2019-10-14 22:40:19
Τρεις από τους 6 της μειοψηφίας κάνουν λόγω για εμπορευματοποίηση της διαμεσολάβησης
και για υποβάθμιση του συνταγματικού ρόλου του δικαστικού σώματος
Έντονη διάσταση απόψεων εκδηλώθηκε στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφορικά με το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση.
Κατά την τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με αφορμή τον επίμαχο νομοσχέδιο τέθηκε το θέμα κατά πόσο το περιεχόμενό του είναι συμβατό με το Σύνταγμα και εάν ευθυγραμμίζεται με την υπ’ αριθμό 34/2018 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Η πλειοψηφία 9 μελών του Δ.Σ. (κ.κ. Π. Λυμπερόπουλος, Ν. Σαλάτας, Μ. Στενιώτη, Κ. Βουλγαρίδης, Σ. Γκαρά, Χ. Μαυρίδης, Γ. Κομπολίτης, Ε. Βεργώνης, Δ. Φούκας) τάχθηκε υπέρ της άποψης ότι το νομοσχέδιο είναι συνταγματικό και ευθυγραμμίζεται με την απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγιου.
Επιπρόσθετα, ο κ. Σαλάτας εξέφρασε επιφυλάξεις για την ορθότητα των διατάξεων του νομοσχεδίου σχετικά με τον διορισμό μη νομικών ως διαμεσολαβητών και για τη σύσταση ενώσεων προσώπων πιστοποιημένων Διαμεσολαβητών.
Τι υποστήριξε η μειοψηφία
Αντίθετα, η μειοψηφία 6 μελών του Δ.Σ. (κκ. Χριστ. Σεβαστίδης, Χαρ. Σεβαστίδης, Β. Πάπαρη, Π. Μποροδήμος, Α. Ερμίδου και Χ. Νάστας) τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου και της μη συμμόρφωσής του στην απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Παράλληλα, τρία μέλη της μειοψηφίας οι Χριστόφορος Σεβαστίδης (πρόεδρος της ΕΔΕ) Χαράλαμπος Σεβαστίδης και Παντελής Μποροδήμος, με κοινή ανακοίνωσή τους θέτουν ορισμένους προβληματισμούς. σκέψεις και ερωτηματικά επί του επίμαχου νομοσχεδίου, ενώ εκφράζουν την πλήρη αντίθεση τους επί του νομοσχεδίου για την ιδιωτική διαμεσολάβηση.
Ειδικότερα, οι εν λόγω τρεις της μειοψηφίας επισημαίνουν κατ΄ αρχάς, ότι η θέση της ΕΔΕ εδώ και δύο χρόνια περίπου ήταν «σταθερά η ίδια στην κατεύθυνση της μη θεσμοθέτησης της υποχρεωτικότητας της ιδιωτικής διαμεσολάβησης».
Ακόμα, οι τρεις κάνουν λόγο για εμπορευματοποίηση της υποχρεωτικής ιδιωτικής διαμεσολάβησης, για μεγάλο κόστος προς τον πολίτη, για έμμεση μετατροπή σε δικαστές των διαμεσολαβητών που μπορεί να είχαν προηγουμένως το όποιο τυχαίο επάγγελμα (π.χ. Θεολόγος, μηχανικός, κ.λπ.), ενώ δεν παραλείπουν να αναφερθούν σε «ευθεία προσβολή του δικαστικού σώματος».
Σε άλλο σημείο, οι τρεις να επισημάνουν ότι επέρχεται υποβάθμιση του συνταγματικού ρόλου του δικαστικού σώματος, ενώ σημειώνουν ότι «οι εταιρίες διαμεσολάβησης θα μετατρέψουν γρήγορα τη Δικαιοσύνη σε εμπόρευμα κάνοντας τζίρους εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος των φτωχότερων πολιτών και μέσα σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και οικονομικών εξαρτήσεων μεταξύ των εταιρειών».
