2019-08-10 13:28:02
Γράφει γιὰ τὴν «ΧΡΙΣΤ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.» ὁ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας, Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.
. Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας μας, τῆς μεγάλης μας μητέρας, τῆς ἄγρυπνης μεσίτριάς μας πρὸς τὸν γλυκύτατο Υἱό της καὶ Θεό μας, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ.
Ἀπὸ τὴν Πρωταυγουστιὰ μέχρι τὸν Δεκαπενταύγουστο κάθε ἀπόγευμα ἐναλλὰξ ψάλλουμε τὸν Μικρὸ καὶ τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα μὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ μὲ μοναδικὴ προσέλευση πιστῶν. Οἱ Παρακλητικοὶ αὐτοὶ Κανόνες ἀποτελοῦν τὶς προσφιλέστερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Μικρὴ Παράκληση εἶναι σύνθεση ἀνωνύμου μοναχοῦ, ἴσως τοῦ Θεοστηρίκτου, ἴσως τοῦ Θεοφάνους. Πιθανὸν νὰ πρόκειται καὶ περὶ τοῦ ἰδίου προσώπου μετονομασθένος κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρά. Ἡ Μεγάλη Παράκληση ἀποτελεῖ ποίημα τοῦ Δούκα Θεοδώρου τοῦ Β΄ τοῦ Λασκάρεως, Βασιλέως τῆς Νικαίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος
. Τὸ περιεχόμενο καὶ τῶν δύο Παρακλήσεων εἶναι ἱκετευτικό, μᾶς συγκινεῖ ἀφάνταστα, μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς προτρέπει σὲ καθε δυσκολία τῆς ζωῆς μας νὰ καταφεύγουμε μὲ θάρρος καὶ ἐμπιστοσύνη στὴν Παναγιά μας, γιὰ νὰ βρίσκουμε κοντά της παρηγοριὰ καὶ νὰ παίρνουμε δύναμη γιὰ τὴν ἀνηφορικὴ πορεία τῆς ζωῆς μας. Ἄπειρες εἶναι οἱ εὐεργεσίες ποὺ δεχόμαστε ἀπὸ τὶς Παρακλήσεις αὐτές. Εὐεργεσίες πνευματικὲς καὶ σωματικές. Διατηρούμαστε σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση μὲ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ προσπαθοῦμε μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας μας νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, ἰδίως αὐτὸ τὸ διάστημα τοῦ θέρους, ὅπου ὅλοι κάνουμε διακοπές, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν κάνει καὶ εἶναι ἑτοιμοπόλεμος, ἔχει τὴν φαρέτρα του γεμάτη γιὰ νὰ μᾶς τρώσει μὲ τὰ φαρμακερά του βέλη, καὶ νὰ μᾶς θανατώσει. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν παρακαλοῦμε τὴν Παναγιά μας μόνο γιὰ σωματικὴ ρώμη καὶ ὑγεία, ἀλλά, καὶ τὸ κυριότερο γιὰ ἀποφυγὴ πειρασμῶν, πτώσεων πνευματικῶν καὶ γιὰ ὑπόδειξη τοῦ δρόμου ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν σωτηρία. Καὶ ἡ παράκληση δὲν μένει χωρὶς εὐχαριστία. «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. ε΄ 18) μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἀχαριστία τὴν μισεῖ καὶ ὁ Θεός. Αὐτὴ μᾶς πληγώνει, ὅπως πλήγωσε καὶ τὸν θεραπευτὴ Κύριό μας ἡ ἀχαριστία τῶν ἐννέα λεπρῶν ἀπὸ τοὺς δέκα ποὺ καθάρισε, γι’ αὐτὸ καὶ ρώτησε μὲ ἐπιδεικτικὴ ἀπορία: «Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» (Λουκ. ιζ΄ 17).
. Σὲ ἕνα ὄμορφο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος ψάλλουμε: «Τί σοὶ δῶρον προσάξω, τῆς εὐχαριστίας ἀνθ᾽ ὧνπερ ἀπήλαυσα, τῶν σῶν δωρημάτων, καί τῆς σῆς ἀμέτρητου χρηστότητος; Τοιγαροῦν δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω, σοῦ τὴν ἄμετρον πρός με συμπάθειαν».
. Ποιό δῶρο μπορῶ νὰ σοῦ προσφέρω, Παναγία μου, τῆς φωνάζει ὁ καθένας μας, ὡς εὐχαριστία γιὰ ἐκεῖνα ποὺ μοῦ χαρίζεις καθημερινὰ καὶ ἀπολαμβάνω, τόσο γιὰ τὰ δωρήματά σου πρὸς τὴν ἀναξιότητά μου ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀμέτρητη ἠθικότητά σου, ἡ ὁποία εἶναι πυξίδα στὴν ζωή μου, καὶ μὲ τὴν ὁποία γίνεσαι πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα ζωῆς; Γι’ αὐτὸ δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω τὴν ἀπερίγραπτη πρὸς ἐμένα συμπάθειά σου.
