2020-01-05 09:17:29
του Αναστάσιου Λιόλιου καθηγητή ΑΠΘ
Η σημασία του λόγου στην ανθρώπινη σκέψη είναι καθοριστική. Η άρρηκτη σχέση μεταξύ λόγου και νοητικής διεργασίας είναι φανερή από τη σημασία της λέξης «λόγος», που στην ελληνική γλώσσα, εκτός από ομιλία σημαίνει και την ίδια τη σκέψη.
Το ίδιο φανερώνουν και τα παράγωγα της λέξης «λόγος», όπως: λογική, λογισμός, λόγιος, διάλογος κλπ. Στην περίπτωση της επιστημονικής σκέψης, όπου η σαφής διατύπωση των νοημάτων και η ακριβολογία είναι συστατικά της ίδιας της επιστημονικής μεθοδολογίας, είναι φανερή η ανάγκη μιας μονοσήμαντης ορολογίας η οποία θα πρέπει να καταγράφει και να κωδικοποιεί την επιστημονική γνώση.
Οι επιστημονικοί όροι, με τη σαφήνεια και την οικονομία τους, αποτελούν προϋπόθεση για να κινηθεί η σκέψη προς συνθετότερες έννοιες και να δημιουργήσει συλλογισμούς σε ανώτερο επίπεδο.
Σήμερα, που η παραγωγή νέων επιστημονικών ή τεχνικών όρων είναι εκρηκτική, ο Έλληνας επιστήμονας βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπος στη διεθνή βιβλιογραφία, με νέες έννοιες για τις οποίες δεν έχει ακόμη καθιερωθεί η απόδοσή τους στα ελληνικά. Τις έννοιες αυτές θα πρέπει να τις μεταφράσει.
Μερικές φορές, όταν η μετάφραση δεν είναι προφανής, χρησιμοποιείται «προσωρινά» ο αγγλικός συνήθως όρος. Και επειδή «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», το αποτέλεσμα είναι να χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος κανονικά πια στη γλώσσα μας, χωρίς ούτε καν την «ελληνικοποίησή» του με κάποια κατάληξη όπως συνέβαινε παλιότερα. Παράδειγμα, οι όροι «τρανζίστορ», «κομπιούτερ», «ραντάρ», «κουάρκ», «κβάζαρ» κλπ. Το κύριο όμως πρόβλημα της σύγχρονης ελληνικής επιστημονικής ορολογίας δεν είναι οι αυτούσιες ξενικές λέξεις, αλλά το γεγονός ότι για την κάθε έννοια υπάρχουν περισσότεροι του ενός όροι. Λείπει δηλαδή η μονοσήμαντη επιστημονική ορολογία. Αν ανατρέξει κανείς στα ανά την επικράτεια πανεπιστημιακά συγγράμματα, στα πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων ή σε διδακτορικές διατριβές, θα δει ότι οι διάφοροι επιστήμονες‐συγγραφείς, χρησιμοποιούν για την ίδια έννοια διαφορετικούς όρους.
Ένας τέτοιος πλουραλισμός, ενώ στην καθομιλουμένη θα σήμαινε γλωσσικό πλούτο και εκφραστική ευελιξία, στην επιστημονική ορολογία συνεπάγεται έλλειψη σαφήνειας και «σύνδρομο της Βαβέλ».
Συχνά μάλιστα οι ομιλητές ή συγγραφείς αναγκάζονται να αναφέρουν στις επιστημονικές εργασίες τους και τον αντίστοιχο αγγλικό όρο (σε παρένθεση), ώστε να αποφευχθεί η παρανόηση των λεγομένων ή γραφομένων τους από τους συναδέλφους τους.
Η αναζήτηση και καθιέρωση ως μοναδικών, επιστημονικών όρων κατάλληλων για τις νέες επιστημονικές έννοιες είναι λοιπόν ζητούμενο.
