2019-10-13 20:00:49
Η σεναριογράφος της σειράς του ΑΝΤ1, που έγινε σημείο αναφοράς από το πρώτο της κιόλας επεισόδιο.
Η κεντρική συνθήκη των «Άγριων Μελισσών»: μια ιδέα που θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα στον Θεσσαλικό Κάμπο της δεκαετίας του ‘50
«Οι Άγριες Μέλισσες ξεκίνησαν από μια ιδέα που είχαμε μαζί με τον Πέτρο Καλκόβαλη, με τον οποίο είμαστε συγγραφικό δίδυμο εδώ και πολλά χρόνια και…σύζυγοι. Η ιδέα ήταν η ιστορία 3 αδερφών, που μένουν μόνες τους, θέλουν να τους πάρουν τα κτήματα και αναγκάζονται να φτάσουν μέχρι τον φόνο για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Με λίγα λόγια η κεντρική συνθήκη των Άγριων Μελισσών. Η αρχική μας προσέγγιση ήταν για μια εβδομαδιαία σειρά που θα «πατούσε» στη δομή και τα στοιχεία των αμερικάνικων western. Όταν ο Τζώρτζης Ποφάντης εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μια καθημερινή σειρά εποχής στον ΑΝΤ1, το βρήκα πολύ τολμηρό, πρωτοπόρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η αρχική ιδέα προσαρμόστηκε στα δεδομένα μιας καθημερινής σειράς και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στους αρμόδιους. Έτσι ξεκίνησαν όλα».
Οι χαρακτήρες, οι έμφυλοι ρόλοι, ο τρόπος που «μιλούν»
«Όχι, δε χρειάστηκε να ανατρέξω σε βιβλιογραφία για το πλάσιμο των ρόλων. Οι χαρακτήρες των τριών κοριτσιών ήταν ανάγλυφοι στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή. Οι υπόλοιποι δημιουργήθηκαν από το χτίσιμο της ιστορίας και την ανάγκη να δημιουργηθεί μια κοινότητα ζωντανή, ενδιαφέρουσα, με όλα τα στοιχεία της ελληνικής επαρχίας. Οι ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής που όλοι έχουμε δει και αγαπήσει ήταν μια καλή και χρήσιμη αναφορά, επίσης οι άπειρες συζητήσεις με ανθρώπους που μεγάλωσαν εκείνα τα χρόνια στην επαρχία».
Κεφάλαιο «Λενιώ». Ατρόμητη, με ξεκάθαρα φεμινιστικά χαρακτηριστικά, διαφορετική. Τι περίπτωση είναι αυτή;
«Ποτέ δεν είδα την Ελένη ως φεμινίστρια, ούτε απέδωσα τον τρόπο που σκέφτεται στην παιδεία ή τη μόρφωσή της. Η ζωή της και τα όσα έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα –και τα οποία θα ξεδιπλωθούν στην πορεία της ιστορίας- έκαναν την Ελένη αυτό που είναι. Η Ελένη έχει πλήρη επίγνωση του κοινωνικού πλαισίου και των περιορισμών που υπάρχουν για μια γυναίκα, αλλά για εκείνη η ανάγκη να επιβιώσει και να προστατεύσει τις αδερφές της είναι το πρώτο και το μόνο της μέλημα. Είναι ένας βαθιά συναισθηματικός χαρακτήρας, με πάθος και αίσθημα δικαιοσύνης. Δεν τη νοιάζει, την Ελένη πώς τη βλέπουν οι άλλοι κι αν θα τη σχολιάσουν, γιατί έχει αποφασίσει να μην τη νοιάζει. Γιατί η ανάγκη της να υπερασπιστεί όσα και όσους αγαπάει είναι πάνω απ’ όλα».
Το άλλο πρόσωπο της ιστορίας μέχρι τώρα, ένα πρόσωπο – ταμπού μέχρι σήμερα για την ελληνική επαρχία, αλλά και για την τακτοποιημένη πόλη, ήταν ο «Γιάννος». Ο «τρελός του χωριού» έχει θέση εδώ, αλλά η προσέγγιση της Τσαμπάνη είναι ρεαλιστική και τρυφερή μαζί, της το λέω, θυμίζοντας και την περίπτωση του σπουδαίου μας γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, που υπέφερε μέχρι τέλους από το στίγμα της ψυχικής διαταραχής. Μου λέει ότι αυτός ήταν ο στόχος της. Για πρώτη φορά να μιλήσει κάποιος για το πρόβλημα, τότε, στην πραγματική του διάσταση, χωρίς εξιδανικεύσεις, καζούρα ή δαιμονοποίηση.
