2019-11-04 22:34:56
Με μία έντονη ανακοίνωση, που κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη
Παυλόπουλο, στιν πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη κ.α., η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, διαμαρτύρεται έντονα για την προσπάθεια διαφόρων κύκλων εντός και εκτός συνόρων, που μεθοδεύουν την ομογενειοποίηση – τυποποίηση της βλάχικής διαλέκτου, επιδιώκοντας καθεστώς … «μειονότητας» για τους Βλάχους της Ελλάδας.
«Ιστορικά η απουσία γραπτής ενοποιημένης και επίσημης μορφής της γλώσσας δεν σήμαινε ότι αυτή δεν μιλιόταν στις διάφορες περιοχές, με τη μορφή τοπικών διαλέκτων όπως «φαρσερώτικη», «γραμμουστιάνικη», «μετσοβίτικη» κλπ. Η διαπίστωση αυτή καθιστά επιστημονικά επισφαλή την αντιμετώπισή τους ως μίας και ενιαίας «γλώσσας», και κατ’ επέκταση τον κοινό και ενιαίο εγγραμματισμό των διαφορετικών αυτών τοπικών προφορικών διαλέκτων» αναφέρει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση της ΠΟΠΣΒ, που επισημαίνει με νόήμα πως: «δεν είναι πρώτη φορά που επιστήμονες απεργάσθηκαν μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, γλωσσολογικά θέματα των Βλάχων» με στόχο τον ετεροπροσδιορισμό τους.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΠΟΠΣΒ, έχει ως εξής
«Ως «βλαχική» νοείται το σύνολο των τοπικών διαλέκτων μίας μη ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας προερχόμενης από τη δημώδη λατινική, όπως αυτή διαμορφώθηκε λόγω της μακραίωνης παρουσίας της λατινικής και στον χώρο της ελληνικής χερσονήσου. Δεν υπάρχει ενιαία μορφή κοινά αποδεκτή από όλες τις ομάδες των βλαχοφώνων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις γύρω Βαλκανικές χώρες.
Η βλαχική κατατάσσεται στις λεγόμενες ρομανικές, δηλαδή νεολατινικές γλώσσες και αποτελεί διάλεκτο της λατινικής και αδελφή γλώσσα όλων των νεολατινικών γλωσσών που προήλθαν από τη λατινική (πορτογαλική, ιταλική, ουαλική, γαλλική, ισπανική, ρουμανική κλπ). Λόγω αυτής της γλωσσικής συγγένειας εθνικιστικές προπαγάνδες κατά το παρελθόν, αλλά και σύγχρονες, προσπάθησαν και προσπαθούν να τη διασυνδέσουν, με τη ρουμανική γλώσσα (ως ρουμανική διάλεκτο), χωρίς επιτυχία. Το μόνο που πέτυχαν διαχρονικά ήταν ο γλωσσικός «αποβλαχισμός» μεγάλων τμημάτων των Ελληνοβλάχων δεδομένου ότι οι ίδιοι ποτέ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν θέλησαν, όπως ήταν αυτονόητο, τον εθνικό τους διαχωρισμό από τους υπόλοιπους συνέλληνες.
Οι πρώτες απόπειρες εγγραμματισμού της βλαχικής έγιναν στα τέλη του 18ου αρχές 19ου αιώνα από βλαχόφωνους λόγιους, κυρίως Μοσχοπολίτες (Αναστάσιος Καβαλιώτης, Δανιήλ Μοσχοπολίτης, Κωνσταντίνος Ουκούτας) για λόγους ασφαλώς όχι εθνικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά τις περισσότερες φορές ενδυνάμωσης του θρησκευτικού φρονήματος των μη ελληνόφωνων πληθυσμών. Αυτό σε περιοχές της βαλκανικής που γνώριζαν μαζικούς εξισλαμισμούς την περίοδο εκείνη. Εξάλλου κοινές ήταν πάντα οι κοινότητες των «ελληνοβλάχων ή γραικοβλάχων ή μακεδονοβλάχων» με αυτές των «αδελφών γραικών» στην Πέστη, τη Βιέννη, το Νόβισαντ και αλλού. Ο εγγραμματισμός αυτός έγινε με τη χρήση γραμμάτων της ελληνικής αλφαβήτου, απόλυτα κατανοητό, αφού αυτή ήταν πάντα η γλώσσα γραφής και επικοινωνίας των Βλάχων. Στη συνέχεια άλλοι, όπως οι Ρόζας και Μπογιατζής χρησιμοποίησαν και τη λατινική για τη γραπτή εκφορά της, κυρίως για λόγους διαφορετικού εθνικού προσανατολισμού, που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, δεν είχε καμία απολύτως απήχηση στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοβλάχων.
