2019-11-28 21:55:45
του Ιωάννη Ν. Μαρκά,
πτυχιούχου Θεολογίας Α.Π.Θ. (M. Th.)
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ στόν Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση που μου απευθύνατε να παραβρεθώ απόψε στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου και να συμμετέχω στον κύκλο των ομιλιών που προγραμμάτισε για το εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό έτος που διανύουμε η δραστήρια και πάντοτε γρηγορούσα «Εστία Πατερικών Μελετών».
Το θέμα γύρω από το πάθος της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θα αναπτύξουμε εντός ολίγου, είναι ένα από τα πλέον επίκαιρα και ευαίσθητα θέματα στη σημερινή εποχή της αποστασίας που όλοι βιώνουμε. Με τη χάρη του Θεού θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα, όχι επί τη βάσει κοσμικών «επιστημονικών» επιχειρημάτων (π.χ. ιατρικής, ψυχιατρικής, βιολογίας κτλ), ή αφηρημένων και γενικόλογων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αλλά με όρους θεολογικούς, εκκλησιαστικούς και ποιμαντικούς, όπως εδράζονται:
α) στην Αγία Γραφή, ως αποκάλυψη του θελήματος του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο, και
β) στην ανόθευτη διδασκαλία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη σειρά τους απλανώς και αλαθήτως με το εν λόγῳ θέμα.
Γίνεται συνεπώς σαφές πως στην παρούσα ομιλία δεν θα εκφέρουμε προσωπικές απόψεις, ούτε ασφαλώς θα στοχοποιήσουμε κάποιους περιθωριακούς ανθρώπους, κάποιους «λεπρούς», στην τάξη των οποίων δεν ανήκουμε εμείς οι «καθαροί». Άλλωστε, η προσέγγιση των εφάμαρτων ζητημάτων εκ μέρους της Εκκλησίας, δεν έχει ως σκοπό τον στιγματισμό και την εξουθένωση του «πλησίον», αλλά την εκούσια αποδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας, που θα τον οδηγήσει στη συναίσθηση της εμπαθούς καταστάσεώς του και εν τέλει στη θεραπεία του. Για όσους σκόπιμα ή μη το παραγνωρίζουν, η αναφορά της Εκκλησίας του Χριστού, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θείο καθίδρυμα, δεν εξαντλείται μόνο στους ενάρετους ανθρώπους, αλλά επεκτείνεται κυρίως στους πνευματικά αδύνατους και ατελείς, στους πάσχοντες και τους νοσούντες. Πρόκειται ουσιαστικά για το κατεξοχήν ορατό θεραπευτήριο, όπου πραγματώνεται διαχρονικά η λυτρωτική υπόσχεση του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού στο ταλαιπωρημένο, από τον πόνο και την αμαρτία, ανθρώπινο γένος πως «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μτθ. θ΄ 12).
Άρα συνοπτικά, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει στη σωτηρία το γένος των ανθρώπων και στην αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού στη γη. Είναι με άλλα λόγια η ανατροπή της αμαρτίας και η επικράτηση της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας στη γη. Δια μέσου της Εκκλησίας συμφιλιώνεται πάλι ο μετά την πτώση άνθρωπος με τον Θεό, που από εχθρός του Θεού (ένεκα της καταστάσεως της αμαρτίας που βρισκόταν) προάγεται εκ νέου σε μέτοχο της αρχαίας αυτού Χάριτος και δόξας. Μόνον η Εκκλησία ασκεί το έργο της απολυτρώσεως και του αγιασμού, ένα έργο το οποίο της το ανέθεσε ο Σωτήρας Χριστός διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η Εκκλησία καθίσταται ο μοναδικός αυθεντικός φορέας, μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό και να εξυγιανθεί ψυχοσωματικά, έχοντας προπαρασκευασμένα τα κατάλληλα φάρμακα που είναι τα ιερά της μυστήρια, για να αναγεννήσει τα άσωτα μέλη της και να τα μεταβάλει από τέκνα απωλείας σε τέκνα Χάριτος.
Ως εκ τούτου, η Εκκλησία αποτελεί την «κιβωτό της σωτηρίας» του ανθρώπου, εντός της οποίας όλα ανεξαιρέτως τα πάθη δύνανται να μεταμορφωθούν και να αναβαθμιστούν με ορίζοντα σωτηριολογικό, εφόσον ο ασθενής άνθρωπος μετανοήσει εμπράκτως, κατά το ευαγγελικό πρότυπο του «ασώτου υιού». Επομένως είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από το ακροατήριο, πως η όποια συζήτηση για το πάθος της ομοφυλοφιλίας, εφόσον αποσυνδεθεί από τη σωτηριολογία του ανθρώπου, εύλογα μπορεί να διολισθήσει σε μία συζήτηση άσκοπη για τον Ορθόδοξο Χριστιανό, ιδιαίτερα όταν απέναντί του έχει να συνδιαλλαγεί με τον ακαδημαϊκό (ή και λαϊκό) κόσμο του ρασιοναλισμού
(=ορθολογισμού), ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του έχει γίνει πηγή διαφθοράς. Για τον κόσμο αυτό, που έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμά του τον πνευματικό αναλφαβητισμό, η «ερωτική απελευθέρωση», και μάλιστα στην πιο αχαλίνωτη φάση της είναι ενδεικτική της «ειλικρίνειας» της σύγχρονης ανθρωπότητας, ενταγμένη στο δόγμα: «τα πάντα επιτρέπονται». Αυτός ο κόσμος, ζώντας πλέον στον οίστρο της αποστασίας του από τον Θεό, δεν δύναται να συνειδητοποιήσει πως σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου είναι η σωτηρία και η θέωση του ανθρώπου, και ότι η «ορατή Εκκλησία» αποτελεί τον μόνο σωτηριώδη φορέα.
Όμως αυτός ο κόσμος σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως χριστιανικός, ακόμα κι αν τυπικά μιλάμε για βαπτισμένους Ορθοδόξους. Διότι όπως θα μας πει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «ὁ τῶν χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα. Ἄλλο τί εἰσιν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσιν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κἀκείνων» [2] .
Β΄ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΠοιες είναι οι οντολογικές προδιαγραφές του ανθρώπου
Προτού όμως εμβαθύνουμε στο θέμα που μας αφορά, καλό είναι να δώσουμε τις ακριβείς συντεταγμένες περί της δημιουργίας του ανθρώπου, ώστε να προσδιορίσουμε επακριβώς τα κατασκευαστικά όρια της ανθρώπινης φύσεως. Τούτη η ανάλυση θα μας χρησιμέψει να κατανοήσουμε πότε η ανθρώπινη φύση κινείται στο κατά φύσιν της δημιουργίας, και πότε κινείται στο παρά φύσιν, όπου υπάρχει σαφέστατη εκτροπή των φυσικών λειτουργιών του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην πρώτη περίπτωση σαφώς και ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του κατ’ εικόνα, διότι «ἡ ψυχή, ὅταν εὑρεθῇ κατά φύσιν, ἄνω διάγει,… ὅταν δέ ἄνω γένηται, ἀπαθής εὑρίσκεται΄», ενώ όταν βρίσκεται στην δεύτερη περίπτωση τελεί υπό το καθεστώς της αμαρτίας, κάτι το οποίο επιφέρει σοβαρές συνέπειες ως προς την σωτηρία της ψυχής του και την επαναγωγή του στην πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν, αφού «ἄν κατέλθῃ ἡ φύσις ἐκ τῆς οἰκείας τάξεως, τότε τά πάθη ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται» [3]. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διασαφηνίζει σχετικά πως η αμαρτία είναι η κατάχρηση των φυσικών δυνάμεων που έχουν δωρηθεί από τον Θεό στη ψυχή, διευκρινίζοντας ωστόσο πως οι δυνάμεις αυτές καθ’ εαυτές δεν είναι κακές, γίνονται όμως κακές όταν στρέφονται ενάντια στο νόμο του Θεού που τις έδωσε [4] . Στο σημείο αυτό προκαταβολικά μόνο να σημειώσουμε πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί κατά τον ιερό Χρυσόστομο τη μεγαλύτερη εκτροπή-ατιμία [5] , όσον αφορά στις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου, κατά συνέπεια οι σωτηριολογικές επιπτώσεις για έναν ομοφυλόφιλο είναι τεράστιες, καθώς, όπως τονίζουν ομοφώνως οι Πατέρες της Εκκλησίας, η αμαρτία αυτή ομοιάζει με ακαριαίο θάνατο της ψυχής του ανθρώπου. Αλλά αυτό θα το αναλύσουμε διεξοδικά λίγο πιο κάτω.
Τώρα, ας έλθουμε στη δημιουργία του ανθρώπου μέσα από την οικεία περιγραφή των Πατέρων, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τους λόγους των όντων. Κι ας αναφέρουμε εν πρώτοις τη σοφή διάγνωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, πως έπειτα από τη δημιουργία των νοητών (αγγελικών τάξεων) και αισθητών κτισμάτων, ο Θεός, διά της πανσόφου βουλήσεώς Του, προέβη και σε μία σύνθεση των δύο φύσεων, της αοράτου και της ορατής [6]. Από αυτή τη χειροποίητη σύνθεση προέκυψε ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, ο οποίος πλάστηκε στο μεθόριο ορατού και αοράτου κόσμου, έχοντας εξασφαλισμένο το κατ’ εικόνα και δυνάμει το καθ’ ομοίωσιν. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» μας δίδει ορισμένα σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρώτου ανθρώπου. Με βάση λοιπόν αυτή την αξιόπιστη περιγραφή, «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο άκακο, ευθύ, ενάρετο, άλυπο, αμέριμνο, στολισμένο με τη λαμπρότητα κάθε αρετής, προικισμένο με όλα τα αγαθά, ωσάν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα στο μεγάλο, άλλον άγγελο προσκυνητή, σύνθετο, θεατή της ορατής δημιουργίας, γνώστη των μυστηρίων της νοητής, βασιλιά των επιγείων, που κυβερνάται «άνωθεν» (=από το Θεό), επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ορατόν και νοούμενον, ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος, τον ίδιο πνεύμα και σάρκα ΄ … ακόμη τον δημιούργησε αναμάρτητο κατά τη φύση και ελεύθερο κατά τη θέληση…» [7] .
Αντιστοίχως ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως το μόνο θεόπλαστο ζώο, το οποίο έγινε με βάση την εικόνα του Δημιουργού. Έχοντας ψυχή νοερή μπορεί να στοχάζεται το Θεό, να κατανοεί τους λόγους των όντων και με ενάρετη ζωή να κατευθύνεται προς την αγγελική ισοτιμία. Και συνεχίζει ο θείος και όντως μεγάλος Βασίλειος λέγοντας πως η υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα είναι συντριπτική, διότι μόνον ο άνθρωπος αξιώθηκε να πλαστεί όρθιος, κάτι που φανερώνει ουράνια συγγένεια. Και τούτο συνέβη σκόπιμα, ώστε ο άνθρωπος να μην είναι μια βοσκηματώδης ύπαρξη που έχει προσήλωση στα γήινα και στα της κοιλίας πάθη, αλλά να στρέφεται προς τα άνω και να εξαντλεί όλη την ορμή του στα επουράνια ενδιαφέροντα [8] .
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, κατά σάρκα αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου προχωρεί σε μία ακόμη πιο εντυπωσιακή και αναλυτική ανατομία του ανθρώπινου είδους. Αφού με τη σειρά του επαναλαμβάνει τις περισσότερες από τις θέσεις που ήδη εκτέθησαν, αναφέρει επιπλέον πως η ανθρώπινη φύση είναι διπλή. Διότι πρώτα κατασκευάστηκε η φύση που είχε ομοιότητα με το θείο, κάτι που φαίνεται από το ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, και έπειτα είναι η φύση που διαιρέθηκε κατά τη διαφορά στα γένη, άρρεν και θήλυ, κάτι που είναι ξένο ως προς τις ιδιότητες του Θεού [9] . Η πρώτη φύση έχει τις προδιαγραφές της κατασκευαστικής ακρίβειας, ενώ η δεύτερη φύση οικονομήθηκε διά κτίσεως, εξαιτίας της τρεπτότητας του ανθρώπου προς το πονηρό και την κακή χρήση του αυτεξουσίου του, την οποία ο Θεός προκατάλαβε με την προγνωστική του δύναμη. «Και επειδή», καταλήγει ο άγιος Νύσσης, «είδε τι θα συμβεί, επινοεί στην εικόνα τη διαφορά μεταξύ άρρενος και θήλεος, η οποία δεν βλέπει προς το θείο αρχέτυπο, αλλά, όπως έχει λεχθεί, είναι προσοικειωμένη προς την αλογώτερη φύση» [10] .
