2019-09-22 20:11:10
O οσιομάρτυρας του Χριστού Μακάριος καταγόταν από την Κίο της Βιθυνίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέτρος και η μητέρα του Ανθούσα. Αυτοί παρέδωσαν τον Άγιο σε έναν ευσεβή ράφτη, ο οποίος του έμαθε όχι μόνο την ραπτική τέχνη, αλλά και την ευσέβεια.
Όταν έγινε ο Άγιος δεκαοκτώ χρόνων, ο πατέρας του αρνήθηκε εκουσίως –αλίμονο!– την πίστη του Χριστού, έγινε μουσουλμάνος και, για να έχει περισσότερη τιμή, πήγε στην Προύσα, όπου βρίσκονταν πολλοί αγαρηνοί.
Μια φορά ο Μανουήλ –έτσι ονομάστηκε ο Άγιος στο θείο Βάπτισμα– πήγε στην Προύσα για να ψωνίσει τα απαραίτητα για την τέχνη του και βρίσκοντάς τον ο ασεβέστατος πατέρας του στην αγορά, τον έσερνε με τη βία στο δικαστήριο λέγοντας ότι όταν έγινε μουσουλμάνος αυτός, υποσχέθηκε και ο γιος του να κάνει το ίδιο. Ο Άγιος εναντιωνόταν λέγοντας ότι ποτέ δεν υποσχέθηκε κάτι τέτοιο, οι αγαρηνοί όμως με τη βία και δέρνοντάς τον, χωρίς τη θέλησή του τού έκαναν περιτομή.
Λίγες μέρες μετά την ακούσια περιτομή του ο Μανουήλ έφυγε κρυφά από την Προύσα και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί ερεύνησε όλα τα Μοναστήρια και τις Σκήτες, και στη Σκήτη της Αγίας Άννας βρήκε έναν ενάρετο μοναχό και έγινε υποτακτικός σ’ αυτόν, ο οποίος και τον έντυσε με το άγιο σχήμα και τον μετονόμασε Μακάριο. Και ποιος μπορεί να απαριθμήσει τους αγώνες, τις σκληραγωγίες, τα δάκρυα που έχυνε κάθε φορά –διότι νομίζοντας τον εαυτό του αρνητή του Χριστού, μεταχειριζόταν τα δάκρυα του Πέτρου– και την άκρα υπακοή που είχε προς τον γέροντά του;
Αφού έμεινε δώδεκα χρόνια στη Σκήτη, ζήτησε άδεια από τον γέροντά του να πάει στην Προύσα, εκεί που έλαβε την ακούσια περιτομή, να παρουσιαστεί Χριστιανός, να ομολογήσει τον Χριστό Θεό αληθινό και να χύσει το αίμα του. Ο γέροντας τον εμπόδιζε λέγοντας ότι η μετάνοια τα εξαλείφει όλα, έχοντας την δύναμη του θείου Βαπτίσματος.
Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Πώς θα παρασταθώ στο φοβερό δικαστήριο του Δεσπότη Χριστού, τίμιε πάτερ, τη φρικτή ημέρα της Κρίσεως, έχοντας επάνω μου το σημάδι της αρνήσεως της πίστεώς μου; Φοβάμαι να μην ακούσω εκείνο που λέει, «όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα αρνηθώ κι εγω αυτόν μπροστά στον Πατέρα μου που βρίσκεται στους ουρανούς». Δεν είμαι τόσο αυθάδης, και πώς με τέτοια σφραγίδα να συναριθμηθώ με τους εκλεκτούς δούλους του Χριστού; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, τίμιε πάτερ, παρά να πάω, και να μου δώσεις την άδεια και την ευχή σου».
Βλέποντας ο γέροντάς του ότι δεν αλλάζει γνώμη, συμβουλεύτηκε και άλλους πατέρες, οι οποίοι έκριναν εύλογο να πάει, γνωρίζοντας ότι θεϊκή φωτιά άναψε μέσα του, και τον έστειλαν με ευχές και ευλογίες.
Όταν ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στο νομοκράτορα των Τούρκων και ζήτησε φετφά (έγγραφο του ιεροδικαστή) που να λέει ότι σε όποιον ασκήσουν βία και αρνηθεί την πίστη του χωρίς τη θέλησή του, να έχει πάλι άδεια να επιστρέψει στην προηγούμενη πίστη του ανεμπόδιστος.