Ὁ ἑνικὸς δὲν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ προσωπικὴ ἱκεσία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται ἐπειδὴ ἡ παράκληση βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε χριστιανοῦ, ἀποτελεῖ προσωπικὴ παράκληση τοῦ καθενός μας πρὸς τὴν μεγάλη μητέρα μας, ἡ ὁποία, ὅπως κάθε μητέρα, ὅσες φορὲς καὶ νὰ ἀκούσει τὴν προσφώνησή μας «μάνα» θὰ συγκινηθεῖ καὶ δὲν θὰ πεῖ «τί μὲ φωνάζεις, βαρέθηκα νὰ σὲ ἀκούω»!
. Ἡ Παναγία μας, ἡ μητέρα μας, δὲν μᾶς βοηθάει συμφεροντολογικά, ἐνεργεῖ πάντοτε ἀπὸ γνήσια ἀγάπη βλέποντας τὸ συμφέρον μας καὶ προφυλάσσοντάς μας ἀπὸ κινδύνους ποὺ ἐμεῖς δὲν ἀντιλαμβανόμαστε, δὲν γνωρίζουμε. Τὸ συμφέρον δὲν εἶναι μόνο ὑλικὸ εἶναι καὶ πνευματικό, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ περισσότερα τροπάρια ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκζήτηση τῆς ὑγείας, τῆς δυνάμεως, τῆς προκοπῆς, τῆς εὐτεκνίας, ζητοῦν πρώτιστα τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Τὸ συμφέρον τῆς Παναγίας μας εἶναι τὸ συμφέρον τὸ δικό μας, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ χειραγωγός μας πρὸς τὴν σωτηρία. Μᾶς βοηθάει ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὅπως ὁ πολυεύσπλαγχνος Υἱός της βοηθάει ὅλους βρέχοντας ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Μᾶς τὸ λέει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45).
. «Τί σοὶ δῶρον προσάξω», λοιπόν, τῆς λέμε. Δὲν μποροῦμε τίποτα νὰ σοῦ προσφέρουμε, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε τὰ καλά, τὶς εὐεργεσίες, ποὺ μᾶς ἔχεις κάνει καὶ ποὺ μᾶς κάνεις καθημερινά. Τί μποροῦμε νὰ σοῦ προσφέρουμε ἀντάλλαγμα γιὰ τὸ ὅτι ἤσουν τόσο καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη καὶ ἔφθασες σὲ τέτοιο πνευματικὸ ὕψος, ὥστε νὰ γίνεις ἡ Μητέρα Θεοῦ καὶ νὰ θεώσεις μὲ τὴν προσφορά σου αὐτὴ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος; Δὲν μποροῦμε νὰ προσφέρουμε τίποτα, ἀφοῦ, ὅπως λέμε καὶ στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας «ἰσαρίθμους τῆ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν Σοι, Κύριε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον». Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὴν Παναγία μας εἶναι νὰ τὴν δοξάζουμε, νὰ τὴν ὑμνολογοῦμε, καὶ νὰ τὴν μεγαλύνουμε.
. Δὲν ἔχουν τοποθετηθεῖ τυχαία μὲ αὐτὴν τὴν σειρὰ τὰ ρήματα, δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω, οὔτε εἶναι ταυτόσημα. Στὸ τροπάριο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ρῆμα ἀργό, ἀφοῦ κάθε ἕνα ἔχει τὸ νόημά του καὶ δὲν μῆκε ἔτσι, γιὰ νὰ γεμίζει ὁ στίχος.
. Ἡ ὑποχρέωση τοῦ καθενός μας, τοῦ κάθε Χριστιανοῦ εἶναι ὁ εὐαγγελισμὸς ἑαυτοῦ καὶ ἀλλήλων, ἡ φώτιση τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἁγία ζωή μας καὶ τὴν κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο καὶ νὰ τὴν μεγαλύνει, γι’ αὐτὸ ἔχουμε μετὰ τὸ δοξάζω, τὰ ρήματα ἀνυμνῶ καὶ μεγαλύνω, εἰδάλλως ἂν ὁ ἴδιος δὲν πράττω ὀρθά, τότε μὲ τὰ χείλη μόνο ὑμνῶ καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδιά, ἡ ὁποία ὑπαγορεύει τὶς πράξεις καὶ τὴν ζωντανὴ πίστη, ἡ ὁποία φέρνει τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν ὀρθοπραξία. Λέγει ὁ Κύριος: «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. ιε΄ 3)· ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾶ, ἀλλὴ ἡ καρδιά του ἀπέχει μακριὰ ἀπὸ ἐμένα. Ἔτσι, στὴν ἀντίθετη πλευρὰ ὅποιος Χριστιανὸς δὲν ἔχει συνέπεια βίου, δὲν ἔχει ὀρθοπραξία γίνεται αἰτία σκανδαλισμοῦ καὶ βλασφημήσεως τοῦ Θεοῦ μας. Δὲν τοῦ λέμε καθημερινὰ στὴν Κυριακὴ Προσευχή, «Κύριε, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου»; Αὐτὸ τὸ «ἁγιασθήτω» σημαίνει τὴν μεγάλυνση καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὶς πράξεις μας.