Τι σημαίνει όμως, αυτό που είδαμε λίγο πιο πάνω να παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, πως ο άνθρωπος πλάστηκε αναμάρτητος κατά τη φύση, ενώ γνωρίζουμε πως κυριολεκτικά αναμάρτητος κατά τη φύση είναι μόνον ο Θεός ; Ότι ο άνθρωπος, ενόσω ζούσε στον Παράδεισο και τηρούσε τις εντολές, είχε τάση διαρκώς προς το αγαθό, καθότι πλάστηκε από το Θεό «καλός λίαν». Ταυτόχρονα όμως, όπως αναφέρθηκε, ήταν ελεύθερος κατά τη βούληση , άρα στην πραγματικότητα ήταν τρεπτός τόσο προς το καλό, όσο και προς το κακό. Αυτό το στοιχείο της ελευθερίας αποτελούσε και το μεγάλο δώρο που έκανε ο Θεός προς τον άνθρωπο, άσχετα αν ο τελευταίος δεν το αξιοποίησε και εξέπεσε προσωρινά της πορείας προς το καθ’ ομοίωσιν.
Μερικοί βέβαια στο σημείο αυτό ίσως απορήσουν και αντειπούν, «και γιατί ο Θεός δεν μας παγίωσε στην κατάσταση της αναμαρτησίας, ακόμη κι αν εμείς οι άνθρωποι θα θέλαμε να αμαρτήσουμε»; Διότι, απαντά με θαυμαστό τρόπο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο Θεό δεν αρέσει αυτό που γίνεται με εξαναγκασμό, αλλά αυτό που επιτυγχάνεται με αρετή και μάλιστα κι αυτή όχι με το ζόρι, εξ ανάγκης, αλλά με αγαθή προαίρεση [11] . Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να ζεί δεμένος, αλλά ελεύθερος, ακριβώς γιατί δεν ανήκει οντολογικά στην άλογη φύση, αλλά στη λογική. Ακόμα και μετά την πτώση και ιδιαίτερα μετά την έλευση του Λυτρωτή και Σωτήρα, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο άνθρωπος οφείλει να μην σέρνεται πίσω από την άλογη φύση, τρώγοντας και πίνοντας αδιακρίτως, αφού δεν γεννηθήκαμε για να τρώμε και να πίνουμε, αλλά για να αποφεύγουμε την αμαρτία και να εργαζόμαστε την αρετή [12] .
Πράγματι, ο μεταπτωτικός άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από ό,τι ήταν ο Αδάμ στον Παράδεισο, ακριβώς επειδή αμαυρώθηκε το κατ’ εικόνα και ασθένησε σοβαρά η ανθρώπινη φύση, πλήν όμως, απ’ τη στιγμή που δεν καταστράφηκε ολοσχερώς το κατ' εικόνα, παρέμειναν εντός του κάποιες πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες όχι μόνο έχουν το οντολογικό τους υπόβαθρο στο αμαυρωμένο κατ’ εικόνα, αλλά του δίνουν τη δυνατότητα να αναφέρεται στο Θεό και να πραγματώνει το καλό [13] . Κι αυτό ακριβώς είναι το ενθαρρυντικό, πως ενώ ο άνθρωπος διέκοψε θεληματικώς την πορεία προς το αγαθό, η θέληση και το λογικό του δεν υποδουλώθηκαν, αλλά παρέμειναν ελεύθερα, ώστε ακόμα και σε αυτή την αρρωστημένη κατάσταση να δύναται ο άνθρωπος να αποφασίζει για την σωτηρία της ψυχής του.
Αντίθετα στην αιρετική Δύση, ο Λούθηρος εξέφρασε εντελώς διαφορετική γνώμη. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι το κατ’ εικόνα του ανθρώπου καταστράφηκε πλήρως, με άμεση συνέπεια η αμαρτία να αποτελεί οντολογικό γνώρισμα του ανθρώπου, ακόμα και μετά την αναγέννηση του μέσα από τα μυστήρια της εκκλησίας. Αυτή η απαράδεκτη δογματική θέση του Λουθήρου ουσιαστικά νομιμοποίησε το δικαίωμα στην αμαρτία, ως μία sui generis (=ιδίου γένους) κατάσταση ως προς την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη θέληση του ανθρώπου ως ανελεύθερη, άρα και τη σωτηρία του ανθρώπου εξαρτημένη αποκλειστικά από το Θεό. Μέσα από αυτή την πέρα για πέρα άστοχη προσέγγιση ο Λούθηρος θεμελίωσε την επόμενη κακοδοξία του περί απολύτου προορισμού, ως αποτέλεσμα της υπόδουλης και ανίκανης ανθρώπινης θελήσεως να κάνει κάτι πραγματικά καλό και δίκαιο [14] .
Η γνώση αυτής της δογματικής κακοδοξίας του Λουθήρου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι μας βοηθάει να κατανοήσουμε για ποιο λόγο ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος διολίσθησε στην εποχή μας σε διαστροφές τύπου ομοφυλοφιλίας, παιδοφιλίας και κτηνοβασίας. Η «θεολογική» αμνήστευση της έννοιας αμαρτία, καθώς και η υποβάθμιση του διαβόλου σε μία ημιφανταστική σφαίρα, συνετέλεσαν, ώστε να επιχειρείται βαθμιαία η απενοχοποίηση κάθε διαστροφής και η θεσμική της αναγνώριση ως ατομικό δικαίωμα και φυσική λειτουργία. Έτσι δεν είναι τυχαίο, πως πολλοί άνθρωποι σήμερα, ακόμη και Ορθόδοξοι Χριστιανοί που «πάνε στην εκκλησία», δικαιολογούν το πάθος της ομοφυλοφιλίας, ως μία φυσιολογική-οντολογική κατάσταση του ανθρώπου, εκφράζοντας, έστω και ανεπιγνώστως, την λουθηρανική δικαιολογία πως «έτσι γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος». Υπονοούν ασφαλώς αυτό που υποστήριζε ο Λούθηρος, ότι δηλαδή η αμαρτία, σε οποιαδήποτε μορφή της, από τη στιγμή που καταστράφηκε το κατ’ εικόνα, είναι ριζωμένη εντός του ανθρώπου και αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία ο άνθρωπος, όχι μόνο δεν δύναται να την αναστρέψει, αλλά οφείλει να την αποδεχτεί, αφού έτσι κι αλλιώς η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση του Θεού [15].
Κατά συνέπεια, είναι εντελώς αυθαίρετη και αντίθετη, ως προς την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ζωή, η προωθούμενη στις μέρες μας νεοταξική συγκατάβαση προς τις άλογες επιθυμίες του ανθρώπου. Το ότι κατακυριεύονται κάποιοι από την επιθυμία του ομόφυλου πλησίον τους, αυτό αποτελεί σοβαρή εκτροπή και μόνο που γίνεται λόγος για επιθυμία, πόσο μάλλον όταν αυτή κινείται στο χώρο του παρά φύσιν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι απόλυτα σαφής όταν αναφέρει πως ακόμα και η κατά φύσιν επιθυμία, π.χ. του να πηγαίνει κάποιος με πολλές γυναίκες, ξεφεύγει από τα όρια της ανάγκης, όπως ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί όταν ο άνδρας συνευρίσκεται με τη νόμιμη γυναίκα του. Επομένως, ακόμη και εάν αποδεχτούμε πως η κατά φύσιν έλξη που νιώθει ο άνδρας από τη γυναίκα, έχει κάποιο στοιχείο αναγκαιότητας, αυτό σε καμμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την υπέρβαση αυτού του ορίου. Άρα, η αγάπη πολλών γυναικών για παράδειγμα, δεν αποτελεί κάποια αναγκαιότητα, αλλά πηγάζει καθαρά από την προαίρεση και βούληση του ανθρώπου εκείνου που κατακυριεύεται από κενοδοξία, ακολασία και την πέραν του μέτρου ηδονή. Και συμπεραίνει ο θείος Χρυσόστομος: «… Ώστε δεν οφείλεται στη φύση. Μη προβάλεις ως αιτία την επιθυμία· αυτή σου δόθηκε για γάμο, σου χορηγήθηκε για τεκνογονία, όχι για μοιχεία, ούτε για ατιμία. Γνωρίζουν και οι νόμοι να συγχωρούν τα αμαρτήματα τα οποία γίνονται από ανάγκη· μάλλον δέ κανένα αμάρτημα δεν γίνεται από ανάγκη, αλλά όλα γίνονται από ακολασία. Διότι δεν δημιούργησε ο Θεός τη φύση έτσι, ώστε να έχει ανάγκη να αμαρτάνει· διότι, εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε κόλαση. Διότι για όσα γίνονται από ανάγκη και βία, ούτε εμείς ζητούμε λόγο, ούτε ο Θεός ο τόσο φιλάνθρωπος και αγαθός…» [16] .
Προς επίρρωσιν της ανωτέρω θέσεως έρχεται και ο έτερος σπουδαίος Ιωάννης, ο Δαμασκηνός, να εξειδικεύσει το θέμα περί ηδονών και να ομιλήσει για φυσικές και μη φυσικές ηδονές του ανθρώπου. Ξεκινώντας από τις φυσικές ηδονές κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτές που είναι απαραίτητες-υποχρεωτικές, όπως είναι οι τροφές, που χρειάζονται για να επιβιώσει ο άνθρωπος, και σε αυτές που είναι μη απαραίτητες-προαιρετικές, όπως είναι οι νόμιμες σαρκικές επαφές, που προάγουν στη διαιώνιση όλου του ανθρωπίνου γένους, αλλά είναι δυνατόν κανείς να τις αποφεύγει εάν επιθυμεί να ζήσει παρθενικό βίο. Τέλος υπάρχουν και οι ηδονές εκείνες, που είναι μη φυσικές και μη απαραίτητες, όπως οι κάθε είδους ακόλαστες πράξεις, οι οποίες ούτε στη διατήρηση της ζωής μας συντελούν, ούτε στη συνέχιση του ανθρωπίνου γένους. Όπως είναι εύλογο, αυτές οι τελευταίες πρέπει να αποφεύγονται εντελώς από έναν άνθρωπο που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως Χριστιανός, αντιθέτως να ακολουθούνται όσες είναι φυσικές και απαραίτητες, ενώ όσες είναι φυσικές αλλά μη απαραίτητες να τίθενται σε δευτερεύουσα θέση και να εφαρμόζονται πάντα κατά τον κατάλληλο χρόνο και το κατάλληλο μέτρο [17] .
Γιατί η ομοφυλοφιλία αποτελεί άρνηση της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας
Κάθε αμάρτημα επιφέρει ορισμένες σοβαρές ψυχοσωματικές επιπτώσεις στον άνθρωπο εκείνον που το διαπράττει. Από τα θανάσιμα όμως αμαρτήματα, το πλέον σοβαρό ως προς τις επιπτώσεις, είναι το αμάρτημα της πορνείας. Ενθυμούμενοι τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακας, φέρνουμε στο νου μας τη σοφή διαπίστωσή του πως δεν είναι καθόλου τυχαίο που, ενώ για τα άλλα αμαρτήματα συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τάδε έσφαλε, στα σαρκικά συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τάδε έπεσε [18] . Και τούτο διότι, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οποιοδήποτε άλλο αμάρτημα κι αν διαπράξει ο άνθρωπος είναι αμάρτημα που διαπράττεται εκτός του ανθρωπίνου σώματος, σε αντίθεση με το αμάρτημα της πορνείας που μολύνει όσο κανένα άλλο τη σάρκα και επιφέρει σημαντική φθορά στη φύση του σώματος [19] . Ο τελών λοιπόν την πορνεία δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα ράκος, επειδή από το σώμα του έχει απολεσθεί κάθε ευσέβεια και έχει καταντήσει κατοικητήριο όλων των δαιμόνων. Όπως προσθέτει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος, «εις αυτό ο διάβολος την ιδίαν απομάσσεται σήψιν» [20] .