Αφού έλαβε τον φετφά πήγε στο νησί της Χάλκης και κάθισε στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας· μήνυσε και της μητέρας του και ήρθε από την πατρίδα του την Κίο και τον αντάμωσε και του έδωσε την ευχή της. Πρόσφερε και ο Άγιος το μητρικό σεβασμό προς αυτή, της έδωσε και μία εικόνα μικρή της Υπεραγίας Θεοτόκου, που την έφερε από το Άγιο Όρος, και την έστειλε στην πατρίδα του· δεν της φανέρωσε όμως τον σκοπό του σχετικά με το μαρτύριο.
Σε λίγες ημέρες ο Άγιος ετοιμάστηκε για την Προύσα. Έβγαλε το αγγελικό σχήμα που φορούσε, το πολυσταύρι, το κουκούλι και τα άφησε σε μία γωνία του Μοναστηριού, για να μη τα βρουν οι ασεβείς και τα καταπατήσουν. Έπειτα πήγε στην Προύσα και παρουσιάστηκε με θάρρος στην αγορά με τα καλογερικά ενδύματα.
Βλέποντάς τον οι ασεβείς είπαν μεταξύ τους: «Δεν είναι αυτός που αρνήθηκε την πίστη του και πίστεψε στη δική μας; Και να, γύρισε στην πρώτη του πίστη και έγινε και καλόγερος».
Τον πλησίασαν και τον ρώτησαν, και αυτός τους απάντησε χωρίς φόβο: «Ναι, εγώ είμαι, και με το που κατάλαβα πως η πίστη σας είναι ψεύτικη και μολυσμένη, την άφησα και ήρθα πάλι στη δική μου την αληθινή, και συμβουλεύω και σας να αρνηθείτε τέτοια πίστη ακάθαρτη και κάλπικη, να αναθεματίσετε τον Μωάμεθ και να πιστέψετε στον Κύριο Ιησού Χριστό, να βαπτιστείτε, για να λυτρωθείτε από την αιώνια κόλαση και να κληρονομήσετε ζωή αιώνια».
Όταν το άκουσαν οι αγαρηνοί, όρμησαν να τον ξεσχίσουν και δέρνοντάς τον τον πήγαν στο δικαστήριο φωνάζοντας εναντίον του ότι «έβρισε την πίστη και αναθεμάτισε τον προφήτη, ενώ είχε έρθει μόνος του και πίστεψε στη δική μας πίστη ως καλύτερη από τη δική του, και τώρα γύρισε στην προηγούμενη πίστη του και βρίζει τη δική μας και την περιφρονεί».
Ο ηγεμόνας είπε τότε προς τον Άγιο: «Εσύ αναγνώρισες την πίστη μας ως καλύτερη από τη δική σου και ήρθες μόνος σου και πίστεψες, και τώρα την αρνήθηκες και επέστρεψες στην προηγούμενη πίστη σου και έγινες και καλόγερος. Γρήγορα να πιστέψεις στη δική μας για να τιμηθείς από μας, να λάβεις και χαρίσματα· αν όμως παρακούσεις, θα σε λιανίσω με διάφορα βασανιστήρια».
Ο Άγιος αποκρίθηκε προς τον ηγεμόνα: «Εγώ την πίστη σας ποτέ δεν την αγάπησα, αλλά με τη βία και χωρίς τη θέλησή μου μού έκαναν περιτομή και αυτό το ξέρουν οι ομόπιστοί σου και ας μαρτυρήσουν την αλήθεια. Εγώ ποτέ δεν αρνήθηκα τον Χριστό, ούτε τον αρνούμαι με κανένα τρόπο».
Αυτά είπε ο Άγιος και έδωσε ήσυχα τον φετφά· και ο ηγεμόνας, επειδή πείστηκε από τον φετφά ή και επειδή σπλαχνίστηκε τον Άγιο, τον άφησε ελεύθερο, βλέποντάς τον και αδύνατο από την άσκηση.