. Τὸ δοξάζω τοῦ τροπαρίου σημαίνει ὅτι πρέπει πρῶτα νὰ κάνουμε ἔργο εὐαγγελισμοῦ, καὶ αὐτὸ ξεκινάει πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, καὶ ταυτόχρονα καὶ ἔπειτα συνεχίζει μὲ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ἄλλων. Στὴν φράση ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω ἡ λέξη ὑμνολογῶ κάνει λόγο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ λέξη μεγαλύνω κάνει λόγο γιὰ τὴν ἰδιωτικὴ προσευχὴ καὶ τὸ κήρυγμα.
. Ἡ λέξη «τοιγαροῦν» δηλώνει ταπείνωση στὴν Παναγία μας, ὅτι, γιὰ αὐτὸ καὶ ἐγὼ σὲ δοξάζω, ἐπειδὴ εἶμαι ἀνάξιος νὰ σοῦ προσφέρω κάτι. Αὐτὸ ποὺ μπορῶ, ποὺ πρέπει, ποὺ ποθεῖς ὡς δῶρο, Παναγιά μου, εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
. Ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ὁ κάθε Χριστιανὸς στὴν Θεοτόκο γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ ἐκείνη μᾶς παρέχει δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ προσωπικὰ ἀπὸ τὸν καθένα μας μὲ τὴν συνετή, τὴν ἁγία ζωή μας, μὲ τὴν μίμησή της, ἡ ὁποία ἀποβαίνει ἐν τέλει στὸν Θεό μας, ὅπως ἡ μίμηση Παύλου ἀπέβαινε στὸν Θεό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. (Α Κορ. ια΄ 1).
. Πνευματικὰ αἰτήματα ἀπευθύνουμε στὴν Παναγία μας καὶ μὲ τὸ παρακάτω τροπάριο μὲ τὴν ἀκράδαντη βεβαιότητα ὅτι «δὲν θὰ παρίδῃ τὴν πενιχρὰν δέησίν μας, τὸν κλαυθμὸν καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μας, ἀλλὰ θὰ ἐκπληρώσει τὶς αἰτήσεις μας», γιὰ νὰ τὴν δοξάζουμε μετὰ πόθου πάντοτε.
. Βλέψον ἱλέῳ ὄμματί σου καὶ ἐπίσκεψαι τὴν κάκωσιν ἣν ἔχω καὶ δεινῶν συμφορῶν καὶ βλάβης καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν με λύτρωσαι, ἀμετρήτῳ σου ἐλέει.
. Ἐδῶ ὁ Χριστιανὸς ἐκζητεῖ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γιατὶ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τελειωθεῖ, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς καὶ ἀπὸ τὸ παραμικρὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ τὴν μολύνει. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἕνα μικρὸ ρῆγμα μπορεῖ νὰ βουλιάξει καὶ τὸ μεγαλύτερο καράβι. Ἂν δὲν ἐξαφανισθεῖ καὶ ἡ παραμικρὴ εἰσροὴ σὲ αὐτὸ ὑδάτων ἢ ἡ παραμικρὴ ὕπαρξη ὑδάτων, ποὺ ἐδῶ καταγράφεται μὲ τὴν φράση «κάκωσιν ἣν έχω», ὑδάτων προερχομένων ἀπὸ τὸ πέλαγος τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ ναυάγιο, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέλθει πλήρης τελειότητα στὸν καθένα μας, ἂν ὁ νοῦς ἀποσπᾶται, δὲν ὑπάρχει φυλακὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ ἰδίως ἂν ἡ ὅρασή μας δὲν εἶναι καθαρή, γιατὶ ὁ κοσμικὸς καταρράκτης τὴν ἔχει θολώσει.
. Ὁ Θεός μας, ἀγαπητοί μου, κατέβηκε στὴν γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποζητάει νὰ καθαρθεῖ ἐντελῶς, τότε ἀπὸ τὴν μία κρατάει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι δεμένος σὰν μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ πόδι, ἡ ὁποία εἶναι καρφωμένη στὴν Γῆ. Ἐδῶ ἔχουμε ξανὰ παράκληση, ὥστε ἡ Θεοτόκος μὲ τὸν ἐλεήμονα ὀφθαλμό της, «ἱλέῳ ὄμματί σου», ὁ ὁποῖος μὲ τὴν φώτιση καὶ τὴν πληροφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ δεῖ καὶ τὴν παραμικρὴ κάκωση ποὺ ἔχουμε, δηλαδὴ τὴν κάκωση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ὁποία βρισκόμαστε. Ζητάει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, ὥστε νὰ καθαρθεῖ ἐντελῶς, διότι ἂν ὑπάρχει κάτι στὴν καρδιά μας αὐτὸ γίνεται αἰτία, ὥστε νὰ ὑπάρξουν φοβερὲς συμφορές, νὰ ὑπάρξουν πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς νικήσουν ἂν χαλαρὰ ἀγωνιζόμαστε, ἀφοῦ ὁ Διάβολος ἔχει τὰ κατάλληλα σχέδια γιὰ τὸν κάθε ἕνα μας, καὶ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ γιὰ τοὺς προχωρημένους.
