2019-10-08 11:07:28
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε και η επιστημονική κοινότητα έχει καταγράψει στοιχεία
που βοήθησαν στον μετέπειτα αντισεισμικό κανονισμό, ωστόσο, υπάρχουν και κινήσεις που η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει όπως για παράδειγμα ο αντισεισμικός έλεγχος χιλιάδων δημόσιων κτιρίων
Κομβικό σημείο για την αντισεισμική πολιτική και την έρευνα πάνω στους σεισμούς αποτέλεσαν οι δυο ισχυρές σεισμικές δονήσεις του 1999 σε Τουρκία και Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ιζμίτ στις 17 Αυγούστου με μέγεθος 7,6 Ρίχτερ και στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ.
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε και η επιστημονική κοινότητα έχει καταγράψει στοιχεία που βοήθησαν στον μετέπειτα αντισεισμικό κανονισμό, ωστόσο, υπάρχουν και κινήσεις που η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει όπως για παράδειγμα ο αντισεισμικός έλεγχος χιλιάδων δημόσιων κτιρίων.
Ο σεισμός της Αθήνας σύμφωνα με Έλληνες επιστήμονες στάθηκε αφορμή για να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο για τον αντισεισμικό κανονισμό, δόθηκαν χρήματα για έρευνες και χαρτογράφηση ρηγμάτων, αλλά 20 χρόνια μετά ο έλεγχος σε κτίρια είναι ελλιπέστατος όπως οι ίδιοι επισημαίνουν.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου σε συνέδριο μηχανικών η καθηγήτρια σεισμολογίας Αναστασία Κυρατζή παρουσίασε μελέτη για το τι έγινε και τι δεν έγινε τα 20 χρόνια που έχουν ακολουθήσει από τον φονικό σεισμό της Αθήνας του 1999 όπου έχασαν τη ζωή τους 143 άτομα. «Τα τελευταία 20 χρόνια έγιναν σημαντικά βήματα στην χώρα μας στην επιστήμη της Σεισμολογίας και της Τεχνικής Σεισμολογίας, σε ό,τι αφορά τις υποδομές, την διάθεση ανοιχτών δεδομένων, την προαγωγή της επιστημονικής γνώσης, αλλά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες, προς την κοινωνία και την Πολιτεία. Ως θετικό βήμα καταγράφεται η ενοποίηση όλων των δικτύων, σεισμολογικών και επιταχυνσιογράφων, και, ως ακόμα θετικότερο, η παροχή ελεύθερης πρόσβασης στα πρωτογενή δεδομένα».
Όπως είπε στο protothema.gr ο καθηγητής σεισμολογίας Κώστας Παπαζάχος: «ο σεισμός της Αθήνας αποτέλεσε την αφορμή για να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο για τον αντισεισμικό κανονισμό. Από τότε όμως εδώ και 20 χρόνια αυτό το πλαίσιο δεν έχει αλλάξει και νέα δεδομένα που αποκτήσαμε δεν έχουν ενσωματωθεί. Ταυτόχρονα η πολιτεία συνειδητοποίησε ότι πρέπει να κοιτάξει την σεισμική έρευνα και τα δίκτυα και εξαιτίας τους σεισμού της Αθήνας του 1999 ενοποιήθηκαν τα σεισμολογικά δίκτυα. Υπήρξε δηλαδή ανάπτυξη και ενίσχυση των δικτύων. Ο ΟΑΣΠ μετά το σεισμό του 1999 ενισχύθηκε με χρήματα και προκήρυξε και εφάρμοσε πολλά ερευνητικά προγράμματα. Σήμερα όμως ο ΟΑΣΠ και λόγω της οικονομικής κρίσης δεν έχει πόρους και σήμερα δεν μπορεί να πάρει στοιχειώδη μέτρα όπως η συντήρηση και λειτουργία σεισμολογικών δικτύων, ενώ και ο αντισεισμικός κανονισμός δεν έχει επικαιροποιηθεί».
