Και όμως, πολύ πιθανών, ο ιερός χώρος των Αμυκλών να είναι ο πρώτος οργανωμένος μυητικός και λατρευτικός ιερός τόπος στον Ελλαδικό χώρο.
Μας είναι άγνωστο πότε κατοικήθηκε, ακόμη και οι αρχαιολόγοι δίδουν μια κατά προσέγγιση χρονολογία, γύρω στο 8000 π.Χ., από τα τελευταία ευρήματα.
Με την πρώτη μυστηριακή λατρεία προς τον θεό Υάκινθο παρουσίασε μια εξαιρετική άνθηση στην εποχή της Μυκηναϊκής περιόδου και που ίσως να έγινε οι αιτία για την εμφάνιση των άλλων μυητικών ιερών κέντρων.
Κατά την προϊστορική αρχαιότητα οι Αμύκλες υπήρξαν σημαντικότατη εστία πολιτισμού και πανάρχαιο θρησκευτικό κέντρο.
Λατρευτικός αρχικά ως ο τόπος του
θεού Υάκινθου, η λατρεία και τα μυστήρια του οποίου καθιερώθηκαν ιδιαίτερα κατά τη μυκηναϊκή εποχή, οι Αμύκλες έγιναν αργότερα κραταιή έδρα του "νεήλυδος", δηλαδή νιόφερτου στο λατρευτικό εκείνο τόπο Απόλλωνος, του Ολυμπίου Θεού των Δωριέων, που όμως δεν κατόρθωσε να εκτοπίσει εντελώς τις μυητικές τελετές και τη λατρεία της παλιάς θεότητας.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι Δωριείς στη Σπάρτη, (σύμφωνα με την επικρατέστερη αρχαία παράδοση), δυσκολεύτηκαν πολύ να κυριαρχήσουν στις Αμύκλες και αρκετά αργά - στους αρχαϊκούς χρόνους - κατόρθωσαν να τις κυριεύσουν.
Από το όνομα της εορτής είναι φανερό ότι ο Υάκινθος ήταν προ-Μυκηναϊκός ήρωας που δίδαξε τα πρώτα μυστήρια και τον λάτρευαν σαν το θεό της βλαστήσεως μαζί με την αδελφή του Πολύβοια, όπου αργότερα ταυτίστηκαν μαζί τους η Μάνα-Δήμητρα με τη Κόρη-Περσεφόνη.
Κάθε χρόνο, με το τέλος της Άνοιξης κατά τον σπαρτιατικό μήνα Φλιάσιο -σελήνη Μαϊου-, ή στα μέσα του καλοκαιριού κατά τον μήνα Υακίνθιο -σελήνη Ιουλίου-, οι Λακεδαιμόνιοι εόρταζαν επί τρείς ημέρες στις Αμύκλες τα λεγόμενα «Υακίνθια» με εναγισμούς[1], μυήσεις και κοινά δείπνα προς τιμήν του πανέμορφου Υακίνθου, του Θνήσκοντος και Ανασταινομένου γονιμικού Θεού, υιού του Αμύκλα, που σκότωσε κατά λάθος ο θαυμαστής του θεός Απόλλων.
Την πρώτη ημέρα των «Υακινθίων» προσφέρονταν μελαγχολικά θυσίες στους νεκρούς από αστεφάνωτους (σε ένδειξη πένθους) θρησκευτές και νεκρόδειπνα δίχως ψωμί, πίττες ή άλλα γλυκίσματα, ενώ γίνονταν επίσης και εναγισμοί, μυητικές τελετές προς τιμή του «ωραίου εφήβου» (Υακίνθου).
Στις δύο επόμενες ημέρες η ατμόσφαιρα άλλαζε σε εορταστική, οι θρησκευτές στεφανώνονταν με κισσό και οι εορτασμοί έκλειναν με παιάνες, χορούς, πομπή, και, τέλος, με αρτοκλασία, θυσίες και συνεστιάσεις προς τιμή του «Καρνείου» Απόλλωνος στις οποίες καλούνταν να συμμετάσχουν και οι δούλοι και οι ξένοι. «Υακίνθια» εορτάζονταν επίσης και στο Άργος, τον Τάραντα, τη Θήρα, την Ανάφη, την Κυρήνη και την Κώ.
Κατά την αχαϊκή εποχή της Ελληνική Μυθολογία ιστορούσαν: ότι ο Υάκινθος ήταν ένας ωραιότατος νέος, υιός του βασιλέως των Αμυκλών, Αμύκλα, τον οποίον ηράσθησαν συγχρόνως ο Απόλλωνας και ο Ζέφυρος -σημ: το "ηράσθησαν" με την αρχαιοελληνική θεωρία του όρου, όχι σαρκικά-.
Επειδή όμως ο Υάκινθος συμπάθησε τον Απόλλωνα, ο Ζέφυρος τον σκότωσε. Με πονηριά έστρεψε τον δίσκο που ο Απόλλωνας έριξε, όπου βρήκε τον Υάκινθο στο μέτωπο και τον άφησε νεκρό. Ο Απόλλωνας απαρηγόρητος για τον απροσδόκητο χαμό, έθαψε τον Υάκινθο κάτω από τον βωμό του στο τέμενος των Αμυκλών.
Αυτά βέβαια τα είπαν οι Αχαιοί όμως οι μεταγενέστεροι κάτοικοι των Αμυκλών Δωριείς, ταύτισαν ένα ακόμη μύθο με τον δικό τους ήρωα και θεό Ηρακλή για να συνεχίσουν τα μυστήρια.
Οι Δωριείς διατήρησαν τις εορταστικές εκδηλώσεις των Μυκηναίων και των Αχαιών καθώς έτσι συνεχίσθηκε ως τα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας και η λατρεία του Υακίνθου πλάι στους Ηρακλή, Απόλλωνα.
Η πρώτη ημέρα των εορτών ήτο πένθιμη γιατί ήταν αφιερωμένη στο θάνατο του Υακίνθου και προσφέρονταν εναγισμοί. Από μία χάλκινη πόρτα που υπήρχε στον βωμό-τάφο, γίνονταν χοές για τον Υάκινθο. Το βράδυ μετά τους εναγισμούς, έτρωγαν μόνο τα φαγητά που επέτρεπε το ειδικό τυπικό της λατρείας (όχι ζυμωτά και ψωμί) ένα απλό κόσμιο δείπνο, μελαγχολικό, χωρίς άσματα και διασκεδάσεις. Παρουσιάζοντας έτσι συμβολικά την καλοκαιρινή φύση καθώς νεκρώνεται.