Ἡ Παναγία καταφυγή μας
. Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ καταφυγή μας στὶς δυσκολίες, τὸ ἐξιλαστήριό μας. Σὲ κάθε δύσκολη περίσταση ὅλοι μας καταφεύγουμε στὴν χάρη της μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ τὶς ἐπαναλαμβάνουμε ὁλόθερμα τὸ Τροπάριο τοῦ Παρακλητικοῦ της Κανόνος:
. Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, ἁγνή, ποῦ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι, ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν, ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν,
ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι καὶ ἐπὶ σὲ θαῤῥῶν κατέφυγον.
. Στὴν ζωὴ τῆς Παναγίας μας, συναντοῦμε δυὸ μοναδικὲς ὑπερβάσεις. Σ’ αὐτὲς βλέπουμε νὰ ξεπερνῶνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ νὰ λειτουργοῦν οἱ ἔκτακτοι νόμοι τοῦ θαύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκστατικὸς ὁ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεταστάσεώς της γράφει: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε». Αὐτὲς οἱ δύο ὑπερβάσεις ἀποτελοῦν καὶ τὰ μεγαλεῖα τῆς Παναγίας μας, ἀποτελοῦν τὰ παράδοξα μὲ τὰ ὁποῖα στόλισε ὁ Θεάνθρωπος Υἱός της τὴν ταπεινὴ καὶ πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρέτ.
. Στὴν ἐνάτη ὠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας προαναφέραμε τοὺς πρώτους στίχους, συνοψίζονται καὶ οἱ δύο ὑπερβάσεις τῆς φύσεως στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Λέει αὐτὸ:
. Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ Τόκον παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε,τὴν κληρονομίαν σου, δηλαδή, Παρθένε ἄχραντε, νικήθηκαν στὸ πρόσωπό σου οἱ φυσικοὶ νόμοι, γι’ αὐτό, ἐσύ, ποὺ μετὰ τὸν τοκετό του παρένειμες παρθένος καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου ζεῖς αἰώνια ἂς σώζεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου τὴν κληρονομία σου, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος μας.
. Πῶς ὅμως ἡ Θεοτόκος μπορεῖ νὰ σώζει μὲ τὶς πρεσβεῖες της τὸ γένος μας; Ἀγαπητοί μου, ὅπως ὑπάρχουν στὰ Μοναστήρια μας ἀκοίμητες κανδῆλες, ἔτσι ὑπάρχει καὶ στὰ διαμερίσματα τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἀκοίμητη κανδήλα τῆς Θεοτόκου μας. Αὐτὴ δὲν κοιμᾶται· εἶναι ἀκοίμητη κανδήλα πρεσβειῶν πρὸς τὸ Μονογενῆ της. Μᾶς τὸ τονίζει ἄλλωστε καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς της: «Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον». Ἡ Παναγία μας βρίσκεται πάντοτε σὲ κατάσταση ἑτοιμότητος. Περιμένει νὰ μεταφέρει τὶς ἱκεσίες μας στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας. Καὶ οἱ πρεσβεῖες της ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη προστασία μας.
. Ἡ Παναγία μας εἶναι τῶν Χριστιανῶν ἡ προστάτις. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὅλοι μας αἰσθανόμαστε ἀδύνατοι. Προστασία ζητάει τὸ κράτος ἀπὸ τὶς μεγάλες δυνάμεις, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς γελιέται. Προστασία ζητάει ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὸ κράτος, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς μάταια. Προστασία ζητοῦν οἱ πολίτες ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ὅμως πολλὲς φορὲς μεροληπτοῦν. Προστασία ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ ἀπογοητεύεται. Προστασία ζητᾶμε ὅλοι μας ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ποὺ ὅμως αὐτὰ ἀκολουθοῦν τὸν αἰώνιο νόμο τους ἀμίληκτα. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νὰ προστατεύσει ὅλους μας καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα, μὲ σιγουριά; Ὀξὺ τὸ πρόβλημα τῆς προστασίας, ἀφοῦ ὅλοι μας κατὰ καιροὺς αἰσθανόμαστε ἀπροστάτευτοι. Ἀπροστάτευτοι ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὶς ἀρρώστιες μας, στοὺς σεισμούς, στοὺς κυκλῶνες, στοὺς κεραυνούς, στοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς. Κινδυνεύουμε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Μοιάζουμε σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου, ὅπου οἱ σφαῖρες πέφτουν βροχὴ γύρω μας καὶ ἐμεῖς παραμένουμε ἀκάλυπτοι. Θέλουμε κάλυψη, θέλουμε προστασία, θέλουμε σκέπη. Αὐτὴ τὴν κάλυψη μᾶς τὴν προσφέρει ἡ Παναγία. Δίκαια λοιπὸν ὁ ὑμνογράφος τὴν ὀνομάζει «Προστασίαν τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντον». Μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις ἡ Παναγία μας, μᾶς μετασχηματίζει τὸν πόνο σὲ χαρά, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, μᾶς διασφαλίζει ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα. Τὸ γνωρίζουμε αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς σώσει: «Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων» τῆς λέμε. Μπορεῖ ἡ Παναγία μας νὰ μᾶς λυτρώσει. Ἔχει τὸν τρόπο της νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀπάθεια. Ἔχει τὴν δύναμη μὲ τὴν μητρική της παρρησία νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας, ὥστε νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ ὑπερνικήσει τὸ ἔλεός Του τὴν δίκαιη Κρίση Του. Ἄλλωστε «ἀφοῦ «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (Ἰάκ. β΄ 13) καὶ θέλει ὁ Θεός μας «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4 ) εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἂν ἀγωνισθοῦμε νόμιμα καὶ ἀδιάκοπα τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας θὰ μᾶς καλύπτει μέχρι ποὺ θὰ βρεθοῦμε κοντά της, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ, «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9).