Από την πλευρά του ο σεισμολόγος κ. Αθανάσιος Γκανάς επισήμανε ότι: «Η Ελλάδα μετά το 1999 άλλαξε τον αντισεισμικό κανονισμό προς το καλύτερο. Υπάρχει μια αναθεώρηση του αντισεισμικού κανονισμού ο οποίος είναι βελτιωμένος σε σχέση με εκείνον του 1984. Επιστημονικά ωφεληθήκαμε πάρα πολύ. Με τα χρήματα που δόθηκαν χαρτογραφήθηκαν τα ρήγματα τη Πάρνηθας σε πολύ μεγάλες κλίμακες και έγιναν και σεισμολογικές έρευνες σε κάποιες υποδομές». Ο καθηγητής Αντισεισμικών κατασκευών Παναγιώτης Καρύδης ανέφερε ότι 20 χρόνια μετά τον φονικό σεισμό της Πάρνηθας δεν έχει γίνει ο απαραίτητος αντισεισμικός έλεγχος σε κτίρια. «Μια από τις μεγάλες ανοιχτές πληγές που μας άφησε ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999 είναι ότι μέχρι σήμερα 20 χρόνια μετά δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος σε δημόσια κτίρια, ενώ σε 10.000 περίπου κτίρια οι ζημιές δεν επιδιορθώθηκαν όπως θα έπρεπε. Μετά τον μεγάλο σεισμό της Πάρνηθας εκδόθηκε υπουργική απόφαση για έλεγχο όλων των κτηρίων Δημοσίου συμφέροντος στη χώρα μας τα οποία είναι περίπου 80.000. Από αυτά έχουν ελεγχθεί μόνο 16.000 μέχρι σήμερα και μιλάμε μόνο για οπτικό έλεγχο. Όχι για λεπτομερή αναλυτικό έλεγχο. Άρα ελέγχονται ας πούμε 1000 κτήρια το χρόνο σημαίνει ότι για τα υπόλοιπα 64.000 κτίρια πρέπει να περάσουν άλλα 64 χρόνια».
Κι αν στην Αθήνα το μεγαλύτερο θέμα 20 χρόνια μετά το σεισμό της Πάρνηθας είναι ο αντισεισμικός έλεγχος κτιρίων στην Τουρκία 20 χρόνια μετά τον φονικό σεισμό στο Ιζμίτ το μόνο που προχώρησε ήταν το επιστημονικό κομμάτι. Όπως είπε στο protothema.gr ο κ. Παπαζάχος: «Στην Τουρκία δεν έγιναν τόσο θεαματικές αλλαγές. Η πολιτεία εκεί διαπίστωσε ότι η περιοχή που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας είναι ευάλωτο σε έναν ισχυρό σεισμό. Έτσι μετά το Ιζμίτ δόθηκαν χρήματα και ευρωπαικά κονδύλια ώστε να ενισχυθούν ερευνητικά προγράμματα. Ενισχύθηκε και χρηματοδοτήθηκε η έρευνα για την αντισεισμική συμπεριφορά και την εκτίμηση σεναρίων πιθανών σεισμών στην Κωνσταντινούπολη.
Όλη αυτή η έρευνα έχει δώσει σημαντικά ευρήματα κυρίως για το ρήγμα της Ανατολίας που είναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη από ότι ήταν το ρήγμα του Ιζμίτ». Σύμφωνα με τον κ. Παπαζάχο τα σενάρια που μελετούνται για γέννηση σεισμών στην Κωνσταντινούπολή είναι πολύ δυσμενή για την Πόλη. Ωστόσο εδώ και 20 χρόνια η ερευνητική γνώση για την Κωνσταντινούπολη και τη θάλασσα του Μαρμαρά έχει αξιοποιηθεί και όχι μόνο από την πλευρά των Τούρκων αλλά και από όλο τον κόσμο για τον αντισεισμικό σχεδιασμό κτιρίων. Ωστόσο στη γείτονα χώρα το πρόβλημα με τα περισσότερα κτίρια παραμένει μεγάλο σύμφωνα με τον κ. Παπαζάχο.
