2019-12-22 01:00:12
Την 8η Ιουλίου 1997 υπογράφτηκε στη Μαδρίτη η Συμφωνία μεταξύ Σημίτη και Demirel, η οποία αποσκοπούσε στην αποκλιμάκωση της τεταμένης κατάστασης στο Αιγαίο με αφορμή την κρίση των Ιμίων. Η συγκεκριμένη Συμφωνία είναι ιδιαιτέρως σημαντική, και ασκεί επίδραση στις διμερείς ελληνοτουρκικές σχέσεις ακόμα και σήμερα, καθώς καθόρισε το πλαίσιο εντός του οποίου οι δύο πλευρές δεσμεύονταν να κινηθούν για τον καθορισμό των μεταξύ τους σχέσεων. Θεσπίστηκε με ενθάρρυνση από την αμερικανική διπλωματία, αλλά και από την εκσυγχρονιστική εξωτερική πολιτική Σημίτη και Πάγκαλου, και παρουσίαζε τόσο ορισμένα θετικά σημεία, όσο και στοιχεία τα οποία προσέλκυσαν μεγάλη κριτική. Αφενός, καθίστατο εμφανής η βούληση και των δυο χωρών για ειρηνική συμβίωση στην περιοχή του Αιγαίου και για ουδετεροποίησή του, ενώ, αφετέρου, δόθηκε νομιμοποιητική βάση, και αναζωπυρώθηκαν οι τουρκικοί ισχυρισμοί περί “Γκρίζων Ζωνών”.
Ποια Ήταν, Όμως, Αναλυτικότερα, Τα Βασικότερα Σημεία Της Συμφωνίας, Ποιο Το Πολιτικό Υπόβαθρο Αυτής, Και Ποια Εν Τέλει Τα Αποτελέσματα Που Επέφερε;
Στη Σύνοδο Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο. στη Μαδρίτη, την 8η Ιουλίου 1997, έλαβαν χώρα συνομιλίες μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς υπό την επίβλεψη της Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α., Madeleine Albright. Στο πλαίσιο της Συνόδου αυτής, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κ. Σημίτης, και ο Πρόεδρος της Τουρκίας υπέγραψαν μια συμφωνία, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως απώτερο σκοπό τους αποτελεί “η μείωση της έντασης στο Αιγαίο, και η απομάκρυνση του κινδύνου σύρραξης ανάμεσα στις δύο χώρες”.
Τα βασικότερα σημεία της Συμφωνίας ορίζουν επιγραμματικά πως:
“Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν την προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε:
Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της.
Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση.
Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης, και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας”.
Η Συμφωνία έγινε ευρέως αποδεκτή από την ελληνική πολιτική σκηνή, σχεδόν από όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου, αλλά και από τον ελληνικό τύπο – χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας τα “Νέα” στις 9/7/1997: “Ήρεμα νερά στο Αιγαίο έβγαλε η Μαδρίτη”.
Η θετική αυτή αποδοχή της Συμφωνίας οφειλόταν κυρίως στη μέχρι πρότινος τεταμένη κατάσταση στο Αιγαίο, καθώς και στην ένταση επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η διένεξη για το Αιγαίο αναφορικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα, με τα όρια των χωρικών υδάτων και του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, όπως και με τις -κατά την τουρκική πλευρά- “Γκρίζες Ζώνες”, βρισκόταν επί τάπητος ήδη από το 1973. Διάφορες στρατιωτικές κρίσεις αντιμετωπίζονταν από βραχύβιες -και συχνά άκαρπες- προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για παράδειγμα, κατά την κρίση του 1987, όταν η Ελλάδα χορήγησε δικαιώματα εξερεύνησης πετρελαίου στην υφαλοκρηπίδα κοντά στο νησί της Θάσου, και η Τουρκία χορήγησε παρόμοια δικαιώματα σε ύδατα κοντά στο ελληνικό νησί της Σαμοθράκης, υπήρξε έντονη αντίδραση από την τουρκική πλευρά. Η εν λόγω κρίση υποχώρησε μετά από έντονη διαμεσολάβηση του Ν.Α.Τ.Ο. και των Η.Π.Α., εξασφαλίζοντας ότι τυχόν μελλοντική εξερεύνηση ορυκτού πλούτου θα πραγματοποιείται μόνο στα αδιαμφισβήτητα χωρικά ύδατα του κάθε κράτους. Μετά από συναντήσεις μεταξύ των Πρωθυπουργών και των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, υπογράφηκε “Μνημόνιο Συναντίληψης”, με το οποίο τα δύο κράτη δεσμεύονταν να σεβαστούν την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα εκατέρωθεν.