paraklisi
. Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας μας, τῆς μεγάλης μας μητέρας, τῆς ἄγρυπνης μεσίτριάς μας πρὸς τὸν γλυκύτατο Υἱό της καὶ Θεό μας, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ.
Ἀπὸ τὴν Πρωταυγουστιὰ μέχρι τὸν Δεκαπενταύγουστο κάθε ἀπόγευμα ἐναλλὰξ ψάλλουμε τὸν Μικρὸ καὶ τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα μὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ μὲ μοναδικὴ προσέλευση πιστῶν. Οἱ Παρακλητικοὶ αὐτοὶ Κανόνες ἀποτελοῦν τὶς προσφιλέστερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Μικρὴ Παράκληση εἶναι σύνθεση ἀνωνύμου μοναχοῦ, ἴσως τοῦ Θεοστηρίκτου, ἴσως τοῦ Θεοφάνους. Πιθανὸν νὰ πρόκειται καὶ περὶ τοῦ ἰδίου προσώπου μετονομασθένος κατὰ τὴν μοναχικὴ κουρά. Ἡ Μεγάλη Παράκληση ἀποτελεῖ ποίημα τοῦ Δούκα Θεοδώρου τοῦ Β΄ τοῦ Λασκάρεως, Βασιλέως τῆς Νικαίας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰῶνος
. Σὲ ἕνα ὄμορφο τροπάριο τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος ψάλλουμε: «Τί σοὶ δῶρον προσάξω, τῆς εὐχαριστίας ἀνθ᾽ ὧνπερ ἀπήλαυσα, τῶν σῶν δωρημάτων, καί τῆς σῆς ἀμέτρητου χρηστότητος; Τοιγαροῦν δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω, σοῦ τὴν ἄμετρον πρός με συμπάθειαν».
. Ποιό δῶρο μπορῶ νὰ σοῦ προσφέρω, Παναγία μου, τῆς φωνάζει ὁ καθένας μας, ὡς εὐχαριστία γιὰ ἐκεῖνα ποὺ μοῦ χαρίζεις καθημερινὰ καὶ ἀπολαμβάνω, τόσο γιὰ τὰ δωρήματά σου πρὸς τὴν ἀναξιότητά μου ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀμέτρητη ἠθικότητά σου, ἡ ὁποία εἶναι πυξίδα στὴν ζωή μου, καὶ μὲ τὴν ὁποία γίνεσαι πρότυπο καὶ ὑπόδειγμα ζωῆς; Γι’ αὐτὸ δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω τὴν ἀπερίγραπτη πρὸς ἐμένα συμπάθειά σου.
Ὁ ἑνικὸς δὲν πρέπει νὰ ταυτισθεῖ μὲ προσωπικὴ ἱκεσία, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται ἐπειδὴ ἡ παράκληση βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε χριστιανοῦ, ἀποτελεῖ προσωπικὴ παράκληση τοῦ καθενός μας πρὸς τὴν μεγάλη μητέρα μας, ἡ ὁποία, ὅπως κάθε μητέρα, ὅσες φορὲς καὶ νὰ ἀκούσει τὴν προσφώνησή μας «μάνα» θὰ συγκινηθεῖ καὶ δὲν θὰ πεῖ «τί μὲ φωνάζεις, βαρέθηκα νὰ σὲ ἀκούω»!
. Ἡ Παναγία μας, ἡ μητέρα μας, δὲν μᾶς βοηθάει συμφεροντολογικά, ἐνεργεῖ πάντοτε ἀπὸ γνήσια ἀγάπη βλέποντας τὸ συμφέρον μας καὶ προφυλάσσοντάς μας ἀπὸ κινδύνους ποὺ ἐμεῖς δὲν ἀντιλαμβανόμαστε, δὲν γνωρίζουμε. Τὸ συμφέρον δὲν εἶναι μόνο ὑλικὸ εἶναι καὶ πνευματικό, γι’ αὐτὸ καὶ τὰ περισσότερα τροπάρια ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκζήτηση τῆς ὑγείας, τῆς δυνάμεως, τῆς προκοπῆς, τῆς εὐτεκνίας, ζητοῦν πρώτιστα τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Τὸ συμφέρον τῆς Παναγίας μας εἶναι τὸ συμφέρον τὸ δικό μας, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ χειραγωγός μας πρὸς τὴν σωτηρία. Μᾶς βοηθάει ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὅπως ὁ πολυεύσπλαγχνος Υἱός της βοηθάει ὅλους βρέχοντας ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, ἀνατέλλοντας τὸν ἥλιο ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Μᾶς τὸ λέει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45).