Όμως κι αυτό το ίδιο το αμάρτημα της πορνείας υπόκειται σε μία αξιολογική διαβάθμιση. Διότι, όπως ήδη έχει λεχθεί ανωτέρω, υπάρχει η πορνεία που κινείται στο χώρο του κατά φύσιν, με την οργανική έννοια [21] και υπάρχει η πορνεία που κινείται στο χώρο του παρά φύσιν. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται η ομοφυλοφιλία, η οποία αποτελεί, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, τον κολοφώνα των αμαρτημάτων. Και για ποιο λόγο αποτελεί τον κολοφώνα, δηλαδή το αποκορύφωμα των αμαρτημάτων, πολύ πάνω κι από ειδεχθείς πράξεις, όπως ο φόνος π.χ.; Διότι συνιστά μία ευθεία ύβρη απέναντι στο πιο τέλειο δημιούργημα του Θεού που είναι ο άνθρωπος, ο οποίος κατ’ εντολήν του Τριαδικού Θεού επλάσθη «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» [22] .
Και είναι τόσο πολύ βαρύ παράπτωμα αυτό, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος; Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, ναί είναι, γιατί σε μία περίπτωση φόνου για παράδειγμα, μπορεί να συντρέχουν ένα σωρό ελαφρυντικά: «εν βρασμώ ψυχής», λόγοι αυτοάμυνας, ψυχολογικά προβλήματα, δαιμονισμοί κ.α. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί πως σε μια τέτοια περίπτωση, όπως είναι η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, η μετάνοια για τους δολοφόνους είναι πολύ πιο εύκολη και συχνή, επειδή το φριχτό αποτέλεσμα αυτής της θανάσιμης αμαρτίας είναι αρκετό για να βασανίσει και να σωφρονίσει τον εγκληματία. Αντιθέτως, στο αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας τις περισσότερες φορές, ούτε καν περνάει από το μυαλό του ενεργούντος την πράξη πως είναι κι εκείνος σωματοκτόνος και ότι μάλιστα η δική του η θέση είναι πολύ πιο επιβαρυντική από κείνη του φονιά, καθότι η δική του η πράξη συνοδεύεται από δαιμονική αναίδεια και ανταρσία, όχι μόνο προς τη δημιουργία, αλλά και απέναντι σε αυτόν τον ίδιο τον Δημιουργό. Εάν ένας κοινός δολοφόνος αποσπά την ψυχή από το σώμα για μία φορά, ο εραστής της ομοφυλοφιλίας «δολοφονεί» κατ’ επανάληψη και το σώμα και τη ψυχή, κατά τον ιερό Χρυσόστομο [23]. Συν τοις άλλοις, καταντά προδότης της ίδιας του της φύσεως, από τη στιγμή που ούτε δύναται να αποκτήσει κατά τρόπο οντολογικό τη φύση που επιθυμεί, αλλά ούτε προσπαθεί να διατηρήσει και εκείνη που είχε.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη θεϊκή εντολή, της του ανθρώπου πλάσεως, κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν. Κι ας αποδομήσουμε το έωλο και φαιδρό επιχείρημα της εποχής μας περί δήθεν υπάρξεως τρίτου φύλου. Γράφει λοιπόν ο θεόπτης προφητάναξ Μωυσής στο βιβλίο της Γενέσεως, κατά τρόπο ρητό, μην αφήνοντας περιθώρια παρερμηνείας, σε ό, τι αφορά το φύλο του ανθρώπου: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.» [24] . Να λοιπόν η κατεδάφιση αυτού του καινοφανούς θεωρήματος, διά του θεοπνεύστου λόγου της Αγίας Γραφής. Άνδρα και γυναίκα εποίησε τον άνθρωπο ο Θεός, θα μας πει με απόλυτο τρόπο ο Μωυσής. Και ήδη ανιχνεύσαμε πιο πάνω, με την αρωγή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, το λόγο ύπαρξης των δύο φύλων. Και έρχεται κι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός να επικυρώσει τα λεχθέντα του αγίου Νύσσης και να επαναλάβει πως ο λόγος δημιουργίας αρσενικού και θηλυκού, ήταν η αγαπητική πρόνοια του Θεού, ο οποίος, χάρη στην προγνωστική του δύναμη, γνώριζε προ καταβολής κόσμου ότι ο άνθρωπος πρόκειται να πέσει στην παράβαση και στο επιτίμιο του θανάτου και έτσι κατ’ αυτόν τον σοφότατο τρόπο έδωσε διέξοδο στο θέμα της διαιώνισης του ανθρωπίνου γένους [25] .
Είναι αξιοσημείωτο δέ, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, πως αυτή η διευκρίνιση των δύο φύλων δίδεται προτού ακόμη δημιουργηθεί η Εύα, για τον απλούστατο λόγο ότι βρίσκεται στην πλευρά του Αδάμ και συνυπάρχει εξ αρχής μαζί του [26] . Έτσι λοιπόν ο Θεός έκρινε πως «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν.» [27] . Και ποιος έπρεπε να είναι ο βοηθός αυτού; Μήπως θα μπορούσε να είναι κάποιο από τα ζώα; Όχι φυσικά, διότι κατά τη διαδικασία της ονοματοδοσίας των ζώων «τῷ δὲ Ἀδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.» [28] Αυτό εκτιμούμε, πως αποτελεί κι ένα δυνατό επιχείρημα ενάντια και στη διαστροφή της κτηνοβασίας ή της αρρωστημένης κτηνοφιλίας-συντροφικότητας με ζώα, που επικρατεί σήμερα στον χρεωκοπημένο πνευματικά δυτικό κόσμο και που αποτελεί το επόμενο κάστρο-ατομικών δικαιωμάτων που πρέπει να πέσει.
Στο σημείο λοιπόν αυτό, όλοι οι άγιοι ερμηνευτές τονίζουν ιδιαιτέρως τη μοναξιά που ένιωθε ο Αδάμ στον Παράδεισο και την άμεση ανταπόκριση του Θεού σε αυτή την έλλειψη. Και τι έπραξε ο Θεός κατά τους Αγίους Πατέρες για να λύσει το πρόβλημα της ελλείψεως συντροφικότητας του Αδάμ ; Δεν δημιούργησε έναν «δεύτερο Αδάμ», άνθρωπο του ιδίου φύλου δηλαδή, αλλά δημιούργησε αυτό που θα τον συνεπλήρωνε ψυχοσωματικά. Κι αυτό το δημιούργημα ήταν η γυναίκα! Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ανατέμνει και αποδεικνύει, κατά τρόπο αξονικό, το άρτιον και ισχυρόν του ψυχοσωματικού δεσμού μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Μας λέει λοιπόν, πως το μυστικό αυτού του πανίσχυρου δεσμού κρύβεται στον τρόπο δημιουργίας της γυναίκας. Διότι, ο Θεός στην περίπτωση της Εύας δεν έλαβε χώμα, όπως έπραξε στην περίπτωση του Αδάμ, αλλά πήρε μία από τις πλευρές τις δικές του και τη χρησιμοποίησε ως βάση και θεμέλιο για τη γυναικεία φύση [29] . Κι αυτό το έκανε, όχι λόγῳ έλλειψης κάποιας ύλης, άλλωστε και μόνο η βούληση-προσταγή του Θεού έφτανε για να δημιουργηθεί κάτι εκ του μηδενός, αλλά επειδή θέλησε να τοποθετήσει το δεσμό τους στη φύση της ομόνοιας [30] .
Συμπληρωματικές πληροφορίες επ’ αυτού μας δίνει κι ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης [31] , ο οποίος αιτιολογεί ακόμα και το λόγο που το νεώτερο δημιούργημα έλαβε το όνομα γυνή, εξηγώντας με απλοϊκό τρόπο πως η ρίζα της λέξης γυνή προέρχεται από την γονή. Τούτη η ερμηνεία προκύπτει, διότι η γυνή έγινε από τον άνδρα της [32], ο οποίος επρόκειτο να την κάνει γόνιμη, μέσα από τη φυσική διαδικασία ενώσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός. Η προαγωγή αυτή της ένωσης οδηγεί στην παιδοποιία και για το λόγο αυτό της γονιμότητας, αυτοί που γενούν παιδιά λέγονται γονείς. Επομένως, κάνοντας μία επικαιροποίηση αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης από τον άγιο Ισίδωρο, ως γονείς δεν μπορούν να ονομάζονται οποιοιδήποτε, ει μη μόνον εκείνοι που μέσα από τη νόμιμη κατά Θεόν ψυχοσωματική ένωση, παράγουν με τρόπο φυσικό τέκνα. Κι αυτό το προνόμιο το έχουν μόνο τα ετερόφυλα ζεύγη κι όχι τα ομόφυλα, που στην εποχή μας ζητούν αναιδώς και ανερυθριάστως να διαταράξουν ακόμα και αυτή τη φυσική σχέση ανατροφής γονέων-παιδιών.
Έπλασε συνεπώς τη γυναίκα ο Θεός και ο ίδιος ακολούθως «ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ.» [33] . Αυτή η κίνηση του Θεού, να φέρει ο ίδιος τη γυναίκα και να την τοποθετήσει ως βοηθό-σύντροφο πλάι στον άνδρα, σε συνδυασμό και με όσα αναλύθηκαν ανωτέρω, καταδεικνύει και την ερμηνεία του επόμενου στίχου της Γενέσεως, σχετικά με τον στενό δεσμό του άνδρα μετά της γυναικός αυτού, ο οποίος υπέρκειται παντός άλλου συγγενικού δεσμού, ακόμη κι αυτού μεταξύ των γονέων και των τέκνων. Και σφραγίδα τούτης της ανωτερότητας, που έχει αυτός ο δεσμός, είναι το οντολογικό γεγονός πως «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.» [34] . Όλα αυτά έχουν διαχρονική σημασία για την ανθρώπινη οντολογία και ζωή, κάτι που πιστοποιείται κι από το γεγονός πως επικαιροποιήθηκαν μετά την έλευση του Λυτρωτή και Σωτήρα του ανθρωπίνου γένους, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όταν δηλαδή, οι οντολογικές αυτές προϋποθέσεις, περιελήφθησαν ως ευχές της Εκκλησίας στο Μέγα Μυστήριο του Γάμου, όπου καλείται πλέον το ανδρόγυνο ζεύγος της μετά Χριστόν εποχής, να μην εξαντλεί αυτή την ενότητα σε μια αφηρημένη ψυχοσωματική ολοκλήρωση, αλλά να προαχθεί με τη Χάρη του Θεού και να φτάσει στην πνευματική ολοκλήρωση και ενότητα, να αγιάσει και να καταστήσει αμόλυντη την κοίτη του γάμου και εν τέλει το ζεύγος να καταξιωθεί να γίνει «ένα εν Χριστώ» [35] !
Τίποτα λοιπόν από το Θεό δεν αφέθηκε στην τύχη του στο θέμα της δημιουργίας του ανθρώπου και απόδειξη τρανή είναι αυτή η ψυχοσωματική ολοκλήρωση ανάμεσα στα δύο φύλα. Και πράγματι, όσον αφορά το ψυχικό κομμάτι, ο δυναμισμός και η τραχύτητα του άνδρα συνεπληρώθησαν από την τρυφερότητα και την ευαισθησία της γυναίκας. Αλλά και σωματικά, η συμπλήρωση μεταξύ των δύο φύλων είναι εξίσου θαυμαστή, καθότι ο πάνσοφος Δημιουργός, που εποίησε τα πάντα «καλὰ λίαν» [36] , φρόντισε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στο θέμα της ανθρώπινης φυσιολογίας. Έτσι λοιπόν, εάν θελήσουμε να γίνουμε ακόμα πιο παραστατικοί, η σωματική ένωση μεταξύ ανδρός και γυναικός κινείται με απολυτότητα στο κατά φύσιν της Δημιουργίας και τούτο διότι, με βάση τις αρχές της ανθρώπινης φυσιολογίας, τα γενετήσια όργανα των δύο φύλων επιφέρουν με πάσαν ακρίβεια το «εις σάρκα μίαν» και ατράνταχτο αποδεικτικό στοιχείο αυτής της φυσικότατης πράξεως είναι, όπως αναφέραμε ήδη, η προαγωγή που έχουμε ως αποτέλεσμα με τη διαιώνιση του ανθρωπίνου γένους. Ασφαλώς εννοείται ότι αυτή η γενετήσια πράξη, δεν αφορά μόνο το σωματικό πεδίο, αλλά έχει και τις ευεργετικές ψυχικές-συναισθηματικές διαστάσεις, όταν το ζευγάρι ζεί και δρά κατά Θεόν.