«Ο τρόπος που σχεδιάζονται τα κτίρια, η αντισεισμικότητα που πρέπει να έχουν, το εάν είναι παράνομο ή νόμιμο και το εάν η κατασκευή είναι σωστή ή όχι και γενικότερα η κουλτούρα για την αντισεισμική προστασία ειδικά στις πιο φτωχές περιοχές είναι πολύ χαμήλη παρά το ότι έχουν περάσει 20 χρόνια από το Ιζμίτ». Ενώ ο κ. Γκανάς τονίζει όσον αφορά την Τουρκία: «Στην Τουρκία εκμεταλλεύτηκαν στο σεισμό του Ιζμιτ για να προάγουν την επιστημονική βάση τους. Έχουν εργαστεί τα τελευταία 20 χρόνια πάρα πολλές επιστημονικές ομάδες από Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και ΗΠΑ και αυτό έχει βοηθήσει δυο ιδρύματα της Τουρκίας το αντίστοιχο με εμάς Αστεροσκοπείο το ΚΟΕΡΙ και το Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτοί οι δυο φορείς βοηθήθηκαν με χρήματα και προγράμματα πολλών εκατομμυρίων για την έρευνα σε Μαρμαρά και Νικομήδεια. Ωστόσο για την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου θα έλεγα ότι έχουν κάνει ελάχιστα πράγματα.
Η Κωνσταντινούπολη έχει τεράστια προβλήματα αντοχής στο σεισμικό κίνδυνο, έχει μεγάλη τρωτότητα στα κτίρια της και έχουν γίνει ελάχιστες βελτιώσεις σε κτίρια και ειδικά στην περιοχή Αβσιλάρ νότια του κέντρου».
anatakti
που βοήθησαν στον μετέπειτα αντισεισμικό κανονισμό, ωστόσο, υπάρχουν και κινήσεις που η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει όπως για παράδειγμα ο αντισεισμικός έλεγχος χιλιάδων δημόσιων κτιρίων
Κομβικό σημείο για την αντισεισμική πολιτική και την έρευνα πάνω στους σεισμούς αποτέλεσαν οι δυο ισχυρές σεισμικές δονήσεις του 1999 σε Τουρκία και Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ιζμίτ στις 17 Αυγούστου με μέγεθος 7,6 Ρίχτερ και στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου με μέγεθος 5,9 Ρίχτερ.
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε και η επιστημονική κοινότητα έχει καταγράψει στοιχεία που βοήθησαν στον μετέπειτα αντισεισμικό κανονισμό, ωστόσο, υπάρχουν και κινήσεις που η Πολιτεία δεν έχει προχωρήσει όπως για παράδειγμα ο αντισεισμικός έλεγχος χιλιάδων δημόσιων κτιρίων.
Ο σεισμός της Αθήνας σύμφωνα με Έλληνες επιστήμονες στάθηκε αφορμή για να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο για τον αντισεισμικό κανονισμό, δόθηκαν χρήματα για έρευνες και χαρτογράφηση ρηγμάτων, αλλά 20 χρόνια μετά ο έλεγχος σε κτίρια είναι ελλιπέστατος όπως οι ίδιοι επισημαίνουν.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου σε συνέδριο μηχανικών η καθηγήτρια σεισμολογίας Αναστασία Κυρατζή παρουσίασε μελέτη για το τι έγινε και τι δεν έγινε τα 20 χρόνια που έχουν ακολουθήσει από τον φονικό σεισμό της Αθήνας του 1999 όπου έχασαν τη ζωή τους 143 άτομα. «Τα τελευταία 20 χρόνια έγιναν σημαντικά βήματα στην χώρα μας στην επιστήμη της Σεισμολογίας και της Τεχνικής Σεισμολογίας, σε ό,τι αφορά τις υποδομές, την διάθεση ανοιχτών δεδομένων, την προαγωγή της επιστημονικής γνώσης, αλλά και τις προσφερόμενες υπηρεσίες, προς την κοινωνία και την Πολιτεία. Ως θετικό βήμα καταγράφεται η ενοποίηση όλων των δικτύων, σεισμολογικών και επιταχυνσιογράφων, και, ως ακόμα θετικότερο, η παροχή ελεύθερης πρόσβασης στα πρωτογενή δεδομένα».