Οι Τούρκοι όμως συγκεντρώθηκαν προς τον ηγεμόνα και χλευάζοντάς τον έλεγαν: «Εσύ δεν είσαι αληθινός μουσουλμάνος, και ενώ έπρεπε να βιάζεις τα έθνη να έρθουν στην πίστη, εκείνους που ήρθαν μια φορά και στη συνέχεια επέστρεψαν στην προηγούμενη πίστη τους, τους αφήνεις ατιμώρητους, όπως άφησες προχθές εκείνο τον καλόγερο. Εμείς θα δώσουμε αναφορά στον σουλτάνο να σε τιμωρήσει ως εχθρό της πίστεως».
Ο ηγεμόνας μετάνιωσε, ή μάλλον φοβήθηκε, κι έστειλε να φέρουν τον Άγιο. Κοιτάζοντάς τον με άγριο βλέμμα τού είπε: «Γρήγορα να αρνηθείς την πίστη σου και να πιστέψεις τη δική μας, όπως και προηγουμένως την αναγνώρισες πως είναι καλύτερη από τη δική σου και ήρθες μόνος σου και πίστεψες σ’ αυτήν. Αν δεν πειθαρχήσεις, μα τον προφήτη μας, θα σε λιανίσω. Εγώ σε άφησα να σκεφτείς πρώτα το συμφέρον σου, να το κάνεις χωρίς βία με τη θέλησή σου, για να τιμηθείς από μας και να λάβεις και μεγάλα χαρίσματα».
Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ σου είπα, ηγεμόνα, ότι ποτέ δεν αγάπησα τη μολυσμένη πίστη σας, αλλά με βία και ακούσια μου έκαναν περιτομή, και εδώ είναι πολλοί ομόπιστοί σου που το ξέρουν και ας μαρτυρήσουν την αλήθεια. Το να αρνηθώ εγώ την πίστη μου την αληθινή και να πιστέψω τη δική σας την ψεύτικη, αυτό δεν θα το κάνω ποτέ, να αφήσω το φως να έρθω στο σκοτάδι».
Ο ηγεμόνας του είπε: «Δεν βλέπεις τη βασιλεία που έχουμε, τη δόξα, την εξουσία και τα πλούτη; Αν η πίστη μας δεν ήταν καλή, αυτά ο Θεός δεν θα μας τα έδινε».
Ο Άγιος απάντησε: «Ο Δεσπότης μου Χριστός δεν μας υποσχέθηκε εδώ πρόσκαιρη βασιλεία ούτε δόξα ούτε εξουσία ούτε πλούτη, γιατί όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και χάνονται γρήγορα· αλλά μας υποσχέθηκε επουράνια Βασιλεία, να συμβασιλεύουμε με αυτόν πάντοτε. Εσύ όμως μην υπερηφανεύεσαι για την πρόσκαιρη βασιλεία που έχετε αποκτήσει άδικα, γιατί αφανίζεται γρήγορα· το ίδιο και η δόξα και η εξουσία και ο πλούτος που έχει συγκεντρωθεί από αδικία. Όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και χάνονται όπως ο ιστός της αράχνης, και εσάς τους ασεβείς σας περιμένει η αιώνια φωτιά της ατέλειωτης κόλασης, να οδύρεστε αιωνίως ανώφελα. Και τι καλό έχει η πίστη σας, που είναι όλη πλάνη, μύθοι, ψεύδος και φλυαρίες και γεμάτη από κάθε ακαθαρσία; Ποιος γνωστικός πιστεύει τέτοια πίστη;»
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ και πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο από τις μασχάλες έτσι που μόλις να βρίσκουν τα άκρα των δακτύλων των ποδιών του στη γη, ώστε να θέλει να πατήσει και να μη μπορεί, και μια φορά τη μέρα να τον κατεβάζουν και να τον δέρνουν.
Αφού έκανε σ’ αυτό το βάσανο σαράντα μέρες, πρόσταξε ο ηγεμόνας και τον έφεραν μπροστά του και του είπε: «Άραγε σωφρονίστηκες από αυτη την τιμωρία και κατάλαβες το συμφέρον σου να ασπαστείς την πίστη μας ή ακόμη βρίσκεσαι στο πείσμα σου;»
Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Πολύ καλά σωφρονίστηκα και κατάλαβα το συμφέρον μου, γιατί από αυτό το μαρτύριο έμαθα να υπομένω κάθε βάσανο».
