2020-01-09 19:38:19
Έξω χιονίζει από το πρωί. Πρέπει να πέρασε την πόρτα. Πρόλαβε κατά το μεσημέρι κι έφτασε στην Εκκλησία. «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός». Κάθησε κάτω από το εικόνισμα. Ενα παράπονο τον έπιασε μέσα του. Χριστούγεννα κι αυτό ς ήταν και πάλι μόνος. Πόσα χρόνια; Είχαν περάσει από το 67 πέντε ολόκληρα χρόνια.
Δεν κάθισε πολύ. Το χιόνι έπεφτε και θα έκλεινε και την πόρτα από την παράγκα. Έφτασε μέσα κι έκλεισε καλά. Λίγο ψωμί είχε κρατήσει, νερό θα έκανε από το χιόνι. Κάτι ξύλα είχε στοιβάξει, θα περνούσε. Έφτασε 12 η ώρα κι αυτός προσεύχονταν. Κρύωνε πολύ. Κάθισε δίπλα στα κάρβουνα. Ο ύπνος τον πήρε όπως τον τότε στην αγκαλιά της μάνας του.
Κρυφτείτε άκουσε την φωνή του πατέρα. Κρυφτείτε μην έρθουν και σας πάρουν. Έρχονταν οι αντάρτες και παίρναν μικρά παιδιά. Δεν φοβόνταν. Κρυφτήκανε όπως παίζανε κρυφτό στο δρόμο τα απογεύματα. Το μόνο που τους ένοιαζε είναι λίγο φαγάκι. Ο πατέρας σοβατζής ήρθε από τον Πόντο. Πριν από τον πόλεμο έβγαζε μεροκάματο. Στο πόλεμο ποιος να κτίσει σπίτι η να κάνει μερεμέτια; Έσκυψε το κεφάλι του και ζητιάνευε. Δέκα στόματα περιμένανε από αυτόν. Ένα βράδυ γύρισε σπίτι και το μόνο που είχε στα χέρια του ήταν ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Τα παιδιά τρέξανε στο ψωμί. Ο πατέρας στη γωνιά έκλαιγε.
Έφτασε εννιά χρονών. Είχε μεγαλώσει πια. «Θέλω λεφτά» είπε στον πατέρα. «Τι να τα κάνεις;» «Θα δεις» Του έδωσε πέντε χιλιάδες όσα είχε στην τσέπη του. Τέσσερις χιλιάδες αγόρασε στραγάλια ένα χιλιάρικο εφημερίδες. Ξεκίνησε από ένα πανηγύρι . Τα πούλησε έβγαλε 7 χιλιάδες. Του χτύπησε την πλάτη ο πατέρας. «Θα τα καταφέρεις» του είπε. Πήγαινε με τα πόδια από πανηγύρι σε πανηγύρι. Πήρε μηχανάκι μετά αυτοκίνητο και το εμπόριο μεγάλωσε. Το μαγαζί του αδελφού που το παράτησε το πήρε και άφησε τον πατέρα να το δουλεύει κι αυτός έτρεχε στα χωριά. Κατάφερε να παντρέψει τα κορίτσια. Τους μάζεψε 500 χρυσές λίρες προίκα. Αλλά αυτά δεν του φτάνανε. Κάτι άλλο γύρευε αλλά τι δεν ήξερε. Του έλεγε η μάννα του να παντρευτεί δεν ήθελε αυτός.
Μια χρονιά την θυμόταν εκείνη τη χρονιά ήταν δεκαπενταύγουστος έφτασε στην Ξενιά. Είχε ακούσει ιστορίες για αυτή πολλές. Πολύ παλιό μοναστήρι. Από κει ξεκίνησε ο Αθανάσιος Διάκος για να πάει στην Αλαμάνα. Πολλοί μοναχοί είχαν περάσει από κει, είχε λέει πολλά κελιά και καλογέρους. Στην κατοχή έδωσε ότι είχε στον κόσμο που πεινούσε. Η Παναγία Ξενιά, «των ακρίδων διολέσασα σμήνος το ολέθριον και τους πόρρω και εγγύς πάσι δώσασα την ίασιν» Το μοναστήρι το είχαν κάψει οι Ιταλοί. Δεν είχε μείνει πλέον τίποτα. Η εκκλησιά και μια παράγκα.