Όπως είπε στο protothema.gr ο καθηγητής σεισμολογίας Κώστας Παπαζάχος: «ο σεισμός της Αθήνας αποτέλεσε την αφορμή για να βελτιωθεί το νομικό πλαίσιο για τον αντισεισμικό κανονισμό. Από τότε όμως εδώ και 20 χρόνια αυτό το πλαίσιο δεν έχει αλλάξει και νέα δεδομένα που αποκτήσαμε δεν έχουν ενσωματωθεί. Ταυτόχρονα η πολιτεία συνειδητοποίησε ότι πρέπει να κοιτάξει την σεισμική έρευνα και τα δίκτυα και εξαιτίας τους σεισμού της Αθήνας του 1999 ενοποιήθηκαν τα σεισμολογικά δίκτυα. Υπήρξε δηλαδή ανάπτυξη και ενίσχυση των δικτύων. Ο ΟΑΣΠ μετά το σεισμό του 1999 ενισχύθηκε με χρήματα και προκήρυξε και εφάρμοσε πολλά ερευνητικά προγράμματα. Σήμερα όμως ο ΟΑΣΠ και λόγω της οικονομικής κρίσης δεν έχει πόρους και σήμερα δεν μπορεί να πάρει στοιχειώδη μέτρα όπως η συντήρηση και λειτουργία σεισμολογικών δικτύων, ενώ και ο αντισεισμικός κανονισμός δεν έχει επικαιροποιηθεί».
Από την πλευρά του ο σεισμολόγος κ. Αθανάσιος Γκανάς επισήμανε ότι: «Η Ελλάδα μετά το 1999 άλλαξε τον αντισεισμικό κανονισμό προς το καλύτερο. Υπάρχει μια αναθεώρηση του αντισεισμικού κανονισμού ο οποίος είναι βελτιωμένος σε σχέση με εκείνον του 1984. Επιστημονικά ωφεληθήκαμε πάρα πολύ. Με τα χρήματα που δόθηκαν χαρτογραφήθηκαν τα ρήγματα τη Πάρνηθας σε πολύ μεγάλες κλίμακες και έγιναν και σεισμολογικές έρευνες σε κάποιες υποδομές». Ο καθηγητής Αντισεισμικών κατασκευών Παναγιώτης Καρύδης ανέφερε ότι 20 χρόνια μετά τον φονικό σεισμό της Πάρνηθας δεν έχει γίνει ο απαραίτητος αντισεισμικός έλεγχος σε κτίρια. «Μια από τις μεγάλες ανοιχτές πληγές που μας άφησε ο σεισμός της Πάρνηθας το 1999 είναι ότι μέχρι σήμερα 20 χρόνια μετά δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος σε δημόσια κτίρια, ενώ σε 10.000 περίπου κτίρια οι ζημιές δεν επιδιορθώθηκαν όπως θα έπρεπε. Μετά τον μεγάλο σεισμό της Πάρνηθας εκδόθηκε υπουργική απόφαση για έλεγχο όλων των κτηρίων Δημοσίου συμφέροντος στη χώρα μας τα οποία είναι περίπου 80.000. Από αυτά έχουν ελεγχθεί μόνο 16.000 μέχρι σήμερα και μιλάμε μόνο για οπτικό έλεγχο. Όχι για λεπτομερή αναλυτικό έλεγχο. Άρα ελέγχονται ας πούμε 1000 κτήρια το χρόνο σημαίνει ότι για τα υπόλοιπα 64.000 κτίρια πρέπει να περάσουν άλλα 64 χρόνια».