Το ότι η ελληνική γλώσσα αποτέλεσε και αποτελεί πηγή άντλησης όρων και νεολογισμών για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, λύνει αυτομάτως το πρόβλημα για ένα μεγάλο αριθμό λέξεων.
Σαν παράδειγμα από το χώρο της φυσικής, μπορεί κανείς να αναφέρει τις αυτούσιες ελληνικές λέξεις: «physics», «energy», «atom», «planet», «galaxy», «chaos», κλπ. Πολλοί επίσης όροι, που έχουν δημιουργηθεί «τεχνητά» από τους ξένους διανοούμενους (με επιστράτευση της κλασικής παιδείας τους και κάποιου λεξικού της αρχαίας ελληνικής), αποδίδονται επίσης εύκολα στην ελληνική. Για παράδειγμα, «hydrogen», «barium», «telescope», «photograph», «electron», «proton», «photon», «lepton», «meson», «cyclotron», «isotope», «chromodynamics» κλπ.
Όλους τους όρους αυτούς, λόγω της ελληνικής τους προέλευσης, οι Έλληνες επιστήμονες τους «μεταφράζουν» κατά τον προφανή, και επομένως μοναδικό, τρόπο. *
Όμως, η μετάφραση‐απόδοση των νέων όρων δεν είναι απλή υπόθεση όταν οι επιστημονικοί όροι δεν προέρχονται από τα ελληνικά. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν συνήθως περισσότερες από μία εκδοχές στην απόδοσή τους. Έτσι, π.χ. στη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων, ο όρος «virtual» έχει αποδοθεί κατά καιρούς σαν «εν δυνάμει», «υπερβατικό», «υποθετικό» ή «ψευδο»(σωμάτιο) και ο όρος «strangeness» έχει αποδοθεί σαν «παραδοξότητα», «παραξενιά» ή «ιδιοτυπία». Η επιτυχημένη μετάφραση‐απόδοση των νέων επιστημονικών όρων εξαρτάται τόσο από την κατανόηση του εννοιολογικού περιεχομένου τους, που θεωρείται αυτονόητη για τον ειδικό επιστήμονα, όσο και από το φιλολογικό και πολιτιστικό του υπόβαθρο του τελευταίου. Συχνά, η δυσκολία στην απόδοση ενός όρου μπορεί να οφείλεται καθαρά σε λόγους αισθητικής. Για παράδειγμα, ο όρος της αστροφυσικής «black holes» δύσκολα μεταφραζόταν από πολλούς, μέχρι πρόσφατα, ως «μαύρες τρύπες» (χρησιμοποιούσαν ως πιο «κόσμιο» υποτίθεται όρο το «μελανές οπές»). Χρειάστηκε μάλλον η γενίκευση στη χρήση του όρου και σε άλλους τομείς εκτός της αστροφυσικής, για να τον «συνηθίσει το αυτί μας» και να μην διστάζουμε πιά να τον χρησιμοποιούμε. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι Έλληνες επιστήμονες και διανοούμενοι των αμέσως προηγουμένων γενεών, είχαν καταφέρει ακόμη και στις «δύσκολες» περιπτώσεις, να καθιερώσουν μονοσήμαντους όρους για την κάθε νέα έννοια, οι οποίοι και έτυχαν της γενικής αποδοχής. Αυτοί οι όροι είναι καθαρά ελληνικοί, με προφανή σημασία και ετυμολογικό περιεχόμενο. Τέτοιους όρους συναντάμε τόσο στην καθημερινή γλώσσα, π.χ. «αερόστατο», «υποβρύχιο», «αλεξίπτωτο», «ποδήλατο», «αυτοκίνητο» κλπ., όσο και στην επιστημονική ορολογία, π.χ. «πεδίο», «διάνυσμα», «στροφορμή», «δυναμικό», «σθένος»,«βαρύτητα», «ενθαλπία», «ρεύμα», «ραδιενέργεια», κλπ.