Παράλληλα, υπογραμμίζουν οι τρεις ότι «η Δημοκρατία μέσω του Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων του δικαστικού Σώματος αναγνωρίζει επίσημα πλέον την αδυναμία της να παρέχει στους πολίτες βασικά συνταγματικά δικαιώματα και αναθέτει την περιφρούρηση αυτών των δικαιωμάτων στους επιχειρηματίες».
Τέλος, θέτουν το εύλογο, όπως το χαρακτηρίζουν, ερώτημα κάθε καλόπιστου που δεν είναι άλλο από το «για ποιόν λόγο μεταστράφηκε πλήρως στις απόψεις της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων».
Οι θέσεις των τριών της μειοψηφίας
Τα βασικά σημεία των τριών μελών του Δ.Σ. της ΕΔΕ έχουν ως εξής:
Η θέση της Ένωσης εδώ και δύο χρόνια περίπου ήταν σταθερά η ίδια στην κατεύθυνση της μη θεσμοθέτησης της υποχρεωτικότητας της ιδιωτικής διαμεσολάβησης.
Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμό 34/2018 απόφαση της διοικητικής του Ολομέλειας έκρινε με πλειοψηφία 21 έναντι 17 μελών την αντισυνταγματικότητα του ν. 4512/2018 βασιζόμενος στις εξής σκέψεις:
Με αφετηρία την ενωσιακή έννομη τάξη η οποία δεν είναι αντίθετη σε μια νομοθεσία που καθιερώνει την υποχρεωτική διαμεσολάβηση, υπό την απαράβατη προϋπόθεση ότι είναι αδάπανη (με ανοχή στα ελάχιστα έξοδα) και ότι δεν επιβάλλει την υποχρεωτική παράσταση των μερών με δικηγόρο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι μία μέσης δυσκολίας υπόθεση θα απαιτήσει κατά μέσο όρο μία απασχόληση του διαμεσολαβητή περίπου 10 ωρών που συνεπάγεται με τον συνυπολογισμό των αμοιβών των δικηγόρων και του διαμεσολαβητή ένα κόστος για τον ενάγοντα περίπου 2.000 ευρώ.
Σημειώνεται ότι με βάση τον ισχύοντα τότε νόμο προβλέπονταν για τον διαμεσολαβητή ελάχιστη εργασία 2 ωρών που αντιστοιχεί σε κόστος 170 ευρώ για τους δύο διαδίκους και από την επόμενη τρίτη ώρα ελάχιστη αμοιβή 100 ευρώ ανά ώρα.
Το Δικαστήριο επομένως δεν περιορίστηκε στην «υποχρεωτική» 2ωρη απασχόληση του διαμεσολαβητή για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα εάν η διαδικασία είναι «αδάπανη ή με ανοχή στα ελάχιστα έξοδα», αλλά έκρινε το δαπανηρό αυτής για μία μέσης δυσκολίας υπόθεση που θα διαρκέσει 10 ώρες διαμεσολάβησης.
Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο προβλέπεται μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία που θα έχει κόστος 100 ευρώ και για τους δύο διαδίκους (50 ευρώ ανά διάδικο) και από την επόμενη (δεύτερη) ώρα ελάχιστη αμοιβή 80 ευρώ ανά ώρα. Σημειώνεται ότι και στα δύο νομοθετήματα για το διάστημα της απασχόλησης του διαμεσολαβητή μετά το υποχρεωτικό στάδιο (2 ωρών και 1 ώρας αντίστοιχα) η παρουσία του δικηγόρου είναι υποχρεωτική.
Το συμπέρασμα συνεπώς που εύκολα συνάγεται είναι ότι για μια μέσης δυσκολίας υπόθεση των 10 ωρών, όπως υπολόγισε η ΟλΑΠ, το κόστος πλέον για τον διάδικο μειώνεται σε ποσοστό περίπου 20% και άρα ανέρχεται πλέον σε 1.600 ευρώ.
Ακόμα χειρότερα βέβαια στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο στην πρώτη υποχρεωτική αρχική συνεδρία δεν γίνεται συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης και άρα αποτελεί επιπλέον έξοδο για τους διαδίκους.
