2019-12-13 14:34:48
Συντάκτης: Virus
Η συζήτηση για τη φύση και το χαρακτήρα του συστήματος υγείας στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στη πολιτική θυμίζει τη συζήτηση για το «φύλο των αγγέλων». Η ίδια η ζωή όμως έχει δώσει τις απαντήσεις που χρειάζονται. Το δίλημμα: σύστημα Μπέβεριτζ (κρατικό) ή Μπίσμαρκ (κοινωνικής ασφάλισης) θεωρείται -και σωστά- μια συζήτηση ανάμεσα σε δεινόσαυρους. Το βασικό ζήτημα παραμένει: ποιος πληρώνει τη στιγμή της ανταλλαγής και πως συλλέγονται και κατανέμονται οι σπάνιοι υγειονομικοί πόροι.
Η χώρα μας έχει κυβερνηθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, σε όλες τις δυνατές εκδοχές. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Εκτός από το σύστημα ιατρικής περίθαλψης που παραμένει αναλλοίωτο στη σχέση: 60% (δημόσια δαπάνη του κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης)/40% (ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές των νοικοκυριών). Δεν είναι 85%/15% (Μπέβεριτζ), ούτε κάν 75%/25%(Μπίσμαρκ). Πρόκειται για ένα ψευδεπίγραφο υβριδικό σχήμα που χαρακτηρίζεται από την ιδιοποίηση του κοινωνικού πλεονάσματος από το ιατροτεχνολογικό σύμπλεγμα και την διοικητική επικυριαρχία του ιατρικού συλλογικού μονοπωλίου. Δηλαδή για ένα από τα πλέον ιδιωτικοποιημένα και άδικα συστήματα υγείας στον δυτικό κόσμο.
Τα φαινόμενα αυτά συνοδεύονται από μια σειρά μειζόνων στρεβλώσεων στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται οι μεγάλες ανισότητες στην πρόσβαση των υπηρεσιών αλλά και στις εκβάσεις υγείας, που πλήττουν κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Καθώς επίσης στην ενδημική παρουσία αρνητικών επιδόσεων με τις καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών και την απουσία χρηματοδοτικής δικαιοσύνης να ευθύνονται για τις εκτεταμένες ανισότητες. Η επισήμανση αυτή αποκαλύπτει την φενάκη μιας φλύαρης ρητορικής που επικρατεί για την ύπαρξη «καθολικής κάλυψης», ενώ η αλήθεια είναι ότι σχέση 60%/40% είναι σταθερή και διαχρονικά παρούσα.
Υπό το πρίσμα αυτό η συζήτηση για το «δημόσιο» και το «ιδιωτικό» στην ιατρική περίθαλψη είναι πάντα «καυτή» και επίκαιρη. Παρά το γεγονός ότι συχνά συνιστά ομοίωμα της περίφημης διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών του όγδοου αιώνα.
Η διεθνής εμπειρία και η επιστημονική έρευνα έχουν δείξει ότι οι υγειονομικές αγορές είναι ατελείς και η αγορά έχει αποτύχει όπως επίσης και το κράτος στην αποτελεσματική ισορροπία και ρύθμιση του συστήματος υγείας. Η αγορά διασφαλίζει την αποδοτική χρήση των σπάνιων πόρων και την ελευθερία των επιλογών ενώ το κράτος εγγυάται την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Συνεπώς, η απάντηση βρίσκεται στην επιλογή του κατάλληλου μείγματος. Πρόκειται για μια δύσκολη πολιτική απόφαση. Απόδειξη αυτού αποτελεί η ποιότητα της πολιτικής και οικονομικής συζήτησης που αντιλαμβάνεται τη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων (λήζινγκ, χρονομίσθωση, ΣΔΙΤ) για επενδύσεις στην υγεία και την εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων μάνατζμεντ στην ιατρική περίθαλψη ως «βλασφημία». Συγχέει την ιδεολογία με τις ορθές πρακτικές διαχείρισης. Έτσι υψώνει τείχη ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, διαιωνίζει τη σχέση 60%/40% και εμποδίζει την ολοκλήρωση του τομέα της ιατρικής περίθαλψης σε εθνικό σύστημα υγείας.
Η μεταρρύθμιση του υγειονομικού τομέα συναρτάται με την μετάβαση από το «διχασμένο σώμα» του ΕΣΥ σε ένα ενιαίο εθνικό σύστημα με βάση την πραγματική καθολική κάλυψη, την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Με απλά λόγια: όλοι οι πάροχοι με όλους τους χρήστες, με πραγματικές τιμές, με κοινούς κανόνες και με κίνητρα για ανταλλαγές στο «φως της ημέρας» υπό την σκέπη ενός ενιαίου πληρωτή, της ασφάλισης υγείας.
