κεψε, ἀ­σκῶν­τας με­γάλη βία, τόσο στή γυ­ναῖκα του ὅσο καί στά παι­διά του. Ὅ­μως ἕνα ἀπ’ αὐτά, ἀ­φοῦ τό πῆ­ραν κά­ποιοι Χρι­στι­α­νοί, τό φυ­γά­δευ­σαν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, προ­κει­μέ­νου νά γλυ­τώ­σει τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό. Αὐ­τός τότε, μό­λις τό ἔ­μαθε, ἀ­να­χώ­ρησε γιά τό Ὄ­ρος, γιά νά φέ­ρει πίσω τό παιδί του, ἔ­χον­τας μά­λι­στα κακό σκοπό νά προ­ξε­νή­σει με­γάλη ζη­μιά σ’ ὅ­ποιο μο­να­στήρι θά τό ἔ­βρι­σκε. Ὅ­μως ὁ Κύ­ριος πού προ­νοεῖ γιά τήν σω­τη­ρία ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων, οἰ­κο­νό­μησε σ’ αὐ­τόν νά με­τα­πει­στεῖ μέ τίς πα­ραι­νέ­σεις τῶν ἐ­νά­ρε­των ἀν­δρῶν, τούς ὁ­ποί­ους συ­νάν­τησε, καί μά­λι­στα,νά ἀ­πο­φα­σί­σει νά γί­νει ὁ ἴ­διος μο­να­χός.

  Ἡ κουρά του ἔ­γινε στήν Κα­λύβη τῆς Ἀ­να­λή­ψεως τοῦ Χρι­στοῦ τῆς Σκή­της Ἁ­γίας Ἄν­νης, ἀπό τό Γέ­ροντα αὐ­τῆς Φι­λό­θεο, πού τοῦ ἔ­δωσε τό ὄ­νομα Νι­κό­δη­μος. Τόση δέ ἦ­ταν ἡ με­τά­νοιά του, ὥ­στε πέ­ρασε τρία χρό­νια μέ ὑ­πέρ­με­τρη νη­στεία καί κα­κο­πά­θεια, πα­ρα­κα­λῶν­τας τό Θεό νά τοῦ συγ­χω­ρέ­σει τό βαρύ ἁ­μάρ­τημα τῆς ἀρ­νή­σεως. Τοῦ ἄ­ναψε δέ ὁ πό­θος τοῦ μαρ­τυ­ρίου καί τῆς κα­λῆς ὁ­μο­λο­γίας.

  Ἀ­κού­γον­τας τότε γιά τόν ὅ­σιο Ἀ­κά­κιο τόν Καυ­σο­κα­λυ­βίτη, ἦλθε στά Καυ­σο­κα­λύ­βια γιά νά πά­ρει τήν εὐχή του καί νά τόν συμ­βου­λευ­τεῖ τί πρέ­πει νά κά­νει.

  Οἱ θεῖες ἐμ­πει­ρίες πού εἶ­χαν καί οἱ δύο ἄν­δρες κατά τή συ­νάν­τησή τους ἦ­ταν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στες καί κα­θο­ρι­στι­κές γιά τήν ὑ­πό­λοιπη ζωή τοῦ με­τέ­πειτα Ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος. Μό­λις ἔ­φθασε στήν Κα­λύβη τοῦ ὁ­σίου Ἀ­κα­κίου, μέ τό πού ἀν­τί­κρισε τόν Ὅ­σιο, ἔ­πεσε στά πό­δια του, κλαί­γον­τας καί θρη­νῶν­τας πολλή ὥρα. Ἔ­πειτα, ἀ­φοῦ ὁ Ὅ­σιος τόν ἔ­πι­ασε ἀπό τό χέρι καί τόν κά­λεσε μέ τό ὄ­νομά του, χω­ρίς νά τό γνω­ρί­ζει ἀπό πρίν, τόν ἀ­να­σή­κωσε καί μέ τήν πα­τρική του ἀ­γάπη τόν πα­ρη­γό­ρησε πολύ γιά τήν σω­τη­ρία του. Ἔ­πειτα, ἀ­φοῦ τόν ἄ­φησε ἐ­κεῖ, ὁ ὅ­σιος Ἀ­κά­κιος ἀ­πο­σύρ­θηκε γιά λίγο καί ἄρ­χισε νά προ­σεύ­χε­ται νο­ερά.

