2019-12-01 12:47:10
Από την Αθήνα βρέθηκε στα κεντρικά γραφεία της IBM στη Νέα Υόρκη, κερδίζοντας
τον τίτλο μιας από τις γυναίκες κάτω των 30 που καθορίζουν τις ψηφιακές εξελίξεις παγκοσμίως. Το αποδεικνύει βάζοντας το όνομά της σε projects, ένα από τα οποία περιλαμβάνει την καλλιτεχνική επιμέλεια των φετινών βραβείων Grammy.
Πρόσφατα διακρίθηκε για μία ακόμη φορά ως μία από τις 100 γυναίκες που καθορίζουν το μέλλον της τεχνολογίας στη Μεγάλη Βρετανία. Περιττό να πούμε ότι ήταν η μοναδική Ελληνίδα σε αυτή τη λίστα. Από τη θέση της Associate Art Director της IBM iX στο Λονδίνο, η Ράνια Σβορώνου μεταφέρθηκε στα κεντρικά γραφεία του αμερικανικού κολοσσού της τεχνολογίας, όπου, μεταξύ άλλων, ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια των βραβείων Grammy στο Λος Αντζελες, αποδεικνύοντας ότι τελικά η μουσική και η τεχνολογία κινούνται σε παράλληλη τροχιά. Τα λόγια της από το τηλέφωνο φανερώνουν τη διαύγεια που έχει ένας άνθρωπος όταν είναι ευλογημένος με το σπάνιο προσόν να ξέρει τι θέλει. Iσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που κατάφερε τόσο σύντομα να πετάξει τόσο ψηλά.
GALA: Ξεκίνησες επαγγελματικά με πλήθος διακρίσεων στη Μ. Βρετανία και τώρα βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη. Τι σε έκανε να διασχίσεις τον Ατλαντικό;
Ράνια Σβορώνου: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα αλλά σπούδασα στην Αγγλία. Ξεκίνησα να δουλεύω το 2010 στην Αθήνα και ήμουν στο Λονδίνο τα τελευταία έξι χρόνια. Μετά τις διακρίσεις που είχα, απέσπασα την προσοχή των κεντρικών γραφείων της IBM στη Νέα Υόρκη. Οπότε αποφάσισα να μετακομίσω εδώ, όπου δεν ήξερα κανέναν και ακολούθησα μόνο το ένστικτό μου, καθώς είναι μεγάλη απόφαση να φεύγεις και να ξεκινάς πάλι από την αρχή. Θέλω όμως να δω μέχρι πού μπορώ να φτάσω - άλλωστε, όπως συχνά υποστηρίζω, «growth and comfort do not co-exist».
G.: Τι ακριβώς αποκομίζει η IBM από τη συνεργασία της με σένα στη θέση του Art Director;
Ρ.Σ.: Την ίδια ερώτηση μου έκαναν στην Αμερικάνικη Πρεσβεία! Είμαι στο κομμάτι του design, στο οποίο έχει γίνει πολύ μεγάλη επένδυση τα τελευταία πέντε χρόνια, επομένως ο τομέας μου έχει αρχίσει να αποκτά βαρύτητα. Ημουν από τους πρώτους designers που μπήκαν στην εταιρεία όταν βρισκόμουν ακόμα στο Λονδίνο. Μπήκαμε 60 και μείναμε τρεις. Οπότε φυσικά χρειαζόμασταν καινούριους. Η IBM εκτίμησε το γεγονός ότι ήμουν εκεί σε όλη τη διαδικασία της μεταμόρφωσής της, με σκοπό την καλύτερη τοποθέτησή της στην ψηφιακή εποχή. Είδαν ότι θέλω και έχω πολλά να προσφέρω, οπότε μου έδωσαν την ευκαιρία και με έφεραν στα κεντρικά.