Αντιθέτως σε μια ομοφυλοφιλική πράξη, τα άτομα του ίδιου φύλου παραβιάζουν πρωτίστως αυτή την ίδια την ανθρώπινη φυσιολογία, από τη στιγμή που, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής υποκρίνονται ή φαντασιώνονται το ανύπαρκτο-αντίθετο φύλο από το δικό τους. Μέσα από την εξαπάτηση του ίδιου τους του εαυτού, προσπαθούν να πείσουν και να πειστούν ότι δήθεν εμφιλοχωρεί ένα «τρίτο φύλο», το οποίο όμως οντολογικά-κατασκευαστικά είναι παντελώς ανύπαρκτο και φανταστικό. Για το λόγο αυτό, η σεξουαλική πράξη μεταξύ δύο ατόμων του ιδίου φύλου θεωρείται ως παρά φύσιν μίξη, η οποία ικανοποιεί μόνο τη σαρκική πλεονεξία του ατόμου. Ουσιαστικά πρόκειται για μετάλλαξη της φυσικής σχέσης, θα μας πει ο ιερός Χρυσόστομος, όπου οι άνδρες αφήνουν τη φυσική χρήση της γυναίκας και αντιστοίχως οι γυναίκες αφήνουν τη φυσική χρήση του άνδρα [37] .
Το αποτέλεσμα αυτής της μετάλλαξης, συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραβιάζει κατάφορα το νόμο του Θεού, ο οποίος παρήγγειλε ξεκάθαρα τα δύο έτερα φύλα, ο άνδρας και η γυναίκα, να γίνουν ένα. Και γίνονται ένα, μέσα από την επιθυμία της συνουσίας, οπότε και ενώνονται τα φύλα μεταξύ τους κατά τρόπο πραγματικό και φυσικό. Καταστρέφοντας, ή μάλλον διαστρέφοντας όμως την επιθυμία αυτή ο διάβολος και μεταφέροντάς την με άλλο τρόπο στην οδό του παρά φύσιν, κατόρθωσε, όχι μόνο να μην υπάρχει ένωση, αλλά να ξεχωρίσει τα φύλα, αντίθετα από το νόμο του Θεού. Έτσι, αντί να πραγματώνεται το «έσονται οι δύο εις σάρκα μία», δηλαδή οι δύο φύσεις να είναι σάρκα μία, ο διάβολος χωρίζει τη μία φύση σε δύο σάρκες. Αυτή ακριβώς η παραφροσύνη φέρνει σε τέτοιο σημείο τον ιερό Χρυσόστομο να ομολογήσει πως η πορνεία κατά φύσιν δεν είναι τίποτα μπροστά στην παρά φύσιν πορνεία, ήτοι την ομοφυλοφιλία. Τεκμηριώνει δέ αυτό τον ισχυρισμό του λέγοντας πως η κατά φύσιν πορνεία, τουλάχιστον, όπως φανερώνει και το όνομά της, δεν παραβιάζει τους νόμους της φύσης, σε αντίθεση με την ομοφυλοφιλία που τους ισοπεδώνει. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανθρώπινη φύση υποβιβάζεται ακόμη και κάτω από τα άλογα ζώα, γιατί πουθενά δεν υπάρχει τέτοια σχέση σε αυτά, αλλά η φύση τους γνωρίζει καλά τους δικούς της νόμους.
Δεν είναι τυχαίο επομένως που το σύνολο των Αγίων Πατέρων χαρακτηρίζει το αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας ως μιαρό βδέλυγμα, που δεν επιδέχεται εύκολα συγχώρηση [38] , επιβεβαιώνοντας το αγιογραφικό χωρίο «βδέλυγμα Κυρίω διεστραμμέναι οδοί» [39] . Έχοντας ως γνώμονα όμως τα όσα αναλύθηκαν μέχρι τώρα για την ομοφυλοφιλία, αντιλαμβάνεται κανείς πως όλη αυτή η αυστηρότητα που επέδειξαν οι Άγιοι, όλων των αιώνων, απέναντι σε αυτή τη διαστροφή, υπήρξε πέρα για πέρα δικαιολογημένη, από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με ένα αμάρτημα που:
α. βλασφημεί τον ίδιο τον Δημιουργό,
β. διαστρέφει τη βασική αρχή της δημιουργίας περί ανθρώπου, απορρίπτοντας την ανθρώπινη οντολογία και φυσιολογία και αντιβαίνοντας όλους τους φυσικούς νόμους,
γ. προκαλεί διάλυση του κόσμου και της παραδοσιακής οικογένειας, μεταβάλλοντας τα κατά φύσιν σε παρά φύσιν [40] ,
και δ. παρουσιάζει παραπλανητικώς τα παρά φύσιν ως μία κατά φύσιν πτυχή της ανθρώπινης οντολογίας.
Γ΄ ΜΕΡΟΣ: ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑΣτενή σχέση νεοσατανισμού και ομοφυλοφιλίας
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο στην Ορθόδοξη χριστιανική εμπειρία και παράδοση, πως κάθε αμαρτία, μικρή ή μεγάλη, έχει ως πάτρωνά της τον άρχοντα του κόσμου τούτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίνει με αφοπλιστική αμεσότητα το περίγραμμα αυτής της συνάφειας λέγοντας πως, «ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει.» [41] . Επομένως, ο ποιών την αμαρτία εκχωρεί το αυτεξούσιό του στον πονηρό, με τραγικό αποτέλεσμα να καταντά δούλος των παθών του. Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο, μολύνεται και αιχμαλωτίζεται από τον πονηρό ψυχοσωματικά και έτσι μετατρέπεται σε ένα παλαιό, βδελυρό, ακάθαρτο και θεομάχο πλάσμα, το οποίο όχι μόνο δεν υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού, αλλά βλέπει και ακούει μόνο κατά τρόπο πονηρό, κινείται συνεχώς προς το πονηρό, με μία ψυχή που σκέφτεται μόνο τα πονηρά [42] .
Και εάν όλα αυτά ισχύουν για τα κατά φύσιν (πάντα με την οργανική έννοια) αμαρτήματα, πολύ περισσότερο ισχύουν για τα λεγόμενα παρά φύσιν, όπως η ομοφυλοφιλία. Για αυτό και στα περισσότερα πατερικά κείμενα, η ομοφυλοφιλία είναι ταυτισμένη με τον όρο ακολασία, λόγω αυτής της αχαλίνωτης μανίας που εκπηγάζει από το σφοδρό πάθος και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε δαιμονισμένο. Επ’ αυτού για παράδειγμα, ο όσιος ασκητής Νείλος σημειώνει πως η ακολασία κάνει την ψυχή θηλυπρεπή, τη μολύνει και την ηγεμονία (της ψυχής) τη μετατρέπει σε ατιμωτική δουλεία [43] . Πρόκειται δηλαδή περί μιας καθαράς δαιμονικής εξαρτήσεως, όπου οι άνθρωποι εξομοιώνονται πνευματικώς με τους χοίρους, και σε αυτή την περίπτωση, όχι μόνο διατελούν υπό την εξουσία των δαιμόνων, αλλά και κατακρημνίζονται [44].
Τώρα, μετά από όλα αυτά, το κριτικό ερώτημα που ανακύπτει είναι:
Πώς αυτή η πραγματικά θεομίσητη και βδελυρή αμαρτία επανήλθε κατά τρόπο πανηγυρικό στην εποχή μας, έτσι που να ζητάει αποκατάσταση περισσότερη κι από αυτή που είχε στις προχριστιανικές κοινωνίες;
Σε προηγούμενη ενότητα έγινε μία πρώτη αναφορά σκοπίμως, στη συμβολή του Λουθήρου, ως προς την αμνήστευση της αμαρτίας στο λεγόμενο δυτικό κόσμο. Η «θεολογική» αυτή κατοχύρωση της εφάμαρτης ζωής, ως μίας οντολογικής καταστάσεως του ανθρώπου, είχε ως συνέπεια να καλλιεργηθεί με τον καιρό στην αιρετική Δύση ένα αντιχριστιανικό και αντιευαγγελικό φρόνημα, ενώ παράλληλα όπως τονίσαμε, υποβιβάστηκε ο διάβολος αρχικά σε μία ημιφανταστική σφαίρα, κάτι που συνετέλεσε κι αυτό με τη σειρά του στο να χάσουν την επαφή οι άνθρωποι με τη χριστιανική παράδοση και να μην μπορούν να διακρίνουν υπό ποίων πνευμάτων οδηγούνται, στερούμενοι πάσης εμπειρίας γύρω από τα τεχνάσματα και τις μεθοδείες του πονηρού.
Όλα αυτά οδήγησαν στην εκ βάθρων αλλοτρίωση της χριστιανικής Ευρώπης, η οποία, μη έχοντας πλέον την παραμικρή γεύση της εμπειρίας του Ακτίστου, εξόρισε σταδιακά το Θεάνθρωπο και στη θέση του τοποθέτησε τον Ευρωπαίο άνθρωπο, όπως θα μας πει ο άγιος του καιρού μας Ιουστίνος Πόποβιτς [45]. Έπειτα δέ από την επικράτηση του δαιμονικού πνεύματος του Διαφωτισμού, η αιρετική Δύση έκανε ένα βήμα παραπέρα και επιβιβάστηκε επισήμως στις ράγες του νεοσατανισμού, με όλα όσα το κίνημα αυτό πρεσβεύει:
αγνωστικισμός και αθεΐα, με καλύτερη εναλλακτική πρόταση τον αποκρυφιστικό πανθεϊσμό,φαινομενική αμφισβήτηση της ύπαρξης του διαβόλου,θεός ο άνθρωπος (deus est homo).
Κυριότερο όμως σύνθημα, που υιοθέτησε η αποστατούσα Δύση εκ της φαρέτρας του νεοσατανισμού, υπήρξε το περίφημο « κ ά ν εό, τ ιθ έλ ε ι ς », που εξέφρασε πρώτος εκ των κορυφαίων, αν όχι ο κορυφαίος, εκπρόσωπος του αποκρυφισμού και «μεσσίας» της κίνησης του νεοσατανισμού, ο Άγγλος Aleister Crowley [46] .
Η απλή αυτή φράση, που ηχεί τόσο σαγηνευτικά και ακίνδυνα στα αυτιά όλων, αποτελεί την κεντρική ιδέα του περίφημου «συμβόλου της πίστεως» που συνέταξε ο Crowley, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί μέρος της «Γνωστικής Λειτουργίας», δηλαδή της «Λειτουργίας του Σατανά», επίσης δημιούργημα του ιδίου, στο συγγραφικό του έργο το «Βιβλίο του Νόμου» (1904). Με βάση το κείμενο αυτό, ο Crowley εκθέτει τις αντιλήψεις του περί ανθρώπου, διακηρύσσοντας πως δεν υπάρχει κανένας Θεός-νομοθέτης, στον οποίο οφείλει ο άνθρωπος να κάνει υπακοή, αλλά «Θεός είναι ο άνθρωπος» και το ουσιαστικό σε αυτόν το «θεό» είναι το θέλημά του. Κι αυτό διότι, στο σατανικό νόμο του Crowley δεν υπάρχει καμμία δέσμευση, κανένας νόμος έξω από το προσωπικό θέλημα του κάθε ανθρώπου και εν δυνάμει σατανιστή. Η πρώτη και μόνη εντολή είναι: Do what you will, that shall be the whole of the law, δηλαδή κάνε ότι θέλεις, αυτός είναι όλος ο νόμος [47] .
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και οι απόψεις του Crowley γύρω από τη σεξουαλικότητα, καθότι ο ίδιος όπως φαίνεται μέσα από το νεοσατανισμό προωθούσε και την παράλληλη κίνηση του πανσεξουαλισμού. Στο «Βιβλίο του Νόμου», σε ένα απόσπασμα, αναφέρεται το εξής: «ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αγαπά όπως θέλει- επίσης γεμίστε με αγάπη ανάλογα με τη θέληση σας, όπως θέλετε, όποτε, όπου και με όποιον θέλετε!». Ακόμα κι ο πανθεϊσμός του Crowley κατανοείται ως σεξουαλική τάση ζωής, αφού γίνεται λόγος για «θεϊκή σεξουαλικότητα» ως έκφραση της ζωτικής δύναμης. Σύμφωνα με το νόμο της «θέλησης», κανένας δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει την «έκφραση» αυτής της «ζωτικής δύναμης», με οποιονδήποτε τρόπο θελήσει κανείς να ασκήσει αυτή τη σεξουαλικότητα και με οποιοδήποτε άτομο κρίνει ότι πρέπει να το κάνει [48] ! Ο ίδιος ο Crowley υ proskynitis
πτυχιούχου Θεολογίας Α.Π.Θ. (M. Th.)