Παρομοίως, η κρίση του 1976 για την υφαλοκρηπίδα είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή της Διακήρυξης της Βέρνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπου τα δύο μέρη δεσμεύτηκαν να συζητήσουν θέματα ελέγχου πτήσης και οριοθέτησης της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, αλλά και να απέχουν από μονομερείς ενέργειες που ενδέχεται να εμποδίσουν την επίλυση των διμερών προβλημάτων.
Ωστόσο, η κρίση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας το 1996 στο νησί των Ιμίων κλόνισε τη σταθερότητα στην περιοχή, με τον κίνδυνο μιας ένοπλης σύρραξης να είναι ιδιαίτερα έντονος. Ήταν, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η ελληνική και η τουρκική πλευρά να επιλύσουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές, προκειμένου να επιτευχθεί μια ειρηνική συμβίωση στην περιοχή του Αιγαίου. Έτσι, η κρίση του 1996 άνοιξε τον δρόμο για τη Συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, όπου πλέον τα δύο κράτη δεσμεύτηκαν να μην χρησιμοποιήσουν βία, και να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες. Υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βέβαια, η ελληνική και η τουρκική διπλωματία άλλαξαν γραμμή πλεύσης επί της παραδοσιακής συγκρουσιακής εξωτερικής τους πολιτικής, και προσπάθησαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η παραπάνω Συμφωνία της 8ης Ιουλίου.
Παράλληλα, για πολλούς αναλυτές, το κοινό αυτό ανακοινωθέν εξέφραζε τη διολίσθηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, και προξένησε σοβαρές ανησυχίες. Οι ενστάσεις αυτές οφείλονταν στο γεγονός ότι οι συνθήκες εντός των οποίων διαμορφώθηκαν οι όροι της Συμφωνίας -δηλαδή, η έντονη αμερικανική παρεμβατικότητα- υποδεικνύουν την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων.
Κυρίως, όμως, η βασικότερη ένσταση εντοπίζεται στο σημείο της Συμφωνίας που ορίζει πως δέσμευση κάθε κράτους αποτελεί ο σεβασμός στα θεμιτά και ζωτικά συμφέροντα του άλλου κράτους. Σύμφωνα με τον Σαρτζετάκη, η θέση της τότε ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν πως η Ελλάδα αποδεχόταν ότι η Τουρκία έχει ζωτικά νόμιμα συμφέροντα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, τα οποία απορρέουν από κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Η τουρκική πλευρά, όμως, συχνά προέβαινε -και προβαίνει ακόμα και σήμερα- σε αυθαίρετες διεκδικήσεις και καταχρηστικές ερμηνείες των συμφωνιών.
Η υποκειμενική αυτή ερμηνεία από την Τουρκία έχει γίνει σαφής, αφού ακολουθεί διασταλτική ερμηνεία, και δεν συμφωνεί με τη συσταλτική της ελληνικής πλευράς. Τα ζωτικά, λοιπόν, συμφέροντα μπορούν να δικαιολογηθούν από την Τουρκία με επίκληση στρατιωτικών, γεωπολιτικών και οικονομικών κριτηρίων, αλλά και με την παραπάνω ερμηνεία των συμφωνιών, αναιρώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο. Αυτή η γενική και αόριστη αναφορά για σεβασμό στην κυριαρχία των δυο κρατών, χωρίς τη διευκρίνηση της αποδοχής των υφιστάμενων συνόρων από την Τουρκία, αποτέλεσε το έναυσμα για αναζωπύρωση των θεωριών των “Γκρίζων Ζωνών” στο Αιγαίο, καθώς και για διευθέτηση της Α.Ο.Ζ. μέσω της μέσης γραμμής και της ευθυδικίας. Αν και τα δυο κράτη δήλωναν σεβασμό στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συμφωνιών, δεν διευκρινιζόταν σαφώς ότι αυτά αποδέχονταν να διευθετηθούν οι διαφορές στο Αιγαίο με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Επιπλέον, με βάση κάποιες νομικές αναλύσεις του εν λόγω κειμένου, προκύπτει το συμπέρασμα πως, όταν τα συμφέροντα ενός κράτους είναι νόμιμα κατά το Διεθνές Δίκαιο, αυτά ασκούνται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από το αν έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική του κυριαρχία. Η συγκεκριμένη, όμως, διατύπωση παραπέμπει στην αξίωση του Τρίτου Ράιχ περί “ζωτικού χώρου”, και υποδεικνύει τις επεκτατικές τάσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, στις οποίες η Ελλάδα δεσμεύτηκε εμμέσως.