G.: Αρα η αφοσίωση ανταμείβεται;
Ρ.Σ.: Σίγουρα, αν είναι αυθεντική. Η ΙΒΜ και η ομάδα μου στο Λονδίνο έγινε για μένα η οικογένεια που δεν είχα ποτέ στην Αγγλία. Για να πω την αλήθεια, όμως, θεωρώ ότι έχει χαθεί λίγο σήμερα. Κι εγώ σχεδόν millennial είμαι, και είχα αφοσίωση από τότε που ξεκίνησα. Αυτή η αρετή αναγνωρίζεται και ανταμείβεται. Ακριβώς επειδή έχει χαθεί, νομίζω ότι όταν τη βρουν σε κάποιον τον κρατάνε.
G.: Τι χρειάζεται ένας Ελληνας που έχει γεννηθεί στην Αθήνα για να πετύχει στο εξωτερικό;
Ρ.Σ.: Δεν υπάρχει συνταγή. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις. Εγώ, για παράδειγμα, ήθελα να κάνω graphic design από τα 15 μου και ζωγράφιζα από τα 7 μου… Και έτυχε να έχω γονείς που με στήριξαν σε αυτή μου την απόφαση. Χρειάζεται να έχεις στόχο.
Από μικρή, ήδη από τα 15 μου, ήθελα να κάνω αυτό το πράγμα: να φύγω έξω πιστεύοντας ότι αυτό θα μου δώσει άλλες ευκαιρίες. Αλλο να θες να πας για σπουδές, άλλο για δουλειά και άλλο να κάνεις καριέρα, δηλαδή όχι μόνο να κάνεις κάτι, αλλά να γίνεις και καλός σε αυτό. Ως Ελληνες δεν μας λείπει τίποτα. Ισως να είμαστε λίγο καλομαθημένοι, με την έννοια ότι δεν έχουμε μάθει να είμαστε έξω από τη χώρα μας. Αυτό που κατάλαβα ότι μετράει είναι να ξέρεις πού πας και γιατί το κάνεις.
G.: Πώς προσανατολίστηκες σε μια καριέρα στο εξωτερικό, από το Λύκειο ακόμα;
Ρ.Σ.: Ηθελα να φύγω έξω γιατί γνώριζα ότι το design στη Βρετανία ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, αν και με πονούσε να αφήσω τη χώρα μου. Αλλά αν πάρεις την απόφαση από μικρή ηλικία, σκληραγωγείσαι και μαθαίνεις να προσαρμόζεσαι, θες δεν θες. Στην Αγγλία είχα μια πολύ καλή ευκαιρία να γυρίσω στην Ελλάδα, αλλά τελικά αποφάσισα να έρθω στη Νέα Υόρκη και να το δοκιμάσω. Δεν ξέρεις όμως ποτέ από πριν πού θα σε βγάλει. Μετά από τουλάχιστον ένα-δύο χρόνια καταλαβαίνεις αν η απόφαση ήταν η σωστή.
G.: Αυτό που λες μου θυμίζει τη φράση ενός Βρετανού επιχειρηματία που μου είχε αναφέρει: «Χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει σαμπάνια».
Ρ.Σ.: Κάπως έτσι είναι. Πάντα υπάρχει όμως ένα τίμημα. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να το πληρώσεις.
G.: Ποιους θεωρείς μέντορές σου;
Ρ.Σ.: Είχα την Debbie, leader της IBM iX UK & Ireland, η οποία είναι απίστευτo πρότυπο ηγεσίας, όπως και η Alison Clark, που ήταν executive partner και στήριξαν την αφοσίωση, τη σκληρή δουλειά και τα όνειρά μου. Ειδικά στις μεγάλες εταιρείες πρέπει να έχεις ανθρώπους να σε υποστηρίζουν. Είχα όμως και άλλους δύο ανθρώπους εκτός εταιρείας, ακαδημαϊκούς, γιατί καλό είναι να πατάς και έξω από το industry όπου βρίσκεσαι. Ο επικεφαλής της IBM iX και η Chief Creative Officer για τη Βόρεια Αμερική είναι οι μέντορές μου στη Νέα Υόρκη. Στο εξωτερικό ο χρόνος σου εκτιμάται πολύ και πρέπει να ξέρεις τι θέλεις για να σου αφιερώσει κάποιος τον χρόνο του και να έχεις καλό mentorship. Κάθε φορά που ολοκληρώνω ένα email ευχαριστώ τον άλλο για τον χρόνο του.
