2019-10-21 10:30:26
Το φετινό καλοκαίρι σημαδεύτηκε από οικολογικές καταστροφές και την προσπάθεια ευαισθητοποίησης του κοινού απέναντι σ’ αυτές. Οι φωτιές στον Αμαζόνιο έμειναν για αρκετό καιρό στο προσκήνιο των ειδήσεων μέχρι τα μέσα περίπου του Αυγούστου, αν και κατά την περίοδο του Ιουλίου χάθηκαν πολλές περισσότερες εκτάσεις. Η αποψίλωση των δασών σε σχέση με πέρσι έχει διπλασιαστεί.
Το ένα μεγάλο ζήτημα που αναδεικνύεται από τις πυρκαγιές στον Αμαζόνιο είναι το ζήτημα της περιβαλλοντικής πολιτικής. Το δεύτερο είναι το κατά πόσο προστασία του περιβάλλοντος σημαίνει άλλες κοινωνικές δομές και άλλο οικονομικό σύστημα. Ειδικά στην περίπτωση του Αμαζονίου, η αποψίλωση των δασών έχει στον πυρήνα της οικονομικές αιτίες. Η πυρκαγιά είναι η φθηνότερη μέθοδος αποψίλωσης και, συνήθως, συνδέεται με γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Η εμπορική γεωργία μετατοπίζει τη γεωργία επιβίωσης από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις στις δασικές περιοχές
. Η πενία των γεωργικών πόρων αναγκάζει σε αποψίλωση μεγάλων εκτάσεων. Η κτηνοτροφία, με τη συνεχή αυξανόμενη ζήτηση βοδινού κρέατος, μετατρέπει τα εδάφη σε τόπους βόσκησης. Καθώς στους τροπικούς κύκλους το χόρτο βόσκησης είναι κακής ποιότητας, απαιτεί περισσότερους βοσκοτόπους. Ιδιαίτερα στη Βραζιλία, η καλλιέργεια της σόγιας έχει μετατοπίσει άλλες καλλιέργειες. Όταν ο Πρόεδρος της Βραζιλίας Ζ. Μπολσονάρου εξέδωσε Προεδρικό Διάταγμα σύμφωνα με το οποίο πλέον αρμόδιος φορέας για τη διαχείριση της γης των αυτοχθόνων θα είναι το υπουργείο Γεωργίας, καθόρισε την περιβαλλοντική πολιτική με βάση τα συμφέροντα των μεγαλοϊδιοκτητών και των επιχειρήσεων και στην ουσία υπέγραψε την αλόγιστη αποψίλωση των δασικών εκτάσεων με παγκόσμιες συνέπειες.
Στην προσπάθεια να αναδειχθεί το ζήτημα της φωτιάς στον Αμαζόνιο αναπαράχθηκε η είδηση πως παράγει το 20% του οξυγόνου στον πλανήτη. Σχεδόν όλα τα ρεπορτάζ αναφέρονταν στο τροπικό δάσος ως “πνεύμονα της Γης”. Οι συγκεκριμένες αναφορές οδήγησαν σε αρθρογραφία που έκρινε τις δηλώσεις αυτές ως αντιεπιστημονικές και εστίαζαν στον ρόλο που έχει το φυτοπλαγκτόν στην παραγωγή οξυγόνου και μια αρκετά ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση για το ποιος έχει τον πιο σημαντικό ρόλο, δίνοντας την εσφαλμένη εικόνα δύο πλήρως διακριτών συστημάτων.