Σε περίπτωση πολέμου, η πόλη επεδίωκε εκεχειρία για να εορτάσει τα Υακίνθια. Στην εορτή του έτους 390 π.Χ. κατά τη διάρκεια του οποίου ο βασιλιάς Αγησίλαος ήταν μπλεγμένος στον Κορινθιακό πόλεμο και δεν μπορούσε να παρευρεθεί ο ίδιος, υποχρεώθηκε να δώσει άδεια στους οπλίτες του που κατάγονταν από τις Αμύκλες, ώστε να φύγουν από το Λέχαιο για τη Σπάρτη.
Στον κατάλογο των πλοίων της Ιλιάδας, οι Αμύκλες αναφέρονται ότι ανήκουν στο βασίλειο του Μενέλαου και που σύμφωνα με μυθική παράδοση ιδρύθηκαν από τον Αμύκλα το γιο του Λακεδαίμονα και της Σπάρτης.
Ο τόπος αυτός ήταν πλούσιος σε δέντρα και καρπούς και παρουσιάζει μακραίωνη ιστορία. Οι Αμύκλες υπήρξαν σημαντικό κέντρο αντίστασης κατά των Δωριέων κατακτητών. Επίσης διατήρησαν για μεγάλο διάστημα τη δική τους πολιτιστική φυσιογνωμία, χωρίς να υποταγούν στο αυστηρό δωρικό πνεύμα.
Οι Αμύκλες παρέμειναν έδρα μιας δυναστείας αχαϊκής καταγωγής, ανεξάρτητης από τους Ηρακλείδες της Σπάρτης ως τον πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο, όπου αργότερα κατακτήθηκαν από τους Δωριείς και αποτέλεσαν πλέον έναν από τους συνοικισμούς της. Η ακρόπολη του Αμυκλαίου Απόλλωνος βρισκόταν πάνω στο σημερινό λόφο της Αγίας Κυριακής. Διακρίνονται ίχνη μόνο του ιερού (στο οποίο υπήρχαν στην αρχαιότητα πλούσια αναθήματα, όπως περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας) και λείψανα του περιβόλου του. Στο ιερό δέσποζε το κολοσσικό κιονόμορφο άγαλμα του Απόλλωνα, ύψους 13-14 μέτρων, επιβλητικό έργο του Βαθυκλή από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ως βάθρο του αγάλματος χρησίμευε ο τάφος-βωμός του Υακίνθου, προς τιμή του οποίου γιόρταζαν τα Υακίνθια, από τις σημαντικότερες μυστηριακές γιορτές στη θρησκευτική ζωή των Σπαρτιατών.
Νοτιότερα, στο μικρό λόφο Βαφειό, οι ανασκαφές αποκάλυψαν θολωτό τάφο Μυκηναϊκής Εποχής, με σημαντικά χρυσά και αργυρά κτερίσματα, μερικά από τα οποία στεγάζονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, ανάμεσα στα οποία τα δύο περίφημα χρυσά κύπελλα με τις ανάγλυφες παραστάσεις (κυνήγι και συνάντηση ταύρων).
Το οικοδόμημα αυτό, το οποίο είδε και περιέγραψε διεξοδικά ο Παυσανίας το 2ο αι. μ.Χ., παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον τόσο για τον ασυνήθιστο σχεδιασμό του όσο και για τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο. Δυστυχώς όμως, το μνημείο αυτό που άντεξε μέχρι το 1729 μ.Χ. δε σώζεται από την καταστροφική μανία του Γάλλου αρχαιοθήρα Μισέλ Φουρμόντ.
Σημείωση:
[1] Εναγισμοί: Χθόνιες τελετουργίες εξαγνισμού. Είχαν χαρακτήρα εξιλέωσης και αποτροπής και απευθύνονταν στις χθόνιες μυστηριακές θεότητες και στα πνεύματα των ηρώων, με ολοκαυτώματα χαμηλές εσχάρες και τελετές εξαγνισμού σε μυητικά ιερά-τάφους.
Βιβλιογραφία:
Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις: Κορινθιακά-Λακωνικά (Αθήνα 1994), σελ. 383-389.
Ένα αρχαιολογικό αίνιγμα που παραμένει άλυτο εκατό χρόνια, η μορφή του θρόνου του Απόλλωνα Αμυκλαίου – ένα από τα τρία μεγάλα ιερά της Σπάρτης – βρίσκει τη λύση του
Αντί για έναν συνηθισμένο ναό, οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τον 6ο αι. π.Χ. έκτισαν για τον θεό Απόλλωνα έναν λαμπρό επίγειο θρόνο στο βαθύσκιο Άλσος των Αμυκλών. Κάλεσαν έναν διάσημο αρχιτέκτονα από τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, τον Ίωνα Βαθυκλή, ο οποίος ανήγειρε για το ξύλινο ξόανο του θεού – που είχε ύψος τριάντα πήχεις (13 μ.) – ένα «τριώροφο» μνημείο με μορφή καθίσματος.
O «θρόνος», ένα μνημείο μοναδικό στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ήταν γεμάτος με μυθολογικές παραστάσεις που περιγράφονται λεπτομερώς από τον Παυσανία τον 2ο αι. π.Χ.
Στεκόταν πάνω από τον τάφο του Υακίνθου – που ήταν σύμφωνα με τον μύθο αγαπημένος φίλος του Απόλλωνα. Στο τέλος της αρχαιότητας, το Αμυκλαίο καταστράφηκε. Στη θέση του κτίστηκε μια παλαιοχριστιανική βασιλική. Oι ανασκαφές που άρχισαν στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20 ού, έφεραν στο φως ένα «τέμενος» που περικλειόταν από περίβολο. Μέσα βρέθηκαν τα ερείπια της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας, λείψανα μιας κρηπίδας, ενός βωμού, ενός αναλημματικού τοίχου, πλήθος αρχιτεκτονικών μελών με ωραία ανάγλυφα και ίχνη λατρείας που ανάγονταν στη μυκηναϊκή εποχή. Η ανακάλυψη του Αμυκλαίου προκάλεσε και άλλα δύο φαινόμενα: τη διασπορά του αρχιτεκτονικού και γλυπτικού υλικού στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα – στο Μουσείο της Σπάρτης, στα εκκλησάκια της περιοχής, έως και τον Μυστρά – και τη δημιουργία μιας ολόκληρης πινακοθήκης από αδιέξοδες σχεδιαστικές απόπειρες αναπαράστασης του μυστηριώδους «θρόνου». O χώρος της ανασκαφής που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εγκαταλείφθηκε στην τύχη του.