Ιστορικά η απουσία γραπτής ενοποιημένης και επίσημης μορφής της γλώσσας δεν σήμαινε ότι αυτή δεν μιλιόταν στις διάφορες περιοχές, με τη μορφή τοπικών διαλέκτων όπως «φαρσερώτικη», «γραμμουστιάνικη», «μετσοβίτικη» κλπ. Η διαπίστωση αυτή καθιστά επιστημονικά επισφαλή την αντιμετώπισή τους ως μίας και ενιαίας «γλώσσας», και κατ’ επέκταση τον κοινό και ενιαίο εγγραμματισμό των διαφορετικών αυτών τοπικών προφορικών διαλέκτων.
Ο εγγραμματισμός των τοπικών βλαχικών διαλέκτων ασφαλώς αποτελεί μεγάλη πολιτιστική πρόκληση που σε ένα βαθμό πολλοί τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι υλοποιούν ειδικά στον τομέα των τραγουδιών και όχι μόνο. Αν μη τι άλλο αποδεικνύει την ισχυρή σχέση με την ελληνική γλώσσα. Ο εγγραμματισμός όμως θα πρέπει να ακολουθήσει ένα βασικό κριτήριο, το οποίο δεν μπορεί παρά να σέβεται τις τοπικές κοινωνίες των (ολιγάριθμων πλέον) ομιλούντων τη «βλαχική» κάνοντας χρήση κατ’ αρχάς ενός αλφαβήτου εξοικειωμένου με αυτούς. Αν θέλουμε να αναφερόμαστε στα ελληνικά βλαχικά γλωσσικά ιδιώματα, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το ελληνικό αλφάβητο.
Δεν ενδιαφέρει η διασπορά των Βλάχων που λόγω ιστορικών, πολιτικών ή άλλων συγκυριών ενδεχομένως επιθυμεί να ακολουθήσει κάποιον άλλον αυτοπροσδιορισμό, ακόμα και γλωσσικό. Οποιαδήποτε χρήση ξένου αλφαβήτου συνειρμικά θα οδηγήσει σε προπαγάνδες και άλλες σκοπιμότητες που είναι αλήθεια, ότι όχι μόνο πλήγωσαν αλλά λειτούργησαν κατά το παρελθόν και καταστρεπτικά, απέναντι στο συγκεκριμένο πολιτιστικό στοιχείο.
Η προσπάθεια ομογενοποίησης της γλώσσας ακόμη και αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι κάνουν χρήση επιστημονικών μεθοδολογιών, οι οποίες δεν είναι πάντοτε αποδεκτές διότι έχουν και τους περιορισμούς τους, θεωρούμε ότι είναι πράξη «αντιπολιτιστική». Με την έννοια ότι η πολιτιστική πολυμορφία δεν προάγεται με το «σιδέρωμα» των τοπικών διαλέκτων, ούτε μέσω της εισαγωγής νεολογισμών και δανείων από ξένες γλώσσες. Επιπλέον, σε τι θα στόχευε ουσιαστικά η δημιουργία μιας νέας γλώσσας χαρακτηριζόμενης μάλιστα μειονοτικής, ενός όρου που ασφαλώς φέρει και βαρύ πολιτικό φορτίο από το παρελθόν; Διότι οι μειονοτικές γλώσσες μιλιόνται από μειονότητες. Ασφαλώς οι Βλάχοι της Ελλάδος δεν ήταν ποτέ μειονότητα και ούτε σκοπεύουν ποτέ να γίνουν.
Η ΠΟΠΣΒ η οποία εκπροσωπεί το σύνολο σχεδόν των βλαχικών συλλόγων της Ελλάδας σαν φορέας πολιτισμού:
α. θεωρεί ότι δεν υφίσταται ενιαία βλαχική γλώσσα αλλά μόνο τοπικά βλαχικά ιδιώματα. Αυτά θα πρέπει να εγγραμματισθούν για πολιτιστικούς λόγους κάνοντας χρήση μόνο της ελληνικής αλφαβήτου. Την Ελληνική αλφάβητο, λόγιοι πρόγονοί μας έκαναν πράξη, γνωρίζοντας την ιστορική συνύπαρξη και ταύτιση των Βλάχων της ελληνικής χερσονήσου με τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό
β. Είναι αντίθετη στην ομογενοποίηση - τυποποίηση και ουσιαστικά δημιουργία μιας νέας γλώσσας η οποία ουσιαστικά δεν έχει σχέση ούτε με την ιστορική αλλά και ούτε με τη ζώσα σημερινή πραγματικότητα της βλαχικής.