Πέρα από τα ζητήματα επιστημονικής ακρίβειας στην ειδησεογραφία που αναδύονται από τα παραπάνω ή της άγνοιας του ευρύτερου κοινού για τις λειτουργίες του πλανήτη, φαίνεται και η διαιώνιση μιας κουλτούρας και από τις δύο πλευρές πως η αξία του φυσικού περιβάλλοντος υπολογίζεται με βάση τα όσα παράγει για τον άνθρωπο. Ο Ντελέζ χρησιμοποιεί την πολύ εύστοχη έκφραση “Εργοστάσιο Φύση και Παραγωγή” και αναφέρεται σ’ αυτή ακριβώς την αδυναμία του ανθρώπου να αντιληφθεί τη φύση ως ένα ξεχωριστό σύστημα, την τάση του να την υποβαθμίζει σε μια διαδικασία παραγωγής, σε ένα μέσο παραγωγής του οποίου πρέπει να έχει τον έλεγχο και να αξιολογεί ανάλογα με το πόσα προσφέρει μόνο σε αυτόν, όχι στο σύνολο. Ο άνθρωπος φαίνεται να αδυνατεί να αντιληφθεί το σύστημα της Γαίας ως ένα σύνολο του οποίου είναι μέρος, όχι κέντρο.
Η περιβαλλοντική επιστήμη, όταν αναφέρεται στην πολιτισμική αλλαγή που πρέπει να συντελεστεί, θέτει το ερώτημα και το ζητούμενο της ωριμότητας του ανθρώπινου είδους. Αυτό απαιτεί όχι μόνο να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τη Γη, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Κατά πόσο μπορούμε να κατανοήσουμε και να διδαχτούμε από τον τρόπο που μετασχηματίζεται το γήινο σύστημα όχι με ανταγωνιστικές, αλλά με συνεργατικές διαδικασίες. Και για να καταφέρουμε να διδαχτούμε από τα γήινα συστήματα, απαιτείται να τα γνωρίζουμε. Αξίζει λοιπόν μια εκτενής αναφορά στη σημασία των τροπικών δασών και, πιο συγκεκριμένα, των τροπικών δασών βροχής (στα οποία ο Αμαζόνιος ανήκει και καλύπτει τη μεγαλύτερη έκταση παγκοσμίως) εξετάζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά τους, καθώς και στην αλληλεπίδραση των συστημάτων.
Αρχικά, είναι πολύ σημαντικοί βιότοποι, καθώς φιλοξενούν περισσότερο από το 50% ειδών χλωρίδας και πανίδας του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και πολλών ειδών που απειλούνται από εξαφάνιση. Ορισμένα από αυτά τα είδη είναι αδύνατο να επιβιώσουν σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον. Αυτή η βιοποικιλότητα ευνοείται από τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν. Καθώς βρίσκονται στους τροπικούς, δέχονται μεγάλη ποσότητα ηλιακού φωτός, την οποία μετατρέπουν σε ενέργεια για τα φυτά. Η αποθηκευμένη αυτή ενέργεια στα φυτά με τη σειρά της τρέφει τα ζώα. Η μείωση της βιομάζας, πέρα από τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργεί για μελλοντικές πυρκαγιές, εκθέτει την περιοχή σε συχνότερα και εντονότερα φαινόμενα σαν το Ελ Νίνιο. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα ενεργά συστατικά για το 25% των φαρμάκων παγκοσμίως προέρχονται από φυτά που αναπτύσσονται στα δάση βροχής. Μάλιστα, από τα 3.000 φυτά που έχουν αναγνωριστεί από το Διεθνές Αντικαρκινικό Ινστιτούτο ως πηγές που καταπολεμούν τον καρκίνο, περίπου το 70% προέρχεται από τα τροπικά δάση.
Οι ρίζες των δέντρων στα δάση βροχής σταθεροποιούν το έδαφος. Όταν αποψιλώνονται, το χώμα απομακρύνεται ευκολότερα με τη βροχή, με αποτέλεσμα τη διάβρωσή του. Το δε χωμάτινο νερό που καταλήγει προς τα ποτάμια προκαλεί προβλήματα στους πληθυσμούς των ψαριών. Μόνο η λεκάνη του Αμαζονίου φιλοξενεί πάνω από 3.000 είδη γνωστών ψαριών γλυκού νερού. Η επόμενη μεγάλη διεργασία που λαμβάνει χώρα στα δάση βροχής αφορά τη διατήρηση του κύκλου του νερού. Το δάσος μέσω της διαδικασίας της διαπνοής προσθέτει νερό στην ατμόσφαιρα. Η υγρασία αυτή μετατρέπεται σε σύννεφα βροχής τα οποία επιστρέφουν το νερό στο δάσος. Η καταστροφή των δασών συνεπάγεται μείωση της ποσότητας υγρασίας στην ατμόσφαιρα και, κατά συνέπεια, των βροχοπτώσεων που μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες ξηρασίας. Η γη που έρχεται να αντικαταστήσει τα δάση δεν έχει μηχανισμούς ψύχρανσης, με αποτέλεσμα τη σαβανοποίηση της περιοχής.