«Ο χαρακτήρας του Γιάννου ήταν από τους αγαπημένους μου. Ο «τρελός του χωριού» ήθελα να αποδοθεί στην πραγματική του διάσταση. Ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει μια σοβαρή ψυχική ασθένεια, σε μια εποχή που οι γνώσεις μας για το θέμα ήταν ελλιπέστατες και η άγνοια έκανε τα πράγματα χειρότερα. Δυστυχώς ακόμα συμβαίνει αυτό σε ένα βαθμό. Το δικό μου άγχος ήταν να βοηθήσω, μέσα από το κείμενο και τις περιγραφές, να αποτυπωθεί σωστά το τι βιώνει στο μυαλό του ένας άνθρωπος με ψυχική ασθένεια. Να τον δούμε ως πάσχοντα, αλλά ταυτόχρονα να μην αλλοιώνονται τα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Ο Γιάννος είναι ένα γενναίο παιδί, ένας εξαιρετικά δοτικός χαρακτήρας που φτάνει στα άκρα για να υπερασπιστεί αυτό που θεωρεί σωστό. Επίσης ο στόχος ήταν να δείξουμε πώς τον αντιμετωπίζει ο περίγυρος, καθώς όπως είδατε η στάση του καθενός διαφέρει. Κι αυτό ακόμα ήθελα να μπει σε μια σωστή και ρεαλιστική βάση. Για παράδειγμα για μένα η άρνηση του πατέρα να δεχθεί αυτό που συμβαίνει στο γιο του, δεν είναι αποτέλεσμα της άγνοιας, αλλά της αγάπης του γονιού που πολλές φορές δυσκολεύεται να δει το πρόβλημα».
Συμμετοχή στις κουβέντες με τους ηθοποιούς είχε; Έναν ρόλο συμβούλου, ιχνηλάτη στο παρακάτω της ιστορίας;
«Και μίλησα κι ακόμα μιλάω μαζί τους για τυχόν απορίες που μπορεί να έχουν για το ρόλο. Αλλά όχι με την έννοια της καθοδήγησης και σωστής απόδοσης των διαλόγων. Έχουμε ένα εξαιρετικό καστ με μεγάλη αντίληψη και εξαιρετικούς σκηνοθέτες που γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν τις σκηνές. Μόνο αν μου ζητηθεί κάποια διευκρίνιση θα βοηθήσω, κατά τα άλλα το κομμάτι της απόδοσης το έχουν στα χέρια τους πολύ έμπειροι και ικανοί επαγγελματίες».
Αναρωτιέμαι αν είχε λόγο στο casting, αν υπάρχει ένας χαρακτήρας που «ακούμε» κάπως περισσότερο τη δική της φωνή
Πάντα οι σεναριογράφοι καταθέτουμε μια αναλυτική περιγραφή των χαρακτήρων, που αποτελεί τη βάση του κάστινγκ. Έβλεπα κι εγώ τα δοκιμαστικά, έλεγα τη γνώμη μου, αλλά η τελική επιλογή ήταν μια περίπλοκη διαδικασία. Δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που «ακούγομαι» περισσότερο εγώ. Γιατί όλους τους πονάω και τους κατανοώ ακόμα και τους πιο σκοτεινούς και προσπαθώ να είμαι δίκαιη μαζί τους. Μ’ αρέσει γενικά να βλέπω το καλό στους αρνητικούς χαρακτήρες και το κακό ή την αδυναμία στους θετικούς. Έτσι πιστεύω ότι γίνονται πιο ολοκληρωμένοι και πολύπλευροι. Όπως είμαστε όλοι».
Μέσα στην κουβέντα μας κάποια στιγμή της αναφέρω τον παράγοντα «υψηλό κόστος παραγωγής», αλλά και τις κάποιες ελάχιστες φωνές κριτικής που έχουν σχολιάσει τα σκηνικά και τη «γέννηση» ενός ολόκληρου χωριού από το μηδέν.
Όπως μου εξηγεί είναι το μόνο κομμάτι στο οποίο δεν είχε κάποια άμεση εμπλοκή, ωστόσο, όλοι γνώριζαν εξ αρχής ότι θα υπάρξουν δυσκολίες –και υπήρξαν- καθώς είχαν να κάνουν με ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο.