Είναι τόσο ουσιώδης η μείωση της αμοιβής των διαμεσολαβητών που προβλέπεται στο νέο ν/σ ώστε πλέον «οι δαπάνες στις οποίες θα υποβάλλεται ο διάδικος ενόψει και των ειδικών δυσμενών συνθηκών που επικρατούν από ετών στη χειμαζόμενη οικονομία της Ελλάδος» (σύμφωνα με την ΟλΑΠ), μπορούν να χαρακτηριστούν ασήμαντες και αμελητέες;
Δεύτερο σημείο που εντόπισε ως προβληματικό η διοικητική ΟλΑΠ είναι η απειλή περαιτέρω ποινών και εξόδων σε περίπτωση που ο διάδικος δεν προσέλθει την διαμεσολάβηση.
Ακριβώς όμοια διάταξη υπάρχει και στο υπό κατάθεση ν/σ που προβλέπει χρηματική ποινή μεταξύ 120 και 300 ευρώ. Στη συνέχεια η Διοικητική ΟλΑΠ έκρινε ότι «ένα άλλο θέμα που δεν στερείται συνταγματικού προβληματισμού είναι η δυσλειτουργία του θεσμού αφού οι διάδικοι θα προσέρχονται με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ενώπιον διαμεσολαβητή που μπορεί να μην είναι νομικός».
Όμοια διάταξη προβλέπει το άρθρο 10α του νέου νομοσχεδίου το οποίο προβλέπει τα προσόντα των διαμεσολαβητών, οι οποίοι μπορεί να είναι «απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής».
Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι «με το άρθρο 196 του νόμου παρέχεται η δυνατότητα να συνιστώνται ενώσεις προσώπων πιστοποιημένων διαμεσολαβητών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης.
Οι διατάξεις αυτές είναι προβληματικές και δεν καλύπτουν τις εγγυήσεις αμεροληψίας, ουδετερότητας και ανεξαρτησίας που πρέπει να εξασφαλίζει ένα σύστημα υποχρεωτικής μάλιστα διαμεσολάβησης».
Το συγκεκριμένο άρθρο παραμένει και στο υπό ψήφιση ν/σ ως έχει, χωρίς καμία απολύτως τροποποίηση. Ο Άρειος Πάγος κατέληξε στην απόφαση ότι «από το σύνολο των προαναφερόμενων δικονομικών και οικονομικών συνεπειών θίγεται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο» και έκρινε το νόμο ως αντισυνταγματικό.
Γιατί πλέον το ν/σ (που αποτελεί επανάληψη του παλαιού στα βασικά του σημεία) μπορεί να χαρακτηριστεί σύμφωνο με το Σύνταγμα; Και το βασικότερο ερώτημα που θέτει εύλογα κάθε καλόπιστος είναι για ποιόν λόγο μεταστράφηκε πλήρως στις απόψεις της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία με τις πιο πάνω ανακοινώσεις της τόνιζε την πλήρη αντίθεσή της στην υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση και αγωνιζόταν για την θεσμική αναγνώριση της δικαστικής μεσολάβησης;
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το νέο νομοσχέδιο για την ιδιωτική διαμεσολάβηση αποκαλύπτει με τον πλέον προφανή τρόπο την αξιολόγηση που κάνει μεταξύ του ιδιώτη διαμεσολαβητή και του δικαστικού λειτουργού, εις βάρος του τελευταίου, αφού στο νέο άρθρο 182 παρ. 2, ρητά αποκλείει την περίπτωση να πληρούται η υποχρέωση της διαμεσολαβητικής προδικασίας, με την εκούσια προσφυγή των μερών στις έως τώρα θεσμοθετημένες μορφές δικαστικής μεσολάβησης, που είναι αδάπανες και γίνονται ενώπιον δικαστικού λειτουργού.
Η επιλογή αυτή συνιστά ευθεία προσβολή του δικαστικού σώματος στην οποία η ΕΔΕ όφειλε να απαντήσει άμεσα και όχι να φιλοδωρήσει το νέο νομοσχέδιο με τον έπαινο της συμμόρφωσης στις συνταγματικές επιταγές παραγνωρίζοντας τα προφανή θεσμικά ολισθήματα.
