2019-09-24 21:29:50
Ὁ φθόνος τοῦ διαβόλου εἰς τὸν ταβᾶν τῶν κολοκυθιῶν
(Ἰλάσθητί μοι Σωτήρ)
Τὰ κολοκύθια λαμπρά, * ἀλλ᾽ ὅμως τσικνίλες ἐμύριζαν, *
κι ἄβραστα ἐν ταυτῷ * ξαναμαγειρεύονται *
βάσκανος ἐνέργεια, * φθόνος τοῦ διαβόλου *
νὰ μὴν τὰ καλοχωνεύσωμεν.
Οἱ δαίμονες τὰ φθονοῦν * τὰ κολοκύθια ὡς φαίνεται *
καὶ βάζουν τὰ δυνατά, * νὰ μᾶς τὰ τσικνίσουνε *
γιὰ νὰ μὴν τὰ τρώγωμεν, * βλέπουν φῶςκαὶ βγαίνουν *
ἀπὸ μέσα καὶ τρομάζουνε.
Ἂν τύχει ἄλλην φοράν, * νὰ μαγειρεύσεις τὰ ἴδια, *
νὰ πάρεις δυὸ κατσιά, * μὲ ἀρκετὸ θυμίαμα, *
εὐλαβῶς θυμίαζε * τὸν ταβᾶν τριγύρω, *
νὰ τὸν διώχνης τὸν μισόκαλον.
Μὴ λυπηθεῖς ἀδελφέ, * τὸ γιατρικὸν εἶναι εὔκολον, *
νὰ διώχνεις ἀπ᾽ τὸν ταβᾶν, * τὸν βάσκανον δαίμονα, *
θυμίαζε τριγύριζε, * ψάλλε καὶ ἂν θέλεις *
τὰ ἀργὰ εὐλογητάρια.
Μὴν φοβηθεῖς παντελῶς, * τὰς ἐνεργείας τοῦ δαίμονος, *
ἀρχίνα τὴν Μουσικήν, * δυνατὰ καὶ φώναζε, *
κάπνιζε, τριγύριζε, * ὀρθὸ θὰ τὸν σκάσης *
βασκανίας τὸ δαιμόνιον.
Κι ἂς τὸ μάθει κι αὐτός * ὁ σατανᾶς ὁ πατέρας του, *
πῶς μάγειρος Μοναχὸς * Γεώργιος τοὔνομα, *
ἔκαψ᾽ ἕνα δαίμονα, * μὲς τὰ κολοκύθια, *
καὶ κλαμμένος κλαίων ἔφυγε.
Ἂν θέλεις τὸν νοῦν καθαρόν, * τὰ κολοκύθια προτίμησον, *
αὐτὰ λαμπρύνουν τὸν νοῦ, * αὐτὰ καὶ τὰ ὀμάττια, *
καὶ τὸ μεσημέρι, * θὰ μετρᾶς τὰ ἄστρ᾽ ἀνάσκελα.
Εἰς Πανήγυριν
(Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν)
Ἐπαξίως τιμήσωμεν * καὶ καλῶς ἐκοπιάσατε *
καὶ ἡμεῖς πρεπόντως γὰρ σὰς προσφέρωμεν, *
τὴν ἀμοιβαίαν ἀγάπην μας, *
εὐχόμενοι πάντοτε * μὲ ὑγείαν καὶ χαράν *
τὴν κατ᾽ ἔτος σεβάσμιον * ἑορτὴν ἡμῶν, *
ἐκτελοῦντες ὁμοῦ καὶ εὐθυμοῦντες, *
ὡς μακραίωνας ἐνδόξως, * μὲ ψυχικὴν ἀγαλλίασιν.
Ἡ ἡμέρα προυκάλεσε, * τὴν ἁγίαν συνάθροισιν, *
εἰς τὴν μνήμην σήμερον τὴν σεβασμίαν, *
διὸ εὐφράνθητε ἅπαντες, *
καὶ χαίρεσθε φίλτατοι¹ * στὴν πανήγυριν ἡμῶν, *
εὐχαρίστως νὰ ψάλλητε * καὶ νὰ πίνητε, *
καὶ συγχρόνως κτυπᾶτε τὰ ποτήρια *
μ᾽ ἁρμονίαν εἰς ὑγείαν * τῆς σεπτῆς αὐτῆς συνάξεως.
Διὰ τὴν ὑγείαν
(Ἐξήνθισεν ἡ ἔρημος)
Τὰ μάλαθρα τὴν ἄνοιξιν, * κάθε μέρα τρῶγε τα, *
νὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια σου, * μακριὰ νὰ βλέπουσι, *
ὠς ὀγδόντα μίλια, * ἐὰν σὲ φύγ᾽ ὁ γάιδαρος.
Γιαούρτι ἂν ὀρέγησε, * εἶνε δροσερότατον, *
μὲ τὸ πιλάφι τρῶγε το, * τὸ δὲ περίσσευμα, *
ὁπόταν θὰ πλαγιάσης * ν᾽ ἀλοίφης τὸ κεφάλι σου.
Τὰ κολοκύθια πάντοτε * ἔχε εἰς ὑπόληψιν, *
καὶ κάθε μέρα τρῶγε τα, * διὰ τὴ ὄρασιν,
καὶ μέρα μεσημέρι, * μετρᾶς τὰ ἄστρ᾽ ἀνάσκελα.
Ἂν σὲ χαλάσ᾽ ἡ ὄρεξις * πίνε κατραμόνερο, *
καὶ μιὰ σβουνιὰ τὸν Μάιον, * κόλλησε στὴν ράχη σου, *
ἂς εἶν᾽ καὶ βουβαλίσια, * φθάνει νὰ εἶν᾽ ταζέδικη.
Ἐὰν σὲ πάει κίνησις * εἶνε σημεῖον κάλλιστον, *
μέτρα τὰ χέρια πάντοτε, * ὥσπου νὰ φθάσουνε, *
ἂν φθάσουν τὰ ἑξῆντα, * δὲν σὲ φοβοῦμαι φίλε μου.
Στρείδια μύδια φίλε μου, * εἶνε κακοχώνευτα, *
ἂν σὲ πλακώσει ἄξαφνα, * θέρμη τρικούβερτη *
σκεπάσου μὲ τρεῖς τσέργες, * τρεῖς μέρες μὴ σηκώνεσαι.
Τὰ ὀστρακοδέρματα * εἶναι κακοχώνευτα, *
ἀλλὰ ἐσὺ συνήθιζε * δύο ἀντιφάρμακα, *
κρασὶ ὡς τρεῖς ὀκάδες * κατόπιν καὶ περίπατον.
Πεζὸς ἐὰν δὲν δύνασαι, * εὗρε ἕνα γάιδαρον, *
ἂς εἶν ὀλίγον ἄγριος, * καὶ καβαλίκεψ᾽ τον *
ἂν τύχει νὰ σὲ ρίξει * χωνεύεις εὐκολώτερα.
Πουλάκια ἂν ὀρέγησε, * ποιὸς δὲν τὰ ὀρέγηται *
ὅταν στὸ νοῦ μου ἔρχονται * τρέχουν τὰ σάλια μου, *
καὶ μάλιστα στὴν σοῦβλαν * καὶ καπαμὰ μὲ βούτυρον.