Ο ηγεμόνας του απάντησε: «Δεν ξέρεις ότι αυτό το βάσανο που δοκίμασες είναι μια μικρή σκιά μπροστά σ’ εκείνα τα βάσανα που έχεις να δοκιμάσεις;»
«Ας ετοιμαστούν γρήγορα», είπε ο Άγιος. «Πού είναι τα ξίφη, τα τηγάνια, οι λέβητες, πού είναι οι σχάρες, οι τσουγκράνες, πού είναι οι τροχοί, το καμίνι και τα ατίθασα θηρία, και όλα εκείνα τα τιμωρητικά όργανα που μπορεί να σου υποδείξει ο πατέρας σου ο διάβολος;»
Ο ηγεμόνας πρόσταξε τότε να κατεβάσουν κατακέφαλα τον Άγιο, δεμένο από τα πόδια, στο «κουίν», το οποίο είναι ένα ξεροπήγαδο βαθύ και σκοτεινό, και μια φορά τη μέρα να τον βγάζουν από εκεί, να τον δέρνουν και να τον τιμωρούν και έπειτα να τον κατεβάζουν πάλι. Και αφού έκανε ο Άγιος σ’ αυτόν τον βασανισμό ενενήντα ήμερες, μια νύχτα κατέβηκε θείο φως από τον ουρανό στο ξεροπήγαδο, ακούστηκαν και ψαλμωδίες αγγέλων και ευωδία θαυμάσια.
Εκεί παρών βρισκόταν και ο πατέρας τού Αγίου συνεργός σε όλες τις τιμωρίες, ο οποίος πήγε και έσκυψε να δει μέσα στο ξεροπήγαδο και αμέσως έπεσαν τα μάτια του και έμεινε τυφλός ως το τέλος της ζωής του. Μέσα εκεί στο ξεροπήγαδο βρισκόταν και ένας αγαρηνός για κάποιο σφάλμα και βλέποντας το θαύμα του θείου φωτός πίστεψε στον Χριστό, και αργότερα μαρτύρησε στην Κιουτάχεια.
Όταν έμαθε ο ηγεμόνας για το θαύμα που έγινε στο ξεροπήγαδο, έστειλε να φέρουν τον Άγιο και τον ρώτησε: «Τι φως ήταν εκείνο που κατέβηκε στο κουίν και τι ψαλμωδίες ήταν εκείνες που ακούστηκαν και τι ήταν η θαυμάσια ευωδία;»
Του λέει ο Άγιος: «Όποιος πιστεύει στον Χριστό, όχι μόνο τέτοια μπορεί να δει, αλλά και άλλα μεγαλύτερα». Και άρχισε να λέει από την αγία Γραφή, την οποία διδάχθηκε στο Άγιο Όρος, ενώ τον άκουγαν με προσοχή οι αγαρηνοί που βρίσκονταν εκεί.
Ο ηγεμόνας, επειδή φοβήθηκε μήπως αυτοί πιστέψουν στον Χριστό, έβγαλε απόφαση να πάρουν τον Άγιο και να τον βγάλουν έξω από τη Προύσα σ’ ένα χείμαρρο, κι εκεί να τον φονεύσουν. Τον πήραν λοιπόν σύμφωνα με την προσταγή του άρχοντα και τον πήγαν στον χείμαρρο.
Εκεί πρώτα τον λιθοβόλισαν, και έπειτα οι δήμιοι έκοψαν την αγία κεφαλή του στις έξι Οκτωβρίου (1590). Αμέσως ακολούθησαν αστραπές, βροντές και ταραχή μεγάλη, που λίγο έλειψε να φονεύσει τους δήμιους, βρήκαν όμως τόπο και φυλάχτηκαν.
Το λείψανο του Αγίου έμεινε άταφο στον χείμαρρο, και έβλεπαν οι πιστοί κάθε νύχτα που κατέβαινε σ’ αυτό από τον ουρανό θείο φως. Μερικοί Χριστιανοί πήγαν και το πήραν κρυφά και το ενταφίασαν, και μετά από αυτά το μοίρασαν. Έστειλαν την αγία κάρα στο Άγιο Όρος στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου ασκήτευε· πήρε και η μητέρα του μέρος από αυτόν και καθιέρωσαν την αγία Τράπεζα της Αγίας Τριάδας στην πατρίδα του· έμειναν και μερικά στην Προύσα, τα οποία αναβλύζουν ευωδία και θαύματα εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Από το βιβλίο «Νέον Λειμωνάριον», Βενετία 1819, σελ. 264.