«Δώσανε όλοι τον καλύτερό τους εαυτό για να στηθεί αυτός ο κόσμος. Εγώ μάθαινα και ζούσα τις αγωνίες τους, αλλά από το δικό μου πόστο», μου λέει. Όσο για την κριτική, είναι σαφής και ψύχραιμη: «Ούτε αντιδρώ, ούτε έχω κάτι να πω. Ο καθένας έχει τη γνώμη του και το δικαίωμα να τη λέει. Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα».
Πώς γράφει, όμως; Είναι μόνη; Υπάρχει ομάδα και πρόγραμμα;
«Μια καθημερινή σειρά είναι ένας μαραθώνιος», μου λέει, «χρειάζεται πρόγραμμα και μεγάλη πειθαρχία. Επίσης οι καθημερινές σειρές δε γράφονται ποτέ από έναν άνθρωπο. Εγώ έχω γράψει μόνη μου τα 5 πρώτα επεισόδια κι από ’κει και πέρα, είμαστε μια ομάδα που αποτελείται από πολύ ταλαντούχους σεναριογράφους, τον Θωμά Τσαμπάνη, τη Βάσια Καρυτινού και τον Βαγγέλη Νάση, οι οποίοι αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο την πλοκή και το περιεχόμενο των σκηνών που τους δίνω για κάθε επεισόδιο και νιώθω εξαιρετικά τυχερή που συνεργαζόμαστε. Επίσης έχουμε διαρκώς στο πλευρό μας τη Ντίνα Κάσσου που είναι πολύτιμο στήριγμα και τεράστια βοήθεια για όλους μας. Και φυσικά έχω και τον Πέτρο με τον οποίο αλληλοβοηθιόμαστε πάντα στα πρότζεκτ που αναλαμβάνουμε, ακόμα κι όταν δε δουλεύουμε μαζί. Γενικά η καθημερινή σειρά έχει πάντα πολλές απαιτήσεις σε ιστορίες, ιδέες, ανατροπές κ.λπ και κανένα μυαλό δεν περισσεύει. Στο εξωτερικό δουλεύουν με πολύ μεγαλύτερες ομάδες από τις δικές μας. Όσο για την παράδοση είμαστε μακριά ακόμα από την ολοκλήρωση της σεζόν. Αυτό συνήθως συμβαίνει γύρω στον Απρίλιο, οπότε έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας», μου λέει γελώντας.
Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε ένα project εποχής. Έχει ήδη πίσω της ένα βιβλίο, τον «Πρώτο Αμέθυστο». Αναρωτιέμαι, αν αυτό θα ήθελε να το δει να ζωντανεύει στην τηλεόραση.
«”Ο Πρώτος Αμέθυστος”», ναι, είναι ένα μυθιστόρημα εποχής, το οποίο έγραψα πριν κάποια χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που είπα μια ιστορία που διαδραματιζόταν σε μια άλλη εποχή, συγκεκριμένα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και με είχε συνεπάρει τότε η διαδικασία. Μακάρι να μεταφερόταν κι αυτό κάποια στιγμή στην οθόνη αν και μιλάμε για ένα ακόμα πιο δύσκολο περιβάλλον που θα πρέπει να δημιουργηθεί για να αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία.
Πριν κλείσει η κουβέντα και χωρίσουν οι δρόμοι μας μου λέει ότι δεν είναι καθόλου σίγουρη για την αρχική μου εκτίμηση, ότι, δηλαδή, οι τηλεθεατές είχαν απομακρυνθεί από αυτό που λέγεται «ελληνική μυθοπλασία».
«Ακόμα και τα χρόνια που γίνονταν πολύ λίγες σειρές, υπήρχαν αυτές που ξεχώριζαν και το κοινό τις τιμούσε. Μπορεί τώρα που υπάρχουν περισσότερες επιλογές να έχουμε την αίσθηση πως ο κόσμος γύρισε στη μυθοπλασία, αλλά η γνώμη μου είναι πως ποτέ δεν έφυγε. Εμείς δεν τους προσφέραμε τόσες σειρές και ευτυχώς αυτό το κλίμα βλέπουμε ν’ αλλάζει», μου λέει και μακάρι να έχει δίκιο. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι απλώς σεμνή και δεν παραδέχεται ότι μόλις έγινε η αιτία για να γίνουμε ακόμη πιο απαιτητικοί με την ελληνική τηλεόραση.