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ στόν Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση που μου απευθύνατε να παραβρεθώ απόψε στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου και να συμμετέχω στον κύκλο των ομιλιών που προγραμμάτισε για το εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό έτος που διανύουμε η δραστήρια και πάντοτε γρηγορούσα «Εστία Πατερικών Μελετών».
Το θέμα γύρω από το πάθος της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θα αναπτύξουμε εντός ολίγου, είναι ένα από τα πλέον επίκαιρα και ευαίσθητα θέματα στη σημερινή εποχή της αποστασίας που όλοι βιώνουμε. Με τη χάρη του Θεού θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα, όχι επί τη βάσει κοσμικών «επιστημονικών» επιχειρημάτων (π.χ. ιατρικής, ψυχιατρικής, βιολογίας κτλ), ή αφηρημένων και γενικόλογων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αλλά με όρους θεολογικούς, εκκλησιαστικούς και ποιμαντικούς, όπως εδράζονται:
α) στην Αγία Γραφή, ως αποκάλυψη του θελήματος του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο, και
β) στην ανόθευτη διδασκαλία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη σειρά τους απλανώς και αλαθήτως με το εν λόγῳ θέμα.
Γίνεται συνεπώς σαφές πως στην παρούσα ομιλία δεν θα εκφέρουμε προσωπικές απόψεις, ούτε ασφαλώς θα στοχοποιήσουμε κάποιους περιθωριακούς ανθρώπους, κάποιους «λεπρούς», στην τάξη των οποίων δεν ανήκουμε εμείς οι «καθαροί». Άλλωστε, η προσέγγιση των εφάμαρτων ζητημάτων εκ μέρους της Εκκλησίας, δεν έχει ως σκοπό τον στιγματισμό και την εξουθένωση του «πλησίον», αλλά την εκούσια αποδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας, που θα τον οδηγήσει στη συναίσθηση της εμπαθούς καταστάσεώς του και εν τέλει στη θεραπεία του. Για όσους σκόπιμα ή μη το παραγνωρίζουν, η αναφορά της Εκκλησίας του Χριστού, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θείο καθίδρυμα, δεν εξαντλείται μόνο στους ενάρετους ανθρώπους, αλλά επεκτείνεται κυρίως στους πνευματικά αδύνατους και ατελείς, στους πάσχοντες και τους νοσούντες. Πρόκειται ουσιαστικά για το κατεξοχήν ορατό θεραπευτήριο, όπου πραγματώνεται διαχρονικά η λυτρωτική υπόσχεση του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού στο ταλαιπωρημένο, από τον πόνο και την αμαρτία, ανθρώπινο γένος πως «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μτθ. θ΄ 12).
Άρα συνοπτικά, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει στη σωτηρία το γένος των ανθρώπων και στην αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού στη γη. Είναι με άλλα λόγια η ανατροπή της αμαρτίας και η επικράτηση της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας στη γη. Δια μέσου της Εκκλησίας συμφιλιώνεται πάλι ο μετά την πτώση άνθρωπος με τον Θεό, που από εχθρός του Θεού (ένεκα της καταστάσεως της αμαρτίας που βρισκόταν) προάγεται εκ νέου σε μέτοχο της αρχαίας αυτού Χάριτος και δόξας. Μόνον η Εκκλησία ασκεί το έργο της απολυτρώσεως και του αγιασμού, ένα έργο το οποίο της το ανέθεσε ο Σωτήρας Χριστός διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η Εκκλησία καθίσταται ο μοναδικός αυθεντικός φορέας, μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό και να εξυγιανθεί ψυχοσωματικά, έχοντας προπαρασκευασμένα τα κατάλληλα φάρμακα που είναι τα ιερά της μυστήρια, για να αναγεννήσει τα άσωτα μέλη της και να τα μεταβάλει από τέκνα απωλείας σε τέκνα Χάριτος.
Ως εκ τούτου, η Εκκλησία αποτελεί την «κιβωτό της σωτηρίας» του ανθρώπου, εντός της οποίας όλα ανεξαιρέτως τα πάθη δύνανται να μεταμορφωθούν και να αναβαθμιστούν με ορίζοντα σωτηριολογικό, εφόσον ο ασθενής άνθρωπος μετανοήσει εμπράκτως, κατά το ευαγγελικό πρότυπο του «ασώτου υιού». Επομένως είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από το ακροατήριο, πως η όποια συζήτηση για το πάθος της ομοφυλοφιλίας, εφόσον αποσυνδεθεί από τη σωτηριολογία του ανθρώπου, εύλογα μπορεί να διολισθήσει σε μία συζήτηση άσκοπη για τον Ορθόδοξο Χριστιανό, ιδιαίτερα όταν απέναντί του έχει να συνδιαλλαγεί με τον ακαδημαϊκό (ή και λαϊκό) κόσμο του ρασιοναλισμού
(=ορθολογισμού), ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του έχει γίνει πηγή διαφθοράς. Για τον κόσμο αυτό, που έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμά του τον πνευματικό αναλφαβητισμό, η «ερωτική απελευθέρωση», και μάλιστα στην πιο αχαλίνωτη φάση της είναι ενδεικτική της «ειλικρίνειας» της σύγχρονης ανθρωπότητας, ενταγμένη στο δόγμα: «τα πάντα επιτρέπονται». Αυτός ο κόσμος, ζώντας πλέον στον οίστρο της αποστασίας του από τον Θεό, δεν δύναται να συνειδητοποιήσει πως σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου είναι η σωτηρία και η θέωση του ανθρώπου, και ότι η «ορατή Εκκλησία» αποτελεί τον μόνο σωτηριώδη φορέα.
Όμως αυτός ο κόσμος σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως χριστιανικός, ακόμα κι αν τυπικά μιλάμε για βαπτισμένους Ορθοδόξους. Διότι όπως θα μας πει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «ὁ τῶν χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα. Ἄλλο τί εἰσιν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσιν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κἀκείνων» [2] .
Β΄ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΠοιες είναι οι οντολογικές προδιαγραφές του ανθρώπου
Προτού όμως εμβαθύνουμε στο θέμα που μας αφορά, καλό είναι να δώσουμε τις ακριβείς συντεταγμένες περί της δημιουργίας του ανθρώπου, ώστε να προσδιορίσουμε επακριβώς τα κατασκευαστικά όρια της ανθρώπινης φύσεως. Τούτη η ανάλυση θα μας χρησιμέψει να κατανοήσουμε πότε η ανθρώπινη φύση κινείται στο κατά φύσιν της δημιουργίας, και πότε κινείται στο παρά φύσιν, όπου υπάρχει σαφέστατη εκτροπή των φυσικών λειτουργιών του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην πρώτη περίπτωση σαφώς και ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του κατ’ εικόνα, διότι «ἡ ψυχή, ὅταν εὑρεθῇ κατά φύσιν, ἄνω διάγει,… ὅταν δέ ἄνω γένηται, ἀπαθής εὑρίσκεται΄», ενώ όταν βρίσκεται στην δεύτερη περίπτωση τελεί υπό το καθεστώς της αμαρτίας, κάτι το οποίο επιφέρει σοβαρές συνέπειες ως προς την σωτηρία της ψυχής του και την επαναγωγή του στην πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν, αφού «ἄν κατέλθῃ ἡ φύσις ἐκ τῆς οἰκείας τάξεως, τότε τά πάθη ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται» [3]. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διασαφηνίζει σχετικά πως η αμαρτία είναι η κατάχρηση των φυσικών δυνάμεων που έχουν δωρηθεί από τον Θεό στη ψυχή, διευκρινίζοντας ωστόσο πως οι δυνάμεις αυτές καθ’ εαυτές δεν είναι κακές, γίνονται όμως κακές όταν στρέφονται ενάντια στο νόμο του Θεού που τις έδωσε [4] . Στο σημείο αυτό προκαταβολικά μόνο να σημειώσουμε πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί κατά τον ιερό Χρυσόστομο τη μεγαλύτερη εκτροπή-ατιμία [5] , όσον αφορά στις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου, κατά συνέπεια οι σωτηριολογικές επιπτώσεις για έναν ομοφυλόφιλο είναι τεράστιες, καθώς, όπως τονίζουν ομοφώνως οι Πατέρες της Εκκλησίας, η αμαρτία αυτή ομοιάζει με ακαριαίο θάνατο της ψυχής του ανθρώπου. Αλλά αυτό θα το αναλύσουμε διεξοδικά λίγο πιο κάτω.
Τώρα, ας έλθουμε στη δημιουργία του ανθρώπου μέσα από την οικεία περιγραφή των Πατέρων, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τους λόγους των όντων. Κι ας αναφέρουμε εν πρώτοις τη σοφή διάγνωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, πως έπειτα από τη δημιουργία των νοητών (αγγελικών τάξεων) και αισθητών κτισμάτων, ο Θεός, διά της πανσόφου βουλήσεώς Του, προέβη και σε μία σύνθεση των δύο φύσεων, της αοράτου και της ορατής [6]. Από αυτή τη χειροποίητη σύνθεση προέκυψε ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, ο οποίος πλάστηκε στο μεθόριο ορατού και αοράτου κόσμου, έχοντας εξασφαλισμένο το κατ’ εικόνα και δυνάμει το καθ’ ομοίωσιν. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» μας δίδει ορισμένα σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρώτου ανθρώπου. Με βάση λοιπόν αυτή την αξιόπιστη περιγραφή, «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο άκακο, ευθύ, ενάρετο, άλυπο, αμέριμνο, στολισμένο με τη λαμπρότητα κάθε αρετής, προικισμένο με όλα τα αγαθά, ωσάν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα στο μεγάλο, άλλον άγγελο προσκυνητή, σύνθετο, θεατή της ορατής δημιουργίας, γνώστη των μυστηρίων της νοητής, βασιλιά των επιγείων, που κυβερνάται «άνωθεν» (=από το Θεό), επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ορατόν και νοούμενον, ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος, τον ίδιο πνεύμα και σάρκα ΄ … ακόμη τον δημιούργησε αναμάρτητο κατά τη φύση και ελεύθερο κατά τη θέληση…» [7] .
Αντιστοίχως ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως το μόνο θεόπλαστο ζώο, το οποίο έγινε με βάση την εικόνα του Δημιουργού. Έχοντας ψυχή νοερή μπορεί να στοχάζεται το Θεό, να κατανοεί τους λόγους των όντων και με ενάρετη ζωή να κατευθύνεται προς την αγγελική ισοτιμία. Και συνεχίζει ο θείος και όντως μεγάλος Βασίλειος λέγοντας πως η υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα είναι συντριπτική, διότι μόνον ο άνθρωπος αξιώθηκε να πλαστεί όρθιος, κάτι που φανερώνει ουράνια συγγένεια. Και τούτο συνέβη σκόπιμα, ώστε ο άνθρωπος να μην είναι μια βοσκηματώδης ύπαρξη που έχει προσήλωση στα γήινα και στα της κοιλίας πάθη, αλλά να στρέφεται προς τα άνω και να εξαντλεί όλη την ορμή του στα επουράνια ενδιαφέροντα [8] .
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, κατά σάρκα αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου προχωρεί σε μία ακόμη πιο εντυπωσιακή και αναλυτική ανατομία του ανθρώπινου είδους. Αφού με τη σειρά του επαναλαμβάνει τις περισσότερες από τις θέσεις που ήδη εκτέθησαν, αναφέρει επιπλέον πως η ανθρώπινη φύση είναι διπλή. Διότι πρώτα κατασκευάστηκε η φύση που είχε ομοιότητα με το θείο, κάτι που φαίνεται από το ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, και έπειτα είναι η φύση που διαιρέθηκε κατά τη διαφορά στα γένη, άρρεν και θήλυ, κάτι που είναι ξένο ως προς τις ιδιότητες του Θεού [9] . Η πρώτη φύση έχει τις προδιαγραφές της κατασκευαστικής ακρίβειας, ενώ η δεύτερη φύση οικονομήθηκε διά κτίσεως, εξαιτίας της τρεπτότητας του ανθρώπου προς το πονηρό και την κακή χρήση του αυτεξουσίου του, την οποία ο Θεός προκατάλαβε με την προγνωστική του δύναμη. «Και επειδή», καταλήγει ο άγιος Νύσσης, «είδε τι θα συμβεί, επινοεί στην εικόνα τη διαφορά μεταξύ άρρενος και θήλεος, η οποία δεν βλέπει προς το θείο αρχέτυπο, αλλά, όπως έχει λεχθεί, είναι προσοικειωμένη προς την αλογώτερη φύση» [10] .