Διασκευή για την Κ.Ο.
paraklisi
Όταν έγινε ο Άγιος δεκαοκτώ χρόνων, ο πατέρας του αρνήθηκε εκουσίως –αλίμονο!– την πίστη του Χριστού, έγινε μουσουλμάνος και, για να έχει περισσότερη τιμή, πήγε στην Προύσα, όπου βρίσκονταν πολλοί αγαρηνοί.
Μια φορά ο Μανουήλ –έτσι ονομάστηκε ο Άγιος στο θείο Βάπτισμα– πήγε στην Προύσα για να ψωνίσει τα απαραίτητα για την τέχνη του και βρίσκοντάς τον ο ασεβέστατος πατέρας του στην αγορά, τον έσερνε με τη βία στο δικαστήριο λέγοντας ότι όταν έγινε μουσουλμάνος αυτός, υποσχέθηκε και ο γιος του να κάνει το ίδιο. Ο Άγιος εναντιωνόταν λέγοντας ότι ποτέ δεν υποσχέθηκε κάτι τέτοιο, οι αγαρηνοί όμως με τη βία και δέρνοντάς τον, χωρίς τη θέλησή του τού έκαναν περιτομή.
Λίγες μέρες μετά την ακούσια περιτομή του ο Μανουήλ έφυγε κρυφά από την Προύσα και πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί ερεύνησε όλα τα Μοναστήρια και τις Σκήτες, και στη Σκήτη της Αγίας Άννας βρήκε έναν ενάρετο μοναχό και έγινε υποτακτικός σ’ αυτόν, ο οποίος και τον έντυσε με το άγιο σχήμα και τον μετονόμασε Μακάριο. Και ποιος μπορεί να απαριθμήσει τους αγώνες, τις σκληραγωγίες, τα δάκρυα που έχυνε κάθε φορά –διότι νομίζοντας τον εαυτό του αρνητή του Χριστού, μεταχειριζόταν τα δάκρυα του Πέτρου– και την άκρα υπακοή που είχε προς τον γέροντά του;
Αφού έμεινε δώδεκα χρόνια στη Σκήτη, ζήτησε άδεια από τον γέροντά του να πάει στην Προύσα, εκεί που έλαβε την ακούσια περιτομή, να παρουσιαστεί Χριστιανός, να ομολογήσει τον Χριστό Θεό αληθινό και να χύσει το αίμα του. Ο γέροντας τον εμπόδιζε λέγοντας ότι η μετάνοια τα εξαλείφει όλα, έχοντας την δύναμη του θείου Βαπτίσματος.
Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Πώς θα παρασταθώ στο φοβερό δικαστήριο του Δεσπότη Χριστού, τίμιε πάτερ, τη φρικτή ημέρα της Κρίσεως, έχοντας επάνω μου το σημάδι της αρνήσεως της πίστεώς μου; Φοβάμαι να μην ακούσω εκείνο που λέει, «όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα αρνηθώ κι εγω αυτόν μπροστά στον Πατέρα μου που βρίσκεται στους ουρανούς». Δεν είμαι τόσο αυθάδης, και πώς με τέτοια σφραγίδα να συναριθμηθώ με τους εκλεκτούς δούλους του Χριστού; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, τίμιε πάτερ, παρά να πάω, και να μου δώσεις την άδεια και την ευχή σου».
Βλέποντας ο γέροντάς του ότι δεν αλλάζει γνώμη, συμβουλεύτηκε και άλλους πατέρες, οι οποίοι έκριναν εύλογο να πάει, γνωρίζοντας ότι θεϊκή φωτιά άναψε μέσα του, και τον έστειλαν με ευχές και ευλογίες.
Όταν ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, πήγε στο νομοκράτορα των Τούρκων και ζήτησε φετφά (έγγραφο του ιεροδικαστή) που να λέει ότι σε όποιον ασκήσουν βία και αρνηθεί την πίστη του χωρίς τη θέλησή του, να έχει πάλι άδεια να επιστρέψει στην προηγούμενη πίστη του ανεμπόδιστος.