Ανασκαφές στο Ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα
ΤΟ ΙΕΡΟ
Είναι γνωστό ότι τα αρχαία ιερά δεν συνιστούσαν απλώς τόπους προσευχής και προσκυνήματος, αλλά, πολύ περισσότερο, λειτουργούσαν ως πολυδιάστατα κέντρα που εξυπηρετούσαν τις ποικίλες ανάγκες μιας πόλης-κράτους.
Προπάντων μετά τον 8ο αιώνα π.Χ., η πόλη έθεσε τη θρησκεία στο επίκεντρο των υποθέσεών της και όριζε την ταυτότητά της μέσω αυτής.
Προκειμένου, λοιπόν, να καταδειχτεί η σημασία του ιερού στις Αμύκλες, πρέπει και εδώ να ληφθούν υπόψη δύο κύριοι παράγοντες: πρώτον, εκείνος της θρησκείας και, δεύτερον, εκείνος της πολιτικής.
Είναι αποδεκτό σήμερα ότι ο τάφος του Υακίνθου αποτελούσε το κεντρικό σημείο του ιερού κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Συνεπώς, στα πλαίσια των Υακινθείων, η μορφή του Υακίνθου κατείχε το ρόλο του προγόνου. Ωστόσο, η στενή σχέση των δωρικών φύλων της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου με τον Απόλλωνα, επιτρέπει την υπόθεση ότι η σποραδική εγκατάσταση των νέων κοινοτήτων στη Λακωνία ήταν ο παράγοντας που οδήγησε στο συγκερασμό της λατρείας του Υακίνθου της εποχής του Χαλκού με την νέα, εκείνη του Απόλλωνα.
Σύμφωνα με αναφορές στους Δειπνοσοφιστές του Πολυκράτη, οι Λάκωνες γιόρταζαν τα Υακίνθεια στις Αμύκλες τρεις μέρες το χρόνο.
Με βάση το σχήμα που προτείνει ο Michael Pettersson, το πρώτο μέρος αυτών των εορταστικών εκδηλώσεων ήταν αφιερωμένο στο τελετουργικό του χωρισμού (rites of separation): ήταν η μέρα του πένθους και της θυσίας του Υακίνθου.
Το δεύτερο μέρος της λατρείας μπορεί να συνδεθεί με μια άλλη μεταβατική φάση, κατά την οποία τόσο τα σύμβολα όσο και οι πράξεις, που λάμβαναν χώρα, παραπέμπουν ξεκάθαρα σε ένα τελετουργικό μύησης (rites of initiation).
Η πομπή, που λάμβανε χώρα τη δεύτερη μέρα των εορταστικών εκδηλώσεων, ξεκινώντας από τη Σπάρτη και καταλήγοντας στις Αμύκλες όπου παραδιδόταν ο πέπλος για τον Απόλλωνα, δεν σηματοδοτεί μόνο τη μετάβαση σε χώρο και χρόνο, από την καθημερινή ζωή δηλαδή της πόλης στην προσωρινή διαμονή σε αντίσκηνα στο χώρο του ιερού.
Αυτό που προβάλλεται περισσότερο είναι η μετάβαση στη ζωή και στον κόσμο των ενηλίκων. Σε αυτό το σημείο, το ενδιαφέρον του Απόλλωνα εστιάζει στην ανερχόμενη γενιά, στην προστασία των νέων τη στιγμή της αποδοχής τους από την κοινωνία ως πλήρη μέλη.
Μια άλλοτε τοπική «γιορτή της φύσης», όπως ήταν εκείνη του Υακίνθου, συνδυάστηκε λοιπόν στη συνέχεια με την αντίστοιχη του Απόλλωνα, για να εξυπηρετήσει νέους κοινωνικοπολιτικούς στόχους.
Η ίδρυση της Σπάρτης γύρω στα 750 π.Χ. είχε ως συνέπεια τη σταδιακή καθιέρωση μιας νέας δωρικής ταυτότητας ως κοινής βάσης για τους κατοίκους και των πέντε οικισμών της πόλης, καθώς και την εγκατάλειψη της έως τότε κυρίαρχης τοπικής διαφορετικότητας.
Η δημιουργία της νέας πόλης της Σπάρτης οδήγησε επομένως στο γεγονός να θεωρούνται το Αμυκλαίον και τα Υακίνθεια ως μια νέα ενότητα.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του Αμυκλαίου Απόλλωνα παρείχαν στην πόλη μια νέα θρησκευτική και πολιτική προοπτική.
Τόσο ο θρόνος του Απόλλωνα στις Αμύκλες όσο και το ιερό στο σύνολό του έγιναν το έμβλημα της νέας πόλης-κράτους, η εκφραστικότερη ανάδειξη της ισχύς και του γοήτρου της, αλλά και εκδήλωση της νέας ταυτότητάς της.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ:
Κάποιες πρώτες, λιγότερο ή περισσότερο συστηματικές προσπάθειες καταγραφής των γνωστότερων μνημείων της Λακωνίας -σε θεωρητικό έστω επίπεδο- ξεκίνησαν ήδη το 18ο αιώνα.
Κατά την περίοδο 1830-1850, ο Wilhelm Leake, μεταξύ άλλων, ταύτισε το χαμηλό λόφο, όπου είχε ανεγερθεί το παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, με το σημείο εκείνο, όπου κάποτε βρισκόταν το ιερό του Απόλλωνα.
Οι πρώτες ανασκαφές διεξήχθησαν από τον Χρήστο Τσούντα και την Αρχαιολογική Εταιρεία το 1890.