Εκτός από το τοπικό κλίμα, τα δάση βροχής βοηθούν στη σταθεροποίηση του παγκόσμιου κλίματος με τη συμβολή τους στον κύκλο του άνθρακα. Ο Αμαζόνιος χαρακτηρίζεται ως μια δεξαμενή άνθρακα, καθώς η πυκνή βλάστηση δεσμεύει και χρησιμοποιεί διοξείδιο του άνθρακα, διατηρώντας χαμηλά τα επίπεδα του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα. Γι’ αυτό και η μείωση ή ακόμα και η απώλεια αυτών των δασών έρχεται να προστεθεί σε μία από τις θετικές αναδράσεις για την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας. Και εδώ βρίσκεται το σημείο κλειδί του πώς συνδέονται και αλληλεπιδρούν τα οικοσυστήματα. Γνωρίζουμε σίγουρα ότι οι ωκεανοί και το φυτοπλαγκτόν είναι υπεύθυνα για την παραγωγή οξυγόνου. Δεν γίνεται όμως καμία αναφορά στις συνθήκες που επιτρέπουν αυτές τις διεργασίες στους ωκεανούς, ούτε για τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης στο θαλάσσιο σύστημα.
Οι ωκεανοί επίσης απορροφούν περίπου το 30% του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα. Τα θαλάσσια ρεύματα έχουν τη λειτουργία μεταφοράς θερμότητας και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα και καθορίζονται τόσο από τους ανέμους όσο και από τις διαφορές πυκνότητας του νερού. Τα νερά υψηλής πυκνότητας του βορείου Ατλαντικού καταβυθίζονται και αναδύονται στον Ειρηνικό Ωκεανό. Έτσι δημιουργείται ένα αβαθές ρεύμα από τους ανέμους το οποίο μεταφέρεται στον Ατλαντικό. Πρόκειται για θερμότερο νερό χαμηλής αλατότητας που στη συνέχεια ψύχεται και βυθίζεται ξανά, διατηρώντας έτσι τον κύκλο.
Το παραπάνω είναι μια πολύ απλοποιημένη παρουσίαση μίας από τις σημαντικότερες θαλάσσιες διεργασίες. Η αύξηση της θερμοκρασίας διαταράσσει αυτόν τον κύκλο, καθώς η σχέση της με την πυκνότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη. Όταν οι ωκεανοί θερμαίνονται, το φτωχό σε θρεπτικές ουσίες στρώμα νερού καταλαμβάνει περισσότερη επιφάνεια, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον φιλικό περιβάλλον για την ανάπτυξη φυκών. Αυτό έρχεται να επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό μείωσης διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης, ο θάνατος και η αποσύνθεση αυτών των οικοσυστημάτων απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο. Οι αυξημένες αυτές συγκεντρώσεις επηρεάζουν τη σύνθεση και κατανομή των φυτοπλαγκτονικών ειδών.
Οι πυρκαγιές, τόσο στον Αμαζόνιο όσο και στον Αρκτικό Κύκλο, νωρίτερα το καλοκαίρι, δεν θα αφήσουν τις παραπάνω λειτουργίες ανεπηρέαστες. Ειδικά στο σιβηρικό στρώμα πάγου και στα ιζήματα του βυθού των ωκεανών υπάρχουν μεγάλες αποθέσεις μεθανίου, των οποίων η δομή διατηρείται σταθερή μόνο με την παρουσία πολύ χαμηλών θερμοκρασιών. Αν σπάσουν οι κρύσταλλοι αυτοί, θα απελευθερωθούν μεγάλες ποσότητες μεθανίου στην ατμόσφαιρα, το οποίο είναι 24 φορές πιο ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου από το διοξείδιο του άνθρακα.