Συνέντευξη στη ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ -peoplegreece
http://www.tvnea.com
Η κεντρική συνθήκη των «Άγριων Μελισσών»: μια ιδέα που θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα στον Θεσσαλικό Κάμπο της δεκαετίας του ‘50
«Οι Άγριες Μέλισσες ξεκίνησαν από μια ιδέα που είχαμε μαζί με τον Πέτρο Καλκόβαλη, με τον οποίο είμαστε συγγραφικό δίδυμο εδώ και πολλά χρόνια και…σύζυγοι. Η ιδέα ήταν η ιστορία 3 αδερφών, που μένουν μόνες τους, θέλουν να τους πάρουν τα κτήματα και αναγκάζονται να φτάσουν μέχρι τον φόνο για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Με λίγα λόγια η κεντρική συνθήκη των Άγριων Μελισσών. Η αρχική μας προσέγγιση ήταν για μια εβδομαδιαία σειρά που θα «πατούσε» στη δομή και τα στοιχεία των αμερικάνικων western. Όταν ο Τζώρτζης Ποφάντης εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μια καθημερινή σειρά εποχής στον ΑΝΤ1, το βρήκα πολύ τολμηρό, πρωτοπόρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η αρχική ιδέα προσαρμόστηκε στα δεδομένα μιας καθημερινής σειράς και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στους αρμόδιους. Έτσι ξεκίνησαν όλα».
Οι χαρακτήρες, οι έμφυλοι ρόλοι, ο τρόπος που «μιλούν»
«Όχι, δε χρειάστηκε να ανατρέξω σε βιβλιογραφία για το πλάσιμο των ρόλων. Οι χαρακτήρες των τριών κοριτσιών ήταν ανάγλυφοι στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή. Οι υπόλοιποι δημιουργήθηκαν από το χτίσιμο της ιστορίας και την ανάγκη να δημιουργηθεί μια κοινότητα ζωντανή, ενδιαφέρουσα, με όλα τα στοιχεία της ελληνικής επαρχίας. Οι ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής που όλοι έχουμε δει και αγαπήσει ήταν μια καλή και χρήσιμη αναφορά, επίσης οι άπειρες συζητήσεις με ανθρώπους που μεγάλωσαν εκείνα τα χρόνια στην επαρχία».
Κεφάλαιο «Λενιώ». Ατρόμητη, με ξεκάθαρα φεμινιστικά χαρακτηριστικά, διαφορετική. Τι περίπτωση είναι αυτή;
«Ποτέ δεν είδα την Ελένη ως φεμινίστρια, ούτε απέδωσα τον τρόπο που σκέφτεται στην παιδεία ή τη μόρφωσή της. Η ζωή της και τα όσα έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα –και τα οποία θα ξεδιπλωθούν στην πορεία της ιστορίας- έκαναν την Ελένη αυτό που είναι. Η Ελένη έχει πλήρη επίγνωση του κοινωνικού πλαισίου και των περιορισμών που υπάρχουν για μια γυναίκα, αλλά για εκείνη η ανάγκη να επιβιώσει και να προστατεύσει τις αδερφές της είναι το πρώτο και το μόνο της μέλημα. Είναι ένας βαθιά συναισθηματικός χαρακτήρας, με πάθος και αίσθημα δικαιοσύνης. Δεν τη νοιάζει, την Ελένη πώς τη βλέπουν οι άλλοι κι αν θα τη σχολιάσουν, γιατί έχει αποφασίσει να μην τη νοιάζει. Γιατί η ανάγκη της να υπερασπιστεί όσα και όσους αγαπάει είναι πάνω απ’ όλα».
Το άλλο πρόσωπο της ιστορίας μέχρι τώρα, ένα πρόσωπο – ταμπού μέχρι σήμερα για την ελληνική επαρχία, αλλά και για την τακτοποιημένη πόλη, ήταν ο «Γιάννος». Ο «τρελός του χωριού» έχει θέση εδώ, αλλά η προσέγγιση της Τσαμπάνη είναι ρεαλιστική και τρυφερή μαζί, της το λέω, θυμίζοντας και την περίπτωση του σπουδαίου μας γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, που υπέφερε μέχρι τέλους από το στίγμα της ψυχικής διαταραχής. Μου λέει ότι αυτός ήταν ο στόχος της. Για πρώτη φορά να μιλήσει κάποιος για το πρόβλημα, τότε, στην πραγματική του διάσταση, χωρίς εξιδανικεύσεις, καζούρα ή δαιμονοποίηση.