Συν τις άλλοις, στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, με βάση την τουρκική ερμηνεία, αποκλείεται η δυνατότητα της Ελλάδας -που παρέχεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο- για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα δώδεκα ναυτικά μίλια, αφού -στην πράξη- η Τουρκία διακήρυξε αυτό το γεγονός ως casus belli.
Κατά την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής στο Helsinki το 1999, όπου έλαβε χώρα συζήτηση για τις διασυνοριακές διαφορές των υποψηφίων κρατών όπως η Τουρκία, δεν υπήρξε ρητή αναφορά στην υφαλοκρηπίδα, και ως υπαίτια για τη μη διευθέτηση αυτή καταλογίζεται η Συμφωνία της Μαδρίτης.
Συμπερασματικά, λοιπόν, αν και το κοινό ανακοινωθέν δεν αποτελεί Διεθνή Συνθήκη και, ως εκ τούτου, δεν είναι δεσμευτικό κείμενο, πρόκειται για μια βαρύνουσας σημασίας πολιτική διακήρυξη των αρχών από τις οποίες θα πρέπει να διέπονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέχρι και σήμερα, οι διαφορές στο Αιγαίο φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν επιλυθεί, όμως η αξία της Συμφωνίας της Μαδρίτης -ανεξάρτητα από το αν απέβη θετική ή αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα- καθιστά σαφή την ανάγκη για διευθέτηση των διαφορών αυτών, αλλά και για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Κατ΄ ουσίαν, όμως, πίσω από το ζήτημα του Αιγαίου, ο βαθύτερος φόβος που ελλοχεύει είναι ο επεκτατισμός των γειτονικών χωρών, καθώς ο κίνδυνος του νεο-οθωμανισμού από τη μία, και η απειλή-φόβος της “ελληνικής λίμνης” από την άλλη, είναι τα στοιχεία που διαταράσσουν τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών.
parapona-rodou
Ποια Ήταν, Όμως, Αναλυτικότερα, Τα Βασικότερα Σημεία Της Συμφωνίας, Ποιο Το Πολιτικό Υπόβαθρο Αυτής, Και Ποια Εν Τέλει Τα Αποτελέσματα Που Επέφερε;
Στη Σύνοδο Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο. στη Μαδρίτη, την 8η Ιουλίου 1997, έλαβαν χώρα συνομιλίες μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς υπό την επίβλεψη της Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α., Madeleine Albright. Στο πλαίσιο της Συνόδου αυτής, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κ. Σημίτης, και ο Πρόεδρος της Τουρκίας υπέγραψαν μια συμφωνία, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως απώτερο σκοπό τους αποτελεί “η μείωση της έντασης στο Αιγαίο, και η απομάκρυνση του κινδύνου σύρραξης ανάμεσα στις δύο χώρες”.
Τα βασικότερα σημεία της Συμφωνίας ορίζουν επιγραμματικά πως:
“Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν την προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε:
Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας.
Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της.
Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση.
Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης, και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας”.
Η Συμφωνία έγινε ευρέως αποδεκτή από την ελληνική πολιτική σκηνή, σχεδόν από όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου, αλλά και από τον ελληνικό τύπο – χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας τα “Νέα” στις 9/7/1997: “Ήρεμα νερά στο Αιγαίο έβγαλε η Μαδρίτη”.