  Ὅ­σοι δέ πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ, ἔ­λε­γαν ὅτι εἶ­δαν ἕνα φῶς σάν ἄ­στρο, πού κα­τέ­βηκε στόν Γέ­ροντα, καί ἀ­μέ­σως τό πρό­σωπό του ἔλ­λαμψε σάν τόν ἥ­λιο. Ἔ­πειτα ἐ­πέ­στρεψε, καί ἀ­φοῦ πῆγε στόν Νι­κό­δημο, τοῦ εἶπε κά­ποιο λόγο μυ­στικό. Καί μέ τό λόγο, ἀ­μέ­σως, ἡ μέν λάμψη χά­θηκε ἀπό τόν Ὅ­σιο, ἡ δέ θεία Χάρη κέν­τησε τόν Ὁ­σι­ο­μάρ­τυρα. Καί κα­τά­νυξη τόν κτύ­πησε στήν καρ­διά του τόσο, ὥ­στε ἔ­κραξε μέ με­γάλη φωνή καί, ἀ­φοῦ ἔ­τρεξε κάτω στό Σπή­λαιο, ἔ­κλαψε μέ ὀ­δυρμό καί κο­πετό με­γάλο γιά πολλή ὥρα. Τέ­λος, ὁ ὅ­σιος Ἀ­κά­κιος, ἀ­φοῦ τόν συμ­βού­λευσε καί τόν ἐ­νί­σχυσε μέ τίς εὐ­χές του, τόν εὐ­λό­γησε γιά τό μαρ­τύ­ριο, δί­νον­τάς του συμ­βο­λικά καί μία ρά­βδο γιά βο­ή­θεια, λέ­γον­τας:

- Μ’ αὐτό τό ρα­βδί βά­δισε καί στά­σου μπρο­στά στόν πασᾶ· καί μέ τή δύ­ναμη τοῦ Χρι­στοῦ, θά τε­λει­ώ­σεις καλά τό μαρ­τύ­ριο.

 Τότε ὁ Νι­κό­δη­μος ἀ­πο­κρί­θηκε λέ­γον­τας:

- Ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, μέ τίς εὐ­χές σου, ἅ­γιε Πά­τερ, νά μέ ἐ­λε­ή­σει καί νά μέ ἀ­ξι­ώ­σει νά Τόν ὁ­μο­λο­γήσω καλά. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­μως ὅτι φο­βᾶ­μαι τό δι­ά­βολο.

  Ὁ δέ ὅ­σιος Ἀ­κά­κιος τοῦ λέ­γει:

- Τόν Θεό νά φο­βᾶ­σαι κι ὄχι τό δι­ά­βολο, πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τος καί δέν ἔ­χει καμ­μία ἐ­ξου­σία πάνω μας ἀπό μό­νος του. Ἔχε λοι­πόν ὅλο σου τό θάρ­ρος στόν Χρι­στό, γι­ατί Αὐ­τός θά σέ δυ­να­μώ­σει καί τό δαί­μονα νά νι­κή­σεις καί γι’ Αὐ­τόν νά μαρ­τυ­ρή­σεις.

  Αὐτά ἀ­φοῦ ἄ­κουσε ὁ Νι­κό­δη­μος, ξε­σπῶν­τας σέ χαρά καί δά­κρυα συ­νάμα, ἔ­πεσε καί ἀ­σπά­στηκε τά πό­δια τοῦ Ὁ­σίου. Καί ἔτσι, ἀ­φοῦ πῆρε ἀπό τά ἅ­για χέ­ρια του τό ρα­βδί μαζί μέ τήν εὐχή του, ἀ­να­χώ­ρησε ἀπό τά Καυ­σο­κα­λύ­βια χα­ρού­με­νος.