Τα συστήματα δεν είναι ανταγωνιστικά, συνεργάζονται. Η απορρύθμιση του ενός μπορεί να οδηγήσει στην απορρύθμιση του άλλου. Για αυτόν τον λόγο, στο ερώτημα ποιος παράγει το οξυγόνο ή τι είναι πιο σημαντικό, η απάντηση είναι το γήινο σύστημα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, είτε αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση του κοινού είτε στον εφησυχασμό του, είναι ελλιπής. Δεν χρειάζονται εκφράσεις εντυπωσιασμού ή πρόκληση φόβου. Μια απλή γνωριμία με τα συστήματα που διατηρούν τη ζωή σε αυτόν τον πλανήτη δείχνει ότι δεν υπάρχει ανάθεση εργασίας, δεν υπάρχει καταμερισμός, υπάρχει η έννοια του συνόλου. Η φιλόσοφος Μαίρη Μίντγκλεϊ χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα ως εποχή θριάμβου της καρτεσιανής επιστήμης και θεώρησε ως μία από τις μεγαλύτερες ύβρεις τη βεβαιότητα που τον χαρακτήριζε, καθώς η ατομικιστική και αναγωγική συλλογιστική της επιστήμης οδήγησε σε μια τόσο περιορισμένη αντίληψη για τη Γη. Προφανώς και ο Καρτέσιος ανήκει σε έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές και πάνω στις ιδέες του βασίστηκε ένα μεγάλο μέρος της προόδου. Ο διαχωρισμός νου και σώματος, η μηχανιστική ερμηνεία όλων των μορφών ζωής ήταν αναγκαία στοιχεία για την εποχή του. Η αναγωγή, δηλαδή η διαίρεση ενός αντικειμένου ή όντος στα πιο στοιχειώδη μέρη του, αποτέλεσε μια πολύ σημαντική μέθοδο για την ανάπτυξη της επιστήμης της Βιολογίας. Όμως βρισκόμαστε στην εποχή που αυτό πρέπει να ξεπεραστεί, να μην διέπει το σύνολο της επιστήμης και της αντίληψης, αλλά ένα μέρος της. Να αναγνωρίσουμε τη χρησιμότητα της απαγωγικής αντίληψης ενός συνόλου, το οποίο λειτουργεί τόσο για τους ζωντανούς οργανισμούς όσο και για τα μεγάλα συστήματα όπως αυτό της Γαίας.
*Γεωργία Νικολοπούλου, απόφοιτος Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης
Πηγή: avgi.gr
http://sioualtec.blogspot.com/2019/10/blog-post_904.html
Το ένα μεγάλο ζήτημα που αναδεικνύεται από τις πυρκαγιές στον Αμαζόνιο είναι το ζήτημα της περιβαλλοντικής πολιτικής. Το δεύτερο είναι το κατά πόσο προστασία του περιβάλλοντος σημαίνει άλλες κοινωνικές δομές και άλλο οικονομικό σύστημα. Ειδικά στην περίπτωση του Αμαζονίου, η αποψίλωση των δασών έχει στον πυρήνα της οικονομικές αιτίες. Η πυρκαγιά είναι η φθηνότερη μέθοδος αποψίλωσης και, συνήθως, συνδέεται με γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Η εμπορική γεωργία μετατοπίζει τη γεωργία επιβίωσης από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις στις δασικές περιοχές
Στην προσπάθεια να αναδειχθεί το ζήτημα της φωτιάς στον Αμαζόνιο αναπαράχθηκε η είδηση πως παράγει το 20% του οξυγόνου στον πλανήτη. Σχεδόν όλα τα ρεπορτάζ αναφέρονταν στο τροπικό δάσος ως “πνεύμονα της Γης”. Οι συγκεκριμένες αναφορές οδήγησαν σε αρθρογραφία που έκρινε τις δηλώσεις αυτές ως αντιεπιστημονικές και εστίαζαν στον ρόλο που έχει το φυτοπλαγκτόν στην παραγωγή οξυγόνου και μια αρκετά ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση για το ποιος έχει τον πιο σημαντικό ρόλο, δίνοντας την εσφαλμένη εικόνα δύο πλήρως διακριτών συστημάτων.