«Ο χαρακτήρας του Γιάννου ήταν από τους αγαπημένους μου. Ο «τρελός του χωριού» ήθελα να αποδοθεί στην πραγματική του διάσταση. Ένας άνθρωπος που αντιμετωπίζει μια σοβαρή ψυχική ασθένεια, σε μια εποχή που οι γνώσεις μας για το θέμα ήταν ελλιπέστατες και η άγνοια έκανε τα πράγματα χειρότερα. Δυστυχώς ακόμα συμβαίνει αυτό σε ένα βαθμό. Το δικό μου άγχος ήταν να βοηθήσω, μέσα από το κείμενο και τις περιγραφές, να αποτυπωθεί σωστά το τι βιώνει στο μυαλό του ένας άνθρωπος με ψυχική ασθένεια. Να τον δούμε ως πάσχοντα, αλλά ταυτόχρονα να μην αλλοιώνονται τα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Ο Γιάννος είναι ένα γενναίο παιδί, ένας εξαιρετικά δοτικός χαρακτήρας που φτάνει στα άκρα για να υπερασπιστεί αυτό που θεωρεί σωστό. Επίσης ο στόχος ήταν να δείξουμε πώς τον αντιμετωπίζει ο περίγυρος, καθώς όπως είδατε η στάση του καθενός διαφέρει. Κι αυτό ακόμα ήθελα να μπει σε μια σωστή και ρεαλιστική βάση. Για παράδειγμα για μένα η άρνηση του πατέρα να δεχθεί αυτό που συμβαίνει στο γιο του, δεν είναι αποτέλεσμα της άγνοιας, αλλά της αγάπης του γονιού που πολλές φορές δυσκολεύεται να δει το πρόβλημα».
Συμμετοχή στις κουβέντες με τους ηθοποιούς είχε; Έναν ρόλο συμβούλου, ιχνηλάτη στο παρακάτω της ιστορίας;
«Και μίλησα κι ακόμα μιλάω μαζί τους για τυχόν απορίες που μπορεί να έχουν για το ρόλο. Αλλά όχι με την έννοια της καθοδήγησης και σωστής απόδοσης των διαλόγων. Έχουμε ένα εξαιρετικό καστ με μεγάλη αντίληψη και εξαιρετικούς σκηνοθέτες που γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν τις σκηνές. Μόνο αν μου ζητηθεί κάποια διευκρίνιση θα βοηθήσω, κατά τα άλλα το κομμάτι της απόδοσης το έχουν στα χέρια τους πολύ έμπειροι και ικανοί επαγγελματίες».
Αναρωτιέμαι αν είχε λόγο στο casting, αν υπάρχει ένας χαρακτήρας που «ακούμε» κάπως περισσότερο τη δική της φωνή
Πάντα οι σεναριογράφοι καταθέτουμε μια αναλυτική περιγραφή των χαρακτήρων, που αποτελεί τη βάση του κάστινγκ. Έβλεπα κι εγώ τα δοκιμαστικά, έλεγα τη γνώμη μου, αλλά η τελική επιλογή ήταν μια περίπλοκη διαδικασία. Δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που «ακούγομαι» περισσότερο εγώ. Γιατί όλους τους πονάω και τους κατανοώ ακόμα και τους πιο σκοτεινούς και προσπαθώ να είμαι δίκαιη μαζί τους. Μ’ αρέσει γενικά να βλέπω το καλό στους αρνητικούς χαρακτήρες και το κακό ή την αδυναμία στους θετικούς. Έτσι πιστεύω ότι γίνονται πιο ολοκληρωμένοι και πολύπλευροι. Όπως είμαστε όλοι».
Μέσα στην κουβέντα μας κάποια στιγμή της αναφέρω τον παράγοντα «υψηλό κόστος παραγωγής», αλλά και τις κάποιες ελάχιστες φωνές κριτικής που έχουν σχολιάσει τα σκηνικά και τη «γέννηση» ενός ολόκληρου χωριού από το μηδέν.
Όπως μου εξηγεί είναι το μόνο κομμάτι στο οποίο δεν είχε κάποια άμεση εμπλοκή, ωστόσο, όλοι γνώριζαν εξ αρχής ότι θα υπάρξουν δυσκολίες –και υπήρξαν- καθώς είχαν να κάνουν με ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο.