γ. Οι απόπειρες εγγραμματισμού και ομογενοποίησης της βλαχικής από διάφορους Βλάχους της διασποράς δεν ενδιαφέρει εμάς τους Ελληνόβλαχους, οι οποίοι παραμένουμε η συντριπτική πλειοψηφία σε όλα τα Βαλκάνια και όχι μόνο.
Τέλος, να σημειωθεί, ότι δεν είναι πρώτη φορά που επιστήμονες απεργάσθηκαν μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, γλωσσολογικά θέματα των Βλάχων.
Και προ εικοσαετίας όταν διαμορφώθηκε ο χάρτης των λεγόμενων «ολιγότερο ομιλούμενων-μειονοτικών γλωσσών» της Ευρώπης, υπήρχαν ευρωπαϊκοί πόροι πάνω στους οποίους χτίστηκαν σχετικές δράσεις (ΚΕΜΟ) αλλά και ακαδημαϊκές καριέρες. Οι Βλάχοι και η βλαχική ήταν στις προτεραιότητές τους. Έβγαλαν και σχετική οδηγία (De Puig) χωρίς τους Βλάχους για τους Βλάχους, οι οποίοι ωστόσο τους γύρισαν την πλάτη.
Όπως θα γίνει και τώρα. Γιατί οι Βλάχοι ξέρουν καλύτερα. Γιατί ζουν με την παράδοση και τον πολιτισμό τους μέσω των Συλλόγων τους, μακριά από επιστημονικά γλωσσικά ή άλλου τύπου εργαστήρια τα οποία απεργάζονται, ηθελημένα ή άθελα, για άλλη μια φορά τον ετεροπροσδιορισμό τους, για αυτούς, χωρίς αυτούς».
anatakti
Παυλόπουλο, στιν πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη κ.α., η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, διαμαρτύρεται έντονα για την προσπάθεια διαφόρων κύκλων εντός και εκτός συνόρων, που μεθοδεύουν την ομογενειοποίηση – τυποποίηση της βλάχικής διαλέκτου, επιδιώκοντας καθεστώς … «μειονότητας» για τους Βλάχους της Ελλάδας.
«Ιστορικά η απουσία γραπτής ενοποιημένης και επίσημης μορφής της γλώσσας δεν σήμαινε ότι αυτή δεν μιλιόταν στις διάφορες περιοχές, με τη μορφή τοπικών διαλέκτων όπως «φαρσερώτικη», «γραμμουστιάνικη», «μετσοβίτικη» κλπ. Η διαπίστωση αυτή καθιστά επιστημονικά επισφαλή την αντιμετώπισή τους ως μίας και ενιαίας «γλώσσας», και κατ’ επέκταση τον κοινό και ενιαίο εγγραμματισμό των διαφορετικών αυτών τοπικών προφορικών διαλέκτων» αναφέρει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση της ΠΟΠΣΒ, που επισημαίνει με νόήμα πως: «δεν είναι πρώτη φορά που επιστήμονες απεργάσθηκαν μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, γλωσσολογικά θέματα των Βλάχων» με στόχο τον ετεροπροσδιορισμό τους.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΠΟΠΣΒ, έχει ως εξής
«Ως «βλαχική» νοείται το σύνολο των τοπικών διαλέκτων μίας μη ομογενοποιημένης και μη κωδικοποιημένης προφορικής γλώσσας προερχόμενης από τη δημώδη λατινική, όπως αυτή διαμορφώθηκε λόγω της μακραίωνης παρουσίας της λατινικής και στον χώρο της ελληνικής χερσονήσου. Δεν υπάρχει ενιαία μορφή κοινά αποδεκτή από όλες τις ομάδες των βλαχοφώνων, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις γύρω Βαλκανικές χώρες.