Πέρα από τα ζητήματα επιστημονικής ακρίβειας στην ειδησεογραφία που αναδύονται από τα παραπάνω ή της άγνοιας του ευρύτερου κοινού για τις λειτουργίες του πλανήτη, φαίνεται και η διαιώνιση μιας κουλτούρας και από τις δύο πλευρές πως η αξία του φυσικού περιβάλλοντος υπολογίζεται με βάση τα όσα παράγει για τον άνθρωπο. Ο Ντελέζ χρησιμοποιεί την πολύ εύστοχη έκφραση “Εργοστάσιο Φύση και Παραγωγή” και αναφέρεται σ’ αυτή ακριβώς την αδυναμία του ανθρώπου να αντιληφθεί τη φύση ως ένα ξεχωριστό σύστημα, την τάση του να την υποβαθμίζει σε μια διαδικασία παραγωγής, σε ένα μέσο παραγωγής του οποίου πρέπει να έχει τον έλεγχο και να αξιολογεί ανάλογα με το πόσα προσφέρει μόνο σε αυτόν, όχι στο σύνολο. Ο άνθρωπος φαίνεται να αδυνατεί να αντιληφθεί το σύστημα της Γαίας ως ένα σύνολο του οποίου είναι μέρος, όχι κέντρο.
Η περιβαλλοντική επιστήμη, όταν αναφέρεται στην πολιτισμική αλλαγή που πρέπει να συντελεστεί, θέτει το ερώτημα και το ζητούμενο της ωριμότητας του ανθρώπινου είδους. Αυτό απαιτεί όχι μόνο να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τη Γη, αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς. Κατά πόσο μπορούμε να κατανοήσουμε και να διδαχτούμε από τον τρόπο που μετασχηματίζεται το γήινο σύστημα όχι με ανταγωνιστικές, αλλά με συνεργατικές διαδικασίες. Και για να καταφέρουμε να διδαχτούμε από τα γήινα συστήματα, απαιτείται να τα γνωρίζουμε. Αξίζει λοιπόν μια εκτενής αναφορά στη σημασία των τροπικών δασών και, πιο συγκεκριμένα, των τροπικών δασών βροχής (στα οποία ο Αμαζόνιος ανήκει και καλύπτει τη μεγαλύτερη έκταση παγκοσμίως) εξετάζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά τους, καθώς και στην αλληλεπίδραση των συστημάτων.
Αρχικά, είναι πολύ σημαντικοί βιότοποι, καθώς φιλοξενούν περισσότερο από το 50% ειδών χλωρίδας και πανίδας του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων και πολλών ειδών που απειλούνται από εξαφάνιση. Ορισμένα από αυτά τα είδη είναι αδύνατο να επιβιώσουν σε οποιοδήποτε άλλο περιβάλλον. Αυτή η βιοποικιλότητα ευνοείται από τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν. Καθώς βρίσκονται στους τροπικούς, δέχονται μεγάλη ποσότητα ηλιακού φωτός, την οποία μετατρέπουν σε ενέργεια για τα φυτά. Η αποθηκευμένη αυτή ενέργεια στα φυτά με τη σειρά της τρέφει τα ζώα. Η μείωση της βιομάζας, πέρα από τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργεί για μελλοντικές πυρκαγιές, εκθέτει την περιοχή σε συχνότερα και εντονότερα φαινόμενα σαν το Ελ Νίνιο. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα ενεργά συστατικά για το 25% των φαρμάκων παγκοσμίως προέρχονται από φυτά που αναπτύσσονται στα δάση βροχής. Μάλιστα, από τα 3.000 φυτά που έχουν αναγνωριστεί από το Διεθνές Αντικαρκινικό Ινστιτούτο ως πηγές που καταπολεμούν τον καρκίνο, περίπου το 70% προέρχεται από τα τροπικά δάση.