Τι σημαίνει όμως, αυτό που είδαμε λίγο πιο πάνω να παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, πως ο άνθρωπος πλάστηκε αναμάρτητος κατά τη φύση, ενώ γνωρίζουμε πως κυριολεκτικά αναμάρτητος κατά τη φύση είναι μόνον ο Θεός ; Ότι ο άνθρωπος, ενόσω ζούσε στον Παράδεισο και τηρούσε τις εντολές, είχε τάση διαρκώς προς το αγαθό, καθότι πλάστηκε από το Θεό «καλός λίαν». Ταυτόχρονα όμως, όπως αναφέρθηκε, ήταν ελεύθερος κατά τη βούληση , άρα στην πραγματικότητα ήταν τρεπτός τόσο προς το καλό, όσο και προς το κακό. Αυτό το στοιχείο της ελευθερίας αποτελούσε και το μεγάλο δώρο που έκανε ο Θεός προς τον άνθρωπο, άσχετα αν ο τελευταίος δεν το αξιοποίησε και εξέπεσε προσωρινά της πορείας προς το καθ’ ομοίωσιν.
Μερικοί βέβαια στο σημείο αυτό ίσως απορήσουν και αντειπούν, «και γιατί ο Θεός δεν μας παγίωσε στην κατάσταση της αναμαρτησίας, ακόμη κι αν εμείς οι άνθρωποι θα θέλαμε να αμαρτήσουμε»; Διότι, απαντά με θαυμαστό τρόπο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο Θεό δεν αρέσει αυτό που γίνεται με εξαναγκασμό, αλλά αυτό που επιτυγχάνεται με αρετή και μάλιστα κι αυτή όχι με το ζόρι, εξ ανάγκης, αλλά με αγαθή προαίρεση [11] . Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να ζεί δεμένος, αλλά ελεύθερος, ακριβώς γιατί δεν ανήκει οντολογικά στην άλογη φύση, αλλά στη λογική. Ακόμα και μετά την πτώση και ιδιαίτερα μετά την έλευση του Λυτρωτή και Σωτήρα, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο άνθρωπος οφείλει να μην σέρνεται πίσω από την άλογη φύση, τρώγοντας και πίνοντας αδιακρίτως, αφού δεν γεννηθήκαμε για να τρώμε και να πίνουμε, αλλά για να αποφεύγουμε την αμαρτία και να εργαζόμαστε την αρετή [12] .
Πράγματι, ο μεταπτωτικός άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από ό,τι ήταν ο Αδάμ στον Παράδεισο, ακριβώς επειδή αμαυρώθηκε το κατ’ εικόνα και ασθένησε σοβαρά η ανθρώπινη φύση, πλήν όμως, απ’ τη στιγμή που δεν καταστράφηκε ολοσχερώς το κατ' εικόνα, παρέμειναν εντός του κάποιες πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες όχι μόνο έχουν το οντολογικό τους υπόβαθρο στο αμαυρωμένο κατ’ εικόνα, αλλά του δίνουν τη δυνατότητα να αναφέρεται στο Θεό και να πραγματώνει το καλό [13] . Κι αυτό ακριβώς είναι το ενθαρρυντικό, πως ενώ ο άνθρωπος διέκοψε θεληματικώς την πορεία προς το αγαθό, η θέληση και το λογικό του δεν υποδουλώθηκαν, αλλά παρέμειναν ελεύθερα, ώστε ακόμα και σε αυτή την αρρωστημένη κατάσταση να δύναται ο άνθρωπος να αποφασίζει για την σωτηρία της ψυχής του.
Αντίθετα στην αιρετική Δύση, ο Λούθηρος εξέφρασε εντελώς διαφορετική γνώμη. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι το κατ’ εικόνα του ανθρώπου καταστράφηκε πλήρως, με άμεση συνέπεια η αμαρτία να αποτελεί οντολογικό γνώρισμα του ανθρώπου, ακόμα και μετά την αναγέννηση του μέσα από τα μυστήρια της εκκλησίας. Αυτή η απαράδεκτη δογματική θέση του Λουθήρου ουσιαστικά νομιμοποίησε το δικαίωμα στην αμαρτία, ως μία sui generis (=ιδίου γένους) κατάσταση ως προς την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη θέληση του ανθρώπου ως ανελεύθερη, άρα και τη σωτηρία του ανθρώπου εξαρτημένη αποκλειστικά από το Θεό. Μέσα από αυτή την πέρα για πέρα άστοχη προσέγγιση ο Λούθηρος θεμελίωσε την επόμενη κακοδοξία του περί απολύτου προορισμού, ως αποτέλεσμα της υπόδουλης και ανίκανης ανθρώπινης θελήσεως να κάνει κάτι πραγματικά καλό και δίκαιο [14] .
Η γνώση αυτής της δογματικής κακοδοξίας του Λουθήρου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι μας βοηθάει να κατανοήσουμε για ποιο λόγο ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος διολίσθησε στην εποχή μας σε διαστροφές τύπου ομοφυλοφιλίας, παιδοφιλίας και κτηνοβασίας. Η «θεολογική» αμνήστευση της έννοιας αμαρτία, καθώς και η υποβάθμιση του διαβόλου σε μία ημιφανταστική σφαίρα, συνετέλεσαν, ώστε να επιχειρείται βαθμιαία η απενοχοποίηση κάθε διαστροφής και η θεσμική της αναγνώριση ως ατομικό δικαίωμα και φυσική λειτουργία. Έτσι δεν είναι τυχαίο, πως πολλοί άνθρωποι σήμερα, ακόμη και Ορθόδοξοι Χριστιανοί που «πάνε στην εκκλησία», δικαιολογούν το πάθος της ομοφυλοφιλίας, ως μία φυσιολογική-οντολογική κατάσταση του ανθρώπου, εκφράζοντας, έστω και ανεπιγνώστως, την λουθηρανική δικαιολογία πως «έτσι γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος». Υπονοούν ασφαλώς αυτό που υποστήριζε ο Λούθηρος, ότι δηλαδή η αμαρτία, σε οποιαδήποτε μορφή της, από τη στιγμή που καταστράφηκε το κατ’ εικόνα, είναι ριζωμένη εντός του ανθρώπου και αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία ο άνθρωπος, όχι μόνο δεν δύναται να την αναστρέψει, αλλά οφείλει να την αποδεχτεί, αφού έτσι κι αλλιώς η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση του Θεού [15].
Κατά συνέπεια, είναι εντελώς αυθαίρετη και αντίθετη, ως προς την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ζωή, η προωθούμενη στις μέρες μας νεοταξική συγκατάβαση προς τις άλογες επιθυμίες του ανθρώπου. Το ότι κατακυριεύονται κάποιοι από την επιθυμία του ομόφυλου πλησίον τους, αυτό αποτελεί σοβαρή εκτροπή και μόνο που γίνεται λόγος για επιθυμία, πόσο μάλλον όταν αυτή κινείται στο χώρο του παρά φύσιν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι απόλυτα σαφής όταν αναφέρει πως ακόμα και η κατά φύσιν επιθυμία, π.χ. του να πηγαίνει κάποιος με πολλές γυναίκες, ξεφεύγει από τα όρια της ανάγκης, όπως ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί όταν ο άνδρας συνευρίσκεται με τη νόμιμη γυναίκα του. Επομένως, ακόμη και εάν αποδεχτούμε πως η κατά φύσιν έλξη που νιώθει ο άνδρας από τη γυναίκα, έχει κάποιο στοιχείο αναγκαιότητας, αυτό σε καμμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την υπέρβαση αυτού του ορίου. Άρα, η αγάπη πολλών γυναικών για παράδειγμα, δεν αποτελεί κάποια αναγκαιότητα, αλλά πηγάζει καθαρά από την προαίρεση και βούληση του ανθρώπου εκείνου που κατακυριεύεται από κενοδοξία, ακολασία και την πέραν του μέτρου ηδονή. Και συμπεραίνει ο θείος Χρυσόστομος: «… Ώστε δεν οφείλεται στη φύση. Μη προβάλεις ως αιτία την επιθυμία· αυτή σου δόθηκε για γάμο, σου χορηγήθηκε για τεκνογονία, όχι για μοιχεία, ούτε για ατιμία. Γνωρίζουν και οι νόμοι να συγχωρούν τα αμαρτήματα τα οποία γίνονται από ανάγκη· μάλλον δέ κανένα αμάρτημα δεν γίνεται από ανάγκη, αλλά όλα γίνονται από ακολασία. Διότι δεν δημιούργησε ο Θεός τη φύση έτσι, ώστε να έχει ανάγκη να αμαρτάνει· διότι, εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε κόλαση. Διότι για όσα γίνονται από ανάγκη και βία, ούτε εμείς ζητούμε λόγο, ούτε ο Θεός ο τόσο φιλάνθρωπος και αγαθός…» [16] .
Προς επίρρωσιν της ανωτέρω θέσεως έρχεται και ο έτερος σπουδαίος Ιωάννης, ο Δαμασκηνός, να εξειδικεύσει το θέμα περί ηδονών και να ομιλήσει για φυσικές και μη φυσικές ηδονές του ανθρώπου. Ξεκινώντας από τις φυσικές ηδονές κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτές που είναι απαραίτητες-υποχρεωτικές, όπως είναι οι τροφές, που χρειάζονται για να επιβιώσει ο άνθρωπος, και σε αυτές που είναι μη απαραίτητες-προαιρετικές, όπως είναι οι νόμιμες σαρκικές επαφές, που προάγουν στη διαιώνιση όλου του ανθρωπίνου γένους, αλλά είναι δυνατόν κανείς να τις αποφεύγει εάν επιθυμεί να ζήσει παρθενικό βίο. Τέλος υπάρχουν και οι ηδονές εκείνες, που είναι μη φυσικές και μη απαραίτητες, όπως οι κάθε είδους ακόλαστες πράξεις, οι οποίες ούτε στη διατήρηση της ζωής μας συντελούν, ούτε στη συνέχιση του ανθρωπίνου γένους. Όπως είναι εύλογο, αυτές οι τελευταίες πρέπει να αποφεύγονται εντελώς από έναν άνθρωπο που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως Χριστιανός, αντιθέτως να ακολουθούνται όσες είναι φυσικές και απαραίτητες, ενώ όσες είναι φυσικές αλλά μη απαραίτητες να τίθενται σε δευτερεύουσα θέση και να εφαρμόζονται πάντα κατά τον κατάλληλο χρόνο και το κατάλληλο μέτρο [17] .
Γιατί η ομοφυλοφιλία αποτελεί άρνηση της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας
Κάθε αμάρτημα επιφέρει ορισμένες σοβαρές ψυχοσωματικές επιπτώσεις στον άνθρωπο εκείνον που το διαπράττει. Από τα θανάσιμα όμως αμαρτήματα, το πλέον σοβαρό ως προς τις επιπτώσεις, είναι το αμάρτημα της πορνείας. Ενθυμούμενοι τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακας, φέρνουμε στο νου μας τη σοφή διαπίστωσή του πως δεν είναι καθόλου τυχαίο που, ενώ για τα άλλα αμαρτήματα συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τάδε έσφαλε, στα σαρκικά συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τάδε έπεσε [18] . Και τούτο διότι, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, οποιοδήποτε άλλο αμάρτημα κι αν διαπράξει ο άνθρωπος είναι αμάρτημα που διαπράττεται εκτός του ανθρωπίνου σώματος, σε αντίθεση με το αμάρτημα της πορνείας που μολύνει όσο κανένα άλλο τη σάρκα και επιφέρει σημαντική φθορά στη φύση του σώματος [19] . Ο τελών λοιπόν την πορνεία δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα ράκος, επειδή από το σώμα του έχει απολεσθεί κάθε ευσέβεια και έχει καταντήσει κατοικητήριο όλων των δαιμόνων. Όπως προσθέτει χαρακτηριστικά ο ιερός Χρυσόστομος, «εις αυτό ο διάβολος την ιδίαν απομάσσεται σήψιν» [20] .
Όμως κι αυτό το ίδιο το αμάρτημα της πορνείας υπόκειται σε μία αξιολογική διαβάθμιση. Διότι, όπως ήδη έχει λεχθεί ανωτέρω, υπάρχει η πορνεία που κινείται στο χώρο του κατά φύσιν, με την οργανική έννοια [21] και υπάρχει η πορνεία που κινείται στο χώρο του παρά φύσιν. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται η ομοφυλοφιλία, η οποία αποτελεί, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, τον κολοφώνα των αμαρτημάτων. Και για ποιο λόγο αποτελεί τον κολοφώνα, δηλαδή το αποκορύφωμα των αμαρτημάτων, πολύ πάνω κι από ειδεχθείς πράξεις, όπως ο φόνος π.χ.; Διότι συνιστά μία ευθεία ύβρη απέναντι στο πιο τέλειο δημιούργημα του Θεού που είναι ο άνθρωπος, ο οποίος κατ’ εντολήν του Τριαδικού Θεού επλάσθη «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» [22] .
