2019-08-31 22:57:44
«Η βασιλεία του καφενείου αρχίζει με τον χειμώνα.
-Ό,τι και να πης, μου έλεγεν ο άνθρωπος, εις τας φλέβας του οποίου ρέει ο βαρύς, γλυκός, το
καλοκαιρινό καφενείον είνε άλλο πράγμα. Μόνο καφενείον δεν είνε Και μου εξήγησεν δια μακρών την αντίληψίν του αυτήν. Εις τα τραπέζια, τ’αραδιασμένα εις τα πεζοδρόμια, τας πλατείας και τους δρόμους, μέσα εις τον θόρυβον του υπαίθρου, ο άνθρωπος του καφενείου είνε χαμένος. Δεν ημπορεί ούτε ν’απολαύση, ούτε να συζητήση όπως πρέπει, ούτε να χαρή καμμίαν από τας προσφιλείς του ηδονάς.
Εν πρώτοις, οι άνθρωποι που έρχονται και κάθονται εκεί, είνε απροσδόκητοι, ενοχλητικοί και εντελώς ξένοι προς τα κοινοβουλευτικά έθιμα των μικρών αυτών ανεπισήμων βουλών.
Έπειτα, είνε αι γυναίκες, τα παιδιά, όλα τα ακατάλληλα αυτά στοιχεία, τα οποία φέρνουν τον τόνον τους εις την ομήγυριν, ένα τόνον που αποτελεί χασμωδίαν.
Έπειτα, χίλια-δύο άλλα ενοχλητικά πράγματα, κινηματογράφοι, φυστικάδες, πασσατεμπάδες, λούστροι, ανθοπώλαι, όλα τα ενοχλητικά αυτά παράσιτα, που δεν σε αφίνουν να συγκεντρωθής, να συζητήσης, ν’ακολουθήσης τον ειρμόν των ιδεών σου…
-Στο χειμωνιάτικο καφενείο όλα είνε διαφορετικά, εξηκολούθησε. Οι κρότοι όλοι σού είνε γνώριμοι και ευχάριστοι και δεν σε ξαφνιάζουν. Ο μονότονος κρότος από τα ζάρια του ταβλιού, το σύρσιμο της κιμωλίας επάνω εις το μάρμαρον, το γουργούλισμα του ναργιλέ, το κουδούνισμα των δίσκων από το βάθος, όλα αυτά αποτελούν μίαν παράδοσιν και δεν ενοχλούν τα αισθητήριά μας.
Επιτέλους στο χειμωνιάτικο καφενείο πίνεις καφέ. Αυτός δουλεύει εκεί μέσα. Το καλοκαίρι δουλεύουν η λεμονάδες, τα παγωτά, οι πάστες, όλες αυτές η αηδίες που αποκοιμίζουν το πνεύμα και αν θελήσης να ζητήσης τον καφέ σου, το πνευματικόν αυτόν ποτόν, το γκαρσόνι σε κοιτάζει παράξενα, ωσάν να σε ειδοποιή ότι δεν θα μπορέση να σ’ευχαριστήση.
Με λίγα λόγια, καφενείον δεν υπάρχει το καλοκαίρι».
ΣΚΡΙΠ, Απρίλιος 1911
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας (FB: Σιταράς Θωμάς)
anatakti
-Ό,τι και να πης, μου έλεγεν ο άνθρωπος, εις τας φλέβας του οποίου ρέει ο βαρύς, γλυκός, το
καλοκαιρινό καφενείον είνε άλλο πράγμα. Μόνο καφενείον δεν είνε Και μου εξήγησεν δια μακρών την αντίληψίν του αυτήν. Εις τα τραπέζια, τ’αραδιασμένα εις τα πεζοδρόμια, τας πλατείας και τους δρόμους, μέσα εις τον θόρυβον του υπαίθρου, ο άνθρωπος του καφενείου είνε χαμένος. Δεν ημπορεί ούτε ν’απολαύση, ούτε να συζητήση όπως πρέπει, ούτε να χαρή καμμίαν από τας προσφιλείς του ηδονάς.
Εν πρώτοις, οι άνθρωποι που έρχονται και κάθονται εκεί, είνε απροσδόκητοι, ενοχλητικοί και εντελώς ξένοι προς τα κοινοβουλευτικά έθιμα των μικρών αυτών ανεπισήμων βουλών.
Έπειτα, είνε αι γυναίκες, τα παιδιά, όλα τα ακατάλληλα αυτά στοιχεία, τα οποία φέρνουν τον τόνον τους εις την ομήγυριν, ένα τόνον που αποτελεί χασμωδίαν.
Έπειτα, χίλια-δύο άλλα ενοχλητικά πράγματα, κινηματογράφοι, φυστικάδες, πασσατεμπάδες, λούστροι, ανθοπώλαι, όλα τα ενοχλητικά αυτά παράσιτα, που δεν σε αφίνουν να συγκεντρωθής, να συζητήσης, ν’ακολουθήσης τον ειρμόν των ιδεών σου…
-Στο χειμωνιάτικο καφενείο όλα είνε διαφορετικά, εξηκολούθησε. Οι κρότοι όλοι σού είνε γνώριμοι και ευχάριστοι και δεν σε ξαφνιάζουν. Ο μονότονος κρότος από τα ζάρια του ταβλιού, το σύρσιμο της κιμωλίας επάνω εις το μάρμαρον, το γουργούλισμα του ναργιλέ, το κουδούνισμα των δίσκων από το βάθος, όλα αυτά αποτελούν μίαν παράδοσιν και δεν ενοχλούν τα αισθητήριά μας.
Επιτέλους στο χειμωνιάτικο καφενείο πίνεις καφέ. Αυτός δουλεύει εκεί μέσα. Το καλοκαίρι δουλεύουν η λεμονάδες, τα παγωτά, οι πάστες, όλες αυτές η αηδίες που αποκοιμίζουν το πνεύμα και αν θελήσης να ζητήσης τον καφέ σου, το πνευματικόν αυτόν ποτόν, το γκαρσόνι σε κοιτάζει παράξενα, ωσάν να σε ειδοποιή ότι δεν θα μπορέση να σ’ευχαριστήση.
Με λίγα λόγια, καφενείον δεν υπάρχει το καλοκαίρι».
ΣΚΡΙΠ, Απρίλιος 1911
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας (FB: Σιταράς Θωμάς)
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