Ἀφόβως πάντα τρῶγε τα, * ὅμως μὲ ἐγκράτειαν, *
καὶ δυὸ ἀγγούρια ὕστερον, * μὲ ἀλατοπίπερον, *
καὶ δυὸ κουκουνάρες * καὶ μερικὰ δαμάσκηνα.
Τὰ γαλακτώδη βότανα, * ὡς ὑπνώδη τρῶγε τα, *
καὶ θὰ κοιμᾶσ᾽ ἀμέριμνος * ὕπνον Βαρούχιον, *
δυὸ μῆνες μὴ ξυπνήσεις * ἔχεις μεγάλο διάφορο.
Τὰ φουρνιστὰ γὰρ ἄπαντα, * εἶνε καλοχώνευτα, *
ἀρνάκια χῆνες μάλιστα * καὶ γαλατόπιτες, *
καὶ παραγεμισμένες * κουρκάνες, καλὴν ὄρεξιν. *
Ὁπόταν θὲς νὰ κάθησε * νὰ τρῶς αὐτὰ ποὺ εἴπαμε *
νὰ προσκαλεῖς τὸν φίλο μας, * τὸν πατέρα Κύριλλον, *
χωρὶς ἀμφιβολία * συντείνει στὴν ὑγεία σου.
Τὰ φαγητὰ τὰ νόστιμα, * τὰ φθονοῦν οἱ δαίμονες, *
καὶ ἀγριεύουν βλέποντες * νὰ τρῶς μὲ ἄνεσιν, *
καὶ προσπαθοῦν μὲ δόλους, * νὰ σὲ χαλοῦν τὴν ὄρεξιν.
Ἂν τοὺς ἰδῆς ποὺ ἔρχονται, * κάμε τὸν τρελλὸν εὐθύς, *
σήκω ἐπάνω χόρευε * πέτα τὴν σκούφιαν σου *
πέταξε καὶ τὰ ροῦχα, * καὶ θὰ γελοῦν - νὰ φεύγουνε.
Ἐὰν φυλάξης ἄνωθεν, * ὅλα ὅσα εἴπαμεν, *
μήτε ὁ Χάρος ἔρχεται, * μήτε θὰ βρῆ καιρόν, *
ἂν τύχει καὶ νὰ ἔλθη * ἀρχίνα πήδα, χόρευε.
Ἂν γίνεις ἑκατὸ χρονῶν, * γράψ᾽ τὴν διαθήκην σου, *
ἐὰν σὲ βροῦν τ᾽ ἀνάσκελα, * ἂς λογαριάσουνε, *
τὰ μπρούμητα ἂν σ᾽ εὕρουν, * ἂς βάλουν καὶ διάφορον.
Μαβροχάβιαρο καλό
(Τὸν Προφ. Ἰωνᾶν)
Μαυροχάβιαρο καλό, * πάρε δράμια ἑκατό, *
κάμε τὸ σαλατικό * πάρε καὶ ψωμὶ ζεστό, *
ἀξίζει γάρ, * κι ἑβδομήντα κι ὀγδοήκοντα.
Καὶ λαυράκι ἂν εὑρῆς * μιάμισι ὀκὰ σχεδόν, *
καὶ ταζέδικον καλόν, * κάμε το εὐθὺς ψητόν, *
μὲ σάλτσα γάρ, * θὲ νὰ βλέπης κι εἰς τὸν ὕπνον σου.
Τὸ κεφάλι τοῦ ροφοῦ * ἐὰν εἶνε ζωντανό, *
εὐθὺς κάμε το βραστό, * εἶν᾽ τὸ μόνον θαυμαστό, *
μιὰ τρέλλα γάρ, * καθίστε φίλοι νὰ τὸ πλακώσωμεν.
Μὴ φοβᾶσαι νὰ πρησθῆς, * κάμε χώνεψιν εὐθύς, *
τὰ μπρούμητα, * τὰ νῶτα ἄνω, καὶ ἀλαφρώνεσαι.
Στρείδια, μύδια, ἀχιουνιούς, * χτένια πίνες καὶ σουπιές, *
καλαμάρια, ἀστακοὺς * καὶ γαρίδες ζωντανές, *
μεζέδες γάρ, * καὶ μὲ ὑγείαν νὰ τὰ χωνεύητε.
Τὰ τοιαῦτα φαγητά, * τραβοῦν ἄμετρο κρασί, *
ἀλλὰ θέλει προσοχή, * νὰ μὴ γίνωμεν στουπί, *
καὶ τότε γάρ, * ἀνάγκη πᾶσα νὰ τραγουδήσωμεν.
Ἄσπρον γάιδαρο νὰ βρῆς, * μισιργιώτικον καλόν, *
δὸς πεντήκοντα φλωριά, * καὶ ἀγόρασον αὐτό, *
καὶ τρέχα γάρ, * νὰ τὰ χωνεύσης ὅλα μὲ ἄνεσιν.
Ἡ Κοκκοροδίκη
(Ὁ ἐξ ὑψίστου κληθείς)
Ἱερεὺς τις τὴν κλῆσιν Ἰωάσαφ, *
εἶχε μαῦρον κόκκορα ἔνδον τοῦ οἴκου αὐτοῦ, *
ὅνπερ ἠγάπα ὡς τέκνον του, * μόνον καὶ μόνον, *
ἵνα ἀκούει τὴν μελωδίαν του, *
φθόνῳ δὲ τοῦ ὄφεως αἴφνης ἀπώλετο, *
ἀφανὴς ὅλος γενόμενος, * πρόξενος λύπης, *
ἥτις ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν του, *
εἰς τόσον ὥστε μείνας ἄσιτος, * ἐκ τῆς πολλῆς ἀθυμίας του, *
προτιμῶν ἔτι μᾶλλον, * τοῦ θανεῖν ὑπὲρ τὸν κόκκορα.
Τὴν ἐπιοῦσαν ἰδὼν ἀπὸ μακρόθεν, *
ἕνα μαῦρο κόκκορα περιφερόμενον, *
καὶ προσελθών ἀνεκραύγαζε, * τοῖς πᾶσι λέγων, *
συγχάρητέ μοι φίλοι πανπόθητοι *
εὗρον τὸν ποθούμενον ὅνπερ ἀπώλεσα, *
καὶ κυνηγῶντας τὸν ἔφθασεν, * ἐντὸς τοῦ κήπου, *
τοῦ τῶν Σεϊμένηδων τῶν ἀπέναντι, *
ὅν συλλαβῶν ἐνηγκαλίσατο, * κατεφίλει θερμῶς ὡς ἐνόμιζεν, *
ὅτι οὗτος ὑπάρχει, * ἀλλ᾽ ἐψεύσθη ὁ ταλαίπωρος.