. «Τί σοὶ δῶρον προσάξω», λοιπόν, τῆς λέμε. Δὲν μποροῦμε τίποτα νὰ σοῦ προσφέρουμε, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε τὰ καλά, τὶς εὐεργεσίες, ποὺ μᾶς ἔχεις κάνει καὶ ποὺ μᾶς κάνεις καθημερινά. Τί μποροῦμε νὰ σοῦ προσφέρουμε ἀντάλλαγμα γιὰ τὸ ὅτι ἤσουν τόσο καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη καὶ ἔφθασες σὲ τέτοιο πνευματικὸ ὕψος, ὥστε νὰ γίνεις ἡ Μητέρα Θεοῦ καὶ νὰ θεώσεις μὲ τὴν προσφορά σου αὐτὴ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος; Δὲν μποροῦμε νὰ προσφέρουμε τίποτα, ἀφοῦ, ὅπως λέμε καὶ στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας «ἰσαρίθμους τῆ ψάμμῳ ᾠδὰς ἂν προσφέρωμέν Σοι, Κύριε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον». Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὴν Παναγία μας εἶναι νὰ τὴν δοξάζουμε, νὰ τὴν ὑμνολογοῦμε, καὶ νὰ τὴν μεγαλύνουμε.
. Δὲν ἔχουν τοποθετηθεῖ τυχαία μὲ αὐτὴν τὴν σειρὰ τὰ ρήματα, δοξάζω, ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω, οὔτε εἶναι ταυτόσημα. Στὸ τροπάριο αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ρῆμα ἀργό, ἀφοῦ κάθε ἕνα ἔχει τὸ νόημά του καὶ δὲν μῆκε ἔτσι, γιὰ νὰ γεμίζει ὁ στίχος.
. Ἡ ὑποχρέωση τοῦ καθενός μας, τοῦ κάθε Χριστιανοῦ εἶναι ὁ εὐαγγελισμὸς ἑαυτοῦ καὶ ἀλλήλων, ἡ φώτιση τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἁγία ζωή μας καὶ τὴν κήρυξη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση ὁ πιστὸς πρέπει νὰ ὑμνεῖ τὴν Θεοτόκο καὶ νὰ τὴν μεγαλύνει, γι’ αὐτὸ ἔχουμε μετὰ τὸ δοξάζω, τὰ ρήματα ἀνυμνῶ καὶ μεγαλύνω, εἰδάλλως ἂν ὁ ἴδιος δὲν πράττω ὀρθά, τότε μὲ τὰ χείλη μόνο ὑμνῶ καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδιά, ἡ ὁποία ὑπαγορεύει τὶς πράξεις καὶ τὴν ζωντανὴ πίστη, ἡ ὁποία φέρνει τὸν εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν ὀρθοπραξία. Λέγει ὁ Κύριος: «ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσι μὲ τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. ιε΄ 3)· ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾶ, ἀλλὴ ἡ καρδιά του ἀπέχει μακριὰ ἀπὸ ἐμένα. Ἔτσι, στὴν ἀντίθετη πλευρὰ ὅποιος Χριστιανὸς δὲν ἔχει συνέπεια βίου, δὲν ἔχει ὀρθοπραξία γίνεται αἰτία σκανδαλισμοῦ καὶ βλασφημήσεως τοῦ Θεοῦ μας. Δὲν τοῦ λέμε καθημερινὰ στὴν Κυριακὴ Προσευχή, «Κύριε, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου»; Αὐτὸ τὸ «ἁγιασθήτω» σημαίνει τὴν μεγάλυνση καὶ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου μας ἀπὸ τὶς πράξεις μας.
. Τὸ δοξάζω τοῦ τροπαρίου σημαίνει ὅτι πρέπει πρῶτα νὰ κάνουμε ἔργο εὐαγγελισμοῦ, καὶ αὐτὸ ξεκινάει πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, καὶ ταυτόχρονα καὶ ἔπειτα συνεχίζει μὲ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν ἄλλων. Στὴν φράση ὑμνολογῶ καὶ μεγαλύνω ἡ λέξη ὑμνολογῶ κάνει λόγο γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ λέξη μεγαλύνω κάνει λόγο γιὰ τὴν ἰδιωτικὴ προσευχὴ καὶ τὸ κήρυγμα.
. Ἡ λέξη «τοιγαροῦν» δηλώνει ταπείνωση στὴν Παναγία μας, ὅτι, γιὰ αὐτὸ καὶ ἐγὼ σὲ δοξάζω, ἐπειδὴ εἶμαι ἀνάξιος νὰ σοῦ προσφέρω κάτι. Αὐτὸ ποὺ μπορῶ, ποὺ πρέπει, ποὺ ποθεῖς ὡς δῶρο, Παναγιά μου, εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
. Ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ὁ κάθε Χριστιανὸς στὴν Θεοτόκο γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ ἐκείνη μᾶς παρέχει δὲν βγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ προσωπικὰ ἀπὸ τὸν καθένα μας μὲ τὴν συνετή, τὴν ἁγία ζωή μας, μὲ τὴν μίμησή της, ἡ ὁποία ἀποβαίνει ἐν τέλει στὸν Θεό μας, ὅπως ἡ μίμηση Παύλου ἀπέβαινε στὸν Θεό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. (Α Κορ. ια΄ 1).