Μεταξύ των σημαντικότερων ανακαλύψεων του Τσούντα συγκαταλέγονται ο περίβολος και τα λείψανα ενός κυκλικού οικοδομήματος, που ο ίδιος ερμήνευσε ως θεμελίωση της βάσης του θρόνου.
Σε άμεση γειτνίαση με την κατασκευή αυτή, ο Τσούντας βρήκε έναν αποθέτη με υλικό που θεωρείται χαρακτηριστικό για την όψιμη περίοδο του ιερού αυτού, δηλαδή κεραμική και τερακότες από την εποχή του Χαλκού και τη Γεωμετρική εποχή, καθώς και χάλκινα ειδώλια που, μεταξύ άλλων, απεικονίζουν τον Απόλλωνα.
Το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνδέεται με την κύρια φάση των ανασκαφών και τη διερεύνηση του Αμυκλαίου. Το ιερό γίνεται και πάλι αντικείμενο μιας νέας ανασκαφής το 1904, υπό τη διεύθυνση του Adolf Furtwängler.
Τρία χρόνια αργότερα διεξήχθη μια δεύτερη γερμανική ανασκαφική πρωτοβουλία από το βοηθό του Adolf Furtwängler, Ernst Fiechter, ο οποίος και δημοσίευσε τα σχετικά ερευνητικά πορίσματα το 1917. Με βάση τα πορίσματα των ανασκαφικών εργασιών του, ο Fiechter συνήγαγε δικαίως το συμπέρασμα ότι αυτό που ο Τσούντας είχε ταυτίσει με τα θεμέλια του θρόνου είναι τελικά τα λείψανα ενός κυκλικού βωμού με βαθμιδωτή ανωδομή.
Όπως και ο Furtwängler νωρίτερα, έτσι και ο Fiechter διατύπωσε την άποψη ότι η θέση του θρόνου θα πρέπει να ήταν στο σημείο που βρισκόταν την εποχή εκείνη η εκκλησία.
Προκειμένου να επιβεβαιώσει την ορθότητα αυτής της σαφώς εύλογης υπόθεσης, ο Fiechter προέβη στην κατεδάφιση της Αγίας Κυριακής, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί το μοναδικό μέχρι και σήμερα ορατό τμήμα της κατασκευής του θρόνου.
Οι εργασίες αυτές οδήγησαν και στην ανακάλυψη άλλων αρχιτεκτονικών μελών, όπως διακοσμητικές ταινίες με ανθέμια και άνθη λωτού, τμήματα επιστυλίων, σπόνδυλοι κιόνων, καθώς και κιονόκρανα-κονσόλες που συνδυάζουν στοιχεία του δωρικού και του ιωνικού ρυθμού. Όλα αυτά τα ευρήματα χρονολογήθηκαν από τον Fiechter στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ.
Με το ίδιο ακριβώς αρχαίο υλικό, ωστόσο, ανεγέρθηκε την ίδια εποχή, βορειότερα του αρχαιολογικού χώρου, μια σύγχρονη εκκλησία, αυτήν τη φορά πάνω στα θεμέλια ενός βυζαντινού οικοδομήματος, το οποίο είχε ήδη αποκαλυφθεί από τον Τσούντα και χαρακτηρίστικε από τον ίδιο ως βαπτιστήριο.
Μια τρίτη γερμανική ανασκαφική προσπάθεια στο ιερό των Αμυκλών διεξήχθη το 1925, υπό τη διεύθυνση του Ernst Buschor.
Με βάση τα πορίσματα που συνήγαγε από την ανάλυση της στρωματογραφίας εξωτερικά της νοτιοανατολικής γωνίας του περιβόλου, ο Buschor προσπάθησε να τεκμηριώσει τη χρονολογική ακολουθία του ιερού.
Ωστόσο, από μια ενδελεχή ανάλυση των θραυσμάτων από τα αγγεία που απεικονίζονται στη δημοσίευσή του προκύπτει ότι τα όστρακα τελικά δεν μπορούν να αποδοθούν στις αντίστοιχες χρονολογικές φάσεις που εκείνος προτείνει και ότι, ακολούθως, η στρωματογραφία στο Αμυκλαίον δεν μπορεί να θεωρηθεί κανονική.
Δεδομένης της πληθώρας των δημοσιεύσεων για το Αμυκλαίον, εδώ θα αναφερθούν οι δύο εκτενέστερες σχετικές εργασίες: η διδακτορική διατριβή της Καίτης Δημακοπούλου με θέμα το ιερό των Αμυκλών κατά την εποχή του Χαλκού (Αθήνα 1982), καθώς και η εργασία της Amalia Faustoferri (1996) που επικεντρώνεται στην ανάλυση των μυθολογικών θεμάτων στο διάκοσμο του θρόνου.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ
Όπως πιστοποιείται και από μια πληθώρα πρόσφατων ευρημάτων, η κατοίκηση της πόλης των Αμυκλών μαρτυράται ήδη από την Πρωτοελλαδική περίοδο.
Με εξαίρεση μια τομή κατά τη Μεσοελλαδική εποχή, οι Αμύκλες κατοικούνταν μέχρι και τον 11ο αιώνα π.Χ.
Η σημασία που απέκτησε η πόλη ως οικισμός της Υστεροελλαδικής περιόδου (IIIB-Γ) οφείλεται κυρίως στην τεκμηριωμένη ύπαρξη ενός λατρευτικού χώρου της Ύστερης Μυκηναϊκής εποχής.
Η πληθυσμιακή αύξηση του οικισμού και το ιερό που ανεγέρθηκε την εποχή αυτή επιβεβαιώνονται από την εύρεση χειροποίητων και τροχήλατων θραυσμάτων με απεικονίσεις ζώων, καθώς και από έναν σημαντικό αριθμό πήλινων ειδωλίων τύπου Ψ. Η τομή μεταξύ της Ύστερης εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου δεν καταδεικνύεται μόνο από τη στρωματογραφία στο Αμυκλαίο, αλλά κυρίως από τη γενικότερη τυπολογική ταξινόμηση της πρωτογεωμετρικής κεραμικής της Λακωνίας.