Οι συνέπειες από την πλήρη αυτή αναδίπλωση των πάγιων θέσεών μας θα είναι πολλαπλές. Αρχικά σημαίνει συναίνεση του δικαστικού Σώματος σε ένα σύστημα πλήρους υποβάθμισης του συνταγματικού του ρόλου, καθώς εκχωρείται κρατική εξουσία σε ιδιώτες. Οι εταιρίες διαμεσολάβησης θα μετατρέψουν γρήγορα τη Δικαιοσύνη σε εμπόρευμα κάνοντας τζίρους εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος των φτωχότερων πολιτών και μέσα σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και οικονομικών εξαρτήσεων μεταξύ των εταιριών.
Η Δημοκρατία μέσω του Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων του Δικαστικού Σώματος αναγνωρίζει επίσημα πλέον την αδυναμία της να παρέχει στους πολίτες βασικά συνταγματικά δικαιώματα και αναθέτει την περιφρούρηση αυτών των δικαιωμάτων στους επιχειρηματίες.
Κατά δεύτερον πλήττεται καίρια η αξιοπιστία, η συνέπεια της Ένωσής μας και μεταβάλλεται αδικαιολόγητα η αδιαπραγμάτευτη και ξεκάθαρη πορεία που τηρούσε μέχρι σήμερα χωρίς αντιφάσεις και παλινωδίες σε ζητήματα κομβικής σημασίας. Στην όποια κριτική μπορεί να ασκηθεί στο μέλλον σε θέματα συνέπειας, θα είμαστε ιδιαίτερα ευάλωτοι.
Εναπόκειται πλέον στα δικαστήρια της ουσίας για τη στάση που θα τηρούν σε περίπτωση που δεν ακολουθήσει κάποιος διάδικος την αναγκαία προδικασία της διαμεσολάβησης, καθώς υφίσταται ήδη η απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε αντισυνταγματικό το ν. 4512/2018 σε βασικά του σημεία.
anatakti
και για υποβάθμιση του συνταγματικού ρόλου του δικαστικού σώματος
Έντονη διάσταση απόψεων εκδηλώθηκε στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφορικά με το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση.
Κατά την τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με αφορμή τον επίμαχο νομοσχέδιο τέθηκε το θέμα κατά πόσο το περιεχόμενό του είναι συμβατό με το Σύνταγμα και εάν ευθυγραμμίζεται με την υπ’ αριθμό 34/2018 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Η πλειοψηφία 9 μελών του Δ.Σ. (κ.κ. Π. Λυμπερόπουλος, Ν. Σαλάτας, Μ. Στενιώτη, Κ. Βουλγαρίδης, Σ. Γκαρά, Χ. Μαυρίδης, Γ. Κομπολίτης, Ε. Βεργώνης, Δ. Φούκας) τάχθηκε υπέρ της άποψης ότι το νομοσχέδιο είναι συνταγματικό και ευθυγραμμίζεται με την απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγιου.
Επιπρόσθετα, ο κ. Σαλάτας εξέφρασε επιφυλάξεις για την ορθότητα των διατάξεων του νομοσχεδίου σχετικά με τον διορισμό μη νομικών ως διαμεσολαβητών και για τη σύσταση ενώσεων προσώπων πιστοποιημένων Διαμεσολαβητών.
Τι υποστήριξε η μειοψηφία
Αντίθετα, η μειοψηφία 6 μελών του Δ.Σ. (κκ. Χριστ. Σεβαστίδης, Χαρ. Σεβαστίδης, Β. Πάπαρη, Π. Μποροδήμος, Α. Ερμίδου και Χ. Νάστας) τάχθηκε υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου και της μη συμμόρφωσής του στην απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Παράλληλα, τρία μέλη της μειοψηφίας οι Χριστόφορος Σεβαστίδης (πρόεδρος της ΕΔΕ) Χαράλαμπος Σεβαστίδης και Παντελής Μποροδήμος, με κοινή ανακοίνωσή τους θέτουν ορισμένους προβληματισμούς. σκέψεις και ερωτηματικά επί του επίμαχου νομοσχεδίου, ενώ εκφράζουν την πλήρη αντίθεση τους επί του νομοσχεδίου για την ιδιωτική διαμεσολάβηση.