Αφού έλαβε τον φετφά πήγε στο νησί της Χάλκης και κάθισε στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδας· μήνυσε και της μητέρας του και ήρθε από την πατρίδα του την Κίο και τον αντάμωσε και του έδωσε την ευχή της. Πρόσφερε και ο Άγιος το μητρικό σεβασμό προς αυτή, της έδωσε και μία εικόνα μικρή της Υπεραγίας Θεοτόκου, που την έφερε από το Άγιο Όρος, και την έστειλε στην πατρίδα του· δεν της φανέρωσε όμως τον σκοπό του σχετικά με το μαρτύριο.
Σε λίγες ημέρες ο Άγιος ετοιμάστηκε για την Προύσα. Έβγαλε το αγγελικό σχήμα που φορούσε, το πολυσταύρι, το κουκούλι και τα άφησε σε μία γωνία του Μοναστηριού, για να μη τα βρουν οι ασεβείς και τα καταπατήσουν. Έπειτα πήγε στην Προύσα και παρουσιάστηκε με θάρρος στην αγορά με τα καλογερικά ενδύματα.
Βλέποντάς τον οι ασεβείς είπαν μεταξύ τους: «Δεν είναι αυτός που αρνήθηκε την πίστη του και πίστεψε στη δική μας; Και να, γύρισε στην πρώτη του πίστη και έγινε και καλόγερος».
Τον πλησίασαν και τον ρώτησαν, και αυτός τους απάντησε χωρίς φόβο: «Ναι, εγώ είμαι, και με το που κατάλαβα πως η πίστη σας είναι ψεύτικη και μολυσμένη, την άφησα και ήρθα πάλι στη δική μου την αληθινή, και συμβουλεύω και σας να αρνηθείτε τέτοια πίστη ακάθαρτη και κάλπικη, να αναθεματίσετε τον Μωάμεθ και να πιστέψετε στον Κύριο Ιησού Χριστό, να βαπτιστείτε, για να λυτρωθείτε από την αιώνια κόλαση και να κληρονομήσετε ζωή αιώνια».
Όταν το άκουσαν οι αγαρηνοί, όρμησαν να τον ξεσχίσουν και δέρνοντάς τον τον πήγαν στο δικαστήριο φωνάζοντας εναντίον του ότι «έβρισε την πίστη και αναθεμάτισε τον προφήτη, ενώ είχε έρθει μόνος του και πίστεψε στη δική μας πίστη ως καλύτερη από τη δική του, και τώρα γύρισε στην προηγούμενη πίστη του και βρίζει τη δική μας και την περιφρονεί».
Ο ηγεμόνας είπε τότε προς τον Άγιο: «Εσύ αναγνώρισες την πίστη μας ως καλύτερη από τη δική σου και ήρθες μόνος σου και πίστεψες, και τώρα την αρνήθηκες και επέστρεψες στην προηγούμενη πίστη σου και έγινες και καλόγερος. Γρήγορα να πιστέψεις στη δική μας για να τιμηθείς από μας, να λάβεις και χαρίσματα· αν όμως παρακούσεις, θα σε λιανίσω με διάφορα βασανιστήρια».
Ο Άγιος αποκρίθηκε προς τον ηγεμόνα: «Εγώ την πίστη σας ποτέ δεν την αγάπησα, αλλά με τη βία και χωρίς τη θέλησή μου μού έκαναν περιτομή και αυτό το ξέρουν οι ομόπιστοί σου και ας μαρτυρήσουν την αλήθεια. Εγώ ποτέ δεν αρνήθηκα τον Χριστό, ούτε τον αρνούμαι με κανένα τρόπο».
Αυτά είπε ο Άγιος και έδωσε ήσυχα τον φετφά· και ο ηγεμόνας, επειδή πείστηκε από τον φετφά ή και επειδή σπλαχνίστηκε τον Άγιο, τον άφησε ελεύθερο, βλέποντάς τον και αδύνατο από την άσκηση.
Οι Τούρκοι όμως συγκεντρώθηκαν προς τον ηγεμόνα και χλευάζοντάς τον έλεγαν: «Εσύ δεν είσαι αληθινός μουσουλμάνος, και ενώ έπρεπε να βιάζεις τα έθνη να έρθουν στην πίστη, εκείνους που ήρθαν μια φορά και στη συνέχεια επέστρεψαν στην προηγούμενη πίστη τους, τους αφήνεις ατιμώρητους, όπως άφησες προχθές εκείνο τον καλόγερο. Εμείς θα δώσουμε αναφορά στον σουλτάνο να σε τιμωρήσει ως εχθρό της πίστεως».