G.: Είναι η ευγνωμοσύνη ένα από τα χαρακτηριστικά των πετυχημένων ανθρώπων;
Ρ.Σ.: Βέβαια. Η ευγνωμοσύνη προς καθετί που σου δίνεται είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Εχω ένα ημερολόγιο όπου σημειώνω κάθε πρωί τρία πράγματα για τα οποία είμαι ευγνώμων και το βράδυ άλλα τρία. Γιατί υπάρχουν μέρες που ξυπνάμε και δεν έχουμε όρεξη για τίποτα και έχουμε μόνο προβλήματα - σοβαρά και μη! Είναι μια ωραία ιεροτελεστία που δεν παίρνει πάνω από ένα λεπτό και σε κάνει καλύτερο.
G.: Πώς προέκυψε η συμμετοχή σου στη διοργάνωση των φετινών Grammy;
Ρ.Σ.: Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτή τη δουλειά γιατί θα βγει τον Ιανουάριο του 2020. Πριν από πέντε μήνες -κι ενώ ήμουν στα γραφεία της Νέας Υόρκης μόλις δύο μήνες- μου έγινε η πρόταση να μπω στην ομάδα που θα ασχοληθεί με τα Grammy. Είμαστε η ομάδα που εμπνέεται τους διαύλους μέσω των οποίων θα καταφέρουμε να συνδέσουμε με επιτυχία την τεχνολογία και τα Grammy. Αυτά. Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω. Και φέτος θα βγει live. Είχαμε κάνει κάτι και πέρυσι, αλλά φέτος η ανάμειξη θα είναι μεγαλύτερη. Είναι απίθανο το πώς η δημιουργικότητα ενώνεται με την τεχνολογία σε ένα event όπως τα μουσικά βραβεία Grammy.
G.: Εχει τύχει μέσα από τη δουλειά να έρθεις σε επαφή με κάποιον επώνυμο από τη μουσική βιομηχανία; Τι γνώμη σχημάτισες;
Ρ.Σ.: Δεν ήμουν στην ομάδα του Λος Αντζελες, γιατί τη συγκεκριμένη δουλειά την είχαμε αναλάβει εμείς στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, έχω μιλήσει με κάποιους που δεν μου επιτρέπεται να πω - ας τους ονομάσουμε «πελάτες». Η εντύπωση που έχω σχηματίσει είναι φοβερή. Γνωρίζοντας από κοντά πρόσωπα και πράγματα αντιλαμβάνεσαι ότι η μουσική πάει χέρι-χέρι με την τεχνολογία. Βλέπουμε μουσικούς να ασχολούνται με την τεχνολογία και technology companies να ασχολούνται με τη μουσική.
G.: Υιοθετείς τον στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»;
Ρ.Σ.: Θα συμφωνήσω γιατί, δυστυχώς, ισχύει. Oποια πέτρα κι αν σηκώσεις όμως θα βρεις έναν Eλληνα. Ταξιδεύω συνέχεια λόγω της δουλειάς μου, φτάνω στην άλλη άκρη του κόσμου και ακούω ελληνικά. Είμαστε πολύ περήφανος λαός, αλλά συνήθως δεν αλληλοϋποστηριζόμαστε μέσα στη χώρα μας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους Ελληνες του εξωτερικού.
G.: Θα ήθελες κάποια στιγμή να γυρίσεις;
Ρ.Σ.: Το έχω σκεφτεί, κανένας δεν μπορεί να μην το σκεφτεί. Είναι οι συγκυρίες και η οικογένεια, είναι πολλά από πίσω. Προς το παρόν, μόλις ήρθα στην Αμερική και έχω σκοπό να μείνω κάποια χρόνια. Παρά ταύτα, θεωρώ ότι η Ελλάδα έχει πολλά να δώσει. Υπάρχουν ελπίδες να γίνουν αλλαγές στον τομέα της τεχνολογίας και της δημιουργικότητας ώστε να γίνουν σημαντικά κομμάτια της οικονομίας της χώρας.