Ο εμπλουτισμός της ελληνικής επιστημονικής ορολογίας δεν πρέπει να συνεχίσει να γίνεται στις μέρες μας με τον εφαρμοζόμενο, δυστυχώς «ερασιτεχνικό» τρόπο. Φαντάζομαι ότι είναι αναγκαίος ο ορισμός ενός φορέα υπεύθυνου για θέματα ειδικής ορολογίας. Για παράδειγμα, ο φορέας θα μπορούσε να είναι μια μικτή επιτροπή πανεπιστημιακών (υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας), στην οποία θα συμμετέχουν ειδικοί επιστήμονες και φιλόλογοι. Καθήκον της επιτροπής θα είναι η κατάρτιση ενός «επίσημου» λεξικού της υπάρχουσας επιστημονικής ορολογίας, όπου για την κάθε έννοια θα υπάρχει ένας και μοναδικός όρος. Θα πρέπει επίσης να αναγράφεται και ο αντίστοιχος όρος της ξένης βιβλιογραφίας. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη συνεχούς ενημέρωσης του λεξικού αυτού με νέους όρους που η ίδια η εξέλιξη της επιστήμης συνεχώς γεννά και οι οποίοι θα προτείνονται στην επιτροπή από τους Έλληνες επιστήμονες του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή της μια εταιρεία σχετική με το θέμα, η Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛ.ΕΤ.Ο.) που εκδίδει και το περιοδικό «Ορόγραμμα». Οι αντίστοιχοι ιστότοποί της είναι: www.eleto.gr και www.eleto.gr/gr/orogramma.htm
Ένας επίσημος φορέας προς αυτή την κατεύθυνση, που έχει ιδρυθεί σχετικά πρόσφατα (Απρίλιος 2015), είναι το Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας. Αυτό αποτελεί πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αποσκοπεί στον συντονισμό της ελληνικής ορολογίας που χρησιμοποιείται στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχοι του Δικτύου είναι η καθιέρωση και χρήση κοινώς αποδεκτής ελληνικής ορολογίας και η βελτίωση της ποιότητας επικοινωνίας στην ελληνική γλώσσα. Υπάρχει η πρόθεση να λειτουργεί, στο πλαίσιο του Δικτύου, και υπηρεσία επείγουσας απόδοσης όρων που θα απαρτίζεται από ομάδες εργασίας του Δικτύου για συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα προτεραιότητας.
Στο Δίκτυο μπορούν να συμμετάσχουν δημόσιοι φορείς, επαγγελματικές και επιστημονικές οργανώσεις, ιδιωτικά ιδρύματα και οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε θέματα ελληνικής γλώσσας, μετάφρασης και ορολογίας. Μπορούν επίσης να συμμετέχουν τα μέλη των παραπάνω φορέων, οργανώσεων, ιδρυμάτων ή οργανισμών αλλά και μεμονωμένοι επαγγελματίες που εργάζονται από κοινού ή σε ατομική βάση.
Στην ιστοσελίδα του δικτύου: https://ec.europa.eu/greece/el‐diktyo_el διατίθενται όλα τα κείμενα που διέπουν τη λειτουργία του δικτύου, το υλικό των ημερίδων και χρήσιμοι σύνδεσμοι.
* Το «προφανές» ίσως να μην ισχύει πάντα. Παράδειγμα, η περίπτωση του ιατρικού όρου «neuron» που στα ελληνικά, ατυχώς μεταφράστηκε «νευρώνας» (αντί «νευρόνιο»). Φανταστείτε ότι, κατ’ αναλογίαν, θα έπρεπε το «electron» να μεταφραστεί ως «ηλεκτρώνας» και το «photon» ως «φωτώνας»!
Πηγή:http://phenomenon.physics.auth.gr/D31.pdf?fbclid=IwAR0YfCIc6KsQ3-2qLCAjLlivRcXcSMMCe75A5K1_4yVvdPKTL__Dlyeghl8
Η σημασία του λόγου στην ανθρώπινη σκέψη είναι καθοριστική. Η άρρηκτη σχέση μεταξύ λόγου και νοητικής διεργασίας είναι φανερή από τη σημασία της λέξης «λόγος», που στην ελληνική γλώσσα, εκτός από ομιλία σημαίνει και την ίδια τη σκέψη.