Και είναι τόσο πολύ βαρύ παράπτωμα αυτό, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος; Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, ναί είναι, γιατί σε μία περίπτωση φόνου για παράδειγμα, μπορεί να συντρέχουν ένα σωρό ελαφρυντικά: «εν βρασμώ ψυχής», λόγοι αυτοάμυνας, ψυχολογικά προβλήματα, δαιμονισμοί κ.α. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί πως σε μια τέτοια περίπτωση, όπως είναι η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, η μετάνοια για τους δολοφόνους είναι πολύ πιο εύκολη και συχνή, επειδή το φριχτό αποτέλεσμα αυτής της θανάσιμης αμαρτίας είναι αρκετό για να βασανίσει και να σωφρονίσει τον εγκληματία. Αντιθέτως, στο αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας τις περισσότερες φορές, ούτε καν περνάει από το μυαλό του ενεργούντος την πράξη πως είναι κι εκείνος σωματοκτόνος και ότι μάλιστα η δική του η θέση είναι πολύ πιο επιβαρυντική από κείνη του φονιά, καθότι η δική του η πράξη συνοδεύεται από δαιμονική αναίδεια και ανταρσία, όχι μόνο προς τη δημιουργία, αλλά και απέναντι σε αυτόν τον ίδιο τον Δημιουργό. Εάν ένας κοινός δολοφόνος αποσπά την ψυχή από το σώμα για μία φορά, ο εραστής της ομοφυλοφιλίας «δολοφονεί» κατ’ επανάληψη και το σώμα και τη ψυχή, κατά τον ιερό Χρυσόστομο [23]. Συν τοις άλλοις, καταντά προδότης της ίδιας του της φύσεως, από τη στιγμή που ούτε δύναται να αποκτήσει κατά τρόπο οντολογικό τη φύση που επιθυμεί, αλλά ούτε προσπαθεί να διατηρήσει και εκείνη που είχε.
Αλλά ας επιστρέψουμε στη θεϊκή εντολή, της του ανθρώπου πλάσεως, κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν. Κι ας αποδομήσουμε το έωλο και φαιδρό επιχείρημα της εποχής μας περί δήθεν υπάρξεως τρίτου φύλου. Γράφει λοιπόν ο θεόπτης προφητάναξ Μωυσής στο βιβλίο της Γενέσεως, κατά τρόπο ρητό, μην αφήνοντας περιθώρια παρερμηνείας, σε ό, τι αφορά το φύλο του ανθρώπου: «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.» [24] . Να λοιπόν η κατεδάφιση αυτού του καινοφανούς θεωρήματος, διά του θεοπνεύστου λόγου της Αγίας Γραφής. Άνδρα και γυναίκα εποίησε τον άνθρωπο ο Θεός, θα μας πει με απόλυτο τρόπο ο Μωυσής. Και ήδη ανιχνεύσαμε πιο πάνω, με την αρωγή του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, το λόγο ύπαρξης των δύο φύλων. Και έρχεται κι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός να επικυρώσει τα λεχθέντα του αγίου Νύσσης και να επαναλάβει πως ο λόγος δημιουργίας αρσενικού και θηλυκού, ήταν η αγαπητική πρόνοια του Θεού, ο οποίος, χάρη στην προγνωστική του δύναμη, γνώριζε προ καταβολής κόσμου ότι ο άνθρωπος πρόκειται να πέσει στην παράβαση και στο επιτίμιο του θανάτου και έτσι κατ’ αυτόν τον σοφότατο τρόπο έδωσε διέξοδο στο θέμα της διαιώνισης του ανθρωπίνου γένους [25] .
Είναι αξιοσημείωτο δέ, σύμφωνα με τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, πως αυτή η διευκρίνιση των δύο φύλων δίδεται προτού ακόμη δημιουργηθεί η Εύα, για τον απλούστατο λόγο ότι βρίσκεται στην πλευρά του Αδάμ και συνυπάρχει εξ αρχής μαζί του [26] . Έτσι λοιπόν ο Θεός έκρινε πως «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν.» [27] . Και ποιος έπρεπε να είναι ο βοηθός αυτού; Μήπως θα μπορούσε να είναι κάποιο από τα ζώα; Όχι φυσικά, διότι κατά τη διαδικασία της ονοματοδοσίας των ζώων «τῷ δὲ Ἀδὰμ οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.» [28] Αυτό εκτιμούμε, πως αποτελεί κι ένα δυνατό επιχείρημα ενάντια και στη διαστροφή της κτηνοβασίας ή της αρρωστημένης κτηνοφιλίας-συντροφικότητας με ζώα, που επικρατεί σήμερα στον χρεωκοπημένο πνευματικά δυτικό κόσμο και που αποτελεί το επόμενο κάστρο-ατομικών δικαιωμάτων που πρέπει να πέσει.
Στο σημείο λοιπόν αυτό, όλοι οι άγιοι ερμηνευτές τονίζουν ιδιαιτέρως τη μοναξιά που ένιωθε ο Αδάμ στον Παράδεισο και την άμεση ανταπόκριση του Θεού σε αυτή την έλλειψη. Και τι έπραξε ο Θεός κατά τους Αγίους Πατέρες για να λύσει το πρόβλημα της ελλείψεως συντροφικότητας του Αδάμ ; Δεν δημιούργησε έναν «δεύτερο Αδάμ», άνθρωπο του ιδίου φύλου δηλαδή, αλλά δημιούργησε αυτό που θα τον συνεπλήρωνε ψυχοσωματικά. Κι αυτό το δημιούργημα ήταν η γυναίκα! Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ανατέμνει και αποδεικνύει, κατά τρόπο αξονικό, το άρτιον και ισχυρόν του ψυχοσωματικού δεσμού μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Μας λέει λοιπόν, πως το μυστικό αυτού του πανίσχυρου δεσμού κρύβεται στον τρόπο δημιουργίας της γυναίκας. Διότι, ο Θεός στην περίπτωση της Εύας δεν έλαβε χώμα, όπως έπραξε στην περίπτωση του Αδάμ, αλλά πήρε μία από τις πλευρές τις δικές του και τη χρησιμοποίησε ως βάση και θεμέλιο για τη γυναικεία φύση [29] . Κι αυτό το έκανε, όχι λόγῳ έλλειψης κάποιας ύλης, άλλωστε και μόνο η βούληση-προσταγή του Θεού έφτανε για να δημιουργηθεί κάτι εκ του μηδενός, αλλά επειδή θέλησε να τοποθετήσει το δεσμό τους στη φύση της ομόνοιας [30] .
Συμπληρωματικές πληροφορίες επ’ αυτού μας δίνει κι ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης [31] , ο οποίος αιτιολογεί ακόμα και το λόγο που το νεώτερο δημιούργημα έλαβε το όνομα γυνή, εξηγώντας με απλοϊκό τρόπο πως η ρίζα της λέξης γυνή προέρχεται από την γονή. Τούτη η ερμηνεία προκύπτει, διότι η γυνή έγινε από τον άνδρα της [32], ο οποίος επρόκειτο να την κάνει γόνιμη, μέσα από τη φυσική διαδικασία ενώσεως μεταξύ ανδρός και γυναικός. Η προαγωγή αυτή της ένωσης οδηγεί στην παιδοποιία και για το λόγο αυτό της γονιμότητας, αυτοί που γενούν παιδιά λέγονται γονείς. Επομένως, κάνοντας μία επικαιροποίηση αυτής της ερμηνευτικής προσέγγισης από τον άγιο Ισίδωρο, ως γονείς δεν μπορούν να ονομάζονται οποιοιδήποτε, ει μη μόνον εκείνοι που μέσα από τη νόμιμη κατά Θεόν ψυχοσωματική ένωση, παράγουν με τρόπο φυσικό τέκνα. Κι αυτό το προνόμιο το έχουν μόνο τα ετερόφυλα ζεύγη κι όχι τα ομόφυλα, που στην εποχή μας ζητούν αναιδώς και ανερυθριάστως να διαταράξουν ακόμα και αυτή τη φυσική σχέση ανατροφής γονέων-παιδιών.
Έπλασε συνεπώς τη γυναίκα ο Θεός και ο ίδιος ακολούθως «ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν Ἀδάμ.» [33] . Αυτή η κίνηση του Θεού, να φέρει ο ίδιος τη γυναίκα και να την τοποθετήσει ως βοηθό-σύντροφο πλάι στον άνδρα, σε συνδυασμό και με όσα αναλύθηκαν ανωτέρω, καταδεικνύει και την ερμηνεία του επόμενου στίχου της Γενέσεως, σχετικά με τον στενό δεσμό του άνδρα μετά της γυναικός αυτού, ο οποίος υπέρκειται παντός άλλου συγγενικού δεσμού, ακόμη κι αυτού μεταξύ των γονέων και των τέκνων. Και σφραγίδα τούτης της ανωτερότητας, που έχει αυτός ο δεσμός, είναι το οντολογικό γεγονός πως «ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.» [34] . Όλα αυτά έχουν διαχρονική σημασία για την ανθρώπινη οντολογία και ζωή, κάτι που πιστοποιείται κι από το γεγονός πως επικαιροποιήθηκαν μετά την έλευση του Λυτρωτή και Σωτήρα του ανθρωπίνου γένους, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όταν δηλαδή, οι οντολογικές αυτές προϋποθέσεις, περιελήφθησαν ως ευχές της Εκκλησίας στο Μέγα Μυστήριο του Γάμου, όπου καλείται πλέον το ανδρόγυνο ζεύγος της μετά Χριστόν εποχής, να μην εξαντλεί αυτή την ενότητα σε μια αφηρημένη ψυχοσωματική ολοκλήρωση, αλλά να προαχθεί με τη Χάρη του Θεού και να φτάσει στην πνευματική ολοκλήρωση και ενότητα, να αγιάσει και να καταστήσει αμόλυντη την κοίτη του γάμου και εν τέλει το ζεύγος να καταξιωθεί να γίνει «ένα εν Χριστώ» [35] !
Τίποτα λοιπόν από το Θεό δεν αφέθηκε στην τύχη του στο θέμα της δημιουργίας του ανθρώπου και απόδειξη τρανή είναι αυτή η ψυχοσωματική ολοκλήρωση ανάμεσα στα δύο φύλα. Και πράγματι, όσον αφορά το ψυχικό κομμάτι, ο δυναμισμός και η τραχύτητα του άνδρα συνεπληρώθησαν από την τρυφερότητα και την ευαισθησία της γυναίκας. Αλλά και σωματικά, η συμπλήρωση μεταξύ των δύο φύλων είναι εξίσου θαυμαστή, καθότι ο πάνσοφος Δημιουργός, που εποίησε τα πάντα «καλὰ λίαν» [36] , φρόντισε μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια στο θέμα της ανθρώπινης φυσιολογίας. Έτσι λοιπόν, εάν θελήσουμε να γίνουμε ακόμα πιο παραστατικοί, η σωματική ένωση μεταξύ ανδρός και γυναικός κινείται με απολυτότητα στο κατά φύσιν της Δημιουργίας και τούτο διότι, με βάση τις αρχές της ανθρώπινης φυσιολογίας, τα γενετήσια όργανα των δύο φύλων επιφέρουν με πάσαν ακρίβεια το «εις σάρκα μίαν» και ατράνταχτο αποδεικτικό στοιχείο αυτής της φυσικότατης πράξεως είναι, όπως αναφέραμε ήδη, η προαγωγή που έχουμε ως αποτέλεσμα με τη διαιώνιση του ανθρωπίνου γένους. Ασφαλώς εννοείται ότι αυτή η γενετήσια πράξη, δεν αφορά μόνο το σωματικό πεδίο, αλλά έχει και τις ευεργετικές ψυχικές-συναισθηματικές διαστάσεις, όταν το ζευγάρι ζεί και δρά κατά Θεόν.