Κι αν στην Αθήνα το μεγαλύτερο θέμα 20 χρόνια μετά το σεισμό της Πάρνηθας είναι ο αντισεισμικός έλεγχος κτιρίων στην Τουρκία 20 χρόνια μετά τον φονικό σεισμό στο Ιζμίτ το μόνο που προχώρησε ήταν το επιστημονικό κομμάτι. Όπως είπε στο protothema.gr ο κ. Παπαζάχος: «Στην Τουρκία δεν έγιναν τόσο θεαματικές αλλαγές. Η πολιτεία εκεί διαπίστωσε ότι η περιοχή που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας είναι ευάλωτο σε έναν ισχυρό σεισμό. Έτσι μετά το Ιζμίτ δόθηκαν χρήματα και ευρωπαικά κονδύλια ώστε να ενισχυθούν ερευνητικά προγράμματα. Ενισχύθηκε και χρηματοδοτήθηκε η έρευνα για την αντισεισμική συμπεριφορά και την εκτίμηση σεναρίων πιθανών σεισμών στην Κωνσταντινούπολη.
Όλη αυτή η έρευνα έχει δώσει σημαντικά ευρήματα κυρίως για το ρήγμα της Ανατολίας που είναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη από ότι ήταν το ρήγμα του Ιζμίτ». Σύμφωνα με τον κ. Παπαζάχο τα σενάρια που μελετούνται για γέννηση σεισμών στην Κωνσταντινούπολή είναι πολύ δυσμενή για την Πόλη. Ωστόσο εδώ και 20 χρόνια η ερευνητική γνώση για την Κωνσταντινούπολη και τη θάλασσα του Μαρμαρά έχει αξιοποιηθεί και όχι μόνο από την πλευρά των Τούρκων αλλά και από όλο τον κόσμο για τον αντισεισμικό σχεδιασμό κτιρίων. Ωστόσο στη γείτονα χώρα το πρόβλημα με τα περισσότερα κτίρια παραμένει μεγάλο σύμφωνα με τον κ. Παπαζάχο.
«Ο τρόπος που σχεδιάζονται τα κτίρια, η αντισεισμικότητα που πρέπει να έχουν, το εάν είναι παράνομο ή νόμιμο και το εάν η κατασκευή είναι σωστή ή όχι και γενικότερα η κουλτούρα για την αντισεισμική προστασία ειδικά στις πιο φτωχές περιοχές είναι πολύ χαμήλη παρά το ότι έχουν περάσει 20 χρόνια από το Ιζμίτ». Ενώ ο κ. Γκανάς τονίζει όσον αφορά την Τουρκία: «Στην Τουρκία εκμεταλλεύτηκαν στο σεισμό του Ιζμιτ για να προάγουν την επιστημονική βάση τους. Έχουν εργαστεί τα τελευταία 20 χρόνια πάρα πολλές επιστημονικές ομάδες από Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιαπωνία και ΗΠΑ και αυτό έχει βοηθήσει δυο ιδρύματα της Τουρκίας το αντίστοιχο με εμάς Αστεροσκοπείο το ΚΟΕΡΙ και το Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτοί οι δυο φορείς βοηθήθηκαν με χρήματα και προγράμματα πολλών εκατομμυρίων για την έρευνα σε Μαρμαρά και Νικομήδεια. Ωστόσο για την αντιμετώπιση του σεισμικού κινδύνου θα έλεγα ότι έχουν κάνει ελάχιστα πράγματα.
Η Κωνσταντινούπολη έχει τεράστια προβλήματα αντοχής στο σεισμικό κίνδυνο, έχει μεγάλη τρωτότητα στα κτίρια της και έχουν γίνει ελάχιστες βελτιώσεις σε κτίρια και ειδικά στην περιοχή Αβσιλάρ νότια του κέντρου».
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