Ειδικότερα, οι εν λόγω τρεις της μειοψηφίας επισημαίνουν κατ΄ αρχάς, ότι η θέση της ΕΔΕ εδώ και δύο χρόνια περίπου ήταν «σταθερά η ίδια στην κατεύθυνση της μη θεσμοθέτησης της υποχρεωτικότητας της ιδιωτικής διαμεσολάβησης».
Ακόμα, οι τρεις κάνουν λόγο για εμπορευματοποίηση της υποχρεωτικής ιδιωτικής διαμεσολάβησης, για μεγάλο κόστος προς τον πολίτη, για έμμεση μετατροπή σε δικαστές των διαμεσολαβητών που μπορεί να είχαν προηγουμένως το όποιο τυχαίο επάγγελμα (π.χ. Θεολόγος, μηχανικός, κ.λπ.), ενώ δεν παραλείπουν να αναφερθούν σε «ευθεία προσβολή του δικαστικού σώματος».
Σε άλλο σημείο, οι τρεις να επισημάνουν ότι επέρχεται υποβάθμιση του συνταγματικού ρόλου του δικαστικού σώματος, ενώ σημειώνουν ότι «οι εταιρίες διαμεσολάβησης θα μετατρέψουν γρήγορα τη Δικαιοσύνη σε εμπόρευμα κάνοντας τζίρους εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος των φτωχότερων πολιτών και μέσα σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και οικονομικών εξαρτήσεων μεταξύ των εταιρειών».
Παράλληλα, υπογραμμίζουν οι τρεις ότι «η Δημοκρατία μέσω του Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων του δικαστικού Σώματος αναγνωρίζει επίσημα πλέον την αδυναμία της να παρέχει στους πολίτες βασικά συνταγματικά δικαιώματα και αναθέτει την περιφρούρηση αυτών των δικαιωμάτων στους επιχειρηματίες».
Τέλος, θέτουν το εύλογο, όπως το χαρακτηρίζουν, ερώτημα κάθε καλόπιστου που δεν είναι άλλο από το «για ποιόν λόγο μεταστράφηκε πλήρως στις απόψεις της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων».
Οι θέσεις των τριών της μειοψηφίας
Τα βασικά σημεία των τριών μελών του Δ.Σ. της ΕΔΕ έχουν ως εξής:
Η θέση της Ένωσης εδώ και δύο χρόνια περίπου ήταν σταθερά η ίδια στην κατεύθυνση της μη θεσμοθέτησης της υποχρεωτικότητας της ιδιωτικής διαμεσολάβησης.
Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμό 34/2018 απόφαση της διοικητικής του Ολομέλειας έκρινε με πλειοψηφία 21 έναντι 17 μελών την αντισυνταγματικότητα του ν. 4512/2018 βασιζόμενος στις εξής σκέψεις:
Με αφετηρία την ενωσιακή έννομη τάξη η οποία δεν είναι αντίθετη σε μια νομοθεσία που καθιερώνει την υποχρεωτική διαμεσολάβηση, υπό την απαράβατη προϋπόθεση ότι είναι αδάπανη (με ανοχή στα ελάχιστα έξοδα) και ότι δεν επιβάλλει την υποχρεωτική παράσταση των μερών με δικηγόρο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι μία μέσης δυσκολίας υπόθεση θα απαιτήσει κατά μέσο όρο μία απασχόληση του διαμεσολαβητή περίπου 10 ωρών που συνεπάγεται με τον συνυπολογισμό των αμοιβών των δικηγόρων και του διαμεσολαβητή ένα κόστος για τον ενάγοντα περίπου 2.000 ευρώ.