  Πρίν ὅ­μως ἀ­να­χω­ρή­σει ἀπό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, πα­ρου­σι­ά­στηκε στόν Νι­κό­δημο ἴ­διος ὁ Χρι­στός, πού τόν ἐν­δυ­νά­μωσε δεί­χον­τάς του ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς ὅλα τά μαρ­τύ­ρια πού ἔ­μελλε νά πά­θει γιά τό ἅ­γιο ὄ­νομά Του.

  Φθά­νον­τας λοι­πόν στό Ἐλ­βα­σάν τῆς Ἀλ­βα­νίας, τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν οἱ ἐ­κεῖ Ἀ­γα­ρη­νοί, πού τόν ἅρ­πα­ξαν καί τόν πα­ρέ­στη­σαν στόν πασᾶ. Αὐ­τός, ἀ­φοῦ τόν ἐ­ξέ­τασε καί εἶδε πώς ἦ­ταν ἀ­κλό­νη­τος στήν πί­στη του, πρό­σταξε καί τόν γκρέ­μι­σαν κάτω ἀπό τό πα­λάτι του, πού ἦ­ταν πολύ ψηλό. Ὁ Ἅ­γιος ὅ­μως ἔ­μεινε ἀ­βλα­βής καί ἔ­τρεξε πάλι πάνω στόν πασᾶ. Τότε ἐ­κεῖ­νος, βλέ­πον­τάς τον σῶο καί ἀ­βλαβῆ, τρό­μαξε καί σκέ­φθηκε νά τόν ἀ­φή­σει ἐ­λεύ­θερο. Φο­βού­με­νος ὅ­μως τήν ἀν­τί­δραση ἀπό τούς πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους Τούρ­κους, προ­τί­μησε τε­λικά νά τόν πα­ρα­δώ­σει στό μαι­νό­μενο πλῆ­θος τους. Τότε αὐ­τοί, ἀ­φοῦ τόν βα­σά­νι­σαν γιά τρία με­ρό­νυ­κτα, τόν ὁ­δή­γη­σαν στόν τόπο τοῦ μαρ­τυ­ρίου, πού ἦ­ταν ὁ ἴ­διος μέ τόν τόπο πού τοῦ εἶχε ἀ­πο­κα­λύ­ψει ὁ Χρι­στός στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Ἐ­κεῖ δέ προ­σευ­χό­με­νος καί ἀ­φοῦ πρῶτα ἔ­γειρε ἀπό μό­νος του τό κε­φάλι του, δέχ­τηκε τό διά ξί­φους μαρ­τυ­ρικό τέ­λος, στίς 11 Ἰ­ου­λίου τοῦ 1722.

 Τήν περίοδο 1999-2000 κτί­στηκε ἱ­ε­ρός ναός στή μνήμη τοῦ ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρος Νι­κο­δή­μου, στό χω­ριό Βυθ­κούκι τῆς ἐ­παρ­χίας Κο­ρυτ­σᾶς, τόπο κα­τα­γω­γῆς τοῦ Ἁ­γίου. Στόν ναό αὐτό τί­θε­ται γιά προ­σκύ­νηση καί ἡ τι­μία κάρα τοῦ Ἁ­γίου, πού φυ­λασ­σό­ταν ἀπό εὐ­σεβῆ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Μπε­ρα­τίου κατ’ οἶ­κον, κατά τή μα­κρά πε­ρί­οδο τῆς ἀ­θε­ΐας στή χώρα αὐτή. 

ΠΗΓΗ: Παταπίου μοναχοῦ Καυσοκαλυβίτου, Ἁγιασμένες Μορφές τῶν Καυσοκαλυβίων, Ἅγιον Ὄρος 2013, σ. 84-89.

http://agioritikoslogos.blogspot.com
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