Η βλαχική κατατάσσεται στις λεγόμενες ρομανικές, δηλαδή νεολατινικές γλώσσες και αποτελεί διάλεκτο της λατινικής και αδελφή γλώσσα όλων των νεολατινικών γλωσσών που προήλθαν από τη λατινική (πορτογαλική, ιταλική, ουαλική, γαλλική, ισπανική, ρουμανική κλπ). Λόγω αυτής της γλωσσικής συγγένειας εθνικιστικές προπαγάνδες κατά το παρελθόν, αλλά και σύγχρονες, προσπάθησαν και προσπαθούν να τη διασυνδέσουν, με τη ρουμανική γλώσσα (ως ρουμανική διάλεκτο), χωρίς επιτυχία. Το μόνο που πέτυχαν διαχρονικά ήταν ο γλωσσικός «αποβλαχισμός» μεγάλων τμημάτων των Ελληνοβλάχων δεδομένου ότι οι ίδιοι ποτέ, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν θέλησαν, όπως ήταν αυτονόητο, τον εθνικό τους διαχωρισμό από τους υπόλοιπους συνέλληνες.
Οι πρώτες απόπειρες εγγραμματισμού της βλαχικής έγιναν στα τέλη του 18ου αρχές 19ου αιώνα από βλαχόφωνους λόγιους, κυρίως Μοσχοπολίτες (Αναστάσιος Καβαλιώτης, Δανιήλ Μοσχοπολίτης, Κωνσταντίνος Ουκούτας) για λόγους ασφαλώς όχι εθνικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά τις περισσότερες φορές ενδυνάμωσης του θρησκευτικού φρονήματος των μη ελληνόφωνων πληθυσμών. Αυτό σε περιοχές της βαλκανικής που γνώριζαν μαζικούς εξισλαμισμούς την περίοδο εκείνη. Εξάλλου κοινές ήταν πάντα οι κοινότητες των «ελληνοβλάχων ή γραικοβλάχων ή μακεδονοβλάχων» με αυτές των «αδελφών γραικών» στην Πέστη, τη Βιέννη, το Νόβισαντ και αλλού. Ο εγγραμματισμός αυτός έγινε με τη χρήση γραμμάτων της ελληνικής αλφαβήτου, απόλυτα κατανοητό, αφού αυτή ήταν πάντα η γλώσσα γραφής και επικοινωνίας των Βλάχων. Στη συνέχεια άλλοι, όπως οι Ρόζας και Μπογιατζής χρησιμοποίησαν και τη λατινική για τη γραπτή εκφορά της, κυρίως για λόγους διαφορετικού εθνικού προσανατολισμού, που όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, δεν είχε καμία απολύτως απήχηση στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοβλάχων.
Ιστορικά η απουσία γραπτής ενοποιημένης και επίσημης μορφής της γλώσσας δεν σήμαινε ότι αυτή δεν μιλιόταν στις διάφορες περιοχές, με τη μορφή τοπικών διαλέκτων όπως «φαρσερώτικη», «γραμμουστιάνικη», «μετσοβίτικη» κλπ. Η διαπίστωση αυτή καθιστά επιστημονικά επισφαλή την αντιμετώπισή τους ως μίας και ενιαίας «γλώσσας», και κατ’ επέκταση τον κοινό και ενιαίο εγγραμματισμό των διαφορετικών αυτών τοπικών προφορικών διαλέκτων.
Ο εγγραμματισμός των τοπικών βλαχικών διαλέκτων ασφαλώς αποτελεί μεγάλη πολιτιστική πρόκληση που σε ένα βαθμό πολλοί τοπικοί πολιτιστικοί σύλλογοι υλοποιούν ειδικά στον τομέα των τραγουδιών και όχι μόνο. Αν μη τι άλλο αποδεικνύει την ισχυρή σχέση με την ελληνική γλώσσα. Ο εγγραμματισμός όμως θα πρέπει να ακολουθήσει ένα βασικό κριτήριο, το οποίο δεν μπορεί παρά να σέβεται τις τοπικές κοινωνίες των (ολιγάριθμων πλέον) ομιλούντων τη «βλαχική» κάνοντας χρήση κατ’ αρχάς ενός αλφαβήτου εξοικειωμένου με αυτούς. Αν θέλουμε να αναφερόμαστε στα ελληνικά βλαχικά γλωσσικά ιδιώματα, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το ελληνικό αλφάβητο.