Η θετική αυτή αποδοχή της Συμφωνίας οφειλόταν κυρίως στη μέχρι πρότινος τεταμένη κατάσταση στο Αιγαίο, καθώς και στην ένταση επί των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η διένεξη για το Αιγαίο αναφορικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα, με τα όρια των χωρικών υδάτων και του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, όπως και με τις -κατά την τουρκική πλευρά- “Γκρίζες Ζώνες”, βρισκόταν επί τάπητος ήδη από το 1973. Διάφορες στρατιωτικές κρίσεις αντιμετωπίζονταν από βραχύβιες -και συχνά άκαρπες- προσπάθειες εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για παράδειγμα, κατά την κρίση του 1987, όταν η Ελλάδα χορήγησε δικαιώματα εξερεύνησης πετρελαίου στην υφαλοκρηπίδα κοντά στο νησί της Θάσου, και η Τουρκία χορήγησε παρόμοια δικαιώματα σε ύδατα κοντά στο ελληνικό νησί της Σαμοθράκης, υπήρξε έντονη αντίδραση από την τουρκική πλευρά. Η εν λόγω κρίση υποχώρησε μετά από έντονη διαμεσολάβηση του Ν.Α.Τ.Ο. και των Η.Π.Α., εξασφαλίζοντας ότι τυχόν μελλοντική εξερεύνηση ορυκτού πλούτου θα πραγματοποιείται μόνο στα αδιαμφισβήτητα χωρικά ύδατα του κάθε κράτους. Μετά από συναντήσεις μεταξύ των Πρωθυπουργών και των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, υπογράφηκε “Μνημόνιο Συναντίληψης”, με το οποίο τα δύο κράτη δεσμεύονταν να σεβαστούν την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα εκατέρωθεν.
Παρομοίως, η κρίση του 1976 για την υφαλοκρηπίδα είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή της Διακήρυξης της Βέρνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπου τα δύο μέρη δεσμεύτηκαν να συζητήσουν θέματα ελέγχου πτήσης και οριοθέτησης της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, αλλά και να απέχουν από μονομερείς ενέργειες που ενδέχεται να εμποδίσουν την επίλυση των διμερών προβλημάτων.
Ωστόσο, η κρίση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας το 1996 στο νησί των Ιμίων κλόνισε τη σταθερότητα στην περιοχή, με τον κίνδυνο μιας ένοπλης σύρραξης να είναι ιδιαίτερα έντονος. Ήταν, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η ελληνική και η τουρκική πλευρά να επιλύσουν τις όποιες μεταξύ τους διαφορές, προκειμένου να επιτευχθεί μια ειρηνική συμβίωση στην περιοχή του Αιγαίου. Έτσι, η κρίση του 1996 άνοιξε τον δρόμο για τη Συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, όπου πλέον τα δύο κράτη δεσμεύτηκαν να μην χρησιμοποιήσουν βία, και να μην προβούν σε μονομερείς ενέργειες. Υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βέβαια, η ελληνική και η τουρκική διπλωματία άλλαξαν γραμμή πλεύσης επί της παραδοσιακής συγκρουσιακής εξωτερικής τους πολιτικής, και προσπάθησαν να βρουν μια συμβιβαστική λύση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η παραπάνω Συμφωνία της 8ης Ιουλίου.
Παράλληλα, για πολλούς αναλυτές, το κοινό αυτό ανακοινωθέν εξέφραζε τη διολίσθηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, και προξένησε σοβαρές ανησυχίες. Οι ενστάσεις αυτές οφείλονταν στο γεγονός ότι οι συνθήκες εντός των οποίων διαμορφώθηκαν οι όροι της Συμφωνίας -δηλαδή, η έντονη αμερικανική παρεμβατικότητα- υποδεικνύουν την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων.
Κυρίως, όμως, η βασικότερη ένσταση εντοπίζεται στο σημείο της Συμφωνίας που ορίζει πως δέσμευση κάθε κράτους αποτελεί ο σεβασμός στα θεμιτά και ζωτικά συμφέροντα του άλλου κράτους. Σύμφωνα με τον Σαρτζετάκη, η θέση της τότε ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν πως η Ελλάδα αποδεχόταν ότι η Τουρκία έχει ζωτικά νόμιμα συμφέροντα στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, τα οποία απορρέουν από κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Η τουρκική πλευρά, όμως, συχνά προέβαινε -και προβαίνει ακόμα και σήμερα- σε αυθαίρετες διεκδικήσεις και καταχρηστικές ερμηνείες των συμφωνιών.