G.: Ποιο είναι το πρώτο σχόλιο που ακούς μόλις αναφέρεις τη χώρα καταγωγής σου;
Ρ.Σ.: Κατ’ αρχάς, είμαι θορυβώδης, όπως κάθε «καθωσπρέπει» Ελληνίδα. Δεν το κρύβω. Πρώτα θα πω ότι είμαι Ελληνίδα και μετά όλα τα άλλα. Στην Ταϊλάνδη, όπου είχα πάει για να μιλήσω σε ένα συνέδριο, ξεκίνησα με τη φράση: «Γεια σας, το όνομά μου είναι Ράνια και είμαι Ελληνίδα». Νιώθω υπερήφανη. Δεν έχω ακούσει κάτι αρνητικό. Τα μίντια πότε λένε κάτι θετικό, πότε κάτι αρνητικό, αλλά και όταν λέγεται κάτι άσχημο οι άνθρωποι που με ξέρουν με ρωτάνε «είναι αλήθεια;».
G.: Θα μπορούσες να μας πεις ποια είναι τα κυρίαρχα trends στο ψηφιακό design;
Ρ.Σ.: Παρότι πολλοί μιλάνε για το ψηφιακό design, η αλήθεια είναι ότι μετακινούμαστε στο voice και artificial intelligence design. Πλέον μιλάμε για τεχνητή νοημοσύνη και ο σχεδιασμός της φωνής είναι το επόμενο μεγάλο βήμα. Βλέπουμε ότι εταιρείες όπως η Mastercard συνεργάστηκε με μουσικούς καλλιτέχνες για να κάνουν sonic branding με τo λογότυπό της. Eπίσης, λόγω της Amazon Alexa και των smart technologies το voice design θα επικρατήσει. Παλιά μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Τώρα είμαστε στο text messaging. Στο μέλλον θα επιστρέψουμε σε voice messaging. Ο σχεδιασμός της φωνής και το design for AI είναι το παρόν και το άμεσο μέλλον
anatakti
τον τίτλο μιας από τις γυναίκες κάτω των 30 που καθορίζουν τις ψηφιακές εξελίξεις παγκοσμίως. Το αποδεικνύει βάζοντας το όνομά της σε projects, ένα από τα οποία περιλαμβάνει την καλλιτεχνική επιμέλεια των φετινών βραβείων Grammy.
Πρόσφατα διακρίθηκε για μία ακόμη φορά ως μία από τις 100 γυναίκες που καθορίζουν το μέλλον της τεχνολογίας στη Μεγάλη Βρετανία. Περιττό να πούμε ότι ήταν η μοναδική Ελληνίδα σε αυτή τη λίστα. Από τη θέση της Associate Art Director της IBM iX στο Λονδίνο, η Ράνια Σβορώνου μεταφέρθηκε στα κεντρικά γραφεία του αμερικανικού κολοσσού της τεχνολογίας, όπου, μεταξύ άλλων, ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια των βραβείων Grammy στο Λος Αντζελες, αποδεικνύοντας ότι τελικά η μουσική και η τεχνολογία κινούνται σε παράλληλη τροχιά. Τα λόγια της από το τηλέφωνο φανερώνουν τη διαύγεια που έχει ένας άνθρωπος όταν είναι ευλογημένος με το σπάνιο προσόν να ξέρει τι θέλει. Iσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που κατάφερε τόσο σύντομα να πετάξει τόσο ψηλά.
GALA: Ξεκίνησες επαγγελματικά με πλήθος διακρίσεων στη Μ. Βρετανία και τώρα βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη. Τι σε έκανε να διασχίσεις τον Ατλαντικό;
Ράνια Σβορώνου: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα αλλά σπούδασα στην Αγγλία. Ξεκίνησα να δουλεύω το 2010 στην Αθήνα και ήμουν στο Λονδίνο τα τελευταία έξι χρόνια. Μετά τις διακρίσεις που είχα, απέσπασα την προσοχή των κεντρικών γραφείων της IBM στη Νέα Υόρκη. Οπότε αποφάσισα να μετακομίσω εδώ, όπου δεν ήξερα κανέναν και ακολούθησα μόνο το ένστικτό μου, καθώς είναι μεγάλη απόφαση να φεύγεις και να ξεκινάς πάλι από την αρχή. Θέλω όμως να δω μέχρι πού μπορώ να φτάσω - άλλωστε, όπως συχνά υποστηρίζω, «growth and comfort do not co-exist».
