2019-10-01 20:00:38
Για τα λάθη που οδήγησαν στον εκτροχιασμό του ελληνικού προγράμματος μίλησε χθες το βράδυ στο London School of Economics ο Πόουλ Τόμσεν.
Οπως ανέφερε, η αρχική εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα επέστρεφε στα προ κρίσης επίπεδα σε οκτώ χρόνια (όπως συνέβη στις ΗΠΑ την εποχή της Μεγάλης Υφεσης). «Τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα», είπε. «Σήμερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ακόμα 22% χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα», με προοπτικές επανόδου στα προ κρίσης επίπεδα το 2031-33. «Συνεπώς, έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε...».
Ο κ. Τόμσεν είπε ότι το ΔΝΤ ήδη από το 2012 ζητούσε χαμηλότερα πλεονάσματα. Η ελληνική κυβέρνηση τότε, είπε, «συμπαρατασσόταν με τους Ευρωπαίους υπέρ υψηλότερων πλεονασμάτων, θέλοντας να τους εντυπωσιάσει με την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα». Και συνέχισε: «Ο εκνευρισμός μας ήταν πολύ μεγαλύτερος πιο πρόσφατα, όταν η πρότασή μας για συνταξιοδοτικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, που θα δημιουργούσαν τον χώρο για φιλοαναπτυξιακές δαπάνες, παρουσιάστηκαν ως αίτημα για περισσότερη λιτότητα.
Η κυβέρνηση μάλιστα υπερέβαινε εσκεμμένα τον στόχο του πλεονάσματος για να δείξει στους Ευρωπαίους ότι δεν χρειάζεται να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που προτείναμε».
Σύμφωνα με τον διευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, το μέγεθος του πρωτογενούς ελλείμματος το 2009 (πάνω από 10% του ΑΕΠ) «ήταν τέτοιο που καμία μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους δεν θα απάλλασσε τη χώρα από μια τραυματική δημοσιονομική προσαρμογή».
Ο κ. Τόμσεν χαρακτήρισε το μέγεθος της λιτότητας που περιλάμβανε το πρώτο πρόγραμμα «φιλόδοξο, ειδικά δεδομένου του ιστορικού της Ελλάδας στην εφαρμογή πολιτικών... αλλά ένα λιγότερο φιλόδοξο μονοπάτι θα απαιτούσε περισσότερη χρηματοδότηση», για την οποία «δεν υπήρχε καθόλου πολιτική υποστήριξη».
Οπως ισχυρίστηκε, το Ταμείο ήδη προβληματιζόταν «από το 2011-12» ότι οι περικοπές έπλητταν δυσανάλογα την ανάπτυξη και τη δυνατότητα του δημόσιου τομέα να παρέχει βασικές υπηρεσίες. Αντιστοίχως, όπως είπε, οι αυξήσεις ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών που επιβάλλονταν σε μία πολύ στενή φορολογική βάση «οδήγησαν σε δραματική επιδείνωση της φορολογικής συμμόρφωσης, από 65% το 2010 στο 41% το 2017». Το κλειδί του προβλήματος διαχρονικά, σύμφωνα με την ανάλυσή του, ήταν η απροθυμία επιβολής σημαντικών μειώσεων της δημόσιας δαπάνης για τις συντάξεις και διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. «Η Ελλάδα εξακολουθεί να παρέχει συντάξεις εφάμιλλες με αυτές πιο εύπορων ευρωπαϊκών κρατών χωρίς το ίδιο επίπεδο φορολόγησης της μεσαίας τάξης που επιβάλλουν τα κράτη αυτά», τόνισε.
Ο κ. Τόμσεν μίλησε επίσης για το πώς ελήφθη η απόφαση να συμμετάσχει το Ταμείο στη διάσωση της Ελλάδας. Αναφερόμενος στον κανονισμό του Ταμείου που δεν επέτρεπε τον δανεισμό σε μέλη των οποίων το χρέος δεν ήταν εξασφαλισμένα βιώσιμο, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί κάτι τέτοιο για την Ελλάδα. Λόγω του ευρύτερου συστημικού κινδύνου, ωστόσο, όπως είπε, «αποφασίσαμε να αλλάξουμε τον κανονισμό». Σχετικά με τη συμμετοχή του Ταμείου στη διαχείριση της ευρω-κρίσης, σημείωσε ότι «δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία ότι έπρεπε να εμπλακούμε». Σε ερώτηση του καθηγητή του LSE Κέβιν Φέδερστοουν αν ήταν άδικο να κατηγορηθεί η Ελλάδα για μη ιδιοκτησία προγραμμάτων που ήταν τόσο απαιτητικά, ο κ. Τόμσεν αναγνώρισε το ειδικό μέγεθος του ελληνικού προβλήματος. Παρατήρησε, όμως, ότι «όταν το πρόγραμμα πολύ γρήγορα γίνεται αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που τα κατεστημένα συμφέροντα αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις».
Ο κ. Τόμσεν διέψευσε ότι ο ίδιος ή η τρόικα είχαν ζητήσει την απόλυση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων («ο αριθμός ήταν θεαματικά χαμηλότερος και οι απολύσεις αυτές ούτως ή άλλως δεν έγιναν ποτέ»). Πάντως, όπως παραδέχθηκε, έμαθε με επώδυνο τρόπο μέσα από την εμπειρία του στο Ταμείο, πως «τέτοιου είδους διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προέλθουν μόνο από μέσα. Δεν μπορείς να τις επιβάλεις από έξω, απλά και μόνον επειδή μία χώρα έχει απεγνωσμένη ανάγκη χρημάτων».
greece-salonikia
Οπως ανέφερε, η αρχική εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα επέστρεφε στα προ κρίσης επίπεδα σε οκτώ χρόνια (όπως συνέβη στις ΗΠΑ την εποχή της Μεγάλης Υφεσης). «Τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα», είπε. «Σήμερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας είναι ακόμα 22% χαμηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα», με προοπτικές επανόδου στα προ κρίσης επίπεδα το 2031-33. «Συνεπώς, έχουμε πολλές εξηγήσεις να δώσουμε...».