«Δώσανε όλοι τον καλύτερό τους εαυτό για να στηθεί αυτός ο κόσμος. Εγώ μάθαινα και ζούσα τις αγωνίες τους, αλλά από το δικό μου πόστο», μου λέει. Όσο για την κριτική, είναι σαφής και ψύχραιμη: «Ούτε αντιδρώ, ούτε έχω κάτι να πω. Ο καθένας έχει τη γνώμη του και το δικαίωμα να τη λέει. Προσωπικά είμαι πολύ ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα».
Πώς γράφει, όμως; Είναι μόνη; Υπάρχει ομάδα και πρόγραμμα;
«Μια καθημερινή σειρά είναι ένας μαραθώνιος», μου λέει, «χρειάζεται πρόγραμμα και μεγάλη πειθαρχία. Επίσης οι καθημερινές σειρές δε γράφονται ποτέ από έναν άνθρωπο. Εγώ έχω γράψει μόνη μου τα 5 πρώτα επεισόδια κι από ’κει και πέρα, είμαστε μια ομάδα που αποτελείται από πολύ ταλαντούχους σεναριογράφους, τον Θωμά Τσαμπάνη, τη Βάσια Καρυτινού και τον Βαγγέλη Νάση, οι οποίοι αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο την πλοκή και το περιεχόμενο των σκηνών που τους δίνω για κάθε επεισόδιο και νιώθω εξαιρετικά τυχερή που συνεργαζόμαστε. Επίσης έχουμε διαρκώς στο πλευρό μας τη Ντίνα Κάσσου που είναι πολύτιμο στήριγμα και τεράστια βοήθεια για όλους μας. Και φυσικά έχω και τον Πέτρο με τον οποίο αλληλοβοηθιόμαστε πάντα στα πρότζεκτ που αναλαμβάνουμε, ακόμα κι όταν δε δουλεύουμε μαζί. Γενικά η καθημερινή σειρά έχει πάντα πολλές απαιτήσεις σε ιστορίες, ιδέες, ανατροπές κ.λπ και κανένα μυαλό δεν περισσεύει. Στο εξωτερικό δουλεύουν με πολύ μεγαλύτερες ομάδες από τις δικές μας. Όσο για την παράδοση είμαστε μακριά ακόμα από την ολοκλήρωση της σεζόν. Αυτό συνήθως συμβαίνει γύρω στον Απρίλιο, οπότε έχουμε ακόμα δρόμο μπροστά μας», μου λέει γελώντας.
Δεν είναι, όμως, η πρώτη φορά που δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε ένα project εποχής. Έχει ήδη πίσω της ένα βιβλίο, τον «Πρώτο Αμέθυστο». Αναρωτιέμαι, αν αυτό θα ήθελε να το δει να ζωντανεύει στην τηλεόραση.
«”Ο Πρώτος Αμέθυστος”», ναι, είναι ένα μυθιστόρημα εποχής, το οποίο έγραψα πριν κάποια χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που είπα μια ιστορία που διαδραματιζόταν σε μια άλλη εποχή, συγκεκριμένα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και με είχε συνεπάρει τότε η διαδικασία. Μακάρι να μεταφερόταν κι αυτό κάποια στιγμή στην οθόνη αν και μιλάμε για ένα ακόμα πιο δύσκολο περιβάλλον που θα πρέπει να δημιουργηθεί για να αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία.
Πριν κλείσει η κουβέντα και χωρίσουν οι δρόμοι μας μου λέει ότι δεν είναι καθόλου σίγουρη για την αρχική μου εκτίμηση, ότι, δηλαδή, οι τηλεθεατές είχαν απομακρυνθεί από αυτό που λέγεται «ελληνική μυθοπλασία».
«Ακόμα και τα χρόνια που γίνονταν πολύ λίγες σειρές, υπήρχαν αυτές που ξεχώριζαν και το κοινό τις τιμούσε. Μπορεί τώρα που υπάρχουν περισσότερες επιλογές να έχουμε την αίσθηση πως ο κόσμος γύρισε στη μυθοπλασία, αλλά η γνώμη μου είναι πως ποτέ δεν έφυγε. Εμείς δεν τους προσφέραμε τόσες σειρές και ευτυχώς αυτό το κλίμα βλέπουμε ν’ αλλάζει», μου λέει και μακάρι να έχει δίκιο. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι απλώς σεμνή και δεν παραδέχεται ότι μόλις έγινε η αιτία για να γίνουμε ακόμη πιο απαιτητικοί με την ελληνική τηλεόραση.
Συνέντευξη στη ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ -peoplegreece
http://www.tvnea.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