Το ίδιο φανερώνουν και τα παράγωγα της λέξης «λόγος», όπως: λογική, λογισμός, λόγιος, διάλογος κλπ. Στην περίπτωση της επιστημονικής σκέψης, όπου η σαφής διατύπωση των νοημάτων και η ακριβολογία είναι συστατικά της ίδιας της επιστημονικής μεθοδολογίας, είναι φανερή η ανάγκη μιας μονοσήμαντης ορολογίας η οποία θα πρέπει να καταγράφει και να κωδικοποιεί την επιστημονική γνώση.
Οι επιστημονικοί όροι, με τη σαφήνεια και την οικονομία τους, αποτελούν προϋπόθεση για να κινηθεί η σκέψη προς συνθετότερες έννοιες και να δημιουργήσει συλλογισμούς σε ανώτερο επίπεδο.
Σήμερα, που η παραγωγή νέων επιστημονικών ή τεχνικών όρων είναι εκρηκτική, ο Έλληνας επιστήμονας βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπος στη διεθνή βιβλιογραφία, με νέες έννοιες για τις οποίες δεν έχει ακόμη καθιερωθεί η απόδοσή τους στα ελληνικά. Τις έννοιες αυτές θα πρέπει να τις μεταφράσει.
Μερικές φορές, όταν η μετάφραση δεν είναι προφανής, χρησιμοποιείται «προσωρινά» ο αγγλικός συνήθως όρος. Και επειδή «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», το αποτέλεσμα είναι να χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος κανονικά πια στη γλώσσα μας, χωρίς ούτε καν την «ελληνικοποίησή» του με κάποια κατάληξη όπως συνέβαινε παλιότερα. Παράδειγμα, οι όροι «τρανζίστορ», «κομπιούτερ», «ραντάρ», «κουάρκ», «κβάζαρ» κλπ. Το κύριο όμως πρόβλημα της σύγχρονης ελληνικής επιστημονικής ορολογίας δεν είναι οι αυτούσιες ξενικές λέξεις, αλλά το γεγονός ότι για την κάθε έννοια υπάρχουν περισσότεροι του ενός όροι. Λείπει δηλαδή η μονοσήμαντη επιστημονική ορολογία. Αν ανατρέξει κανείς στα ανά την επικράτεια πανεπιστημιακά συγγράμματα, στα πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων ή σε διδακτορικές διατριβές, θα δει ότι οι διάφοροι επιστήμονες‐συγγραφείς, χρησιμοποιούν για την ίδια έννοια διαφορετικούς όρους.
Ένας τέτοιος πλουραλισμός, ενώ στην καθομιλουμένη θα σήμαινε γλωσσικό πλούτο και εκφραστική ευελιξία, στην επιστημονική ορολογία συνεπάγεται έλλειψη σαφήνειας και «σύνδρομο της Βαβέλ».
Συχνά μάλιστα οι ομιλητές ή συγγραφείς αναγκάζονται να αναφέρουν στις επιστημονικές εργασίες τους και τον αντίστοιχο αγγλικό όρο (σε παρένθεση), ώστε να αποφευχθεί η παρανόηση των λεγομένων ή γραφομένων τους από τους συναδέλφους τους.
Η αναζήτηση και καθιέρωση ως μοναδικών, επιστημονικών όρων κατάλληλων για τις νέες επιστημονικές έννοιες είναι λοιπόν ζητούμενο.
Το ότι η ελληνική γλώσσα αποτέλεσε και αποτελεί πηγή άντλησης όρων και νεολογισμών για τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, λύνει αυτομάτως το πρόβλημα για ένα μεγάλο αριθμό λέξεων.