Οι ρίζες των δέντρων στα δάση βροχής σταθεροποιούν το έδαφος. Όταν αποψιλώνονται, το χώμα απομακρύνεται ευκολότερα με τη βροχή, με αποτέλεσμα τη διάβρωσή του. Το δε χωμάτινο νερό που καταλήγει προς τα ποτάμια προκαλεί προβλήματα στους πληθυσμούς των ψαριών. Μόνο η λεκάνη του Αμαζονίου φιλοξενεί πάνω από 3.000 είδη γνωστών ψαριών γλυκού νερού. Η επόμενη μεγάλη διεργασία που λαμβάνει χώρα στα δάση βροχής αφορά τη διατήρηση του κύκλου του νερού. Το δάσος μέσω της διαδικασίας της διαπνοής προσθέτει νερό στην ατμόσφαιρα. Η υγρασία αυτή μετατρέπεται σε σύννεφα βροχής τα οποία επιστρέφουν το νερό στο δάσος. Η καταστροφή των δασών συνεπάγεται μείωση της ποσότητας υγρασίας στην ατμόσφαιρα και, κατά συνέπεια, των βροχοπτώσεων που μπορεί να οδηγήσει σε συνθήκες ξηρασίας. Η γη που έρχεται να αντικαταστήσει τα δάση δεν έχει μηχανισμούς ψύχρανσης, με αποτέλεσμα τη σαβανοποίηση της περιοχής.
Εκτός από το τοπικό κλίμα, τα δάση βροχής βοηθούν στη σταθεροποίηση του παγκόσμιου κλίματος με τη συμβολή τους στον κύκλο του άνθρακα. Ο Αμαζόνιος χαρακτηρίζεται ως μια δεξαμενή άνθρακα, καθώς η πυκνή βλάστηση δεσμεύει και χρησιμοποιεί διοξείδιο του άνθρακα, διατηρώντας χαμηλά τα επίπεδα του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα. Γι’ αυτό και η μείωση ή ακόμα και η απώλεια αυτών των δασών έρχεται να προστεθεί σε μία από τις θετικές αναδράσεις για την παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας. Και εδώ βρίσκεται το σημείο κλειδί του πώς συνδέονται και αλληλεπιδρούν τα οικοσυστήματα. Γνωρίζουμε σίγουρα ότι οι ωκεανοί και το φυτοπλαγκτόν είναι υπεύθυνα για την παραγωγή οξυγόνου. Δεν γίνεται όμως καμία αναφορά στις συνθήκες που επιτρέπουν αυτές τις διεργασίες στους ωκεανούς, ούτε για τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης στο θαλάσσιο σύστημα.
Οι ωκεανοί επίσης απορροφούν περίπου το 30% του ατμοσφαιρικού διοξειδίου του άνθρακα. Τα θαλάσσια ρεύματα έχουν τη λειτουργία μεταφοράς θερμότητας και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα και καθορίζονται τόσο από τους ανέμους όσο και από τις διαφορές πυκνότητας του νερού. Τα νερά υψηλής πυκνότητας του βορείου Ατλαντικού καταβυθίζονται και αναδύονται στον Ειρηνικό Ωκεανό. Έτσι δημιουργείται ένα αβαθές ρεύμα από τους ανέμους το οποίο μεταφέρεται στον Ατλαντικό. Πρόκειται για θερμότερο νερό χαμηλής αλατότητας που στη συνέχεια ψύχεται και βυθίζεται ξανά, διατηρώντας έτσι τον κύκλο.
Το παραπάνω είναι μια πολύ απλοποιημένη παρουσίαση μίας από τις σημαντικότερες θαλάσσιες διεργασίες. Η αύξηση της θερμοκρασίας διαταράσσει αυτόν τον κύκλο, καθώς η σχέση της με την πυκνότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη. Όταν οι ωκεανοί θερμαίνονται, το φτωχό σε θρεπτικές ουσίες στρώμα νερού καταλαμβάνει περισσότερη επιφάνεια, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον φιλικό περιβάλλον για την ανάπτυξη φυκών. Αυτό έρχεται να επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό μείωσης διοξειδίου του άνθρακα. Επίσης, ο θάνατος και η αποσύνθεση αυτών των οικοσυστημάτων απελευθερώνει διοξείδιο του άνθρακα και μεθάνιο. Οι αυξημένες αυτές συγκεντρώσεις επηρεάζουν τη σύνθεση και κατανομή των φυτοπλαγκτονικών ειδών.
