2019-09-20 14:48:26
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) τις αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου με τις οποίες καθορίσθηκαν τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου.
Ειδικότερα, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του ΣτΕ, με τις υπ΄ αριθμ. 1749 - 1752/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος και εισηγήτρια η Σύμβουλος Επικρατείας Παρασκευή Μπραΐμη) ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 και 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεις του υπουργού Παιδείας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΣτΕ, ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 και 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεις του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τις οποίες καθορίστηκαν τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών αφενός του δημοτικού και του γυμνασίου και αφετέρου του λυκείου.
Ειδικότερα, σε σχέση με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ΣτΕ, οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης. Η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα επίδικα προγράμματα σπουδών, όπως προκύπτει από τους σκοπούς και το περιεχόμενό τους, δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη -και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών- διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της ορθόδοξης εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή.
Αντιθέτως, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση είτε στην προβολή στοιχείων κοινών με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία είτε είναι αντικείμενο κυρίως άλλων μαθημάτων (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε είναι άσχετα ή και αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (λύκειο).
Τελικά, κρίθηκε ότι τα επίδικα προγράμματα σπουδών έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 16 παρ.2 και 13 παρ.1 του Συντάγματος, με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και με την Αρχή της Ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρα 14 και 9 της ΕΣΔΑ).
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική την αναγραφή του θρησκεύματος σε απολυτήρια και αποδεικτικά σπουδών Γυμνασίου και Λυκείου
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακολουθώντας την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ακύρωσε τις αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου του περασμένου έτους για την αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου και του Γενικού Λυκείου (Δημοσίων και ιδιωτικών) κατά το μέρος που με αυτές προβλέφθηκε η αναγραφή του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου αφ' ενός και του Γενικού Λυκείου αφ' ετέρου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, οι υπουργικές αποφάσεις ακυρώθηκαν, καθώς κρίθηκε ότι η υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, καθώς και διατάξεων της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων (του ν. 2472/1997 και του Γενικού Κανονισμού 2016/679).
Αναλυτικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγήτρια η Μαρλένα Τριπολιτσιώτη) με τις υπ΄ αριθμ. 1759-1760/2019 αποφάσεις της ακύρωσε τις 92091/Δ2/5.6.2018 και 92094/Δ2/5.6.2018 αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα πάντα με την ανακοίνωσή της, έκρινε τα εξής:
«α) Με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς και περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, καθιερώνεται δε και η θρησκευτική ισότητα.
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, ενώ καμία κρατική Αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να αναζητούν το θρησκευτικό φρόνημα του ατόμου, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των εν λόγω πεποιθήσεων.
Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, όπως εν προκειμένω το απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου (ή οι αστυνομικές ταυτότητες, όπως είχε, αντίστοιχα, κριθεί με τις αποφάσεις 2280-2286/2001 της Ολομέλειας του ΣτΕ), η οποία επιβάλλεται κατ' αρχήν ως υποχρεωτική με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος.
β) Περαιτέρω, η αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, ακόμη και αν γίνεται με τη συγκατάθεση ή την πρωτοβουλία του μαθητή ή των γονέων του ή με την πρόβλεψη του σχετικού πεδίου στον τύπο του τίτλου, το οποίο μπορεί να παραμείνει κενό.
Και τούτο, διότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει μεν το δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, αλλά δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν τις πεποιθήσεις αυτές με την αναγραφή τους, όταν το επιθυμούν, και σε δημόσια έγγραφα, όπως οι προαναφερόμενοι τίτλοι σπουδών, οι οποίοι συνιστούν αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών (και μάλιστα επιδεικνύονται σε κάθε αρχή και υπηρεσία και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και των γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του) και όχι αποδεικτικά μη συναφών πληροφοριών, όπως είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας εκείνων των Ελλήνων που δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα αναγκάζονταν να τις αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια, ενώ επιπλέον θα διαφοροποιούνταν παρά τη θέλησή τους από όσους ομολογούν τις εν λόγω πεποιθήσεις, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.
Πέραν τούτων, η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και τους τίτλους σπουδών παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών, και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους τίτλους σπουδών των ιδιωτικών σχολείων, οι οποίοι είναι ισότιμοι και έχουν ίδιο περιεχόμενο με τους αντίστοιχους τίτλους των δημόσιων σχολείων.
γ) Η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και στους λοιπούς τίτλους και πιστοποιητικά, υποχρεωτική ή προαιρετική, παραβιάζει και τις διατάξεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να καθιστά αναγκαία την αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα, τα οποία, ενόψει και των ποικίλλων χρήσεών τους, δεν προορίζονται για την άσκηση του δικαιώματος εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων καθενός. Εξάλλου, η τυχόν αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά ενέχει τον κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης των κατόχων τους στις σχέσεις τους με τη διοίκηση ή και στις επαγγελματικές τους σχέσεις, ενώ ακόμη και η προαιρετική αναγραφή ενέχει τον κίνδυνο θετικών ή αρνητικών διακρίσεων μεταξύ των προσώπων που θα επιλέξουν να εκδηλώσουν το θρήσκευμά τους και εκείνων που θα αφήσουν κενό ή θα θέσουν μία παύλα στο σχετικό πεδίο.