Σαν παράδειγμα από το χώρο της φυσικής, μπορεί κανείς να αναφέρει τις αυτούσιες ελληνικές λέξεις: «physics», «energy», «atom», «planet», «galaxy», «chaos», κλπ. Πολλοί επίσης όροι, που έχουν δημιουργηθεί «τεχνητά» από τους ξένους διανοούμενους (με επιστράτευση της κλασικής παιδείας τους και κάποιου λεξικού της αρχαίας ελληνικής), αποδίδονται επίσης εύκολα στην ελληνική. Για παράδειγμα, «hydrogen», «barium», «telescope», «photograph», «electron», «proton», «photon», «lepton», «meson», «cyclotron», «isotope», «chromodynamics» κλπ.
Όλους τους όρους αυτούς, λόγω της ελληνικής τους προέλευσης, οι Έλληνες επιστήμονες τους «μεταφράζουν» κατά τον προφανή, και επομένως μοναδικό, τρόπο. *
Όμως, η μετάφραση‐απόδοση των νέων όρων δεν είναι απλή υπόθεση όταν οι επιστημονικοί όροι δεν προέρχονται από τα ελληνικά. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν συνήθως περισσότερες από μία εκδοχές στην απόδοσή τους. Έτσι, π.χ. στη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων, ο όρος «virtual» έχει αποδοθεί κατά καιρούς σαν «εν δυνάμει», «υπερβατικό», «υποθετικό» ή «ψευδο»(σωμάτιο) και ο όρος «strangeness» έχει αποδοθεί σαν «παραδοξότητα», «παραξενιά» ή «ιδιοτυπία». Η επιτυχημένη μετάφραση‐απόδοση των νέων επιστημονικών όρων εξαρτάται τόσο από την κατανόηση του εννοιολογικού περιεχομένου τους, που θεωρείται αυτονόητη για τον ειδικό επιστήμονα, όσο και από το φιλολογικό και πολιτιστικό του υπόβαθρο του τελευταίου. Συχνά, η δυσκολία στην απόδοση ενός όρου μπορεί να οφείλεται καθαρά σε λόγους αισθητικής. Για παράδειγμα, ο όρος της αστροφυσικής «black holes» δύσκολα μεταφραζόταν από πολλούς, μέχρι πρόσφατα, ως «μαύρες τρύπες» (χρησιμοποιούσαν ως πιο «κόσμιο» υποτίθεται όρο το «μελανές οπές»). Χρειάστηκε μάλλον η γενίκευση στη χρήση του όρου και σε άλλους τομείς εκτός της αστροφυσικής, για να τον «συνηθίσει το αυτί μας» και να μην διστάζουμε πιά να τον χρησιμοποιούμε. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι Έλληνες επιστήμονες και διανοούμενοι των αμέσως προηγουμένων γενεών, είχαν καταφέρει ακόμη και στις «δύσκολες» περιπτώσεις, να καθιερώσουν μονοσήμαντους όρους για την κάθε νέα έννοια, οι οποίοι και έτυχαν της γενικής αποδοχής. Αυτοί οι όροι είναι καθαρά ελληνικοί, με προφανή σημασία και ετυμολογικό περιεχόμενο. Τέτοιους όρους συναντάμε τόσο στην καθημερινή γλώσσα, π.χ. «αερόστατο», «υποβρύχιο», «αλεξίπτωτο», «ποδήλατο», «αυτοκίνητο» κλπ., όσο και στην επιστημονική ορολογία, π.χ. «πεδίο», «διάνυσμα», «στροφορμή», «δυναμικό», «σθένος»,«βαρύτητα», «ενθαλπία», «ρεύμα», «ραδιενέργεια», κλπ.