Αν και μια ακριβής χρονολόγηση της αποίκησης της σπαρτιατικής πεδιάδας από τους Δωριείς δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, σύμφωνα, ωστόσο, με τις Ingrid Margreiter και Brigitte Eber, τα αρχαιολογικά και φιλολογικά στοιχεία παραπέμπουν στην εποχή γύρω στα 950 π.Χ. και εξής.
Η ιδιαίτερη θέση που κατείχαν οι Αμύκλες στην περιοχή της Λακωνίας κατά την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου καταδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από την αναφορά της πόλης στους ομηρικούς καταλόγους πλοίων (ΙΙ. 2584).
Ωστόσο, για το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 950 π.Χ. και στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., την εποχή δηλαδή, κατά την οποία οι Αμύκλες εντάχθηκαν στην ευρύτερη οικιστική περιοχή της Σπάρτης, δεν είναι δυνατόν να σχηματίσει κανείς μια σαφή άποψη για τα όσα διαδραματίστηκαν τόσο στη Σπάρτη όσο και στην Λακωνία.
Το μοναδικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα σχετικά ευρήματα είναι πως οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ της Σπάρτης και των Αμυκλών είχαν εξαλειφθεί σταδιακά.
Μια ακόμα πιο γενική ερμηνεία, που πηγάζει τόσο από τα αρχαιολογικά τεκμήρια όσο και από τις λογοτεχνικές και ιστορικές πηγές, καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι η πόλη των Αμυκλών ενσωματώθηκε στο συνοικισμό της Σπάρτης από τον Τήλεκλο γύρω στο 750 π.Χ., ως πέμπτη ωβή της, και, κατά αυτόν τον τρόπο, άρχισε η διαδικασία διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής ταυτότητας.
Όπως παραδίδει ο Παυσανίας το κολοσσιαίο πεσσόμορφο άγαλμα του Απόλλωνος περιβαλλόταν στις τρεις πλευρές από το λεγόμενο "θρόνο", έργο του Βαθυκλή από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας, που χρονολογείται στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. Τότε, το ιερό του γνώρισε μια θεαματική άνθιση που συνεχίστηκε κατά τη διαδρομή των επόμενων αιώνων, της ρωμαιοκρατίας και της πρωτοχριστιανικής περιόδου.
ΜΝΗΜΕΙΑ
Η μελέτη του Fiechter καταλήγει σε ένα ουσιώδες και σημαντικό πόρισμα που επηρέασε καθοριστικά και το παρόν ερευνητικό πρόγραμμα.
Πρόκειται για το γεγονός ότι το ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα αποτελείται από συνολικά τέσσερις αρχιτεκτονικές μονάδες:
1. το θρόνο,
2. το κολοσσιαίο ξόανο με τον τάφο του Υακίνθου,
3. τον κυκλικό βαθμιδωτό βωμό και
4. τον περίβολο.
Δεδομένου του γεγονότος ότι στο διάστημα μεταξύ του 1925 και του 2005, χρονολογία έναρξης του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών, η συγκεκριμένη τοποθεσία δεν είχε διερευνηθεί αρχαιολογικά, η εκ νέου τοπογράφηση του λόφου της Αγίας Κυριακής, καθώς και της ευρύτερης περιοχής που περιβάλλει τον λόφο, θεωρήθηκε ως επιβεβλημένη προτεραιότητα.
Στην προσπάθεια αυτή συμπεριλήφθηκαν όλα τα στοιχεία των προηγούμενων ανασκαφικών ερευνών, δηλαδή εκείνων του Τσούντα το 1890/1891, του Fiechter το 1907 και του Buschor το 1925, καθώς και τα κατάλοιπα των μνημείων, δηλαδή της κρηπίδας, του περιβόλου και του παρεκκλησιού.
Όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν διάσπαρτα στο λόφο συγκεντρώθηκαν σε ένα σημείο και τακτοποιήθηκαν σε κατηγορίες.
Προκειμένου να μελετηθεί συστηματικά ο μεγάλος αριθμός των λίθων που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση της Αγίας Κυριακής, αφαιρέθηκε το εξωτερικό επίχρισμα της εκκλησίας.
Επιπλέον, κατέστη δυνατόν να διαλυθεί και ο κτιστός πάγκος στον τοίχο του εξωτερικού κλίτους της εκκλησίας, με αποτέλεσμα να εμπλουτιστεί το μέχρι τότε γνωστό υλικό με περίπου είκοσι επιπλέον αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκαν στο θρόνο και στο βωμό.
Στα πλαίσια της επιδίωξης του εντοπισμού και άλλων οικοδομικών μελών από τα μνημεία του αρχαίου ιερού, τα οποία είχαν επαναχρησιμοποιηθεί κυρίως κατά την μεταβυζαντινή και νεότερη εποχή, η αναζήτησή τους επεκτάθηκε και στην ευρύτερη περιοχή, με ακτίνα περίπου 20 χιλιομέτρων γύρω από τη Σπάρτη.
Η προσπάθεια αυτή απέδωσε καρπούς, καθώς μια πληθώρα μελών βρέθηκε ως οικοδομικό υλικό στις εκκλησίες του Προφήτη Ηλία, των Αγίων Θεοδώρων και του Αγίου Νικολάου, που βρίσκονται εντός του οικισμού των σύγχρονων Αμυκλών, καθώς και στην εκκλησία Παναγία στο χωριό Πάρωρη και στον Άγιο Νικόλαο στη θέση Δάφνη.
Τέλος, μπόρεσε να διευκρινιστεί με ακρίβεια η προέλευση του υλικού που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των έως τώρα γνωστών μνημείων.
Με βάση τις εργαστηριακές αναλύσεις, επιβεβαιώθηκε ότι το υλικό προέρχεται από τον Ταΰγετο, συγκεκριμένα από δύο λατομεία στις θέσεις Γυναίκα και Καλύβια της Σόχας, που βρίσκονται σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το ιερό.
ΘΡΟΝΟΣ
Οι έως τώρα προσπάθειες αναπαράστασης του θρόνου στηρίζονται στην περιγραφή του Παυσανία.
Σύμφωνα με αυτήν τη μαρτυρία, ο θρόνος είχε τη μορφή ενός μεγάλου εδράνου, στο κέντρο του οποίου κατείχε περίοπτη θέση το ήδη υπάρχον πεσσόμορφο λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα. Τούτο ήταν τοποθετημένο ακριβώς πάνω στον τάφο του Υακίνθου, που χρησίμευε τόσο ως βωμός του Υακίνθου όσο και ως βάθρο του ξοάνου.