. Πνευματικὰ αἰτήματα ἀπευθύνουμε στὴν Παναγία μας καὶ μὲ τὸ παρακάτω τροπάριο μὲ τὴν ἀκράδαντη βεβαιότητα ὅτι «δὲν θὰ παρίδῃ τὴν πενιχρὰν δέησίν μας, τὸν κλαυθμὸν καὶ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μας, ἀλλὰ θὰ ἐκπληρώσει τὶς αἰτήσεις μας», γιὰ νὰ τὴν δοξάζουμε μετὰ πόθου πάντοτε.
. Βλέψον ἱλέῳ ὄμματί σου καὶ ἐπίσκεψαι τὴν κάκωσιν ἣν ἔχω καὶ δεινῶν συμφορῶν καὶ βλάβης καὶ κινδύνων καὶ πειρασμῶν με λύτρωσαι, ἀμετρήτῳ σου ἐλέει.
. Ἐδῶ ὁ Χριστιανὸς ἐκζητεῖ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γιατὶ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τελειωθεῖ, ἂν δὲν ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς καὶ ἀπὸ τὸ παραμικρὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ τὴν μολύνει. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἕνα μικρὸ ρῆγμα μπορεῖ νὰ βουλιάξει καὶ τὸ μεγαλύτερο καράβι. Ἂν δὲν ἐξαφανισθεῖ καὶ ἡ παραμικρὴ εἰσροὴ σὲ αὐτὸ ὑδάτων ἢ ἡ παραμικρὴ ὕπαρξη ὑδάτων, ποὺ ἐδῶ καταγράφεται μὲ τὴν φράση «κάκωσιν ἣν έχω», ὑδάτων προερχομένων ἀπὸ τὸ πέλαγος τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ ναυάγιο, ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ἐπέλθει πλήρης τελειότητα στὸν καθένα μας, ἂν ὁ νοῦς ἀποσπᾶται, δὲν ὑπάρχει φυλακὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ ἰδίως ἂν ἡ ὅρασή μας δὲν εἶναι καθαρή, γιατὶ ὁ κοσμικὸς καταρράκτης τὴν ἔχει θολώσει.
. Ὁ Θεός μας, ἀγαπητοί μου, κατέβηκε στὴν γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποζητάει νὰ καθαρθεῖ ἐντελῶς, τότε ἀπὸ τὴν μία κρατάει τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι δεμένος σὰν μὲ ἁλυσίδα ἀπὸ τὸ πόδι, ἡ ὁποία εἶναι καρφωμένη στὴν Γῆ. Ἐδῶ ἔχουμε ξανὰ παράκληση, ὥστε ἡ Θεοτόκος μὲ τὸν ἐλεήμονα ὀφθαλμό της, «ἱλέῳ ὄμματί σου», ὁ ὁποῖος μὲ τὴν φώτιση καὶ τὴν πληροφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ δεῖ καὶ τὴν παραμικρὴ κάκωση ποὺ ἔχουμε, δηλαδὴ τὴν κάκωση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴν ὁποία βρισκόμαστε. Ζητάει νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ, ὥστε νὰ καθαρθεῖ ἐντελῶς, διότι ἂν ὑπάρχει κάτι στὴν καρδιά μας αὐτὸ γίνεται αἰτία, ὥστε νὰ ὑπάρξουν φοβερὲς συμφορές, νὰ ὑπάρξουν πειρασμοί, οἱ ὁποῖοι θὰ μᾶς νικήσουν ἂν χαλαρὰ ἀγωνιζόμαστε, ἀφοῦ ὁ Διάβολος ἔχει τὰ κατάλληλα σχέδια γιὰ τὸν κάθε ἕνα μας, καὶ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ γιὰ τοὺς προχωρημένους.
Ἡ Παναγία καταφυγή μας
. Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ καταφυγή μας στὶς δυσκολίες, τὸ ἐξιλαστήριό μας. Σὲ κάθε δύσκολη περίσταση ὅλοι μας καταφεύγουμε στὴν χάρη της μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ τὶς ἐπαναλαμβάνουμε ὁλόθερμα τὸ Τροπάριο τοῦ Παρακλητικοῦ της Κανόνος:
. Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, ἁγνή, ποῦ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι, ποῦ πορευθῶ; Ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν, ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν,
ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω, εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι καὶ ἐπὶ σὲ θαῤῥῶν κατέφυγον.
. Στὴν ζωὴ τῆς Παναγίας μας, συναντοῦμε δυὸ μοναδικὲς ὑπερβάσεις. Σ’ αὐτὲς βλέπουμε νὰ ξεπερνῶνται οἱ νόμοι τῆς φύσεως καὶ νὰ λειτουργοῦν οἱ ἔκτακτοι νόμοι τοῦ θαύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκστατικὸς ὁ ποιητὴς τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μεταστάσεώς της γράφει: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε Ἄχραντε». Αὐτὲς οἱ δύο ὑπερβάσεις ἀποτελοῦν καὶ τὰ μεγαλεῖα τῆς Παναγίας μας, ἀποτελοῦν τὰ παράδοξα μὲ τὰ ὁποῖα στόλισε ὁ Θεάνθρωπος Υἱός της τὴν ταπεινὴ καὶ πάναγνη Κόρη τῆς Ναζαρέτ.