Είχε πάει να πουλήσει παγωτό στο πανηγύρι της Παναγιάς Δεκαπενταύγουστος του 1965. Τι έγινε μες στην ψυχή του εκείνη την μέρα κανείς δεν ξέρει. 17 Σεπτεμβρίου του 1965 γίνεται η κουρά από τον τότε Δημητριάδος Δαμασκηνό που του δίνει το όνομα Τίτος. Λίγοι μήνες πέρασαν του λέει ο Δεσπότης θα σε κάνω διάκο και μετά παπά. «Όχι» του λέει Σεβασμιώτατε «εγώ είμαι αγράμματος άνθρωπος, δεν μπορώ να την σηκώσω τη ιεροσύνη, είναι βαριά». Τον παρακάλεσε ο Δεσπότης αλλά ήταν ανένδοτος χειροτονήθηκε διάκονος τον Ιανουάριο του 1966. Κι έμεινε για πάντα διάκονος.
Στο κάτω το μοναστήρι της Παναγιάς Ξενιάς έρχονταν κόσμος κι αυτός δεν μπορούσε. «Μοναχός ήθελα να γίνω όχι ξενοδόχος» ζητάει ευλογία και φεύγει για την πάνω Ξενιά. Φτάνει 9 Μαίου του 1967. Στο μοναστήρι είχε πάρει ευλογία και ζούσε ένας ηλικιωμένος ο μπαρμπα Θανάσης 90 χρονών χήρος. Κάθισε μαζί του μέχρι Σεπτέμβριο. «Που θα πας κυρ Θανάση» «Γέρασα παιδί μου θα πάω να πεθάνω κάτω κοντά στα παιδιά μου»
Ο π. Τίτος εκείνο τον χειμώνα έμεινε μόνος. Που και που έρχονταν κανένας από τους Κοκοτούς και του έφερνε λίγο ψωμί. Όταν ξεκίνησε η άνοιξη άρχισε δουλειά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Σταματούσε μόνο για τις ακολουθίες. Έσκαβε. Έβγαζε πέτρες έχτιζε. Έκοβε δέντρα. Πέρασε το καλοκαίρι. Ήρθε ο χειμώνας και πάλι μόνος Τον δεύτερο χειμώνα όμως είχε κάνει το «κουμάντο» του. Πέρασαν πολλές άνοιξες και καλοκαίρια και ο π. Τίτος ήταν μόνος του σκάβοντας και κουβαλώντας, χτίζοντας και προσευχόμενος. Έφτιαξε κελιά μεγάλωνε την πτέρυγα να υποδεχθεί νέους μοναχούς. Ήταν βέβαιος. Οι τένοντες από τα χέρια του πάθαν υπερκόπωση. Πήγε σε γιατρούς κι έκανε εγχείρηση και στα δυό. Με αυτά τα δυο χέρια και την προσευχή έκτιζε.
Το χιόνι είχε περάσει την πόρτα. Ο π. Τίτος ξύπνησε. «Η Παρθένος σήμερον» μουρμούρισε κι ένοιωσε πάλι παιδί στην Ευξεινούπολη. Κοίταξε τα σημάδια στα χέρια από τις εγχειρήσεις. «Εσύ έπαθες πιο πολλά Κύριε» σκέφτηκε. Αύριο θα αλλάξουν τα πράγματα. Κι άλλαξαν. Το 1973 ήρθε ο δρόμος. Και μαζί με τον κόσμο ήρθαν και οι άνθρωποι Και το μοναστήρι μεγάλωσε. Κι όλα έχουν αλλάξει. Ηρθε ο ηγούμενος π. Νεκτάριος δραστήριος, διψασμένος για Παναγιά κι αγάπησε το μοναστήρι. Το συνέχισε. Έγινε μετά Μητροπολίτης Κέρκυρας. Και τώρα ένας νέος ηγούμενος με το ίδιο όνομα π. Νεκτάριος συνεχίζει τον κόπο του κι ένας συναθλητής μικρότερος γεμάτος χαρά του Θεού. π. Μάξιμος. Αυτό που μένει αμετάβλητο στο χρόνο είναι η Παναγία η Κισσιώτισα ( η εφέστιος εικόνα που βρέθηκε στα στα φύλλα του Κισού) και η χάρη που χαρίζει ακόμα και στα πληγιασμένα χέρια του π. Τίτου να ακουμπούν την χαρά του Παραδείσου, από αυτόν εδώ τον κόσμο.