G.: Τι ακριβώς αποκομίζει η IBM από τη συνεργασία της με σένα στη θέση του Art Director;
Ρ.Σ.: Την ίδια ερώτηση μου έκαναν στην Αμερικάνικη Πρεσβεία! Είμαι στο κομμάτι του design, στο οποίο έχει γίνει πολύ μεγάλη επένδυση τα τελευταία πέντε χρόνια, επομένως ο τομέας μου έχει αρχίσει να αποκτά βαρύτητα. Ημουν από τους πρώτους designers που μπήκαν στην εταιρεία όταν βρισκόμουν ακόμα στο Λονδίνο. Μπήκαμε 60 και μείναμε τρεις. Οπότε φυσικά χρειαζόμασταν καινούριους. Η IBM εκτίμησε το γεγονός ότι ήμουν εκεί σε όλη τη διαδικασία της μεταμόρφωσής της, με σκοπό την καλύτερη τοποθέτησή της στην ψηφιακή εποχή. Είδαν ότι θέλω και έχω πολλά να προσφέρω, οπότε μου έδωσαν την ευκαιρία και με έφεραν στα κεντρικά.
G.: Αρα η αφοσίωση ανταμείβεται;
Ρ.Σ.: Σίγουρα, αν είναι αυθεντική. Η ΙΒΜ και η ομάδα μου στο Λονδίνο έγινε για μένα η οικογένεια που δεν είχα ποτέ στην Αγγλία. Για να πω την αλήθεια, όμως, θεωρώ ότι έχει χαθεί λίγο σήμερα. Κι εγώ σχεδόν millennial είμαι, και είχα αφοσίωση από τότε που ξεκίνησα. Αυτή η αρετή αναγνωρίζεται και ανταμείβεται. Ακριβώς επειδή έχει χαθεί, νομίζω ότι όταν τη βρουν σε κάποιον τον κρατάνε.
G.: Τι χρειάζεται ένας Ελληνας που έχει γεννηθεί στην Αθήνα για να πετύχει στο εξωτερικό;
Ρ.Σ.: Δεν υπάρχει συνταγή. Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις. Εγώ, για παράδειγμα, ήθελα να κάνω graphic design από τα 15 μου και ζωγράφιζα από τα 7 μου… Και έτυχε να έχω γονείς που με στήριξαν σε αυτή μου την απόφαση. Χρειάζεται να έχεις στόχο.
Από μικρή, ήδη από τα 15 μου, ήθελα να κάνω αυτό το πράγμα: να φύγω έξω πιστεύοντας ότι αυτό θα μου δώσει άλλες ευκαιρίες. Αλλο να θες να πας για σπουδές, άλλο για δουλειά και άλλο να κάνεις καριέρα, δηλαδή όχι μόνο να κάνεις κάτι, αλλά να γίνεις και καλός σε αυτό. Ως Ελληνες δεν μας λείπει τίποτα. Ισως να είμαστε λίγο καλομαθημένοι, με την έννοια ότι δεν έχουμε μάθει να είμαστε έξω από τη χώρα μας. Αυτό που κατάλαβα ότι μετράει είναι να ξέρεις πού πας και γιατί το κάνεις.
G.: Πώς προσανατολίστηκες σε μια καριέρα στο εξωτερικό, από το Λύκειο ακόμα;
Ρ.Σ.: Ηθελα να φύγω έξω γιατί γνώριζα ότι το design στη Βρετανία ήταν σε πολύ καλό επίπεδο, αν και με πονούσε να αφήσω τη χώρα μου. Αλλά αν πάρεις την απόφαση από μικρή ηλικία, σκληραγωγείσαι και μαθαίνεις να προσαρμόζεσαι, θες δεν θες. Στην Αγγλία είχα μια πολύ καλή ευκαιρία να γυρίσω στην Ελλάδα, αλλά τελικά αποφάσισα να έρθω στη Νέα Υόρκη και να το δοκιμάσω. Δεν ξέρεις όμως ποτέ από πριν πού θα σε βγάλει. Μετά από τουλάχιστον ένα-δύο χρόνια καταλαβαίνεις αν η απόφαση ήταν η σωστή.