. Στὴν ἐνάτη ὠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας προαναφέραμε τοὺς πρώτους στίχους, συνοψίζονται καὶ οἱ δύο ὑπερβάσεις τῆς φύσεως στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Λέει αὐτὸ:
. Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ Τόκον παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε,τὴν κληρονομίαν σου, δηλαδή, Παρθένε ἄχραντε, νικήθηκαν στὸ πρόσωπό σου οἱ φυσικοὶ νόμοι, γι’ αὐτό, ἐσύ, ποὺ μετὰ τὸν τοκετό του παρένειμες παρθένος καὶ μετὰ τὸν θάνατό σου ζεῖς αἰώνια ἂς σώζεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου τὴν κληρονομία σου, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος μας.
. Πῶς ὅμως ἡ Θεοτόκος μπορεῖ νὰ σώζει μὲ τὶς πρεσβεῖες της τὸ γένος μας; Ἀγαπητοί μου, ὅπως ὑπάρχουν στὰ Μοναστήρια μας ἀκοίμητες κανδῆλες, ἔτσι ὑπάρχει καὶ στὰ διαμερίσματα τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἀκοίμητη κανδήλα τῆς Θεοτόκου μας. Αὐτὴ δὲν κοιμᾶται· εἶναι ἀκοίμητη κανδήλα πρεσβειῶν πρὸς τὸ Μονογενῆ της. Μᾶς τὸ τονίζει ἄλλωστε καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς της: «Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον». Ἡ Παναγία μας βρίσκεται πάντοτε σὲ κατάσταση ἑτοιμότητος. Περιμένει νὰ μεταφέρει τὶς ἱκεσίες μας στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας. Καὶ οἱ πρεσβεῖες της ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη προστασία μας.
. Ἡ Παναγία μας εἶναι τῶν Χριστιανῶν ἡ προστάτις. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὅλοι μας αἰσθανόμαστε ἀδύνατοι. Προστασία ζητάει τὸ κράτος ἀπὸ τὶς μεγάλες δυνάμεις, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς γελιέται. Προστασία ζητάει ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὸ κράτος, ἀλλὰ τὶς περισσότερες φορὲς μάταια. Προστασία ζητοῦν οἱ πολίτες ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ὅμως πολλὲς φορὲς μεροληπτοῦν. Προστασία ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ ἀπογοητεύεται. Προστασία ζητᾶμε ὅλοι μας ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ποὺ ὅμως αὐτὰ ἀκολουθοῦν τὸν αἰώνιο νόμο τους ἀμίληκτα. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νὰ προστατεύσει ὅλους μας καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα, μὲ σιγουριά; Ὀξὺ τὸ πρόβλημα τῆς προστασίας, ἀφοῦ ὅλοι μας κατὰ καιροὺς αἰσθανόμαστε ἀπροστάτευτοι. Ἀπροστάτευτοι ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὶς ἀρρώστιες μας, στοὺς σεισμούς, στοὺς κυκλῶνες, στοὺς κεραυνούς, στοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς. Κινδυνεύουμε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Μοιάζουμε σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου, ὅπου οἱ σφαῖρες πέφτουν βροχὴ γύρω μας καὶ ἐμεῖς παραμένουμε ἀκάλυπτοι. Θέλουμε κάλυψη, θέλουμε προστασία, θέλουμε σκέπη. Αὐτὴ τὴν κάλυψη μᾶς τὴν προσφέρει ἡ Παναγία. Δίκαια λοιπὸν ὁ ὑμνογράφος τὴν ὀνομάζει «Προστασίαν τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντον». Μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις ἡ Παναγία μας, μᾶς μετασχηματίζει τὸν πόνο σὲ χαρά, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, μᾶς διασφαλίζει ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα. Τὸ γνωρίζουμε αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς σώσει: «Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων» τῆς λέμε. Μπορεῖ ἡ Παναγία μας νὰ μᾶς λυτρώσει. Ἔχει τὸν τρόπο της νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀπάθεια. Ἔχει τὴν δύναμη μὲ τὴν μητρική της παρρησία νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας, ὥστε νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ ὑπερνικήσει τὸ ἔλεός Του τὴν δίκαιη Κρίση Του. Ἄλλωστε «ἀφοῦ «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (Ἰάκ. β΄ 13) καὶ θέλει ὁ Θεός μας «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4 ) εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἂν ἀγωνισθοῦμε νόμιμα καὶ ἀδιάκοπα τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου μας μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας θὰ μᾶς καλύπτει μέχρι ποὺ θὰ βρεθοῦμε κοντά της, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ, «ἃ ἡτοίμασε Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορ. β΄ 9).
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βόλος: Πιτ μπουλ επιτέθηκε σε 6χρονο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