Όπως τονίζει εμφατικά ο περιηγητής, ο Βαθυκλής από τη Μαγνησία όχι μόνο ανέλαβε την κατασκευή και το διάκοσμο του θρόνου, αλλά και όλες τις υπόλοιπες εργασίες σχεδίασης και διαμόρφωσης του ιερού.
Για τον ίδιο τον αρχιτέκτονα και καλλιτέχνη Βαθυκλή δυστυχώς δεν έχουν σωθεί παραπάνω πληροφοριακά στοιχεία. Πιθανολογείται, ωστόσο, ότι έφτασε στη Σπάρτη μέσω της Σάμου, όπως συνέβη άλλωστε και με την ίδια την ιωνική τέχνη.
Η ΚΡΥΠΙΔΑ
Επί της κορυφής του λόφου και νοτιότερα της εκκλησίας της Αγ. Κυριακής εντοπίζεται το μόνο σωζόμενο τμήμα θεμελίωσης τοίχου σε ισόδομο σύστημα που έχει ταυτιστεί με την κρηπίδα του θρόνου.
Η ‘κρηπίδα’, που σώζεται σε μήκος 4μ. και ύψος 1μ., αποτελείται στις κατώτερες στρώσεις της από ορθογώνιους πορώδεις λίθους, ενώ στην ανώτερη επιφάνεια σώζεται σειρά δόμων από σκούρο μάρμαρο.
8 ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Την ακατανόητη μορφή του θρόνου προσπάθησαν να προσεγγίσουν με φανταστικές αναπαραστάσεις τους ο Quatremere de Quincy το 1814 και ο Theodor Pyl το 1852, ο Ludwig Ruhl το 1854 και ο Adolf Furtwängler το 1893. Τόσο οι αναπαραστάσεις αυτές όσο και κάποιες συμπληρωματικές απόπειρες να ανασυνταχθούν τα μυθολογικά θέματα του διάκοσμου, συγκεντρώθηκαν εύχρηστα παλιότερα από τον Ernst Fiechter και πιο πρόσφατα από την Amalia Faustoferri.
Όλες τις προταθείσες αναπλάσεις του μνημείου χαρακτηρίζει ως κοινός παρονομαστής η αναγωγή των περιγραφών του Παυσανία σε ελεύθερες σχεδιαστικές προτάσεις, με το δείκτη της υποθετικότητας να ποικίλλει κατά περίπτωση και κατά την αισθητική του χρόνου της υποβολής τους.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι σε όλες δεσπόζει η βασική ιδέα του καθίσματος, ανεξάρτητα από την περισσότερο ή λιγότερο πειστική του σχέση με το κολοσσιαίο ξόανο του Θεού.
Πάνω στις ίδιες συντεταγμένες οριοθετούνται το 1918 οι δύο εναλλακτικές προτάσεις του Fiechter, οι στηριγμένες όμως για πρώτη φορά σε όσα αρχιτεκτονικά μέλη είχαν βρεθεί κατά τις ανασκαφές ή προήλθαν από την κατεδάφιση της εκκλησίας στην κορυφή του λόφου.
Με εξαίρεση όμως τα ευδιάκριτα τμήματα του βωμού, όλα τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη θεωρήθηκαν ουσιαστικά ως συστατικά του θρόνου, περιπλέκοντας έκτοτε το ούτως ή άλλως ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα της αναπαράστασης του μνημείου σε βαθμό ανησυχαστικό.
Έτσι ο Ernst Buschοr λ.χ., κατέληξε το 1927 σε μια μορφή καθίσματος που αντί για το ισότιμο προς τη δομή ενός θρόνου σχήμα της πολυθρόνας, αντιπροτείνει μια κατασκευή ανάλογη, μάλλον προς τους σημερινούς «καναπέδες», με την ανομολόγητη βεβαιότητα ότι στη Σπάρτη θα μπορούσε να αναζητηθεί το υπόδειγμα του βωμού της Περγάμου.
Απόψεις σχετικές με του Fiechter εξακολουθούσε να υποστηρίζει ο Roland Martin ως το 1976 καταλήγοντας σε δύο επίσης εναλλακτικές προτάσεις.
Η αναπαράσταση που πρότεινε, τέλος, ο Ηelmut Prückner το 1992, χωρίς να λάβει υπόψη του όσα πορίσματα μπορούν να συναχθούν από την απόσταξη του σωζόμενου υλικού, αφέθηκε μάλλον στην κινητήρια δύναμη της φαντασίας.
ΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
Στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος κατέστη δυνατόν να αναστηλωθούν δοκιμαστικά τα συστατικά μέρη τουλάχιστον τριών τμημάτων του θρόνου.
Συγκεκριμένα, αναστηλώθηκαν 1) η βαθμιδωτή ανωδομή με βάση δωρικού κίονα στο ανώτερο επίπεδο, 2) η βαθμιδωτή ανωδομή ενός τοίχου με ορθοστάτες σε μια από τις πλάγιες, κλειστές πλευρές του κτηρίου.
Τούτο, μας επιτρέπει να θεωρήσουμε ως αποδεδειγμένο πλέον ότι, λόγω της ταυτόσημης τεχνικής της τοιχοποιίας, το σωζόμενο τμήμα του θεμελίου της κρηπίδας πρέπει να αποτελεί μέρος του συνολικού κτίσματος του θρόνου, καθώς και τμήμα της νότιας κλειστής πλευράς του.
3) Τέλος, μια είσοδος με πεσσούς. Ειδικά αυτό το στοιχείο της διάπλασης του μνημείου είναι αξιοσημείωτο, δεδομένου ότι ο Μανόλης Κορρές, αφού μελέτησε δύο βάσεις σε σχήμα λεοντοπόδαρου που σήμερα στηρίζουν το καπάκι μιας ρωμαϊκής σαρκοφάγου στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Σπάρτης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εκείνες θα πρέπει να θεωρηθούν τμήματα των παραστάδων του θρόνου.