Ο ηγεμόνας μετάνιωσε, ή μάλλον φοβήθηκε, κι έστειλε να φέρουν τον Άγιο. Κοιτάζοντάς τον με άγριο βλέμμα τού είπε: «Γρήγορα να αρνηθείς την πίστη σου και να πιστέψεις τη δική μας, όπως και προηγουμένως την αναγνώρισες πως είναι καλύτερη από τη δική σου και ήρθες μόνος σου και πίστεψες σ’ αυτήν. Αν δεν πειθαρχήσεις, μα τον προφήτη μας, θα σε λιανίσω. Εγώ σε άφησα να σκεφτείς πρώτα το συμφέρον σου, να το κάνεις χωρίς βία με τη θέλησή σου, για να τιμηθείς από μας και να λάβεις και μεγάλα χαρίσματα».
Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Εγώ σου είπα, ηγεμόνα, ότι ποτέ δεν αγάπησα τη μολυσμένη πίστη σας, αλλά με βία και ακούσια μου έκαναν περιτομή, και εδώ είναι πολλοί ομόπιστοί σου που το ξέρουν και ας μαρτυρήσουν την αλήθεια. Το να αρνηθώ εγώ την πίστη μου την αληθινή και να πιστέψω τη δική σας την ψεύτικη, αυτό δεν θα το κάνω ποτέ, να αφήσω το φως να έρθω στο σκοτάδι».
Ο ηγεμόνας του είπε: «Δεν βλέπεις τη βασιλεία που έχουμε, τη δόξα, την εξουσία και τα πλούτη; Αν η πίστη μας δεν ήταν καλή, αυτά ο Θεός δεν θα μας τα έδινε».
Ο Άγιος απάντησε: «Ο Δεσπότης μου Χριστός δεν μας υποσχέθηκε εδώ πρόσκαιρη βασιλεία ούτε δόξα ούτε εξουσία ούτε πλούτη, γιατί όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και χάνονται γρήγορα· αλλά μας υποσχέθηκε επουράνια Βασιλεία, να συμβασιλεύουμε με αυτόν πάντοτε. Εσύ όμως μην υπερηφανεύεσαι για την πρόσκαιρη βασιλεία που έχετε αποκτήσει άδικα, γιατί αφανίζεται γρήγορα· το ίδιο και η δόξα και η εξουσία και ο πλούτος που έχει συγκεντρωθεί από αδικία. Όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και χάνονται όπως ο ιστός της αράχνης, και εσάς τους ασεβείς σας περιμένει η αιώνια φωτιά της ατέλειωτης κόλασης, να οδύρεστε αιωνίως ανώφελα. Και τι καλό έχει η πίστη σας, που είναι όλη πλάνη, μύθοι, ψεύδος και φλυαρίες και γεμάτη από κάθε ακαθαρσία; Ποιος γνωστικός πιστεύει τέτοια πίστη;»
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο ηγεμόνας θύμωσε πολύ και πρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιο από τις μασχάλες έτσι που μόλις να βρίσκουν τα άκρα των δακτύλων των ποδιών του στη γη, ώστε να θέλει να πατήσει και να μη μπορεί, και μια φορά τη μέρα να τον κατεβάζουν και να τον δέρνουν.
Αφού έκανε σ’ αυτό το βάσανο σαράντα μέρες, πρόσταξε ο ηγεμόνας και τον έφεραν μπροστά του και του είπε: «Άραγε σωφρονίστηκες από αυτη την τιμωρία και κατάλαβες το συμφέρον σου να ασπαστείς την πίστη μας ή ακόμη βρίσκεσαι στο πείσμα σου;»
Ο Άγιος αποκρίθηκε: «Πολύ καλά σωφρονίστηκα και κατάλαβα το συμφέρον μου, γιατί από αυτό το μαρτύριο έμαθα να υπομένω κάθε βάσανο».