δ) Τέλος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 2472/1997 και ήδη του Κανονισμού 2016/679, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και μάλιστα ευαίσθητο. Τα δεδομένα αυτά, όπως εν προκειμένω οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Η καταχώριση του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου, ανεξαρτήτως αν είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, συνιστά μορφή επεξεργασίας δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις.
Όμως, εφόσον η αναγραφή αυτή παραβιάζει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 9 και 14 της ΕΣΔΑ, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, με τις οποίες προβλέπεται επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου χωρίς να υπάρχει νόμιμος σκοπός, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β, 4 παρ. 1 περ.α και β του ν. 2472/1997 και 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Κανονισμού 2016/679».
Παν. Τσιμπούκης - ΑΜΠΕ
thriskeftika
Ειδικότερα, σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του ΣτΕ, με τις υπ΄ αριθμ. 1749 - 1752/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (προεδρεύων ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Ράντος και εισηγήτρια η Σύμβουλος Επικρατείας Παρασκευή Μπραΐμη) ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 και 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεις του υπουργού Παιδείας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΣτΕ, ακυρώθηκαν οι 101470/Δ2/16.6.2017 και 99058/Δ2/13.6.2017 αποφάσεις του υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τις οποίες καθορίστηκαν τα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών αφενός του δημοτικού και του γυμνασίου και αφετέρου του λυκείου.
Ειδικότερα, σε σχέση με τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι πρέπει να επιδιώκεται η ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης και ότι το μάθημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ΣτΕ, οι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα με την υποβολή σχετικής δήλωσης, η οποία θα μπορούσε να γίνει με μόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης. Η δε Πολιτεία οφείλει, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται, να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος «ελεύθερης ώρας». Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα επίδικα προγράμματα σπουδών, όπως προκύπτει από τους σκοπούς και το περιεχόμενό τους, δεν αποβλέπουν στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των ορθόδοξων μαθητών, διότι τα μεν προγράμματα του δημοτικού και του γυμνασίου δεν περιέχουν ολοκληρωμένη -και διακριτή έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών- διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της ορθόδοξης εκκλησίας, το δε πρόγραμμα του λυκείου είναι αποσυνδεδεμένο από τη διδασκαλία αυτή.
Αντιθέτως, δίδεται ιδιαίτερη έμφαση είτε στην προβολή στοιχείων κοινών με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε στη διδασκαλία διαφόρων ηθικών και κοινωνικών ζητημάτων, τα οποία είτε είναι αντικείμενο κυρίως άλλων μαθημάτων (δημοτικό-γυμνάσιο) είτε είναι άσχετα ή και αντίθετα με την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (λύκειο).
Τελικά, κρίθηκε ότι τα επίδικα προγράμματα σπουδών έρχονται σε αντίθεση με τα άρθρα 16 παρ.2 και 13 παρ.1 του Συντάγματος, με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και με την Αρχή της Ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρα 14 και 9 της ΕΣΔΑ).
Η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματική την αναγραφή του θρησκεύματος σε απολυτήρια και αποδεικτικά σπουδών Γυμνασίου και Λυκείου
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακολουθώντας την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ακύρωσε τις αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Γαβρόγλου του περασμένου έτους για την αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου και του Γενικού Λυκείου (Δημοσίων και ιδιωτικών) κατά το μέρος που με αυτές προβλέφθηκε η αναγραφή του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του Γυμνασίου αφ' ενός και του Γενικού Λυκείου αφ' ετέρου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣτΕ, οι υπουργικές αποφάσεις ακυρώθηκαν, καθώς κρίθηκε ότι η υποχρεωτική ή προαιρετική αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, καθώς και διατάξεων της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων (του ν. 2472/1997 και του Γενικού Κανονισμού 2016/679).
Αναλυτικότερα, η Ολομέλεια του ΣτΕ (πρόεδρος η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και εισηγήτρια η Μαρλένα Τριπολιτσιώτη) με τις υπ΄ αριθμ. 1759-1760/2019 αποφάσεις της ακύρωσε τις 92091/Δ2/5.6.2018 και 92094/Δ2/5.6.2018 αποφάσεις του τέως υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Συγκεκριμένα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα πάντα με την ανακοίνωσή της, έκρινε τα εξής:
«α) Με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο υπόκειται μόνο στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς και περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ' ενός και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ' ετέρου, καθιερώνεται δε και η θρησκευτική ισότητα.
Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, ενώ καμία κρατική Αρχή ή κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να αναζητούν το θρησκευτικό φρόνημα του ατόμου, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των εν λόγω πεποιθήσεων.