Η πρόταση αυτή ενισχύεται και από τα λακωνικά ανάγλυφα ηρώων του 6ου αιώνα π.Χ., όπου μπορεί να παρατηρηθεί πως αυτή η εικαστική διαμόρφωση, στην οποία τα πόδια ενός θρόνου καταλήγουν σε λεοντοπόδαρα, δεν ήταν άγνωστη, τουλάχιστον ως αντίληψη.
ΟΙ ΛΕΟΝΤΟΠΟΔΑΡΕΣ ΒΑΣΕΙΣ
Από την μελέτη του αρχιτεκτονικού υλικού εξάγονται επιπλέον τα ακόλουθα συμπεράσματα:
Έχουν εντοπιστεί τέσσερις τυπολογικά διαφορετικές ομάδες των κορωνίδων της σίμης.
Σχετικά με τον ρυθμό του αρχιτεκτονήματος, παρά τις πλεονάζουσες ιωνικές ενδείξεις, τα σωζόμενα μέλη των κιονοστοιχιών είναι όλα δωρικά και κατατάσσονται σε δύο τύπους, με διακοσμημένο ή ακόσμητο το υποτραχύλιο των κιονόκρανων και, συνακόλουθα, ανάλογα επίκρανα και γείσα.
Το μετακιόνιο της πρώτης κατηγορίας ορίζεται σήμερα με απόλυτη ακρίβεια χάρη στη διόρθωση της αποκατάστασης του γείσου με την επιγραφή ΔΑΜΟΚΑΜΟΣ που είχε προτείνει ο Fiechter, μετά την αναγνώριση και συγκόλληση του ελλείποντος τμήματος.
Ένα μνημειακών διαστάσεων κατώφλι, εντοιχισμένο στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία στο Σκλαβοχώρι που συνδυάζεται με ομόλογα αρχιτεκτονικά στοιχεία εντοιχισμένα επίσης στην εκκλησία του Σκλαβοχωρίου, επιβεβαιώνει την παρουσία ξύλινων δρύφακτων - κιγκλιδωμάτων στο ίδιο επίπεδο της ανωδομής του Θρόνου, όπου πρέπει να έστεκαν και οι δωρικοί κίονες με το ακόσμητο υποτραχύλιο των κιονοκράνων τους.
Ο τύπος αυτός της ημίτονης πιθανότατα κιονοστοιχίας, φαίνεται πως συνδυάζεται με τις περίφημες μαρμάρινες κονσόλες.
Η παντελής απουσία θραυσμάτων, που θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ύπαρξη μετοπών και τριγλύφων, μια και τα σωζόμενα τμήματα είναι μεταγενέστερης επεξεργασίας, υποδηλώνει ότι ο αρχιτέκτονας του μνημείου θέλησε να το απαλλάξει από όσα συστατικά θα παρέπεμπαν άμεσα στη λογική της αρχιτεκτονικής, για να τονίσει την ψευδαίσθηση του επίπλου. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την ενδεχόμενη παρουσία μίας ή περισσότερων ζωοφόρων.
Σε ό,τι αφορά στη χρονολόγηση του θρόνου, καθοριστικό ρόλο για την αναγωγή του στο 530-520 π.Χ. έπαιξε ο Ernst Buschor, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό μέσω συγκρίσεων με διακοσμητικά στοιχεία από ευρήματα της «δυτικής νεκρόπολης» στη Σάμο.
Ορθότερα όμως, τόσο ο Κωνσταντίνος Τσάκος όσο και η Amalia Faustoferri, αφού επανεξέτασαν αυτό το υλικό συμπεριλαμβάνοντας και επιπλέον ευρήματα από τη δυτική νεκρόπολη της Σάμου και, επίσης, αφού εντόπισαν την άμεση συνάφεια που υπάρχει με αρχιτεκτονικά στοιχεία του πρώιμου ναού της Αφαίας στην Αίγινα, προτείνουν μια χρονολόγηση γύρω στα 560-550 π.Χ
.
ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ 2 ΤΟΥ ΓΑΛΗΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΜΟΔΟΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΔΕΞΙΑ
ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΑΝΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΠΑΡΤΗΣ.
Το Ξόανο
Σύμφωνα με τον Παυσανία (3.19.2), το άγαλμα έφτανε περίπου τα 14 μέτρα, ήταν ξύλινο, επενδυμένο με χάλκινα ελάσματα, ενώ στο κεφάλι έφερε κράνος και στα χέρια κρατούσε ένα δόρυ και ένα τόξο.
Αυτή η σχηματοποιημένη μορφή του ξοάνου μπορεί ωστόσο να συνδεθεί μόνο με μια ύστερη περίοδό του.
Αυτό είναι εμφανές από το γεγονός ότι μέσω της προσθήκης των μεταλλικών επενδύσεων, από το μέταλλο που είχε δωρίσει ο Κροίσος, προσδόθηκε πλέον μια ανθρώπινη μορφή στον άλλοτε ανεικονικό στύλο.
Κατά την Brunilde Ridgway, η εμφάνιση αυτής της πρώτης λιτής μορφής χρονολογείται γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. Δικαίως η Irene Bald Romano υποστηρίζει ότι και αυτή η μορφή θα πρέπει μάλλον να αντικατέστησε ένα ακόμα προγενέστερο ξόανο σαφώς μικρότερων διαστάσεων, όπως και σε άλλα αντίστοιχα, ξύλινα λατρευτικά αγάλματα, όπως αυτό της Αθηνάς Πολιάδος, της Ήρας στη Σάμο, της Αρτέμιδος Ορθίας, καθώς και της Ήρας στην Ολυμπία.
Μια γενική μόνο εικόνα της μορφής του αγάλματος μας παρέχουν ένα δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο αναθηματικό ανάγλυφο της Ύστερης Κλασικής περιόδου που βρέθηκε όμως στις Αμύκλες και, κυρίως, νομίσματα της Λακωνίας από την αυτοκρατορική περίοδο.
Στον οπισθότυπο νομισμάτων του Κόμμοδου και του Γαλλιηνού είναι εμφανές το ξόανο με τη μορφή που περιγράφτηκε παραπάνω.