G.: Αυτό που λες μου θυμίζει τη φράση ενός Βρετανού επιχειρηματία που μου είχε αναφέρει: «Χωρίς ρίσκο δεν υπάρχει σαμπάνια».
Ρ.Σ.: Κάπως έτσι είναι. Πάντα υπάρχει όμως ένα τίμημα. Και πρέπει να είσαι έτοιμος να το πληρώσεις.
G.: Ποιους θεωρείς μέντορές σου;
Ρ.Σ.: Είχα την Debbie, leader της IBM iX UK & Ireland, η οποία είναι απίστευτo πρότυπο ηγεσίας, όπως και η Alison Clark, που ήταν executive partner και στήριξαν την αφοσίωση, τη σκληρή δουλειά και τα όνειρά μου. Ειδικά στις μεγάλες εταιρείες πρέπει να έχεις ανθρώπους να σε υποστηρίζουν. Είχα όμως και άλλους δύο ανθρώπους εκτός εταιρείας, ακαδημαϊκούς, γιατί καλό είναι να πατάς και έξω από το industry όπου βρίσκεσαι. Ο επικεφαλής της IBM iX και η Chief Creative Officer για τη Βόρεια Αμερική είναι οι μέντορές μου στη Νέα Υόρκη. Στο εξωτερικό ο χρόνος σου εκτιμάται πολύ και πρέπει να ξέρεις τι θέλεις για να σου αφιερώσει κάποιος τον χρόνο του και να έχεις καλό mentorship. Κάθε φορά που ολοκληρώνω ένα email ευχαριστώ τον άλλο για τον χρόνο του.
G.: Είναι η ευγνωμοσύνη ένα από τα χαρακτηριστικά των πετυχημένων ανθρώπων;
Ρ.Σ.: Βέβαια. Η ευγνωμοσύνη προς καθετί που σου δίνεται είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Εχω ένα ημερολόγιο όπου σημειώνω κάθε πρωί τρία πράγματα για τα οποία είμαι ευγνώμων και το βράδυ άλλα τρία. Γιατί υπάρχουν μέρες που ξυπνάμε και δεν έχουμε όρεξη για τίποτα και έχουμε μόνο προβλήματα - σοβαρά και μη! Είναι μια ωραία ιεροτελεστία που δεν παίρνει πάνω από ένα λεπτό και σε κάνει καλύτερο.
G.: Πώς προέκυψε η συμμετοχή σου στη διοργάνωση των φετινών Grammy;
Ρ.Σ.: Δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτή τη δουλειά γιατί θα βγει τον Ιανουάριο του 2020. Πριν από πέντε μήνες -κι ενώ ήμουν στα γραφεία της Νέας Υόρκης μόλις δύο μήνες- μου έγινε η πρόταση να μπω στην ομάδα που θα ασχοληθεί με τα Grammy. Είμαστε η ομάδα που εμπνέεται τους διαύλους μέσω των οποίων θα καταφέρουμε να συνδέσουμε με επιτυχία την τεχνολογία και τα Grammy. Αυτά. Δεν μπορώ να πω κάτι παραπάνω. Και φέτος θα βγει live. Είχαμε κάνει κάτι και πέρυσι, αλλά φέτος η ανάμειξη θα είναι μεγαλύτερη. Είναι απίθανο το πώς η δημιουργικότητα ενώνεται με την τεχνολογία σε ένα event όπως τα μουσικά βραβεία Grammy.