Ν.Β.
πηγή
proskynitis
Δεν κάθισε πολύ. Το χιόνι έπεφτε και θα έκλεινε και την πόρτα από την παράγκα. Έφτασε μέσα κι έκλεισε καλά. Λίγο ψωμί είχε κρατήσει, νερό θα έκανε από το χιόνι. Κάτι ξύλα είχε στοιβάξει, θα περνούσε. Έφτασε 12 η ώρα κι αυτός προσεύχονταν. Κρύωνε πολύ. Κάθισε δίπλα στα κάρβουνα. Ο ύπνος τον πήρε όπως τον τότε στην αγκαλιά της μάνας του.
Κρυφτείτε άκουσε την φωνή του πατέρα. Κρυφτείτε μην έρθουν και σας πάρουν. Έρχονταν οι αντάρτες και παίρναν μικρά παιδιά. Δεν φοβόνταν. Κρυφτήκανε όπως παίζανε κρυφτό στο δρόμο τα απογεύματα. Το μόνο που τους ένοιαζε είναι λίγο φαγάκι. Ο πατέρας σοβατζής ήρθε από τον Πόντο. Πριν από τον πόλεμο έβγαζε μεροκάματο. Στο πόλεμο ποιος να κτίσει σπίτι η να κάνει μερεμέτια; Έσκυψε το κεφάλι του και ζητιάνευε. Δέκα στόματα περιμένανε από αυτόν. Ένα βράδυ γύρισε σπίτι και το μόνο που είχε στα χέρια του ήταν ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Τα παιδιά τρέξανε στο ψωμί. Ο πατέρας στη γωνιά έκλαιγε.
Έφτασε εννιά χρονών. Είχε μεγαλώσει πια. «Θέλω λεφτά» είπε στον πατέρα. «Τι να τα κάνεις;» «Θα δεις» Του έδωσε πέντε χιλιάδες όσα είχε στην τσέπη του. Τέσσερις χιλιάδες αγόρασε στραγάλια ένα χιλιάρικο εφημερίδες. Ξεκίνησε από ένα πανηγύρι . Τα πούλησε έβγαλε 7 χιλιάδες. Του χτύπησε την πλάτη ο πατέρας. «Θα τα καταφέρεις» του είπε. Πήγαινε με τα πόδια από πανηγύρι σε πανηγύρι. Πήρε μηχανάκι μετά αυτοκίνητο και το εμπόριο μεγάλωσε. Το μαγαζί του αδελφού που το παράτησε το πήρε και άφησε τον πατέρα να το δουλεύει κι αυτός έτρεχε στα χωριά. Κατάφερε να παντρέψει τα κορίτσια. Τους μάζεψε 500 χρυσές λίρες προίκα. Αλλά αυτά δεν του φτάνανε. Κάτι άλλο γύρευε αλλά τι δεν ήξερε. Του έλεγε η μάννα του να παντρευτεί δεν ήθελε αυτός.
Μια χρονιά την θυμόταν εκείνη τη χρονιά ήταν δεκαπενταύγουστος έφτασε στην Ξενιά. Είχε ακούσει ιστορίες για αυτή πολλές. Πολύ παλιό μοναστήρι. Από κει ξεκίνησε ο Αθανάσιος Διάκος για να πάει στην Αλαμάνα. Πολλοί μοναχοί είχαν περάσει από κει, είχε λέει πολλά κελιά και καλογέρους. Στην κατοχή έδωσε ότι είχε στον κόσμο που πεινούσε. Η Παναγία Ξενιά, «των ακρίδων διολέσασα σμήνος το ολέθριον και τους πόρρω και εγγύς πάσι δώσασα την ίασιν» Το μοναστήρι το είχαν κάψει οι Ιταλοί. Δεν είχε μείνει πλέον τίποτα. Η εκκλησιά και μια παράγκα.