Ο εμπλουτισμός της ελληνικής επιστημονικής ορολογίας δεν πρέπει να συνεχίσει να γίνεται στις μέρες μας με τον εφαρμοζόμενο, δυστυχώς «ερασιτεχνικό» τρόπο. Φαντάζομαι ότι είναι αναγκαίος ο ορισμός ενός φορέα υπεύθυνου για θέματα ειδικής ορολογίας. Για παράδειγμα, ο φορέας θα μπορούσε να είναι μια μικτή επιτροπή πανεπιστημιακών (υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας), στην οποία θα συμμετέχουν ειδικοί επιστήμονες και φιλόλογοι. Καθήκον της επιτροπής θα είναι η κατάρτιση ενός «επίσημου» λεξικού της υπάρχουσας επιστημονικής ορολογίας, όπου για την κάθε έννοια θα υπάρχει ένας και μοναδικός όρος. Θα πρέπει επίσης να αναγράφεται και ο αντίστοιχος όρος της ξένης βιβλιογραφίας. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρχει η πρόβλεψη συνεχούς ενημέρωσης του λεξικού αυτού με νέους όρους που η ίδια η εξέλιξη της επιστήμης συνεχώς γεννά και οι οποίοι θα προτείνονται στην επιτροπή από τους Έλληνες επιστήμονες του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή της μια εταιρεία σχετική με το θέμα, η Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛ.ΕΤ.Ο.) που εκδίδει και το περιοδικό «Ορόγραμμα». Οι αντίστοιχοι ιστότοποί της είναι: www.eleto.gr και www.eleto.gr/gr/orogramma.htm
Ένας επίσημος φορέας προς αυτή την κατεύθυνση, που έχει ιδρυθεί σχετικά πρόσφατα (Απρίλιος 2015), είναι το Ελληνικό Δίκτυο Ορολογίας. Αυτό αποτελεί πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αποσκοπεί στον συντονισμό της ελληνικής ορολογίας που χρησιμοποιείται στα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχοι του Δικτύου είναι η καθιέρωση και χρήση κοινώς αποδεκτής ελληνικής ορολογίας και η βελτίωση της ποιότητας επικοινωνίας στην ελληνική γλώσσα. Υπάρχει η πρόθεση να λειτουργεί, στο πλαίσιο του Δικτύου, και υπηρεσία επείγουσας απόδοσης όρων που θα απαρτίζεται από ομάδες εργασίας του Δικτύου για συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα προτεραιότητας.
Στο Δίκτυο μπορούν να συμμετάσχουν δημόσιοι φορείς, επαγγελματικές και επιστημονικές οργανώσεις, ιδιωτικά ιδρύματα και οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε θέματα ελληνικής γλώσσας, μετάφρασης και ορολογίας. Μπορούν επίσης να συμμετέχουν τα μέλη των παραπάνω φορέων, οργανώσεων, ιδρυμάτων ή οργανισμών αλλά και μεμονωμένοι επαγγελματίες που εργάζονται από κοινού ή σε ατομική βάση.
Στην ιστοσελίδα του δικτύου: https://ec.europa.eu/greece/el‐diktyo_el διατίθενται όλα τα κείμενα που διέπουν τη λειτουργία του δικτύου, το υλικό των ημερίδων και χρήσιμοι σύνδεσμοι.
* Το «προφανές» ίσως να μην ισχύει πάντα. Παράδειγμα, η περίπτωση του ιατρικού όρου «neuron» που στα ελληνικά, ατυχώς μεταφράστηκε «νευρώνας» (αντί «νευρόνιο»). Φανταστείτε ότι, κατ’ αναλογίαν, θα έπρεπε το «electron» να μεταφραστεί ως «ηλεκτρώνας» και το «photon» ως «φωτώνας»!
Πηγή:http://phenomenon.physics.auth.gr/D31.pdf?fbclid=IwAR0YfCIc6KsQ3-2qLCAjLlivRcXcSMMCe75A5K1_4yVvdPKTL__Dlyeghl8
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μήνυμα της βασίλισσας Ελισάβετ στους Αυστραλούς
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βόμβα: Εκτός «My style rocks» ο Κουδουνάρης;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