Αντιθέτως σε μια ομοφυλοφιλική πράξη, τα άτομα του ίδιου φύλου παραβιάζουν πρωτίστως αυτή την ίδια την ανθρώπινη φυσιολογία, από τη στιγμή που, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής υποκρίνονται ή φαντασιώνονται το ανύπαρκτο-αντίθετο φύλο από το δικό τους. Μέσα από την εξαπάτηση του ίδιου τους του εαυτού, προσπαθούν να πείσουν και να πειστούν ότι δήθεν εμφιλοχωρεί ένα «τρίτο φύλο», το οποίο όμως οντολογικά-κατασκευαστικά είναι παντελώς ανύπαρκτο και φανταστικό. Για το λόγο αυτό, η σεξουαλική πράξη μεταξύ δύο ατόμων του ιδίου φύλου θεωρείται ως παρά φύσιν μίξη, η οποία ικανοποιεί μόνο τη σαρκική πλεονεξία του ατόμου. Ουσιαστικά πρόκειται για μετάλλαξη της φυσικής σχέσης, θα μας πει ο ιερός Χρυσόστομος, όπου οι άνδρες αφήνουν τη φυσική χρήση της γυναίκας και αντιστοίχως οι γυναίκες αφήνουν τη φυσική χρήση του άνδρα [37] .
Το αποτέλεσμα αυτής της μετάλλαξης, συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, παραβιάζει κατάφορα το νόμο του Θεού, ο οποίος παρήγγειλε ξεκάθαρα τα δύο έτερα φύλα, ο άνδρας και η γυναίκα, να γίνουν ένα. Και γίνονται ένα, μέσα από την επιθυμία της συνουσίας, οπότε και ενώνονται τα φύλα μεταξύ τους κατά τρόπο πραγματικό και φυσικό. Καταστρέφοντας, ή μάλλον διαστρέφοντας όμως την επιθυμία αυτή ο διάβολος και μεταφέροντάς την με άλλο τρόπο στην οδό του παρά φύσιν, κατόρθωσε, όχι μόνο να μην υπάρχει ένωση, αλλά να ξεχωρίσει τα φύλα, αντίθετα από το νόμο του Θεού. Έτσι, αντί να πραγματώνεται το «έσονται οι δύο εις σάρκα μία», δηλαδή οι δύο φύσεις να είναι σάρκα μία, ο διάβολος χωρίζει τη μία φύση σε δύο σάρκες. Αυτή ακριβώς η παραφροσύνη φέρνει σε τέτοιο σημείο τον ιερό Χρυσόστομο να ομολογήσει πως η πορνεία κατά φύσιν δεν είναι τίποτα μπροστά στην παρά φύσιν πορνεία, ήτοι την ομοφυλοφιλία. Τεκμηριώνει δέ αυτό τον ισχυρισμό του λέγοντας πως η κατά φύσιν πορνεία, τουλάχιστον, όπως φανερώνει και το όνομά της, δεν παραβιάζει τους νόμους της φύσης, σε αντίθεση με την ομοφυλοφιλία που τους ισοπεδώνει. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ανθρώπινη φύση υποβιβάζεται ακόμη και κάτω από τα άλογα ζώα, γιατί πουθενά δεν υπάρχει τέτοια σχέση σε αυτά, αλλά η φύση τους γνωρίζει καλά τους δικούς της νόμους.
Δεν είναι τυχαίο επομένως που το σύνολο των Αγίων Πατέρων χαρακτηρίζει το αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας ως μιαρό βδέλυγμα, που δεν επιδέχεται εύκολα συγχώρηση [38] , επιβεβαιώνοντας το αγιογραφικό χωρίο «βδέλυγμα Κυρίω διεστραμμέναι οδοί» [39] . Έχοντας ως γνώμονα όμως τα όσα αναλύθηκαν μέχρι τώρα για την ομοφυλοφιλία, αντιλαμβάνεται κανείς πως όλη αυτή η αυστηρότητα που επέδειξαν οι Άγιοι, όλων των αιώνων, απέναντι σε αυτή τη διαστροφή, υπήρξε πέρα για πέρα δικαιολογημένη, από τη στιγμή που έχουμε να κάνουμε με ένα αμάρτημα που:
α. βλασφημεί τον ίδιο τον Δημιουργό,
β. διαστρέφει τη βασική αρχή της δημιουργίας περί ανθρώπου, απορρίπτοντας την ανθρώπινη οντολογία και φυσιολογία και αντιβαίνοντας όλους τους φυσικούς νόμους,
γ. προκαλεί διάλυση του κόσμου και της παραδοσιακής οικογένειας, μεταβάλλοντας τα κατά φύσιν σε παρά φύσιν [40] ,
και δ. παρουσιάζει παραπλανητικώς τα παρά φύσιν ως μία κατά φύσιν πτυχή της ανθρώπινης οντολογίας.
Γ΄ ΜΕΡΟΣ: ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑΣτενή σχέση νεοσατανισμού και ομοφυλοφιλίας
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο στην Ορθόδοξη χριστιανική εμπειρία και παράδοση, πως κάθε αμαρτία, μικρή ή μεγάλη, έχει ως πάτρωνά της τον άρχοντα του κόσμου τούτου, δηλαδή τον ίδιο το διάβολο. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίνει με αφοπλιστική αμεσότητα το περίγραμμα αυτής της συνάφειας λέγοντας πως, «ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει.» [41] . Επομένως, ο ποιών την αμαρτία εκχωρεί το αυτεξούσιό του στον πονηρό, με τραγικό αποτέλεσμα να καταντά δούλος των παθών του. Στην πραγματικότητα, ολόκληρος ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο, μολύνεται και αιχμαλωτίζεται από τον πονηρό ψυχοσωματικά και έτσι μετατρέπεται σε ένα παλαιό, βδελυρό, ακάθαρτο και θεομάχο πλάσμα, το οποίο όχι μόνο δεν υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού, αλλά βλέπει και ακούει μόνο κατά τρόπο πονηρό, κινείται συνεχώς προς το πονηρό, με μία ψυχή που σκέφτεται μόνο τα πονηρά [42] .
Και εάν όλα αυτά ισχύουν για τα κατά φύσιν (πάντα με την οργανική έννοια) αμαρτήματα, πολύ περισσότερο ισχύουν για τα λεγόμενα παρά φύσιν, όπως η ομοφυλοφιλία. Για αυτό και στα περισσότερα πατερικά κείμενα, η ομοφυλοφιλία είναι ταυτισμένη με τον όρο ακολασία, λόγω αυτής της αχαλίνωτης μανίας που εκπηγάζει από το σφοδρό πάθος και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε δαιμονισμένο. Επ’ αυτού για παράδειγμα, ο όσιος ασκητής Νείλος σημειώνει πως η ακολασία κάνει την ψυχή θηλυπρεπή, τη μολύνει και την ηγεμονία (της ψυχής) τη μετατρέπει σε ατιμωτική δουλεία [43] . Πρόκειται δηλαδή περί μιας καθαράς δαιμονικής εξαρτήσεως, όπου οι άνθρωποι εξομοιώνονται πνευματικώς με τους χοίρους, και σε αυτή την περίπτωση, όχι μόνο διατελούν υπό την εξουσία των δαιμόνων, αλλά και κατακρημνίζονται [44].
Τώρα, μετά από όλα αυτά, το κριτικό ερώτημα που ανακύπτει είναι:
Πώς αυτή η πραγματικά θεομίσητη και βδελυρή αμαρτία επανήλθε κατά τρόπο πανηγυρικό στην εποχή μας, έτσι που να ζητάει αποκατάσταση περισσότερη κι από αυτή που είχε στις προχριστιανικές κοινωνίες;
Σε προηγούμενη ενότητα έγινε μία πρώτη αναφορά σκοπίμως, στη συμβολή του Λουθήρου, ως προς την αμνήστευση της αμαρτίας στο λεγόμενο δυτικό κόσμο. Η «θεολογική» αυτή κατοχύρωση της εφάμαρτης ζωής, ως μίας οντολογικής καταστάσεως του ανθρώπου, είχε ως συνέπεια να καλλιεργηθεί με τον καιρό στην αιρετική Δύση ένα αντιχριστιανικό και αντιευαγγελικό φρόνημα, ενώ παράλληλα όπως τονίσαμε, υποβιβάστηκε ο διάβολος αρχικά σε μία ημιφανταστική σφαίρα, κάτι που συνετέλεσε κι αυτό με τη σειρά του στο να χάσουν την επαφή οι άνθρωποι με τη χριστιανική παράδοση και να μην μπορούν να διακρίνουν υπό ποίων πνευμάτων οδηγούνται, στερούμενοι πάσης εμπειρίας γύρω από τα τεχνάσματα και τις μεθοδείες του πονηρού.
Όλα αυτά οδήγησαν στην εκ βάθρων αλλοτρίωση της χριστιανικής Ευρώπης, η οποία, μη έχοντας πλέον την παραμικρή γεύση της εμπειρίας του Ακτίστου, εξόρισε σταδιακά το Θεάνθρωπο και στη θέση του τοποθέτησε τον Ευρωπαίο άνθρωπο, όπως θα μας πει ο άγιος του καιρού μας Ιουστίνος Πόποβιτς [45]. Έπειτα δέ από την επικράτηση του δαιμονικού πνεύματος του Διαφωτισμού, η αιρετική Δύση έκανε ένα βήμα παραπέρα και επιβιβάστηκε επισήμως στις ράγες του νεοσατανισμού, με όλα όσα το κίνημα αυτό πρεσβεύει:
αγνωστικισμός και αθεΐα, με καλύτερη εναλλακτική πρόταση τον αποκρυφιστικό πανθεϊσμό,φαινομενική αμφισβήτηση της ύπαρξης του διαβόλου,θεός ο άνθρωπος (deus est homo).
Κυριότερο όμως σύνθημα, που υιοθέτησε η αποστατούσα Δύση εκ της φαρέτρας του νεοσατανισμού, υπήρξε το περίφημο « κ ά ν εό, τ ιθ έλ ε ι ς », που εξέφρασε πρώτος εκ των κορυφαίων, αν όχι ο κορυφαίος, εκπρόσωπος του αποκρυφισμού και «μεσσίας» της κίνησης του νεοσατανισμού, ο Άγγλος Aleister Crowley [46] .
Η απλή αυτή φράση, που ηχεί τόσο σαγηνευτικά και ακίνδυνα στα αυτιά όλων, αποτελεί την κεντρική ιδέα του περίφημου «συμβόλου της πίστεως» που συνέταξε ο Crowley, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί μέρος της «Γνωστικής Λειτουργίας», δηλαδή της «Λειτουργίας του Σατανά», επίσης δημιούργημα του ιδίου, στο συγγραφικό του έργο το «Βιβλίο του Νόμου» (1904). Με βάση το κείμενο αυτό, ο Crowley εκθέτει τις αντιλήψεις του περί ανθρώπου, διακηρύσσοντας πως δεν υπάρχει κανένας Θεός-νομοθέτης, στον οποίο οφείλει ο άνθρωπος να κάνει υπακοή, αλλά «Θεός είναι ο άνθρωπος» και το ουσιαστικό σε αυτόν το «θεό» είναι το θέλημά του. Κι αυτό διότι, στο σατανικό νόμο του Crowley δεν υπάρχει καμμία δέσμευση, κανένας νόμος έξω από το προσωπικό θέλημα του κάθε ανθρώπου και εν δυνάμει σατανιστή. Η πρώτη και μόνη εντολή είναι: Do what you will, that shall be the whole of the law, δηλαδή κάνε ότι θέλεις, αυτός είναι όλος ο νόμος [47] .
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζουν και οι απόψεις του Crowley γύρω από τη σεξουαλικότητα, καθότι ο ίδιος όπως φαίνεται μέσα από το νεοσατανισμό προωθούσε και την παράλληλη κίνηση του πανσεξουαλισμού. Στο «Βιβλίο του Νόμου», σε ένα απόσπασμα, αναφέρεται το εξής: «ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αγαπά όπως θέλει- επίσης γεμίστε με αγάπη ανάλογα με τη θέληση σας, όπως θέλετε, όποτε, όπου και με όποιον θέλετε!». Ακόμα κι ο πανθεϊσμός του Crowley κατανοείται ως σεξουαλική τάση ζωής, αφού γίνεται λόγος για «θεϊκή σεξουαλικότητα» ως έκφραση της ζωτικής δύναμης. Σύμφωνα με το νόμο της «θέλησης», κανένας δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει την «έκφραση» αυτής της «ζωτικής δύναμης», με οποιονδήποτε τρόπο θελήσει κανείς να ασκήσει αυτή τη σεξουαλικότητα και με οποιοδήποτε άτομο κρίνει ότι πρέπει να το κάνει [48] ! Ο ίδιος ο Crowley υ proskynitis
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