Δεν ενδιαφέρει η διασπορά των Βλάχων που λόγω ιστορικών, πολιτικών ή άλλων συγκυριών ενδεχομένως επιθυμεί να ακολουθήσει κάποιον άλλον αυτοπροσδιορισμό, ακόμα και γλωσσικό. Οποιαδήποτε χρήση ξένου αλφαβήτου συνειρμικά θα οδηγήσει σε προπαγάνδες και άλλες σκοπιμότητες που είναι αλήθεια, ότι όχι μόνο πλήγωσαν αλλά λειτούργησαν κατά το παρελθόν και καταστρεπτικά, απέναντι στο συγκεκριμένο πολιτιστικό στοιχείο.
Η προσπάθεια ομογενοποίησης της γλώσσας ακόμη και αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι κάνουν χρήση επιστημονικών μεθοδολογιών, οι οποίες δεν είναι πάντοτε αποδεκτές διότι έχουν και τους περιορισμούς τους, θεωρούμε ότι είναι πράξη «αντιπολιτιστική». Με την έννοια ότι η πολιτιστική πολυμορφία δεν προάγεται με το «σιδέρωμα» των τοπικών διαλέκτων, ούτε μέσω της εισαγωγής νεολογισμών και δανείων από ξένες γλώσσες. Επιπλέον, σε τι θα στόχευε ουσιαστικά η δημιουργία μιας νέας γλώσσας χαρακτηριζόμενης μάλιστα μειονοτικής, ενός όρου που ασφαλώς φέρει και βαρύ πολιτικό φορτίο από το παρελθόν; Διότι οι μειονοτικές γλώσσες μιλιόνται από μειονότητες. Ασφαλώς οι Βλάχοι της Ελλάδος δεν ήταν ποτέ μειονότητα και ούτε σκοπεύουν ποτέ να γίνουν.
Η ΠΟΠΣΒ η οποία εκπροσωπεί το σύνολο σχεδόν των βλαχικών συλλόγων της Ελλάδας σαν φορέας πολιτισμού:
α. θεωρεί ότι δεν υφίσταται ενιαία βλαχική γλώσσα αλλά μόνο τοπικά βλαχικά ιδιώματα. Αυτά θα πρέπει να εγγραμματισθούν για πολιτιστικούς λόγους κάνοντας χρήση μόνο της ελληνικής αλφαβήτου. Την Ελληνική αλφάβητο, λόγιοι πρόγονοί μας έκαναν πράξη, γνωρίζοντας την ιστορική συνύπαρξη και ταύτιση των Βλάχων της ελληνικής χερσονήσου με τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό
β. Είναι αντίθετη στην ομογενοποίηση - τυποποίηση και ουσιαστικά δημιουργία μιας νέας γλώσσας η οποία ουσιαστικά δεν έχει σχέση ούτε με την ιστορική αλλά και ούτε με τη ζώσα σημερινή πραγματικότητα της βλαχικής.
γ. Οι απόπειρες εγγραμματισμού και ομογενοποίησης της βλαχικής από διάφορους Βλάχους της διασποράς δεν ενδιαφέρει εμάς τους Ελληνόβλαχους, οι οποίοι παραμένουμε η συντριπτική πλειοψηφία σε όλα τα Βαλκάνια και όχι μόνο.
Τέλος, να σημειωθεί, ότι δεν είναι πρώτη φορά που επιστήμονες απεργάσθηκαν μακριά από τις τοπικές κοινωνίες και τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, γλωσσολογικά θέματα των Βλάχων.
Και προ εικοσαετίας όταν διαμορφώθηκε ο χάρτης των λεγόμενων «ολιγότερο ομιλούμενων-μειονοτικών γλωσσών» της Ευρώπης, υπήρχαν ευρωπαϊκοί πόροι πάνω στους οποίους χτίστηκαν σχετικές δράσεις (ΚΕΜΟ) αλλά και ακαδημαϊκές καριέρες. Οι Βλάχοι και η βλαχική ήταν στις προτεραιότητές τους. Έβγαλαν και σχετική οδηγία (De Puig) χωρίς τους Βλάχους για τους Βλάχους, οι οποίοι ωστόσο τους γύρισαν την πλάτη.
Όπως θα γίνει και τώρα. Γιατί οι Βλάχοι ξέρουν καλύτερα. Γιατί ζουν με την παράδοση και τον πολιτισμό τους μέσω των Συλλόγων τους, μακριά από επιστημονικά γλωσσικά ή άλλου τύπου εργαστήρια τα οποία απεργάζονται, ηθελημένα ή άθελα, για άλλη μια φορά τον ετεροπροσδιορισμό τους, για αυτούς, χωρίς αυτούς».
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