Σημειώνεται ότι με βάση τον ισχύοντα τότε νόμο προβλέπονταν για τον διαμεσολαβητή ελάχιστη εργασία 2 ωρών που αντιστοιχεί σε κόστος 170 ευρώ για τους δύο διαδίκους και από την επόμενη τρίτη ώρα ελάχιστη αμοιβή 100 ευρώ ανά ώρα.
Το Δικαστήριο επομένως δεν περιορίστηκε στην «υποχρεωτική» 2ωρη απασχόληση του διαμεσολαβητή για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα εάν η διαδικασία είναι «αδάπανη ή με ανοχή στα ελάχιστα έξοδα», αλλά έκρινε το δαπανηρό αυτής για μία μέσης δυσκολίας υπόθεση που θα διαρκέσει 10 ώρες διαμεσολάβησης.
Με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο προβλέπεται μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία που θα έχει κόστος 100 ευρώ και για τους δύο διαδίκους (50 ευρώ ανά διάδικο) και από την επόμενη (δεύτερη) ώρα ελάχιστη αμοιβή 80 ευρώ ανά ώρα. Σημειώνεται ότι και στα δύο νομοθετήματα για το διάστημα της απασχόλησης του διαμεσολαβητή μετά το υποχρεωτικό στάδιο (2 ωρών και 1 ώρας αντίστοιχα) η παρουσία του δικηγόρου είναι υποχρεωτική.
Το συμπέρασμα συνεπώς που εύκολα συνάγεται είναι ότι για μια μέσης δυσκολίας υπόθεση των 10 ωρών, όπως υπολόγισε η ΟλΑΠ, το κόστος πλέον για τον διάδικο μειώνεται σε ποσοστό περίπου 20% και άρα ανέρχεται πλέον σε 1.600 ευρώ.
Ακόμα χειρότερα βέβαια στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο στην πρώτη υποχρεωτική αρχική συνεδρία δεν γίνεται συζήτηση επί της ουσίας της υπόθεσης και άρα αποτελεί επιπλέον έξοδο για τους διαδίκους.
Είναι τόσο ουσιώδης η μείωση της αμοιβής των διαμεσολαβητών που προβλέπεται στο νέο ν/σ ώστε πλέον «οι δαπάνες στις οποίες θα υποβάλλεται ο διάδικος ενόψει και των ειδικών δυσμενών συνθηκών που επικρατούν από ετών στη χειμαζόμενη οικονομία της Ελλάδος» (σύμφωνα με την ΟλΑΠ), μπορούν να χαρακτηριστούν ασήμαντες και αμελητέες;
Δεύτερο σημείο που εντόπισε ως προβληματικό η διοικητική ΟλΑΠ είναι η απειλή περαιτέρω ποινών και εξόδων σε περίπτωση που ο διάδικος δεν προσέλθει την διαμεσολάβηση.
Ακριβώς όμοια διάταξη υπάρχει και στο υπό κατάθεση ν/σ που προβλέπει χρηματική ποινή μεταξύ 120 και 300 ευρώ. Στη συνέχεια η Διοικητική ΟλΑΠ έκρινε ότι «ένα άλλο θέμα που δεν στερείται συνταγματικού προβληματισμού είναι η δυσλειτουργία του θεσμού αφού οι διάδικοι θα προσέρχονται με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ενώπιον διαμεσολαβητή που μπορεί να μην είναι νομικός».
Όμοια διάταξη προβλέπει το άρθρο 10α του νέου νομοσχεδίου το οποίο προβλέπει τα προσόντα των διαμεσολαβητών, οι οποίοι μπορεί να είναι «απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής».
Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι «με το άρθρο 196 του νόμου παρέχεται η δυνατότητα να συνιστώνται ενώσεις προσώπων πιστοποιημένων διαμεσολαβητών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης.
Οι διατάξεις αυτές είναι προβληματικές και δεν καλύπτουν τις εγγυήσεις αμεροληψίας, ουδετερότητας και ανεξαρτησίας που πρέπει να εξασφαλίζει ένα σύστημα υποχρεωτικής μάλιστα διαμεσολάβησης».