Οι πυρκαγιές, τόσο στον Αμαζόνιο όσο και στον Αρκτικό Κύκλο, νωρίτερα το καλοκαίρι, δεν θα αφήσουν τις παραπάνω λειτουργίες ανεπηρέαστες. Ειδικά στο σιβηρικό στρώμα πάγου και στα ιζήματα του βυθού των ωκεανών υπάρχουν μεγάλες αποθέσεις μεθανίου, των οποίων η δομή διατηρείται σταθερή μόνο με την παρουσία πολύ χαμηλών θερμοκρασιών. Αν σπάσουν οι κρύσταλλοι αυτοί, θα απελευθερωθούν μεγάλες ποσότητες μεθανίου στην ατμόσφαιρα, το οποίο είναι 24 φορές πιο ισχυρό αέριο του θερμοκηπίου από το διοξείδιο του άνθρακα.
Τα συστήματα δεν είναι ανταγωνιστικά, συνεργάζονται. Η απορρύθμιση του ενός μπορεί να οδηγήσει στην απορρύθμιση του άλλου. Για αυτόν τον λόγο, στο ερώτημα ποιος παράγει το οξυγόνο ή τι είναι πιο σημαντικό, η απάντηση είναι το γήινο σύστημα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, είτε αποσκοπεί στην ευαισθητοποίηση του κοινού είτε στον εφησυχασμό του, είναι ελλιπής. Δεν χρειάζονται εκφράσεις εντυπωσιασμού ή πρόκληση φόβου. Μια απλή γνωριμία με τα συστήματα που διατηρούν τη ζωή σε αυτόν τον πλανήτη δείχνει ότι δεν υπάρχει ανάθεση εργασίας, δεν υπάρχει καταμερισμός, υπάρχει η έννοια του συνόλου. Η φιλόσοφος Μαίρη Μίντγκλεϊ χαρακτήρισε τον 20ό αιώνα ως εποχή θριάμβου της καρτεσιανής επιστήμης και θεώρησε ως μία από τις μεγαλύτερες ύβρεις τη βεβαιότητα που τον χαρακτήριζε, καθώς η ατομικιστική και αναγωγική συλλογιστική της επιστήμης οδήγησε σε μια τόσο περιορισμένη αντίληψη για τη Γη. Προφανώς και ο Καρτέσιος ανήκει σε έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές και πάνω στις ιδέες του βασίστηκε ένα μεγάλο μέρος της προόδου. Ο διαχωρισμός νου και σώματος, η μηχανιστική ερμηνεία όλων των μορφών ζωής ήταν αναγκαία στοιχεία για την εποχή του. Η αναγωγή, δηλαδή η διαίρεση ενός αντικειμένου ή όντος στα πιο στοιχειώδη μέρη του, αποτέλεσε μια πολύ σημαντική μέθοδο για την ανάπτυξη της επιστήμης της Βιολογίας. Όμως βρισκόμαστε στην εποχή που αυτό πρέπει να ξεπεραστεί, να μην διέπει το σύνολο της επιστήμης και της αντίληψης, αλλά ένα μέρος της. Να αναγνωρίσουμε τη χρησιμότητα της απαγωγικής αντίληψης ενός συνόλου, το οποίο λειτουργεί τόσο για τους ζωντανούς οργανισμούς όσο και για τα μεγάλα συστήματα όπως αυτό της Γαίας.
*Γεωργία Νικολοπούλου, απόφοιτος Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης
Πηγή: avgi.gr
http://sioualtec.blogspot.com/2019/10/blog-post_904.html
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Τουρκία «καπελώνει» ελληνική άσκηση ανοικτά της Ρόδου με Navtex
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