Ειδικά η απεικόνιση στο νόμισμα του Κόμμοδου μας δίνει στοιχεία και για ένα ακόμα οικοδόμημα: το βάθρο, δηλαδή τη βάση του ξοάνου, που συνιστούσε ταυτόχρονα τόσο τον τάφο όσο και το βωμό του Υακίνθου.
Κάτι τέτοιο πιστοποιείται άλλωστε και από τον Παυσανία (3.1,3, στίχος 7): «[…] καὶ Ὑακίνθου μνῆμά ἐστιν ἐν Ἀμύκλαις ὑπὸ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος».
Οι κροκαλοπαγείς ογκόλιθοι, που σε δεύτερη χρήση τοποθετήθηκαν στη σημερινή τους θέση γύρω από την κρηπίδα του θρόνου, πρέπει πιθανότατα να θεωρηθούν ως τμήματα του βάθρου.
Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να ερμηνευτούν ως μέλη του θεμελίου του, που υπολογίζεται σε περίπου 2 μέτρα ύψος, ενώ οι ασβεστολιθικοί ογκόλιθοι, που σήμερα βρίσκονται περ. 5 μέτρα δυτικά της κρηπίδας, ερμηνεύονται ως μέλη της αντίστοιχα υψηλής ανωδομής του οικοδομήματος/βάθρου.
Το γεγονός ότι τόσο ο θρόνος όσο και το ξόανο θα πρέπει να βρίσκονταν στο χώρο μεταξύ του σωζόμενου θεμελίου της κρηπίδας και της σύγχρονης εκκλησίας, προκύπτει και από τα πορίσματα των ανασκαφικών εργασιών του καλοκαιριού 2009.
Βωμός
Ο αρχιτέκτων Βαθυκλής από την ιωνική Μαγνησία επί Μαιάνδρω προσκλήθηκε να φιλοτεχνήσει στη Σπάρτη το θρόνο που πλαισίωνε το ύψους 14 μέτρων ξόανο κατά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., την εποχή δηλαδή που η Σπάρτη αναδείχτηκε νικήτρια μετά από τη σύγκρουση με το Άργος και, στη συνέχεια, ίδρυσε την Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Σε αυτήν ακριβώς τη δεύτερη μνημειακή φάση του ιερού ανήκει και η ανέγερση του κυκλικού βαθμιδωτού βωμού.
Μια νέα, ακριβέστερη αναπαράσταση του κυκλικού κλιμακωτού βωμού, μέσω της σχεδιαστικής απόδοσης από μόνο 5 οικοδομικά μέλη, έχει παρουσιασθεί από τον Μανόλη Κορρέ.
Στα πλαίσια των εργασιών αναστήλωσης που διεξήχθησαν κατά τους θερινούς μήνες του έτους 2009 μπόρεσε να πραγματοποιηθεί η μερική αναστήλωση και αυτού του μνημείου και να επιβεβαιωθεί το εκτόπισμά του, που ανέρχεται σε 8 μέτρα διάμετρο και 4 μέτρα ύψος.
Η προσπάθεια αυτή μπορεί πλέον να εμπλουτιστεί και με νέα αρχιτεκτονικά μέλη, δεδομένου του γεγονότος ότι πολλά από αυτά τα μέλη σώζονται στους τοίχους βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών.
Είναι συνεπώς προφανές ότι μια μερική επιτόπια αποκατάσταση των μνημείων καθίσταται πια δυνατή.
Τέλος, απομένει να διασαφηνιστεί αν μπορούν να επιβεβαιωθούν τα στοιχεία που αναφέρει ο Τσούντας για την ακριβή θέση του μνημείου.
Περίβολοι
ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΧΩΡΟ
Κατά την πρώτη φάση του Ερευνητικού Προγράμματος Αμυκλών, στο επίκεντρο των ανασκαφικών εργασιών τέθηκε η διερεύνηση του περιβόλου που τοποθετείται νότια, ανατολικά και βόρεια του ιερού.
Στόχος ήταν να αποκαλυφθεί η κατασκευή του σε όλο της το μήκος, να οριστούν τα όριά του και να λυθούν τα όποια προβλήματα χρονολόγησής του, καθώς και εκείνα που αφορούν στις μεταγενέστερες παρεμβάσεις και στη γενικότερη δομική εξέλιξη του μνημείου. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών μεταξύ του 2006 και του 2009 ήταν δυνατόν να τεκμηριωθεί ότι η λειτουργία του περιβόλου ήταν ουσιαστικά αναλημματική.
Κατασκευασμένη από τοπικό κροκαλοπαγή λίθο, η μορφή της κατασκευής αυτής προσαρμόζεται στα γεωμορφολογικά δεδομένα του λόφου, καθιστώντας περιττό κάθε ειδικό σχεδιασμό.
Αν και έως τώρα μόνο το νότιο άκρο του έχει έρθει στο φως και δεν έχει ακόμα ξεκαθαρίσει η πορεία του προς Βορρά, μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο περίβολος είχε χτιστεί με μορφή πετάλου στις πιο απόκρημνες πλαγιές του λόφου.
ΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΤΜΗΜΑ
Στα πλαίσια της διερεύνησης του βόρειου τμήματός του ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί ότι, λόγω της δομής των φυσικών βράχων, ο περίβολος θα πρέπει αναμφισβήτητα να επεκτάθηκε σε βορειοδυτική κατεύθυνση.
Τα σωζόμενα μεγέθη του μνημείου είναι τα εξής: 116 μέτρα μήκος, 2 μέτρα ύψος και 2,50 μέτρα πλάτος.
Τα θεμέλιά του βρίσκονται στα 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Σύμφωνα με μετρολογικές αναλύσεις, το αντιπροσωπευτικότερο τμήμα του στην νότια πλευρά ανέρχεται σε 100 δωρικά πόδια, κάτι που αντιστοιχεί σε έναν εκατόμπεδο.
Αυτή η εσκεμμένη και εμφατική διαμόρφωση δεν αποκλείεται να έχει άμεση σχέση με την πομπή που λάμβανε χώρα κατά τα Υακίνθεια.
Η ογκώδης δομή και το μεγάλο πλάτος του περιβόλου επιτρέπουν την υπόθεση ότι η κατασκευή αυτή είχε αρχικά ένα ύψος από 6 ως 7 μέτρα, και ότι προφανώς έφτανε έως το επίπεδο του σήμε periergaa