Το συγκεκριμένο άρθρο παραμένει και στο υπό ψήφιση ν/σ ως έχει, χωρίς καμία απολύτως τροποποίηση. Ο Άρειος Πάγος κατέληξε στην απόφαση ότι «από το σύνολο των προαναφερόμενων δικονομικών και οικονομικών συνεπειών θίγεται ο πυρήνας και η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο» και έκρινε το νόμο ως αντισυνταγματικό.
Γιατί πλέον το ν/σ (που αποτελεί επανάληψη του παλαιού στα βασικά του σημεία) μπορεί να χαρακτηριστεί σύμφωνο με το Σύνταγμα; Και το βασικότερο ερώτημα που θέτει εύλογα κάθε καλόπιστος είναι για ποιόν λόγο μεταστράφηκε πλήρως στις απόψεις της η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία με τις πιο πάνω ανακοινώσεις της τόνιζε την πλήρη αντίθεσή της στην υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση και αγωνιζόταν για την θεσμική αναγνώριση της δικαστικής μεσολάβησης;
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το νέο νομοσχέδιο για την ιδιωτική διαμεσολάβηση αποκαλύπτει με τον πλέον προφανή τρόπο την αξιολόγηση που κάνει μεταξύ του ιδιώτη διαμεσολαβητή και του δικαστικού λειτουργού, εις βάρος του τελευταίου, αφού στο νέο άρθρο 182 παρ. 2, ρητά αποκλείει την περίπτωση να πληρούται η υποχρέωση της διαμεσολαβητικής προδικασίας, με την εκούσια προσφυγή των μερών στις έως τώρα θεσμοθετημένες μορφές δικαστικής μεσολάβησης, που είναι αδάπανες και γίνονται ενώπιον δικαστικού λειτουργού.
Η επιλογή αυτή συνιστά ευθεία προσβολή του δικαστικού σώματος στην οποία η ΕΔΕ όφειλε να απαντήσει άμεσα και όχι να φιλοδωρήσει το νέο νομοσχέδιο με τον έπαινο της συμμόρφωσης στις συνταγματικές επιταγές παραγνωρίζοντας τα προφανή θεσμικά ολισθήματα.
Οι συνέπειες από την πλήρη αυτή αναδίπλωση των πάγιων θέσεών μας θα είναι πολλαπλές. Αρχικά σημαίνει συναίνεση του δικαστικού Σώματος σε ένα σύστημα πλήρους υποβάθμισης του συνταγματικού του ρόλου, καθώς εκχωρείται κρατική εξουσία σε ιδιώτες. Οι εταιρίες διαμεσολάβησης θα μετατρέψουν γρήγορα τη Δικαιοσύνη σε εμπόρευμα κάνοντας τζίρους εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος των φτωχότερων πολιτών και μέσα σε καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και οικονομικών εξαρτήσεων μεταξύ των εταιριών.
Η Δημοκρατία μέσω του Κοινοβουλίου και των εκπροσώπων του Δικαστικού Σώματος αναγνωρίζει επίσημα πλέον την αδυναμία της να παρέχει στους πολίτες βασικά συνταγματικά δικαιώματα και αναθέτει την περιφρούρηση αυτών των δικαιωμάτων στους επιχειρηματίες.
Κατά δεύτερον πλήττεται καίρια η αξιοπιστία, η συνέπεια της Ένωσής μας και μεταβάλλεται αδικαιολόγητα η αδιαπραγμάτευτη και ξεκάθαρη πορεία που τηρούσε μέχρι σήμερα χωρίς αντιφάσεις και παλινωδίες σε ζητήματα κομβικής σημασίας. Στην όποια κριτική μπορεί να ασκηθεί στο μέλλον σε θέματα συνέπειας, θα είμαστε ιδιαίτερα ευάλωτοι.
Εναπόκειται πλέον στα δικαστήρια της ουσίας για τη στάση που θα τηρούν σε περίπτωση που δεν ακολουθήσει κάποιος διάδικος την αναγκαία προδικασία της διαμεσολάβησης, καθώς υφίσταται ήδη η απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε αντισυνταγματικό το ν. 4512/2018 σε βασικά του σημεία.
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