G.: Εχει τύχει μέσα από τη δουλειά να έρθεις σε επαφή με κάποιον επώνυμο από τη μουσική βιομηχανία; Τι γνώμη σχημάτισες;
Ρ.Σ.: Δεν ήμουν στην ομάδα του Λος Αντζελες, γιατί τη συγκεκριμένη δουλειά την είχαμε αναλάβει εμείς στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, έχω μιλήσει με κάποιους που δεν μου επιτρέπεται να πω - ας τους ονομάσουμε «πελάτες». Η εντύπωση που έχω σχηματίσει είναι φοβερή. Γνωρίζοντας από κοντά πρόσωπα και πράγματα αντιλαμβάνεσαι ότι η μουσική πάει χέρι-χέρι με την τεχνολογία. Βλέπουμε μουσικούς να ασχολούνται με την τεχνολογία και technology companies να ασχολούνται με τη μουσική.
G.: Υιοθετείς τον στίχο του Σεφέρη «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»;
Ρ.Σ.: Θα συμφωνήσω γιατί, δυστυχώς, ισχύει. Oποια πέτρα κι αν σηκώσεις όμως θα βρεις έναν Eλληνα. Ταξιδεύω συνέχεια λόγω της δουλειάς μου, φτάνω στην άλλη άκρη του κόσμου και ακούω ελληνικά. Είμαστε πολύ περήφανος λαός, αλλά συνήθως δεν αλληλοϋποστηριζόμαστε μέσα στη χώρα μας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους Ελληνες του εξωτερικού.
G.: Θα ήθελες κάποια στιγμή να γυρίσεις;
Ρ.Σ.: Το έχω σκεφτεί, κανένας δεν μπορεί να μην το σκεφτεί. Είναι οι συγκυρίες και η οικογένεια, είναι πολλά από πίσω. Προς το παρόν, μόλις ήρθα στην Αμερική και έχω σκοπό να μείνω κάποια χρόνια. Παρά ταύτα, θεωρώ ότι η Ελλάδα έχει πολλά να δώσει. Υπάρχουν ελπίδες να γίνουν αλλαγές στον τομέα της τεχνολογίας και της δημιουργικότητας ώστε να γίνουν σημαντικά κομμάτια της οικονομίας της χώρας.
G.: Ποιο είναι το πρώτο σχόλιο που ακούς μόλις αναφέρεις τη χώρα καταγωγής σου;
Ρ.Σ.: Κατ’ αρχάς, είμαι θορυβώδης, όπως κάθε «καθωσπρέπει» Ελληνίδα. Δεν το κρύβω. Πρώτα θα πω ότι είμαι Ελληνίδα και μετά όλα τα άλλα. Στην Ταϊλάνδη, όπου είχα πάει για να μιλήσω σε ένα συνέδριο, ξεκίνησα με τη φράση: «Γεια σας, το όνομά μου είναι Ράνια και είμαι Ελληνίδα». Νιώθω υπερήφανη. Δεν έχω ακούσει κάτι αρνητικό. Τα μίντια πότε λένε κάτι θετικό, πότε κάτι αρνητικό, αλλά και όταν λέγεται κάτι άσχημο οι άνθρωποι που με ξέρουν με ρωτάνε «είναι αλήθεια;».
G.: Θα μπορούσες να μας πεις ποια είναι τα κυρίαρχα trends στο ψηφιακό design;
Ρ.Σ.: Παρότι πολλοί μιλάνε για το ψηφιακό design, η αλήθεια είναι ότι μετακινούμαστε στο voice και artificial intelligence design. Πλέον μιλάμε για τεχνητή νοημοσύνη και ο σχεδιασμός της φωνής είναι το επόμενο μεγάλο βήμα. Βλέπουμε ότι εταιρείες όπως η Mastercard συνεργάστηκε με μουσικούς καλλιτέχνες για να κάνουν sonic branding με τo λογότυπό της. Eπίσης, λόγω της Amazon Alexa και των smart technologies το voice design θα επικρατήσει. Παλιά μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Τώρα είμαστε στο text messaging. Στο μέλλον θα επιστρέψουμε σε voice messaging. Ο σχεδιασμός της φωνής και το design for AI είναι το παρόν και το άμεσο μέλλον
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η ΑΕΚ ξεκινάει πάλι από το μηδέν
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