Εξάλλου, όπως έγραφε πριν ένα αιώνα ο Βιλφρέντο Παρέτο «κανείς δεν κατάλαβε ποτέ γιατί η ευημερία επιτεύχθηκε σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στη Γερμανία βελτιώθηκε σε συνθήκες προστασίας». Μια αναφορά που είναι εξαιρετικά χρήσιμη και επίκαιρη.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος
είναι Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας
medispin
Η συζήτηση για τη φύση και το χαρακτήρα του συστήματος υγείας στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στη πολιτική θυμίζει τη συζήτηση για το «φύλο των αγγέλων». Η ίδια η ζωή όμως έχει δώσει τις απαντήσεις που χρειάζονται. Το δίλημμα: σύστημα Μπέβεριτζ (κρατικό) ή Μπίσμαρκ (κοινωνικής ασφάλισης) θεωρείται -και σωστά- μια συζήτηση ανάμεσα σε δεινόσαυρους. Το βασικό ζήτημα παραμένει: ποιος πληρώνει τη στιγμή της ανταλλαγής και πως συλλέγονται και κατανέμονται οι σπάνιοι υγειονομικοί πόροι.
Η χώρα μας έχει κυβερνηθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, σε όλες τις δυνατές εκδοχές. Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Εκτός από το σύστημα ιατρικής περίθαλψης που παραμένει αναλλοίωτο στη σχέση: 60% (δημόσια δαπάνη του κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης)/40% (ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές των νοικοκυριών). Δεν είναι 85%/15% (Μπέβεριτζ), ούτε κάν 75%/25%(Μπίσμαρκ). Πρόκειται για ένα ψευδεπίγραφο υβριδικό σχήμα που χαρακτηρίζεται από την ιδιοποίηση του κοινωνικού πλεονάσματος από το ιατροτεχνολογικό σύμπλεγμα και την διοικητική επικυριαρχία του ιατρικού συλλογικού μονοπωλίου. Δηλαδή για ένα από τα πλέον ιδιωτικοποιημένα και άδικα συστήματα υγείας στον δυτικό κόσμο.
Τα φαινόμενα αυτά συνοδεύονται από μια σειρά μειζόνων στρεβλώσεων στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται οι μεγάλες ανισότητες στην πρόσβαση των υπηρεσιών αλλά και στις εκβάσεις υγείας, που πλήττουν κυρίως τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Καθώς επίσης στην ενδημική παρουσία αρνητικών επιδόσεων με τις καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών και την απουσία χρηματοδοτικής δικαιοσύνης να ευθύνονται για τις εκτεταμένες ανισότητες. Η επισήμανση αυτή αποκαλύπτει την φενάκη μιας φλύαρης ρητορικής που επικρατεί για την ύπαρξη «καθολικής κάλυψης», ενώ η αλήθεια είναι ότι σχέση 60%/40% είναι σταθερή και διαχρονικά παρούσα.
Υπό το πρίσμα αυτό η συζήτηση για το «δημόσιο» και το «ιδιωτικό» στην ιατρική περίθαλψη είναι πάντα «καυτή» και επίκαιρη. Παρά το γεγονός ότι συχνά συνιστά ομοίωμα της περίφημης διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών του όγδοου αιώνα.
Η διεθνής εμπειρία και η επιστημονική έρευνα έχουν δείξει ότι οι υγειονομικές αγορές είναι ατελείς και η αγορά έχει αποτύχει όπως επίσης και το κράτος στην αποτελεσματική ισορροπία και ρύθμιση του συστήματος υγείας. Η αγορά διασφαλίζει την αποδοτική χρήση των σπάνιων πόρων και την ελευθερία των επιλογών ενώ το κράτος εγγυάται την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Συνεπώς, η απάντηση βρίσκεται στην επιλογή του κατάλληλου μείγματος. Πρόκειται για μια δύσκολη πολιτική απόφαση. Απόδειξη αυτού αποτελεί η ποιότητα της πολιτικής και οικονομικής συζήτησης που αντιλαμβάνεται τη χρήση χρηματοδοτικών εργαλείων (λήζινγκ, χρονομίσθωση, ΣΔΙΤ) για επενδύσεις στην υγεία και την εισαγωγή σύγχρονων μεθόδων μάνατζμεντ στην ιατρική περίθαλψη ως «βλασφημία». Συγχέει την ιδεολογία με τις ορθές πρακτικές διαχείρισης. Έτσι υψώνει τείχη ανάμεσα στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, διαιωνίζει τη σχέση 60%/40% και εμποδίζει την ολοκλήρωση του τομέα της ιατρικής περίθαλψης σε εθνικό σύστημα υγείας.
Η μεταρρύθμιση του υγειονομικού τομέα συναρτάται με την μετάβαση από το «διχασμένο σώμα» του ΕΣΥ σε ένα ενιαίο εθνικό σύστημα με βάση την πραγματική καθολική κάλυψη, την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Με απλά λόγια: όλοι οι πάροχοι με όλους τους χρήστες, με πραγματικές τιμές, με κοινούς κανόνες και με κίνητρα για ανταλλαγές στο «φως της ημέρας» υπό την σκέπη ενός ενιαίου πληρωτή, της ασφάλισης υγείας.
Εξάλλου, όπως έγραφε πριν ένα αιώνα ο Βιλφρέντο Παρέτο «κανείς δεν κατάλαβε ποτέ γιατί η ευημερία επιτεύχθηκε σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στη Γερμανία βελτιώθηκε σε συνθήκες προστασίας». Μια αναφορά που είναι εξαιρετικά χρήσιμη και επίκαιρη.
Ο Ομότιμος Καθηγητής Γιάννης Κυριόπουλος
είναι Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αιώνιοι φοιτητές οι τέσσερις στους δέκα σε ΑΠΘ και ΠΑΜΑΚ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