Εἰς τὴν σκηνὴν τῆς στιγμῆς ταύτης ἐπέστη *
ἄνωθεν ὁ Ἄνθιμος ζητῶν τὸν κόκκορα, *
καὶ προσελθὼν ἀνεκραύγαζε * τοῖς ἐπιστάταις *
τὸν κόκκορά μου ἀδίκως ἤρπασαν, *
τότε τοὺς Σεϊμένηδες προσεπιτάττουσιν, *
ὅπως ταχέως ἀνέλθωσι, * φέρουσιν ἄμα *
τὸν Ἰωάσαφ ὡς καὶ τὸν κόκκορα, *
μετὰ πολλῆς δὲ συζητήσεως, * ἐπιτέλους ἐγνώσθη τὸ δίκαιον, *
καὶ ἡ κοκκοροδίκη, * πέρας εἴληφε θαυμάσιον.
Οὗτος ὁ τρόπος τῆς δίκης τοῦ κοκκόρου, *
πρὸς χάριν ἐκφράσωμεν κατὰ τὸν πόθον ὑμῶν, *
ὅπως δεόντως δοξάσητε, * τοὺς ἐπιστάτας, *
οἵτινες ὄντως σοφία κρείττονι, *
παρόμοιοι ὤφθησαν τοῦ Σολομῶντος αὐτοῦ,
κρίσιν δικαίαν προκρίναντες, * ἵνα ἀφήσουν, *
ὅλως ἐλεύθερον τὸν ποθούμενον, *
ὅν καὶ εὐθέως ἀπολύσαντες, * ὁ δὲ ἐπάρας τὰς πτέρυγας *
μεταρσίως μετέβη, * στὸν αὐθέντη του τὸν Ἄνθιμον.
Ἡ γατοδίκη
(Οἶκος τοῦ Εὐφραθᾶ)
Βλάχος τις Ἱερεύς, * ἀγόρασε καλύβην, * εἰς ἤν ὑπῆρχε γάτος *
ὅς αἴφνης ἀπωλέσθη, * πρόξενος λύπης γέγονεν.
Ἐννόησεν εὐθύς, * ὁ βλάχος τὴν ἀπάτην, * ὅτι ὁ γάτος ἤρθη *
ἐκ μέσου τῆς καλύβης, * ἀπὸ τὸν πρώην κάτοικον.
Ἔδραμε παρευθύς, * εἰς τὴν ἐπιστασίαν * εἰς ἤν ἐξιστορήσας, *
μὲ λύπην του μεγάλην, * τοῦ γάτου τὴν ἀπώλειαν.
Ὡς ἤκουσαν εὐθύς, * οἱ ἐπιστάται ταῦτα, * ἔστειλαν τὸν Σεϊμένην, *
νὰ φέρει ὅσον τάχος, * τοῦ βλάχου τὸν ἀντίδικον.
Ἔφθασεν ὁ ρηθείς, * λέγ᾽ ἡ ἐπιστασία, * νὰ δώσει χωρὶς ἄλλο, *
τὸν γάτον εἰς τὸν βλάχον, * χωρὶς καμμίαν πρόφασιν.
Παρακαλῶ πολὺ * ἅγιοι ἐπιστάται, * ἐγὼ δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, *
ἐπώλησα καλύβην, * ἀλλὰ χωρὶς τὸν γάτον μου.
Δὲν εἶχα μὲ αὐτὸν, * καμμίαν συμφωνίαν, * γιὰ νὰ τὸν παραδώσω, *
τὸν γάτον τὸν ὁποῖον * ἀνέθρεψα ὡς τέκνον μου.
Ὁ βλάχος μὲ φωνάς, * μεγάλη ἀδικία, * ἅγιοι ἐπιστάται, *
καλύβα χωρὶς γάτον * ἀκόμη δὲν ἠκούσθηκε.
Μεγάλη εἰς ἐμέ, * ἡ ἀδικία αὕτη, * ἅγιοι ἐπιστάται, *
πάρτε καὶ τὸ κλειδί μου, * πάρτε καὶ τὴν καλύβα μου.
Εἷς τῶν ἐπιστατῶν, * ὑπέσχετο νὰ δώσει, * τὸν ἰδικόν του γάτον, *
ὅμοιον ὡς τὸν ἄλλον, * κι ἡ γατοδίκη ἔπαυσεν.
Αὗται αἱ ἀρεταὶ * τῶν νῦν ἐνασκουμένων, * γιὰ γάτους γιὰ κοκκόρους, *
γιὰ πέτρες γιὰ πουρνάρια, * ἀλλήλοις διαμάχονται.
Λέγουσι δὲ τινές, * τῶν εἰδημονεστέρων, * ὡς τὶ γὰρ χρησιμεύει *
ἡ διαρκὴς Κοινότης, * ὅμως πολὺ λανθάνονται.
Εὐφορία κολοκυνθίων
(Ὅ ἐξ ὑψίστου κληθεῖς)
Ὁ κηπουρός μας χαρὰν μεγάλην ἔχει, *
πῶς φέτος ἐπλήθυναν τὰ κολοκύθια του *
καὶ λογαριάζει θὰ τρώγωμεν * ἐννέα μῆνας, *
πρωὶ καὶ βράδυ θὰ τραπεζώνωμεν, *
ὥστε θὲ νὰ ἔχωμεν ὑγείαν πάντοτε, *
θὰ καθαρίσουν τὰ μάτια μας * καὶ θὰ μετροῦμεν, *
τὸ μεσημέρι τ᾽ ἄστρα ἀνάσκελα, *
θὰ μαλακώσουν καὶ τὰ κόκκαλα, *
καὶ τὰ μυαλά μας θὰ εἶν᾽ ἐλαφρότερα, *
οἱ κοιλιές μας φανάρι, * ὁ δὲ νοῦς κολοκυθόφωτος.
Τὴν Κυριακὴν ἀρχινᾶν τὰ κολοκύθια, *
Δευτέραν φασούλια μὲ τὰ λεμόνια τους, *
τὴν Τρίτη πράσσα μὲ σέλινα, * τὴν δὲ Τετράδην, *
κουκιὰ μὲ ρίγανη θρεπτικότατα *
τὴν Πέμπτην πληγούριον μετὰ παχιὰ μπουρανὶ *
Παρασκευὴν τὰ ψαρούκια * κοιλιὰ φανάρι, *
τῷ δὲ Σαββάτῳ διὰ ἀνάπαυσιν, *
τὸν μπακαλάον τὸν Μαλτέζικον, *
τὸ δὲ ἑσπέρας ἀντίδια νερόβραστα *
ἤ τυχὸν λαχανίδες, * πρὸς ἐλάφρωσιν τοῦ στόμαχος. *
Οἱ σεισμοὶ τῆς Προικονήσου
(Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου)
Ὅτε πρὸ τριῶν ἐτῶν σχεδόν, *
παρὰ τῆς Μονῆς ἀπεστάλην * εἰς τὴν Προικόνησον, *
μέγα τὸ δυστύχημα πάσης τῆς νήσου αὐτῆς, *
φοβεροὶ τρομερώτατοι * σεισμοὶ καθ᾽ ἑκάστην, *
φόβος ἀπροσδόκητος πάντας κατέλαβεν, *
ὅθεν καὶ οἱ κάτοικοι πάντες, *
ἐξελθόντες ἔντρομοι ἔξω, *
καὶ τὴν συμφορὰν θρηνολογούμενοι.