Η υποκειμενική αυτή ερμηνεία από την Τουρκία έχει γίνει σαφής, αφού ακολουθεί διασταλτική ερμηνεία, και δεν συμφωνεί με τη συσταλτική της ελληνικής πλευράς. Τα ζωτικά, λοιπόν, συμφέροντα μπορούν να δικαιολογηθούν από την Τουρκία με επίκληση στρατιωτικών, γεωπολιτικών και οικονομικών κριτηρίων, αλλά και με την παραπάνω ερμηνεία των συμφωνιών, αναιρώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο. Αυτή η γενική και αόριστη αναφορά για σεβασμό στην κυριαρχία των δυο κρατών, χωρίς τη διευκρίνηση της αποδοχής των υφιστάμενων συνόρων από την Τουρκία, αποτέλεσε το έναυσμα για αναζωπύρωση των θεωριών των “Γκρίζων Ζωνών” στο Αιγαίο, καθώς και για διευθέτηση της Α.Ο.Ζ. μέσω της μέσης γραμμής και της ευθυδικίας. Αν και τα δυο κράτη δήλωναν σεβασμό στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συμφωνιών, δεν διευκρινιζόταν σαφώς ότι αυτά αποδέχονταν να διευθετηθούν οι διαφορές στο Αιγαίο με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Επιπλέον, με βάση κάποιες νομικές αναλύσεις του εν λόγω κειμένου, προκύπτει το συμπέρασμα πως, όταν τα συμφέροντα ενός κράτους είναι νόμιμα κατά το Διεθνές Δίκαιο, αυτά ασκούνται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από το αν έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική του κυριαρχία. Η συγκεκριμένη, όμως, διατύπωση παραπέμπει στην αξίωση του Τρίτου Ράιχ περί “ζωτικού χώρου”, και υποδεικνύει τις επεκτατικές τάσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, στις οποίες η Ελλάδα δεσμεύτηκε εμμέσως.
Συν τις άλλοις, στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, με βάση την τουρκική ερμηνεία, αποκλείεται η δυνατότητα της Ελλάδας -που παρέχεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο- για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα δώδεκα ναυτικά μίλια, αφού -στην πράξη- η Τουρκία διακήρυξε αυτό το γεγονός ως casus belli.
Κατά την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής στο Helsinki το 1999, όπου έλαβε χώρα συζήτηση για τις διασυνοριακές διαφορές των υποψηφίων κρατών όπως η Τουρκία, δεν υπήρξε ρητή αναφορά στην υφαλοκρηπίδα, και ως υπαίτια για τη μη διευθέτηση αυτή καταλογίζεται η Συμφωνία της Μαδρίτης.
Συμπερασματικά, λοιπόν, αν και το κοινό ανακοινωθέν δεν αποτελεί Διεθνή Συνθήκη και, ως εκ τούτου, δεν είναι δεσμευτικό κείμενο, πρόκειται για μια βαρύνουσας σημασίας πολιτική διακήρυξη των αρχών από τις οποίες θα πρέπει να διέπονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μέχρι και σήμερα, οι διαφορές στο Αιγαίο φαίνεται πως ακόμα δεν έχουν επιλυθεί, όμως η αξία της Συμφωνίας της Μαδρίτης -ανεξάρτητα από το αν απέβη θετική ή αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα- καθιστά σαφή την ανάγκη για διευθέτηση των διαφορών αυτών, αλλά και για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Κατ΄ ουσίαν, όμως, πίσω από το ζήτημα του Αιγαίου, ο βαθύτερος φόβος που ελλοχεύει είναι ο επεκτατισμός των γειτονικών χωρών, καθώς ο κίνδυνος του νεο-οθωμανισμού από τη μία, και η απειλή-φόβος της “ελληνικής λίμνης” από την άλλη, είναι τα στοιχεία που διαταράσσουν τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών.
parapona-rodou
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