Είχε πάει να πουλήσει παγωτό στο πανηγύρι της Παναγιάς Δεκαπενταύγουστος του 1965. Τι έγινε μες στην ψυχή του εκείνη την μέρα κανείς δεν ξέρει. 17 Σεπτεμβρίου του 1965 γίνεται η κουρά από τον τότε Δημητριάδος Δαμασκηνό που του δίνει το όνομα Τίτος. Λίγοι μήνες πέρασαν του λέει ο Δεσπότης θα σε κάνω διάκο και μετά παπά. «Όχι» του λέει Σεβασμιώτατε «εγώ είμαι αγράμματος άνθρωπος, δεν μπορώ να την σηκώσω τη ιεροσύνη, είναι βαριά». Τον παρακάλεσε ο Δεσπότης αλλά ήταν ανένδοτος χειροτονήθηκε διάκονος τον Ιανουάριο του 1966. Κι έμεινε για πάντα διάκονος.
Στο κάτω το μοναστήρι της Παναγιάς Ξενιάς έρχονταν κόσμος κι αυτός δεν μπορούσε. «Μοναχός ήθελα να γίνω όχι ξενοδόχος» ζητάει ευλογία και φεύγει για την πάνω Ξενιά. Φτάνει 9 Μαίου του 1967. Στο μοναστήρι είχε πάρει ευλογία και ζούσε ένας ηλικιωμένος ο μπαρμπα Θανάσης 90 χρονών χήρος. Κάθισε μαζί του μέχρι Σεπτέμβριο. «Που θα πας κυρ Θανάση» «Γέρασα παιδί μου θα πάω να πεθάνω κάτω κοντά στα παιδιά μου»
Ο π. Τίτος εκείνο τον χειμώνα έμεινε μόνος. Που και που έρχονταν κανένας από τους Κοκοτούς και του έφερνε λίγο ψωμί. Όταν ξεκίνησε η άνοιξη άρχισε δουλειά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Σταματούσε μόνο για τις ακολουθίες. Έσκαβε. Έβγαζε πέτρες έχτιζε. Έκοβε δέντρα. Πέρασε το καλοκαίρι. Ήρθε ο χειμώνας και πάλι μόνος Τον δεύτερο χειμώνα όμως είχε κάνει το «κουμάντο» του. Πέρασαν πολλές άνοιξες και καλοκαίρια και ο π. Τίτος ήταν μόνος του σκάβοντας και κουβαλώντας, χτίζοντας και προσευχόμενος. Έφτιαξε κελιά μεγάλωνε την πτέρυγα να υποδεχθεί νέους μοναχούς. Ήταν βέβαιος. Οι τένοντες από τα χέρια του πάθαν υπερκόπωση. Πήγε σε γιατρούς κι έκανε εγχείρηση και στα δυό. Με αυτά τα δυο χέρια και την προσευχή έκτιζε.
Το χιόνι είχε περάσει την πόρτα. Ο π. Τίτος ξύπνησε. «Η Παρθένος σήμερον» μουρμούρισε κι ένοιωσε πάλι παιδί στην Ευξεινούπολη. Κοίταξε τα σημάδια στα χέρια από τις εγχειρήσεις. «Εσύ έπαθες πιο πολλά Κύριε» σκέφτηκε. Αύριο θα αλλάξουν τα πράγματα. Κι άλλαξαν. Το 1973 ήρθε ο δρόμος. Και μαζί με τον κόσμο ήρθαν και οι άνθρωποι Και το μοναστήρι μεγάλωσε. Κι όλα έχουν αλλάξει. Ηρθε ο ηγούμενος π. Νεκτάριος δραστήριος, διψασμένος για Παναγιά κι αγάπησε το μοναστήρι. Το συνέχισε. Έγινε μετά Μητροπολίτης Κέρκυρας. Και τώρα ένας νέος ηγούμενος με το ίδιο όνομα π. Νεκτάριος συνεχίζει τον κόπο του κι ένας συναθλητής μικρότερος γεμάτος χαρά του Θεού. π. Μάξιμος. Αυτό που μένει αμετάβλητο στο χρόνο είναι η Παναγία η Κισσιώτισα ( η εφέστιος εικόνα που βρέθηκε στα στα φύλλα του Κισού) και η χάρη που χαρίζει ακόμα και στα πληγιασμένα χέρια του π. Τίτου να ακουμπούν την χαρά του Παραδείσου, από αυτόν εδώ τον κόσμο.
Ν.Β.
πηγή
proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Εκτός ΣΚΑΪ η Ελεάννα Τρυφίδου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