Τότε καὶ ἐγὼ συναντηθείς, *
μετὰ τοῦ Δεσπότου τῆς νήσου * καὶ συσκεπτόμενοι, *
ποῦ νὰ καταφύγωμεν ἐκ τῆς τοιαύτης ὀργῆς, *
ὡς οὐδὲν ἄλλο εὕρομεν * μέσο σωτηρίας, *
εἰ μὴ ἐν ἑνὶ Βουτζὶ ἔνθα κατέκειτο *
ἔνδον τῆς αὐλῆς ἐν αὐτῷ γάρ, *
εἰσελθόντες φέροντες ἅμα, *
δύο δαμιτζάνες μαστιχόρακον.
Ἔφερε προσέτι στὸ Βουτζί, *
ἡ Πανιερότης του ἕνα * λαμπρὸν τουφέκιον *
ὅπερ ἐσυνήθιζε νὰ ἔχει πάντοτε,
μὲ αὐτὸ ἀπεσόβιζε * τοὺς φόβους καὶ τρόμους, *
θάρρος τὸν ἐνέπνεε καὶ ἀνεπαύετο, *
ὅθεν μὲ αὐτὸ τὸ τουφέκι, *
καὶ τὶς ταμιτζάνες ταῖς δύο, *
τοὺς σεισμοὺς οὐδόλως ἐψηφίσαμεν. *
Δύο ἑβδομάδες στὸ Βουτζί, *
βαθμηδὸν τὴν μιὰν δαμιτζάναν, * τὴν πλησιάσαμεν *
οἱ σεισμοὶ δὲν ἔπαυσαν οὔτε ἡμεῖς τὸ ρακί, *
καὶ ὁσάκις ἐσείετο, * τὸ Βουτζὶ ὁλίγον, *
ὁ Δεσπότης ἔντρομος εὐθὺς ἐγείρετο, *
πάλιν τὸ ποτήρι γεμίζων, *
τσούζων καὶ φωνάζων καὶ τρέμων *
μέγας ὁ σεισμὸς Πάτερ μου Κύριλλε.
Πάλιν οἱ σεισμοὶ ἀκολουθοῦν *
πέρασαν τριάντα ἡμέραι, * ἡμεῖς ἐντὸς τοῦ Βουτζί, *
ὅπερ θεωρούσαμεν ὡς σωστικὴν Κιβωτόν, *
ἀνεπαύθημεν ἄριστα, * τσούζοντες συγχρόνως, *
καὶ τὸ μαστιχόρακον μὲ γενναιότητα, *
ὅθεν ἐξελθόντες ἀφόβως, *
ἔφυγον οἱ φόβοι καὶ τρόμοι, * καὶ οἱ δαμιτζάνες ἐτελείωσαν. *
Νέφος σχηματίσθη στὸ Βουτζί, *
ἀπὸ τὸν καπνὸν τὰ τσιγάρα * ὅπου τραβούσαμεν *
δὲν ἐγνωριζόμεθα ἀπ᾽ τὸν καπνὸν τὸν πολύν, *
σὰν καμίνι ἐφαίνετο, * κόλασις δευτέρα, *
σχεδὸν ἄλλος τάρταρος • ψηλαφητός, φοβερός, *
ὅμως ὑγιῶς ἐξελθόντες, *
θαύμαζον καὶ πάντες οἱ φίλοι, *
εἰς τὸ τοῦ Βουτζιοῦ τὸ καταφύγιον.
Ἡ λιτανεία
(Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου)
Πᾶσι εἶνε φίλτατοι γνωστόν, *
πῶς αἱ λιτανεῖαι συνήθως * ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ *
εἰς ἡμέραν εὔδιον, νὰ διορίζονται, *
μὲ κοινὴν εὐχαρίστησιν, * καὶ μεθ᾽ εὐλαβείας, *
ἕκαστος κινούμενος ἀκολουθεῖ ἐν αὐτῇ *
ὅταν * τοὐναντίον συμβαίνει *
βροχεροὺς ἀνέμους καὶ ψῦχος, * βλαβερὰ ἡ ἔξοδος καθίσταται.
Ὥσπερ τοῦ Πρωτάτου καὶ ἐχθές, *
θυελλώδης οὖσα ἡμέρα * καὶ ἀκατάστατος, *
ἐνεκρίθη εὔλογος ἡ ταύτης ἔξοδος, *
λιτανεία ἐπίσημος * μὲ Ἀρχιερέα, *
Ἱερεῖς διάκονοι μὲ τὰς χρυσὰς τὰς στολάς, *
πᾶς τις * φαντασθῆτε τὴν θέαν, *
ἥν ἀδυνατῶ παραστῆσαι, * φώναζεν ὁ ὄχλος μὴ χειρότερα.
Ψῦχος καὶ ἀέρας καὶ βροχή, *
τρία ἐναντία στοιχεῖα * κατεξανέστησαν *
ἅ οἱ ἐπιστάται μας οὐκ ἐβλαβήθησαν, *
ἡ βροχὴ ἀδιάκοπος * ὅλοι σὰν τὶς πάπιες, *
ἔπιναν καὶ ἔκραζαν τὸ μὴ χειρότερα, *
ὅτε * καὶ οἱ ψάλται ὁσάκις, *
ἔψαλλαν τὸ εἰς πολλὰ ἔτη, * ὁ Δεσπότης μέσ᾽ τὴν λάσπην μὲ τὸν σάκον του.
Τὶ σπαραξικάρδιος σκηνή, *
μέσα στὰ νερὰ πλάτσα πλούτσα, * καὶ ἡ φυλλάδα αὐτή, *
μούσκεψε καὶ κόλλησαν ὅλα τὰ φύλλα αὐτῆς, *
λυπηρὸν ὄντως θέαμα, * ἅμα καὶ γελοῖον, *
τὰ κάρβουνα ἔπλεον στὰ θυμιατὰ στὸ νερόν. *
Τὶς νὰ * παραστήσει τὴν θέαν, *
ἔτρεχεν ὁ κόσμος νὰ εὕρη, * σόμπες καὶ φωτιὲς νὰ τὰ στεγνώσουνε.
Ὁ Πρωτεπιστάτης τῆς σκηνῆς *
ἐκ τῆς Ἱερᾶς Σεβασμίας * Βατοπεδίου Μονῆς, *
ἐκ τῶν εὐλαβεστέρων τε Προηγουμένων αὐτῆς *
Διονύσιος φίλος μας * πίστει τε καὶ ζήλῳ, *
Θερμανθεῖς διέταξεν, τὴν ταύτης ἔξοδον, *
ὅθεν * διὰ χάριν τοῦ ζήλου *
καὶ θερμῆς αὐτοῦ εὐλαβείας, * τὴν παπάραν ταύτην τὴν ἐφάγαμεν.
Ἐκάθησεν ὁ μπεκρῆς
(Ἰλάσθητί μοι Σωτήρ)
Ἐκάθησεν ὁ μπεκρῆς * τοῦ βαρελίου ἀπέναντι, *
στενάζει καὶ ἐκβοᾶ, * κανάτα ἐλέησον, *
καὶ σὺ ποτηράκι μου * πλῆρες μὲ κρασάκι, *
κέρασε με τὸν ταλαίπωρον.
¹ ἤ: πάντοτε
agioritikesmnimes
(Ἰλάσθητί μοι Σωτήρ)
Τὰ κολοκύθια λαμπρά, * ἀλλ᾽ ὅμως τσικνίλες ἐμύριζαν, *
κι ἄβραστα ἐν ταυτῷ * ξαναμαγειρεύονται *
βάσκανος ἐνέργεια, * φθόνος τοῦ διαβόλου *
νὰ μὴν τὰ καλοχωνεύσωμεν.
Οἱ δαίμονες τὰ φθονοῦν * τὰ κολοκύθια ὡς φαίνεται *
καὶ βάζουν τὰ δυνατά, * νὰ μᾶς τὰ τσικνίσουνε *
γιὰ νὰ μὴν τὰ τρώγωμεν, * βλέπουν φῶςκαὶ βγαίνουν *
ἀπὸ μέσα καὶ τρομάζουνε.
Ἂν τύχει ἄλλην φοράν, * νὰ μαγειρεύσεις τὰ ἴδια, *
νὰ πάρεις δυὸ κατσιά, * μὲ ἀρκετὸ θυμίαμα, *
εὐλαβῶς θυμίαζε * τὸν ταβᾶν τριγύρω, *
νὰ τὸν διώχνης τὸν μισόκαλον.
Μὴ λυπηθεῖς ἀδελφέ, * τὸ γιατρικὸν εἶναι εὔκολον, *
νὰ διώχνεις ἀπ᾽ τὸν ταβᾶν, * τὸν βάσκανον δαίμονα, *
θυμίαζε τριγύριζε, * ψάλλε καὶ ἂν θέλεις *
τὰ ἀργὰ εὐλογητάρια.
Μὴν φοβηθεῖς παντελῶς, * τὰς ἐνεργείας τοῦ δαίμονος, *
ἀρχίνα τὴν Μουσικήν, * δυνατὰ καὶ φώναζε, *
κάπνιζε, τριγύριζε, * ὀρθὸ θὰ τὸν σκάσης *
βασκανίας τὸ δαιμόνιον.
Κι ἂς τὸ μάθει κι αὐτός * ὁ σατανᾶς ὁ πατέρας του, *
πῶς μάγειρος Μοναχὸς * Γεώργιος τοὔνομα, *
ἔκαψ᾽ ἕνα δαίμονα, * μὲς τὰ κολοκύθια, *
καὶ κλαμμένος κλαίων ἔφυγε.
Ἂν θέλεις τὸν νοῦν καθαρόν, * τὰ κολοκύθια προτίμησον, *
αὐτὰ λαμπρύνουν τὸν νοῦ, * αὐτὰ καὶ τὰ ὀμάττια, *
καὶ τὸ μεσημέρι, * θὰ μετρᾶς τὰ ἄστρ᾽ ἀνάσκελα.
Εἰς Πανήγυριν
(Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν)
Ἐπαξίως τιμήσωμεν * καὶ καλῶς ἐκοπιάσατε *
καὶ ἡμεῖς πρεπόντως γὰρ σὰς προσφέρωμεν, *
τὴν ἀμοιβαίαν ἀγάπην μας, *
εὐχόμενοι πάντοτε * μὲ ὑγείαν καὶ χαράν *
τὴν κατ᾽ ἔτος σεβάσμιον * ἑορτὴν ἡμῶν, *
ἐκτελοῦντες ὁμοῦ καὶ εὐθυμοῦντες, *
ὡς μακραίωνας ἐνδόξως, * μὲ ψυχικὴν ἀγαλλίασιν.
Ἡ ἡμέρα προυκάλεσε, * τὴν ἁγίαν συνάθροισιν, *
εἰς τὴν μνήμην σήμερον τὴν σεβασμίαν, *
διὸ εὐφράνθητε ἅπαντες, *
καὶ χαίρεσθε φίλτατοι¹ * στὴν πανήγυριν ἡμῶν, *
εὐχαρίστως νὰ ψάλλητε * καὶ νὰ πίνητε, *
καὶ συγχρόνως κτυπᾶτε τὰ ποτήρια *
μ᾽ ἁρμονίαν εἰς ὑγείαν * τῆς σεπτῆς αὐτῆς συνάξεως.
Διὰ τὴν ὑγείαν
(Ἐξήνθισεν ἡ ἔρημος)
Τὰ μάλαθρα τὴν ἄνοιξιν, * κάθε μέρα τρῶγε τα, *
νὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια σου, * μακριὰ νὰ βλέπουσι, *
ὠς ὀγδόντα μίλια, * ἐὰν σὲ φύγ᾽ ὁ γάιδαρος.
Γιαούρτι ἂν ὀρέγησε, * εἶνε δροσερότατον, *
μὲ τὸ πιλάφι τρῶγε το, * τὸ δὲ περίσσευμα, *
ὁπόταν θὰ πλαγιάσης * ν᾽ ἀλοίφης τὸ κεφάλι σου.
Τὰ κολοκύθια πάντοτε * ἔχε εἰς ὑπόληψιν, *
καὶ κάθε μέρα τρῶγε τα, * διὰ τὴ ὄρασιν,
καὶ μέρα μεσημέρι, * μετρᾶς τὰ ἄστρ᾽ ἀνάσκελα.
Ἂν σὲ χαλάσ᾽ ἡ ὄρεξις * πίνε κατραμόνερο, *
καὶ μιὰ σβουνιὰ τὸν Μάιον, * κόλλησε στὴν ράχη σου, *
ἂς εἶν᾽ καὶ βουβαλίσια, * φθάνει νὰ εἶν᾽ ταζέδικη.
Ἐὰν σὲ πάει κίνησις * εἶνε σημεῖον κάλλιστον, *
μέτρα τὰ χέρια πάντοτε, * ὥσπου νὰ φθάσουνε, *
ἂν φθάσουν τὰ ἑξῆντα, * δὲν σὲ φοβοῦμαι φίλε μου.
Στρείδια μύδια φίλε μου, * εἶνε κακοχώνευτα, *
ἂν σὲ πλακώσει ἄξαφνα, * θέρμη τρικούβερτη *
σκεπάσου μὲ τρεῖς τσέργες, * τρεῖς μέρες μὴ σηκώνεσαι.
Τὰ ὀστρακοδέρματα * εἶναι κακοχώνευτα, *
ἀλλὰ ἐσὺ συνήθιζε * δύο ἀντιφάρμακα, *
κρασὶ ὡς τρεῖς ὀκάδες * κατόπιν καὶ περίπατον.
Πεζὸς ἐὰν δὲν δύνασαι, * εὗρε ἕνα γάιδαρον, *
ἂς εἶν ὀλίγον ἄγριος, * καὶ καβαλίκεψ᾽ τον *
ἂν τύχει νὰ σὲ ρίξει * χωνεύεις εὐκολώτερα.
Πουλάκια ἂν ὀρέγησε, * ποιὸς δὲν τὰ ὀρέγηται *
ὅταν στὸ νοῦ μου ἔρχονται * τρέχουν τὰ σάλια μου, *
καὶ μάλιστα στὴν σοῦβλαν * καὶ καπαμὰ μὲ βούτυρον.
Ἀφόβως πάντα τρῶγε τα, * ὅμως μὲ ἐγκράτειαν, *
καὶ δυὸ ἀγγούρια ὕστερον, * μὲ ἀλατοπίπερον, *
καὶ δυὸ κουκουνάρες * καὶ μερικὰ δαμάσκηνα.
Τὰ γαλακτώδη βότανα, * ὡς ὑπνώδη τρῶγε τα, *
καὶ θὰ κοιμᾶσ᾽ ἀμέριμνος * ὕπνον Βαρούχιον, *
δυὸ μῆνες μὴ ξυπνήσεις * ἔχεις μεγάλο διάφορο.
Τὰ φουρνιστὰ γὰρ ἄπαντα, * εἶνε καλοχώνευτα, *
ἀρνάκια χῆνες μάλιστα * καὶ γαλατόπιτες, *
καὶ παραγεμισμένες * κουρκάνες, καλὴν ὄρεξιν. *
Ὁπόταν θὲς νὰ κάθησε * νὰ τρῶς αὐτὰ ποὺ εἴπαμε *
νὰ προσκαλεῖς τὸν φίλο μας, * τὸν πατέρα Κύριλλον, *
χωρὶς ἀμφιβολία * συντείνει στὴν ὑγεία σου.
Τὰ φαγητὰ τὰ νόστιμα, * τὰ φθονοῦν οἱ δαίμονες, *
καὶ ἀγριεύουν βλέποντες * νὰ τρῶς μὲ ἄνεσιν, *
καὶ προσπαθοῦν μὲ δόλους, * νὰ σὲ χαλοῦν τὴν ὄρεξιν.
Ἂν τοὺς ἰδῆς ποὺ ἔρχονται, * κάμε τὸν τρελλὸν εὐθύς, *
σήκω ἐπάνω χόρευε * πέτα τὴν σκούφιαν σου *
πέταξε καὶ τὰ ροῦχα, * καὶ θὰ γελοῦν - νὰ φεύγουνε.
Ἐὰν φυλάξης ἄνωθεν, * ὅλα ὅσα εἴπαμεν, *
μήτε ὁ Χάρος ἔρχεται, * μήτε θὰ βρῆ καιρόν, *
ἂν τύχει καὶ νὰ ἔλθη * ἀρχίνα πήδα, χόρευε.
Ἂν γίνεις ἑκατὸ χρονῶν, * γράψ᾽ τὴν διαθήκην σου, *
ἐὰν σὲ βροῦν τ᾽ ἀνάσκελα, * ἂς λογαριάσουνε, *
τὰ μπρούμητα ἂν σ᾽ εὕρουν, * ἂς βάλουν καὶ διάφορον.
Μαβροχάβιαρο καλό
(Τὸν Προφ. Ἰωνᾶν)
Μαυροχάβιαρο καλό, * πάρε δράμια ἑκατό, *
κάμε τὸ σαλατικό * πάρε καὶ ψωμὶ ζεστό, *
ἀξίζει γάρ, * κι ἑβδομήντα κι ὀγδοήκοντα.
Καὶ λαυράκι ἂν εὑρῆς * μιάμισι ὀκὰ σχεδόν, *
καὶ ταζέδικον καλόν, * κάμε το εὐθὺς ψητόν, *
μὲ σάλτσα γάρ, * θὲ νὰ βλέπης κι εἰς τὸν ὕπνον σου.
Τὸ κεφάλι τοῦ ροφοῦ * ἐὰν εἶνε ζωντανό, *
εὐθὺς κάμε το βραστό, * εἶν᾽ τὸ μόνον θαυμαστό, *
μιὰ τρέλλα γάρ, * καθίστε φίλοι νὰ τὸ πλακώσωμεν.
Μὴ φοβᾶσαι νὰ πρησθῆς, * κάμε χώνεψιν εὐθύς, *
τὰ μπρούμητα, * τὰ νῶτα ἄνω, καὶ ἀλαφρώνεσαι.
Στρείδια, μύδια, ἀχιουνιούς, * χτένια πίνες καὶ σουπιές, *
καλαμάρια, ἀστακοὺς * καὶ γαρίδες ζωντανές, *
μεζέδες γάρ, * καὶ μὲ ὑγείαν νὰ τὰ χωνεύητε.
Τὰ τοιαῦτα φαγητά, * τραβοῦν ἄμετρο κρασί, *
ἀλλὰ θέλει προσοχή, * νὰ μὴ γίνωμεν στουπί, *
καὶ τότε γάρ, * ἀνάγκη πᾶσα νὰ τραγουδήσωμεν.
Ἄσπρον γάιδαρο νὰ βρῆς, * μισιργιώτικον καλόν, *
δὸς πεντήκοντα φλωριά, * καὶ ἀγόρασον αὐτό, *
καὶ τρέχα γάρ, * νὰ τὰ χωνεύσης ὅλα μὲ ἄνεσιν.
Ἡ Κοκκοροδίκη
(Ὁ ἐξ ὑψίστου κληθείς)
Ἱερεὺς τις τὴν κλῆσιν Ἰωάσαφ, *
εἶχε μαῦρον κόκκορα ἔνδον τοῦ οἴκου αὐτοῦ, *
ὅνπερ ἠγάπα ὡς τέκνον του, * μόνον καὶ μόνον, *
ἵνα ἀκούει τὴν μελωδίαν του, *
φθόνῳ δὲ τοῦ ὄφεως αἴφνης ἀπώλετο, *
ἀφανὴς ὅλος γενόμενος, * πρόξενος λύπης, *
ἥτις ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν του, *
εἰς τόσον ὥστε μείνας ἄσιτος, * ἐκ τῆς πολλῆς ἀθυμίας του, *
προτιμῶν ἔτι μᾶλλον, * τοῦ θανεῖν ὑπὲρ τὸν κόκκορα.
Τὴν ἐπιοῦσαν ἰδὼν ἀπὸ μακρόθεν, *
ἕνα μαῦρο κόκκορα περιφερόμενον, *
καὶ προσελθών ἀνεκραύγαζε, * τοῖς πᾶσι λέγων, *
συγχάρητέ μοι φίλοι πανπόθητοι *
εὗρον τὸν ποθούμενον ὅνπερ ἀπώλεσα, *
καὶ κυνηγῶντας τὸν ἔφθασεν, * ἐντὸς τοῦ κήπου, *
τοῦ τῶν Σεϊμένηδων τῶν ἀπέναντι, *
ὅν συλλαβῶν ἐνηγκαλίσατο, * κατεφίλει θερμῶς ὡς ἐνόμιζεν, *
ὅτι οὗτος ὑπάρχει, * ἀλλ᾽ ἐψεύσθη ὁ ταλαίπωρος.
Εἰς τὴν σκηνὴν τῆς στιγμῆς ταύτης ἐπέστη *
ἄνωθεν ὁ Ἄνθιμος ζητῶν τὸν κόκκορα, *
καὶ προσελθὼν ἀνεκραύγαζε * τοῖς ἐπιστάταις *
τὸν κόκκορά μου ἀδίκως ἤρπασαν, *
τότε τοὺς Σεϊμένηδες προσεπιτάττουσιν, *
ὅπως ταχέως ἀνέλθωσι, * φέρουσιν ἄμα *
τὸν Ἰωάσαφ ὡς καὶ τὸν κόκκορα, *
μετὰ πολλῆς δὲ συζητήσεως, * ἐπιτέλους ἐγνώσθη τὸ δίκαιον, *
καὶ ἡ κοκκοροδίκη, * πέρας εἴληφε θαυμάσιον.
Οὗτος ὁ τρόπος τῆς δίκης τοῦ κοκκόρου, *
πρὸς χάριν ἐκφράσωμεν κατὰ τὸν πόθον ὑμῶν, *
ὅπως δεόντως δοξάσητε, * τοὺς ἐπιστάτας, *
οἵτινες ὄντως σοφία κρείττονι, *
παρόμοιοι ὤφθησαν τοῦ Σολομῶντος αὐτοῦ,
κρίσιν δικαίαν προκρίναντες, * ἵνα ἀφήσουν, *
ὅλως ἐλεύθερον τὸν ποθούμενον, *
ὅν καὶ εὐθέως ἀπολύσαντες, * ὁ δὲ ἐπάρας τὰς πτέρυγας *
μεταρσίως μετέβη, * στὸν αὐθέντη του τὸν Ἄνθιμον.
Ἡ γατοδίκη
(Οἶκος τοῦ Εὐφραθᾶ)
Βλάχος τις Ἱερεύς, * ἀγόρασε καλύβην, * εἰς ἤν ὑπῆρχε γάτος *
ὅς αἴφνης ἀπωλέσθη, * πρόξενος λύπης γέγονεν.
Ἐννόησεν εὐθύς, * ὁ βλάχος τὴν ἀπάτην, * ὅτι ὁ γάτος ἤρθη *
ἐκ μέσου τῆς καλύβης, * ἀπὸ τὸν πρώην κάτοικον.
Ἔδραμε παρευθύς, * εἰς τὴν ἐπιστασίαν * εἰς ἤν ἐξιστορήσας, *
μὲ λύπην του μεγάλην, * τοῦ γάτου τὴν ἀπώλειαν.
Ὡς ἤκουσαν εὐθύς, * οἱ ἐπιστάται ταῦτα, * ἔστειλαν τὸν Σεϊμένην, *
νὰ φέρει ὅσον τάχος, * τοῦ βλάχου τὸν ἀντίδικον.
Ἔφθασεν ὁ ρηθείς, * λέγ᾽ ἡ ἐπιστασία, * νὰ δώσει χωρὶς ἄλλο, *
τὸν γάτον εἰς τὸν βλάχον, * χωρὶς καμμίαν πρόφασιν.
Παρακαλῶ πολὺ * ἅγιοι ἐπιστάται, * ἐγὼ δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, *
ἐπώλησα καλύβην, * ἀλλὰ χωρὶς τὸν γάτον μου.
Δὲν εἶχα μὲ αὐτὸν, * καμμίαν συμφωνίαν, * γιὰ νὰ τὸν παραδώσω, *
τὸν γάτον τὸν ὁποῖον * ἀνέθρεψα ὡς τέκνον μου.
Ὁ βλάχος μὲ φωνάς, * μεγάλη ἀδικία, * ἅγιοι ἐπιστάται, *
καλύβα χωρὶς γάτον * ἀκόμη δὲν ἠκούσθηκε.
Μεγάλη εἰς ἐμέ, * ἡ ἀδικία αὕτη, * ἅγιοι ἐπιστάται, *
πάρτε καὶ τὸ κλειδί μου, * πάρτε καὶ τὴν καλύβα μου.
Εἷς τῶν ἐπιστατῶν, * ὑπέσχετο νὰ δώσει, * τὸν ἰδικόν του γάτον, *
ὅμοιον ὡς τὸν ἄλλον, * κι ἡ γατοδίκη ἔπαυσεν.
Αὗται αἱ ἀρεταὶ * τῶν νῦν ἐνασκουμένων, * γιὰ γάτους γιὰ κοκκόρους, *
γιὰ πέτρες γιὰ πουρνάρια, * ἀλλήλοις διαμάχονται.
Λέγουσι δὲ τινές, * τῶν εἰδημονεστέρων, * ὡς τὶ γὰρ χρησιμεύει *
ἡ διαρκὴς Κοινότης, * ὅμως πολὺ λανθάνονται.
Εὐφορία κολοκυνθίων
(Ὅ ἐξ ὑψίστου κληθεῖς)
Ὁ κηπουρός μας χαρὰν μεγάλην ἔχει, *
πῶς φέτος ἐπλήθυναν τὰ κολοκύθια του *
καὶ λογαριάζει θὰ τρώγωμεν * ἐννέα μῆνας, *
πρωὶ καὶ βράδυ θὰ τραπεζώνωμεν, *
ὥστε θὲ νὰ ἔχωμεν ὑγείαν πάντοτε, *
θὰ καθαρίσουν τὰ μάτια μας * καὶ θὰ μετροῦμεν, *
τὸ μεσημέρι τ᾽ ἄστρα ἀνάσκελα, *
θὰ μαλακώσουν καὶ τὰ κόκκαλα, *
καὶ τὰ μυαλά μας θὰ εἶν᾽ ἐλαφρότερα, *
οἱ κοιλιές μας φανάρι, * ὁ δὲ νοῦς κολοκυθόφωτος.
Τὴν Κυριακὴν ἀρχινᾶν τὰ κολοκύθια, *
Δευτέραν φασούλια μὲ τὰ λεμόνια τους, *
τὴν Τρίτη πράσσα μὲ σέλινα, * τὴν δὲ Τετράδην, *
κουκιὰ μὲ ρίγανη θρεπτικότατα *
τὴν Πέμπτην πληγούριον μετὰ παχιὰ μπουρανὶ *
Παρασκευὴν τὰ ψαρούκια * κοιλιὰ φανάρι, *
τῷ δὲ Σαββάτῳ διὰ ἀνάπαυσιν, *
τὸν μπακαλάον τὸν Μαλτέζικον, *
τὸ δὲ ἑσπέρας ἀντίδια νερόβραστα *
ἤ τυχὸν λαχανίδες, * πρὸς ἐλάφρωσιν τοῦ στόμαχος. *
Οἱ σεισμοὶ τῆς Προικονήσου
(Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου)
Ὅτε πρὸ τριῶν ἐτῶν σχεδόν, *
παρὰ τῆς Μονῆς ἀπεστάλην * εἰς τὴν Προικόνησον, *
μέγα τὸ δυστύχημα πάσης τῆς νήσου αὐτῆς, *
φοβεροὶ τρομερώτατοι * σεισμοὶ καθ᾽ ἑκάστην, *
φόβος ἀπροσδόκητος πάντας κατέλαβεν, *
ὅθεν καὶ οἱ κάτοικοι πάντες, *
ἐξελθόντες ἔντρομοι ἔξω, *
καὶ τὴν συμφορὰν θρηνολογούμενοι.
Τότε καὶ ἐγὼ συναντηθείς, *
μετὰ τοῦ Δεσπότου τῆς νήσου * καὶ συσκεπτόμενοι, *
ποῦ νὰ καταφύγωμεν ἐκ τῆς τοιαύτης ὀργῆς, *
ὡς οὐδὲν ἄλλο εὕρομεν * μέσο σωτηρίας, *
εἰ μὴ ἐν ἑνὶ Βουτζὶ ἔνθα κατέκειτο *
ἔνδον τῆς αὐλῆς ἐν αὐτῷ γάρ, *
εἰσελθόντες φέροντες ἅμα, *
δύο δαμιτζάνες μαστιχόρακον.
Ἔφερε προσέτι στὸ Βουτζί, *
ἡ Πανιερότης του ἕνα * λαμπρὸν τουφέκιον *
ὅπερ ἐσυνήθιζε νὰ ἔχει πάντοτε,
μὲ αὐτὸ ἀπεσόβιζε * τοὺς φόβους καὶ τρόμους, *
θάρρος τὸν ἐνέπνεε καὶ ἀνεπαύετο, *
ὅθεν μὲ αὐτὸ τὸ τουφέκι, *
καὶ τὶς ταμιτζάνες ταῖς δύο, *
τοὺς σεισμοὺς οὐδόλως ἐψηφίσαμεν. *
Δύο ἑβδομάδες στὸ Βουτζί, *
βαθμηδὸν τὴν μιὰν δαμιτζάναν, * τὴν πλησιάσαμεν *
οἱ σεισμοὶ δὲν ἔπαυσαν οὔτε ἡμεῖς τὸ ρακί, *
καὶ ὁσάκις ἐσείετο, * τὸ Βουτζὶ ὁλίγον, *
ὁ Δεσπότης ἔντρομος εὐθὺς ἐγείρετο, *
πάλιν τὸ ποτήρι γεμίζων, *
τσούζων καὶ φωνάζων καὶ τρέμων *
μέγας ὁ σεισμὸς Πάτερ μου Κύριλλε.
Πάλιν οἱ σεισμοὶ ἀκολουθοῦν *
πέρασαν τριάντα ἡμέραι, * ἡμεῖς ἐντὸς τοῦ Βουτζί, *
ὅπερ θεωρούσαμεν ὡς σωστικὴν Κιβωτόν, *
ἀνεπαύθημεν ἄριστα, * τσούζοντες συγχρόνως, *
καὶ τὸ μαστιχόρακον μὲ γενναιότητα, *
ὅθεν ἐξελθόντες ἀφόβως, *
ἔφυγον οἱ φόβοι καὶ τρόμοι, * καὶ οἱ δαμιτζάνες ἐτελείωσαν. *
Νέφος σχηματίσθη στὸ Βουτζί, *
ἀπὸ τὸν καπνὸν τὰ τσιγάρα * ὅπου τραβούσαμεν *
δὲν ἐγνωριζόμεθα ἀπ᾽ τὸν καπνὸν τὸν πολύν, *
σὰν καμίνι ἐφαίνετο, * κόλασις δευτέρα, *
σχεδὸν ἄλλος τάρταρος • ψηλαφητός, φοβερός, *
ὅμως ὑγιῶς ἐξελθόντες, *
θαύμαζον καὶ πάντες οἱ φίλοι, *
εἰς τὸ τοῦ Βουτζιοῦ τὸ καταφύγιον.
Ἡ λιτανεία
(Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου)
Πᾶσι εἶνε φίλτατοι γνωστόν, *
πῶς αἱ λιτανεῖαι συνήθως * ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ *
εἰς ἡμέραν εὔδιον, νὰ διορίζονται, *
μὲ κοινὴν εὐχαρίστησιν, * καὶ μεθ᾽ εὐλαβείας, *
ἕκαστος κινούμενος ἀκολουθεῖ ἐν αὐτῇ *
ὅταν * τοὐναντίον συμβαίνει *
βροχεροὺς ἀνέμους καὶ ψῦχος, * βλαβερὰ ἡ ἔξοδος καθίσταται.
Ὥσπερ τοῦ Πρωτάτου καὶ ἐχθές, *
θυελλώδης οὖσα ἡμέρα * καὶ ἀκατάστατος, *
ἐνεκρίθη εὔλογος ἡ ταύτης ἔξοδος, *
λιτανεία ἐπίσημος * μὲ Ἀρχιερέα, *
Ἱερεῖς διάκονοι μὲ τὰς χρυσὰς τὰς στολάς, *
πᾶς τις * φαντασθῆτε τὴν θέαν, *
ἥν ἀδυνατῶ παραστῆσαι, * φώναζεν ὁ ὄχλος μὴ χειρότερα.
Ψῦχος καὶ ἀέρας καὶ βροχή, *
τρία ἐναντία στοιχεῖα * κατεξανέστησαν *
ἅ οἱ ἐπιστάται μας οὐκ ἐβλαβήθησαν, *
ἡ βροχὴ ἀδιάκοπος * ὅλοι σὰν τὶς πάπιες, *
ἔπιναν καὶ ἔκραζαν τὸ μὴ χειρότερα, *
ὅτε * καὶ οἱ ψάλται ὁσάκις, *
ἔψαλλαν τὸ εἰς πολλὰ ἔτη, * ὁ Δεσπότης μέσ᾽ τὴν λάσπην μὲ τὸν σάκον του.
Τὶ σπαραξικάρδιος σκηνή, *
μέσα στὰ νερὰ πλάτσα πλούτσα, * καὶ ἡ φυλλάδα αὐτή, *
μούσκεψε καὶ κόλλησαν ὅλα τὰ φύλλα αὐτῆς, *
λυπηρὸν ὄντως θέαμα, * ἅμα καὶ γελοῖον, *
τὰ κάρβουνα ἔπλεον στὰ θυμιατὰ στὸ νερόν. *
Τὶς νὰ * παραστήσει τὴν θέαν, *
ἔτρεχεν ὁ κόσμος νὰ εὕρη, * σόμπες καὶ φωτιὲς νὰ τὰ στεγνώσουνε.
Ὁ Πρωτεπιστάτης τῆς σκηνῆς *
ἐκ τῆς Ἱερᾶς Σεβασμίας * Βατοπεδίου Μονῆς, *
ἐκ τῶν εὐλαβεστέρων τε Προηγουμένων αὐτῆς *
Διονύσιος φίλος μας * πίστει τε καὶ ζήλῳ, *
Θερμανθεῖς διέταξεν, τὴν ταύτης ἔξοδον, *
ὅθεν * διὰ χάριν τοῦ ζήλου *
καὶ θερμῆς αὐτοῦ εὐλαβείας, * τὴν παπάραν ταύτην τὴν ἐφάγαμεν.
Ἐκάθησεν ὁ μπεκρῆς
(Ἰλάσθητί μοι Σωτήρ)
Ἐκάθησεν ὁ μπεκρῆς * τοῦ βαρελίου ἀπέναντι, *
στενάζει καὶ ἐκβοᾶ, * κανάτα ἐλέησον, *
καὶ σὺ ποτηράκι μου * πλῆρες μὲ κρασάκι, *
κέρασε με τὸν ταλαίπωρον.
¹ ἤ: πάντοτε
agioritikesmnimes
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