Ο ηγεμόνας του απάντησε: «Δεν ξέρεις ότι αυτό το βάσανο που δοκίμασες είναι μια μικρή σκιά μπροστά σ’ εκείνα τα βάσανα που έχεις να δοκιμάσεις;»
«Ας ετοιμαστούν γρήγορα», είπε ο Άγιος. «Πού είναι τα ξίφη, τα τηγάνια, οι λέβητες, πού είναι οι σχάρες, οι τσουγκράνες, πού είναι οι τροχοί, το καμίνι και τα ατίθασα θηρία, και όλα εκείνα τα τιμωρητικά όργανα που μπορεί να σου υποδείξει ο πατέρας σου ο διάβολος;»
Ο ηγεμόνας πρόσταξε τότε να κατεβάσουν κατακέφαλα τον Άγιο, δεμένο από τα πόδια, στο «κουίν», το οποίο είναι ένα ξεροπήγαδο βαθύ και σκοτεινό, και μια φορά τη μέρα να τον βγάζουν από εκεί, να τον δέρνουν και να τον τιμωρούν και έπειτα να τον κατεβάζουν πάλι. Και αφού έκανε ο Άγιος σ’ αυτόν τον βασανισμό ενενήντα ήμερες, μια νύχτα κατέβηκε θείο φως από τον ουρανό στο ξεροπήγαδο, ακούστηκαν και ψαλμωδίες αγγέλων και ευωδία θαυμάσια.
Εκεί παρών βρισκόταν και ο πατέρας τού Αγίου συνεργός σε όλες τις τιμωρίες, ο οποίος πήγε και έσκυψε να δει μέσα στο ξεροπήγαδο και αμέσως έπεσαν τα μάτια του και έμεινε τυφλός ως το τέλος της ζωής του. Μέσα εκεί στο ξεροπήγαδο βρισκόταν και ένας αγαρηνός για κάποιο σφάλμα και βλέποντας το θαύμα του θείου φωτός πίστεψε στον Χριστό, και αργότερα μαρτύρησε στην Κιουτάχεια.
Όταν έμαθε ο ηγεμόνας για το θαύμα που έγινε στο ξεροπήγαδο, έστειλε να φέρουν τον Άγιο και τον ρώτησε: «Τι φως ήταν εκείνο που κατέβηκε στο κουίν και τι ψαλμωδίες ήταν εκείνες που ακούστηκαν και τι ήταν η θαυμάσια ευωδία;»
Του λέει ο Άγιος: «Όποιος πιστεύει στον Χριστό, όχι μόνο τέτοια μπορεί να δει, αλλά και άλλα μεγαλύτερα». Και άρχισε να λέει από την αγία Γραφή, την οποία διδάχθηκε στο Άγιο Όρος, ενώ τον άκουγαν με προσοχή οι αγαρηνοί που βρίσκονταν εκεί.
Ο ηγεμόνας, επειδή φοβήθηκε μήπως αυτοί πιστέψουν στον Χριστό, έβγαλε απόφαση να πάρουν τον Άγιο και να τον βγάλουν έξω από τη Προύσα σ’ ένα χείμαρρο, κι εκεί να τον φονεύσουν. Τον πήραν λοιπόν σύμφωνα με την προσταγή του άρχοντα και τον πήγαν στον χείμαρρο.
Εκεί πρώτα τον λιθοβόλισαν, και έπειτα οι δήμιοι έκοψαν την αγία κεφαλή του στις έξι Οκτωβρίου (1590). Αμέσως ακολούθησαν αστραπές, βροντές και ταραχή μεγάλη, που λίγο έλειψε να φονεύσει τους δήμιους, βρήκαν όμως τόπο και φυλάχτηκαν.
Το λείψανο του Αγίου έμεινε άταφο στον χείμαρρο, και έβλεπαν οι πιστοί κάθε νύχτα που κατέβαινε σ’ αυτό από τον ουρανό θείο φως. Μερικοί Χριστιανοί πήγαν και το πήραν κρυφά και το ενταφίασαν, και μετά από αυτά το μοίρασαν. Έστειλαν την αγία κάρα στο Άγιο Όρος στη Σκήτη της Αγίας Άννας, όπου ασκήτευε· πήρε και η μητέρα του μέρος από αυτόν και καθιέρωσαν την αγία Τράπεζα της Αγίας Τριάδας στην πατρίδα του· έμειναν και μερικά στην Προύσα, τα οποία αναβλύζουν ευωδία και θαύματα εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Από το βιβλίο «Νέον Λειμωνάριον», Βενετία 1819, σελ. 264.
Διασκευή για την Κ.Ο.
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Φθινοπωρινή ισημερία αύριο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σοφία, Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη…
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