Συνεπώς, η αναγραφή του θρησκεύματος σε δημόσια έγγραφα, όπως εν προκειμένω το απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου (ή οι αστυνομικές ταυτότητες, όπως είχε, αντίστοιχα, κριθεί με τις αποφάσεις 2280-2286/2001 της Ολομέλειας του ΣτΕ), η οποία επιβάλλεται κατ' αρχήν ως υποχρεωτική με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος.
β) Περαιτέρω, η αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα συνιστά παραβίαση του άρθρου 13 του Συντάγματος, ακόμη και αν γίνεται με τη συγκατάθεση ή την πρωτοβουλία του μαθητή ή των γονέων του ή με την πρόβλεψη του σχετικού πεδίου στον τύπο του τίτλου, το οποίο μπορεί να παραμείνει κενό.
Και τούτο, διότι η θρησκευτική ελευθερία περιλαμβάνει μεν το δικαίωμα του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, αλλά δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα των ατόμων να εκδηλώνουν τις πεποιθήσεις αυτές με την αναγραφή τους, όταν το επιθυμούν, και σε δημόσια έγγραφα, όπως οι προαναφερόμενοι τίτλοι σπουδών, οι οποίοι συνιστούν αποδεικτικά της φοίτησης, της επίδοσης και της ολοκλήρωσης ενός σταδίου εκπαίδευσης των μαθητών (και μάλιστα επιδεικνύονται σε κάθε αρχή και υπηρεσία και σε οποιονδήποτε ιδιώτη για την πιστοποίηση των σπουδών και των γνώσεων του κατόχου τους σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του) και όχι αποδεικτικά μη συναφών πληροφοριών, όπως είναι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Η αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια την προσβολή της θρησκευτικής ελευθερίας εκείνων των Ελλήνων που δεν θα επιθυμούσαν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα αναγκάζονταν να τις αποκαλύψουν εμμέσως και οιονεί δημόσια, ενώ επιπλέον θα διαφοροποιούνταν παρά τη θέλησή τους από όσους ομολογούν τις εν λόγω πεποιθήσεις, αναιρώντας παράλληλα και τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, όσον αφορά την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.
Πέραν τούτων, η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και τους τίτλους σπουδών παρέχει και έδαφος ενδεχόμενων διακρίσεων, δυσμενών ή ευμενών, και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο προσβολής της θρησκευτικής ισότητας.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους τίτλους σπουδών των ιδιωτικών σχολείων, οι οποίοι είναι ισότιμοι και έχουν ίδιο περιεχόμενο με τους αντίστοιχους τίτλους των δημόσιων σχολείων.
γ) Η αναγραφή του θρησκεύματος στο απολυτήριο και στους λοιπούς τίτλους και πιστοποιητικά, υποχρεωτική ή προαιρετική, παραβιάζει και τις διατάξεις του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να καθιστά αναγκαία την αναγραφή του θρησκεύματος στα ως άνω έγγραφα, τα οποία, ενόψει και των ποικίλλων χρήσεών τους, δεν προορίζονται για την άσκηση του δικαιώματος εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων καθενός. Εξάλλου, η τυχόν αναγραφή του θρησκεύματος στα έγγραφα αυτά ενέχει τον κίνδυνο διακριτικής μεταχείρισης των κατόχων τους στις σχέσεις τους με τη διοίκηση ή και στις επαγγελματικές τους σχέσεις, ενώ ακόμη και η προαιρετική αναγραφή ενέχει τον κίνδυνο θετικών ή αρνητικών διακρίσεων μεταξύ των προσώπων που θα επιλέξουν να εκδηλώσουν το θρήσκευμά τους και εκείνων που θα αφήσουν κενό ή θα θέσουν μία παύλα στο σχετικό πεδίο.
δ) Τέλος, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του ν. 2472/1997 και ήδη του Κανονισμού 2016/679, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, και μάλιστα ευαίσθητο. Τα δεδομένα αυτά, όπως εν προκειμένω οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας, πρέπει να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, καθώς και να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Η καταχώριση του θρησκεύματος των μαθητών στο απολυτήριο, τα αποδεικτικά σπουδών και τα πιστοποιητικά σπουδών του γυμνασίου και του γενικού λυκείου, ανεξαρτήτως αν είναι υποχρεωτική ή προαιρετική, συνιστά μορφή επεξεργασίας δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις.
Όμως, εφόσον η αναγραφή αυτή παραβιάζει, κατά τα ανωτέρω, το άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 9 και 14 της ΕΣΔΑ, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, με τις οποίες προβλέπεται επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου χωρίς να υπάρχει νόμιμος σκοπός, έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β, 4 παρ. 1 περ.α και β του ν. 2472/1997 και 5 παρ. 1 περ. α και β και 9 παρ. 1 του Κανονισμού 2016/679».
Παν. Τσιμπούκης - ΑΜΠΕ
thriskeftika
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