Ο κ. Τόμσεν είπε ότι το ΔΝΤ ήδη από το 2012 ζητούσε χαμηλότερα πλεονάσματα. Η ελληνική κυβέρνηση τότε, είπε, «συμπαρατασσόταν με τους Ευρωπαίους υπέρ υψηλότερων πλεονασμάτων, θέλοντας να τους εντυπωσιάσει με την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα». Και συνέχισε: «Ο εκνευρισμός μας ήταν πολύ μεγαλύτερος πιο πρόσφατα, όταν η πρότασή μας για συνταξιοδοτικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, που θα δημιουργούσαν τον χώρο για φιλοαναπτυξιακές δαπάνες, παρουσιάστηκαν ως αίτημα για περισσότερη λιτότητα.
Η κυβέρνηση μάλιστα υπερέβαινε εσκεμμένα τον στόχο του πλεονάσματος για να δείξει στους Ευρωπαίους ότι δεν χρειάζεται να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που προτείναμε».
Σύμφωνα με τον διευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος του Ταμείου, το μέγεθος του πρωτογενούς ελλείμματος το 2009 (πάνω από 10% του ΑΕΠ) «ήταν τέτοιο που καμία μορφή αναδιάρθρωσης του χρέους δεν θα απάλλασσε τη χώρα από μια τραυματική δημοσιονομική προσαρμογή».
Ο κ. Τόμσεν χαρακτήρισε το μέγεθος της λιτότητας που περιλάμβανε το πρώτο πρόγραμμα «φιλόδοξο, ειδικά δεδομένου του ιστορικού της Ελλάδας στην εφαρμογή πολιτικών... αλλά ένα λιγότερο φιλόδοξο μονοπάτι θα απαιτούσε περισσότερη χρηματοδότηση», για την οποία «δεν υπήρχε καθόλου πολιτική υποστήριξη».
Οπως ισχυρίστηκε, το Ταμείο ήδη προβληματιζόταν «από το 2011-12» ότι οι περικοπές έπλητταν δυσανάλογα την ανάπτυξη και τη δυνατότητα του δημόσιου τομέα να παρέχει βασικές υπηρεσίες. Αντιστοίχως, όπως είπε, οι αυξήσεις ήδη υψηλών φορολογικών συντελεστών που επιβάλλονταν σε μία πολύ στενή φορολογική βάση «οδήγησαν σε δραματική επιδείνωση της φορολογικής συμμόρφωσης, από 65% το 2010 στο 41% το 2017». Το κλειδί του προβλήματος διαχρονικά, σύμφωνα με την ανάλυσή του, ήταν η απροθυμία επιβολής σημαντικών μειώσεων της δημόσιας δαπάνης για τις συντάξεις και διεύρυνσης της φορολογικής βάσης. «Η Ελλάδα εξακολουθεί να παρέχει συντάξεις εφάμιλλες με αυτές πιο εύπορων ευρωπαϊκών κρατών χωρίς το ίδιο επίπεδο φορολόγησης της μεσαίας τάξης που επιβάλλουν τα κράτη αυτά», τόνισε.
Ο κ. Τόμσεν μίλησε επίσης για το πώς ελήφθη η απόφαση να συμμετάσχει το Ταμείο στη διάσωση της Ελλάδας. Αναφερόμενος στον κανονισμό του Ταμείου που δεν επέτρεπε τον δανεισμό σε μέλη των οποίων το χρέος δεν ήταν εξασφαλισμένα βιώσιμο, δήλωσε ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί κάτι τέτοιο για την Ελλάδα. Λόγω του ευρύτερου συστημικού κινδύνου, ωστόσο, όπως είπε, «αποφασίσαμε να αλλάξουμε τον κανονισμό». Σχετικά με τη συμμετοχή του Ταμείου στη διαχείριση της ευρω-κρίσης, σημείωσε ότι «δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία ότι έπρεπε να εμπλακούμε». Σε ερώτηση του καθηγητή του LSE Κέβιν Φέδερστοουν αν ήταν άδικο να κατηγορηθεί η Ελλάδα για μη ιδιοκτησία προγραμμάτων που ήταν τόσο απαιτητικά, ο κ. Τόμσεν αναγνώρισε το ειδικό μέγεθος του ελληνικού προβλήματος. Παρατήρησε, όμως, ότι «όταν το πρόγραμμα πολύ γρήγορα γίνεται αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που τα κατεστημένα συμφέροντα αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις».
Ο κ. Τόμσεν διέψευσε ότι ο ίδιος ή η τρόικα είχαν ζητήσει την απόλυση 150.000 δημοσίων υπαλλήλων («ο αριθμός ήταν θεαματικά χαμηλότερος και οι απολύσεις αυτές ούτως ή άλλως δεν έγιναν ποτέ»). Πάντως, όπως παραδέχθηκε, έμαθε με επώδυνο τρόπο μέσα από την εμπειρία του στο Ταμείο, πως «τέτοιου είδους διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προέλθουν μόνο από μέσα. Δεν μπορείς να τις επιβάλεις από έξω, απλά και μόνον επειδή μία χώρα έχει απεγνωσμένη ανάγκη χρημάτων».
greece-salonikia
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΙΝΣΕΤΕ: Στα 16 εκατ. οι τουρίστες στο 8μηνο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